A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

ΕΧΩΡΙΣΘΗΜΕΝ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΩΜΕΝ ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΙ



...Ημείς διεκόψαμεν πάσαν Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Διοικούσης Ιεραρχίας, μη επιθυμούντες δια λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως να ακολουθήσωμεν αυτήν εις την καινοτομίαν και να καταστώμεν και ημείς συνυπεύθυνοι ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας, ώστε αν ημείς, εχωρίσθημεν από την Διοικούσαν Ιεραρχίαν τούτο επράξαμεν ουχί εκ λόγων απειθαρχίας και ανταρσίας ως διισχυρίζονται οι καινοτόμαι Ιεράρχαι, αλλ' εκ λόγων ορθοδοξίας και εξ επιγνώσεως και βαθείας συναισθήσεως, ότι η Δ. Ιεραρχία δια της ημερολογιακής καινοτομίας έπαυσε να αντιπροσωπεύει την ορθόδοξον έννοιαν της Ελληνικής Εκκλησίας. Συνεπώς αύτη χωρισθείσα από τον κορμόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας απετέλεσεν ιδιαιτέραν Εκκλησίαν, διάφορον της αρχαίας κατά το ακραιφνές και ακαινοτόνητον πνεύμα της Ορθοδοξίας καταστάσα ούτω υπόδικος ενώπιον της καθ' όλου Ορθοδόξου Εκκλησίας. 

Κατά ταύτα η Δ. Ιεραρχία εκκλίνασα εκ του θριγγού της ακριβούς ορθοδοξίας παρ' όλον τον εξωτερικόν τύπον και τον αριθμόν αυτής, έπαυσεν ως ανωτέρω ελέχθη, να εκπροσωπεί την ορθόδοξον έννοιαν της Ελληνικής Εκκλησίας. Ταύτης την Ορθόδοξον έννοιαν και σημασίαν εκπροσωπούσιν οι Ιεράρχαι, ο Κλήρος και ο λαός, οι ακολουθούντες την παλαιάν ημερολογιακήν παράδοσιν, την καθιερωθείσαν υπό Οικουμενικών Συνόδων και κυρωθείσαν υπό της αιωνοβίου πράξεως της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ώστε εν τω Κράτει δεν υπάρχουν δυο ορθόδοξοι Εκκλησίαι αλλά μία, ης τον μεν τύπον και τον ρυθμόν εκπροσωπεί η πλειοψηφία της Ιεραρχίας, το πνεύμα όμως και την έννοιαν της ορθοδοξίας εκπροσωπεί η μειοψηφία της παλαιοημερολογιτικής Ιεραρχίας και κοινωνίας. Αύτη είναι η θέσις των προσώπων και των πραγμάτων κατά την ακριβή και ορθόδοξον αντίληψιν και κρίσιν του σοβούντος ημερολογιακού ζητήματος όπερ τινες εκ των πολιτευτών και Δημοσιογράφων όλως άγευστοι και απότροφοι των Πατρώων εκκλησιαστικών θεσμών, θεωρούν ανάξιον προσοχής και συζητήσεως εν τη Βουλή, ως ανάρμοστον δήθεν προς την τιμήν και αξιοπρέπειαν του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Το άκρως θλιβερόν και εγκληματικόν είναι, ότι εις την ανορθόδοξον ταύτην καινοτομίαν παρέσυραν τον περισσότερον κόσμον και όπερ ολεθριότερον και την πολιτείαν, ήτις είχεν την υποχρέωσιν να σεβασθεί το σχετικόν Β. Διάταγμα του αειμνήστου Γεωργίου του Β' και να υποδείξει εις την Δ. Ιεραρχίαν τας ολεθρίους συνεπείας ταύτης και από Εθνικής απόψεως, καθ' όσον η διαίρεσις της Εκκλησίας συνεπάγεται και την διαίρεσιν του Έθνους δια τον αδιάσπαστον σύνδεσμον των Εκκλησιαστικών και Εθνικών ιδεωδών. Διο και η αδέκαστος Ιστορία τον πρώτον μεν λίθον του αναθέματος θα ρίψει κατά της Δ. Ιεραρχίας, ήτις ουδενός βιάζοντος, δωρεάν όλως και ελαφρά τη συνειδήσει διήρεσεν τον ορθόδοξον ελληνικόν λαόν, τον δεύτερον όμως λίθον θα ρίψει κατά των Κυβερνήσεων εκείνων οίτινες ου μόνον δεν αναχαίτισαν την Δ. Ιεραρχίαν από την κατωφέρειαν ταύτην, αλλά και εξώθησαν αυτήν δια λόγους δήθεν προοδευτικούς, αλλά κυρίως εκ πολιτικής σκοπιμότητος εις την κατωφέρειαν και επικίνδυνον ατραπόν της Εκκλησισαστικής ταύτης καινοτομίας. Ταύτα ως προς το πρώτον επιχείρημα της Δ. Ιεραρχίας, ερχόμεθα νυν εις το δεύτερον επιχείρημα. Ως τοιούτον προβάλλει η Ιεραρχία τον διισχυρισμόν, ότι το ημερολόγιον ως ζήτημα καθαρώς επιστημονικόν δεν έχει σχέσιν ούτε με το Δόγμα, ούτε με τους Κανόνας της Εκκλησίας, αλλ' ούτε και με την Τυπικήν Διάταξιν της Ορθοδόξου θείας λατρείας. Το επιχείρημα τούτο θα ανέμενε τις να προβληθεί υπό των λαικών των αδαών των Εκκλησιαστικών θεσμών, ουχί όμως και παρά των Κληρικών και δη των Ιεραρχών των αποτελούντων την πνοήν και την ζωήν της Εκκλησίας. Ημείς απαντώντες εις τον ψευδή τούτον διισχυρισμόν της Δ. Ιεραρχίας θα αποδείξωμεν ότι η μονομερής ημερολογιακή μεταρρύθμισις έθιξε τους Θείους και Ιερούς Κανόνας, την Τυπικήν διάταξιν της Θείας λατρείας και το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας. Οι Κανόνες και δη ο 56ος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου διακελεύει, όπως άπασαι αι επιμέρους ορθόδοξοι Εκκλησίαι τηρώσι την αυτήν τάξιν και συμφωνίαν εις τον εορτασμόν των εορτών και την τήρησιν των νηστειών και των λοιπών της ψυχής ηθικών καθαρμών. Επιβάλλει δε ο κανών ούτος καθαίρεσιν εις τους Κληρικούς εκείνους, οίτινες παραβαίνουσι την τάξιν των Εκκλησιαστικών εορτών και των νηστειών διακελεύων τα επόμενα... ''Έδοξε τοίνυν και τούτο, ώστε την κατά πάσαν την οικουμένην του Θεού Εκκλησίαν, μια κατακολουθούσαν τάξει, την νηστείαν επιτελείν... ειδέ μη τούτο παραφυλάττομεν, ει μεν Κληρικοί είεν καθαιρείσθωσαν, ει δε λαικοί αφοριζέσθωσαν'' (56ης της 6ης Οικουμενικής Συνόδου). Και ερωτώμεν την Δ. Ιεραρχίαν, κατέστρεψεν ή ου η μονομερής εφαρμογή του νέου ημερολογίου την τάξιν και την αρμονίαν των Εκκλησιών εις την τέλεσιν των εορτών και των νηστειών, αφού έκαμεν άλλας Εκκλησίας, να εορτάζουν και να ευφραίνονται, καθ' ον χρόνον αι άλλοι δεν εορτάζουν και εξακολουθούν να νηστεύωσι και να ετοιμάζονται δια της νηστείας και Μετανοίας εις τον εορτασμόν των αυτών εορτών μετά πάροδον δεκατριών ημερών; Προς τούτοις δια της ημερολογιακής καινοτομίας από την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων, ήτις αποτελεί Αποστολικήν Διάταξιν δύνανται οι Αρχιερείς να αρνηθώσιν, ότι κατ' έτος αφαιρούνται 13 ημέραι και ενίοτε καταργείται όλος διόλου η νηστεία αύτη, όταν το Πάσχα συνπέσει με τον νέον ημερολόγιον κατά μήνα Μάιον; Επίσης δύνανται να αρνηθώσιν οι Αρχιερείς, ότι η καινοτομία αύτη επήνεγκε μίαν τόσην σύγχησιν και αναταραχήν εις το Τυπικόν της θείας λατρείας, ώστε να αγνοούν οι νεοημερολογίται ιερείς και ιεροψάλται, εν περιπτώσει καθ' ην συμπέσωσι δυο εορταί, οποίαν λειτουργίαν να τελέσωσι και οποίαν εκκλησιαστικήν τάξιν να ακολουθήσωσι, διότι το Τυπικόν της Εκκλησίας ουδεμίαν παρέχει οδηγίαν μη προβλέπον την σύμπτωσιν ταύτην των εορτών; Και ούτω δημιουργείται εν μωσαικόν εις την τάξιν και την ευρυθμίαν της Θείας λατρείας. Εις ταύτα ουδέν έχουσι να αντιτάξωσι οι καινοτόμοι Αρχιερείς σεβόμενοι εαυτούς και την αποστολήν των. Ως τρίτον επιχείρημα προβάλλει η Δ. Ιεραρχία, ότι η μονομερής διαρρύθμισις του ημερολογίου δεν έθιξε ποσώς το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας διότι, ως λέγουν ούτοι, δεν μετέβαλε την πίστιν και την λατρείαν κατ' ουσίαν και θεωρίαν και διότι η διαφορόχρονος τέλεσις των εορτών και η ανομοιόμορφος τήρησις των νηστειών, ουδόλως επηρεάζουσι την ενότητα της Εκκλησίας. Εις ταύτα ημείς απαντώμεν τα εξής, εφ' ών επικαλούμεθα ιδιαζόντως την προσοχήν των κυρίων Βουλευτών, εκ της ευθυδικίας των οποίων εξαρτάται νυν η ειρήνευσις της Εκκλησίας και η ένωσις του Έθνους εν τω Εκκλησιαστικώ εδάφει. Η χριστιανική θρησκεία αποτελείται από την δογματικήν διδασκαλίαν της πίστεως και την εκδήλωσιν και βίωσιν αυτής, ήτις γίνεται δια των εορτών, της Θείας λατρείας και της χριστιανικής ηθικής. Και τα δυο ταύτα στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας είναι αχώριστα και απαραίτητα δια την σωτηρίαν της ψυχής, τουθ' όπερ αποτελεί τον κύριον σκοπόν της θρησκείας. Και όπως δεν δύναται τις εν τη ζωή ταύτη να χωρίσει την ψυχήν από το σώμα, χωρίς να επενέγκει τον θάνατον, ούτω δεν δύναται τις να χωρίσει την πίστιν από την λατρείαν και την χριστιανικήν ηθικήν, χωρίς να καταστρέψει τον σκοπόν της θρησκείας, όστις είναι ως έφθην ειπών, η σωτηρία των ψυχών. Κατά ποίαν λοιπόν λογικήν και κατά ποίον συνειρμόν σκέψεως, δύναται τις να χωρίσει την Δογματικήν πίστιν από την θείαν λατρείαν και τον τρόπον της διοικήσεως και της χριστιανικής ηθικής, χωρίς να διακυβεύσει την σωτηρίαν της ψυχής δεδομένου, ότι αμφότερα είναι απαραίτητα δια τον σκοπόν, ον στοχάζεται η χριστιανική θρησκεία;

Τούτου ένεκα, οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες την ενότητα της Εκκλησίας ανήγαγον εις την περιωπήν Δόγματος προσθέσαντες εις το Σύμβολον της Πίστεως, το εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Η ενότης δε της Εκκλησίας ως Δόγμα δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως της θείας Λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον βίωσιν της πίστεως και την ομοιόμορφον εκδήλωσιν της Θείας λατρείας και των έργων της ηθικής αγνείας. Εφόσον όμως το εν και το αυτό Δόγμα της πίστεως κατά γνώσιν και θεωρίαν μερίζεται εις την βίωσίν του και την εκδήλωσίν του κατά χρόνον και κατά τρόπον, των μεν εορταζόντων και ευφραινομένων, καθ' ον χρόνον άλλοι του αυτού δόγματος δεν εορτάζουν αλλά διατρέχουν το στάδιον της νηστείας και της μετανοίας, δεν δύναται τις σοβαρώς να διισχυρισθεί, ότι αμφότεροι τηρούσι το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας χωριζόμενοι εις την βίωσιν της πίστεως, ήτις γίνεται δια των εορτών και των διαφόρων Μυστηριακών ιεροτελεστιών.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ Απόσπασμα εκ του βιβλίου ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΟΣΤΟΜΟΥ'', έκδοση Ι. Μονής Αγίου Νικοδήμου Ελληνικού Γορτυνίας, έτος 1977, τόμος Β', σελίδες 129 - 133.

Άγιος Χρυσόστομος ο νέος Ομολογητής





Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)


Όσο καιρό βρισκόμαστε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, είναι ανάγκη να αγωνιζόμαστε. Και όταν μένουμε μέσα στο σπίτι, και όταν πηγαίνουμε στην αγορά, και όταν καθόμαστε στο τραπέζι για να φάμε, και όταν είμαστε άρρωστοι, και όταν είμαστε υγιείς. Ιδιαίτερα μάλιστα κατά τον καιρό της αρρώστιας, τότε προπάντων, είναι κατάλληλος ο καιρός γι’ αυτή τη μάχη. Όταν τα βάσανα από παντού συνταράζουν την ψυχή, όταν την πολιορκούν ισχυροί πόνοι, όταν ο διάβολος παραμονεύει και μας παρακινεί να πούμε κάποιο κακό λόγο όπως τον Ιώβ.


Τότε λοιπόν κατ’ εξοχήν πρέπει να ασφαλιζόμαστε, να περιφράσσουμε την ψυχή μας με το θώρακα, με την ασπίδα, με το κράνος, και με όλα τα άλλα όπλα, και να ευχαριστούμε συνεχώς το Θεό.

Αυτά είναι φοβερά βέλη εναντίον του εχθρού, αυτό είναι θανατηφόρο πλήγμα κατά του δαίμονα, τότε προπάντων είναι λαμπρά και τα στεφάνια. Διότι είναι γνωστό ότι και τον μακάριο Ιώβ (διότι τίποτε δεν μας εμποδίζει να καταφύγουμε πάλι σ’ αυτόν και να τον θυμηθούμε) αυτό προπάντων τον έκαμε λαμπρό και ένδοξο, αυτό τον ανακήρυξε, αυτό τον στεφάνωσε, το ότι στον καιρό του πειρασμού και της ασθένειας και της φτώχειας, έδειξε αμετάβλητο χαρακτήρα, ακλόνητη διάνοια. Το ότι εξέφρασε ευχαριστήρια λόγια στο Θεό και πρόσφερε την πνευματική εκείνη θυσία, διότι θυσία πνευματική ήταν τα λόγια του εκείνα με τα οποία έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα αφαίρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου αιωνίως».

Αυτό λοιπόν ας κάνουμε κι εμείς πάντοτε, κατά τον καιρό των πειρασμών και των περιστάσεων και των επιβουλών, ας δοξάζουμε το Θεό και ας τον ευλογούμε συνέχεια, διότι σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον ΣΤ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ, Ιω. Χρυσοστόμου Έργα, Πατερικές Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Θεσσαλονίκη 1982, τ. 5, σελ. 240.


Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Η ΑΔΥΝΑΜΗ ΠΙΣΤΗ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Ἡ πίστη εἶναι μιά δύναμη, πού κατοικεῖ στό νοῦ καί στή θέληση. Ὁ νοῦςφωτίζεται ἀπό οὐράνιο φῶς καί κρατάει ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Ἡθέληση πάλι παρακινεῖται κι αὐτή ἀπό τό Θεό ν᾿ ἀποδέχεται ὅσα ἀποκάλυψε στό νοῦ μέ τό φωτισμό. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως, ἡ θέληση συχνά προστάζει μέ τή θεία πίστη τό νοῦ – ἰδιαίτερα ὅταν αὐτός σκοτιστεῖ ἀπό κάποιο πάθος – νά κρατάει σάν ἀληθινά ὅσα ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Γιατί στή θέληση, στό αὐτεξούσιο, ὑποτάσσεται κι αὐτός ἀκόμα ὁ νοῦς. Τό αὐτεξούσιο, βλέπετε, εἶναι ἰδίωμα τῆς ψυχῆς, πού τῆς δόθηκε γιά νά ὑποτάσσει ὅλες τίς ἄλλες δυνάμεις της, τό ἴδιο ὅμως νά ὑποτάσσεται μόνο στό Θεό καί τό νόμο Του, ὄχι στό κακό καί τήν ἁμαρτία. Γιατί ὁ Θεός «οὐκ ἐνετείλατο οὐδέν ἀσεβεῖν καί οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενί ἁμαρτάνειν»1. 

Ἡ ἀδυναμία λοιπόν τῆς πίστεως γεννιέται ἀπ᾿ αὐτές τίς δυό αἰτίες:
Πρῶτα, ἐπειδή ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει βαθιά στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί στά αἴτια πού μᾶς κάνουν νά τά πιστεύουμε.
Κι ἔπειτα, ἐπειδή ἡ θέληση δέν μπορεῖ νά τ᾿ ἀγαπήσει πρίν τά γνωρίσει, μιά καίπροϋπόθεση τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ γνώση.
Γι᾿ αὐτό ὁ ἱερός Αὐγουστίνος εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήσει τ᾿ ἀόρατα πράγματα, ὄχι ὅμως καί τά ἄγνωστα σ᾿ αὐτόν.
Ἔτσι, βλέπουμε μερικούς ἀνθρώπους, πού εἶναι πιστοί ὄχι τόσο γιατί διάλεξαν συνειδητά καί θεληματικά τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο γιατί γεννήθηκαν ἀπό γονεῖς χριστιανούς. Εἶναι πιστοί γιατί ἔλαβαν τό βάπτισμα. Ὥς πρός τά ἄλλα, τόσο λίγο καταλαβαίνουν τό μεγαλεῖο τῶν μυστηρίων, τόσο λίγο γνωρίζουν τήν ὑπεροχή τῆς πίστεώς μας ἀπέναντι στίς ἄλλες θρησκεῖες καί τόσο λίγο ἀκολουθοῦν στή ζωή τους τό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε μόλις πού ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἀπίστους.
Κι ἐγώ τώρα, ρωτάω κάθε χριστιανόΠοιός εἶσαι σύ, πού στέκεσαι ἐδῶ στήν ἐκκλησία; Ἀπό τίποτ᾿ ἄλλο δέν σέ ξεχωρίζω γιά χριστιανό, ἐκτός ἀπό τ᾿ ὄνομά σου. Γιατί ἄν σέ ρωτήσω, ποιός εἶν᾿ αὐτός ὁ Χριστός πού πιστεύεις, δέν θά ξέρεις νά μοῦ πεῖς. Κι ἔτσι φανερώνεσαι σάν ἕνας ἀκατήχητος καί ἄπιστος. Δίκαια λοιπόν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στίς μέρες μας λιγόστεψε ἡ πίστη πολλῶν χριστιανῶν, «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπό τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων»2. Γιατί, μολονότι λένε πώς πιστεύουν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τά πιστεύουν ὅμως μέ μιά πίστη τόσο συγκεχυμένη, τόσο χλιαρή καί ἀδύνατη, πού μποροῦμε νά ποῦμε πώς τά γνωρίζουν ὅπως ὁ τυφλός ἐκεῖνος, πού ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους σάν δέντρα: «βλέπω τούς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας»3.

Ἕνας Θεός γεννιέται μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο καί πάνω σ᾿ ἕνα παχνί ζώων, γιά νά μᾶς διδάξει τήν καταφρόνηση τῶν προσωρινῶν ἀγαθῶν. Ἕνας Θεός ζεῖ τριαντατρία χρόνια σ᾿ ἕνα ἐργαστήρι μαραγκοῦ, δουλεύοντας τήν ξυλουργική τέχνη, γιά νά μᾶς διδάξει τήν ταπείνωση. Ἕνας Θεός περπατάει ἀνυπόδητος στίς στράτες τῆς Παλαιστίνης, γιά νά μᾶς δείξει τή στράτα τ᾿ οὐρανοῦ. Ἕνας Θεός πεθαίνει πάνω στό σταυρό, γιά ν᾿ ἀφανίσει τήν ἁμαρτία. Καί ὅλ᾿ αὐτά, τά τόσο μεγάλα καί θαυμαστά, δέν κεντοῦν τή συνείδηση οὔτε συγκλονίζουν τήν καρδιά τῶν χριστιανῶν. Γι᾿ αὐτό εἶπα πρίν καί λέω πάλι, ὅτι «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπό τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων».

Παρόμοια λιγόστεψε ἡ πίστη ἀπό τούς τωρινούς χριστιανούς καί στήν πράξη, στή ζωή. Γιατί ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο «κανών τοῦ πιστεύειν», ἀλλά καί «κανών τοῦ ποιεῖν». Συνίσταται δηλαδή ὄχι μόνο στό νά πιστεύουμε, ἀλλά καί στό νά ζοῦμε σωστά: «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι»4. Γιατί ἐκεῖνοι πού ὁμολογοῦν τό Χριστό γιά διδάσκαλο τῆς πίστεως, τῶν μυστηρίων καί τῶν δογμάτων πού μᾶς ἀποκάλυψε, οἱ ἴδιοι δέν ἐφαρμόζουν στή ζωή τους τό νόμο Του. Κι ἐνῶ ἀκοῦνε ἀπό τό στόμα Του, ὅτι εἶναι μακάριοι ὅσοι ὑποφέρουν γιά τήν ἀγάπη Του, ὅσοι ταπεινώνονται, ὅσοι ἀποστατοῦν ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐντολές καί τίς ἄλλες θεῖες διδασκαλίες, λέγοντας μέσα τους: “Σωστά εἶν᾿ ὅλα αὐτά γιά τό Θεό, ὄχι ὅμως γιά τόν κόσμο”. Καί ἔτσι νομίζουν, οἱ ταλαίπωροι, ὅτι δικαιολογοῦνται μπροστά στό κριτήριο τῆς σοφίας Θεοῦ. Ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι σάν τό λιθάργυρο, πού μοιάζει μέ τό χρυσάφι σέ ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἀντοχή στή φωτιά. Γιατί ὅταν τό χρυσάφι μπεῖ στήν φωτιά, δέν λιώνει εὔκολα. Ὁ λιθάργυρος ὅμως λιώνει γρήγορα καί χωνεύεται. Ἔτσι κι αὐτοί, ἀκολουθοῦν τό Χριστό ὅσο αὐτός δέν εἶναι ἀντίθετος στά πάθη τους. Ὅταν ὅμως τούς προστάξει νά πολεμήσουν τά πάθη τους καί νά τά νικήσουν, ἀμέσως ἀρνοῦνται τή θεία Του διδασκαλία καί «στρέφουν εἰς τά ὀπίσω».

Ἀπό τήν ἀδύναμη πίστη προέρχονται δυό ἀλληλένδετα καί φοβερά πνευματικά κακάἡ ὑποχώρηση τῆς ἀρετῆς καί ἡ αὔξηση κάθε κακίας.
Ἄς δοῦμε πρῶτα πῶς ὑποχωρεῖ ἡ ἀρετή.
Ἀπό τούς τωρινούς χριστιανούς, γιά τήν ἀδυναμία τῆς πίστεώς τους, λείπει ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος τῆς ἀρετῆς, πού ἄκμαζε καί αὐξανόταν στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες. Τότε ἡ ἀγάπη στό Θεό ἦταν τόσο φλογερή, ὥστε, κατά τή μαρτυρία τοῦ Τερτυλλιανοῦ, δέν βρισκόταν τόσοι δήμιοι, ὅσοι χρειάζονταν, γιά νά θανατώσουν ὅλους τούς χριστιανούς, πού παραδίνονταν θεληματικά στό μαρτύριο. Καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον ἦταν τόσο θερμή στούς χριστιανούς ἐκείνους, πού, ὅπως διηγεῖται ὁ ἅγιος Κλήμης, πολλοί, ἀφοῦ πουλοῦσαν ὅ,τι εἶχαν καί τό ἔδιναν ἐλεημοσύνη, στό τέλος πουλοῦσαν δοῦλο καί τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό, γιά νά δώσουν στούς φτωχούς τό ἀντίτιμο!
Μπορεῖς νά συγκρίνεις τώρα τήν πίστη τῶν πρώτων χριστιανῶν μέ τήν πίστη τῶν τωρινῶν;
Δέν συγκρίνεται… Καί νά γιατί: Ἄν κόψεις τά κλαδιά ἑνός δένδρου, ξαναβλασταίνουν πάλι πιό δυνατά. Ἄν ὅμως κόψεις ἤ ἀδυνατίσεις τή ρίζα, ἀμέσως μαραίνονται ὅλα τά κλαδιά. Ὅπως λοιπόν εἶναι ἡ ρίζα σ᾿ ἕνα δένδρο, ἔτσι εἶναι καί ἡ πίστη στήν ψυχή. Ἐκείνη εἶναι πού τήν τρέφει, τή μεγαλώνει τήν κάνει νά δίνει καρπό. Ἔτσι, ἄν ζεῖ ὁ χριστιανός, ζεῖ μέ τήν πίστη, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται»5. Καί ὁ ἅδης ἀκόμα νά ὁρμήσει πάνω στόν πιστό, αὐτός θά τά βγάλει πέρα. Μέ ρίζα τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά, γιατί προσθέτει «ἐν τῇ πίστει τήν ἀρετήν, ἐν δέ τῇ ἀρετῇ τήν γνῶσιν, ἐν δέ τῇ γνώσει τήν ἐγκράτειαν, ἐν δέ τῇ ἐγκρατείᾳ τήν ὑπομονήν, ἐν δέ τῇ ὑπομονῇ τήν εὐσέβειαν, ἐν δέ τῇ εὐσεβείᾳ τήν φιλαδελφίαν, ἐν δέ τῇ φιλαδελφίᾳ τήν ἀγάπην»6. Ἄν ὅμως κόψει ἤ ἀδυνατίσει τή ρίζα τῆς πίστεως, ἀμέσως μαραίνονται ὅλες οἱ ἀρετές καί χάνονται ὄχι μόνο οἱ καρποί, δηλαδή ἡ ἐσωτερική ψυχική του καλλιέργεια, μά καί τά φύλλα ἀκόμα, δηλαδή ἡ ἐξωτερική καλή συμπεριφορά του.

Ἀλλά τώρα, ἀφοῦ εἴδαμε πῶς φεύγουν οἱ ἀρετές, ἄς ἐξετάσουμε καί πῶς αὐξάνονται οἱ κακίες ἀπό τήν ἀδυναμία τῆς πίστεως.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος, περπατώνας στή θάλασσα, ἄρχισε νά βυθίζεται, ἀπέδωσε τήν αἰτία στόν ἄνεμο πού φυσοῦσε: «Βλέπων δέ τόν ἄνεμον ἰσχυρόν ἐφοβήθη». Ὁ Κύριος ὅμως ἀπέδωσε τήν αἰτία στήν ὀλιγοπιστία του: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»7. Ἔτσι καί οἱ χριστιανοί ἀποδίδουν τήν αἰτία τῶν κακῶν ἔργων τους καί τῆς κακῆς ζωῆς τους εἴτε σέ κάποιο πειρασμό εἴτε στήν ἀδυναμία τους. Ἡ ἀληθινή ὅμως αἰτία εἶναι ἡ ἀσθενική τους πίστη. Χωρίς αὐτήν ἀσφαλῶς ὁ διάβολος δέν θά μποροῦσε νά τούς ὑποδουλώσει στή φοβερή σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας, ὅπως κάνει τώρα εὔκολα. Ἕνα γεράκι, καμωμένο ἀπό τό Θεό γιά νά πετάει στόν ἀνοιχτό κι ἐλεύθερο ἀέρα, ἐξοπλισμένο μέ ἰσχυρότατα νύχια καί μύτη καί φυσική δύναμη, πῶς εἶναι δυνατό νά μένει ἥσυχο, ὅταν τό ἔχουν αἰχμαλωτίσει καί δέσει σ᾿ ἕνα παλούκι, καί νά κάθεται μέ ὑποταγή μέσα στά δεσμά, μή δοκιμάζοντας κάν νά τά κόψει; Καί ἕνας χριστιανός, ἀντίστοιχα, πού γνωρίζει πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐξύβριση τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, ἕνας χριστιανός πού ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς σταυρώθηκε γιά νά θανατώσει τήν ἁμαρτία, πῶς εἶναι δυνατό ν᾿ ἁμαρτήσει;

Πολλοί χριστιανοί νομίζουν πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά νεανική ἐπιπολαιότητα, μιά παιδιάστικη ἀφέλεια, μιά συγγνωστή ἀδυναμία, ἕνα μικρό κακό. Καί ὄχι μόνο τή θεωροῦν μικρό κακό, ἀλλά συχνά παίζουν καίδιασκεδάζουν μ᾿ αὐτή. Μερικοί μάλιστα καί καυχιῶνται γιά τίς αἰσχρές ἁμαρτίες πού κάνουν. Ἀλλά «ἕως πότε ἁμαρτωλοί καυχήσονται, φθέγξονται καί λαλήσουσιν ἀδικίαν;»8.

Ἄλλοι πάλι δέν φτάνουν βάβαια στό σημεῖο νά καυχιῶνται γιά τίς ἁμαρτίες τους, ὅμως δέν τίς φοβοῦνται καί δέν ἐλέγχονται γι᾿ αὐτές. Ἁμαρτάνουν, καί ἡ καρδιά τους εἶναι εἰρηνική. Ἡ συνείδησή τους εἶναι ἥσυχη. Καί προσθέτουν τή μιά ἁμαρτία πάνω στήν ἄλλη. Κι ὅταν ἔρθει καμιά μεγάλη γιορτή, τό Πάσχα ἤ τά Χριστούγεννα, ἴσως πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν. Μά καί τότε ἡ ἐξομολόγησή τους εἶναι τυπική καί λειψή.
Ἀλλοίμονο! Αὐτά εἶναι τά «τέκνα τοῦ φωτός», ὅπως ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος τούς χριστιανούς;
Αὐτοί εἶναι οἱ μαθητές τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ;
Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπόγονοι τῶν ἅγίων;
Ἀπό ποῦ ὅμως προέρχονται ὅλ᾿ αὐτά; Ἀπό τήν ἀδύναμη πίστη. Πλησιάσαμε, φαίνεται, στούς χαλεπούς ἐκείνους καιρούς, γιά τούς ὁποίους εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»9.
Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως, γεννιέται τό ἐρώτημα: Δέν ὑπάρχει ἄραγε γιατριά σ᾿ αὐτό τό τόσο φοβερό κακό;
Ναί, ὑπάρχει. Φτάνει νά τήν ἐπιζητήσει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀδύναμη πίστη.
Καί τί πρέπει νά κάνει;
Πρῶτα-πρῶτα, νά ζητάει θερμά ἀπό τό Θεό, μέ τήν προσευχή, τήν ἐνίσχυση τῆς πίστεώς του. Αὐτό ἔκαναν ἀκόμα καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν»10. Καί ὁ προφήτης Δαβίδ, μολονότι ἦταν φωτισμένος ἀπό τό Θεό, συνεχῶς Τόν παρακαλοῦσε, «φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου»11, «Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τό σκότος μου»12, «ἐξαπόστειλον τό φῶς σου καί τήν ἀλήθειάν σου»13. Παρόμοια καί κάθε ἄνθρωπος, μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα νά ζητάει ἀδιάλειπτα τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, «ὅς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους»14, κι Αὐτός θά τοῦ ἀποκαλύψει τίς ὑπέρλογες ἀλήθειες τῆς πίστεως.

Ἔπειτα, ἀπαραίτητη εἶναι ἡ προσεκτική μελέτη τῶν βιβλίων, πού ἐκθέτουν καί ἑρμηνεύουν, ὅσο εἶναι δυνατό, τά μυστήρια τῆς πίστεως – τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατερικῶν ἔργων, τῶν Ὀρθοδόξων Ἀπολογητικῶν καί ψυχωφελῶν συγγραμμάτων γενικά. Ὁ σοφός Σειράχ προτρέπει σχετικά: «Διανοοῦ ἐν τοῖς προστάγμασι Κυρίου, καί ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ μελέτα διαπαντός· αὐτός στηριεῖ τήν καρδίαν σου, καί ἡ ἐπιθυμία τῆς σοφίας σου δοθήσεταί σοι» (6 : 37).

Γιά τά βιβλία πού θά διαβάζει ὁ καθένας, καλό εἶναι νά συμβουλεύεται τόν πνευματικό του. Ἔτσι θ᾿ ἀποφύγει τή σύγχυση, τήν πλάνη ἤ τήν αἵρεση, πού συχνά κρύβεται ὕπουλα μέσα σέ ὀρθόδοξα τάχα βιβλία.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά, ἡ αὔξηση τῆς πίστεως ἀνήκει στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού παρέχεται στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν ἀγαθή προαίρεση καί τήν ταπείνωσή του.
______________________
1 Σόφ. Σειρ. 15 : 20. 2 Ψαλμ. 11 : 1. 3 Μαρκ. Η΄ : 24. 4 Ἰακ. Β΄ :26. 5 Ρωμ. Α΄ : 17. 6 Β΄ Πέτρ. Α΄ : 5 – 7. 7 Ματθ. Ιδ΄ : 30 – 31. 8 Ψαλμ. 93 : 3 – 4. 9 Λουκ. Ιη΄ : 8. 10 Λουκ. Ιζ΄ : 5. 11 Ψαλμ. 12 : 4. 12 Ψαλμ. 17 : 29. 13 Ψαλμ. 42 : 3. 14 Κολ. Α΄ : 13.
 Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς) 

Πηγή: alopsis.gr



Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ




Εισήγηση Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, στην Ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο 

Γιατί ἀπέσυρε τὸ φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος;

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.

1. Ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1924 διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα καὶ προκάλεσε διαιρέσεις

Ἕνα ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰἀντιμετωπίσει ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦτο καὶ τὸθέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισηςτῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίουτὴνὁποίαχωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφασημονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς,ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆςἙλλάδοςΤὴν μεταρρύθμιση δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονικὴ καὶ ἀναμφιβόλως λανθασμένη αὐτὴ ἐνέργεια, ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ καμμία ποιμαντικὴ ἀναγκαιότητα, ἐτραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ἑορτολογικὰ καὶ λειτουργικά, ἡ ὁποία ἑνότητα ἐπὶ δεκαέξι αἰῶνες, ἀπὸ τὴν Α´ δηλαδὴ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), ποὺ καθόρισε τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παρέμενε ἀδιατάρακτη.
Ἡ ἑνότητα τραυματίσθηκε σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ ἐπίπεδο ἐν πρώτοις τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν μεταρρύθμιση καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ ἑορτάζουν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων κατὰ τὸ παραδεδομένο Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ χαρακτηρίζεται τώρα ὡς Παλαιό. Ἄλλες ἐκκλησίες προσχώρησαν σταδιακὰ στὴν μεταρρύθμιση καὶ ἀποδέχθηκαν τὸ ἀποκληθὲν Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο μερικοὶ ἀποκαλοῦν «διορθωμένο» Ἰουλιανό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ, ὁ ὁποῖος τὸ 1582 ἔκανε τὴν ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὴν Δύση, ὅπου καὶ ἐκεῖ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, σιγά-σιγὰ ὅμως υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα ὡς κοινὸ Εὐρωπαϊκὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἡμερολογίων χρονικὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν, γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡ ἀλλαγή, συντελεῖ τώρα, ὥστε σὲ μεγαλύτερη ἔκταση νὰ ἔχουμε διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περίοδο, διότι τότε ὑπῆρχε ἡ διαφορὰ στὸν ἑορτασμὸ μόνον τοῦ Πάσχα, ἐνῶ τώρα ἡ διαφορὰ περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἑορτές, Δεσποτικὲς, Θεομητορικὲς καὶ μνῆμες Ἁγίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο βασικοὺς λόγους ποὺ συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἦταν νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ νὰ προσδιορίσει καὶ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ του μὲ ἀστρονομικὰ δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία, πανσέληνος), ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δυσκόλεψε τοὺς μεταρρυθμιστὰς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, διότι θὰ ἀνέτρεπαν ἐμφανῶς κανόνες καὶ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησαν ἄθικτο τὸ Πάσχα, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, γιατὶ δὲν ἐθίγη ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε πολλὲς παραδοξότητες· υἱοθετήσαμε τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ Παλαιὸ στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Γιορτάζουμε ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ κοινοῦ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χωριστά, μὲ διαφορὰ δεκατριῶν ἡμερῶν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ ὅλες τὶς μνῆμες Ἁγίων, ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἑνότητα στὴ λατρεία, μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν διοίκηση.
Περισσότερο ἐπώδυνη εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ἐπειδὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ ποιμαντικὴ ἀνάγκη, δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἄνω, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐξωεκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες, ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, πολλῶν ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθοῦν διαιρέσεις καὶ διαστάσεις μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξὺ ἱερέων καὶ ἐπισκόπων, μοναστηριῶν καὶ ἐπισκόπων, μεταξὺ ἱερέων καὶ λαϊκῶν σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἰδίας τῆς οἰκογενείας. Ποιός βάσκανος νοῦς σοφίσθηκε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ κατέστρεψε σὲ μεγάλη ἔκταση τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ τοπικὸ καὶ σὲ ὑπερτοπικὸ ἐπίπεδο; Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ τώρα γιατί κάποιοι κατέστρεψαν ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντικανονικὰ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση αὐτὴ τὴν ἑνότητα; Δὲν θὰ ὑπάρξει κάποια ἄλλη Σύνοδος ποὺ θὰ ἐπαναφέρει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη, θὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσε ἡ μονομερής, ἀντισυνοδική, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1924; Κοντεύει νὰ συμπληρωθεῖ ἕνας αἰώνας καὶ τὸ τραῦμα στὴν ἑνότητα παραμένει. Φροντίζουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους, καὶ μένουμε χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμμία διαφορὰ σὲ θέματα πίστεως.

2. Ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση τοῦ 1904: Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀλλάξει τὸ Ἡμερολόγιο. «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»

Εἶναι πολὺ πικρὴ ἡ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καὶ ἔ-χουνγραφῆ γι᾽ αὐτὴν πλῆθος πολὺ ἄρθρων καὶ βιβλίωνμὲ ἀλληλοσυγ-κρουόμενη καὶ ἀλληλοαναιρούμενη ἐπιχειρηματολογίαὥστε νὰ φαίνεταιδύσκολο κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βγάλει κανεὶς ἄκρη γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο.Πολὺ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ἡ πορεία τοῦ πράγματος κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ἔχει ὡς ἑξῆς:
Σὲ ἐπιστημονικοὺς κύκλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σὲ δυτικίζοντες καὶ ἐκκοσμικευμένους κύκλους ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἄρχισε νὰ συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, χωρὶς καμμία εὐρύτερη ἀπήχηση στὸ σύνολο τοῦ κλήρου καὶ στοὺς λαϊκούς. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε ἐπισήμως τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ ἐγκύκλιο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν αὐστηρὴ παραδοσιακὴ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στοὺς ἀπεσχισμένους Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία πάντως δὲν πέρασε πανορθοδόξως μέχρι σήμερα· ἐπιχειρεῖται τώρα μὲ τὴν ἐγγίζουσα Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ μὲ ἀνατροπὴ βέβαια τῆς προηγουμένης συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται νὰ τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις ἀπέναντι τῶν δύο πλευρῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀντιτίθενται σ᾽ αὐτή, καταλήγει ὅμως μὲ τὴν σωστὴ ἐπισήμανση ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων· «διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[1]. Ἡ οὐδέτερη στάση τῆς ἐγκυκλίου δὲν ἀπαλλάσει τῆς εὐθύνης οὔτε τὸν πατριάρχη, οὔτε τοὺς συνοδικούς, διότι προέβαλαν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε καμμία ποιμαντικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες, πολιτικές, οἰκονομικές, διαχριστιανικές, ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενες. Αὐτὸ προκύπτει ὁλοφάνερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι στὸ σύνολό τους αὐστηρὰ ἀρνητικές. Μνημονεύουμε τὴν κατακλεῖδα τῆς ἐπὶ τοῦ σχετικοῦ θέματος ἀπαντήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τὶς διαιρέσεις καὶ τὴν ἀταξία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκληθοῦν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη: «Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀναμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ βίῳ, ἐνῷ ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν οὔτε ἐν τῇ ἀποκλειστικῇ ὀρθότητι τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως οὔτε ἐν ὡριμασάσῃ τινι ἐκκλησιαστικῇ ἀνάγκῃ»[2]. Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον· ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ᾽ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῇ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν»[3].
Εἶναι πάντως πρὸς τιμὴν καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὅτι, μετὰ τὶς ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνον ἔκλεισαν τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμοῦν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου: «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Πόσο θὰ εὐχόμασταν ἡ ἴδια στάση νὰ ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σήμερα καὶ στὸ θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»[4].
Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο, (αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε ἀλώβητη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Πονηροῦ.

3. Μονομερής, ἀντισυνοδικὴ καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου

Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν κράτησε γιὰ πολύδιότι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναστάτωσε καὶ ἀνατάραξε μία πολυτάλαντη,ἰσχυρήἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνη προσωπικότηταὁ ΜελέτιοςΜεταξάκηςἀναλαβὼν ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα σὲ τέσσεριςαὐτοκέφαλες ἐκκλησίεςσπάνιο καὶ μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆςἘκκλησίαςὅπως σπάνια καὶ μοναδικὴ εἶναι καὶ ἡ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴνἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἴδιος καὶ διὰ τῶν διαδόχων του πατριαρχῶνστὴν Κωνσταντινούπολη Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίουποὺ βαδίζουν στὰἴχνη τουΜητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910-1918), μητροπολίτης (=ἀρχιεπίσκοπος) Ἀθηνῶν (1918-1920), οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ´ (1921-1923) καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὡς Μελέτιος Β´ (1926-1935). Τὴν εὔκολη καὶ πολλὲς φορὲς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἀναρρίχησή του σὲ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ δι᾽ αὐτῶν τὴν ἐκθεμελίωση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἀποδίδουν εἰς τὸ ὅτι ἦτο μεγαλομασόνος 33ου βαθμοῦ. Δὲν ἀγνοοῦμε τὶς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακοὺς κύκλους νὰ τὸν προβάλουν ὡς μεγάλη καὶ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα μὲ ἄρθρα, μελέτες καὶ συνέδρια, ὀργανούμενα μέχρι καὶ τῶν προσφάτων ἡμερῶν μας. Ὅσα ὅμως ἐπαινετικὰ καὶ ἂν εἰπωθοῦν, καὶ ὅσες ἐνέργειές του, μερικὲς πράγματι σημαντικές, καὶ ἂν ἐξαρθοῦν, συνολικὰ ἡ προσφορά του εἶναι ἀρνητική, διότι προκάλεσε σχίσματα, διαιρέσεις, ἀντιγνωμίες, συγκρούσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, καὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἀναντίρρητο τὸ ἀπόφθεγμα «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται». Ὡς ἀντίβαρο στοὺς ἐπαίνους γιὰ τὸν Μεταξάκη προτείνουμε νὰ διαβάσουν οἱ ὑποστηρικτές του ὅσα λέγει περὶ αὐτοῦ μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τὰ ὁποῖα παρουσιάσαμε σὲ πρόσφατο ἔργο μας[5], καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πάμπολα ποὺ ἔχουν γράψει ἐναντίον του ἐπιφανεῖς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς μορφές, στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε.
Δὲν θὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἐπανῆλθε ἡ συζήτηση γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο. Τὴν ἐπανέφερε ὁ Μεταξάκης ὡς πανίσχυρος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ὅπου τὸν ἀναβίβασε ὁ μεσουρανῶν τότε στὸ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Ἑλλάδος συντοπίτης καὶ φίλος του Ἐλευθέριος Βενιζέλος· παρὰ ταῦτα δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἐπιβάλει τότε παρὰ ἀργότερα, ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, συνεργασθεὶς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πρὶν γίνει ἀρχιεπίσκοπος εἶχε γνωματεύσει ὡς μέλος εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τὸ 1919 ὅτι «ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μὴ προσκρούουσα εἰς δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους, δύναται νὰ γίνῃ μετὰ συνεννόησιν μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ὃ καὶ θὰ ἦτο ἀνάγκη ν᾽ ἀνατεθῇ, ἡ πρωτοβουλία πάσης σχετικῆς ἐνεργείας»[6].
Ἡ συνεννόηση αὐτή «μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» οὐδέποτε ἔγινε, διότι ἦσαν ὅλες σχεδὸν ἀντίθετες. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου ἔγινε μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Ἀθήνα, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησε καὶ ἡ Κύπρος. Ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε ὁ Μελέτιος τὸ γνωστό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου), στὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ κυρίως οἱ περισσότερες ἀπέρριψαν τὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὴν «Πατριαρχικὴ Ἐπιστολή» ποὺ ἔστειλε «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους καὶ Σεβασμιωτάτους Προέδρους τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας» (3 Φεβρουαρίου 1923), μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ ἀποστείλουν ἕνα ἢ δύο ἀντιπροσώπους στὸ Συνέδριο, ποὺ ἀρχικῶς ὀνόμαζε «Ἐπιτροπή», συνδέει τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση μὲ τὸ αἴτημα τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, ἐξομοιώνοντας Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῶν δύο προηγουμένων πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1920. Γράφει:«Διὰ τοι τοῦτο καὶ πανταχόθεν ἐκφέρεται εὐχὴ καὶ παράκλησις πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος ἐπικρατήσεως ἑνὸς καὶ μόνον ἡμερολογίου ἔν τε τοῖς κοσμικοῖς καὶ τοῖς θρησκευτικοῖς, οὐ μόνον πρὸς ἁρμονίαν αὐτοῦ τούτου τοῦ ὀρθοδόξου πρὸς ἑαυτὸν ὥς τε πολίτην καὶ χριστιανόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἔν γε τούτῳ τῷ μέρει τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι Κυρίου, ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν»[7]. Τὰ ἴδια ἐπανέλαβε καὶ κατὰ τὸν ἐναρκτήριο λόγο του κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» (10 Μαΐου 1923). Προσπαθώντας νὰ ἀνατρέψει τὴν προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν ἀνταπάντησή του πρὸς τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες,«ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι», ἐπικαλεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι «τὰ ὀρθόδοξα κράτη ὡς ἀπὸ συνθήματος ἑνὸς ἐχώρησαν εἰς τὴν διὰ νόμου ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου διὰ τοῦ νέου», ἑπομένως πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο καὶ στὸν κοσμικὸ καὶ στὸν θρησκευτικὸ βίο. Συσκοτίζοντας δὲ περισσότερο τὰ πράγματα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἀντιπαπικός, ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, λέγοντας ὅτι τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ διατηρήθηκε ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες, μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τήν«διέσπασεν πρὸ τριῶν καὶ ἡμίσεως αἰώνων ἡ μονομερὴς ἀπόφασις τοῦ Ἀρχηγοῦ μιᾶς Μεγάλης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ´, καὶ ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ὥρα «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τουλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»[8]. Ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιακρισία, ἡ ὁποία οὔτε τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἐπέτυχε μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ τὸ Πασχάλιο ρυθμίζεται ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Πατρίου Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλὰ προκάλεσε νέες διαιρέσεις μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἔχει ὡς συνέπεια μεταξὺ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα, οἱ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων μὲ διαφορὰ δεκατριῶν (13) ἡμερῶν, νὰ ἐπέλθει δὲ μεγάλη ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας τῆς οἰκογενείας, καὶ νὰ δημιουργηθοῦν εὐνοϊκὲς καταστάσεις γιὰ τὴν δημιουργία στὴ συνέχεια σχισμάτων ποὺ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἔτσι ὁ στόχος τοῦ Μεταξάκη γιὰ παγχριστιανικὸ ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων.
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ «διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν, οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14 Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς ἐπαρχίας[9].
Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ «συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.


4. Ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἡμερολογιακοῦ πραξικοπήματος


α) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος: Μόνον Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι ἁρμόδια νὰ ἀποφασίσει.
Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν σεισμικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενες. Πολλὲς ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος σὲ ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ γράφει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἀνάγκη γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ οἱ λοιποὶ προκαθήμενοι τῶν ἀποστολικῶν καὶ ἀρχεγόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ οἱ πατριάρχες Ἀντιοχείας Γρηγόριος, Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς καὶ Κύπρου Κύριλλος, οἱ ὁποῖοι ἐπρότειναν«συγκρότησιν συνόδου πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, μόνης δυναμένης ἁρμοδίως καὶ ὁριστικῶς ἀποφήνασθαι». Δὲν ἀποκρύπτει τὴν λύπην του, διότι ἀποκρούσθηκε ἡ ἀδελφικὴ σύσταση τεσσάρων Ἀποστολικῶν θρόνων νὰ μὴ προχωρήσει ἡ «διόρθωσις» τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐν χρήσει ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θεωρεῖ ὡς πρόφαση καὶ δικαιολογία τὴν συναίνεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλοι γνωρίζουν «ἐν οἵᾳ νῦν τελεῖ καταστάσει ὁ ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς θρόνος, ἀπωρφανισμένος μὲν τὰ πολλά, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἀπωρφανισμένος δὲ τοῦ πλείστου, ἵνα μὴ λέγωμεν παντὸς τοῦ ποιμνίου, γυμνὸς δὲ καὶ πάσης τῆς προτέρας δυνάμεως καὶ χρήζων αὐτὸς συγκροτήσεως ἐν τῇ νέα καταστάσει καὶ πανθομολογουμένως ὑπὸ περιπετείας διατελῶν θλιβερωτάτας»[10].
Ἐνωρίτερα μετὰ τὴν λήξη καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» ὁ αὐτὸς πατριάρχης Φώτιος γράφοντας πρὸς τὸν Ἀθηνῶν Χρυσόστομο (ἀριθ. Σ. Πρωτ. 2664/1/14.8.1923) λέγει ὅτι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ζῆλο «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν» ἐκσφενδονίσθηκαν ἀποφάσεις ἐπὶ ζημίᾳ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ ἁρπακτικὴ ὁρμὴ αἰώνιοι ἐχθροὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐννοώντας τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης στὸ προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων»[11
β) Ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας ΕἰρηναῖοςἈλλόδοξες ἐκκλησίεςκαὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες πίσω ἀπὸ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη.
Ὁ σοβαρόςσυνετὸς καὶ ἐπιφανὴς μητροπολίτης Κασανδρείας Εἰρηναῖος,ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,πρὸ τῆς παραχωρήσεως δηλαδὴ τὸ 1928 τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν»ἐπιτροπικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδοςγράφει ἐπιστολὴ σὲ φίλο τουἱερομόναχο στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὴν 1/14 Μαΐου 1924, στὴν ὁποίαἐκθέτει πῶς ἀντέδρασε στὴν μεταρρύθμιση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆςἈθήναςΤοῦ λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν». Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον, γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη: «Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις· ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασύρηται τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τῶν εἰσηγήσεων τοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἀποστολὴν νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ ἀντορθόδοξον πρόγραμμα τοῦ συνεταίρου του Μεταξάκη πρὸς ἐπικράτησιν τῆς ἀπιστίας»[12].
Ὁ αὐτὸς μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ὡς μέλος πλέον τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέβαλε βαρυσήμαντο «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας» ποὺ συνεκλήθη στὶς 14.6.1929, στὸ ὁποῖο καταφέρεται μὲ πολλὴ αὐστηρότητα ἐναντίον τοῦ Μελετίου Μεταξάκη. Γράφει εἰς αὐτὸ ὅτι τὸ πνεῦμα τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῆς ἀνταρσίας ἐναντίον τῶν καλῶς ἐχόντων στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ μοιραίου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος υἱοθετώντας ὅσα σποραδικῶς γράφονται σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ ἀρέσει σὲ κάθε δημοσιογράφο, «καὶ ἱκανοποιῶν ἁμαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίας ἀλλοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ μυστικῶν ἑταιρειῶν», οἱ ὁποῖες ἱκανοποίησαν τὴν τυφλὴ φιλοδοξία του καὶ τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἀνέλθει στὰ ὕπατα ἀξώματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε τὸ τιτλοφορούμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στὴν ἀλήθεια ὅμως ἀντορθόδοξο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάϊο τοῦ 1923, ὅπου ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀποφάσεις ἀντικατέστησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Γρηγοριανό, ἀγνοώντας ὅλες τὶς σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ἀναφέρεται καὶ στὶς ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ τὶς χαρακτηρίζει καινοτομίες καὶ διερωτᾶται: «Ποῖον δικαίωμα εἶχεν ὁ ἔπηλυς οὗτος, ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπὶ μέρους μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Συνέδριον; Καὶ κατὰ ποῖον νόμον ἢ κανόνα ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε τὴν ἀκύρωσιν ἀποφάσεως ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, γενομένης ἐν τῇ ὑπὸ τῶν ἐξεχόντων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πόλεως, ᾽Εκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Β´ Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ καὶ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου; Ἐπιτρέπεται ἡ ἀκύρωσις ἀποφάσεως μείζονος δικαστηρίου ὑπὸ ἐλάσσονος; Δικαιοῦται τὸ Πρωτοδικεῖον, λόγου χάριν, νὰ ἀνατρέψῃ ἀπόφασιν Ἐφετείου;». Οἱ καινοτομίες τοῦ Μεταξάκη ἀπομάκρυναν τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρήμωσαν τοὺς ναοὺς τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ διήρεσαν καὶ ἐχώρισαν μεταξύ τους τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ ἦσαν μὲ ζηλευτὸ τρόπο ἑνωμένες στὴν λατρεία καὶ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ πρώτη φορά, λέγει, ἐγίναμε ὅλοι μάρτυρες τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος νὰ γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ρουμανικὴ Ἐκκλησία τὸ Πάσχα πέντε Κυριακὲς ἐνωρίτερα ἀπὸ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (1929). Καὶ αὐτὴν τὴν καταπάτηση τῆς ἑνότητας στὸν ἑορτασμό τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὴν ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβά, γιατὶ ἀποσχίσθηκαν περὶ τὰ 8 ἐν ὅλῳ ἑκατομμύρια Ρουμᾶνοι, κυρίως στὴν Βεσσαραβία, ποὺ γιόρτασαν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.[13]
Σημαντικώτερη εἶναι ἡ ἐνέργεια στὴν ὁποία προέβη ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως καὶ Δημητριάδος. Στὴν συνεδριάζουσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1929 ὑπέβαλε ἱστορικὴ ὄντως καταγγελία καὶ πρόταση γιὰ τὴν προσωρινὴ διευθέτηση τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος. Εἰς αὐτὴν ἔθετε κάποιους ὅρους, οἱ ὁποῖοι, πράγματι, ἂν ἐγίνοντο δεκτοί, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση ἐξέφραζαν τὴν διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων καὶ ἐπεφυλάσσοντο νὰ τὰ καταγγείλουν «ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἡ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου». Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση[14].
γ) Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης καὶ τὸ Ἅγιον Όρος
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος ἀντιμετώπισε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ στὴν ἐπαρχία του, στὴν Χαλκιδική, καὶ ἔναντι τῶν Ἁγιορειτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν γνώμη του. Γράφει ὅτι τὰ«θρησκευτικὰ ζητήματα λύονται καὶ ρυθμίζονται διὰ τῆς πειθοῦς καὶ καλωσύνης καὶ οὐχὶ διὰ τῆς βίας καὶ δυναστείας». Καὶ συνεχίζει: «Τρανὴ ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ στάσις τῆς Χαλκιδικῆς εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, παρ᾽ ὅλον ὅτι εἶναι συνδεδεμένη γεωγραφικῶς μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει Παλαιοημερολογιτισμὸς ἐν αὐτῇ καθ᾽ ὅλην τὴν ἔκτασίν της, μόνον 15 οἰκογένειαι εἶναι μὲ τὸ παλαιὸν εἰς τὸ χωρίον Νικήτη, καὶ αὗται ἐξυπηρετοῦντο ὑπὸ ἱερέως τῆς Μητροπόλεως καὶ μόνο ἀπὸ διετίας ἀπέκτησαν ἴδιον ἐφημέριον. Τοῦτο δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν τότε Μητροπολίτην Κασσανδρείας ἀείμνηστον Εἰρηναῖον, ἀπολαμβάνοντα μεγάλης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως παρὰ τῷ κλήρῳ καὶ λαῷ αὐτῆς ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἁγιορείταις μοναχοῖς. Ὅτε ἐγένετο ἡ ἀλλαγή, ἔτρεξαν καὶ τὸν συνεβουλεύθησαν οἱ ὡς ἄνω καὶ τῶν δύο Μητροπόλεων τοῦ Νομοῦ, ὡς καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν Μετοχίων καὶ τὸν ἠρώτων τὶ νὰ κάμωμεν Σεβασμιώτατε; Τοῖς ἀπήντα μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ Παύλου. Ἐντολὴν Θεοῦ δὲν ἔχω ἐπ᾽ αὐτοῦ, καθότι δὲν ἐγένετο ὡς ἔπρεπε δι᾽ αὐτὸ καὶ εἶμαι διχασμένος. Θεωρητικῶς εἶμαι μὲ τὸ παλαιόν, πρακτικῶς δὲ μὲ τὸ νέον, τὸ παλαιὸν σέβομαι ὡς ἡνωμένον μὲ τὴ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ αἰῶνας, ἀλλὰ δὲ μοὶ ἐπιτρέπεται νὰ παρακούσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὸ νέον. Σεῖς κάμετε, ὅπως σᾶς φωτίση ὁ Θεός, δὲν σᾶς λέγω τίποτε ἄλλο, εἰμὴ ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθῶ χωρισμόν σας ἀπὸ τὴν Μητρόπολίν σας καὶ τὸν Μητροπολίτην σας. Τοῦ ἔλεγον ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐδήλωσεν ὅτι δὲν θὰ δεχθῆ τὸ νέον. Ὀρθῶς, τοῖς εἶπεν· τὴν στάσιν τῶν Πατέρων ἐγκρίνω καλὴν καὶ πιστεύω ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ τὴν δεχθῆ, διότι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀκρίβειαν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὴν ἀρχαίαν τάξιν. Τὸ ἡμερολόγιον τοῖς ἔλεγε δὲν εἶναι δόγμα οὔτε κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ζήτημα τάξεως, καὶ δι᾽ αὐτὸ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ μετέπεισεν ὅλους καὶ τὸν ἠκολούθησαν ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ὅταν ὅμως συνῆλθεν ἡ Ἱεραρχία τὸ 1931 διὰ τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα, ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν θελόντων ἐπαναφορὰν τοῦ Παλαιοῦ. Ἐψήφισαν καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ τὸ ἐπιτύχη· ἐπὶ 61 Ἀρχιερέων, οἱ 28 ἐψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ Παλαιοῦ καὶ 33 ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ νέου»[15].
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης δὲν παραλείπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει καὶ τὴν στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπέναντι στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, γιὰ τὴν ὁποία γράφει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλε κατὰ τὴν γνώμην ἐγκύρων κύκλων, ἀποφασίσασα μονομερῶς τὴν ἀλλαγὴν τοῦ ἡμερολογίου καὶ ἑορτολογίου, ἐξ οὗ παρουσιαζόμεθα σήμερον διηρημένοι Ἐκκλησιαστικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι πρὸς σκανδαλισμὸν τῶν εὐλαβεστέρων πιστῶν, καὶ χλεύην παρὰ τῶν ἀλλοπίστων. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, πιστὸν εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεδοκίμασε τὴν μονομερῆ ταύτην ἀπόφασιν καὶ ἀλλαγὴν ὡς πρωτοφανῆ εἰς τὴν μακραίωνα τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ ἐδήλωσε πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὅτι δὲν θὰ ἐφαρμόσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον καὶ ἑορτολόγιον καὶ θὰ ἐμμείνῃ ἀκραδάντως εἰς τὴν ἀνέκαθεν τάξιν καὶ τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, χωρὶς νὰ ἀποστῇ ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ διετύπωσε πρὸς αὐτὴν εὐσεβάστως τὴν γνώμην του καὶ τὴν εὐχὴν ὅπως ἀγαθυνομένη συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον πρὸς ρύθμισιν τοῦ ζητήματος. Τὴν ἀπόφασιν ταύτην ὑπέγραψαν καὶ ἀπεδέχθησαν αἱ δεκαεννέα Ἱεραὶ Μοναί, καὶ μόνον ἡ τοῦ Βατοπαιδίου ἐδήλωσεν ὅτι πειθαρχοῦσα εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐφήρμοσε καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἐπιεικῶς κρίνουσα τὴν στάσιν της, καὶ ἵνα μὴ προσκρούσῃ εἰς τὴν Μητέρα Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἠνέχθη τὸν χωρισμὸν ὡς ἠνέχθη καὶ ἐκείνη τὴν στάσιν της ἐν προκειμένῳ, ἀφήσασα τὰ περαιτέρω εἰς τὴν ὀρθοφροσύνην καὶ τὴν φιλαδελφίαν τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ταύτης, ἡ ὁποία καὶ ἐπεκράτησε μετὰ πεντήκοντα ἔτη καὶ ἐπανῆλθε καὶ ἡ γεραρὰ αὕτη Μονὴ εἰς τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, καὶ οὕτως τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμον ἐμμένει εἰς τὴν παλαιὰν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀποσχισθῇ ἐξ Αὐτῆς, εὐχόμενον τῷ δομήτορι Θεῷ, ὅπως ἄρῃ ἐν καιρῷ τὸν διχασμὸν καὶ ἐπανέλθῃ ἡ παλαιὰ τάξις, ἵνα ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζεται τὸ πανάγιον Αὐτοῦ ὄνομα ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων»[16].
δ) Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ Κωνσταντινούπολη μοντέρνα καὶ ἀντιπατερική. Δὲν θὰ ἀκολουθήσουμε.
Ὁ ἴδιος ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτηςἐκ τῶν μεγάλωνἁγιορειτικῶν μορφῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνοςμᾶς παραδίδειὡς αὐτήκοοςμάρτυςὅσα σοφὰ καὶ ἀξιοπρόσεκτα εἶπε γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶτὶς ἄλλες καινοτομίες τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν «ΠροκαταρκτικὴἘπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄροςτὸ 1930, ὁ μεγάλος Σέρβος λογιώτατος ἱεράρχηςτώρα δὲ καὶ Ἅγιος τῆς᾽Εκκλησίαςἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἤμην τότεἀντιπρόσωπος παρὰ τῇ Ἱερᾷ Κοινότητι καὶ εἶχε συνέλθει εἰς τὴν Ἱερὰν ΜονὴνΒατοπαιδίου τὸ Διορθόδοξον Συνέδριον πρὸς λύσιν διαφόρων ζητημάτωνἐνοἷς καὶ περὶ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τούτου συζητουμένου ἔλαβε τὸν λόγον καὶὁ ἐκπρόσωπος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Ἀχριδῶν Νικόλαοςἐξέχουσα μορφὴτῆς Ὀρθοδοξίαςὁ ὁποῖος εἶπεν: “Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς κατὰ φυσικὸν λόγον αἱμητέρες εἶναι συντηρητικώτεραι τῶν θυγατέρωνἐπὶ τοῦ κρινομένου ὅμωςθέματος ἡμεῖς βλέπομεν τὴν μητέρα μας Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν νὰ προχωρῇεἰς ἀποφάσεις μοντερνιστικὰς καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἐπὶ μέρους ἀδελφῶνἘκκλησιῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου μετὰ λύπης δηλοῦμεν ὅτι δὲν θὰἀκολουθήσωμεν τὸν χαραχθέντα ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας δρόμον καὶ θὰἐμμείνωμενἐν οἷς ἐδιδάχθημεν καὶ ἐμάθομεν παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων”Εἰς ταῦτα κάτι ἠθέλησε νὰ ἀπαντήσῃ ὁ τότε Κερκύρας καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἀλλὰ τὸν ἐσταμάτησε ὁ Προεδρεύων Γέρων Ἡρακλείας Φιλάρετος, δηλώσας ὅτι τὸ θέμα ἀναβάλλεται δι᾽ εὐθετώτερον χρόνον, λόγῳ ποὺ ἐλλείπει ἐκ τοῦ Συνεδρίου μας ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Καὶ οὕτως ἔκτοτε, καίτοι κατὰ κανόνα ἀναγράφεται τὸ ζήτημα πρὸς λύσιν εἰς τὰ συνερχόμενα Πανορθόδοξα προσυνέδρια οὐδέποτε συζητεῖται, καθότι ἐν τῇ προεργασίᾳ δὲν διαβλέπεται θετικὴ λύσις καὶ ὅλοι ἀναμένουν τοιαύτην ἐκ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου»[17].
Ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ Πρακτικὰ τῆς «Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους» προκύπτει ἡ ἀρνητικὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος γιὰ τὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τοῦ 1923, τὸ ὁποῖο, ὅπως εἶπε, προκάλεσε «εἶδός τι σχίσματος» καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθον πλῆθος γνωστῶν ἀνωμαλιῶν[18].
ε) Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: Ὁ μασόνος πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης παρέσυρε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Νὰ ἐπανέλθουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.
Τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ στὶς ὑγιεῖς ἀντιδράσεις γιὰ τὴν μὴ ἀναγκαία,μονομερῆἀντισυνοδικὴ πραξικοπηματικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίουποὺεἶναι πάμπολλεςθὰ τὴν κλείσουμε μὲ ἐλάχιστα ἀπὸ ὅσα λέγει γιὰ τὸἩμερολόγιο ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκοςὁ ὁποῖοςπαρὰ τὸ ὅτι ἀκολούθησε«κατ᾽ οἰκονομίαν» τὸ Νέο Ἡμερολόγιοδὲν ἔπαυσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆςτου νὰ ἀγωνίζεταινὰ συμβουλεύει ἀρχιερεῖςὅπως τὸν ἀγωνιστὴ καὶὁμολογητὴ ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτηἀκόμη καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοποἈθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρουνὰ ἐπαναφέρουν τὸ παλαιὸἑορτολόγιοδιότι αὐτὸ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθῆ ὡς ὀρθὴ λύση ἐξ οὐρανοῦ μετὰἀπὸ θερμὴ προσευχήὉ τελευταῖος τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ πὼς θὰ τὸ πράξει, δὲν ἐπρόλαβε ὅμως λόγῳ τῆς ἐκδιώξεώς του ἀπὸ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάϊο τοῦ 1967. Διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ ὁσίου Φιλοθέου γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα μποροῦμε νὰ κάνουμε τὶς ἑξῆς γενικὲς διαπιστώσεις. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ξενοκίνητης δημιουργίας τοῦ προβλήματος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Φιλόθεος κράτησε ἑνιαία καὶ σταθερὴ θέση μὲ βάση τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν κανόνων καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν, γράφει, λανθασμένη ἀπόφαση ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ δὲν ἐξέφραζε συνολικὰ καὶ ὁμόφωνα τὴν γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων δηλαδὴ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν συνόδῳ, ἀλλὰ μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς δύο μόνον ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὡς ἀντικανονική, λανθασμένη, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἐπιζήμια γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διορθωθεῖ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ὁ Γέροντας Φιλόθεος ἐπὶ πολλὰ ἔτη καὶ παρὰ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ ἐπιχώριος μητροπολίτης ἐξακολουθοῦσε στὴν Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας νὰ τηρεῖ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως ἔπρατταν καὶ πράττουν μέχρι σήμερα τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πολλὲς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀγωνιζόταν καὶ ἔγραφε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ γρήγορα τὸ θέμα, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ σχίσμα. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον προοπτικὴ διορθώσεως, ἀλλὰ παγιωνόταν ἡ χρήση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὑπερσυντηρητικοὶ δὲ καὶ φανατικοὶ Ἁγιορεῖτες Ζηλωτὲς ἐξῆλθαν στὸν κόσμο καὶ ἀλλοίωναν τὸν χαρακτήρα τοῦ ζητήματος, ἀνάγοντάς το σὲ θέμα πίστεως καὶ δόγματος, μὲ ταυτόχρονη ἀποκήρυξη καὶ ἀναθεματισμὸ τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, γιατὶ δῆθεν ἐστερήθη τὴν Θεία Χάρη καὶ δὲν εἶχε πλέον ἔγκυρα μυστήρια, ἄλλαξε στάση, δέχθηκε κατ᾽ οἰκονομίαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο δὲν θίγει τὰ δόγματα οὔτε στερεῖ τὴν Θ. Χάρη, ἐξακολούθησε ὅμως νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅτι αὐτὴ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου δὲν πρέπει νὰ παρατείνεται, ἀλλὰ ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀκρίβεια μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ἤλπιζε ὅτι αὐτὸ θὰ γίνει σύντομα καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἐργαζόταν ἐπίμονα, συνιστώντας καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτας νὰ μὴ ὀξύνουν τὰ πράγματα μὲ ἀκραῖες τοποθετήσεις ἐναντίον τῶν νεοημερολογιτῶν.
Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὸν μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς κύριο ὑπεύθυνο τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, χωρὶς βέβαια νὰ ἀπαλλάσσει τῆς εὐθύνης τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ Γέροντος Φιλοθέου ἐμφανίσθηκε νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὴν εὐθύνη στὸν Μεταξάκη, εἰπών ἐπὶ λέξει: «Νὰ μὴ τὸ ἔσωνα, νὰ μὴ τὸ ἔσωνα. Αὐτὸς ὁ διεστραμμένος ὁ Μεταξάκης μὲ πῆρε στὸ λαιμό του». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα γράφει ὁ ὅσιος Φιλόθεος: «Τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσμα ἐπέφερεν ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καὶ διαβολικὴ καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπὸ τοῦ μασόνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξάκη παρασύραντος τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον»[19].

5. Ὅλοι περίμεναν νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακὸ ἡ μέλλουσα Σύνοδος

Ἀπὸ τὴν σύντομη ἀναφορὰ στὴν πικρὴ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆςμεταρρύθμισης προκύπτει ὅτι μετὰ τὸ μεγάλο τραῦμα στὴν λειτουργικὴἑνότητα μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ στὶςδιαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα μεταξὺ τῶν πιστῶνὅλοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡτραυματικὴ καὶ νοσηρὴ αὐτὴ κατάσταση ἔπρεπε νὰ θεραπευθεῖ ἐπειγόντωςμὲ τὴν σύγκληση Πανορθόδοξης ἢ Οἰκουμενικῆς ΣυνόδουΚαὶ μόνο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γι᾽ αὐτὴν τήν «κατεπείγουσα χρεία», ἦταν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἡ σύγκληση Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου. Τὸ ἐπρότειναν πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ συνιστοῦσαν Ἅγιοι Γέροντες, συμβουλεύοντας νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπομονή, γιατὶ ἐπρόκειτο περὶ προσωρινῆς ἀταξίας καὶ ἀνωμαλίας, τὴν ὁποία θὰ ἐθεράπευε ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα πέντε χρόνια τώρα ποὺ διαρκεῖ ἡ προσυνοδικὴ διαδικασία, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ποὺ συνεδρίασε στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου τὸ 1930, ἡ ὁποία καὶ κατήρτισε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, μέχρι πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες, μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, τὸ Ἡμερολογιακὸ καὶ τὸ συνημμένο μὲ αὐτὸ θέμα τοῦ Πασχαλίου παρέμενε σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα ὡς κύριο καὶ βασικὸ θέμα πρὸς ἐπίλυση. Στὸν πρῶτο εὐρύτατο κατάλογο τῆς Α´ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου τὸ 1961 τὸ θέμα ἀναγραφόταν στὸ κεφάλαιο ΙΙΙ τῶν θεμάτων ὡς ἑξῆς: «Ἡμερολογιακὸν ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου πρὸς ἀποκατάστασιν συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ».Ἡ Δ´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1968 περιόρισε τὸν ἀριθμὸ τῶν θεμάτων, ἀλλὰ ἄφησε ἀμετακίνητο τὸ Ἡμερολογιακὸ μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ μνημονεύσαμε. Ἡ πρώτη προσυνοδικὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1971 ἔπραξε τὸ ἴδιο. Τελικῶς στὸν ὁριστικὸ κατάλογο τῶν δέκα (10) θεμάτων ποὺ ἐπρότεινε ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τὸ 1976 περιλαμβανόταν καὶ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου».

6. Μὲ παρέμβαση τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν Προτεσταντῶν ἐγκαταλείπεται τὸ Ἡμερολογιακό. Νέο θέμα κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦΠάσχα.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ συμμετοχή μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»καὶ τὰ «ἑνωτικά» ἀνοίγματα πρὸς τὸν Παπισμὸ ἐνεθάρρυναν αὐτοὺς τοὺςχώρους νὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν συμφωνία γιὰ κοινὸἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα σὲ μία σταθερὴ Κυριακὴ τοῦ ἈπριλίουΚρατήσαμε τὴν ἑνότητά μας οἱ Ὀρθόδοξοι, τουλάχιστον στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴ καινοτομία τοῦ Μεταξάκη· τώρα ὁ ἔξωθεν πειραστής, ἀφοῦ μας διήρεσε ὡς πρὸς ὅλες τὶς μεγάλες ἀκίνητες ἑορτὲς καὶ συντηρεῖ πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν χωρισμό, ἐπιδιώκει καὶ ἄλλα σχίσματα μὲ τὸν προτεινόμενο κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Στὶς συζητήσεις μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες δὲν ἀπορρίψαμε αὐτὴν τὴν νέα σχισματικὴ ἀντορθόδοξη πρόταση, ἀλλὰ ἁπλῶς σὲ συνέδρια οἰκουμενιστικὰ καὶ παρεμφερεῖς συναντήσεις ἐπιφυλαχθήκαμε νὰ συμφωνήσουμε, φοβούμενοι νέα σχίσματα καὶ ἀταξίες, χωρὶς νὰ παύσουν κάποιοι ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι μας, ὅπως ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, νὰ δηλώνουν τὴν συμφωνία καὶ ἐπιθυμία τους γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.
Ἡ νέα αὐτὴ ἀπαίτηση καὶ ἐξέλιξη περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὴν πάνσοφη πονηρία τῶν ὑποκινητῶν, ποὺ στηρίζεται στὸ ἐπιχείρημα«ζήτα περισσότερα γιὰ νὰ κρατήσεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις», συνετέλεσε ὥστε τὸ μεγάλο ζήτημα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ 1924 νὰ περάσει ὄχι μόνο σὲ δεύτερη μοίρα, ἀλλὰ σχεδὸν νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει πλέον κάποια προοπτικὴ καὶ ἐλπίδα νὰ ἐπανέλθουν οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ ἡ διαίρεση τῶν πιστῶν σὲ παλαιοημερολογίτες καὶ νεοημερολογίτες νὰ τραυματίζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκατέστησαν τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα· οἱ σύγχρονοι «Πατέρες» διέσπασαν τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἑορτές, καὶ ὄχι μόνον δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν, ἀλλὰ αὐθαιρέτως οἱ προκαθήμενοι τὸν περασμένο Ἰανουάριο, πραξικοπηματικῶς, χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν ἱεραρχιῶν τους, ἔβγαλαν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, τὸ μόνο ἐπεῖγον καὶ ἀναγκαῖο πρὸς ἐπίλυσιν θέμα.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἄλλωστε ἦταν προσανατολισμένο καὶ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασε ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τοῦ 1982, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἀμετάβλητο ἡ «Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή», ποὺ συνέστησαν οἱ Προκαθήμενοι τὸν Μάρτιο τοῦ 2014, καὶ τὸ παρέπεμψε ὡς εἶχε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπου ὅμως δὲν θὰ φθάσει ποτέ, ἀφοῦ τὸ ἀπέσυραν οἱ Προκαθήμενοι.
Στὸ κείμενο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὶς ἐκτιμήσεις μας, καὶ τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση, τὸ βάρος ρίπτεται στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκέψη, πρόταση, ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ τραῦμα τοῦ 1924 καὶ τὴν ἀνάγκη θεραπείας του. Οὐσιαστικῶς δικαιώνεται τὸ πραξικόπημα τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καὶ καλοῦνται σὲ ὑπακοή «οἱ τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν ἐκκλησίαν»[20]

7. Γιατί ἀποσύρθηκε τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων;
Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα κατώτερες τῶν περιστάσεων. Δὲν σήκωσαν τό «βάρος τῆς ἡμέρας».

Γιατί τότε ἀποσύρθηκε τὸ κείμενο ἀπὸ τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου; Οἱ ἐξηγήσεις τῶν ὑπευθύνων προσώπων δὲν συμφωνοῦν ἀπολύτως, δίδουν πάντως τὴν δυνατότητα κάποιων ἐκτιμήσεων. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν δύο τελευταίων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ἐνημερώνοντας τοὺς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ περασμένο καλοκαίρι (29.8.2015) εἶπε γιὰ τὸ θέμα: «Τὸ θέμα τοῦτο ἀπησχόλησε τὴν Β´ Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν κατόπιν μακρᾶς προετοιμασίας, ἡ ὁποία περιελάμβανε γνωμοδοτήσεις καὶ συσκέψεις εἰδικῶν ἀστρονόμων, διὰ τῶν ὁποίων κατεδεικνύετο ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς τοῦ τρόπου ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ διετυποῦτο ἡ πρότασις περὶ διερευνήσεως τῆς δυνατότητος κοινοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ κείμενον παρεπέμφθη ὑπὸ τῶν Προκαθημένων δι᾽ ἐπιμέλειαν διετυπώθη ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας ἡ πρότασις ὅπως τὸ ὅλον θέμα ἐκπέσῃ τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Συνόδου ὡς μὴ ἀπασχολοῦν πλέον τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ αἱ λοιπαὶ ἀντιπροσωπεῖαι ἔκριναν ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο δὲον νὰ παραμείνῃ ἀνοικτὸν δοθέντος ὅτι, ἰδίᾳ ἐν τῇ Διασπορᾷ, τὸ θέμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀποτελεῖ ποιμαντικὸν πρόβλημα, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις μικτῶν γάμων καὶ γενικῶς λόγῳ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως μετὰ τῶν μὴ Ὀρθοδόξων. Οὕτω, τὸ Κείμενον τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως μὴ ὑποστὰν οἱανδήποτε μεταβολὴν ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς παραπέμπεται ὡς ἔχει εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον».
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν τελευταία καὶ ἀποφασιστικὴ συνάντηση τῶν Προκαθημένων στὴν Γενεύη τὸν προηγούμενο Ἰανουάριο (2016) στὴν ἐναρκτήρια εἰσήγησή του (22 Ἰανουαρίου 2016) εἶπε γιὰ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ καὶ παρὰ τὰ ὁμοφώνως ἀποφασισθέντα Ἐκκλησίαι τινὲς ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμίαν ἢ καὶ ἀξίωσιν ὅπως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀναβληθῇ, μέχρις ὅτου συζητηθοῦν καὶ τύχουν ὁμοφώνου ἀποδοχῆς τόσον τὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, ὅσον καὶ τὰ μὴ τυχόντα ὁμοφώνου τροποποιήσεως ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσης Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Κείμενα τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1982) περὶ Κωλυμάτων γάμου καὶ Κοινοῦ ἡμερολογίου. ῾Ως πρὸς τὰ τελευταῖα δύο θέματα δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ ἐκφράσωμεν τὴν ἔκπληξιν ἡμῶν ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀξιώσεως, δοθέντος ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνάξεως ἡμῶν τοῦ ἔτους 2014 οὐδόλως προέβλεπε ριζικὴν ἀναθεώρησιν (revision) τῶν κειμένων τούτων, ἀλλ᾽ ἁπλῆν «ἐπιμέλειαν» (editing) αὐτῶν ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, διὸ καὶ ὀρθῶς ὁ προεδρεύων αὐτῆς δὲν ἐπέτρεψεν ριζικήν τινα ἀναθεώρησιν αὐτῶν, διότι τοῦτο θὰ ἀπετέλει παράβασιν ἢ ὑπέρβασιν τῆς δοθείσης τῇ Ἐπιτροπῇ ὑπὸ τῆς Συνάξεως ἡμῶν ἐντολῆς. Ἡ περὶ ἀναθεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ κειμένων ἀξίωσις ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν θὰ ἀπῄτει σαφῶς νέαν ὁμόφωνον ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, διάφορον τῆς ληφθείσης ἐν ἔτει 2014 τοιαύτης περὶ ἁπλῆς ἐπιμελείας τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ἥτις ἐπιμέλεια, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ θίξῃ τὸν πυρῆνα τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων τούτων».
Ἀπὸ Ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (23 Ἰανουαρίου 2016) πληροφορούμαστε τὰ ἑξῆς:«Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι βέβαιος ὅτι ἀναθεωρήσεως χρήζει τὸ σχέδιο κειμένου “Tὸ ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου” καὶ τόνισε ὅτι τὸ θέμα τοῦ “ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα” γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐπίκαιρο καὶ μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ προκαλέσει στοὺς πολλοὺς πιστούς».
Ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τῶν τριῶν αὐτῶν κατ᾽ ἐξοχὴν ὑπευθύνων προσώπων προκύπτουν τὰ ἑξῆς. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου ὑπεραμυνόμενος σταθερὰ τὴν γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐμμένει νὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν πρόταση περί «κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», δεδομένου μάλιστα ὅτι στὶς χῶρες τῆς Διασπορᾶς αὐτὸ ἀποτελεῖ ποιμαντικὸ πρόβλημα, καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας, ποὺ πρότειναν νὰ ἐκπέσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὴ συζητηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸ περάσει χωρὶς ἀλλαγὲς καὶ νὰ τὸ στείλει στὴ Σύνοδο. Ἂν αὐτὸ τελικὰ γινόταν καὶ τὸ κείμενο ἐγκρινόταν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ὅπως ἤδη εἴπαμε, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε δικαίωση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ διαιώνιση τοῦ ἡμερολογιακοῦ σχίσματος, ἀλλὰ καὶ θὰ ἄνοιγε εὐέλπιδες προοπτικὲς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὁ πατριάρχης τῆς Ρωσίας Κύριλλος, διπλωματικώτερα, δὲν ἐζήτησε νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ κείμενο, ἀλλὰ νὰ γίνουν τροποποιήσεις. Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ τροποποιήσεις ποὺ ζητοῦσε ἀνέτρεπαν τὰ δύο σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς γραμμῆς τοῦ Φαναρίου ποὺ μνημονεύσαμε, δηλαδὴ τὴν διατήρηση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὁπότε προτίμησε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς νὰ μὴ συζητηθεῖ τὸ θέμα ἀπὸ τὸ νὰ ἡττηθεῖ καὶ νὰ ἀνατρέψει τὴν οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Κερδισμένη πάντως περισσότερο εἶναι ἡ Μόσχα, ποὺ καυχᾶται ἤδη στοὺς δικούς της πιστοὺς ὅτι δὲν ἄφησε νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ δικαιωθοῦν οἱ μεταρρυθμίσεις στὸ Ἡμερολόγιο καὶ στὸ Πασχάλιο. Εἶναι χαμένη ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ στερεῖται πλέον οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν μόνον στενὰ καὶ τοπικὰ τὸ δικό τους ποίμνιο καὶ δὲν ἀλλοιθωρίζουν πρὸς τὴν ἰσχυρὴ καὶ αἱρετικὴ Δύση, ἀλλὰ καθολικὰ καὶ φιλάδελφα βέπουν ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Ποιός θὰ ἐπαναφέρει καὶ πότε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων; Δὲν ἐνδιαφέρεται γι᾽ αὐτὸ ἡ Μόσχα; Μὲ τὴν τοπικιστική, μὴ καθολικὴ αὐτὴ νοοτροπία, οὔτε τὸ θέμα τοῦ Ἀρείου, οὔτε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα θὰ ἔλυε ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Τὸ πιὸ πικρὸ ὅμως καὶ ὀδυνηρὸ εἶναι ὅτι Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, παρὰ τὶς διαφορές τους σὲ ἐπὶ μέρους ζητήματα, προχωροῦν ὁμόφρονες καὶ ἀγαλλομένῳ ποδὶ στὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τῶν αἱρετικῶν κειμένων ποὺ αὐτοὶ ἔχουν ἐκπονήσει καὶ μὲ τὴν συνέχιση τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὑποβιβάζοντας καὶ εὐτελίζοντας τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σὲ μικρὸ κομμάτι καὶ συμπλήρωμα αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς πανσπερμίας. Ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκ τῶν προτέρων διαπιστώνεται ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς προδιαγραφὲς καὶ κατευθύνσεις ἡ Σύνοδος δὲν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων καὶ θὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ψευδοσύνοδος.

Ἐπίλογος

Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶτὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια,γιατὶ δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφασηΔιέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Πολλοὶ δέχθηκαν τὴν ἀλλαγὴ ὡς προσωρινὴ «κατ᾽ οἰκονομίαν» λύση, μέχρις ὅτου μία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος καὶ ἐπαναφέρει τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα, ποὺ ἦταν ἀδιατάρακτη στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ 1600 χρόνια, ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μέχρι τὸ 1924. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἀλλόδοξες «ἐκκλησίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποὺ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη.
Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα. Καὶ ἀποσύρθηκε, διότι ἡ μὲν Μόσχα, ἀκολουθοῦσα πάντοτε τὸ Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, δὲν ἤθελε νομιμοποίηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ μεταφορὰ τῶν διαιρέσεων καὶ στὸ δικό της ποίμνιο, ἡ δὲ Κωνσταντινούπολη, ἀδιαφοροῦσα γιὰ τὸ τραῦμα τῆς ἑνότητος ποὺ ἡ ἴδια προκάλεσε, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑποστηρίζει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν πρόταση γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ἀμφότερες οἱ ἡγεσίες συμφωνοῦν στὴν νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ βαρύτερο θέμα ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο, ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση τὰ «χωρίζοντα» γιὰ νὰ προχωρήσουν μὲ τά «ἑνοῦντα», ὅπως θέλουν πάλι ἐξωεκκλησιαστικὰ κέντρα καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, γιὰ νὰ προκαλέσουν καὶ νέα σχίσματα.





[1]. Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 2, Graz–Austria 19682, σελ. 1039 καὶ Αντωνιου Παπαδοπουλου, Κείμενα Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 15.
[2]. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι, σελ. 38.
[3]. Αὐτόθι, σελ. 53.
[4]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 1043. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι σελ. 81. Ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχὸς Νικοδημος Μπιλαλησ, ἀπὸ τοὺς καλυτέρους γνῶστες καὶ μελετητὲς τοῦ θέματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου κρίνει διαφορετικὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο «Οἰκουμενισμὸς καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου», εἰς Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου. Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 23-25 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, τόμ. 2, σελ. 937. Γράφει:
«Ἔτσι ὁ Ἰωακείμ, “ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν” (Λουκ. 8, 35), ὡς μύστης τῆς φαναριωτικῆς διπλωματίας, ἀναδιπλώθηκε καὶ ἀπέστειλε νέο Ἐγκύκλιο Γράμμα τὸ 1904, ὅπου ὑπερθεματίζει γιὰ τὴ μὴ ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου! Πλὴν ὅμως, ὡς ἔμπειρος διπλωμάτης, μετέθετε τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὸ μέλλον. Ἰδοὺ χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Γράμματός του τοῦ 1904: “...Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον (=σεβαστό) εἶναι καὶ ἔμπεδον (=ἑδραῖο καὶ ἀμετακίνητο) τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον, ὡς (=ὥστε) οὐκ ἐξόν (=νὰ μὴν εἶναι δυνατό) περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι... Πρόωρον, τό γε νῦν, καὶ ὅλως περιττὸν ἡγούμεθα· ἡμεῖς τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν Ἡμερολόγιον”. Πῶς νὰ χαρκατηρίσουμε τὴν ἀνωτέρω παράγραφο; Θαυμάσιο ἐγκώμιο ὑπὲρ τοῦ “αἰδεσίμου καὶ ἐμπέδου... ” Ἡμερολογίου-Πασχαλίου; Δυστυχῶς ΟΧΙ, ἐφόσον περιέχει τὴν ἀκροτελεύτια περίοδο καὶ φράση καὶ μάλιστα τὶς λέξεις “πρόωρον...τό γε νῦν...”. Προφανῶς οἱ λέξεις αὐτὲς εἶναι μιὰ χαραμάδα ἢ ρωγμὴ στὸ ἀρραγὲς ὀρθόδοξο τεῖχος ἢ μιὰ σταγόνα δηλητηρίου σ᾽ ἕνα ὡραῖο ποτὸ ἢ φαγητό!...Ἐνῶ ρητὰ προαναφέρει “ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι...οὐδαμῶς...”, κατακλείει τὸ διπλωματικό του λόγο μὲ τὶς λέξεις“πρόωρον ..τὸ γε νῦν” ἢ ἄλλως “οὔπω καιρός”. Ὡσὰν δηλαδὴ νὰ λέγει: Περιμένετε λίγο, ὣς τὰ θλιβερὰ ἔτη 1920 καὶ 1923-24, ὁπότε ὁ δικός μου σπόρος θὰ ἔχει φυτρώσει καὶ θὰ ἔχει γίνει δένδρο μέ “μεγάλας ἀναδενδράδας...», ποὺ θὰ “ἑνωθοῦν” μὲ ἐκεῖνες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ».
[5]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 80-101.
[6]. Βλ. Χριστοδουλου Παρασκευαϊδη, μητροπολίτου Δημητριάδος (μετέπειτα ἀρχιεπι-σκόπου Ἀθηνῶν), Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρηση τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἀθῆναι 1982, σελ. 41.
[7]. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1923, σελ. 6.
[8]. Αὐτόθι, σελ. 13-14.
[9]. Αὐτόθι, σελ. 67.
[10]. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, Ἀθῆναι 1924, ἐπανέκδοση ἀπὸ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1977, σελ. 29-33.
[11]. Βλ. ᾽Αρχιμ. Θεοκλητου Α. Στραγκα, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1970, σελ. 1161-1162: «...καὶ περὶ ἄλλων μέντοι θεμάτων ὅσα τε ζήλῳ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ἐξεσφενδόνισται ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ ὅσα ἅρπαγι ὁρμῇ ἐχθρῶν αἰωνίων βυσσοδομεῖται καὶ ἐπισείεται κατὰ τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν...».
[12]. Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 185-186.
[13]. Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναιου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου 1929, Ἐν Ἀθήναις, Τύποις «Αὐγῆς», Ἀθαν. Παπασπύρου 1929.
[14]. Βλ. Εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 201-203: «Τῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπὶ Ἱερεμίου τοῦ Β´ τοῦ Τρανοῦ, ἐν Μεγάλῃ Συνόδῳ ἀποκηρυξάντων τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον καὶ δεινοῖς ἐπιτιμίοις ἀποκλεισάντων οἱανδήποτε ἀλλαγὴν τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου, μόνον Μείζονι Συνόδῳ Τοπικῇ ἢ Οἰκουμενικῇ νόμοις καὶ Ἱεροῖς Κανόνιν ἐπιτέτραπται πᾶσα περαιτέρω ἀνακίνησις τῶν ζητημάτων τούτων.
Κατὰ ταῦτα
Οὐδεμία τῶν ἐπὶ μέρους Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἴτε Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὀνομάζεται αὕτη εἴτε Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἢ ἄλλη τις ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία, ἐδικαιοῦτο μονομερῶς, ἐφ᾽ ὕβρει τῶν οὕτω ὁμοφώνως θεσπισάντων Ἱερωτάτων Πατριαρχῶν καὶ ἀσεβεῖ καταπατήσει τῶν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης, εὐσταθείας, ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ συνεορτασμῷ τῶν Μεγάλων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως ἑορτῶν καὶ ἰδίᾳ τοῦ Ἁγίου Πάσχα ὑπὸ τῶν Μ. καὶ Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καθορισθέντων, ἵνα διὰ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον τὸν λόγον εἰσαγάγῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μετηρρυθμισμένα ἡμερολόγια καὶ Πασχάλια, διασπῶσα οὕτω τὴν ζηλευτῶς ἐπὶ αἰῶνας βασιλεύουσαν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ κατὰ Ἀνατολὰς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, Ἑνότητα, Ὁμόνοιαν καὶ Ἀγάπην, καὶ σκανδαλίζουσα τὰ μετ᾽ ἀφοσιώσεως καὶ ἐν ἀφελότητι καρδίας προσκεκολλημένα εἰς τὸ ἀποπνέον ἀποστολικότητα, πατερικότητα καὶ οἰκουμενικότητα ἀρχαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστὼς πιστὰ τῆς Ἐκκλησίας τέκνα.
Οἱ ὑποφαινόμενοι Μητροπολῖται τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις διοικητικῶς ἡνωμένων Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μετὰ τῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὑρισκόμενοι ἀπέναντι τετελεσμένων γεγονότων, τὴν ἀνάγκην ποιούμενοι φιλοτιμίαν καὶ τὰ Μητρικὰ σφάλματα υἱϊκῇ στοργῇ καὶ σεβασμῷ συγκαλύπτοντες, ἀνεχόμεθα τὰ συναρπαγῇ τελεσθέντα καὶ ἑτοίμως ἔχομεν ἀποδέξασθαι ταῦτα, ἕως οὗ μείζων Σύνοδος ἐπιληφθῇ καὶ διευθετήσῃ αὐτά, ὑπὸ τοὺς ἑξῆς τρεῖς ὅρους:
1) Ἂν διὰ τοῦ ὑπὸ ὑπογραφὴν σήμερον περὶ ἡμερολογίου τῆς προχθὲς Τρίτης 2 Ἰουλίου Πρακτικοῦ ὁλόκληρος ἡ συνεδριάζουσα Ἑλληνικὴ Ἱεραρχία συνυποσχεθῇ, ὅτι ἀπὸ σήμερον κλείει ὁριστικῶς τὴν θύραν τῶν καινοτομιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ.
2) Ἂν ἀξιοχρέῳ ποιμαντικῇ προνοίᾳ θελήσῃ νὰ παύσῃ πᾶσαν καταδίωξιν ἢ πίεσιν κατὰ τῶν στερρῶς ἐχομένων καὶ ἀνενδότως ἀφωσιωμένων εἰς τὸ ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ἐν τῇ Ἀγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ ἐν χρήσει ὑπάρχον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον ἀγαπητῶν Ὁμογενῶν καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἡμῶν καὶ
3) Ἂν ἀποφασίσῃ ἡ συνεδριάζουσα Ἱεραρχία, ἵνα ἀναθέσῃ εἰς τὴν σύνεσιν τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων ἀδελφῶν τὴν διὰ τῶν κανονικῶν Ἱερέων ἐξοικονόμησιν καὶ θεραπείαν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν τυπτομένων τὴν συνείδησιν εὐσεβῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων “ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν”.
Ἄλλως διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων, ἐπιφυλασσόμεθα ἵνα καταγγείλωμεν αὐτὰ ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἢ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθoδόξου Συνόδου».
[15]. Ἀρχιμ. Γαβριηλ Διονυσιατης, «Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα (Μικρὰ συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004, σελ. 18-19.
[16]. Αὐτόθι, σελ. 20-21.
[17]. Αὐτόθι, σελ. 19-20.
[18]. Συνεδρία Γ´ (10 Ἰουνίου 1930), Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν Κωνσταντινουπόλει 1930, σελ. 69: «Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης Συσκέψεως, ἐν ᾗ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους, ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶνε γνωστὸν ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καίπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδός τι σχίσματος. Διό καὶ ἐζητήσαμεν διασαφήσεις, διότι ἀπεστάλημεν ἐνταῦθα μὲ πνεῦμα συντηρητικότητος». Στὴ δευτερολογία του: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾷ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχῃ σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου εὐχαριστεῖ καὶ αὖθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου». Βλ. σχετικῶς Μοναχοῦ Σεραφειμ, «Ἡ Μασονία καὶ οἱ Πατριάρχες», Θεοδρομία 16 (2014) 524-525.
[19]. Περὶ ὅλων αὐτῶν καὶ ἄλλων βλ. εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ,Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος…, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 80-101.
[20]. «Ἐπὶ τοῦ θέματος: Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ, ὡς ἐπίσης καὶ τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἐν ὡρισμένῃ Κυριακῇ.
Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις:
1. Ἤκουσε τὰς ἐπιστημονικὰς ἐπεξηγήσεις ἀστρονόμων καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι εἷς ἀκριβέστερος προσδιορισμὸς τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα -πάντοτε τὴν πρώτη Κυριακὴν μετὰ τὴν πανσέληνον μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου- ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐπιστημονικῶν τούτων δεδομένων, θὰ ἠδύνατο νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν λύσιν τοῦ ζητήματος.
2. Εὑρέθη σύμφωνος, ἐν τῇ περαιτέρῳ ἐξετάσει τοῦ ζητήματος, ἐπὶ τῶν ἑξῆς κεφαλαιώδους σημασίας σημείων:
α) ὅτι τὸ ὅλον θέμα, πολὺ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ᾽ οὐδένα λόγον ἢ τρόπον πρέπει νὰ διασαλευθῆ·
β) ὅτι εἶναι θέμα ὑπευθύνου ἐκτιμήσεως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν ποιμαντικῶν εὐθυνῶν αὐτῆς καὶ τῶν ἀντιστοίχων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου αὐτῆς· καὶ
γ) ὅτι εἰς τὴν σημερινὴν διάρθρωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέτοιμος ἢ τουλάχιστον ἀπροπαράσκευος καὶ ἀπληροφόρητος διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καὶ δεχθῇ μίαν ἀλλαγὴν εἰς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα.
3. Ἔκρινε, διὰ πάντα ταῦτα, ὅτι πᾶσα ἀναθεώρησις ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον τῆς πράξεως ἐν τῷ καθορισμῷ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, ἐν τῇ ὁποίᾳ πράξει καὶ ἔχομεν ἄλλωστε τὸν ἀπὸ αἰώνων κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα ἡμῶν, ἀφεθῇ δι᾽ εὐθετώτερον καιρόν, τοῦ Θεοῦ εὐδοκοῦντος.
4. Θεωρεῖ ἀπαραίτητον καὶ τὴν ἐφ᾽ ἑξῆς συστηματικωτέραν κατὰ τὸ δυνατὸν πληροφόρησιν τοῦ ποιμνίου εἰς ἑκάστην ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἵνα ἡ Ὀρθοδοξία, ἐν εὐρύτητι νοῦ καὶ καρδίας, προχωρήσῃ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ἐν ἀκριβείᾳ ἀλλὰ καὶ ἐν πιστότητι πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῆς ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτεύξεως ἑνιαίου ἑορτασμοῦ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦθ᾽ ὅπερ ἦτο καὶ ἡ σαφὴς πρόθεσις τῆς ἁγίας ἐκείνης Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
5. Διακηρύττει, ὅτι τὸ ἡμερολόγιον καὶ αἱ ἐπὶ τούτου δημιουργηθεῖσαι ἀνώμαλοι καταστάσεις δὲν πρέπει νὰ ὁδηγῶσιν εἰς διχασμούς, διαστάσεις ἢ καὶ σχίσματα ἀκόμη, καὶ ὅτι τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ υἱοθετήσωσι τὴν ἐκ παραδόσεως καθιερωμένην τιμίαν ἀρχὴν τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὴν κανονικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῆς ἐπανασυνδέσεως αὐτῶν ἐντὸς τῶν κόλπων αὐτῆς ἐν εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ, καὶ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι «τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).
Ἀναγνωρίζει τὴν λυσιτέλειαν τῶν καταβαλλομένων ὑπὸ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου προσπαθειῶν ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν χρησιμότητα τυχὸν μελλοντικῆς συνεχίσεως τούτων». Tὸ κείμενον ἐλήφθη ἀπὸ Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνου, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Προβλήματα καὶ Προοπτικαί, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Σειρὰ Διαλέξεις, Ἀθῆναι 1990, σελ. 38-41.