A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΓΕΝΟΜΕΝΑ ΥΠΟ ΔΑΙΜΟΝΩΝ (Ἃγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης

Με ποια δύναμη αυτοί που πιστεύουν και κάνουν τα αντίθετα, πολλές φορές προφητεύουν και θαυματουργούν; 

Τα διάφορα σημεία και θαύματα και οι προφητείες πολλές φορές γίνονται και από ανάξιους, 

σύμφωνα με κάποια ανάγκη ή οικονομία, 

όπως συνέβη με τον Βαρλαάμ12 και την εγγαστρίμυθο13. 

Και αλλού, οι απόστολοι, 

όταν βρήκαν κάποιον άπιστο, «ο οποίος έδιωχνε δαιμόνια με το όνομα του Χριστού»14, και τον εμπόδισαν και το ανάφεραν στον Χρι­στό, 

ο Χριστός τους είπε «Μη τον εμποδίζετε, γιατί όποιος δεν είναι ενα­ντίον σας, είναι με το μέρος σας»15. 

Επομένως, 

όταν δης να γίνεται ένα θαύμα και από αιρετικούς και από άπιστους, 

να μην απορήσεις ούτε να μετακινηθείς από την ορθόδοξη πίστη. 

Γιατί πολλές φορές εκείνη που κάνει το θαύμα είναι η πίστη αυτού που προσέρχεται, 

και όχι η αξία εκείνου που το κάνει. 

Άλλωστε ο Ιωάννης, 

ο μεγαλύτερος από όλους όσους γεννήθηκαν από γυναίκες16, 

δεν φαίνεται να έχει κάνει θαύμα, 

ενώ ο Ιούδας οπωσδήποτε έκανε, αφού ήταν και αυτός ανάμεσα σ’ εκείνους που στάλθηκαν να αναστήσουν νεκρούς και να θεραπεύσουν λε­προύς17. 

Γι’ αυτό να μη θεωρήσεις σπουδαίο, εάν δεις κάποιον ανάξιο ή αιρετικόν να κάνει θαύμα.


Ούτε φυσικά πρέπει να κρίνουμε τον ορθόδο­ξο άνθρωπο από τα θαύματα και τις προφητείες, αν είναι άγιος ή όχι, αλλά από τη διαγωγή του. Γιατί πολλές φορές πολλοί όχι μόνο ορθόδο­ξοι αμαρτωλοί, αλλά και αιρετικοί και άπιστοι, έκαναν θαύματα και προφήτευσαν σε ειδικές περιπτώσεις, όπως ειπώθηκε, ύστερα από παρα­χώρηση του Κυρίου, όπως στην περίπτωση του Βαλαάμ και του Σαούλ και του Ναβουχοδονόσορα και του Καϊάφα, στους οποίους μπορούμε να βρούμε, ότι το άγιο Πνεύμα ενήργησε, αν και ήταν ανάξιοι και βέβη­λοι, για δικαιολογημένες αιτίες. Αφού λοιπόν, όπως αποδείχτηκε, και από αμαρτωλούς και άπι­στους γίνονται πολλές φορές θαύματα και προφητείες, κατ’ οικονομία, δεν πρέπει από τα γεγονότα αυτά, όπως είπα, να δοκιμάζουμε κάποιον, αν είναι άγιος, αλλά από τους καρπούς του, όπως λέγει ο Κύριος «Θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους»18. Τους καρπούς του αληθινού και πνευματικού ανθρώπου τις φανέρωσε ο Απόστολος, λέγο­ντας· «Ο καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστοήθεια, αγαθωσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Εναντίον αυτών δεν υπάρχει νόμος»19. Εάν λοιπόν ο άνθρωπος έχει τις αρετές αυτές, είτε κάνει θαύματα, είτε δεν κάνει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος αυτός είναι άγιος και φίλος του Θεού. Γιατί στους αληθινούς φίλους του Θεού δεν υπάρχει χάρη χωρίς πνευματικό χάρισμα. Γιατί δέχεται ή λόγο σοφίας, ή λόγο γνώσης, ή πίστη, ή χάρισμα να θεραπεύει, ή κάποιο άλλο από αυτά που αναφέρει ο Απόστολος στα όσα λέγει περί των δωρεών του αγίου Πνεύματος20. 

Χωρίς τους καρπούς αυτούς, αυτός που κάνει θαύματα ή προφητεύει, είναι ένας από εκείνους που θα λένε την ημέρα εκείνη· «Κύριε, Κύριε, στο όνομά σου δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και θα ακούσει. Ομολογώ πως ποτέ δεν σε γνώρισα. Απομακρύνσου από εμένα, συ ο εργάτης της ανομίας»21. Και αυτά βέβαια ειπώθηκαν για τους ορθόδοξους Χριστιανούς που κάνουν θαύματα. Ο αιρετικός όμως που κάνει θαύματα ή προφητεύει, είναι φανερό ότι εμπαίζεται από τους δαίμονες, αν και νομίζει ότι από τον Θεό γίνο­νται τα θαύματά του. Οι δαίμονες φυσικά δεν γνωρίζουν εκ των προτέ- ρων τίποτε από αυτά που θα γίνουν ή είναι απόρρητα, αλλά μόνο ο Κύριος, ο οποίος τα γνωρίζει όλα πριν να γίνουν22, όπως λέγει μέσω του προφήτη· «Δεν υπάρχει κανείς που να προλέγει αυτά που θα γίνουν, εκτός από μένα»23. Οι δαίμονες λένε στους ανθρώπους αυτά που βλέπουν και ακούνε, ή φανερώνουν τα περισσότερα πράγματα υποθέτοντάς τα από κάποια σύμβολα. Φανερώνουν δηλαδή την παρουσία οδοιπόρων βλέποντάς τους να περπατούν στον δρόμο, και προηγούμενοι αυτών που πρόκειται να έρθουν, αναγγέλλουν την άφιξή τους. Επίσης κρυφακούο­ντας λόγια ανθρώπων που συζητούν ιδιαιτέρως με κάποιους, τα ανακοι­νώνουν σε όποιους θέλουν, και άλλα όμοια με αυτά, βλέποντας και ακούοντάς τα τα φανερώνουν στους ανθρώπους, και την ευφορία των καρπών της γης και την ακαρπία και τις κινήσεις των ανέμων και τις βροχές, και την εποχή των ραγδαίων βροχών και τις ξηρασίες και τις βαρυχειμωνιές και όλα τα παραπλήσια με αυτά τα προλέγουν, διαπιστώνοντάς τα από κάποια διακριτικά σημάδια, όπως και οι άνθρωποι. Αλλά και σκέψεις και αποφάσεις των ανθρώπων συμβαίνει να βλέπουν από κάποια σύμβολα στον άνθρωπο, ή από λόγια κάποιων. Και όχι μόνο αυτά βρίσκουν να πουν οι ακάθαρτοι δαίμονες, αλλά ακόμα και θανά­τους ανθρώπων. Γιατί υπάρχουν μερικά σημάδια που έχουν τοπο­θετηθεί από τη θεία Πρόνοια στο ανθρώπινο σώμα, ιδιαίτερα μάλιστα στο πρόσωπό του, και πριν από πολύ χρόνο, αλλά και πριν από λίγο, όπως λένε αυτοί που ασκούν την ιατρική επιστήμη με δεξιοτεχνία και ακρίβεια. Μερικοί μάλιστα βεβαιώνουν ότι οι πολύπειροι από τους Σαρακηνούς έχουν αυτή την ικανότητα της πρόγνωσης, οι οποίοι στον πόλεμο γνωρίζουν ολοκάθαρα εκείνον που πρόκειται να πεθάνει από κάποιο διακριτικό σημάδι.Έτσι λοιπόν και οι δαίμονες, σαν πιο διορα­τικοί από τα υλικά σώματα, προαναγγέλλουν τους θανάτους των ανθρώ­πων. Επειδή δηλαδή είναι πνεύματα λεπτά και ασώματα, ερευνούν και γνωρίζουν καλύτερα από κάθε ιατρική επιστήμη τις δυνάμεις των ανθρώπων και τις ενέργειες και τα πλεονάσματα και τις ελλείψεις της ζωτικής ύπαρξής τους μέσω του αίματος, και από αυτά με συλλογι­σμούς, όχι βέβαια ακριβείς, προσδιορίζουν τον θάνατο του ανθρώπου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους μάντεις και τους εγγαστρίμυθους. Βλέποντας δηλαδή οι δαίμονες ποιος είναι ο κλέφτης και που βρί­σκονται τα κλοπιμαία, μπορούν να τα πουν. Όπως πολλές φορές, βλέπο­ντας τις πολλές βροχές που έγιναν στην Ινδική χώρα, προλέγουν σε κάποιον ότι στην Αίγυπτο θα ανέβει πολύ η στάθμη του Νείλου. Αν όμως τους ρωτήσει κάποιος πόσους πήχεις και δακτύλους θα έχει η άνο­δος της στάθμης του, δε μπορούν να απαντήσουν, και αποδεικνύονται ότι δεν γνωρίζουν τίποτε. Δίνουν επίσης την εντύπωση, ότι μέσω των ψευδοπροφητών ανθρώ­πων, που πιστεύουν σ’ αυτούς, κάνουν και θαύματα με αυτούς και θε­ραπείες σωματικών ασθενειών, για να εξαπατήσουν και αυτούς και άλλους, και παρουσιάζουν νεκρόν άνθρωπο να ανασταίνεται και το προαναγγέλλουν αυτό στους ζωντανούς με τη φαντασία. Διεισδύοντας δηλαδή ο δαίμονας στο νεκρό σώμα του ανθρώπου και κουνώντας το, παρουσιάζει τον νεκρό, ότι δήθεν ανασταίνεται με την ανώφελη προ­σευχή του απατεώνα ανθρώπου. Ακόμα και συζητά ο δαίμονας εκ μέρους του νεκρού με τον άνθρωπο που εξαπατάται από αυτόν γι΄’αυτά που θέλει και γι’ αυτά που ερωτάται από αυτόν, φανερώνοντάς του πράγματα που έγιναν και ειπώθηκαν κρυφά από ανθρώπους, επειδή τα γνωρίζει επακριβώς λόγω του ότι ήταν κρυφά παρών μέσα σ’ αυτόν που γινόταν αυτά από τους ανθρώπους εκείνους, και τα έβλεπε και τα άκουε. Αλλά ας μας γλυτώσει ο Θεός από αυτή την πλάνη των αιρετικών επισκόπων. Γνωρίσαμε μάλιστα και αιρετικόν επίσκοπο στην Κύζικο, την πόλη των οπαδών του Μακεδονίου, των Πνευματομάχων, ότι ένα δένδρο ελιάς το μετέφερε με μια δήθεν προσευχή από τον τόπο που ήταν σε άλλον τόπο, επειδή σκοτείνιαζε το παράθυρο του ασεβούς οίκου προσευχής τους. Και σε κάποιον άδικο δανειστή, που εξεβίαζε μια γυναίκα χήρα, εξαιτίας χρέους της που είχε κάνει ο άνδρας της, και απαιτούσε ποσόν όχι όσο ήταν το δάνειο, αλλά περισσότερο, όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο αιρετικός επίσκοπος που προαναφέρθηκε, πριν ακόμα θαφτεί ο άνδρας της, αλλά ενώ ακόμα τον πήγαιναν για ταφή, σταμάτη­σε το νεκρικό κρεββάτι και έκανε δήθεν τον νεκρό να μιλήσει και να πει πόσο ήταν το χρέος που ώφειλε στον δανειστή του. Όταν αυτός ο αιρε­τικός πέθανε, ακόμα και στο μνήμα του έγιναν διάφορα φανταστικά πράγματα και θαύματα. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει να παραδεχόμαστε ως άγιον κάθε θαυμα­τοποιό, αλλά να τον δοκιμάζουμε, σύμφωνα με εκείνον που λέγει «Να μη πιστεύετε σε κάθε πνεύμα, αλλά να δοκιμάζετε τα πνεύματα, αν είναι από τον θεό, γιατί παρουσιάστηκαν πολλοί ψευδοπροφήτες στον κόσμο»24. Και ο Απόστολος λέγει· «Οι άνθρωποι αυτοί είναι ψευδαπό­στολοι, εργάτες δόλιοι, που μεταμορφώνονται σε αποστόλους του Χρι­στού»25. Και δεν είναι να απορούμε γιατί «ο ίδιος ο Σατανάς μεταμορ­φώνεται σε άγγελο φωτεινό»26. Δεν είναι σπουδαίο λοιπόν, αν και οι υπηρέτες του μεταμορφώνονται σε υπηρέτες της δικαιοσύνης, των οποί­ων το τέλος θα είναι ανάλογο με τα έργα τους. Άλλωστε και ο Αντίχρι­στος όταν θα έρθει, κατά παραχώρηση του θεού, με τη συνεργασία των δαιμόνων θα κάνει πάρα πολλά σημεία και τέρατα ψεύτικα, προς απώλεια των απίστων και δοκιμασία των πιστών. Και τι το παράξενο αν, με τη βοήθεια του διαβόλου, θα κάνει φανταστικά θαύματα, τη στιγμή που έχουμε ήδη γνωρίσει και κάποιους άλλους μάγους και αγύρτες που έκα­ναν διάφορα θαύματα με την ενέργεια των δαιμόνων, μεταξύ των οποί­ων είναι ο Ίαννης και Ίαμβρης, οι οποίοι την εποχή του Μωυσή, μετα­βάλλοντας τις ράβδους τους σε φίδια και τα νερά σε αίμα, έβγαλαν πλήθος βατράχων από τα νερά, ώστε να γεμίσουν όλη την χώρα της Αίγυπτου27; Και ο Σίμων επίσης, ο μάγος την εποχή των αποστόλων, πόσα φανταστικά θαύματα έκανε; Έκανε πραγματικά αγάλματα να περπα­τούν και να πέφτουν στη φωτιά χωρίς να καίονται. Πετούσε στον αέρα και έκανε ψωμιά από πέτρες. Γινόταν φίδι και μεταμορφωνόταν και σε άλλα ζώα. Γινόταν με δύο πρόσωπα, μεταβαλλόταν σε χρυσάφι, άνοιγε κλειστές πόρτες, έσπαζε σιδερένια δεσμό, σε δείπνα παρουσίαζε τις μορ­φές διαφόρων ειδώλων, έκανε τα οικιακά σκεύη να έρχονται μόνα τους και να υπηρετούν χωρίς να φαίνονται αυτοί που τα μετέφεραν. Έκανε να προπορεύονται πριν από αυτόν πολλές σκιές, που έλεγε πως ήταν ψυχές των νεκρών. Πολλούς επίσης, που τον αποκαλούσαν αγύρτη, τους συμφιλίωσε μαζί του, και στη συνέχεια με την δικαιολογία ξεφαντώματος, θυσίασε βόδι και αφού τους παρέθεσε γεύμα, τους έκανε υποχείρι­ους διαφόρων ασθενειών και δαιμόνων. Όταν λοιπόν κάποτε τον κα­ταζητούσε ο βασιλιάς, φοβήθηκε και δραπέτευσε, δίνοντας το πρόσωπό του σε άλλον. Αλλά και οι μάγοι Ιουλιανός, Απολλώνιος και Απουλήϊος, κατά την εποχή του βασιλιά Δομετιανού έκαναν διάφορα φανταστικά πράγ­ματα, ένα από τα οποία σώζεται στις διηγήσεις των παλαιοτέρων ανδρών. Όταν κάποτε διαδόθηκε στη Ρώμη θανατηφόρα ασθένεια και όλοι πέθαιναν εδώ και εκεί, παρακινούνταν οι μάγοι αυτοί από τον βασιλιά και από τους προκρίτους του να βοηθήσουν την πόλη που κατα­στρεφόταν. Λέγει λοιπόν ο Απουλήιος «Εγώ την επιδημία που απλώθηκε στο ένα τρίτο της πόλης θα την σταματήσω σε δεκαπέντε μέρες». Έπειτα ο Απολλώνιος «Και εγώ θα σταματήσω, είπε, την επιδημία που διαδόθηκε στο άλλο ένα τρίτο σε δέκα μέρες». Απαντώντας και ο διαπρε­πέστερος από αυτούς και πιο κοντινός στον διάβολο, λόγω της ματαιοδοξίας του, Ιουλιανός, είπε «Μέσα σε δεκαπέντε μέρες η πόλη ολόκλη­ρη θα καταστραφεί, και δεν θα περιμένει τη δική μας βοήθεια. Για μένα λοιπόν το άλλο τρίτο της πόλης που μου ανήκει, θα παύσει από τώρα η καταστροφή της επιδημίας». Και πραγματικά σταμάτησε. Και όταν παρακλήθηκε από τον βασιλιά σταμάτησε και των άλλων δύο μερών την ταχύτητα διάδοσης της επιδημίας.



Σε μερικά μέρη μάλιστα τα τελετουργικά τεχνάσματα του Απολ­λώνιου μέχρι και τώρα κάνουν θαύματα, 

άλλα για να αποστρέψουν τε­τράποδα ζώα και πτηνά, που μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, 

άλλα πάλι για να συγκρατήσουν τα ρεύματα ποταμών που κυλούν άτα­κτα, 

και άλλα για να αποστρέψουν άλλα περιστατικά που προκαλούν φθορά και βλάβη στους ανθρώπους. 

Αυτά όμως δεν τα έκαναν οι δαίμο­νες μέσω αυτού μόνο όσο ήταν στη ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του, 

παραμένοντας στο μνήμα του, έκαναν κάποια θαύματα στο όνομά του, για να εξαπατήσουν αυτούς που εύκολα βλάπτονταν με αυτά από τον διάβολο. 

Τι θα μπορούσε όμως να πει κανείς για τα μαγικά έργα του Μανέθωνα, 

ο οποίος έγινε τόσο διάσημος στη μαγική απάτη, 

ώστε διαρ­κώς να περιγελά τον Απολλώνιο Τυανέα, 

ότι δήθεν δεν κατείχε την ακριβή εμπειρία της τέχνης. 

Γιατί έπρεπε και αυτός, λέγει, όπως και εγώ, να κάνει μόνο με λόγο του αυτά που ήθελε να κάνει, 

και να μη παραδίνει σε κάποιες τελετές αυτά που κάνει.

 Άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης Επίσκοπος Θεουπόλεως Αντιοχείας

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν ἀλυπίας

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΛΙΜΑΞ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν ἀλυπίας.

1. ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ἀγάπησε πραγματικὰ τὸν Κύριον καὶ ἐπεζήτησε ἀληθινὰ νὰ κερδήση τὴν μέλλουσα βασιλεία, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε πραγματικὸ πόνο γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ζωντανὴ ἐνθύμησι τῆς κολάσεως καὶ τῆς αἰωνίου κρίσεως, ἐκεῖνος ποὺ ξύπνησε ἀληθινὰ μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἀγαπήση πλέον οὔτε θὰ ἐνδιαφερθῇ οὔτε θὰ μεριμνήση καθόλου γιὰ χρήματα ἢ γιὰ κτήματα ἢ γιὰ τοὺς γονεῖς του ἢ γιὰ ἐπίγειο δόξα ἢ γιὰ φίλους ἢ γιὰ ἀδελφοὺς ἢ γιὰ τίποτε τὸ γήϊνο. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποτινάξη ἀπὸ ἐπάνω του καὶ μισήσῃ κάθε ἐπαφὴ καὶ κάθε φροντίδα γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀφοῦ μισήσῃ καὶ τὴν ἴδια τὴν σάρκα του, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸν γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος καὶ ἀκούραστος, ἀτενίζοντας πάντοτε στὸν οὐρανὸ καὶ ἀναμένοντας τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, καθὼς τὸ εἶπε ἕνας Ἅγιος: «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ´ 9).
Καὶ καθὼς τὸ εἶπε πάλι ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Προφήτης: «Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν σοι καὶ ἡμέραν ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε» (Ἱερεμ. ιζ´ 16).
2. Εἶναι μεγάλη ἐντροπή, ἀφοῦ ἐγκαταλείψαμε ὅλα τὰ προηγούμενα, μετὰ τὴν κλῆσι ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος καὶ ὄχι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ φροντίζωμε γιὰ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φανῇ χρήσιμο τὴν ὥρα τῆς μεγάλης μας ἀνάγκης, δηλαδὴ τοῦ θανάτου μας.
Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος, ὅταν ὡμίλησε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ δὲν εἶναι εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. θ´ 62).
3. Ὁ Κύριος, ἐπειδὴ γνωρίζει πόσο εὔκολα γλυστροῦμε ἐμεῖς οἱ ἀρχάριοι καὶ ἐπιστρέφομε στὸν κόσμο, ἐὰν συναναστρεφώμεθα ἢ ἔστω συναντώμεθα μὲ κοσμικούς, ἀπήντησε σ᾿ αὐτὸν ποὺ τοῦ εἶπε, «ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου»: «Ἅφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. η´ 22).
4. Μετὰ τὴν ἀποταγή μας οἱ δαίμονες μᾶς παρακινοῦν νὰ μακαρίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ποὺ τυχὸν εἶναι ἐλεήμονες καὶ εὔσπλαγχνοι, καὶ νὰ ἐλεεινολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας, διότι δῆθεν τὸν ἐστερήσαμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρετή.
Ὁ δὲ σκοπὸς τῶν ἐχθρῶν μας εἶναι, μὲ αὐτὴν τὴν νόθο ταπείνωσι νὰ μᾶς ξαναφέρουν στὸν κόσμο ἤ, ἂν παραμείνωμε μοναχοί, νὰ μᾶς κατακρημνίσουν στὴν ἀπόγνωσι.
5. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξευτελίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ἀπὸ οἴηση, ὅπως ἐπίσης νὰ τοὺς ἐξουθενώνωμε ἀπόντας, γιὰ νὰ πολεμοῦμε τὴν ἀπόγνωσι καὶ νὰ ἀποκτοῦμε περισσότερο θάρρος καὶ ἐλπίδα.
6. Ἂς ἀκούσωμε τί εἶπε ὁ Κύριος στὸν νέον ἐκεῖνο ποὺ εἶχε τηρήσει ὅλες σχεδὸν τὶς ἐντολές: «Ἕνα σοῦ λείπει, νὰ πωλήσης τὰ ὑπάρχοντά σου, νὰ τὰ δώσης στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ γίνης ἐσὺ πτωχὸς ποὺ θὰ δέχεται ἐλεημοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ´ 21).
7. Ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ τρέχωμε μὲ ταχύτητα (στὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως), ἂς στοχασθοῦμε καλά, ὅτι ὁ Κύριος ὅσους ζοῦν στὸν κόσμο τοὺς ἔκρινε καὶ τοὺς ἐχαρακτήρισε σὰν ζωντανοὺς νεκρούς, λέγοντας σὲ κάποιον: «Ἄφησε τοὺς νεκρούς του κόσμου νὰ θάψουν τοὺς νεκροὺς κατὰ τὸ σῶμα» (πρβλ. Ματθ. η´ 22).
8. Σὲ τίποτε δὲν ἐμπόδισε ὁ πλοῦτος ἐκεῖνον «τὸν πλούσιον νεανίσκον» νὰ προσέλθη στὸ βάπτισμα. Πλανῶνται λοιπὸν μερικοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι χάριν τοῦ βαπτίσματος ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ πωλήση τὸν πλοῦτο του. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἂς εἶναι ἀρκετὴ γιὰ μᾶς, σὰν μεγίστη ἀπόδειξις τῆς δόξης τῆς μοναχικῆς μας πολιτείας.
9. Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο καὶ λυώνουν στὶς ἀγρυπνίες, τὶς νηστεῖες, τοὺς κόπους καὶ τὶς κακουχίες, ὅταν ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή, σὰν σὲ κάποιο δοκιμαστήριο ἢ στάδιο, ὅλη αὐτὴ τὴν προηγούμενη ἄσκησί τους, τὴν νοθευμένη καὶ ἐπιφανειακή, δὲν τὴν συνεχίζουν πλέον (1).
10. Ἔχω ἰδεῖ πολλὰ καὶ διάφορα φυτὰ ἀρετῶν, φυτευμένα μέσα στὸν κόσμο, οὗ ἐποτίζονταν ἀπὸ τὸν βόρβορο τοῦ ὑπονόμου της κενοδοξίας καὶ ἐσκαλίζονταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιδείξεως καὶ ἐλιπαίνονταν μὲ τὸ λίπασμα τῶν ἐπαίνων. Τὰ ἴδια ὅμως αὐτὰ φυτά, ὅταν μεταφυτεύθηκαν σὲ γῆ ἔρημο καὶ ἄβατο ἀπὸ κοσμικούς, καὶ ἄνυδρο, χωρὶς τὸ βρωμερὸ νερὸ τῆς κενοδοξίας, ἀμέσως ἐξεράθηκαν. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν αὐτὰ τὰ ὑδροχαρῆ φυτὰ νὰ καρποφορήσουν σὲ σκληρὰ καὶ ἄνυδρα γυμναστήρια.
11. Ὅποιος ἐμίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ἐγλύτωσε ἀπὸ τὴν λύπη. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει «προσπάθεια» (= ἡ μετὰ πάθους προσκόλλησις, ἡ δέσμευσις τοῦ συναισθήματος σὲ κάτι) σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ ὁρατά, δὲν ἔχει λυτρωθῆ ἀκόμη ἀπὸ τὴν λύπη. Διότι πῶς ἂν μὴ λυπηθῇ, ὅταν στερηθῇ ἐκεῖνο ποῦ ἀγαπᾶ;
12. Σὲ ὅλα μᾶς χρειάζεται πολλὴ νήψις. Ἰδιαίτερα δὲ ἂς δοθῇ μεγάλη προσοχὴ στὴν ἑπομένη περίπτωση: Εἶδα πολλοὺς μέσα στὸν κόσμο, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, φροντίδες, συζητήσεις, ἔρευνες καὶ ἀγρυπνίες ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὴν μανία τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν ὅμως, ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ κάθε μέριμνα, ἔγιναν μοναχοί, ἐμολύνθηκαν ἐλεεινὰ ἀπὸ τὶς ὁρμὲς καὶ τὰ κινήματα τῆς σαρκός.
13. Ἂς προσέχωμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, μήπως πλανηθοῦμε καὶ ἐνῷ πιστεύομε ὅτι βαδίζομε τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, ἐν τούτοις εὑρισκόμεθα στὴν πλατεία καὶ εὐρύχωρο.
Τὰ σημεῖα ποὺ θὰ σοῦ δείχνουν ὅτι βαδίζεις τὴν στενὴ ὁδὸ εἶναι:
Ἡ θλίψις τῆς κοιλίας, ἡ ὁλονύκτιος στάσις στὴν προσευχή, τὸ μετρημένο νερό, τὸ λιγοστὸ ψωμί, τὸ καθαρτικὸ ποτὸ τῆς ἀτιμίας, οἱ χλευασμοί, οἱ περιγέλωτες, οἱ ἐμπαιγμοί, ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, ἡ ὑπομονὴ στὶς συγκρούσεις μὲ τοὺς ἄλλους, τὸ νὰ μὴ γογγύζεις ὅταν σὲ περιφρονοῦν, νὰ βιάζης τὸν ἑαυτό σου νὰ ὑπομένη τὶς ὕβρεις, νὰ ὑπομένης γενναῖα ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ ἀδικοῦν, νὰ μὴν ἀγανακτῇς ὅταν καταλαλοῦν εἰς βάρος σου, νὰ μὴν ὀργίζεσαι ὅταν σὲ ἐξευτελίσουν, νὰ ταπεινώνεσαι ὅταν σὲ κατακρίνουν. Μακάριοι ὅσοι βαδίζουν τὴν προηγούμενη ὁδό, «ὅτι αὐτῶν ἔστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´ 3).
14. Κανεὶς δὲν θὰ εἰσέλθη στεφανωμένος στὸν οὐράνιο νυμφώνα, ἐὰν δὲν ἔχη κάνει τὴν πρώτη, τὴν Δευτέρα καὶ τὴν τρίτη ἀποταγή. Τὴν ἀποταγὴ δηλαδὴ πρῶτον ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτῶν τῶν γονέων του, δεύτερον τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, καὶ τρίτον τὴν ἀποταγὴ τῆς κενοδοξίας ποὺ ἐπακολουθεῖ τὴν ὑπακοή.
15. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, καὶ ἀκαθαρσίας κόσμου μὴ ἄπτεσθε, λέγει Κύριος» (πρβλ. Ἡσ. νβ´ 11). Διότι ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ἔκανε ποτὲ θαύματα; ποιὸς ἀνέστησε νεκρούς; ποιὸς ἐξεδίωξε δαίμονες; Κανείς! Ὅλα αὐτὰ εἶναι τῶν μοναχῶν βραβεῖα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιτύχη ὁ κόσμος. Διότι ἂν μποροῦσε, τότε θὰ ἦταν περιττὴ ἡ ἄσκησις, δηλαδὴ ἡ ἀναχώρησις ἀπὸ τὸν κόσμο.
16. Ὅταν μετὰ τὴν ἀποταγή μας οἱ δαίμονες μᾶς φλογίζουν τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν γονέων καὶ τῶν ἀδελφῶν μας, τότε ἐμεῖς ἂς ὁπλισθοῦμε ἐναντίον τους μὲ τὴν προσευχή, καὶ ἂς πυρώσωμε τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὴ σκέψι τοῦ αἰωνίου πυρός, ὥστε μὲ τὴν ἐνθύμησι αὐτοῦ νὰ κατασβέσωμε τὴν παράκαιρη φλόγα τῆς καρδιᾶς μας.
Ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει «ἀπροσπάθεια» (= ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν «προσπάθεια») γιὰ ἕνα ὁποιοδήποτε πράγμα, αἰσθάνεται ὅμως λύπη στὴν καρδιά του ὅταν τὸ στερηθῇ, αὐτὸς ἀπατᾶται τελείως.
17. Ὅσοι νέοι ἔχουν μανιώδη ροπὴ στοὺς σαρκικοὺς ἔρωτες καὶ τὴν τρυφή, καὶ ἐπιθυμοῦν ν᾿ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἂς φροντίσουν νὰ γυμνασθοῦν μὲ πολλὴ νῆψι καὶ προσοχή, καὶ νὰ μάθουν νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε τρυφὴ καὶ κακία, μήπως γίνουν σ᾿ αὐτοὺς «τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων» (Ματθ. ιβ´ 45).
18. Τὸ λιμάνι μπορεῖ νὰ γίνῃ ἐξ ἴσου αἰτία καὶ σωτηρίας καὶ κινδύνων. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν ὅσοι διαπλέουν τὴν νοητὴ θάλασσα τοῦ μοναχικοῦ βίου. Θὰ εἶναι δὲ ἐλεεινὸ τὸ θέαμα νὰ ἰδῇ κανεὶς αὐτοὺς ποὺ ἐσώθηκαν ἀπὸ τὸ πέλαγος, νὰ ναυαγήσουν μέσα στὸ λιμάνι!
Βαθμὶς δευτέρα! Σὺ ποὺ τρέχεις νὰ σωθῇς, μιμήσου τὸν Λὼτ καὶ ὄχι τὴν γυναίκα του, καὶ φεῦγε!
----------
1. Γιατί προηγούμενη ἄσκησίς τους χαρακτηρίζεται νοθευμένη καὶ ἐπιφανειακή; Διότι δὲν εἶχε τὰ στοιχεῖα τῆς γνησιότητος, δὲν εἶχε ἐγκριθῆ ἀπὸ ἐμπείρους πνευματικοὺς Πατέρες, ἀλλὰ προερχόταν καὶ ἐσχετιζόταν μὲ τὴν αὐτοϊκανοποίηση, τὸ «ἴδιον θέλημα», τὸ κρυφὸ πάθος τῆς κενοδοξίας, τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρωπίνου ἐπαίνου.

Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (ΠΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ) ΤΟΝ ΝΕΟ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ἀποταγῆς

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΛΙΜΑΞ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Περὶ ἀποταγῆς

(Διὰ τὴν ἀποταγὴν τοῦ ματαίου βίου)

1. Τὸ «ΑΠΟ ΘΕΟΥ ἄρχεσθαι» εἶναι ὀρθὸν καὶ πρέπον, ἐφ᾿ ὅσον ἀπευθύνομαι πρὸς ὑπηρέτας τοῦ Θεοῦ. Αὐτοῦ λοιπὸν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ὑπεραγαθοῦ καὶ παναγάθου Θεοῦ καὶ βασιλέως μας, ὁ ὁποῖος ἐτίμησε ὅλα τὰ λογικὰ ὄντα ποὺ ἐδημιούργησε μὲ τὸ δῶρο τοῦ αὐτεξουσίου, ἄλλοι εἶναι φίλοι Του καὶ ἄλλοι γνήσιοι δοῦλοι Του. Ἄλλοι εἶναι ἀχρεῖοι δοῦλοι Του καὶ ἄλλοι τελείως ἀποξενωμένοι ἀπ᾿ Αὐτόν. Ὑπάρχουν τέλος καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐχθροί Του, καίτοι εἶναι ἀδύνατοι καὶ ἀνίσχυροι.
2.   Φίλους κατ᾿ ἐξοχὴν τοῦ Θεοῦ, ὦ ἱερὲ φίλε, ἐμεῖς οἱ ἀμόρφωτοι θεωροῦμε τὶς   νοερὲς καὶ ἀσώματες δυνάμεις τῶν ἀγγέλων. Γνησίους δούλους τοῦ Θεοῦ ἐκείνους   ποὺ ἐξετέλεσαν καὶ ἐκτελοῦν τὸ πανάγιο θέλημά Του ἀκούραστα καὶ χωρὶς καμμία   παράλειψι.
Ἀχρείους   δούλους ὀνομάζουμε αὐτοὺς ποὺ ἀξιώθηκαν μὲν νὰ λάβουν τὸ ἅγιον Βάπτισμα, δὲν ἐφύλαξαν   ὅμως γνήσια τὶς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις τους.
Ὡς   ξένους καὶ ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ θὰ ἐννοήσωμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀβάπτιστοι ἢ δὲν ἔχουν   ὀρθὴ πίστι.
Ἀντίπαλοι   τέλος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἀπέκρουσαν καὶ ἀπέρριψαν ἀπὸ   τὴν ζωή τους τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ πολεμοῦν μὲ πάθος αὐτοὺς ποὺ τὸ   τηροῦν.
3.   Ἐπειδὴ ὅμως γιὰ κάθε μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀναφέραμε,   χρειάζεται νὰ γίνει ἰδιαίτερος καὶ ἀνάλογος πρὸς τὴν κάθε περίπτωση λόγος, γιὰ   μᾶς δὲ τοὺς ἀμαθεῖς δὲν εἶναι συμφέρον ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ τὰ ἀναπτύξωμε ὅλα   αὐτά, ἐμπρὸς λοιπὸν ἂς ἀπλώσωμε μὲ ἀδιάκριτο ὑπακοὴ τὸ ἀνάξιο χέρι μας πρὸς   τοὺς γνησίους δούλους τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐπίεσαν μὲ τὴν εὐσέβειά τους καὶ   μᾶς ἐβίασαν μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τους, ὥστε νὰ ὑπακούσωμε στὴν προσταγή τους.   Καὶ ἀφοῦ δεχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἰδική τους σοφία τὴν πέννα καὶ τὴν βυθίσωμε στὸ   νοητὸ μελάνι, ποὺ εἶναι ἡ σκυθρωπὴ καὶ συγχρόνως χαρωπὴ ταπεινοφροσύνη, ἂς τὴν   σύρωμε ἐπάνω στὶς λεῖες καὶ λευκὲς καρδιές τους, σὰν σὲ χαρτί, μᾶλλον δὲ σὰν   σὲ πλάκες πνευματικές, καὶ ἀναγράφοντας τὰ θεῖα λόγια ἂς εἰποῦμε τὰ ἑξῆς:
4.   Ὁ Θεὸς εἶναι, γιὰ ὅσους θέλουν, ἡ ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία τους, ὅλων, καὶ τῶν πιστῶν   καὶ τῶν ἀπίστων, καὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων, καὶ τῶν εὐσεβῶν καὶ τῶν ἀσεβῶν,   καὶ τῶν ἀπαθῶν καὶ τῶν ἐμπαθῶν, καὶ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν κοσμικῶν, καὶ τῶν σοφῶν   καὶ τῶν ἀγραμμάτων, καὶ τῶν ὑγιῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν, καὶ τῶν νέων καὶ τῶν ἡλικιωμένων.
Εἶναι   κάτι παρόμοιο μὲ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ φωτός, μὲ τὴν θέα τοῦ ἡλίου καὶ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ   τῶν ἐποχῶν (τὰ ὁποῖα προσφέρονται ἐξ ἴσου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους). Καὶ δὲν   μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, διότι «δὲν ὑπάρχει προσωποληψία στὸν Θεὸν» (Ρωμ.   Β´ 11).
5.   Ἄνθρωπος ἀσεβῆς εἶναι μία ὕπαρξις λογικὴ καὶ θνητή, ἡ ὁποία θεληματικὰ ἀποφεύγει   τὴν ζωή, καὶ τὸν Δημιουργό της, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, τὸν θεωρεῖ ὡς ἀνύπαρκτο.
6.   Παράνομος εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν κακή του σκέψι διαστρέφει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ   καὶ ποὺ νομίζει ὅτι πιστεύει, ἐνῷ ἔχει ἐπιθυμίες καὶ ἀντιλήψεις ἀντίθετες πρὸς   τὸν Θεόν.
7.   Χριστιανὸς εἶναι ἡ ἀπομίμησις τοῦ Χριστοῦ, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, καὶ   στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα καὶ στὴν σκέψι. Πιστεύει δὲ ὀρθὰ καὶ ἀλάνθαστα στὴν Ἁγία   Τριάδα.
8.   Θεοφιλὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπολαμβάνει ὅλα τὰ φυσικὰ καὶ ἀναμάρτητα δῶρα τοῦ   Θεοῦ, συγχρόνως ὅμως δὲν ἀμελεῖ, ὅσο μπορεῖ, νὰ ἐπιτελεῖ τὸ ἀγαθό.
9.   Ἐγκρατὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ζῆ μέσα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες καὶ τοὺς   θορύβους τοῦ κόσμου καὶ ἀγωνίζεται μὲ ὅλη του τὴν δύναμι νὰ μιμηθῆ τὴν ζωὴ ἐκείνων   ποὺ εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου.
10.   Μοναχὸς εἶναι τάξις καὶ κατάστασις τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων ποὺ κατορθώνεται μέσα   σὲ ὑλικὸ καὶ ρυπαρὸ σῶμα. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀφοσιωμένος μόνο στὶς   ἐντολὲς καὶ στοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐφαρμόζει σὲ κάθε χρόνο καὶ τόπο καὶ   πράγμα. Μοναχὸς εἶναι μία συνεχὴς βία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ μία ἀδιάκοπη   φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων. Μοναχὸς εἶναι ἐξαγνισμένο σῶμα καὶ καθαρὸ στόμα καὶ   φωτισμένος νοῦς. Μοναχὸς εἶναι καταλυπημένη ψυχή, ποὺ εἶναι ἀπησχολημένη μὲ τὴν   συνεχῆ μνήμη τοῦ θανάτου, καὶ ὅταν εἶναι ξύπνια καὶ ὅταν κοιμᾶται.
11.   Ἀναχώρησις ἀπὸ τὸν κόσμον εἶναι τὸ νὰ μισήσῃς μὲ τὴν θέλησί σου πράγματα ἐπαινετὰ   καὶ νὰ ἀρνηθῆς τὴν φύσι, γιὰ νὰ ἐπιτύχης τὰ ὑπὲρ φύσιν.
12.   Ὅλοι ὅσοι ἐγκατέλειψαν πρόθυμα τὰ βιοτικά, τὸ ἔπραξαν ἀναμφιβόλως ἢ γιὰ τὴν   μέλλουσα βασιλεία ἢ γιὰ τὰ πολλὰ τοὺς ἁμαρτήματα ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν   κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς σκοποὺς δὲν τοὺς παρακίνησε, τότε ἡ ἀναχώρησίς   τους εἶναι παράλογος. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ καλός μας Ἀγωνοθέτης περιμένει νὰ ἰδῆ   ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέρμα τοῦ δρόμου.
13.   Ὅποιος ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ σκορπίση τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του, ἂς   μιμῆται ἐκείνους ποὺ κάθονται ἐμπρὸς στοὺς τάφους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, (ὅπως οἱ ἀδελφές   του Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία), καὶ ἂς μὴ σταματήση τὰ θερμὰ καὶ πύρινα δάκρυα   καὶ τοὺς ἀφώνους ὀλολυγμοὺς τῆς καρδίας του, ὥσπου νὰ ἰδῆ καὶ αὐτὸς τὸν Ἰησοῦν,   ὅτι ἦλθε καὶ ἀπεκύλισε τὸν λίθο τῆς πωρώσεως ἀπὸ τὴν καρδία του καὶ ἐλευθέρωσε   τὸν νοῦ μας, σὰν ἄλλο Λάζαρο, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ διέταξε τοὺς ὑπηρέτας   Του ἀγγέλους: «Λύσατέ τον ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀφῆστε τὸν νὰ πορευθῆ πρὸς τὴν   μακαρία ἀπάθεια». Ἐὰν δὲν πράξη ἔτσι, τότε δὲν ἐκέρδησε τίποτε μὲ τὴν ἀναχώρησί   του ἀπὸ τὸν κόσμο.
14.   Ὅσοι θέλομε νὰ φύγωμε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν τυραννία   τοῦ Φαραώ, ἔχομε ὁπωσδήποτε καὶ ἐμεῖς ἀνάγκη ἑνὸς Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι   μεσίτης μας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὁδηγός μας μετὰ τὸν Θεόν. Αὐτὸς θὰ ἵσταται   μεταξὺ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας καὶ θὰ ὑψώνη πρὸς χάριν μας τὰ χέρια του   πρὸς τὸν Θεόν. Ἔτσι καθοδηγούμενοι ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἐπιτύχωμε νὰ διαβοῦμε τὴν   θάλασσα τῶν ἁμαρτημάτων καὶ θὰ κατατροπώσωμε τὸν Ἀμαλὴκ τῶν παθῶν.
Ἐκεῖνοι   δὲ ποὺ ἐστηρίχθηκαν στὶς ἰδικὲς τοὺς δυνάμεις καὶ ἐνόμισαν πὼς δὲν ἔχουν ἀνάγκη   ἀπὸ κανέναν ὁδηγό, ὁπωσδήποτε ἀπατήθηκαν.
15.   Ἐκεῖνοι ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο εἶχαν ὡς ὁδηγὸ τὸν Μωϋσῆ, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν   ἀπὸ τὰ Σόδομα ἄγγελο.
Καὶ   οἱ μὲν πρῶτοι ὁμοιάζουν πρὸς ἐκείνους ποὺ θεραπεύουν τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μὲ τὴν   φροντίδα καὶ τὶς ὁδηγίες ἀνθρώπου-ἰατροῦ. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν   Αἴγυπτο.
Οἱ   δεύτεροι ὁμοιάζουν πρὸς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα   καὶ ἄθλια πάθη τῆς σαρκός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ χρειάζονται ἀγγελο-ιατρό, δηλαδὴ ἰσάγγελο   ἄνθρωπο θὰ ἔλεγα, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση. Διότι στὴν προχωρημένη σῆψι τῶν τραυμάτων   χρειαζόμεθα πολὺ ἔμπειρο ἰατρό.
16.   Βία πράγματι καὶ συνεχεῖς ὀδύνες πρέπει νὰ ἔχουν ὅσοι ἐπιχειροῦν νὰ ἀνεβοῦν   στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ σῶμα τους. Καὶ μάλιστα στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς ζωῆς,   μέχρις ὅτου οἱ φιλήδονες τάσεις καὶ ἡ σκληρότης τῆς καρδίας μεταστραφοῦν μὲ τὴ   βαθειὰ λύπη καὶ τὸ πένθος σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ σὲ ἁγνότητα.
17.   Μόχθος, πραγματικὸς μόχθος, καὶ πολλὴ καὶ ἀφανὴς πικρία μας περιμένουν, καὶ ἰδίως   τοὺς ἀμελεῖς, ἕως ὅτου κατορθώσουμε τὸν λαίμαργο καὶ «φιλομάκελλον κύνα»,   δηλαδὴ τὸν νοῦ μας, νὰ τὸν κάνουμε φίλο τῆς προσοχῆς καὶ τῆς καθαρότητος, μὲ   τὴν βοήθεια τῆς ἁπλότητος, τῆς πολλῆς ἀοργησίας καὶ τῆς ἐπιμελείας.
Ὅμως   ἂς ἔχωμε θάρρος ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς καὶ ἀδύνατοι καὶ μὲ πίστι ἀδίστακτη ἂς   παρουσιάσωμε μὲ τὸ δεξιό μας χέρι καὶ ἂς ἐξομολογηθοῦμε στὸν Χριστὸν τὴν ἀσθένεια   καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς μας.
Ἔτσι   θὰ λάβωμε ὁπωσδήποτε τὴν βοήθειά Του καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὸ ἀξίζομε.   Ἀρκεῖ μόνο νὰ βυθίζωμε συνεχῶς τὸν ἑαυτό μας στὸν βυθὸ τῆς ταπεινοφροσύνης.
18.   Ἂς γνωρίζουν καλὰ ὅλοι ὅσοι ἀρχίζουν τὸν σκληρὸ καὶ πιεστικό, ἀλλὰ καὶ ἐλαφρὸ   συγχρόνως ἀγώνα, ὅτι ἦλθαν νὰ πηδήσουν σὰν μέσα στὸ πῦρ (τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν   θλίψεων), ἐφ᾿ ὅσον ἐξεκίνησαν μὲ τὴν διάθεσι νὰ κατοικήση μέσα τους τὸ ἄϋλο   θεϊκὸ πῦρ. Γι᾿ αὐτὸ προηγουμένως πρέπει νὰ ἐξετάζη καλὰ καθένας τὸν ἑαυτό του   καὶ ἔπειτα νὰ πλησιάζη γιὰ νὰ γευθῆ τὸν ἄρτο μὲ τὰ πικρὰ χόρτα καὶ νὰ πιῆ τὸ   γεμάτο δάκρυα ποτήρι τῆς μοναχικῆς ζωῆς, μὴ τυχὸν ἡ ἐπιπολαία κατάταξίς του   στὸ στράτευμα τῶν μοναχῶν γίνη αἰτία τῆς καταδίκης του.
19.   Ἐφ᾿ ὅσον καὶ ὅλοι ὅσοι ἐβαπτίσθηκαν δὲν θὰ σωθοῦν, δὲν χρειάζεται νὰ ἐξηγηθῶ   μὲ περισσότερα λόγια (1). Ὅλα πρέπει νὰ   τὰ ἀπαρνηθοῦν, ὅλα νὰ τὰ καταφρονήσουν, ὅλα νὰ τὰ περιγελάσουν, ὅλα νὰ τὰ ἀποτινάξουν   ὅσοι προσέρχονται στὴν μοναχικὴ πολιτεία, γιὰ νὰ βάλουν ἔτσι στερεὸ θεμέλιο.
20.   Καλὸ τρίδομο καὶ τρίστυλο θεμέλιο εἶναι ἡ ἀκακία, ἡ νηστεία καὶ ἡ σωφροσύνη. Ὅλοι   οἱ ἐν Χριστῷ νήπιοι ἀπ᾿ αὐτὰ ἂς ἀρχίζουν, παίρνοντας παράδειγμα τὰ νήπια.
Διότι   αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμία κακία καὶ πονηρία, οὔτε ἐπιθυμία καὶ κοιλία ἀχόρταγη, οὔτε   σάρκα ποὺ φλογίζεται καὶ ἀποθηριώνεται, ὅσο ὅμως προχωροῦν στὴν αὔξησι τῆς   τροφῆς τους παρουσιάζεται, ὅπως φαίνεται, καὶ ἡ πύρωσις τῆς σαρκός.
21.   Εἶναι πραγματικὰ βδελυκτὸ καὶ ἐπικίνδυνο νὰ ἀποχαυνωθῆ ὁ παλαιστὴς μόλις ἀρχίση   ἡ πάλη. Ἔτσι δείχνει σὲ ὅλους ὅτι εὔκολα θὰ τὸν σφάξη ὁ ἐχθρός.
22.   Εἶναι ὁπωσδήποτε ὠφέλιμο τὸ ἀποφασιστικὸ καὶ ὁρμητικὸ ξεκίνημα, καὶ γιὰ ἀργότερα,   ὅταν τυχὸν παρουσιασθῆ ἀμέλεια καὶ ἀδράνεια.
Διότι   τὴν ψυχὴ ποὺ ἄρχισε μὲ ἀνδρεία τὸν ἀγώνα καὶ ἔπειτα τὸν ἐχαλάρωσε, τὴν κεντᾶ   σὰν κεντρὶ ἡ ἀνάμνησις τοῦ πρώτου ζήλου, πράγμα ποὺ πολλὲς φορὲς ἀναπτέρωσε   καὶ ἔσωσε ἀρκετούς, αὐτοὶ ἔμοιασαν ἔτσι μὲ ἀετοὺς ποὺ ἀνανεώθηκαν τὰ πεσμένα   τους πτερά.
23.   Ὅταν ἡ ψυχὴ προδώση τὸν ἑαυτό της καὶ χάση τὴν μακαρία καὶ πολυπόθητη θέρμη   ποὺ εἶχε στὴν ἀρχή, ἂς ἐρευνήση ἐπιμελῶς νὰ ἐξακριβώση ἀπὸ ποιὰ αἰτία τὴν ἐστερήθηκε,   καὶ ἐναντίον αὐτῆς τῆς αἰτίας ἂς ἀναλάβῃ ὅλο τὸν πόλεμο καὶ τὸν ζῆλο της.   Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλη θύρα ἀπὸ τὴν ὁποία νὰ ἐπιστρέψῃ ἡ θέρμη, παρὰ μόνο αὐτὴ   ἀπὸ τὴν ὁποία ἔφυγε.
24.   Αὐτὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν φόβο (τῆς κολάσεως) εἶναι ὅμοιος μὲ τὸ   θυμίαμα ποὺ ἐνῷ καίεται, στὶς ἀρχὲς ἀναδίδει εὐωδία, στὸ τέλος ὅμως καπνίζει (2). Ἐκεῖνος ποὺ   τὸν ἀπαρνήθηκε μὲ τὴν ἐλπίδα μελλοντικοῦ μισθοῦ, καταντᾶ μία μυλόπετρα, ποὺ   γυρίζει συνεχῶς στὸ ἴδιο μέρος. Ὅποιος ὅμως ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀγάπη   τοῦ Θεοῦ, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἔχει μέσα του φλόγα, ἡ ὁποία ἂν τυχὸν πέση σὲ ξύλα ἢ   σὲ δάσος, αὐξάνει ὑπερβολικὰ καὶ συνεχῶς ἐπεκτείνεται πρὸς τὰ ἐμπρός.
25.   Μερικοὶ κτίζουν πλίνθους ἐπάνω στοὺς λίθους. Ἄλλοι στερεώνουν στύλους ἐπάνω   στὸ χῶμα. Καὶ ἄλλοι, ἀφοῦ ἐβάδισαν ὀλίγο πεζοὶ καὶ ζεστάθηκαν τὰ νεῦρα καὶ οἱ   κλειδώσεις τους, ἐπροχώρησαν ἔπειτα γρηγορώτερα. Ὅποιος ἔχει νοῦ, ἂς ἐννοήση   τὶς συμβολικὲς αὐτὲς εἰκόνες (3).
26.   Ἂς τρέξωμε πρόθυμα, συναισθανόμενοι ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεὸς καὶ Βασιλεύς,   μήπως καὶ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας εἶναι ὀλίγα, ὁπότε θὰ εὑρεθοῦμε χωρὶς καρποὺς   τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου μας καὶ θὰ πεθάνωμε ἀπὸ τὴν πείνα. Ἂς εὐαρεστήσωμε τὸν   Κύριον, ὅπως οἱ στρατιῶτες στὸν βασιλέα. Ὁπωσδήποτε μετὰ τὴν ἐπιστράτευσι, μᾶς   ζητεῖται ἡ ἀκριβὴς ἐκπλήρωσις τῶν ὑποχρεώσεών μας.
27.   Ἂς φοβηθοῦμε τὸν Κύριον ὅπως τὰ θηρία. Διότι ἐγνώρισα ἀνθρώπους ποὺ ἐπήγαιναν   νὰ κλέψουν, καὶ τὸν Θεὸν δὲν τὸν ἐφοβήθηκαν, μόλις ὅμως ἄκουσαν στὸ μέρος ἐκεῖνο   τὰ γαυγίσματα τῶν σκύλων ἀμέσως ὠπισθοχώρησαν. Ἔτσι αὐτὸ ποὺ δὲν ἐπέτυχε ὁ   φόβος τοῦ Θεοῦ, τὸ κατόρθωσε ὁ φόβος τῶν θηρίων!
28.   Ἂς ἀγαπήσωμε τὸν Κύριον, ὅπως ἀγαποῦμε καὶ σεβόμεθα τοὺς φίλους μας. Εἶδα   πολλὲς φορὲς ἀνθρώπους ποὺ ἐλύπησαν τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἀνησύχησαν καθόλου γι᾿ αὐτό.   Ὅταν ὅμως συνέβη νὰ πικράνουν ἀγαπητά τους πρόσωπα, ἔστω καὶ σὲ κάτι μικρό, ἔκαναν   τὸ πᾶν, ἐχρησιμοποίησαν κάθε τέχνασμα, ἐσκέφθηκαν κάθε τρόπο, ὑπεβλήθησαν σὲ   κάθε θλίψι, ὡμολόγησαν τὸ σφάλμα τους, καὶ παρεκάλεσαν εἴτε αὐτοπροσώπως εἴτε   μὲ φίλους εἴτε μὲ δῶρα, προκειμένου νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν πρώτη ἀγάπη τους.
29.   Ὁπωσδήποτε στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς, μὲ κόπο καὶ πικρία ἐργαζόμεθα τὶς   ἀρετές. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν προχωρήσωμε, δὲν θὰ αἰσθανώμεθα καθόλου λύπη, ἢ ὀλίγη,   στὴν ἐξάσκησί τους. Ὅταν δὲ τέλος ἀφανισθῆ τὸ θνητό μας φρόνημα καὶ   κυριαρχήση στὴν ψυχή μας ἡ προθυμία, τότε πλέον θὰ τὶς ἐργαζώμεθα μὲ ὅλη μας   τὴν χαρὰ καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὸν πόθο καὶ τὴν θεϊκὴ φλόγα.
30.   Ὅσο εἶναι ἀξιέπαινοι αὐτοὶ ποὺ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μὲ χαρὰ καὶ προθυμία καλλιεργοῦν   τὶς ἀρετὲς καὶ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολές, τόσο ἐλεεινοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐχρόνισαν   στὴν ἄσκησι καὶ ὅμως μὲ κόπο ἀκόμη τὶς ἐξασκοῦν, ἐὰν βέβαια τὶς ἐξασκοῦν.
31.   Ἂς μὴν ἀποστρεφώμεθα οὔτε νὰ κατακρίνωμε «τὰς περιστατικὰς ἀποταγάς» (4). Διότι ἐγνώρισα   ἀνθρώπους λιποτάκτες, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ τὸ θέλουν συναντήθηκαν μὲ τὸν   βασιλέα ποὺ εἶχε βγῆ ἔξω καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔγιναν δορυφόροι του, τὸν ἀκολούθησαν   στὸ παλάτι καὶ ἐδείπνησαν μαζί του.
32.   Εἶδα σπόρο ποὺ ἔπεσε τυχαῖα στὸ ἔδαφος καὶ ὅμως ἔκανε ἐξαιρετικὸ καὶ πολὺ   καρπό, καθὼς πάλι καὶ τὸ ἀντίθετο.
33.   Εἶδα ἕναν ἄνθρωπο (ποὺ εἶχε κάποια βλάβη στὴν ὅρασί του) νὰ μπαίνει στὸ ἰατρεῖο   γιὰ κάποια ἄλλη ἀνάγκη, νὰ τὸν κρατᾶ ὀλίγο περισσότερο ὁ ἰατρὸς μὲ τὴν   φιλοφροσύνη του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθαρισθῆ καὶ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ὁμίχλη ποὺ   σκέπαζε τὰ μάτια του. Ἔτσι μερικὰ ἀκούσια καὶ τυχαῖα περιστατικὰ ποὺ   συνέβησαν σὲ μερικοὺς εἶχαν ἀποτελέσματα βεβαιότερα καὶ οὐσιαστικώτερα ἀπὸ ὅ,   τι μερικὰ ἐκούσια.
34.   Κανεὶς ἂς μὴ θεωρήση τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ τὴν μοναχικὴ πολιτεία,   προφασιζόμενος τὸ βάρος καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ ἂς μὴ νομίζη ὅτι   ταπεινώνει ἔτσι τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ στὴν οὐσία φοβεῖται μὴ στερηθῆ τὶς ἡδονὲς   τοῦ κόσμου. Ὅλα ὅσα λέγει εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ´ 4). Διότι   ἐκεῖ ὅπου ἀκριβῶς ὑπάρχει βαθειὰ καὶ σαπισμένη πληγή, ἐκεῖ χρειάζεται καὶ   μεγαλυτέρα θεραπεία, γιὰ νὰ καθαρισθῆ. Ἄλλωστε στὸ ἰατρεῖο δὲν πηγαίνουν οἱ ὑγιεῖς!
35.   Ἐὰν ὁ ἐπίγειος βασιλεὺς μᾶς προσκαλοῦσε νὰ καταταγοῦμε στὸν στρατό του, νὰ τὸν   ὑπηρετοῦμε καὶ νὰ πολεμοῦμε στὸ πλευρό του, δὲν θὰ καθυστερούσαμε οὔτε θὰ   προφασιζόμεθα τίποτε. Ἀλλὰ θὰ τὰ ἐγκαταλείπαμε ὅλα καὶ μὲ προθυμία θὰ τρέχαμε   κοντά του.
Ἂς   προσέξωμε λοιπὸν μήπως, ἐνῷ μᾶς προσκαλεῖ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ Κύριος   τῶν κυρίων καὶ Θεὸς τῶν θεῶν στὴν οὐρανία παράταξι τῶν μοναχῶν, ἀρνηθοῦμε τὴν   πρόσκλησι ἀπὸ ὀκνηρία καὶ ρᾳθυμία, καὶ σταθοῦμε ἔτσι ἀναπολόγητοι ἐμπρὸς στὸ   μέγα καὶ φοβερὸ βῆμα τῆς Κρίσεως.
36.   Μπορεῖ βέβαια νὰ βαδίζη κανείς, ἐνῷ εἶναι δεμένος μὲ τὶς ὑποθέσεις τοῦ κόσμου   καὶ μὲ βαρειὲς –σὰν σιδερένιες ἁλυσίδες- φροντίδες, ἀλλὰ θὰ βαδίζη μὲ   δυσκολία. Ὅπως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια τους βαδίζουν   πολλὲς φορές, ἀλλὰ συνεχῶς σκοντάφτουν καὶ πληγώνονται.
37.   Ὁ ἄγαμος ποὺ εὑρίσκεται στὸν κόσμο καὶ εἶναι δεμένος μόνο μὲ τὰ πράγματα τοῦ   κόσμου ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὶς χειροπέδες. Γιὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἀποφασίση   νὰ τρέξη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο δὲν ἐμποδίζεται. Ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἦλθε σὲ γάμο ὁμοιάζει   μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔχουν δέσει «χειροπόδαρα».
38.   Μερικοὶ κοσμικοὶ ποὺ ζοῦσαν ἀμελῶς μὲ ἐρώτησαν: «Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε   μὲ συζύγους καὶ εἴμαστε περικυκλωμένοι μὲ τόσες κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις ν᾿ ἀκολουθήσωμε   τὴν μοναχικὴ ζωή»; Καὶ τοὺς ἀπήντησα: «Ὅσα καλὰ μπορεῖτε, νὰ τὰ κάνετε,   κανένα νὰ μὴ περιγελάσετε, κανένα νὰ μὴ κλέψετε, σὲ κανένα νὰ μὴν εἰπῆτε   ψέματα, κανένα νὰ μὴ περιφρονήσετε, κανένα νὰ μὴ μισήσετε. Νὰ μὴ παραλείπετε   τὸν ἐκκλησιασμό, νὰ δείχνετε συμπόνια στοὺς πτωχούς, κανένα νὰ μὴ σκανδαλίσετε.   Σὲ ξένο πράγμα καὶ σὲ ξένη γυναίκα νὰ μὴν πλησιάσετε. Ἀρκεσθῆτε στὴν ἰδική   σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. γ´14). Ἐὰν ζῆτε ἔτσι, «οὐ μακρὰν ἔστε τῆς βασιλείας   τῶν οὐρανῶν» (Μαρκ. ιβ´ 34).
39.   Ἂς τρέξωμε μὲ χαρὰ καὶ μὲ φόβο στὸν καλὸν ἀγώνα, χωρὶς νὰ φοβούμεθα τοὺς ἐχθρούς   μας. Διότι αὐτοὶ παρατηροῦν τὴν ὄψι τῆς ψυχῆς μας, ἔστω καὶ ἂν ἐμεῖς δὲν τοὺς   βλέπωμε. Καὶ ὅταν ἰδοῦν τὴν ὄψι τῆς ψυχῆς μας ἀλλαγμένη ἀπὸ τὸν φόβο, τότε ἐπιτίθενται   δριμύτερα ἐναντίον μας, ἐπειδὴ ἀντελήφθηκαν οἱ δόλιοι ὅτι φοβηθήκαμε. Γι᾿ αὐτὸ   λοιπὸν ἂς τοὺς ἐπιτεθοῦμε μὲ ἀνδρεία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ πολεμῆ ἐναντίον   ἐκείνου ποὺ μάχεται μὲ ζῆλο.
40.   Ὁ Κύριος φερόμενος μὲ συγκατάβασι ἐλάφρυνε τὸν ἀγώνα τῶν ἀρχαρίων γιὰ νὰ μὴ   κουρασθοῦν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ γυρίσουν ἀμέσως στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ «χαίρετε ἐν   Κυρίῳ πάντοτε» (Φιλιπ. δ´ 4) ὅλοι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιληφθῆτε τὸ πρῶτο   αὐτὸ δεῖγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Δεσπότου. Χαίρετε ἀκόμη, ἀφοῦ σκεφθῆτε ὅτι Αὐτὸς σᾶς   ἔχει προσκαλέσει στὸν ἀγώνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς.
41.   Ἀλλὰ καὶ τοῦτο φαίνεται ὅτι κάνει πολλὲς φορὲς ὁ Θεός: Βλέποντας ἀνδρεῖες   ψυχές, ἐπιτρέπει τοὺς πολέμους εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ τὶς   στεφανώση σύντομα.
42.   Ἀποκρύπτει ὁ Κύριος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο τὴν δυσκολία –ἢ μᾶλλον τὴν   εὐκολία- τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος. Διότι ἂν τὴν ἐγνώριζαν, κανεὶς δὲν θὰ ἀπεφάσιζε   νὰ γίνη μοναχός.
43.   Πρόσφερε μὲ προθυμία στὸν Χριστὸν τοὺς κόπους τῆς νεότητός σου καὶ θὰ ἀπολαύσης   στὸ γῆρας σου πλοῦτον ἀπαθείας. Αὐτὰ ποὺ συναθροίζονται στὴν νεανικὴ ἡλικία   τρέφουν καὶ παρηγοροῦν κατὰ τὸ γῆρας ὅσους ἔχουν ἐξασθενήσει.
Ἂς   κοπιάσωμε μὲ ζῆλο, ὅσο εἴμαστε νέοι, ἂς τρέξωμε γρήγορα, διότι ἡ ὥρα τοῦ   θανάτου εἶναι ἄγνωστη.
44.   Ἔχομε ἐχθροὺς ποὺ εἶναι πραγματικὰ πονηροί, σκληροί, δόλιοι, πανοῦργοι,   δυνατοί, ἄυπνοι, ἀόρατοι, ἄυλοι. Στὰ χέρια τους κρατοῦν φωτιὰ καὶ θέλουν νὰ   κάψουν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν φλόγα τους.
45.   Κανεὶς ὅσο εἶναι νέος, ἂς μὴ παραδεχθῆ τοὺς ἐχθρούς του δαίμονας, ποὺ τοῦ   λέγουν: «Μὴ λυώσης τὸ σῶμα σου μὲ τὴν πολλὴ ἄσκησι, γιὰ νὰ μὴν ἀδυνατήσης καὶ   ἀρρωστήσης». Διότι, στὴν σημερινὴ μάλιστα ἐποχή, δύσκολα θὰ εὑρεθῆ ἄνθρωπος   ποὺ θὰ προτιμήση νὰ θανατώση τὴν σάρκα του, τὸ πολὺ πολὺ ἴσως νὰ στερήση τὸν ἑαυτό   του ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἡδονικὰ φαγητά. Ὁ σκοπὸς τοῦ δαίμονος εἶναι νὰ ἐπιτύχη, ὥστε   ἡ ἀρχὴ τοῦ μοναχικοῦ μας σταδίου νὰ γίνη μὲ νωθρότητα καὶ πολλὴ ρᾳθυμία, ὁπότε   καὶ τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος θὰ εἶναι παρόμοιο καὶ ἀνάλογο πρὸς τὴν ἀρχή του.
46.   Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ὅσοι θέλουν νὰ ὑπηρετήσουν πραγματικὰ τὸν Χριστὸν πρέπει   νὰ ἐξετάσουν καὶ νὰ πράξουν τὸ ἑξῆς: Νὰ διαλέξουν μὲ τὴν καθοδήγησι τῶν   πνευματικῶν Πατέρων καὶ μὲ τὴν ἐπίγνωσι τοῦ ἑαυτοῦ τους, τοὺς τόπους καὶ τοὺς   τρόπους καὶ τὶς καταστάσεις καὶ τὰ ἐργόχειρα ποὺ θὰ τοὺς ταιριάζουν.
Τὰ   κοινόβια δὲν εἶναι γιὰ ὅλους, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ βλάψουν αὐτοὺς ποὺ εἶναι   λαίμαργοι. Οὔτε πάλι τὰ ἡσυχαστήρια εἶναι γιὰ ὅλους, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ βλάψουν   τοὺς θυμώδεις. Καθένας ἂς ἐξετάση καλὰ ποιὸ πάθος ἔχει, (καὶ ἀναλόγως ἂς κάνη   τὴν ἐπιλογή).
*  * *
47.   Σὲ τρεῖς γενικὲς ἀσκητικὲς κατηγορίες περιλαμβάνεται ὅλη ἡ μοναχικὴ ζωή: Στὸν   ἡρωϊκὸ ἐρημητισμό, στὴν ἄσκησι μὲ ἄλλον ἕνα ἢ τὸ πολὺ δυό, καὶ στὴν ὑπομονητικὴ   ζωὴ τοῦ Κοινοβίου. «Μὴ ἐκκλίνης –λέει ὁ Ἐκκλησιαστής- εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερά,   ἀλλ᾿ ὁδῷ βασιλικῇ πορεύθητι» (Παροιμ. δ´ 27). Διότι ὁ μεσαῖος τρόπος ἀπὸ τοὺς   τρεῖς ποὺ ἀναφέραμε, φαίνεται νὰ ταιριάζη στοὺς περισσοτέρους.
Ἐπειδή,   ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἀλλοίμονο στὸν ἕνα, διότι ἂν πέση» σὲ ἀκηδία, ἢ ὕπνο, ἢ   ρᾳθυμία, ἢ ἀπόγνωσι, «δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν σηκώση» (Ἐκκλ. δ´ 10). Ὅπου ὅμως   εὑρίσκονται «δυὸ ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἴμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»   εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. ιη´ 20).
48.   Ποιὸς ἄραγε θὰ εἶναι ὁ πιστὸς καὶ φρόνιμος μοναχός, ὁ ὁποῖος τὴν πρώτη θέρμη   θὰ τὴν κρατήση ἄσβεστη, καὶ δὲν θὰ παύση μέχρι τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου του, νὰ   προσθέτη κάθε ἡμέρα φωτιὰ στὴν φωτιά, θέρμη στὴν θέρμη, πόθο στὸν πόθο καὶ   προθυμία στὴν προθυμία;
Βαθμὶς   πρώτη! Σὺ ποὺ ἀνέβηκες σ᾿ αὐτήν, «μὴ στραφῆς εἰς τὰ ὀπίσω».

Σημειώσεις
1. Καὶ ὅσοι δηλαδὴ ἐκάρησαν μοναχοὶ   – ἡ κουρὰ θεωρεῖται ὡς δεύτερο βάπτισμα – καὶ δὲν ἐπέδειξαν ἐν συνεχείᾳ βίο ἐνάρετο   καὶ συνεπῆ πρὸς τὴν ὁμολογία τους, δὲν θὰ τύχουν σωτηρίας.
2. Ὁ θεάρεστος δηλαδὴ ζῆλος ποὺ   παρατηρεῖται στὴν ἀρχή, μεταβάλλεται ἀργότερα σὲ καπνὸ ἀμελείας καὶ   ψυχρότητος.
3. Οἱ πρῶτοι φαίνεται ὅτι εἶναι ὅσοι   ἐξεκίνησαν μὲ καλὲς καὶ στερεὲς βάσεις, ἀλλὰ ἀργότερα ἀμέλησαν καὶ ὑποβάθμισαν   κάπως τὴν πνευματική τους ζωὴ – οἱ λίθοι ἀντικατεστάθησαν μὲ πλίνθους. Οἱ   δεύτεροι, ὅσοι ξεκίνησαν μὲ ζῆλο νὰ ἀνεγείρουν ὑψηλὸ οἰκοδόμημα, ἀλλὰ δὲν ἐξασφάλισαν   στερεὰ θεμέλια οὔτε ἐχρησιμοποίησαν ἐκλεκτὰ οἰκοδομικὰ ὑλικά. Οἱ τρίτοι, ὅσοι   ἐξεκίνησαν χωρὶς ζῆλο καὶ ὑψηλὲς προοπτικές, ἀλλὰ ἀργότερα ἐθερμάνθηκαν καὶ ἐσημείωσαν   ταχεία πρόοδο.
4.  «Περιστατικαὶ ἀποταγαί» ὀνομάζονται οἱ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες τυχαῖα καὶ ἀπρόβλεπτα γεγονότα ὁδηγοῦν κάποιον στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἂς ἀναφέρωμε ἕνα παράδειγμα: Ἕνα πρόσωπο ἀντιμετωπίζει κάποιο σοβαρὸ κίνδυνο καὶ ἀναγκάζεται νὰ καταφύγη σὲ μία Μονὴ σὰν σὲ τόπο ἀσφαλείας. Ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἀγαπήση τὴν θεοφιλῆ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ νὰ ἀποφασίση νὰ τὴν ἀσπασθῇ.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΕΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΟΥΣ (Ἃγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης)

Α’. Ἐξέτασε, ἀδελφέ, τὶς κακὲς ἕξεις καὶ συνήθειες, ποὺ ἀπόκτησες μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανες ἂν εἶναι παλιές, χρειάζεται περισσότερος κόπος, γιὰ νὰ καταστραφοῦν, ἂν εἶναι καινούργιες λιγότερος· ὅπως ἕνα παλιὸ καὶ ἕνα μεγάλο δένδρο, περισσότερο κόπο χρειάζεται, γιὰ νὰ κοπεῖ καὶ νὰ ξεριζωθεῖ ἀπὸ ἕνα νέο καὶ μικρό.
Β’. Ἐξέτασε τὶς θεραπεῖες ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσεις γι’ αὐτὲς τὶς κακές σου ἕξεις καὶ συνήθειες ἀπὸ τὶς θεραπεῖες αὐτὲς ἡ πρώτη εἶναι τὸ νὰ θέλεις νὰ διορθωθεῖς ὄχι ἀμφιβάλλοντας, ἀλλὰ ἀποφασιστικά. Διότι οἱ σωματικὲς ἀσθένειες μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ χωρὶς τὴν θέλησή μας οἱ ἀσθένειες ὅμως τῆς ψυχῆς χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπευθοῦν. Διότι καὶ γι’ αὐτὲς χρειάζεται μία ἀποφασιστικὴ θέληση τοῦ ἀσθενῆ, γιὰ νὰ ἰατρευθεῖ καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι κατάλληλα γιὰ τὴ θεραπεία. Τὰ μέσα, λοιπόν, καὶ τὰ ὄργανα τὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ χρησιμοποιήσεις γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὶς κακές σου συνήθειες καὶ ἕξεις εἶναι ἐκεῖνα τὰ δύο τὰ ὁποῖα μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος ὅταν ἐλευθέρωσε ἐκεῖνον ποὺ ἦταν δαιμονισμένος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία λέγοντας «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ μὲ κανένα ἄλλο μέσο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία» (Μάρκ. 9, 29).
Γ. Ἐξέτασε, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου, πῶς κάνεις τὴν προσευχὴ σου· διότι πρέπει νὰ προσεύχεσαι ὄχι μὲ καρδιά, ποὺ νὰ περιπλανιέται ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ μὲ διασκορπισμένο νοῦ, ἀλλὰ νὰ προστρέχεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεσαι μὲ τόση μεγάλη ταπείνωση καὶ καρδιακὴ συντριβὴ καὶ μὲ τόση μεγάλη προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ μὲ τόση μεγάλη καρτερία καὶ ὑπομονή, ὅπως θὰ προσευχόσουν ἂν βρισκόσουν σὲ μία μεγάλη θαλασσοταραχή, ὅπου δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας παρὰ μόνο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Διότι σὲ τέτοια συντετριμμένη καὶ ταπεινὴ προσευχὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀρνεῖται κανένα πράγμα, ἀλλὰ δίνει, ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία, διότι αὐτὸς μόνο εἶπε· «Ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, ἐρευνᾶτε καὶ θὰ βρεῖτε, κτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθεῖ ἡ πόρτα. Διότι καθένας ποὺ ζητᾶ, λαμβάνει, καὶ καθένας ποὺ ἐρευνᾶ, βρίσκει» (Ματθ. 7, 7-8). Αὐτὸς εἶπε καὶ τὸ παράδειγμα τῆς χήρας καὶ τοῦ κριτῆ τῆς ἀδικίας γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ προσευχόμαστε πάντοτε, νὰ μὴ παραπονούμαστε, ὅτι δὲν λαμβάνουμε ἀμέσως τὰ αἰτήματά μας· «Τοὺς εἶπε καὶ παραβολή, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει ὅτι πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρύνονται». Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀθετήσει τὸν λόγο του ὁ Θεὸς καὶ νὰ διαψευσθεῖ, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν εἰσακουσθεῖς κι ἐσὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἂν ἐξακολουθεῖς νὰ προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖς μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, πρέπει νὰ βάλεις στὸ Θεὸ μεσίτρια τῆς χάριτος καὶ τοῦ ζητήματος, ποὺ ἐπιθυμεῖς τὴν Ὑπεραγία Παρθένο, τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα καὶ μάμμη ὅλων τῶν χριστιανῶν· γιατί, ἂν ὁ Υἱὸς της εἶναι πατέρας μας καὶ ἀδελφός μας καὶ Πνεῦμα, ἑπόμενο εἶναι νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ μάμμη καὶ μητέρα μας γλυκύτατη, ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε ὡς βοηθὸς καὶ συνήγορος γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, γιὰ νὰ μεσιτεύσει στὸν Υἱό της γιὰ μᾶς ὡς Μητέρα τοῦ ἐλέους. Καὶ ἂν ὁ Σειρὰχ εἶπε γιὰ τὴν Εὔα ὅτι «ἀπὸ τὴ γυναίκα ξεκίνησε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐξ αἰτίας της πεθαίνουμε ὅλοι» (Σοφ. Σειρ. 25, 24)· ἐμεῖς μὲ περισσότερο δίκαιο μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο ὅτι ἀπὸ γυναίκα ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας καὶ ἐξ αἰτίας της ἀναζωοποιούμαστε ὅλοι. Ἔτσι μποροῦμε νὰ προστρέχουμε σ’ αὐτὴν μὲ κάθε θάρρος σὲ κάθε μας περίπτωση καὶ ἀνάγκη. Καὶ τελικά, γιὰ νὰ κάνεις τὴν προσευχή σου αὐτὴ πιὸ ἐνεργητική, γιὰ νὰ λάβεις ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, πρέπει νὰ ἑτοιμασθεῖς προσωπικὰ μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ τὴν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διότι αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια εἶναι σὰν τὰ σωληνάρια, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔρχεται σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ κάθε ἀγαθό.
Δ’. Κατόπιν, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν νηστεία ποὺ κάνεις -καί, ὅταν λέω νηστεία, ἐννοῶ κάθε εἴδους ἐγκράτεια καὶ ἀποχὴ καὶ φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ ἐνδυμάτων καὶ στρωμάτων καὶ σωματικῶν ἀναπαύσεων, ἡ στέρηση τῶν ὁποίων γίνεται ἢ γιὰ κανόνα καὶ παίδευση τῶν προηγουμένων σου ἁμαρτιῶν ἢ γιὰ προφύλαξη καὶ πρόβλεψη τῶν μελλοντικῶν. Γιατί, ἂν δίνεις στὸ κορμὶ ὅλες τὶς ἀπολαύσεις καὶ ὅλες τὶς ἀναπαύσεις καὶ ἂν ζητᾶς στὸ κρεββάτι κάθε εἴδους μαλακὰ στρώματα καὶ κάθε εἴδους φαγητοῦ στὸ τραπέζι· καὶ ἂν θέλεις νὰ βρίσκεσαι σὲ ὅλες τὶς διασκεδάσεις καὶ σὲ ὅλες τὶς συντροφιὲς τῶν φίλων σου καὶ νὰ χάνεις τὸν καιρό σου σ’ αὐτὲς μὲ κάθε εἴδους ἀργία· καί, γιὰ νὰ μιλήσω σύντομα, ἂν θέλεις νὰ δίνεις κάθε εἴδους θεραπεία στὰ πάθη σου καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγεις κανένα κίνδυνο, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ ὅλη τὴν προθυμία δὲν ἀπέφευγαν ὅλοι οἱ ἅγιοι• ἂν λέω ζητᾶς αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξεριζώσεις τὰ πάθη καὶ τὶς κακὲς ἕξεις ποὺ ἀπόκτησες; «Δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινὰ πότε θὰ ξεραθεῖ ἡ ρίζα του; Καὶ δοχεῖο ποὺ καθημερινὰ δέχεται προσθήκη ὑγροῦ, πότε θὰ λιγοστέψει;» σοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ. Ἔτσι ἂν καὶ σὺ δίνεις στὸ σῶμα τὶς ἀναπαύσεις του, μὲ ποιὰ βάση νομίζεις ὅτι μπορεῖς νὰ διορθωθεῖς; Βέβαια, δὲν μπορεῖς ἄλλο νὰ περιμένεις στὸ τέλος μίας τέτοιας ζωῆς ποὺ ἔζησες μὲ τόσες ἁμαρτίες παρὰ ἕναν ἀτέλειωτο θάνατο μέσα σὲ ὅλα τὰ κολαστήρια, διότι τέτοια πονηρὴ ζωὴ προξενεῖ καὶ πονηρὸ θάνατο· «Ὁ θάνατος ποὺ προξενεῖ, εἶναι θάνατος φοβερὸς» (Σοφ. Σειρ. 28, 21).

(“Πνευματικὰ Γυμνάσματα”, Ἔκδοσις Συνοδίας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου)

Πηγή: alopsis.gr