A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

               Ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Περιτομῆς Αὐτοῦ, ὁπόταν καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα τὸ ὁποῖο Ἄγγελος Κυρίου διεμήνυσε στὸν Δίκαιο Ἰωσήφ· «Ἰησοῦς». Ποιό ἄλλο ὄνομα θὰ ταίριαζε καλύτερα σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε Ἄνθρωπος γιὰ νὰ «σώσει τὸν λαὸν Αὐτοῦ ἐκ τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ», γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ δόλια τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸν ἕως τότε παμφάγο Ἅδη; Κανένα ἄλλο. Καὶ αὐτό, διότι «Ἰησοῦς» σημαίνει «Σωτήρας». 

                περιτομὴ τῆς ἀκροβυστίας ἀποτελοῦσε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δοσμένη στὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ. Μέσῳ αὐτῆς, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ θὰ μετεῖχαν στὴν Θεία Διαθήκη καὶ δι’ αὐτῆς θὰ ξεχώριζε ὁ ἰουδαϊκὸς λαὸς ἀπὸ ἀλλοφύλους. Ἔτσι, ὁ Κύριός μας, ὡς ἀπόγονος -ἀνθρωπίνως- τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ, καταδέχθηκε «σαρκὸς τὴν περιτομήν», ἀφενὸς γιὰ εἶναι ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅταν μετὰ τὴν Βάπτισή Του θὰ κήρυττε στὶς συναγωγές τους, ἀφετέρου γιὰ  ἀποδείξει ὅτι δὲν ἦλθε νὰ καταλύσει τὸν Νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν ὁλοκληρώσει. Καὶ ἀφοῦ τὸν ὁλοκλήρωσε, τὸν μεταμόρφωσε.Ἔχοντας τὴν ἐξουσία ὡς Θεός, ἔδωσε ἕνα τέλος σὲ ὅσα στοιχεῖα τοῦ Νόμου δὲν ἦταν παρὰ σκιὲς καὶ τύποι ποὺ συμβόλιζαν κάτι ἀνώτερο, δίνοντας βαρύτητα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ αὐτὸ τὸ ἀνώτερο. Στὴν περίπτωση τῆς περιτομῆς ποιό εἶναι αὐτό; Λέμε στὸ ἀπολυτίκιο: «καὶ νόμον ἐκπληρών, περιτομὴν θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν». Δηλαδή: «ἐκπληρώνοντας τὸν νόμο, καταδέχεσαι μὲ τὴν θέλησή Σου τὴν περιτομὴ τῆς σάρκας, γιὰ νὰ δώσεις τέλος στὶς σκιὲς καὶ νὰ ἀφαιρέσεις τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν μας». Γιὰ νὰ σωθοῦμε, αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νὰ κάνουμε: ὄχι νὰ ἀφαιρέσουμε κάποιο σημεῖο τοῦ σώματός μας, ἀλλὰ νὰ βγάλουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ πάθη, τὶς ἁμαρτίες, τὶς κακὲς ἐπιθυμίες, τὰ ἐλαττώματα καὶ ὅσα μᾶς κρατοῦν σὲ ἀπόσταση ἀπὸ Ἐκεῖνον. 

               Πρῶτος τρόπος γιὰ νὰ καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ὅποιες ἁμαρτίες του καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, εἶναι ἀσφαλῶς αὐτὸ ποὺ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔλαβε τὴν θέση τῆς περιτομῆς καὶ ἐπικράτησε ἐπ΄ αὐτῆς: τὸ Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.

               Πολὺ σύντομα ἐντὸς τῆς ἑβδομάδας θὰ δοῦμε τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη νὰ διδάσκει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ποὺ στὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν τὸν Μεσσία, λέγοντας: «Δὲν εἶμαι ἐγώ ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ Ἰσχυρότερός μου. Ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ νερό μόνο. Ἐκεῖνος, ὅμως, θὰ σᾶς βαπτίσει με Ἅγιο Πνεῦμα καὶ φωτιά».

               Τὸ νερὸ μέσα στὸ ὁποῖο βαπτίζεται ὁ κάθε νεοφώτιστος Χριστιανὸς εἶναι πλημμυρισμένο ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ Βάπτισμα ἀξίως καὶ δικαίως ἐπικράτησε ἔναντι τῆς περιτομῆς. Μὲ τὴν τριπλὴ κατάδυση ἐντὸς τοῦ ἁγιασμένου ὕδατος, πεθαίνει ὁ παλαιός μας ἑαυτός, «συνθαπτόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν θάνατον, ὥστε ὅπως ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί Του». Τὸ Ἅγιο Βάπτισμα δὲν ἀποτελεῖ ἕναν σκιώδη τύπο, ὅπως ἡ περιτομή, ἀλλὰ τὸ λουτρὸ τῆς πνευματικῆς μας παλιγγενεσίας, δίχως τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει σωτηρία κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται· ὁ δὲ ἀπιστήσας, κατακριθήσεται». 

               ταν βγαίνουμε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς Κολυμβήθρας, εἴμαστε πιὰ Ἅγιοι, καθὼς «ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστό». Ἔχουμε ἀποβάλει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ πορευόμαστε πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, σύμφωνα μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν, ὅμως, στὴν πορεία, ἁμαρτίες καὶ πάθη συγκεντρωθοῦν ξανὰ μέσα μας, τότε ὁ Θεὸς ὡς Πολυεύσπλαχνος μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ καθαριζόμαστε καὶ νὰ ἀφαιροῦμε τὰ ὅποια σφάλματά μας μὲ τὴν μετάνοια, μέσα ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Μέσα ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς μετανοίας, ἐπιτυγχάνουμε τὴν ἀληθινὴ καὶ μόνη ἀρεστὴ στὸν Θεὸ περιτομή, τὴν περιτομὴ τῆς σκληροκαρδίας μας. Δὲν προσδοκοῦμε ἀπὸ μία τυπικὴ πράξη νὰ φέρει τὴν ἀλλαγή, ἀλλὰ προκαλοῦμε τὴν ἀλλαγὴ μὲ τὴν προσπάθειά μας καὶ μὲ τὴν συνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. 

               Ὅλος ὁ κόσμος τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀνταλλάσσει εὐχὲς γιὰ καλὴ χρονιά. Αὐτὸ βέβαια εἶναι εὔλογο καὶ ἐπιθυμητὸ καὶ ὁπωσδήποτε μᾶς βρίσκει σύμφωνους, ὥστε καὶ ἐμεῖς μὲ χαρὰ νὰ εὐχόμαστε «καλὴ χρόνια». Μὴν πιστέψουμε ὅμως ὅτι τὸ νὰ προβοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν τυπικὴ πράξη τοῦ νὰ εὐχηθοῦμε, ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀλλάξει τὰ πράγματα στὸ καλύτερο. Ὅλα τὰ πράγματα καὶ ἰδιαίτερα ἡ νέα χρονιά, θὰ ἀλλάξει πρὸς τὸ καλύτερο ἂν καταβάλουμε προσωπικὸ κόπο νὰ ἀλλάξουμε τοὺς ἑαυτούς μας πρὸς τὸ καλύτερο. 

               Δὲν μπορῶ νὰ κλείσω αὐτὸ τὸ μήνυμα δίχως νὰ ἀναφερθῶ καὶ στὸν σήμερα τιμώμενο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπό Καισαρείας. Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς Ἱεράρχης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος πολὺ σωστὰ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς «τὸ λιοντάρι τοῦ Χριστοῦ», εἶναι ὁ ἐκ τῶν πλέον λαοφιλέστερων Ἁγίων, δεδομένου ὅτι εἶναι συνυφασμένος μὲ τὰ παραδοσιακὰ κάλαντα τῆς Πρωτοχρονιὰς ποὺ μάθαμε ἀπὸ παιδιά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας παράδοση τῆς «Βασιλόπιτας». Κὶ ὅμως, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἔχει «παρεξηγηθεῖ» ἀπὸ πολλούς, διότι χάριν της ἐμπορικότητος καὶ τῆς κατανάλωσης, παρουσιάζεται ἀπὸ τὰ μέσα ὡς ἕνας εὐτραφὴς καὶ ἀσπρογένης παπποὺς μὲ κόκκινα ροῦχα, ὁ ὁποῖος δίνει δῶρα τὰ Χριστούγεννα, ταξιδεύοντας μὲ ἕνα ἕλκυθρο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει δημιουργήσει στὰ παιδιά μας μία διαστρεβλωμένη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία καὶ τὸν Συναξαριστή, ἦταν λεπτότατος ἐξαιτίας τῆς σκληρῆς ἀσκήσεως, μαυρογένης καθόσον κοιμήθηκε στὴν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστια, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγωνία του γιὰ τὴν διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπιγραμματικά, θὰ ἀναφέρω ὅτι ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε κάθε ἐπαγγελματικὴ προοπτικὴ γιὰ νὰ ἀσπαστεῖ τὴν Μοναχικὴ Πολιτεία. Διέπρεψε ὡς Μοναχὸς καὶ ἀξιώθηκε τῆς Ἀρχιερωσύνης, τὴν ὁποία διακόνησε μὲ καθαρὴ συνείδηση. Ὑπερμάχησε στὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ ἀρειανισμοῦ καὶ ὑπέστη θλίψεις πολλές. Τὰ πολλὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀσκήσει τὴν φιλανθρωπία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαθέσει ὅλη του τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Βασιλειάδας, ἑνὸς κέντρου μὲ σημαντικὰ εὐαγῆ ἱδρύματα. Ὑπῆρξε πολυγραφότατος καὶ ἕνα ἐκ τῶν ἔργων του εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, τὴν ὁποία τελέσαμε σήμερα ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἐννέα ἡμέρες τὸν χρόνο. 

               νας ἐπαρκὴς λόγος γιὰ τὸν Ἅγιο Βασίλειο θὰ χρειαζόταν πολλὲς ὥρες. Κάτι, ὅμως, ποὺ πιστεύω ὅτι ἀξίζει νὰ προστεθεῖ εἶναι μία ἀναφορὰ στὴν οἰκογένειά του, μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπιτυχημένες οἰκογένειας στὴν παγκόσμια ἱστορία. Γονεῖς τοῦ ὑπῆρξαν οἱ Ἅγιοι Βασίλειος καὶ Ἐμμέλεια. Ἀδέρφια του, μεταξὺ ἄλλων, ὑπῆρξαν οἱ Ἅγιοι: Μακρίνα, Γρηγόριος, Πέτρος, Ναυκράτιος καὶ  Θεοσέβεια. Οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου μας εἶχαν πιάσει τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ἀγωνίσθηκαν νὰ ἀναθρέψουν Ἅγίους, πολίτες τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, καὶ ὄχι ἀνθρώπους προσκολλημένους στὴν ματαιότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. 

               Εἴθε ὁ σαρκὶ περιτμηθεὶς Χριστός, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, νὰ ἐνισχύει τὸν καθένα μας στὸν ἀγώνα του, νὰ φωτίζει τὰ νέα ζευγάρια ποὺ δημιουργοῦν οἰκογένεια καὶ νὰ προστατέψει τὸν εὐλογημένο θεσμὸ τῆς οἰκογένειας ποὺ τόσο ἔντονα βάλλεται στὶς ἡμέρες μας. Νὰ προσεύχεστε! 

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ὁ συγκλονιστικὸς διάλογος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὸν Ἄρχοντα Μόδεστο

  


Ἡ ὀρθοδοξία τῆς Καππαδοκίας ἔμοιαζε λίγο πολὺ μὲ νησίδα στὴν Ἀνατολή. Ὁ Οὐάλης ἀπέλυσε τοὺς ἀσκοὺς τῆς αἱρέσεως παντοῦ. Συνδυασμένες ἡ βία καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἔδωσαν ἀποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔσφιγγε τώρα σὰν τανάλια τὴν Καισάρεια. Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ Καππαδόκες δὲν εἶχαν γνωρίσει καλὰ τὴ βάναυση σκληρότητα τοῦ Οὐάλη. Ἄκουγαν ὅ,τι συνέβαινε ἀλλοῦ. Τοὺς κοβόταν τὸ αἷμα.

Τὰ διάφορα κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας ὑποτάχθηκαν πράγματι στὴν πολιτικὴ τοῦ ἀρειανόφρονα. Μὰ τοῦτο ἔγινε γιατί διώχθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι, δημεύθηκαν οἱ περιουσίες τους, ἐξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν μὲ βίαια μέσα. Καὶ ὅσοι ἀντιστέκονταν ἀντικαταστάθηκαν.

Ἡ θηριωδία καὶ τὸ μίσος δὲν εἶχαν ὅρια. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάψουν… στὴν Νικομήδεια ὀρθόδοξους πρεσβυτέρους μέσα σὲ πλοῖο. Ὅσο πλησίαζαν μάλιστα στὴν Καισάρεια τόσο πιὸ ἄγρια γινόταν ἡ θηριωδία τους. Ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα βεβήλωναν ναούς. Σὲ κάποια πόλη μπῆκαν στὸν ναό, ἀνέβηκαν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ χόρευαν πάνω σ’ αὐτήν. Σὲ ἄλλο ναό, ποὺ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τοὺς βέβηλους, σκότωσαν καὶ ἔχυσαν ἀνθρώπινο αἷμα ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ἁγία Τράπεζα. Θῦμα ὁ ἱερέας. Τὰ φοβερὰ τοῦτα σφυροκοποῦσαν κάθε μέρα τ’ αὐτιὰ τῆς ὀρθόδοξης Καισάρειας…

Πρέπει νὰ ἦταν Νοέμβριος- Δεκέμβριος. Οἱ πιέσεις στὸ Βασίλειο διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη. Σήμερα τὸν προσέβαλαν. Αὔριο τοῦ ὑπόσχονταν πολλά.

Πρὶν ἀποφασίσει ὁ Οὐάλης τὴν ὥρα τῆς τελικῆς ἑφόδου δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ φέρει στὰ νερὰ του τὸ Βασίλειο. Ἔνοιωθε μάλιστα ὅτι καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βασίλειος παραμένει ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Καισαρείας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν ἀποτυχία τῆς πολιτικῆς του, γελοιοποίηση τοῦ Βασιλικοῦ του κύρους… Σημαντικὸ ρόλο στὶς πιέσεις ἔπαιζαν οἱ δικαστικοί, ποὺ εἶχαν κιόλας γίνει πέρα γιὰ πέρα ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα. Δὲν ὑστέρησαν ὅμως καὶ οἱ στρατιωτικοί…

Τὰ τεχνάσματα δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα καὶ ὁ Οὐάλης βιαζόταν. Ἤθελε νὰ τελειώνει ὅσο γινόταν γρηγορώτερα μὲ τὴν τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως, μὲ τὸ Βασίλειο. Ἔτσι θὰ ὑποτάσσονταν ἀμέσως Καππαδοκία, Πόντος καὶ Ἀρμενία. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ Βασιλιὰς νὰ παίξει τὸ τελευταῖο του χαρτί. Ἔστειλε προπομπὸ στὴν Καισάρεια τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, τὸν ὕπαρχο τῶν πραιτωριανῶν. Ἤξερε τί ἔκανε.

Ὁ Μόδεστος ἦταν ἀπὸ τὴν ἄθλια ἐκείνη πάστα τῶν ἀνθρώπων ποὺ γίνονται βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν θέση τους. Ἀδίστακτος καὶ ἀπάνθρωπος, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀρέσει στὸν ἀφέντη του. Ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολὴ γνώρισε τὴ θηριωδία του ἀπὸ τὴν καλή…

Στὴν Καισάρεια ὁ Μόδεστος ἐγκαταστάθηκε στὸ Διοικητήριο. Ἡ ἀναμέτρηση ὅμως ἔγινε μᾶλλον στὸ δικαστήριο… Διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸ Βασίλειο, ποὺ ἦταν κιόλας ἕτοιμος.

Ὅλη τὴ νύχτα ὁ ἐπίσκοπος προσευχόταν. Γιὰ κάποια στιγμὴ ἔνοιωσε τὰ γόνατά του νὰ λύνονται ἀπὸ φόβο. Θὰ τὰ κατάφερνε; Θὰ στεκόταν ὅσο χρειαζόταν ἄξιος μπροστὰ στὸ θηρίο; Τὸ πικρὸ ποτήρι μένει πικρὸ καὶ γιὰ τοὺς μεγάλους. Πέρασε ὅμως ὁ φόβος του. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔσφιξε τοὺς ἁρμούς του καὶ ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἀλλοιώτικα…

Καὶ ὁ Μόδεστος; Μόλις τὸν εἰδοποίησαν πῆγε στὴν ἐπίσημη αἴθουσα καὶ ἔκατσε στὸ θρόνο προκλητικά, περισσότερο ἀπειλητικά. Ἔπρεπε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ξαφνιάσει τὸ Βασίλειο. Εἶχε ἀκούσει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν ἰσχνὸ τοῦτο ἄνδρα ποὺ τὸν ἔκαναν λιγώτερο σίγουρο. Ἀμηχανία κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος καρφώθηκε κάπου στὴν καρδιὰ τοῦ Μόδεστου καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχή νὰ τοῦ πάρει ἀμέσως τὸν ἀέρα μὲ τρόπο ἀπότομο, ἐτσιθελικό, σκληρό. Νὰ τελειώσει μιὰ ὥρα γρηγορώτερα. Λίγο πίσω ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στάθηκαν μερικὰ ἐπίσημα πρόσωπα: διοικητής, εὐνοῦχοι, δικαστὲς ξοφλημένοι…

Ἔφεραν στὴν αἴθουσα τὸ Βασίλειο. Προχώρησε στὸ θρόνο ἀγέρωχα, χωρὶς νὰ προκαλεῖ. Εὔχαρης, χωρὶς νὰ γελάει. Ὁ Μόδεστος τεντώθηκε, ἔβαλε πάγο καὶ σίδερο στὴ φωνή του, μίλησε:

Μόδεστος: Βασίλειε, πῶς τόλμησες -μόνο ἐσὺ- νὰ πᾶς κόντρα στὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ μας; Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ τόλμησες νὰ τὸν περιφρονήσεις;

Ὁ Βασίλειος κατάλαβε τὴν τακτική: ἐπίθεση κι αἰφνιδιασμός. Δὲν θὰ παρασυρόταν ὅμως. Θὰ ἐπέβαλλε τὸ δικό του ρυθμὸ στὴ φοβερὴ ἀναμέτρηση. Θὰ γινόταν βράχος ποὺ ἐπάνω του θὰ τσακιζόταν ἡ ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῶν αἱρετικῶν. Θὰ ὑψωνόταν σύμβολο γιὰ τὸ ὄρθωμα τῆς Ἐκκλησίας μπροστὰ στὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου. Ζητάει λοιπὸν συγκεκριμένα στοιχεῖα, κατηγορία καθαρή:

Βασίλειος: Γιὰ ποιὸ πράγμα μὲ κατηγορεῖς, ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Μόδεστος: Δὲν ἔχεις τὴν πίστη τοῦ βασιλιᾶ, τώρα ποὺ ὅλοι ὑποτάχθηκαν.
Βασίλειος: Κάνω ἔτσι γιατί ὁ δικός μου βασιλιὰς δὲ στέργει τὴν πίστη τοῦ Οὐάλη, ποὺ προσκυνᾶ τὸ κτίσμα (οἱ ἀρειανοὶ δέχονταν τὸν Υἱὸ σὰν κτίσμα). Πῶς νὰ τὸ κάνω τοῦτο, ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι κτίσμα κλήθηκα νὰ γίνω Θεός. Προσκυνῶ τὸν Υἱὸ σὰν Θεὸ καὶ ὄχι σὰν κτίσμα.
Μόδεστος: Καὶ τότε τί εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε ὅπως ὁ αὐτοκράτορας;
Βασίλειος: Τίποτα, ὅσο προστάζετε τέτοια πράγματα!

Ἱδρώτας, ἀγωνία καὶ μαζὺ ὀργὴ χωρὶς ὅρια πάλευαν στὸ ἄρρυθμο πνεῦμα τοῦ ἐπάρχου. Ἄρχισε κιόλας νὰ τὰ χάνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφελής του ἐρώτηση.

Μόδεστος: Γιατί δὲ τὸ ’χεις γιὰ σπουδαῖο νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος μας, νὰ μᾶς ἔχεις φίλους;
Βασίλειος: Βεβαίως εἴσαστε κιόλας ἔπαρχοι καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς μὰ δὲ σᾶς ἔχω πιὸ σεβαστοὺς ἀπὸ τὸ Θεό! Καὶ σὰν τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴσαστε εἶναι σπουδαῖο νὰ σᾶς ἔχω φίλους. Τόσο σπουδαῖο ὅσο νὰ ἔχω φίλους καὶ τοὺς ὑφισταμένους σας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν προσώπων. Μὲ τὰ λόγια τοῦτα ὁ Βασίλειος φώτισε μὲ δυνατὸ φῶς τὸν ἰσχυρὸ ἄρχοντα. Τοῦ ἔδειξε πόσο μικρὸς εἶναι καὶ πόσο κωμικὴ γίνεται ἡ αὐθάδειά του.

Ὁ Μόδεστος τὸ κατάλαβε. Ἔνοιωσε νὰ τὸν ξεγυμνώνουν. Νὰ τοῦ παίρνουν τὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία τρόμαζε τοὺς μικρούς. Ἄναψε λοιπὸν καὶ κόρωσε. Οἱ φλέβες του τινάχθηκαν… Μὲ μιᾶς ὀρθώθηκε στὸ θρόνο καὶ σχεδὸν ἄναρθρα φοβέριζε:

Μόδεστος: Δὲ φοβᾶσαι, λοιπόν, τὴν ἐξουσία μου;
Βασίλειος: Μὰ τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις, τί πρόκειται νὰ πάθω; …
Μόδεστος: Τί μπορῶ; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω δικαιοδοσία…
Βασίλειος: Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ πάθω, πέστα μου νὰ τ’ ἀκούσω!
Μόδεστος: Δήμευση τῆς περιουσίας σου, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Μὲ ἄλλο τίποτε φοβέρισέ με, αὐτὰ δὲ μὲ νοιάζουν.

Ὁ ἐξαγριωμένος ἔπαρχος ἔνοιωσε τὰ λόγια τοῦτα μαχαίρι στὰ νεφρά του. Τὰ μάτια του ἔγιναν κόκκινα. Ἡ φωνὴ του τσάκισε. Τὰ νεῦρα του ἔκλαιγαν καὶ παραδίνονταν. Ὅλα γύρω του χάνονταν. Ἀπὸ δυνατὰ γίνονται ἀδύνατα. Ἀπὸ ἰσχυρὰ ἀνίσχυρα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος μίκραινε. Γινόταν αὐτὸς ποὺ ἦταν: μικρός. Μάζεψε τὶς δυνάμεις του ὅμως καὶ ψέλλισε:

Μόδεστος: Πῶς γίνεται αὐτό, πῶς καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Βασίλειος: Γιατί δὲ φοβᾶται δήμευση αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τριμμένα παλιὰ ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ βιός μου, Μόδεστε! Ἡ ἐξορία πάλι δὲ μὲ τρομάζει γιατί δὲν ἔχω τόπο δικό μου. Καὶ ἡ Καισάρεια στὴν ὁποία τώρα κατοικῶ δὲν εἶναι δική μου. Ὅπου λοιπὸν κι ἂν μὲ πετάξετε θὰ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάροικος καὶ παρεπίδημος. Τὰ βασανιστήρια; Τί νὰ κάνουν κι αὐτὰ σὲ σῶμα σὰν τὸ δικό μου! Ἕνα πρῶτο κτύπημα θὰ δώσεις κι ὅλα τελείωσαν ἀμέσως. Αὐτὸ εἶσαι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνεις. Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θὰ μοῦ γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι ἐγώ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι. Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Θεό μου, στὸν Πατέρα μου!…
Μόδεστος: Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.

Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!

Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.

Ἦταν ἡ τελευταία ψυχρολουσία ποὺ δέχθηκε ὁ τραγικὸς ἄρχοντας ἀπὸ τὸ Βασίλειο στὴ φοβερὴ καὶ ἱστορικὴ τούτη ἀναμέτρηση. Μουδιασμένος ὁ Μόδεστος, σὰν τὸ δαρμένο ζῶο ἔκανε νόημα στοὺς φρουροὺς ν’ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸ Βασίλειο…

Τί ἀπέγινε μὲ τὸ Μόδεστο; Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ Βασιλιά, ποὺ ἔφθανε στὴν Καισάρεια. Δὲ δίστασε νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια: « Νικηθήκαμε, βασιλιά μου, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο αὐτῆς ἐδῶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲ φοβᾶται ἀπειλές. Εἶναι πιὸ σταθερὸς ἀπὸ τοὺς λόγους μας, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴν πειθώ μας. Ἂς ἀπειλήσουμε κανένα δειλό, ὄχι τὸ Βασίλειο. Ἂν θέλουμε ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ καταφύγουμε στὸν ἐξαναγκασμὸ» (νὰ τὸν ἐξορίσουν δηλαδή).

Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔμαθε τὰ καθέκαστα, ὅσα χρειαζόταν γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δύναμη τοῦ Βασιλείου, δὲ συμφώνησε. Εἶχε τὸ κουράγιο νὰ θαυμάζει τὶς ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ χρησιμοποιήσουν βία.

Από το βιβλίο: Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου



Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ (Μέγας Βασίλειος)



Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!». Μιά φράση, πού λέγε- ται συχνά-πυκνά ὡς ἔκφραση ἐνδιαφέροντος καί ἀγάπης, μέ περιεχόμενο ὅμως ἰδιαίτερα ἐγωκεντρικό καί ὑλιστικό. «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!». Πρόσεχε, δηλαδή, τήν ὑγεία σου, τή δίαιτά σου, τήν ἐμφάνισή σου, τή δουλειά σου...
Ἡ ἴδια ἀκριβῶς φράση, ἀλλά μέ διαμετρικά ἀντίθετη ἔννοια, συναντᾶται ἀρκετές φορές καί στήν Ἁγία Γραφή: «Πρόσεχε σεαυτῷ».
Τήν ἀκριβή ἑρμηνεία τῆς θείας αὐτῆς προσταγῆς μᾶς ἀναπτύσσει σέ μιά ὑπέροχη ποιμαντική του ὁμιλία ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας. Σύμφωνα μέ τούς μελετητές τοῦ ἔργου του, ὁ λόγος Εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ – ὡς «λόγο ἀξιοθαύμαστο καί γεμάτο ἀπό κάθε σοφία» τόν ἀξιολογεῖ ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός– εἶναι ὁ σπουδαιότερος ἠθικός λόγος του καί ἀποτελεῖ ἐπιτομή τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας.
Ὁ ἅγιος ἱεράρχης μᾶς καλεῖ νά μαζέψουμε τόν νοῦ μας ἀπό τή μάταιη περιπλάνηση στήν κενότητα τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί νά τόν στρέψουμε προσεκτικά στόν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο, γιά νά γνωρίσουμε τόν πραγματικό μας ἑαυτό. Τί εἴμαστε; Ποιοί εἴμαστε; Ἀπό ποῦ ἤρθαμε καί ποῦ πηγαίνουμε; Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός σκοπός τῆς ζωῆς μας; Ποιά τά κύρια καί ποιά τά δευτερεύοντα στοιχεῖα τῆς ὑπάρξεώς μας; Τί ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μας, μέ ποιά αἰσθήματα ζεῖ, σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται; Ἡ εἰλικρινής αὐτοεξέταση μᾶς ὁδηγεῖ στήν αὐτογνωσία. Κι αὐτή, ἀφοῦ συνταιριαστεῖ μέ τή μετά- νοια, τόν πνευματικό ζῆλο καί τήν ἄγρυπνη φροντίδα μας γιά τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, μᾶς ἀνεβάζει σταδιακά στή θεογνωσία. Ἔτσι, ἡ προσοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας γίνεται τελικά μιά ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ, μιά αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. «Πρόσεχε σεαυτῷ, ἵνα προσέχῃς Θεῷ», τονίζει ὁ θεοφόρος ἅγιος στό τέλος τοῦ λόγου του.
Ἡ ἀποκλειστική προσκόλληση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου στήν ἄμετρη ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν του βιοτικῶν ἀναγκῶν τόν ἔχει στερήσει ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν ἀληθινό Θεό καί τόν συνάνθρωπό του καί τόν ἔχει ὁδηγήσει σέ τραγικά ὑπαρξιακά ἀδιέξοδα.
Γι’ αὐτό εἶναι, νομίζουμε, ἐπίκαιρος ὁ ἀφυπνιστικός καί καθοδηγητικός λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπως μάλιστα αὐτός βιώνεται στήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Τόν προσφέρουμε σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση, μέ τήν εὐχή νά προκαλέσει στίς καλοπροαίρετες ψυχές θεϊκές ἀλλαγές, σάν ἐκεῖνες πού ἔνιωθε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν μελετοῦσε τούς λόγους τοῦ ὁμόψυχου φίλου του. « Ὅταν ἐντρυφῶ στούς ἠθικούς λόγους τοῦ Βασιλείου», ἔλεγε, «ἐξαγνίζομαι στήν ψυχή καί τό σῶμα καί γίνομαι ναός πού δέχεται τόν Θεό, ὄργανο πού τίς χορδές του χτυπᾶ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ξαναρυθμίζω τότε τή ζωή μου σύμφωνα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μέ μιά θεϊκή ἀλλαγή γίνομαι ἄλλος ἄνθρωπος».

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
 

Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου Δύσκολα γίνεται κτῆμα μας ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή. Καί, καθώς αὐτός εἶναι σύντομος καί περιεκτικός, εὔκολα χάνει κανείς, ἄν δέν προσέχει, τό βαθύτερο νόημά του. Αὐτό ἀκριβῶς ἰσχύει καί γιά τόν ἀκόλουθο ἁγιογραφικό λόγο: «Πρόσεχε τόν ἑαυ- τό σου, μήν τυχόν κάποιος ἀπόκρυφος λογισμός τῆς ψυχῆς σου γίνει ἁμαρτία» (Δευτ. 15:9). 
Ἐπειδή ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, εὔκολα ἁμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις, ὁ Πλάστης μᾶς πρόσταξε νά ἔχουμε ὡς πρωταρχική φροντίδα τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, πού εἶναι ὁ ἡγεμόνας τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου.
Οἱ πράξεις τοῦ σώματος, γιά νά πραγματοποιηθοῦν, χρειάζονται καί χρόνο καί κόπους καί συνεργάτες καί τίς κατάλληλες εὐκαιρίες. Οἱ κινήσεις, ὅμως, τοῦ νοῦ ἐπιτελοῦνται ταχύτατα καί σέ κάθε καιρό, δίχως κόπους καί ἰδιαίτερες φροντίδες. Ὅπου, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία εἶναι εὔκολη καί γρήγορη, ἐκεῖ ἀπαιτεῖται καί αὐξημένη ἐπαγρύπνηση. “Φυλάξου”, μᾶς φωνάζει ὁ Θεός, “μήν ἁμαρτήσεις μέ καμιά κρυφή σκέψη τῆς ψυχῆς σου”.
Ἄς παραμείνουμε, ὅμως, στό πρῶτο μέρος τοῦ ἁγιογραφικοῦ αὐτοῦ λόγου: «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!».
Τά ζῶα ἔχουν ἔμφυτη ἀπό τόν Θεό τή δυνατότητα νά ἀποστρέφονται ἐνστικτωδῶς τίς βλαβερές τροφές καί νά ἀποζητοῦν τίς ὠφέλιμες. Σ’ ἐμᾶς, ὅμως, ὁ παιδαγωγός Θεός ἔδωσε τό παράγγελμα τῆς προσοχῆς, ὥστε μέ τόν νοῦ μας νά μποροῦμε νά ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα καί νά κάνουμε ἐνσυνείδητα ὅ,τι τά ζῶα κάνουν ἀσυνείδητα. Ἔτσι, μέ τή συνεχή καί προσεκτική ἐπιστασία τῶν λογισμῶν μας, μποροῦμε νά γινόμαστε πιστοί τηρητές τῶν θείων ἐντολῶν, ἀποφεύγοντας τήν ἁμαρτία, ὅπως τά ζῶα ἀποφεύγουν τίς δηλητηριώδεις τροφές, καί ἐπιδιώκοντας τήν ἀρετή, ὅπως ἐκεῖνα τά θρεπτικά χόρτα.
«Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!». Δηλαδή, ἀπό κάθε μεριά νά παρακολουθεῖς προσεκτικά τόν ἑαυτό σου. Ἀκοίμητα νά ᾽χεις τά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Περπατᾶς ἀνάμεσα σέ παγίδες. Κρυφές θηλιές ἔχει στήσει στόν δρόμο σου ὁ πονηρός. Νά κοιτᾶς ἀκατάπαυστα μέ προσοχή ὁλόγυρά σου, «γιά νά σωθεῖς σάν τό ζαρκάδι ἀπό τά βρόχια, σάν τό πουλί ἀπό τοῦ κυνηγοῦ τό χέρι» (Παροιμ. 6:5). Φυλάξου, μήν πέσεις στήν παγίδα τῆς ἁμαρτίας καί γίνεις θήραμα τοῦ διαβόλου, αἰχμάλωτος στά δικά του τά θελήματα.
«Πρόσεχε», λοιπόν, «τόν ἑαυτό σου!». Δηλαδή, 6 οὔτε τά δικά σου πράγματα, οὔτε αὐτά πού ὑπάρχουν γύρω σου, ἀλλά μόνο τόν ἑαυτό σου τόν ἴδιο πρόσεχε. Γιατί ἄλλο εἶναι ὁ ἑαυτός μας, ἄλλο τά δικά μας πράγματα καί ἄλλο αὐτά πού ὑπάρχουν γύρω μας. Ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς μας, ἐφόσον ἔχουμε πλαστεῖ «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Δημιουργοῦ. Δικό μας εἶναι τό σῶμα μέ τίς αἰσθήσεις του
*. Καί τά γύρω ἀπό μᾶς εἶναι τά χρήματα, τά ἐπαγγέλματα καί ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρηση τῆς ζωῆς μας πράγματα.
Τί μᾶς λέει, λοιπόν, ἡ Γραφή; Μή δίνεις σημα- σία στή σάρκα, οὔτε νά ἐπιδιώκεις μέ κάθε τρόπο ὅ,τι φαίνεται καλό σ᾿ αὐτήν, δηλαδή ὑγεία, ὀμορφιά, ἡδονικές ἀπολαύσεις, μακροζωΐα. Νά μή θαυμάζεις τά χρήματα, τή δόξα, τήν ἐξουσία. Μήτε πάλι νά θεωρεῖς σπουδαῖα ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τούτη τήν πρόσκαιρη ζωή καί ν᾿ ἀφοσιώνεσαι ἐξ ὁλοκλήρου σ᾿ αὐτήν, ἀδιαφορώντας γιά τήν αἰώνια ζωή. Ἀλλά τήν ψυχή σου νά προσέχεις. Αὐτήν νά φροντίζεις καί νά στολίζεις. Καθάρισέ την ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Διῶξε ἀπό πάνω της τά αἴσχη τῆς κακίας καί μέ τό κάλλος τῆς ἀρετῆς ἀνάδειξέ την πανέμορφη καί φωτεινή.
Φιλοσόφησε πάνω στήν ὕπαρξή σου, γνώρισε τή φύση σου, δές ποιός εἶσαι. Ἀποτελεῖσαι ἀπό σῶμα, πού εἶναι θνητό, καί ἀπό ψυχή, πού εἶναι ἀθάνατη. Σέ δύο ἐπίπεδα κινεῖται καί ἀναπτύσσεται ἡ ζωή μας. Τό ἕνα, αὐτό πού σχετίζεται μέ τό σῶμα, περνάει καί φεύγει γρήγορα. Τό ἄλλο, αὐτό πού ἀναφέρεται στήν ψυχή, εἶναι αἰώνιο καί πέρα ἀπό κάθε ἀνθρώπινη περιγραφή. Πρόσεχε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σου, ὥστε οὔτε στά ἐφήμερα νά προσκολληθεῖς σάν νά εἶναι αἰώνια, οὔτε τά αἰώνια νά καταφρονήσεις σάν νά εἶναι ἐφήμερα. Μή δίνεις σημασία στή σάρκα, γιατί αὐτή εἶναι πρόσκαιρη· φρόντιζε τήν ψυχή σου, πού εἶναι ἀθάνατη.
Παρατήρησε λεπτομερῶς τόν ἑαυτό σου, γιά νά μάθεις νά χορηγεῖς στό κάθε συστατικό του τά ὠφέλιμα: στό σῶμα τροφές καί ἐνδύματα, στήν ψυχή θεοσέβεια καί ἀρετή. Μήτε νά παραπαχαίνεις τό σῶμα, μήτε νά δίνεις σημασία στίς σαρκικές ἀπαιτήσεις. Ἐπειδή «ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ ἀντίθετα πρός τό πνεῦμα καί τό πνεῦμα ἀντίθετα πρός τή σάρκα κι αὐτά τά δύο ἀντιμάχονται τό ἕνα τό ἄλλο» (Γαλ. 5:17), κοίτα μήπως, μέ τό νά παραφορτώνεις τή σάρκα, δίνεις πολλή ἐξουσία στό κατώτερο στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς σου. Γιατί μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή συμβαίνει ὅ,τι καί μέ μιά ζυγαριά: Ἄν παραφορτώσεις τόν ἕνα της δίσκο, ὁπωσδήποτε θά κάνεις ἐλαφρότερο τόν ἄλλο. Ὅταν, λοιπόν, τό σῶμα καλοπερνᾶ, ἡ ψυχή γίνεται ἀδρανής καί ἄτονη. Κι ὅταν, ἀντίθετα, ἡ ψυχή ἐξυψώνεται μέ τήν ἀρετή, οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες μαραίνονται.
Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, γιά νά μπορεῖς νά διακρίνεις πότε ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής καί πότε 8 ἀσθενής. Γιατί πολλοί, λόγω τῆς μεγάλης τους ἀπροσεξίας, ἄν καί πάσχουν ἀπό βαριά καί ἀνία- τα πνευματικά νοσήματα, δέν τό ἀντιλαμβάνονται. Ἐσύ, ὅμως, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, ὥστε ἀνάλογα μέ τά ἁμαρτήματά σου νά ἀκολουθήσεις καί τήν κατάλληλη θεραπευτική ἀγωγή. Εἶναι μεγάλο καί βαρύ τό παράπτωμά σου; Σοῦ χρειάζονται λεπτομερής ἐξομολόγηση, πικρά δάκρυα, αὐστηρή νηστεία καί συνεχής ἀγρυπνία. Εἶναι ἐλαφρότερο; Ἄς μετριαστεῖ καί ἡ μετάνοιά σου.
Ἡ σύντομη αὐτή προτροπή γιά προσοχή ἔχει ἐφαρμογή σέ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιαίτερη διακονία πού ὁ καθένας ἐπιτελεῖ στήν Ἐκκλησία, ὥστε ὅλοι νά ἐργάζονται μέ ἀκρίβεια, ἐπιμέλεια καί προθυμία.
Ὁδοιπόρος εἶσαι, ἀδελφέ μου. Πρόσεξε μήν παραστρατήσεις, μή λοξοδρομήσεις δεξιά ἤ ἀριστερά. Βάδιζε πάντα στή βασιλική ὁδό.
Στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εἶσαι. Κακοπάθησε γιά τό Εὐαγγέλιό Του (πρβλ. Β΄ Τιμ. 1:8). Φόρεσε τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ καί ρίξου στόν καλό ἀγώνα ἐνάντια στά πονηρά πνεύματα καί τά σαρκικά πάθη, δίχως νά μπλέκεσαι στίς βιοτικές φροντίδες, γιά ν’ ἀρέσεις ἔτσι σ᾿ Αὐτόν πού σέ στρατολόγησε (πρβλ. Β΄ Τιμ. 2:4).
Πνευματικός ἀθλητής εἶσαι. Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήν τυχόν παραβεῖς τούς ἀθλητικούς κανόνες, γιατί κανείς δέν παίρνει τό στεφάνι τῆς νίκης, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ σύμφωνα μ᾿ αὐτούς (πρβλ. Β΄ Τιμ. 2:5). Νά μιμεῖσαι τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού ἔτρεχε καί πάλευε καί πυγμαχοῦσε. Πάλεψε κι ἐσύ, λοιπόν, μέ τούς ἀόρατους ἐχθρούς. Σάν καλός πυγμάχος κάρφωσε τό βλέμ- μα τῆς ψυχῆς σου στόν ἀντίπαλο καί προφυλάξου ἀπό τά χτυπήματά του. Σάν γρήγορος δρομέας βιάσου νά φτάσεις στό τέρμα, γιά νά κατακτήσεις τό βραβεῖο τῆς ἀρετῆς. Τέτοιον σέ θέλει ὁ Θεός· ὄχι τεμπέλη καί κοιμισμένο, ἀλλά προσεκτικό καί ἄγρυπνο κυβερνήτη τοῦ ἑαυτοῦ σου. «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!». Νά εἶσαι νηφάλιος καί συνετός, ἐργατικός καί προνοητικός. Νά μή χάνεις τόν χρόνο σου, μήτε νά ὀνειροπολεῖς γιά πράγματα πού δέν ἔχεις καί πού δέν πρόκειται ποτέ ν’ ἀποκτήσεις. Αὐτό τό παθαίνουν συνήθως οἱ νέοι, πού ἀφήνουν τό ἐλαφρό τους μυαλό νά φαντάζεται μεγάλη ζωή καί τιμές, λαμπρούς γάμους, ἐκλεκτά παιδιά, βαθιά γηρατειά καί, ἀκόμα περισσότερο, πολυτελεῖς κατοικίες, περιουσίες, κτήματα, ὑπηρέτες, πολιτικές ἐξουσίες, ὑψηλά ἀξιώματα. Ὅλα τοῦτα νομίζουν, οἱ ἀνόητοι, ὅτι τά ἀπολαμβάνουν κιόλας, σάν νά τά ἔχουν μπροστά τους. Εἶναι αὐτό ἀρρώστια ἀργόσχολης καί ράθυμης ψυχῆς, τό νά βλέπει, δηλαδή, κανείς ὄνειρα ἐνῶ εἶναι ξύπνιος. Ἐσύ, ὅμως, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου! Μή φαντάζεσαι τά ἀνύπαρκτα, ἀλλά φρόντισε νά ἀξιοποιήσεις τά παρόντα.
Νομίζω, ὅμως, ὅτι μέ τούτη τήν παραίνεση θέλησε ὁ Νομοθέτης νά μᾶς ἀπαλλάξει κι ἀπό ἕνα ἄλλο πάθος, ἀπό τή συνήθεια πού ἔχει ὁ καθένας μας νά περιεργάζεται τά ξένα καί νά μή σκέφτεται τά δικά του. Πάψε, λέει, νά ἀσχολεῖσαι μέ τίς ξένες ἁμαρτίες. Ἐρεύνησε τόν ἑαυτό σου καί δές ἄν ἐσύ ζεῖς ὅπως θέλει ὁ Θεός. Γιατί πολλοί, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου, «βλέπουν τό σκουπιδάκι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ τους καί δέν νιώθουν τό δοκάρι πού ἔχουν στό δικό τους μάτι» (πρβλ. Ματθ. 7:3). Μήν κρίνεις, λοιπόν, ἐξωτερικά, προσπαθώντας νά βρεῖς ψεγάδια στόν ἀδελφό σου, σάν ἐκεῖνον τόν ἀλαζόνα Φαρισαῖο πού δικαίωνε τόν ἑαυτό του κι ἐξευτέλιζε τόν τελώνη. Τόν ἑαυτό σου νά ἀνακρίνεις διαρκῶς, μήν τυχόν ἁμάρτησες μέ τή σκέψη, μήπως ἡ γλώσσα βιάστηκε κι ἔσφαλε σέ κάτι, μήπως τά ἔργα σου δέν συμφωνοῦν μέ τό θεῖο θέλημα. Κι ἄν βρεῖς μέ τήν αὐτοεξέταση ὅτι εἶναι πολλά τά ἁμαρτήματά σου –κι ὁπωσδήποτε θά βρεῖς, γιατί ἄνθρωπος εἶσαι κι ἐσύ– λέγε τά λόγια τοῦ τελώνη: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18:13).
«Πρόσεχε», λοιπόν, «τόν ἑαυτό σου!». Αὐτός ὁ λόγος, σάν ἄλλος καλός σύμβουλος, θά σοῦ ὑπενθυμίζει τήν ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἔτσι ὥστε οὔτε νά ὑπερηφανεύεσαι, ὅταν ἡ ζωή σου κυλάει εὐτυχισμένη, οὔτε νά ἀπελπίζεσαι, ὅταν δυσχερεῖς περιστάσεις σέ καταθλίβουν.
Καυχιέσαι γιά τά πλούτη σου, γιά τούς σπουδαίους προγόνους καί τήν ἔνδοξη πατρίδα σου, γιά τήν ὀμορφιά σου καί τίς τιμές πού ὅλοι σοῦ ἀποδίδουν; Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, γιατί εἶσαι θνητός· «χῶμα εἶσαι, καί στό χῶμα θά καταλήξεις» (Γεν. 3:19). Σκέψου ἐκείνους πού πρίν ἀπό χρόνια καμάρωναν σάν κι ἐσένα. Ποῦ εἶναι τώρα οἱ ἰσχυροί πολιτικοί, οἱ ἀκαταμάχητοι ρήτορες, οἱ λαμπροί ἄρχοντες καί οἱ ἔνδοξοι στρατηγοί; Δέν ἔγιναν ὅλοι σκόνη; Δέν ἀποδείχθηκαν ὅλα ἕνα παραμύθι; Σέ λίγα μόνο κόκαλα δέν περιορίστηκε ἡ θύμησή τους; Σκύψε στούς τάφους νά δεῖς ποιός εἶναι ὁ ὑπηρέτης καί ποιός ὁ κύριος, ποιός ὁ φτωχός καί ποιός ὁ πλούσιος. Ξεχώρισε, ἄν μπορεῖς, τόν αἰχμάλωτο ἀπό τόν βασιλιά, τόν ἰσχυρό ἀπό τόν ἀδύνατο, τόν ὄμορφο ἀπό τόν ἄσχημο. Νά θυμᾶσαι, λοιπόν, τή φύση σου, καί δέν θά ἀλαζονευθεῖς ποτέ. Καί θά τή θυμᾶσαι, ὅταν προσέχεις τόν ἑαυτό σου.
Εἶσαι, πάλι, φτωχός καί ἄσημος, δίχως σπίτι καί πατρίδα, ἀδύναμος κι ἀνήμπορος νά οἰκονομήσεις τίς καθημερινές σου ἀνάγκες ἤ νά ἀντισταθεῖς στίς πιέσεις τῶν ἰσχυρῶν; Μήν ἀπελπιστεῖς, γιατί τάχα δέν ἔχεις τίποτα τό ἀξιοζήλευτο. Ἀνύψωσε τήν ψυχή σου καί δές τά ἀγαθά πού σοῦ ἔχει ἤδη χαρίσει ὁ Θεός καί ὅσα, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή Του, σοῦ ἐπιφυλάσσει γιά τό μέλλον.
Καί πρῶτα-πρῶτα σκέψου ὅτι εἶσαι ἄνθρω- πος, τό μόνο θεόπλαστο ἀπ᾿ ὅλα τά ζῶα. Τό ὅτι δημιουργήθηκες ἀπό τά ἴδια τά χέρια τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τή δική Του εἰκόνα, καί τό ὅτι μπορεῖς, ζώντας ἐνάρετα, νά φθάσεις στήν τιμή καί τήν ἀξία τούς ἀγγέλους, αὐτά δέν ἀρκοῦν, σάν τά συλλογιστεῖς καλά, νά σέ γεμίσουν μέ οὐράνια χαρά; Ἔλαβες ψυχή νοερή καί λογική, μέ τήν ὁποία γνωρίζεις τόν Θεό, κατανοεῖς τόν κόσμο πού σέ περιβάλλει, ἀπολαμβάνεις τούς γλυκούς καρπούς τῆς σοφίας. Ὅλα τά ζῶα βρίσκονται κάτω ἀπό τή δική σου ἐξουσία. Ἐσύ δέν δημιούργησες τέχνες, δέν ἵδρυσες πόλεις, δέν ἐπινόησες ὅσα σοῦ εἶναι ἀναγκαῖα; Ἡ θάλασσα καί ἡ γῆ δέν εἶναι στή δική σου ὑπηρεσία; Ὁ ἀέρας, ὁ οὐρανός καί τ᾿ ἄστρα δέν σοῦ φανερώνουν τή δική τους τάξη καί ἁρμονία; Γιατί, λοιπόν, μικροψυχεῖς; Ἐπειδή δέν κοιμᾶσαι σέ φιλντισένιο κρεβάτι; Ἔχεις ὅμως τή γῆ, τήν πολυτιμότερη ἀπό πολλά τέτοια κρεβάτια, πού σοῦ χαρίζει γλυκιά ἀνάπαυση, ὕπνο γρήγορο καί ἀμέριμνο. Δέν ξαπλώνεις κάτω ἀπό χρυσή σκεπή, ἀλλά ἔχεις τόν κατάστερο οὐρανό, πού λάμπει μέ τήν ἀπερίγραπτη ὀμορφιά του.
Κι αὐτά μέν εἶναι τά ὑλικά δῶρα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί τά ἀνώ- τερα πού ἔγιναν γιά χάρη σου: Γιά σένα ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ· γιά σένα ἡ διανομή τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως· γιά σένα οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού τή ζωή σου τελει- οποιοῦν· γιά σένα ἡ πανευφρόσυνη βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τά στεφάνια τῆς δικαιοσύνης, ἄν γιά τήν ἀρετή κοπιάσεις. Αὐτά κι ἀκόμα περισσότερα ἀγαθά θά βρεῖς νά ὑπάρχουν γύρω σου, ἄν τόν ἑαυτό σου ἐπιμελεῖσαι. Καί θά τά χαρεῖς ἀληθινά, ἀποδιώχνοντας τή λύπη γιά ὅσα τυχόν στερεῖσαι.
Τοῦτο τό παράγγελμα, τό «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!», θά σοῦ δίνει μεγάλη βοήθεια, ἄν σέ κάθε περίσταση τό ἔχεις στόν νοῦ σου. Γιά παράδειγμα: Ὀργίζεσαι καί ξεστομίζεις λόγια ἄπρεπα ἤ χειρονομεῖς σάν θηρίο; Ἄν προσέχεις τόν ἑαυτό σου, μέ λογικές σκέψεις θά καταπραΰνεις τόν θυμό, ὅπως μέ τό μαστίγιο δαμάζεις ἕνα ἀτίθα- σο πουλάρι. Ἔτσι, καί τή γλώσσα σου θά συγκρατήσεις καί τή χειροδικία θά ἀποφύγεις. Ἐπιθυμίες πονηρές κεντρίζουν τήν ψυχή σου καί διεγείρουν τή σάρκα; Ἄν προσέχεις τόν ἑαυτό σου καί θυμηθεῖς ὅτι ἡ γλύκα τῆς ἁμαρτίας ἔχει πικρό τέλος, ὅτι ὁ ἡδονικός γαργαλισμός γεννάει τό φαρμακερό σκουλήκι, πού μᾶς τιμωρεῖ αἰώνια στήν κόλαση, καί ὅτι ἡ σαρκική φλόγωση γεννάει τό αἰώνιο πῦρ –ἄν ὅλα αὐτά τά θυμηθεῖς– ἀμέσως θά ἐξαφανιστοῦν οἱ ἡδονές καί στήν ψυχή θά βασιλέψουν θαυμαστή γαλήνη καί ἡσυχία. Μήν ἀφήσεις, λοιπόν, ποτέ τόν νοῦ σου νά αἰχμα- λωτιστεῖ ἀπό τά πάθη, οὔτε πάλι νά ἐπιτρέψεις στά πάθη νά ἐπαναστατήσουν καί νά ἀναλάβουν αὐτά τήν ἡγεμονία τῆς ψυχῆς.
Ἡ ἀκριβής κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ σου θά σέ ὁδηγήσει ἀπό μόνη της καί στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν, δηλαδή, σκύψεις μέ προσοχή στόν ἑαυτό σου, δέν θά ἔχεις ἀνάγκη τά δημιουργήματα γιά νά βρεῖς τόν δημιουργό Θεό, ἀλλά μέσα σου, σάν σ᾿ ἕνα μικρό ἀριστούργημα, θά ἀνακαλύψεις τή με- γάλη σοφία τοῦ Πλάστη σου.
Ἀσώματος εἶναι ὁ Θεός, ὅπως καί ἡ ψυχή σου. Ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, ὅπως καί ἡ ψυχή σου, γιατί κι αὐτή δέν τή βλέπεις μέ τά σωματικά μάτια. Δέν ἔχει ἡ ψυχή οὔτε χρῶμα οὔτε σχῆμα οὔτε κάποιο σωματικό γνώρισμα γιά νά τήν προσδιορίσει ὁ ἄνθρωπος· μόνο ἀπό τίς ἐνέργειές της γίνεται γνωστή. Παρόμοια, καί τόν Θεό μή ζητᾶς νά Tόν δεῖς μέ τά μάτια, γιατί μόνο μέ τήν πίστη θά μπορέσει ἡ ψυχή νά Τόν κατανοήσει.
Θαύμαζε τόν τεχνίτη Θεό. Πῶς συνένωσε τήν ψυχή μέ τό σῶμα, ἀπαρτίζοντας ἕνα ἁρμονικό σύνολο! Τί δύναμη δίνει ἡ ψυχή στό σῶμα, καί πῶς τό σῶμα συμμετέχει στά παθήματα τῆς ψυχῆς! Πῶς τό σῶμα παίρνει ζωή ἀπό τήν ψυχή, καί πῶς ἡ ψυχή δέχεται τούς πόνους ἀπό τό σῶμα! Τί πλοῦτο γνώσεων κατέχει ἡ ψυχή, καί πῶς οἱ καινούργιες γνώσεις δέν ἐπισκιάζουν τίς παλαιότερες, καθώς αὐτές διαφυλάσσονται ἀσύγ- χυτες καί ξεκάθαρες, χαραγμένες σάν σέ χάλκινη στήλη! Πῶς ἡ ψυχή, ὅταν ξεγλιστρᾶ στά σαρκικά πάθη, χάνει τή φυσική της ὀμορφιά, καί πῶς πάλι, ὅταν καθαρίζεται, σπεύδει μέ τήν ἀρετή νά μοιάσει στόν Κτίστη της!
Ὕστερα ἀπό τήν ἐξέταση τῆς ψυχῆς, στρέψε, ἄν θέλεις, τήν προσοχή σου στήν κατασκευή τοῦ σώματος, γιά νά θαυμάσεις πόσο ταιριαστό κατάλυμα γιά τή λογική ψυχή δημιούργησε ὁ ἀριστοτέχνης Θεός.
Ἀπ᾿ ὅλα τά ζῶα μόνο τόν ἄνθρωπο ἔπλασε ὁ Θεός νά ἔχει ὄρθια στάση, γιά νά γνωρίζεις ὅτι ἡ ζωή σου συγγενεύει μέ τά οὐράνια. Ὅλα τά τετράποδα ἔχουν στραμμένα τά βλέμματα στή γῆ καί τήν κοιλιά, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος βλέπει πρός τόν οὐρανό, ὥστε νά μήν ἀσχολεῖται μέ τή γαστέρα καί τά ὑπογάστρια πάθη, ἀλλά νά κατευθύνεται μ᾿ ὅλη του τήν ὁρμή πρός τά ἀνώτερα. Ἔπειτα, στό κεφάλι, πού βρίσκεται στό ψηλότερο μέρος τοῦ σώματος, τοποθέτησε τίς σπουδαιότερες αἰσθήσεις: τήν ὅραση, τήν ἀκοή, τήν ὄσφρηση, τή γεύση. Ἄν καί βρίσκονται, ὅμως, ὅλες μαζί σ᾿ ἕνα περιορισμένο καί στενό χῶρο, τόσο κοντά μεταξύ τους, δέν ἐμποδίζει καθόλου ἡ μία τή λειτουργία τῆς ἄλλης. Τά μάτια, βέβαια, ἔχουν κα- ταλάβει τήν πιό ψηλή σκοπιά, κάτω ἀπό τή μικρή προεξοχή τῶν φρυδιῶν, ὥστε νά μήν παρεμβάλλεται ὡς ἐμπόδιο κανένα ἄλλο μέλος τοῦ σώματος καί νά μποροῦν ἔτσι ἐλεύθερα νά ἀτενίζουν κατευθείαν μπροστά. Τά αὐτιά, πάλι, συλλαμβάνουν τούς ἤχους μ’ ἕναν ἑλικοειδή πόρο, δεῖγμα καί τοῦτο τῆς ὑπέρτατης σοφίας τοῦ Δημιουρ- γοῦ, γιατί ἔτσι ἡ φωνή ὄχι μόνο διέρχεται ἀνεμπόδιστα, ἀλλά καί ἐνισχύεται μέ τίς ἀντηχήσεις πού γίνονται στούς ἕλικες. Παρατήρησε καί τή φύση τῆς γλώσσας, πού εἶναι ἁπαλή καί εὐλύγιστη, ὥστε μέ τίς διάφορες κινήσεις της νά μπορεῖ νά ἐκφράζει ἄνετα κάθε λόγο. Τά δόντια, ἐξάλλου, ὑποβοηθοῦν τόσο τή φώνηση, μέ τό νά ἐξασφαλίζουν ἰσχυρή στήριξη στή γλώσσα, ὅσο καί τή διατροφή τοῦ σώματος, μέ τό νά κόβουν καί νά πολτοποιοῦν τίς τροφές.
Ἐξετάζοντας μέ παρόμοιο τρόπο καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος –τούς πνεύμονες, τήν καρδιά, τά αἱμοφόρα ἀγγεῖα, τά πεπτικά ὄργανα καί ὅλα τά ἄλλα– θά ἀντιληφθεῖς τήν ἀνεξερεύνητη σοφία τοῦ Δημιουργοῦ καί ἔκπληκτος θά ἀναφωνήσεις μαζί μέ τόν προφήτη Δαβίδ: «Ὑπερθαύμαστη μοῦ εἶναι ἡ γνώση Σου, καί τόσο ὑπέ- ροχη, πού νά τή συλλάβω δέν μπορῶ» (Ψαλμ. 138:6).
Νά προσέχεις, λοιπόν, μέ ἐπιμέλεια τόν ἑαυτό σου, γιά νά μπορεῖς νά εἶσαι προσηλωμένος καί στόν Θεό, στόν ὁποῖο ἀνήκουν ἡ δύναμη καί ἡ δόξα στήν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.

* Ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος δέν ἀρνεῖται τό σῶμα ὡς συστατικό τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά θέλει νά τονίσει τήν ἀνωτερότητα τῆς ψυχῆς. Αὐτό φαίνεται καί στή συνέχεια τοῦ λόγου, ὅπως ἐπί- σης καί σέ ἄλλα ἔργα του, ὅπου θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὕπαρξη –ὅταν λέει π.χ.: «Σύνθετος ὁ ἄνθρωπος ἔκ τε τοῦ γηΐνου πλάσματος καὶ ἐκ τῆς ἐνοικούσης ψυχῆς τῷ σώματι».
Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΑΓΡΑΦΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Μέγας Βασίλειος)

Από τα δόγματα και τας αληθείας  που φυλάσσει η Εκκλησία άλλα μεν τα έχομεν πάρει από την γραπτήν διδασκαλίαν, άλλα δε, που μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών εκ της παραδόσεως των αποστόλων, τα εκάμαμεν δεκτά. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η άγραφος παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν διά την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικρά γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρησιν επ’ αυτών.

Διότι αν επιχειρούσαμεν να εγκατελείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το καταλάβωμεν θα εζημιώναμεν το Ευαγγέλιον εις την ουσίαν του ή μάλλον θα μετετρέπαμεν το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα. Λόγου χάριν (δια να θυμηθώ το πρώτον και πιο συνηθισμένον απ’ όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτήν την πίστιν των με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού; Το να στρεφώμεθα προς Ανατολάς κατά την προσευχήν ποιον γραπτόν έργον μας το εδίδαξε; Τους λόγους της επικλήσεως κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας  και του ποτηρίου, ποιος εκ των αγίων μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς εις αυτά που οι απόστολοι ή το Ευαγγέλιον μνημονεύουν, αλλά προ της Ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, διότι εδιδάχθημεν από την άγραφον διδασκαλίαν ότι έχουν μεγάλην δύναμιν εις την επιτέλεσιν του Μυστηρίου.
Ευλογούμεν επίσης και το ύδωρ του βαπτίσματος και το έλαιον του Χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποια γραπτά κείμενα τα επήραμεν αυτά; Δεν τα γνωρίζαμεν από την σιωπηράν και μυστικήν παράδοσιν; Ποιος γραπτός λόγος διδάσκει την δια του ελαίου χρίσιν; Από πού επήραμεν το να βαπτίζωμεν τρεις φοράς εις το ύδωρ τον άνθρωπον; Και τα άλλα ακόμη τα σχετικά με το βάπτισμα, όπως η αποκήρυξις του Σατανά και των αγγέλων αυτού, από ποιον σύγγραμα διδάσκονται; Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτήν την μη δημοσιευθείσαν και μυστικήν διδασκαλίαν, την οποίαν διετήρησαν οι πατέρες μας εν σιγή χωρίς να τη πολυερευνούν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθώς είχαν μάθει, ότι πρέπει με τη σιωπήν να προστατεύομεν την σεμνότητα των μυστηρίων; Διότι πώς ήτο δυνατόν να διακηρυχθεί το νόημα αυτών τα οποία ούτε να ιδούν επιτρέπεται όσοι είναι αμύητοι; Τι επεδίωκεν άραγε ο μέγας Μωυσής με το να καθορίσει ότι δεν ημπορούν όλοι να εισέρχονται εις το ιερόν; Τους βεβήλους δεν τους επέτρεψεν ούτε εντός των περιβόλων να εισέρχονται˙ αφού δε άφησε τα προαύλια μόνον δια τους καθαρωτέρους, τους Λευίτας μόνον έκρινε ως αξίους να προσφέρουν λατρείαν εις τον Θεόν. Ενώ δε  εξεχώρισεν ως έργον των ιερέων τα σφάγια και τα ολοκαυτώματα και όλην την άλλην ιερουργίαν, επέτρεψε εις ένα μόνον, τον αρχιερέα να εισέρχεται εις τα άδυτα. Και δι’ αυτόν καθώρισε να εισέρχεται όχι πάντοτε, αλλά κατά μίαν μόνον ημέραν του χρόνου και κατά ωρισμένην ώρα, ώστε να εποπτεύει τα Άγια των Αγίων με θάμβος, λόγω του ότι θα ήτο τούτο κάτι ασυνήθιστον και ξεχωριστόν.
Εγνώριζε καλώς ο σοφός Μωυσής ότι εύκολα περιφρονεί κανείς το συνηθισμένον και ευκολοπλησίαστον, το απομεμακρυσμένον όμως και σπάνιον το θεωρεί κατά φυσικήν ακολουθίαν ως περισπούδαστον. Κατά τον ίδιο τρόπον λοιπόν και οι απόστολοι και πατέρες που έθεσαν εξ αρχής τους εν τη Εκκλησία θεσμούς επεδίωκαν να διαφυλάξουν με τη μυστικότητα και την σιωπήν την σεμνότητα των Μυστηρίων. Άλλωστε παύει να είναι μυστήριον αυτό που εύκολα το πληροφορείται ο οιοσδήποτε.
Αυτό είναι το νόημα της αγράφου παραδόσεως˙ να μη αμεληθή και περιφρονηθή η γνώσις των δογμάτων από τους πολλούς λόγω συνηθείας. Υπάρχει διαφορά μεταξύ δόγματος και κηρύγματος. Το δόγμα σιωπάται˙ τα κηρύγματα δημοσιεύονται. Ένα είδος σιωπής είναι και η ασάφεια της Γραφής, με την οποία καθιστά αυτή δυσχερή την κατανόηση των δογμάτων επ’ ωφελεία των αναγνωστών.
Δι’ αυτόν τον λόγον, ενώ όλοι στρεφόμεθα κατά την προσευχήν προς ανατολάς, ολίγοι γνωρίζομεν  ότι επιζητούμεν έτσι την παλαιάν πατρίδα, τον παράδεισον, τον οποίον εφύτευσεν ο Θεός εις την Εδέμ που ευρίσκεται προς ανατολάς. Όρθιοι προσφέρομεν τας ευχάς κατά την ημέραν της Κυριακής˙ δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τον λόγον. Όχι μόνον διά να υπενθυμίσουμε εις τους εαυτούς μας, με την στάσιν μας κατά την αναστάσιμον ημέραν, την Χάριν που μας εδόθη, ότι δηλαδή αναστηθήκαμεν μαζί με τον Χριστόν και εμείς και οφείλομεν να επιδιώκωμεν τα άνω, αλλά και διότι φαίνεται ότι είναι αυτή και μία εικών της μελλούσης ζωής.
Διά τούτο ενώ είναι η αρχή των ημερών της εβδομάδος, δεν ωνομάσθη από τον Μωυσή πρώτη, αλλά μία. ‘‘Έγινε, λέγει, βράδυ, ήλθε κατόπιν το πρωί, και έχομεν έτσι μίαν ημέραν’’ (Γεν.1,5). Και τούτο διότι η ίδια ημέρα κάνει τον αυτόν κύκλον πολλάς φοράς. Είναι μία λοιπόν αυτή ημέρα, και συγχρόνως ογδόη και φανερώνει την μίαν πράγματι και αληθινήν ογδόη ημέραν, εις την οποίαν αναφέρεται και ο ψαλμωδός εις μερικάς επιγραφάς  των ψαλμών, την κατάστασιν που θα διαδεχθή αυτόν τον χρόνον, την ατελείωτον ημέραν, την αβασίλευτον, που δεν τη διαδέχεται η νύκτα, τον ατελείωτον εκείνον και αγέραστον αιώνα.
Αναγκαστικώς λοιπόν η Εκκλησία διδάσκει εις τα τέκνα της να προσεύχονται κατ’ αυτήν την ημέραν όρθιοι, ώστε με τη διαρκή υπόμνησιν της αιωνίου ζωής να μη παραμελούμεν τα εφόδια διά την εκεί μετάβασίν μας. Ολόκληρος δε η περίοδος της πεντηκοστής είναι υπόμνησις της εις το μέλλον αναμενόμενης αναστάσεως. Διότι εάν η μία εκείνη και πρώτη ημέρα επταπλασιασθή επτά φοράς, συμπληρώνει τας επτά εβδομάδας της ιερά περιόδου της Πεντηκοστής. Άρχεται δηλαδή από Κυριακήν και τελείωνει πάλιν εις Κυριακήν και επαναλαμβάνεται ενδιαμέσως πεντήκοντα φοράς ο αυτός κύκλος της ημέρας. Μιμείται δια τούτο την αιωνιότητα και είναι ομοία προς αυτήν˙ όπως εις την κυκλικήν κίνησιν, αρχίζει από τα ίδια σημεία και τελειώνει πάλιν εις τα ίδια. Κατ’ αυτήν λοιπόν την ημέραν οι θεσμοί της Εκκλησίας μας εδίδαξαν να προτιμώμεν την ορθίαν στάσιν, σαν να μεταφέρουν έτσι με τη διαρκή υπόμνησιν τον νουν μας από τα παρόντα εις τα μέλλοντα. Και μετά από κάθε γονυκλισίαν επίσης εγειρόμεθα, διά να δείξομεν έτσι ότι λόγω της αμαρτίας επέσαμεν εις την γην, λόγω της φιλανθρωπίας όμως του κτιστού μας ωδηγηθήκαμε εις τον ουρανόν.
Δεν θα με φθάση η ημέρα διά να εκθέσω τα άγραφα Μυστήρια της Εκκλησίας.

(Μέγας Βασίλειος, ΕΠΕ, ΤΟΜΟΣ 10, ΕΡΓΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ)
Πηγή: alopsis.gr

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ (Ἃγιος Βασίλειος ὁ Μέγας)






Ο Μακάριος και ο Ιωάννης υπέφεραν πολύ· τους καταδίωκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης* (361-363 μ.Χ.) για την Πίστη τους· και από ό,τι αναφέρει ο Μ. Βασίλειος για να τους στηρίξει, και το αυτοκρατορικό περιβάλλον – «οι κρατούντες» ανώτεροι υπάλληλοι – και οι δικοί τους – «οι γνώριμοι», ίσως οικογενειακοί – πρόσθεταν τις απειλές τους και τις κολακείες τους.

Ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να τονώσει το ηθικό τους, αντιπαραβάλλει τους κόπους που έχουν οι γήινες επιδιώξεις με τις θλίψεις, που ο πιστός Χριστιανός σηκώνει χάριν του Χριστού. Και το πιο ισχυρό αντίβαρο, η συμμαχία στον αγώνα του Κυρίου Ιησού· και η βασιλεία των ουρανών, που είναι το τέρμα των κόπων και των πόνων μας.

Αυτή η μεταφυσική διάσταση της επιστολής είναι για τους δύσκολους καιρούς, όπου αποθρασύνονται οι εχθροί της Πίστεως, η πνοή της αισιοδοξίας για την τελική νίκη της Αληθείας και για τη βράβευση των αγωνιστών της.

Σαν το Μακάριο και τον Ιωάννη της 18ης επιστολής του Μ. Βασιλείου πολλοί σήμερα αγωνίζονται, διώκονται και βασανίζονται· είναι αυτοί που έχουν τη χάρη να βαστάζουν μέσα στην ψυχή τους την υπόθεση του Χριστού και στη δική μας εποχή.


Μ. Βασιλείου
Επιστολή 18η
Μακαρίῳ και Ιωάννῃ

Δεν ξαφνιάζουν οι γεωργικοί κόποι τους γεωργούς, ούτε είναι απροσδόκητη η θαλασσινή φουρτούνα για τους ναύτες, όπως και ο ιδρώτας δεν παραξενεύει τους εργάτες κατά το καλοκαίρι· έτσι δεν είναι εκτός προγράμματος και η θλίψη της παρούσας ζωής, για εκείνους που διάλεξαν τη ζωή της ευσεβείας. Αλλά στο καθένα επάγγελμα από αυτά που αναφέρθηκαν έχει συνταιριαχθεί ανάλογος κόπος που μας είναι γνωστός· αυτοί δε που μετέχουν στο επάγγελμα, τον αναδέχονται τον πόνο αυτό, όχι βέβαια γιατί τους αρέσει να κοπιάζουν, αλλά διότι περιμένουν να απολαύσουν τα αγαθά που εκείνα – τα επαγγέλματα – αποδίδουν. Διότι οι ελπίδες που συγκρατούν και συναρμόζουν ολόκληρο τον βίο των ανθρώπων γλυκαίνουν και παρηγορούν τη δυσκολία που έχει το καθένα επάγγελμα.

Και άλλοι μεν από αυτούς που κοπιάζουν για τους καρπούς της γης ή για άλλα γήινα αγαθά, έχασαν παντελώς τις ελπίδες τους και απόλαυσαν τα αγαθά που περίμεναν μονάχα με τη φαντασία τους· αλλά και άλλοι εις τους οποίους συνέβη να αποβούν τα αποτελέσματα κατά την επιθυμία τους, αναγκάσθηκαν και αυτοί να ελπίσουν και μια δεύτερη φορά, αφού η πρώτη τους ελπίδα γρήγορα έφυγε και μαράθηκε.

Μονάχα σ’ αυτούς που καταπονούνται χάριν της ευσεβείας δεν εξαφάνισε τις ελπίδες το ψεύδος, ούτε το αποτέλεσμα κατάστρεψε τους αγώνες και τα βραβεία τους, εφόσον αυτούς τους παραλαμβάνει μόνιμη και ασφαλής η βασιλεία των ουρανών.

Να μη σας ταράζει λοιπόν καμιά συκοφαντία, μήτε φοβέρα των κρατούντων να σας τρομάζει· ούτε και να σας λυπεί ειρωνεία και ύβρις των γνωστών σας ανθρώπων· ούτε κρίση δυσμενής από εκείνους, που προσποιούνται ότι σας νοιάζονται κρύβοντας τις δόλιες προθέσεις τους κάτω από συμβουλές· τίποτε να μη σας τρομάζει εφόσον μαζί σας συναγωνίζεται ο λόγος (το δόγμα) της αληθείας. Αντιμέτωπος όλων αυτών ας μάχεται ο ορθός λογισμός και ας παρακαλεί να του γίνει σύμμαχος ο Διδάσκαλος της ευσεβείας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, χάριν του οποίου είναι γλυκύ πράγμα να πάσχει κανείς και το να πεθάνει είναι κέρδος.

* Κατά μιαν άλλη άποψη, τους καταδίωκαν οι Αρειανοί επί του αιρετικού Αυτοκράτορα Ουάλεντος (364-378 μ.Χ.)

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ (Μέγας Βασίλειος)





Ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός», μας λέγει: «…Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες· κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημιές, θάνατοι συγγενών, τα οποία ενεργεί (κατά παραχώρηση) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος.

Ο Οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ’ αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις αρρώστιες, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρει πείνα, ξηρασίες, κατακλυσμιαίες βροχές, που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολοκλήρων εθνών…»

Αλλού πάλιν ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει τα εξής: «Οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών, οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα είδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία) αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων, οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό, που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα…».

Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε με άλλο τρόπο τα αγαθά που μας έχουν απαγγελθεί, και να αξιωθούμε την βασιλείας των ουρανών, παρά μόνον αν οδεύσουμε τον εδώ βίο μας με θλίψη.

Εάν είμαστε ξύπνιοι, προσεκτικοί, οι θλίψεις μάς οικειώνουν πιο πολύ με τον Δεσπότη, και μαθητεύουμε να είμαστε επιεικείς.

Ο Θεός δεν εμποδίζει τις θλίψεις να έλθουν, αλλά όταν έλθουν είναι παρών, εργαζόμενος να μας καταστήσει χρήσιμους και έμπειρους.

Μην απελπίζεσαι, αλλά τότε, όταν έλθουν οι θλίψεις, περισσότερο να αφυπνιστείς, επειδή τότε οι προσευχές γίνονται πιο καθαρές.

Η θλίψη εργάζεται ισχυρούς τους θλιβομένους, τους κάμνει κατανυκτικούς και ταπεινώνει την διάνοια. Είναι μεγάλο κατόρθωμα το να υπομένει κανείς την θλίψη με ευχαριστία.

Οι θλίψεις είναι τα κατάλληλα φάρμακα στα δικά μας ψυχικά τραύματα. Ο Θεός επιτρέπει να γίνονται αυτά για την θεραπεία των ιδικών μας ψυχών.

Κανείς δεν επικοινωνεί με τον Χριστό τρυφώντας και κοιμώμενος, αλλά εκείνος που βρίσκεται σε θλίψη και πειρασμό, αυτός στέκεται κοντά σε Εκείνον.


(Απο το βιβλιαράκι “Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων”,
 Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”)

Πηγή: alopsis.gr

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΝ ΠΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (Μέγας Βασίλειος)

Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: «Στην παρούσα εξαιρετική ομιλία του Μ. Βασιλείου, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει πλήθος ομοιοτήτων με την σημερινή κατάσταση κρίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν φαίνονται να είναι τόσο άμεσες με την ανομβρία και την έλλειψη αγαθών από την μη καρποφορία της γης». 

------------------------------------------------

«Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων.

 Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επι­μέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέ­σετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;


Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον εί­ναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγο­νος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και α­στείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποτα­μών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιή­σουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διή­γημα πείνης και τιμωρίας.

Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρ­πίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ού­τε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός εί­ναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμέ­νους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρον­ται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επά­νω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν.Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξου­σίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή. Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισ­σότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.


Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά. Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φρον­τίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μή­πως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμω­ρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφη­σαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλού­σιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.


Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέ­τοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Η­μείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγω­ρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έ­βρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγο­να παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλού­τον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολό­κληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονι­δίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσ­ευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.


Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ω­σάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαί­νουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυ­τοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκι­μάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφη­μος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής.Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλού­σιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήνΔυσανα­σχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρα­σία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λά­σπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθή­σεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυ­μα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληρα­γωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χρι­στιανόν η δοκιμασίαΚαι αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβα­σε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυ­τά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοι­πόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.


Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, ό­πως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μή­τε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμ­μα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνω­ρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δί­δεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λό­γον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάν­τοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης. Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δά­νειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.


Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια. Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κό­ψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φω­τιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολί­γον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνονΤο κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το δι­εκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέ­πεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα πα­θήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τού­το και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους.Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνηςπαραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύ­μα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέ­πει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφω­να με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγ­κην και την πείναν τού αδελφού.


Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυ­τά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδεί­γματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέ­ψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιω­σήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εν­τολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμ­φην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθέ­νους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκ­κλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.


Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συν­εχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα.Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυ­ρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.