A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ (Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου)

 Ἡ ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πλῆθος

Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου

Ἐπιστολὴ 48 (ΜΗ΄) στὸ τέκνο του τὸν Ἀθανάσιο
(ποὺ εἶχε περιπέσει στὴν μοιχειανικὴ αἵρεση)

[…] Πρόσεχε λοιπόν, ἀδελφέ, τί λέγει ὁ μέγας Βασίλειος σ΄ ἐκείνους ποὺ κρίνουν τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Αὐτὸς ποὺ δὲν τολμᾶ», λέγει, «νὰ δικαιολογήσει τὴ συζήτηση ποὺ γίνεται, οὔτε ἔχει νὰ παρουσιάσει ἀποδείξεις, καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ καταφεύγει στὸ πλῆθος, ὁμολογεῖ τὴν ἧττα του, ἐπειδὴ δὲν ἔχει κανένα ἐφόδιο θάρρους». Καὶ μετὰ ἀπὸ ἄλλα· «Ἄς μοῦ δείξει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας ἔστω καὶ ἕνας, καὶ πολὺ σύντομα θὰ πεισθῶ. Ὅμως πλῆθος πολὺ χωρὶς ἀποδείξεις, εἶναι βέβαια ἱκανὸ νὰ ἀπειλήσει, ἀλλὰ νὰ πείσει καθόλου. Ἤ πόσες μυριάδες θὰ μὲ πείσουν νὰ πιστέψω ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι νύχτα, ἢ τὸ χάλκινο νόμισμα νὰ τὸ θεωρήσω χρυσὸ καὶ ἔτσι νὰ τὸ δεχθῶ, ἢ νὰ πιστέψω ὁλοφάνερο δηλητήριο, ἀντὶ γιὰ κατάλληλη τροφή;».

Ἔπειτα, ἐξαιτίας γήινων πραγμάτων δὲν θὰ φοβηθοῦμε τοὺς πολλοὺς ποὺ ψεύδονται, καὶ γιὰ χάρη τῶν δογμάτων θὰ ἀκολουθήσω μὲ νεύματα ἀναπόδεικτα, ἐγκαταλείποντας ἐκεῖνα ποὺ παραδόθηκαν ἀπὸ παλιὰ καὶ ἀπὸ μακρὸ χρόνο μὲ πολλὴ συμφωνία καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Γραφῶν;

Δὲν ἀκούσαμε τὸν Κύριο ποὺ λέγει: «Πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί» (Ματθ. 20, 16), καὶ ἀλλοῦ πάλι, «Στενὸς καὶ γεμᾶτος θλίψεις εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, καὶ εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν βρίσκουν» (Ματθ. 7, 14); Ποιὸς λοιπὸν λογικὸς δὲν εὔχεται νὰ εἶναι μεταξὺ τῶν λίγων, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη μπαίνουν στὴ σωτηρία, παρὰ μεταξὺ τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι μέσω τῆς πλατειᾶς ὁδοῦ σπρώχνονται πρὸς τὴν ἀπώλεια; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσε, ἂν ζοῦσε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, νὰ βρίσκεται μὲ τὸ μέρος ἐκείνου, ποὺ ἦταν ὁ μόνος ποὺ δεχόταν τοὺς λίθους καὶ ἦταν ὁ περίγελος ὅλων, παρὰ μὲ τοὺς πολλοὺς ποὺ νόμιζαν πὼς ἔχουν τὴν ἀληθινὴ πίστη ἀπὸ τὴν κακὴ ἐξουσία;

Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προκόβει κατὰ Θεόν, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ μυριάδες ποὺ καμαρώνουν μὲ αὐθάδεια. Ὅπως βλέπουμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου χιλιάδες ἀπὸ τὸν λαὸ ἔπεφταν χτυπημένοι ἀπὸ θεϊκὴ ὀργή, καὶ «μόνος ὁ Φινεὲς στάθηκε καὶ ἐξευμένισε τὸν Θεό, καὶ κόπασε ἡ καταστροφή» (Ἀριθ. 25, 7). Ἂν ὅμως ἐκεῖνος ἔλεγε, Πῶς νὰ τολμήσω νὰ ζητήσω ἐξιλέωση ὕστερα ἀπὸ τὰ τόσα πού ἔγιναν; Πῶς νὰ καταψηφίσω αὐτοὺς ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ζοῦν μὲ τὸν τρόπο αὐτόν; Οὔτε αὐτὸς θὰ ἀρίστευε, οὔτε τὸ κακὸ θὰ σταματοῦσε, οὔτε οἱ ὑπόλοιποι θὰ σώζονταν, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ τοὺς χάριζε τὴν εὔνοιά Του.

Εἶναι λοιπὸν καλό, εἶναι καλὸ [ἔστω] καὶ ὁ ἕνας νὰ μιλάει μὲ παρρησία καὶ νὰ ἀκυρώνει τὴν ἄδικη ἀπόφαση τῶν πολλῶν. Σὺ ὅμως, ἄν σοῦ ἀρέσει, προτίμησε ἀντὶ τοῦ Νῶε ποὺ σώζεται, τὸ πλῆθος ποὺ πνίγηκε, καὶ ἐμένα ἐπίτρεψέ μου νὰ τρέξω στοὺς λίγους ποὺ εἶναι μέσα στὴν Κιβωτό. Ἂν πάλι θέλεις κατάταξε τὸν ἑαυτό σου μαζὶ μὲ τοὺς πολλοὺς στὰ Σόδομα, ἐγὼ ὅμως θὰ συνοδέψω τὸν Λώτ, ἔστω καὶ ἂν μόνος του ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὰ πλήθη ἐπιδιώκοντας τὸ συμφέρον του.

Ὡστόσο γιὰ μένα καὶ τὸ πλῆθος εἶναι σεβαστό, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ ἀποφεύγει τὴν ἐξέταση, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ παρέχει ἀπόδειξη· ὄχι ἐκεῖνο ποὺ ἀμύνεται μὲ κακία, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ διορθώνεται μὲ τρόπο πατρικό· ὄχι ἐκεῖνο ποὺ χαίρεται μὲ τὴν καινοτομία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φυλάγει τὴν πατρικὴ κληρονομία.

Καὶ γιὰ ποιὸ πλῆθος μοῦ μιλᾶς; Αὐτὸ ποὺ πληρώθηκε μὲ κολακεία καὶ δῶρα; Αὐτὸ ποὺ ἐξαπατήθηκε ἀπὸ ἀμάθεια καὶ ἄγνοια; Αὐτὸ ποὺ ἔπεσε ἀπὸ δειλία καὶ φόβο; Αὐτὸ ποὺ προτίμησε τὴν πρόσκαιρη ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή, πρᾶγμα ποὺ ὁμολόγησαν πολλοὶ φανερά; Μὲ τὸ πλῆθος ἐνισχύεις τὸ ψέμα; Ἔδειξες τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ. Γιατί, ὅσο περισσότεροι βρίσκονται στὸ κακό, τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ συμφορά.

(ΕΠΕ-Φιλοκαλία, τ. 18Β, Βιβλίο Ἐπιστολῶν Α΄, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 243-247)

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Ὁ Ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (11 Νοεμβρίου)

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.



Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γεννήθηκε το 759 στη Κωνσταντινούπολι. Ο πατέρας του λεγόταν Φωτεινός και ήταν ταμίας του κράτους. Η μητέρα του λεγόταν Θεοκτίστη και ήταν σπάνια γυναίκα. Στον τάφο της ο άγιος Θεόδωρος έκλαψε και εξεφώνησε λόγο, όπου την χαρακτηρίζει με το όνομα «διμήτηρ», δηλαδή δύο φορές μητέρα. Σα' να της έλεγε• Μία φορά με γέννησες με το φυσικό τρόπο και μία με τρόπο πνευματικό αφού μαζί με το γάλα που με πότισες μου έδωσες και τη διδασκαλία του Χριστού.


Από τέτοια μάνα βγήκε. Από μικρός ακολούθησε την ενάρετη ζωή και δέχθηκε την ελληνική παιδεία. Μελέτησε τους κλασικούς συγγραφείς και προ παντός τους πατέρες της Εκκλησίας. Έγινε σπουδαίος Θεολόγος. Αγάπησε το Χριστό και αφιερώθηκε σ΄ αυτόν.

Το 781, με προτροπή της μητέρας του Θεοκτίστης, όλη η οικογένεια ασπάζεται τη μοναχική ζωή. Σε ένα μικρό πατρικό τους κτήμα κοντά στο χωριό Σακλουδίωνος της Προύσης ιδρύεται μοναστήρι. Εκεί ο άγιος Θεόδωρος γίνεται μοναχός με ηγούμενο και διδάσκαλο το θείο του Πλάτωνα. Το 789 χειροτονείται ιερεύς από τον πατριάρχη Ταράσιο. Και όταν το 794 ο θείος του παραιτήθηκε από ηγούμενος, τον διαδέχεται αυτός στην ηγουμενία. Δεν κράτησε όμως πολύ ο καιρός της ησυχίας. Μετά από δύο χρόνια το 796, συνέβη ένα θλιβερό γεγονός. Ο τότε αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ' (780-797) είχε μία εκλεκτή γυναίκα, τη Μαρία που οι ιστορικοί μαρτυρούν ότι ήταν υπόδειγμα συζύγου. Εν τούτοις ξαφνικά ο αυτοκράτορας τη διώχνει από τα ανάκτορα την στέλνει συνοδεία στρατιωτών σε μοναστήρι, κι εκεί χωρίς τη θέλησί της την κάνει καλόγρια πράγμα που απαγορεύουν οι κανόνες. Και μόνο αυτό; Αφού έδιωξε τη νόμιμη γυναίκα του, παίρνει ως σύζυγος μία νέα, τη Θεοδότη. Ο γάμος έγινε νύχτα. Ένας παπάς από εκείνους που αποτελούν αίσχος για την Εκκλησία του Χριστού -πάντοτε θα υπάρχουν προδότες-, ο Ιωσήφ που ήταν πρωτόπαπας στην Αγία Σοφία, ανέβηκε στα ανάκτορα και στεφάνωσε το παράνομο ζεύγος. Και την άλλη μέρα ο Κωνσταντίνος πήγε με τη Θεοδότη στην Αγία Σοφία, κ' εκεί η παλλακίδα στέφθηκε επισήμως βασίλισσα. Κακό παράδειγμα για μεγάλους και μικρούς.

Μεγάλο το σκάνδαλο. Και όμως κανείς δε μιλούσε. Τότε μέσα στη σιωπή ακούστηκε βροντή. Κάποιος φώναξε. Δεν ήταν πατριάρχης ούτε δεσπότης. Ένας απλό ιερομόναχος, ο ηγούμενος Θεόδωρος - να χουμε την ευχή του-. Αυτός ήλεγξε το παράνομο αυτοκρατορικό ζεύγος και τον αυλοκόλακα ιερέα που τους στεφάνωσε, έκοψε δε και το μνημόσυνο του πατριάρχου Ταρασίου (784-806) αφού κι αυτός δεν τιμώρησε τον παρανομήσαντα ιερέα. Προσπάθησε με κολακείες και δώρα να κάνη τον άγιο Θεόδωρο να συγκατατεθή, εκμεταλλευόμενος και το ότι η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του. Αν ήταν κανένας άλλος, θα είχε χαρά που η εξαδέλφη του έγινε βασίλισσα. Εκείνος όμως δεν σκέφθηκε έτσι. Κι όταν μία μέρα τόλμησαν να πάνε στο μοναστήρι, ο Θεόδωρος τους έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Αυτό όμως το πλήρωσε τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν, και τον έστειλαν εξορία στη Θεσσαλονίκη.

Έπειτα, όταν ο Κωνσταντίνος τυφλώθηκε κι έχασε το θρόνο, ο άγιος Θεόδωρος υπέστρεψε από την εξορία το 798 επί της ευσεβούς βασιλίσσης Ειρήνης της Αθηναίας (797-802) και παρέλαβε την ερημωμένη μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Η μονή Στουδίου έγινε λαμπρό μοναστικό κέντρο, και είχε γαλήνη και πρόοδο για μία περίπου δεκαετία. Έφθασε τότε να έχει χίλιους μοναχούς, που ζούσαν κοινοβιακώς. Κανείς δεν είχε ιδιοκτησία. Και εύρισκες να υπάρχουν εκεί όλα τα επαγγέλματα και γεωργοί και βοσκοί και κτίστες και ξυλουργοί και σιδηρουργοί και αγωγιάτες, και μάγειροι και υποδηματοποιοί ακόμη και τυπογράφοι. Εκεί υπήρχε το μεγαλύτερο τυπογραφείο της Ανατολής οι καλόγεροι ξενυχτούσαν αντιγράφοντας κείμενα. Τα άγια χεράκια τους έγραφαν Αποστόλους, Ευαγγέλια, πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Αθανάσιο...), έγραφαν και κλασσικούς (Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη). Αν υπάρχη σήμερα ο Πλάτων ο Αριστοτέλης και άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, αυτό το οφείλουμε στα άγια χέρια των καλογήρων εκείνων.

Το 808 όμως ο άγιος Θεόδωρος αναγκάστηκε να κόψη το μνημόσυνο και του επόμενου πατριάρχου, του Νικηφόρου Α' (806-815). Πρώτον μεν διότι ανέβηκε στο αξίωμα του πατριάρχου αμέσως από λαϊκός και δεύτερον διότι αυτός υποχωρώντας στην επιθυμία του αυτοκράτορας Νικηφόρου (802-811) αποκατέστησε με Σύνοδο τον αυλοκόλακα Ιωσήφ στο Ιερατικό αξίωμα. Από το οποίο είχε καθαιρεθεί επί της βασιλίσσης Ειρήνης. Η νέα διακοπή αυτή του μνημόσυνου στοίχισε στον άγιο Θεόδωρο μια ακόμη εξορία στη νήσο Χάλκη. Μαζί του σκόρπισαν και όλοι οι Στουδίται. Το 811 επέστρεψαν από τη εξορία, αλλά πολύ σύντομα επί Λέοντος Ε' νέος αγώνας τους περίμενε, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να διαλυθή η μονή Στουδίου. Φυσικό είνε να ρωτήση κανείς• Μα πως διαλύθηκε μία τέτοια αδελφότης; Αυτή τη φορά ο αγώνας ήταν για τις Ιερές εικόνες, τις οποίες οι εικονομάχοι έκαψαν και κατέστρεφαν. Έκανε μάλιστα στις 25 Μαρτίου του 815, που το έτος εκείνο συνέπιπτε με την Κυριακή των Βαΐων μία μεγάλη λιτανεία μετά τη θεία λειτουργία με τους μοναχούς του μέσα στη πόλι, που πήρε τη μορφή διαδηλώσεως του ορθοδόξου λαού κατά των αιρετικών εικονομάχων. Η διαδήλωσις αυτή του στοίχισε πάλι διωγμό και μία τρίτη εξορία. Στρατιώτες μπήκαν στο μοναστήρι δέρνοντας και χτυπώντας, συνέλαβαν τον ηγούμενο και σκόρπισαν τους μοναχούς. Ο άγιος Θεόδωρος εξωραΐστηκε στη Σμύρνη. Τον έκλεισαν στο υπόγειο του μητροπολιτικού μεγάρου και τον μαστίγωναν αλύπητα.

Το 820, επί Μιχαήλ Β' του Τραυλού (820-829),επέστρεψε από τη εξορία, και το 824, μένοντας πάντα ασυμβίβαστος διαμαρτυρήθηκε και για τον παράνομο γάμο και αυτού του αυτοκράτορος.

Το 826 τέλος, μακριά από το μοναστήρι για το οποίο τόσο κοπίασε, αρρώστησε βαρειά και κάλεσε γύρω του όσους είχαν απομείνει από την αδελφότητα του Στουδίου. Ήταν 11 Νοεμβρίου ημέρα Κυριακή και ενώ οι μοναχοί έψαλλαν τον 118ο ψαλμό, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο μαχητής και ομολογητής, ο συγγραφέας και ποιητής έκλεισε τα μάτια του στο μάταιο αυτό κόσμο και παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Κυρίου, σε ηλικία 67 ετών.

Τι μας διδάσκει ο άγιος Θεόδωρος; Με τις τρεις εξορίες και τις κακουχίες που υπέστη μας διδάσκει να είμεθα έτοιμοι για αγώνες και θυσίες υπέρ της πίστεως. Μας διδάσκει ακόμα με το συγγραφικό και ποιητικό του έργο ν' αγαπούμε την προσευχή και τη λατρεία της Εκκλησίας μας• δικά του έργα είναι οι αναβαθμοί της Οκτωήχου, μεγάλο μέρος του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, τα εγκώμια του Επιταφίου θρήνου, που ψάλλονται τη Μεγάλη Παρασκευή, και πολλοί άλλοι ύμνοι, πολλές επιστολές και πολλές κατηχήσεις.
Μας διδάσκει τέλος να περιφρουρήσουμε το ιερό θεσμό της ελληνορθόδοξου οικογένειας. Είνε εθνική συμφορά η διάλυσις της οικογενείας. Οι Ορθόδοξες Ελληνίδες να μένους πιστές στους άνδρες τους, οι ορθόδοξοι Έλληνες πιστοί στις γυναίκες τους, οι γονείς στοργικοί στα παιδιά τους, και τα παιδιά υπάκουα στους γονείς τους.

Αγαπητοί μου! Μεγάλη συμφορά στο έθνος μας είνε η διάλυσι της οικογενείας με τα τόσα διαζύγια που εκδίδονται. Η μασονία μας έχει περικυκλώσει από δυσμάς και ανατολάς, κ' είνε έτοιμο το έθνος να τιναχτεί στον αέρα. Αλλά δεν θα τιναχτή στον αέρα! Υπάρχουν οι μάρτυρες, υπάρχουν οι άγιοι υπάρχουν οι νεκροί, υπάρχει Θεός. Δεν θα τιναχτή στον αέρα, υπό έναν όρον. Ποιον όρο;

«Έως του θανάτου αγωνισταί περί της αληθείας, και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σου» (Σ. Σειρ. 4,28) Βάλτε το στην καρδιά σας, για να γίνη το ρητό αυτό σύμβολο του αγώνος μας αμήν.

Πηγή: www.ambelosalithini.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δώρων μέτοχος, τῆς ἀφθαρσίας, δῶρον ἄσυλον, τῆς Ἐκκλησίας, φερωνύμως ἀνεδείχθης Θεόδωρε, τοὶς ἱεροὶς γὰρ ἑπόμενος δόγμασιν, ὁμολογίας φωστὴρ ἐχρημάτισας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν Ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.






Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόδωρε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἀσκητικόν, ἰσάγγελόν τε βίον σου, τοῖς ἀθλητικοῖς, ἐφαίδρυνας παλαίσμασι, καὶ Ἀγγέλοις σύσκηνος, θεομάκαρ ὤφθης Θεόδωρε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. 



ᾈσματικὴ Ἀκολουθίατοῦ ἐν ῾Οσίοις Πατρὸς ἡμῶν
Θεοδώρου Στουδίτουτοῦ Ὁμολογητοῦ (759-826)

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Κατήχησις εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης



Περὶ νηστείας, καὶ ὅτι ἡ ἀληθὴς νηστεία τοῦ ἀληθινοῦ ὑποτακτικοῦ ἐστὶ τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα. 

Εὐλόγησον πάτερ.


Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν, ὁ χαρίζων τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ ἄγων ἡμᾶς ἀπὸ χρόνον εἰς χρόνους διὰ φιλανθρωπίαν αὐτοῦ ἤγαγεν ἤδη ἡμᾶς καὶ ἐν χρόνῳ τούτῳ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ἐν ᾧ ἕκαστος τῶν ἀγωνιστῶν ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καθὰ προαιρεῖται καὶ δύναται καὶ ὁ σπουδάζων εἰς τὴν ἐγκράτειαν νηστεύει διπλᾶς καὶ τριπλᾶς ἡμέρας, ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν σπουδάζων ἀγρυπνεῖ, ἀναγινώσκει, προσεύχεται τόσας καὶ τόσας ὥρας· ἄλλος πάλιν εἰς τὰς γονυκλισίας ποιεῖ τόσας καὶ τόσας μετανοίας ἕως ἐδάφους ἢ καὶ ἄχρι τοῦ ὑποποδίου κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ ἄλλος ἐπὶ ἄλλῳ τινι τῶν κατορθωμάτων ἀγωνίζεται, καὶ εἰ ἐβούλετό τις ἰδεῖν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ὁ μοναχὸς ὁ ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν ὢν καὶ ἔχει διακόνημα καὶ ὑπάρχει ἀληθινὸς ὑπήκοος, οὐκ ἔχει τὸν ἀγῶνα ἐν τινι καιρῷ μόνον, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἀδιακόπως ἀγωνίζεται· ἀλλὰ τὶς ἐστὶν ὁ ἀγὼν τοῦ ὑπηκόου ὑποτακτικοῦ; καὶ ποῖον ἐστὶ τὸ μέγα κατόρθωμα αὐτοῦ καὶ ὁ στέφανος ὁ λαμπρός; τὸ μὴ θαρρεῖν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ, μηδὲ ποιεῖν αὐτογνωμόνως τὸ ἑαυτοῦ θέλημα, ἀλλ᾿ ὅ,τι ποεῖ, ποιεῖ τοῦτο διὰ ἐρωτήσεως τοῦ ἡγουμένου ἢ καὶ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ἢ τοῦ οἰκονόμου, ὅπερ ἐστὶ μᾶλλον βελτιώτερον πάντων τῶν καλῶν ἀγωνισμάτων καὶ ὡς ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, μαρτυρίου στέφανον κέκτηται ἡ ὑποταγὴ μετὰ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς· ἤτοι τὸ κόπτειν τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ποιεῖν τοῦ προεστῶτος αὐτοῦ, ὅπερ ὡς μαρτύριον λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκχέει τὸ αἷμα αὐτοῦ διὰ τὸ Χριστόν· ὅμως γνῶμεν καλῶς ἀδελφοὶ ὅτι ἐν ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις γενήσεται ἐναλλαγὴ τῶν φαγητῶν, αὔξησις τῶν γονυκλισιῶν καὶ μετανοιῶν καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ ψαλμῳδίας κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παλαιὰν παράδοσιν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς δεξώμεθα προθύμως καὶ περιχαρῶς τὸ δῶρον τῶν νηστειῶν· μὴ σκυθρωπάσωμεν διὰ τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν μαρασμὸν τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὦμεν χαίροντες διὰ τὴν ὑγείαν καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἡμῶν.


Διέλθωμεν οὖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μετὰ ἱλαρότητος προσώπου καὶ καρδίας, ἄκακοι, ἀκατάκριτοι, ἀόργητοι, ἀπόνηροι, ἄφθονοι, μᾶλλον εἰρηνικοί, ἠγαπημένοι πρὸς ἀλλήλους, πρᾷοι, εὐυπήκοοι, πλήρεις ἐλεημοσύνης καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡσυχίας, ἡσυχάζειν· χρείας καλούσης τοῦ λόγου, ἀποκρίνεσθε μετὰ ταπεινώσεως καὶ εὐλαβείας, φεύγοντες τὴν πολυφαγίαν, πολυλογίαν καὶ τὸν θόρυβον καὶ τὴν ταραχὴν τῶν πολλῶν, ὅπως ποιῶμεν τὰς ὑπηρεσίας ἡμῶν ἀθορύβως καὶ ἀταράχως μᾶλλον δὲ εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως ὡς διάκονοι Χριστοῦ· διότι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ταραχὴ προξενεῖ μεγίστην ψυχικὴν βλάβην ἐν τῷ Κοινοβίῳ καὶ τῇ συνοδίᾳ τῶν ἀδελφῶν· πρὸς ἐπιτούτοις πᾶσι χρὴ ἔχειν προσοχήν, καὶ σκοπιάν, μὴ ἀνοίγειν θύραν τοῖς κακοῖς λογισμοῖς εἰσερχομένοις μολύνειν τὴν ψυχὴν ἡμῶν, μηδὲ διδόναι τόπον τῷ διαβόλῳ, καθάπερ διδάσκει ἡμᾶς καὶ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα «ἐὰν ἀναβῇ πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἐπὶ σὲ τόπον σου μὴ δός»· διότι ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν διάβολος ἐξουσίαν οὐκ ἔχει δυναστεῦσαι ἡμᾶς, ἀλλὰ μόνον ὑποβάλλει κακοὺς λογισμούς, ὠς ὁ ἁλιεὺς τὸ δόλωμα· καὶ ὅταν ἡμεῖς στέργομεν δεχόμενοι αὐτούς, τότε κυριεύει ἡμῶν· ὅταν ἡμεῖς οὐ δεχόμεθα ἀλλὰ πόρρω ἀποβάλλομεν αὐτοὺς διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἐχθρὸς φεύγει ἀφ᾿ ἡμῶν κατῃσχυμένος· καταβάλλωμεν οὖν κόπον καὶ σπουδὴν ἵνα φυλάξωμεν τὴν ψυχὴν ἡμῶν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ παντὸς ῥυπαροῦ λογισμοῦ καὶ ἄτρωτον ἐκ τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ ὡς νύμφην Χριστοῦ, καὶ οὕτως ἀξιωθείημεν γενέσθαι οἰκητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀκοῦσαι· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· καὶ ὡς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὅσα ἐστὶν ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα τίμια, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνὰ καὶ καθαρά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ποιεῖτε, ταῦτα συνδιαλέγεσθε πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁ Θεὸς ἔσται μεθ᾿ ἡμῶν· διὰ τοῦτο φύγωμεν ἀδελφοὶ τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὴν μέθην, ἅτινα γεννῶσι πᾶν εἶδος ἁμαρτίας φάγωμεν καὶ πίωμεν μετ᾿ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ, δοξάζοντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐλυτρώσατο ἡμᾶς τῆς πλάνης καὶ τῆς ταραχῆς τοῦ κόσμου·

Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν ἤδη μέν ἀξιωθησόμεθα φθάσαι καὶ τῆν Κυρίαν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἐν τῇ ἐξαναστάσει τῶν νεκρῶν ἐπιτευξόμεθα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Πηγή: www.alopsis.gr


Ἰδιόμελο τῶν αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου. Ἦχος Πλάγιος Α'.
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως». Ἑρμηνεία Ο αγώνας των αρετών άρχισε, ελάτε όσοι θέλετε να αγωνιστείτε στον καλό αγώνα της Νηστείας, γιατί αυτοί που δίκαια αγωνίζονται δίκαια θα λάβουν και τον στέφανο της νίκης, κι έχοντας φορέσει την πανοπλία του Σταυρού ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας για άτρωτη ασπίδα την Πίστη, και ως θώρακα την προσευχή και ως περικεφαλαία την ελεημοσύνη, αντί για μαχαίρι έχουμε τη νηστεία, η οποία διώχνει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος τα κάνει αυτά θα φορά το αληθινό στεφάνι δίπλα στον Βασιλέα των πάντων Χριστό, την ημέρα της Κρίσεως.

Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς. Ἦχ. πλ. β’.
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυθέντα! Οἴμοι, τόν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δέ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι ἐξ ἧς καί προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι· Ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.» Ἑρμηνεία
Kάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας τή γύμνωσή του ἔκλαιγε καί ὠδυρόταν. Ἀλίμονο σε μένα πού μ᾽ ἔπεισε μέ ἀπάτη καί ὑπόσχεση ὁ πονηρός καί μέ ᾽κλεψε στερῶντας μου τή πρωτόπλαστη δόξα. Ἀλίμονο σέ μένα, γιατί ἐνῶ ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀκακία μου μποροῦσα νά ᾽μαι γυμνός, τώρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι στερημένος. Παράδεισε, Παράδεισε, δέν θ᾽ ἀπολαύσω τώρα πλέον τήν τρυφή σου, δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Πλάστη, τόν Κύριο καί Θεό μου. Τώρα θά ξαναγυρίσω στή γῆ, στό χῶμα ἀπ᾽ ὅπου εἶμαι πλασμένος. Ἐλεήμονα καί Οἰκτήρμονα Κύριε, σέ Σένα κραυγάζω: Ἐλέησέ με, τόν ταλαίπωρο καί πεσμένο.”




Δείτε σχετικά:

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΡΚΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΤΙΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ



Ἂν κάποιος λοιπὸν δὲν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἔχει ἔλθει μὲ πρόσληψη σαρκός, εἶναι κατὰ τὴν σάρκα περιγραπτός, ἐνῷ κατὰ τὴν θεία φύση μένει ἀπερίγραπτος, αὐτός εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος λογομαχεῖ ὑποστηρίζοντας ὅτι μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ σώματος τοῦ Λόγου περιγράφεται μαζὶ καῖ θεότητα χωρὶς νὰ ἀποδίδῃ καὶ τὰ δύο ὡς φυσικὴν ἰδιότητα στὴν μία ὑπόσταση, ἀφοῦ τὸ ἕνα δὲν ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο μέσα στὴν ἀδιάσπαστη ἕνωσή τους, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.


Ἂν κάποιος τὴν περιγραφὴ τῆς σωματικῆς ὄψεως τοῦ Λόγου δὲν ὀνομάζει εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ Χριστὸν κατὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ὀνόματος, ἀλλά τὴν ἀποκαλεῖ εἴδωλο πλάνης, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος χαρακτηρίζει μὲ θρασύτητα τὴν προσκύνηση, ποὺ μέσῳ τῆς εἰκόνος ἀποδίδεται στὸν Χριστό, προσκύνηση εἰδώλων καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, μολονότι σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο, δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὁμοίωμα δόξα τοῦ πρωτοτύπου, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος λέγει ὅτι ἀρκεῖται μόνον στὴν ἐπίδειξη τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νὰ τὴν τιμᾷ οὔτε νὰ τὴν καταφρονῇ, ἀρνούμενος ἔτσι τὴν τιμητική της προσκύνηση ποὺ ἀναφέρεται στὸ πρωτότυπο, αὐτός είναι αιρετικός.

Ἂν κάποιος μεταφέρει τὶς ἐναντίον τῶν εἰδώλων ἀπαγορεύσεις τῆς Γραφῆς καὶ τὶς προσάπτει στὴν ἱερὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἐξ αὐτοῦ νὰ ὀνομάζῃ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ναόν εἰδώλων, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι σ᾽ αὐτὴν προσκυνεῖται κατὰ φύσιν θεότητα καὶ ὄχι τόσο μόνον ὅσο ἀποτελεῖ ( εἰκόνα) σκιὰ τῆς σαρκὸς ποὺ ἑνώθηκε μ᾽ ἐκείνην (τὴν θεότητα), ἀφοῦ μάλιστα καὶ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος θεωρεῖ ὅτι μέσῳ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀναγωγὴ στὰ πρωτότυπα ἁρμόζει στοὺς πνευματικὰ κατωτέρους, διότι τάχα αὐτὸς χωρίς αὐτὲς ἀνάγεται διὰ τῆς ἀκροάσεως στὴν θεωρία τῶν ἀρχετύπων, καὶ δὲν ἀναγνωρίζει, ὅπως (ἀναγνωρίζει) Μ. Βασίλειος, ἐξ ἴσου τὴν δυνατότητα ἀναγωγῆς στὴν σιωπηλὴ ζωγραφική, ὅπως στὴν διὰ λόγων ἀφήγηση, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος ἀρνεῖται εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τύπος τοῦ σταυροῦ, σὲ κάθε τόπο καὶ νὰ ζωγραφίζεται καὶ νὰ ἐπιδεικνύεται πρὸς σωτηρὶαν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος δὲν ἀπονέμει στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἀγίων τὴν προσκύνηση ποὺ πρέπει, δηλαδὴ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὡς Θεοτόκου καὶ στῶν ἁγίων ὡς ἁγίων, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσκυνήσεως μητέρας Θεοῦ καὶ ὁμοδούλων, ἀλλὰ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἐφεύρημα διαβολικὸ  σωτήριος στολισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος δὲν συμπεριλαμβάνει στὶς λοιπὲς αἱρέσεις αὐτὴν ὁποία λυσσαλέα πολέμησε τὶς σεπτὲς εἰκόνες, ἐπειδὴ έξ ἴσου κι αὐτὴ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ λέγει ὅτι εἶναι χωρὶς σημασία ἐπικοινωνία μ᾽ αὐτούς, εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος, ὑπερβολικὰ τιμῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι δὲν τὴν πλησιάζει, διότι δὲν ὠφελεῖται, ἂν προηγουμένως δὲν καθαρθῇ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, αὐτὸς εἶναι ανόητος.

* Αντιαιρετικοί Λόγοι Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη κατά των εικονομάχων.


Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Ἐγκώμιο τήν ἀποκεφάλιση τοῦ Τιμίου Προδρόμου (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου)



Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου

α. -Λαμπρή καί θεοχαρμόσυνη εἶναι, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἡ πανήγυρη πού μᾶς συγκέντρωσε σήμερα γιά νά γιορτάσουμε πνευματικά. Πολύ σωστά χαρακτηρίζεται λαμπρή, γιατί φεγγοβολάει καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό ὄνομα ἐκείνου πού σήμερα τιμᾶμε, ἐπειδή αὐτός καί εἶναι καί ὀνομάζεται λυχνάρι τοῦ φωτός. Δέν εἶναι βέβαια λυχνάρι πού μᾶς περιλούζει μέ ὑλικό φῶς, γιατί τότε δέν θά ἦταν διαρκής καί ἀδιάκοπη ἡ λάμψη του καί θά χανόταν κάθε φορά πού θά ’μπαινε μπροστά του κάποιο ἐμπόδιο. Ἀλλ’ εἶναι φῶς πού δείχνει τήν ἀστραφτερή λαμπρότητα τῆς θείας χάριτος στά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων πού ἔχουν συγκεντρωθεῖ γιά νά γιορτάσουν τή μνήμη του καί ἀνεβάζει τό νοῦ στό νά στοχάζεται τά παθήματα τοῦ δικαίου ἄνδρα, ὥστε βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τό μακάριο ἐκεῖνο μαρτύριο, νά γεμίσουμε μέ πνευματική εὐφροσύνη.
Σέ καμία περίπτωσι βέβαια, ἡ θέα τοῦ χυμένου καταγῆς αἵματος κάποιου ἄλλου ἀποκεφαλισμένου ἀνθρώπου, δέν θά ’φερνε εὐχαρίστηση. Οὔτε τό ἄκουσμα μιᾶς τέτοιας εἴδησης θά προκαλοῦσε σεβασμό στή μνήμη τοῦ ἀποθαμένου. Γιατί πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπό φυσικοῦ του ἀγαπάει τή ζωή, νά χαρεῖ μία αἱμορραγία πού ὁδηγεῖ στό θάνατο; Ἀντίθετα, πολύ περισσότερο, τό θέαμα αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀπέχθεια, οἶκτο καί κακολογία τῆς πράξεως, ἐκτός ἄν παραλογιζόταν καί ἀποθηριωνόταν, μή μπορώντας νά ἀντιδράσει λογικά σ’ αὐτά πού βλέπει, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν τά διάφορα ζῶα πού δέν ἔχουν λογική. Χαίρονται δηλαδή, κακαρίζουν καί χοροπηδᾶνε οἱ πετεινοί ὅταν βλέπουν νά σφάζουν ἕνα ἄλλο κοκόρι, ἀπολαμβάνοντας μόνο τό θέαμα, χωρίς νά σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει καί αὐτούς τό ἴδιο πάθημα. Χαίρονται ὅμως τά μάτια μας νά βλέπουν τό αἷμα κάθε ἁγίου, εὐφραίνονται τ’ ἀφτιά μας ν’ ἀκοῦν τά σωτήρια μηνύματά του καί τά χείλη μας τό προσκυνοῦν. Γιατί ἡ ἀφαίρεσή του χαρίζει τέλεια συμμετοχή στήν ἀθάνατη καί ἀληθινή ζωή. Δέν ἐννοῶ βέβαια μόνο τή σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλά καί ὁτιδήποτε ἀπό τά ἅγια μέλη του -ἤ μιά τρίχα καί καθετί πού φοροῦσε ἤ ἔπιαναν τά χέρια του- εἶναι περιζήτητο καί πολύτιμο γιά κεῖνον πού ἔχει ἀποφασίσει νά πιστεύει καί νά λατρεύει σωστά τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει κάτι τέτοιο στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία -δηλαδή τό ὁλόκληρο λείψανο ἤ ἕνα μέρος του, ἀκόμα καί τό ἐλάχιστο κομματάκι- τό θεωρεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί καυχιέται γι’ αὐτό, σάν νά ’χει θησαυρό πού ὑποβοηθάει τόν ἁγιασμό του καί ἐξασφαλίζει τή σωτηρία του. Ἔτσι προσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια στή λειψανοθήκη μέ τήν ἱερή σκόνη καί ἐγγίζει μέ δέος τά ἀνέγγιχτα, λόγω τῆς ἱερότητάς τους, ἱερά λείψανα.

β. – Τέτοιο εἶναι γιά μᾶς τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἄν καί γιά τούς γονεῖς του ὑπῆρξε αἰτία τοῦ πιό παραδόξου καί τοῦ πιό πονεμένου θρήνου. Πῶς μποροῦσαν νά μήν καταπλαγοῦν μέ τό σφάξιμο τοῦ παιδιοῦ τους -ἀφοῦ μέχρι τότε δέν εἶχαν ἀντικρύσει νεκρό- νά μή θρηνήσουν, νά μήν ξεσπάσουν σέ γοερές κραυγές, βλέποντάς το ἔτσι ξαφνικά ριγμένο καταγῆς, βουτηγμένο στά αἵματα, νεκρό ἀπό τό φονικό μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του;
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ δικαίου προφήτη Ἀμώς, τόν ὁποῖο, ἀφοῦ πρῶτα ξυλοκόπησε ἄγρια ὁ βασιλιάς Ἀμασίας, τόν θανάτωσε μέ ξίφος. Ἐπειδή τόν κτυποῦσαν σάν βόλια οἱ προφητεῖες του, τόν χτύπησε καί αὐτός στό κεφάλι μέ ρόπαλο καί τόν παρέδωσε στό θάνατο.
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Μιχαία τόν ὁποῖο γκρεμίζοντας σκότωσε ὁ Ἰωράμ, ὁ γιός τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τόν ἔλεγχε, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, γιά τίς ἀσέβειες τῶν προγόνων του.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πού τόν ἔκοψε μέ πριόνι στά δυό ὁ Μανασσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασύρει στήν εἰδωλολατρεία τόν ἐπιπόλαιο καί εὐμετάβλητο Ἰσραηλιτικό λαό -πού ἀλλαξοπιστοῦσε τόσο εὔκολα- γιατί δέν ὑπέφερε νά ἀκούει τά ὅσα τοῦ φανέρωνε ὁ προφήτης.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, τῶν ἑπτά παίδωνκαί τῆς θεοφοβούμενης μητέρας τους, πού ἔχυσε ὁ Ἀντίοχος, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, γιατί δέν ἀνέχθηκε τή σθεναρή ἀντίσταση πού τοῦ πρόβαλαν οἱ ἀήττητοι γιά χάρη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί πού τούς βρῆκε ὁ θάνατος μέ τέλεια καί ἀκέραιη τήν πίστη τους.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού ἔχυσε μπροστά στό θυσιαστήριο τό μαχαίρι τῆς ἀφηνιασμένης ὠμότητας τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τό ἄκουσμα τῶν προφητικῶν ἀποκαλύψεων.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἀπό τό νά ἀναφέρω γενικά ὅλων τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν τό ἅγιο αἷμα, τό ὁποῖο μέ πολλούς τρόπους ἔχυσαν διάφοροι αἱματοβαμμένοι δολοφόνοι καί πού τώρα κυκλώνει τή γῆ σάν πλούσιος ποταμός καί σβήνει τήν ἀσέβεια;

γ. – Τέτοιο ἦταν καί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα καί τό ὁποῖο ἔχυσε ἀπό τόν ἱερό του τράχηλο σάν πολύτιμο μύρο πού εὐωδιάζει τήν οἰκουμένη. Τό αἷμα αὐτό δέν τό ἔφτιαξε ἡ ἡδονική πολυφαγία, οὔτε τό κρασί, οὔτε κάποια ἀπό τίς ἄλλες τροφές πού συνήθως παχαίνουν καί εὐχαριστοῦν τούς λαίμαργους.
Ἀλλά τό δημιούργησε ἡ Χάρη τῆς ἐγκράτειας, πού ὁ Ἅγιος τήν ἀσκοῦσε ἀπό τά σπάργανά του μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὁ Ἰωάννης, πού οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε… (Ματθ. 11, 18-19).
Τό αἷμα αὐτό χύθηκε πρίν ἀπό τό αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καί ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατί ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος τοῦ Φωτός, πού μέ τό λαμπρό ἐρχομό του ἀπό στείρα μάνα φώτισε ὅσους βρίσκονταν πάνω στή γῆ, νά γίνει ἀκτινοβόλος κήρυκας καί σ’ αὐτούς πού ἦταν κάτω ἀπό αὐτήν, δηλαδή στόν Ἅδη.
Τό αἷμα αὐτό ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορα Κυρίου, περισσότερο ἀπ’ ὅτι εἶχε τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ. Γιατί κάθε ἔργο περιέχει μέσα του μιά μυστική φωνή πού δέν παράγεται ἀπό ἠχητικά ὄργανα, ἀλλά πού γίνεται φανερή ἀπό τή δύναμι πού ἔχει βάλει μέσα σ’ αὐτό ὁ ποιητής τοῦ ἔργου.
Τό αἷμα αὐτό εἶναι πιό ἀξιοσέβαστο ἀπό τό αἷμα τῶν Πατριαρχῶν (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, κ.τ.λ.), πιό πολύτιμο ἀπό τό αἷμα τῶν προφητῶν καί πιό ἁγιασμένο ἀπό τό αἷμα ὅλων τῶν δικαίων. Γιατί εἶναι πιό ὑπέροχο καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό αἷμα τῶν Ἀποστόλων καί πιό ἔνδοξο καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά εἶναι λόγια τοῦ Μεγάλου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει δώσει τή σχετική μαρτυρία γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο.
Εἶναι αἷμα πού στολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πιό ὄμορφα ἀπό κάθε στολισμό πού θά τῆς γινόταν μέ πολύχρωμα καί σπάνια λουλούδια. Χύθηκε γιά τήν δικαιοσύνη στό τέλος τῆς ἐποχῆς πού ἴσχυε ὁ παλαιός νόμος καί ἔγινε λούλουδο πού παραστέκει στήν εἴσοδο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

δ. – Ἀλλά ἄς συνεχίσουμε τώρα νά ποῦμε, μέ βάση τά ἱερά Εὐαγγέλια, πῶς αὐτό τό αἷμα χύθηκε, ἀπό ποιόν καί γιά ποιά ὑπόθεση. Ὁ Ἡρώδης λοιπόν, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο,ξσυνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν φυλάκισε, ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ αὐτήν. Ἤθελε τότε λοιπόν νά τόν θανατώσει, ἀλλά φοβήθηκε τό λαό, γιατί ὅλοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη προφήτη(Ματθ. 14,3-5).