A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ : Εὐαγγέλιον - Λόγος εἰς τήν ἀνάστασιν τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου καί εἰς τήν αἰμορροοῦσαν (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Σχετική εικόνα


«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα  Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.  Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49  Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ  Ἰωάννην καὶ  Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα  Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν.  Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49  Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ  Ἰωάννην καὶ  Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός».  

Απόδοση:

Εκείνη την εποχή, ήρθε προς τον Ιησού κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού, και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρονών, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν, κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε, κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε∙ πήγαινε στο καλό».
Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε∙ μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε∙ δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα της επέστρεψε, κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.

(Επιμέλεια: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 


Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, εἰς τήν ἀνάστασιν τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου καί εἰς τήν αἰμορροοῦσαν 


Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του.

Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Σχετική εικόναΓιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.

Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες. 

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος - 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


www.alopsis.gr





Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Προσευχή ἀληθινή (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)



Κ ύριε,   εἶπαν   οἱ   μαθητές   Του,   μάθε   μας   νά
προσευχόμαστε  σωστά·  ἔχουμε  ἀνάγκη  ἀπό  ἀληθινή
προσευχή.  Θέλουμε νά μᾶς φέρνει σ’  ἐπικοινωνία μέ
τό Θεό· νά ζητοῦμε αὐτά πού ὠφελοῦν τήν ψυχή μας,
ἐκεῖνα πού μᾶς χαρίζουν τήν οὐράνια Βασιλεία σου.

Ἡ προσευχή   δέν   εἶναι   τά   πολλά   λόγια·   δέν
ἐκφράζεται μέ τά ὑψωμένα χέρια· δέν γίνεται φανερή
ἀπ’  τό  λυγισμένα  γόνατα·  δέν  τήν  παίρνουν  εἴδηση
ἀνθρώπινα μάτια, τήν ἀντιλαμβάνεται ὅμως ὁ Θεός.

Ἡ προσευχή ζυγίζεται ἀπ’  τόν βαθμό τῆς ἀγάπης
κάθε ψυχῆς στό Θεό. Ἡ ἀθόρυβη, σιωπηλή καί κρυφή
προσευχή,   ἀναγκάζει   πολλές   φορές   τό   Θεό   νά
ὑποχωρήσει στίς παρακλήσεις μας.

Ἡ προσευχή δέν εἶναι μιά ἐμπορική συναλλαγή. ∆έν
γίνεται  γιά  νά  μᾶς  δώσει  αὐτό,  πού  σήμερα  ἔχουμε
ἀνάγκη·  γίνεται  γιά  νά  δείξουμε  ὅτι  ἐμεῖς  πάντοτε
ἀγαποῦμε τό Θεό. ∆έν ζητοῦμε νά λυθεῖ τό πρόβλημά
μας· ἐπιζητοῦμε τήν μόνιμη καί παντοτινή ἕνωση καί
κοινωνία μας μέ τό Θεό Πατέρα.

Περί Προσευχῆς

Ἡ προσευχή σέ ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί σέ
συνδέει μέ τούς ἀγγέλους. Ἐκεῖνος πού σ’ ὅλη του τή
ζωή  ἀφιερώνεται  μέ  θέρμη  στή  λατρεία  τοῦ  Θεοῦ,
γρήγορα  θά  ὁδηγηθεῖ  στήν  πολιτεία  τῶν  ἀγγέλων,
στή ζωή καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦν ἐκεῖνοι, στήν
τιμή, στήν εὐγένεια καί τή σοφία τους. 

Ἡ  προσευχή  εἶναι  φωτισμός  τῆς  ψυχῆς,  ἀληθινή
ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ,  μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου,
ἰατρός τῶν παθῶν, ἀντίδοτο κατά τῆς ἀρρώστειας, γαλήνη
τῆς ψυχῆς.

Ἡ προσευχή εἶναι ὁδηγός
πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό.
 
Περνά μέσα ἀπ’  τά κτίσματα,  διασχίζει νοερά τόν
ἀέρα,  ἀνοίγει  τίς  πύλες  τῶν  οὐρανῶν·  ξεπερνᾶ  τούς
ἀγγέλους, ὑπερβαίνει τούς Θρόνους καί τίς Κυριότητες,
διαβαίνει   τά   Χερουβείμ   κι   ἔρχεται   κοντά   στήν
ἀπρόσιτη Τριάδα.

Ἐκεῖ  προσκυνάει  τή  θεότητα,  ἐκεῖ  ἀξιώνεται  νά
γίνει συνομιλητής μέ τόν οὐράνιο Βασιλιά.

Μέ τήν προσευχή,  ἡ ψυχή πού ὑψώθηκε ψηλά στόν
οὐρανό  ἀγκαλιάζει  μέ  τρόπο  ἀνέκφραστο  τόν  Κύριο,
ὅπως ἀκριβῶς τό μικρό παιδί ἀγκαλιάζει τή μητέρα
του καί μέ δάκρυα φωνάζει δυνατά,  ἐπιθυμώντας νά
ἀπολαύσει θεϊκό γάλα.
Ζητᾶ αὐτό πού πρέπει καί δέχεται δωρεές ἀνώτερες
ἀπό ὅλη τήν ὁρατή φύση.

Ἡ προσευχή εἶναι
ἡ ἀφετηρία κάθε ἀρετῆς καί δικαιοσύνης.

Καμμιά ἀρετή δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στήν ψυχή,
πού εἶναι ἔρημη ἀπό τήν προσευχή. 
Ὅπως  μιά  ἀνοχύρωτη  πόλη  εὔκολα  ὑποτάσσεται
στούς ἐχθρούς,  τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή,  πού
δέν  εἶναι  ὀχυρωμένη  μέ  τίς  προσευχές·  εὔκολα  τήν
καταβάλλει ὁ διάβολος καί πολύ γρήγορα τήν γεμίζει
μέ κάθε ἁμαρτία.

Ἡ προσευχή εἶναι τά νεῦρα τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα
συγκρατεῖται μέ τά νεῦρα καί στέκεται ὄρθιο, κινεῖται,
τρέχει, ἔτσι καί οἱ ψυχές ἀποκτοῦν ἀρμονική σύσταση
μέ  τίς  ἅγιες  προσευχές  καί  τρέχουν  μέ  εὐκολία  τό
δρόμο τῶν ἀρετῶν.

Ἄν   ὅμως   στερήσεις   ἀπό   τόν   ἑαυτό   σου   τήν
προσευχή, θά κάνεις τό ἴδιο, πού θά ἔκανες ἄν ἔβγαζες
τό ψάρι ἀπό τό νερό. Ὅπως γιά ἐκεῖνο τό νερό εἶναι ἡ
ζωή, ἔτσι καί γιά σένα ἡ προσευχή. Μέ αὐτήν μπορεῖς
νά  πετάξεις  καί  νά  ξεπεράσεις  τούς  οὐρανούς  καί  νά
ἔρθεις κοντά στό Θεό.

Ἡ  προσευχή  εἶναι  σεβαστός  ἀντιπρόσωπός  μας. ∆ίνει
χαρά  στήν  καρδιά,  ἀναπαύει  τήν  ψυχή,  δημιουργεῖ
μέσα  μας  τό  φόβο  τῆς  τιμωρίας,  τήν  ἐπιθυμία  τῆς
Βασιλείας  τῶν  Οὐρανῶν·  διδάσκει  τήν  ταπείνωση,
χαρίζει  τήν  ἐπίγνωση  τῆς  ἁμαρτίας·  στολίζει  τόν
ἄνθρωπο μ’ ὅλα τά ἀγαθά καί σκεπάζει τήν ψυχήμ σάν
νά εἶναι ἕνα στολισμένο πέπλο μ’ ὅλες τίς ἀρετές. 

Τό κοινό ἔργο ἀγγέλων καί ἀνθρώπων

Κάθε ἄνθρωπος, πού προσεύχεται, συνομιλεῖ μέ τόν
ἴδιο τό Θεό.  Πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι,  ἄν καί εἶσαι
ἄνθρωπος  νά  συνομιλεῖς  μέ  τό  Θεό!  Κανένας  δέν  τό
ἀγνοεῖ· κανένας δέν μπορεῖ μέ λόγια νά ἐκφράσει αὐτή
τήν τιμή.
Ἡ  τιμή  αὐτή  ξεπερνάει  τή  μεγαλοπρέπεια  τῶν
ἀγγέλων· ἐκεῖνοι τό γνωρίζουν πολύ καλά· γι’ αὐτό καί
παρουσιάζονται  ἀπό  τούς  προφῆτες,  νά  ἀναπέμπουν
τούς  ὕμνους  στό  Θεό,  μέ  πολύ  φόβο  καί  μεγάλη
εὐλάβεια. ∆είχνουν τό φόβο, σκεπάζοντας μέ τά φτερά
τους τά πρόσωπα καί τά πόδια τους· φανερώνουν τήν
εὐλάβεια, καθώς πετοῦν καί κινοῦνται  συνέχεια γύρω
ἀπ’ τό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Συγχρόνως νομίζω, ὅτι παρακινοῦν κι ἐμᾶς τήν ὥρα
τῆς προσευχῆς,  νά ξεχνᾶμε τήν ἀνθρώπινη φύση μας·
τότε  ἐμεῖς  συγκρατημένοι  ἀπό  ἱερό  φόβο,  νά  μήν
βλέπουμε  τίποτε  ἀπό  τά  παρόντα·  νά  νομίζουμε,  ὅτι
βρισκόμαστε  ἀνάμεσα  σέ  ἀγγέλους  κι  ὅτι  ἐκτελοῦμε
τήν ἴδια λατρεία μέ ἐκείνους.
Βέβαια  ὑπάρχει  μεγάλη  ἀπόσταση  σέ  μᾶς  καί  σέ
ἐκείνους, στή φύση καί στόν τρόπο ζωῆς.
Ἡ    ἀδιάλειπτη  ὅμως  καί  καθημερινή  προσευχή,
εἶναι κοινό ἔργο ἀγγέλων καί ἀνθρώπων.
Στήν προσευχή, δέν ὑπάρχει κάτι, πού νά ξεχωρίζει
ἀγγέλους καί ἀνθρώπους.

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Περί Ταπείνωσης καί Ὑπερηφανείας: (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου)



Ταπείνωση δέν εἶναι, νά νομίζει ὁ ἁμαρτωλός, πώς
εἶναι γεμάτος ἁμαρτίες.


Ταπείνωση εἶναι,
ὅταν κάποιος, ἐνῶ ἔχει πετύχει
πολλά καί μεγάλα κατορθώματα,
δέν ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. 
Ὅταν ἐνῶ ξεχωρίζει γιά τήν ἐνάρετη ζωή του, 
ταπεινώνει συνέχεια τόν ἑαυτό του.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν.  
Ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἔχουν σχέση
μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.
Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως κατέστρεψε
καί νίκησε ἀπό πολύ παλιά
οὐράνια ἀσώματη δύναμη.
Αὐτή καθήρεσε τό σατανά,
ἀπό τήν  ἀρχηγία τῶν ἀγγέλων.
Ἀπό ἄγγελο φωτός,
τόν ἔκανε  κατασκότεινο  διάβολο.

Τελώνης-Φαρισαῖος

Γιά νά μάθεις,  πόσο σωτήριο εἶναι,  νά μήν ἔχεις
μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου,  φτιάξε μέ τή σκέψη
σου δύο ἅμαξες.
Ζέψε στή μία τή δικαιοσύνη μέ τήν ὑπερηφάνεια·
στήν ἄλλη, τήν ἁμαρτία μέ τήν ταπείνωση. Νά εἶσαι
βέβαιος,  πώς ἡ ἁμαρτία θά ξεπεράσει τή δικαιοσύνη,
ὄχι μέ τή δική της δύναμη,  ἀλλά μέ τή δύναμη τῆς
ταπείνωσης. 
Ἡ   ταπείνωση,   ὁδηγεῖ   τήν   ψυχή   σέ   μεγάλο
πνευματικό  ὕψος·  νικᾶ  τή  βαρύτητα  τῆς  ἁμαρτίας·
κατορθώνει νά ἀνεβάσει τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό.
Ἀντίθετα ἡ ὑπερηφάνεια, φουσκώνει μέ κούφιο ἀέρα
τήν ψυχή καί τή βαραίνει· ἔτσι νικᾶ τή δικαιοσύνη·
σέρνει τόν ἄνθρωπο εὔκολα κάτω στή γῆ.
Θυμήσου τό Φαρισαῖο καί τόν τελώνη.  Ὁ πρῶτος,
φορτωμένος     μέ     δικαιοσύνη     καί     ὑπερηφάνεια,
προσευχόταν μέ τά ἑξῆς λόγια:  «Θεέ μου σ’  εὐχαριστῶ,
γιατί  δέν  εἶμαι  ὅπως  οἱ  ἄλλοι  ἄνθρωποι,  πού  εἶναι
ἄρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καί ὅπως αὐτός ὁ τελώνης. Ἐγώ
νηστεύω  δυό  φορές  τήν  ἑβδομάδα  καί  δίνω  τό  δέκα  τοῖς
ἑκατό ἀπ’ ὅσα ἀποκτῶ».
Πώ,  πώ μέγεθος μανίας!    ∆έν τοῦ ἔφτασαν ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι,  γιά  νά  χορτάσει  τήν  ὑπερηφάνεια  του·
ὅρμησε   μέ   μεγάλη  παραφροσύνη  κι   ἐναντίον  τοῦ
τελώνη, πού στεκόταν δίπλα του.
Πῶς ἀντέδρασε ὅμως ὁ τελώνης; ∆έν ἀπόκρουσε τά
κακόλογα· δέν ὀργίστηκε μέ τήν κατηγορία· δέχτηκε
τά ὑπερήφανα λόγια μέ ταπείνωση. Γι’  αὐτό τό βέλος
τοῦ ἐχθροῦ, ἔγινε  φάρμακο καί θεραπεία· ὁ ὀνειδισμός,
ἔπαινος· ἡ κατηγορία, στεφάνι.
Ἡ ταπεινή  ψυχή  δέν  πληγώνεται  ἀπ’  τίς  κατη-
γορίες τῶν ἄλλων· δέν μεταβάλλεται σέ θηρίο, ἀπ’ τίς
συκοφαντίες τῶν συνανθρώπων. 
Ὁ τελώνης δέχτηκε τίς προσβολές καί προσευχή-
θηκε: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου· ἐγώ εἶμαι, ἕνας ἄνθρω-
πος ἁμαρτωλός».  Τά λόγια του ξεπέρασαν τά ἔργα· οἱ
λέξεις, κατανίκησαν τίς πράξεις.
Ὁ  Φαρισαῖος  πρόβαλε  τή  δικαιοσύνη,  τή  νηστεία
καί τίς πλούσιες δωρεές του, χωρίς νά δικαιωθεῖ ἀπ’ τό
Θεό.  Ὁ  τελώνης  προσευχήθηκε  μέ  ἁπλά  λόγια  κι
ἀπαλλάχτηκε ἀπ’ ὅλα τά ἁμαρτήματά του.
Βέβαια  ὁ  Θεός  δέν  ἄκουσε  μόνο  τά  λόγια,  ἀλλά
πρόσεξε  καί  τή  διάθεση  τῆς  καρδιᾶς·  βρῆκε  καρδιά
ταπεινή καί συντετριμμένη.  Γι’  αὐτό ἔδειξε ὅλη τήν
ἀγάπη Του καί τήν  εὐσπλαχνία Του.
Ὅλα  αὐτά  σᾶς  τά  λέω,  ὄχι  γιά  νά  ἁμαρτάνουμε,
ἀλλά γιά νά εἴμαστε ταπεινοί.  Ὁ τελώνης ἀπόλαυσε
τόσο  μεγάλη  χάρη  ἀπ’  τό  Θεό,  γιατί  ὁμολόγησε  μέ
συντριβή τίς ἁμαρτίες του.
Ἀλήθεια,   πόσο   θά   ὠφεληθοῦν   ὅσοι   διέπραξαν
μεγάλα   ἀγαθά,   ἀλλά   δέ   φούσκωσαν   ἀπό   κούφια
ὑπερηφάνεια γιά τόν ἑαυτό τους!!!

Συνέπειες ὑπερηφάνειας

Ἡ ὑπερηφάνεια,  σπάει  τό  δεσμό  τῆς  ἀγάπης·
μειώνει τόν συνάνθρωπο· ὁδηγεῖ τόν ὑπερήφανο στήν
ἀπομόνωση.     Ἡ    ψυχή,     ὅταν    φουσκώσει    ἀπό
ὑπερηφάνεια, δέν καταδέχεται νά συναναστρέφεται  μέ
ἄλλους. 
Κομματιάζει  τήν  Ἐκκλησία,  ἀφοῦ  τό  κύρος  τῆς
Ἐκκλησίας,   τό   διατηροῦν   οἱ   πιστοί,   ὅταν   εἶναι
ἑνωμένοι μεταξύ τους, σάν ἕνα σῶμα.

Συμβουλές τοῦ Χρυσοστόμου

Σᾶς     παρακαλῶ,     ἀφοῦ     σκεφτεῖτε     ὅλα     τά
προηγούμενα,  νά ἀποφεύγετε τήν ὑπερηφάνεια καί νά
ζεῖτε μέ ταπείνωση. Πῶς ὅμως θά γίνει  αὐτό;
Ἄν  πηγαίνουμε  στήν  Ἐκκλησία·  ἄν  ὁμολογοῦμε
καί   χύνουμε   δάκρυα   γιά   τίς   ἁμαρτίες   μας·   ἄν
ταλανίζουμε  τόν  ἑαυτό  μας,  λέγοντας  πώς  εἴμαστε
ἄχρηστοι δοῦλοι.
Μόνο  τότε  λιγοστεύουν  οἱ  ἁμαρτίες  μας·  ὅταν  δέν
ἔχουμε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας κι ἄν ἀκόμη
ἐπιτελοῦμε θεάρεστα ἔργα· τότε δέν θά πάθουμε, αὐτό
πού ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος.
Ἄν ἔτσι ρυθμίζουμε τή ζωή μας, θά μπορέσουμε νά
πετύχουμε  τή  φιλανθρωπία  καί  τή  συγγνώμη  τοῦ
Θεοῦ,  τή φοβερή ἡμέρα τῆς κρίσεως· θ’  ἀξιωθοῦμε νά

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

«χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)



Γ νωρίζω   βέβαια,   πώς   τά   λόγια   αὐτά,   στούς
περισσότερους ἀπό σᾶς,  φαίνονται παράξενα.  Μά πῶς
εἶναι δυνατόν ἀναρωτιέστε, ἄν καί εἴμαστε  ἄνθρωποι,
νά χαιρόμαστε συνέχεια;
Τό νά χαίρεσαι ἁπλᾶ, δέν εἶναι τόσο δύσκολο· τό νά
ἔχεις  ὅμως  συνέχεια  χαρούμενη  διάθεση,  αὐτό  εἶναι
ἀδύνατο, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς.
Ἀπό παντοῦ μᾶς περικυκλώνουν θλιβερά γεγονότα.
Κάποιος ἔχασε τό παιδί, ἤ τή γυναῖκα του, ἤ ἀληθινό
φίλο.  Ἄλλος  ἔχασε  τήν  περιουσία  του·  ἀρρώστησε
βαριά· βρέθηκε σέ δύσκολη περίσταση· συκοφαντήθηκε
ἄδικα.   Ἄλλοι   πάλι   ἀντιμετώπισαν   δυσβάσταχτα
οἰκογενειακά προβλήματα.
∆έν μᾶς φτάνει ὁ χρόνος, ν’ ἀπαριθμήσουμε ὅλα, ὅσα
μᾶς προκαλοῦν ἀθυμία,  τόσο στήν ἰδιωτική,  ὅσο καί
στή δημόσια ζωή μας.

Πηγή κοσμικῆς χαρᾶς

Πολλοί  θεωροῦν  τόν  πλοῦτο  αἰτία  χαρᾶς.  Ἄν  ὁ
πλοῦτος  ἦταν  αἰτία  χαρᾶς,  τότε  οἱ  πλούσιοι  δέν  θά
γευόταν ποτέ λύπη.  Ὑπάρχουν πολλοί πλούσιοι,  πού
νομίζουν, πώς ἡ ζωή τους ἔγινε ἀβίωτη κι εὔχονται νά
πεθάνουν, κάθε φορά πού ἀντιμετωπίζουν μιά δύσκολη
κατάσταση.
Ἄλλοι πάλι νομίζουν,  πώς ἡ ὑγεία εἶναι ἡ αἰτία
τῆς χαράς· ὅμως δέν εἶναι. Πολλοί λοιπόν ἀπ’ αὐτούς,
πού   εἶναι   ὑγιεῖς,   ἄπειρες   φορές   εὐχήθηκαν   νά
πεθάνουν,  ἐπειδή  δέν  μποροῦσαν  νά  ὑποφέρουν  τίς
ἀδικίες, πού γίνονταν στό πρόσωπό τους.
Ἄλλοι πάλι θεωροῦν αἰτία χαρᾶς τή δόξα καί τίς
τιμές.  ∆έστε ὅμως ἕνα βασιλιά!  Ὅσο μεγάλος εἶναι ὁ
ὄγκος  τῶν  ὑποθέσεων  του,  τόσο  μεγάλη  εἶναι  κι  ἡ
λύπη του.

Πηγή πνευματικῆς χαρᾶς

Ἀπ’  τά κοσμικά πράγματα,  τίποτε δέν μπορεῖ νά
μᾶς δώσει χαρά. Μόνο ὁ ἁπλός λόγος τοῦ Παύλου, θά
μᾶς ἀνοίξει τό θησαυρό.  Φτάνει μόνο νά νιώσουμε τά
λόγια αὐτά καί θ’ ἀνακαλύψουμε τό δρόμο.
∆έν εἶπε μόνο  «Χαίρετε πάντοτε»,  ἀλλά πρόσθεσε
καί τήν αἰτία τῆς χαρᾶς, «Χαίρετε πάντοτε ἐν Κυρίῳ»·
ἐκεῖνος πού χαίρεται μέ τή χαρά, πού πηγάζει ἀπ’ τόν
ἴδιο  τόν  Κύριο,  καμμιά  συμφορά,  ἀπ’  ὅσες  πέφτουν
ἐπάνω του, δέν θά μπορέσει νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ αἰτία χαρᾶς

Ὁ  φόβος   τοῦ   Θεοῦ   ἔχει   δύο   ἰδιότητες·   εἶναι
σταθερός καί ἀμετακίνητος· ἀναβλύζει δέ τόση χαρά,
πού δέν αἰσθανόμαστε τίς ἄλλες συμφορές.
Ἐκεῖνος πού φοβᾶται τό Θεό,  ὅπως πρέπει κι ἔχει
θάρρος σ’ αὐτόν, ἔχει καρπωθεῖ τή ρίζα τῆς ἡδονῆς καί
τήν πηγή κάθε χαρᾶς.
Ὅταν πέσει μιά μικρή σπίθα στό πέλαγος, ἀμέσως
ἐξαφανίζεται· ἔτσι κι ὅσα λυπηρά κι ἄν πέσουν στόν
πιστό,  πού φοβᾶται τό Θεό,  σβήνονται καί χάνονται,
σάν νά πέφτουν μέσα σέ ἀχανές πέλαγος χαρᾶς.
Καί τό πιό θαυμαστό! Ἐνῶ παραμένουν τά λυπηρά,
αὐτός  συνεχίζει  νά  χαίρεται.  Ἄν  δέν  ὑπῆρχε  τίποτε,
πού νά τοῦ προξενεῖ λύπη,  δέν θά τοῦ ἦταν σπουδαῖο
πράγμα,  νά μπορεῖ συνέχεια νά χαίρεται· ὅμως τό νά
ὑπάρχουν  τόσα  πολλά,  πού  προκαλοῦν  λύπη  καί  νά
εἶναι  αὐτός  ἀνώτερος  ὅλων,  καί  ἀνάμεσα  σέ  τόσα
λυπηρά, νά εὐφραίνεται, αὐτό εἶναι παράδοξο.
Αὐτό  συμβαίνει  καί  στήν  περίπτωση  τῶν  Ἁγίων.
Ἄν δέν ἐρχόταν σ’  αὐτούς κανένας πειρασμός,  δέν θά
τούς θαυμάζαμε, ἐπειδή συνέχεια χαίρονταν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἐκπληκτικό καί ὑπερβαίνει
τήν  ἀνθρώπινη  φύση,  εἶναι  αὐτό·  ἄν  κι  ἀπό  παντοῦ
τούς  περικύκλωναν  ἀναρίθμητα  κύματα  πειρασμῶν,
αὐτοί βρισκόταν σέ καλύτερη ψυχική κατάσταση, ἀπό
ἐκείνους πού ζοῦσαν ἥρεμη καί γαλήνια ζωή.

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε χαρούμενος

Ὁ θάνατος δέν θεωρεῖται ἀπ’ ὅλους ἡ πιό μεγάλη
συμφορά; Κι ὅμως τόν πιστό δέν τόν τρομάζει· μάλιστα
δέ τόν εὐχαριστεῖ. Γιατί γνωρίζει, πώς ὁ θάνατος εἶναι
ἡ ἀπαλλαγή ἀπ’  τούς πόνους κι ὁ δρόμος,  πού ὁδηγεῖ
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Οὔτε πάλι οἱ ἀρρώστειες μποροῦν νά ζημιώσουν τήν
ψυχή του· Ἔχει πάντοτε στή σκέψη του  «Στίς ὧρες
τοῦ πόνου,  τό Θεό νά ἔχεις καταφυγή· ὅπως ὁ χρυσός
δοκιμάζεται   στή   φωτιά,    ἔτσι   κι   οἱ   ἄνθρωποι
δοκιμάζονται ἀπ’ τό Θεό στό καμίνι τῆς ταπείνωσης». 
Ἔκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά ἐπιζητοῦμε συνέχεια,
εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἄν ἀπ’  τήν ἀρχή καταθέσεις
αὐτή τή ρίζα, ὄχι μόνο ἡ ἄνεση, οἱ τιμές, οἱ δόξες, ἀλλά
κι οἱ ἀρρώστιες, οἱ συκοφαντίες θά βλαστήσουν σέ σένα
καρπούς χαρᾶς.  Ὅπως οἱ ρίζες τῶν δέντρων εἶναι μέν
πικρές, ὅμως δίνουν σέ μᾶς γλυκύτατους καρπούς, ἔτσι
κι   ἡ   κατά   Θεόν   λύπη,   θά   μᾶς   φέρει   πολλή
εὐχαρίστηση.
Ὅσοι  προσευχήθηκαν  μέ  λύπη,  κι  ἔχυσαν  καυτά
δάκρυα,  γνωρίζουν  πόση    μεγάλη  χαρά  ἀπόλαυσαν·
πόσο ἡρέμησε ἡ ψυχή τους· πόσες καλές ἐλπίδες εἶχαν
μετά τήν προσευχή.
Aὐτό πού λέω πάντοτε, θά πῶ καί τώρα: ∆έν εἶναι
ἡ φύση τῶν πραγμάτων,  πού μᾶς στεναχωρεῖ ἤ   μᾶς
χαροποιεῖ, ἀλλά ἡ δική μας διάθεση.

Όμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου



Ταπείνωση



Τότε   θά   γίνεις   μεγάλος,   τότε   ἔνδοξος·   ὅταν
ξευτελίζεις τόν ἑαυτό σου· ὅταν δέν ποθεῖς τά πρωτεῖα·
ὅταν  καταδέχεσαι  νά  μειώνεσαι  καί  νά  κινδυνεύεις
συνεχῶς.
Ὅταν ἐπιδιώκεις νά εἶσαι διάκονος πολλῶν· νά τούς
ὑπηρετεῖς    καί    νά    τούς    φοντίζεις·    νά    εἶσαι
προετοιμασμένος γιά τό σκοπό αὐτό, ὅλα νά τά κάνεις
κι ὅλα νά τά πάθεις.
Ἔχοντας   αὐτά   συνεχῶς   στή   σκέψη   μας,   ἄς
ἐπιδιώκουμε  τήν  ταπείνωση  μέ  μεγάλη  προθυμία·
μάλιστα ὅταν μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς φτυνουν· ὅταν μᾶς
ἀτιμάζουν καί μᾶς περιφρονοῦν· ὅλα νά τά ὑπομένουμε
μέ εὐχαρίστηση.
Τίποτε δέν μᾶς ὑψώνει στά μάτια τοῦ Θεοῦ τόσο
πολύ καί δέν μᾶς χαρίζει δόξα καί τιμή,  ὅσο ἡ ἀρετή
τῆς ταπείνωσης.

Ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς


Τή γυναίκα τήν κάνει ἀξιαγάπητη ὄχι ἡ ὀμορφιά
τοῦ  σώματος,  ἀλλά  ἡ  ἀρετή  τῆς  ψυχῆς  της·  ὄχι  τά
βαψίματα, οὔτε τά χρυσά κοσμήματα καί τά πολυτελή
ροῦχα, ἀλλά ἡ σωφροσύνη, ἡ καλοσύνη κι ὁ φόβος τοῦ
Θεοῦ.
Τό  πνευματικό  κάλλος  κατορθώνεται  μόνο  μέσα
στό   Ναό·   ἐκεῖ   οἱ   ἀπόστολοι   καί   οἱ   Προφῆτες
καθαρίζουν,   στολίζουν,   ἀφαιροῦν   τό   γέρασμα   πού
προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία· ἐκεῖ προσθέτουν τήν ἀκμή τῆς
νεότητας  καί  ἀπομακρύνουν  ἀπ’  τή  ψυχή  μας  κάθε
κηλίδα, κάθε ρυτίδα καί μολυσμό.
Αὐτό  λοιπόν  τό  κάλλος,  ἄς  προσπαθήσουμε,  νά
ἐγκαταστήσουμε μέσα μας καί ἄντρες καί γυναῖκες. Τό
κάλλος  τοῦ  σώματος  τό  μαραίνει  ἡ  ἀρρώστια·  τό
σβήνουν τά γηρατειά· τό καταστρέφει ὁ θάνατος. 
Τό  κάλλος  ὅμως  τῆς  ψυχῆς,  οὔτε  χρόνος,  οὔτε
ἀρρώστια,  οὔτε γηρατειά,  οὔτε θάνατος μπορεῖ νά τό
καταστρέψει· παραμένει γιά πάντα ἀνθηρό.
Γιά   νά   γίνουμε   λοιπόν   φίλοι   μέ   τό   Θεό,   ἄς
φροντίζουμε   κάθε   μέρα   γι’   αὐτό   τό   κάλλος·   ἄς
καθαρίζουμε  κάθε  κηλίδα  μέ  τήν  ἀνάγνωση  τῶν
Γραφῶν, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐλεημοσύνη καί μέ
τήν μεταξύ μας ἀγάπη.
Τότε  ὁ  Χριστός  θά  ἀγαπήσει  τήν  ὀμορφιά  τῆς
ψυχῆς  μας,  καί  θά  μᾶς  ἀξιώσει  ν’  ἀπολαύσουμε  τά
ἀγαθά τῆς  οὐράνιας Βασιλείας Του.

Ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης



Ἄν κι ἐγκατέλειψα τήν πόλη, δέν ἔπαψα ὅμως νά
σᾶς σκέφτομαι οὔτε λεπτό· ἀγάπησα τήν ὀμορφιά τῆς
ψυχῆς σας·  ὅπου κι ἄν πάω τήν κουβαλῶ μαζί μου.
Οἱ ζωγράφοι φτιάχνουν τίς εἰκόνες τῶν ἀνθρώπων,
ἀνακατεύοντας διάφορα χρώματα· μέ τόν ἴδιο τρόπο κι
ἐγώ   ζωγράφισα τήν εἰκόνα τῆς ψυχῆς σας.  Γι’  αὐτό
πῆρα σάν χρώματα τίς ἀρετές σας· τό ἐνδιαφέρον σας
γιά τίς συνάξεις,  τήν προθυμία σας γιά τήν ἀκρόαση,
τήν ἀγάπη σας στό πρόσωπό μου.
Τή  ζωγραφιά  αὐτή  τήν  εἴχα  πάντα  μέσα  στήν
καρδιά μου· αὐτή μοῦ ’δινε τή μεγάλη παρηγοριά, ὅσο
καιρό βρισκόμουν μακρυά σας.
Ἔφερνα συνέχεια στό νοῦ μου τήν ἀγάπη σας·  ὅταν
ἔμενα  στό  σπίτι,  ὅταν  βάδιζα,    ὅταν  ἀναπαυόμουν. 
Ἔβρισκα    μεγάλη    εὐχαρίστηση    σ’     αὐτές    τίς
ὀνειροπολήσεις.  Ἦταν ἡ  συντροφιά μου, ὄχι μόνο τήν
ἡμέρα, ἀλλά καί τή νύχτα.
έν μποροῦσα νά σᾶς δῶ μέ τά μάτια τοῦ σώματος·
σᾶς ἔβλεπα ὅμως μέ τά μάτια τῆς ἀγάπης.  ∆έν ἦταν
δυνατόν νά εἶμαι κοντά σας μέ τό σῶμα· βρισκόμουν
ὅμως μαζί σας,  μέ τή διάθεση τῆς ψυχῆς.  Πάντα στ’
αὐτιά μου, ἀντηχοῦσε ἡ φωνή σας.
Ἡ ἀρρώστια μου μέ ἀνάγκαζε νά μένω στόν τόπο
ἐκεῖνο, γιατί ἔβλεπα μεγάλη ὠφέλεια ἀπ’ τόν καθαρό
ἀέρα· ἡ δύναμη ὅμως τῆς ἀγάπης σας, δέν τό ἀνεχόταν
αὐτό.  Θεώρησα λοιπόν σάν ὑγεία,  ὅχι τήν ἀπαλλαγή
μου ἀπ’ τήν ἀρρώστια, ἀλλά τή δική σας συντροφιά.

Παιδί μου, θέλεις νά ὑπηρετεῖς τόν Κύριο;

Ἑτοίμασε τή ψυχή σου νά ὑπομείνει πειρασμό



Ἄς μήν ἀποροῦμε, πού ὑποφέρουμε πολλά βάσανα,
ἐνῶ   ἀσχολούμαστε   μέ   πνευματικά   πράγματα.   Οἱ
ληστές δέν τρυποῦν τούς τοίχους,  ἐκεῖ   πού   ὑπάρχει
χορτάρι καί ἄχυρο·  τρυποῦν, ἐκεῖ πού  ὑπάρχει χρυσάφι
κι  ἀσήμι.
Ἔτσι   κάνει   κι   ὁ   διάβολος·   ἐπιτίθεται   μόνον
ἐναντίον ἐκείνων,  πού ἐργάζονται πνευματικά.  Ὅπου
ὑπάρχει ἀρετή,  ἐκεῖ κάνει τήν παρουσία του ὁ φθόνος
κι οἱ συκοφαντίες.
Ἄν    ἐνῶ    ἀσχολούμασταν    μέ    τά    πνευματικά
πράγματα,  γνωρίζαμε  ἀπ’  τήν  ἀρχή,    ὅτι    δέν    θά
πάθουμε    κανένα    κακό,    δέν    θά    κάναμε    κάτι
σπουδαῖο.  Ἡ ἀσχολία μας αὐτή, θά ἦταν ἐγγύηση γιά
τήν   ἀσφάλειά  μας.
Ὅταν    ὅμως  πρόκειται    νά    κάνεις    κάτι    πού
ἀρέσει  στό  Θεό,  ἔχε  στό νοῦ  σου, ὅτι θ’  ἀντιμετω-
πίσεις  θλίψεις,    θάνατο·  Ὅποιος  ἀγωνίζεται  στήν
πυγμαχία, δέν παίρνει βραβεῖο, χωρίς τραύματα. 
Ἐσύ   λοιπόν πού   δέχτηκες νά κατέβεις σέ ἀγῶνα
μέ τό διάβολο, νά  μήν  ἐπιδιώκεις  νά  ζεῖς  ἄνετα. Ὁ
Θεός  δέν  σοῦ  ὑποσχέθηκε,  ὅτι  θά  σ’  ἀνταμείψει σ’
αὐτή  τή ζωή,  ἀλλά  στήν  ἄλλη.
Μιμήσου  τό  ζῆλο  τῶν  Ἀποστόλων  κι  ὅλων  τῶν
Ἁγίων· μή σταματᾶς νά ἐκτελεῖς τά θεάρεστα ἔργα·
μή χάνεις τό θάρρος σου, ἔστω κι ἄν ἄπειρες φορές δεῖς
τό  διάβολο, νά  σοῦ  βάζει  ἐμπόδια.



Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:Να είμαστε πολυ προσεκτικοί και μετά την Θεία Κοινωνία!



«Οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας», λέμε κάθε φορά που κοινωνούμε. Δηλαδή δεν θα μιμηθώ τον Ιούδα που μόλις κοινώνησε, αμάρτησε, (πρόδωσε με φίλημα τον Χριστό!).

Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε πολύ προσεκτικοί μετά τη Θ. Κοινωνία! ‘Έχουμε βάλει μέσα μας το Χριστό! Σκεφθείτε να υβρίζουμε τον πλησίον μας, να τον αδικούμε, να τον κλέβουμε! «Ενώ έχουμε φάει «αμνό», να γινόμαστε «λύκοι»! Ενώ έχουμε φάει «πρόβατο», να αρπάζουμε σαν τα λιοντάρια! Πώς θα απολογηθούμε, όταν κάνουμε τέτοιες αμαρτίες , έχοντας προηγουμένως κοινωνήσει;» ( Άγιος Ι. P.G. 58: 508 ) . Μια τέτοια αμαρτία (μετά τη Θ. Κοινωνία ) ζυγίζει πολύ βαριά!

Ο Άγιος Ιωάννης καυτηριάζει ακόμα και όσους μετά τη Θ. Κοινωνία το ρίχνουν στο κρασί και στο φαγοπότι, διώχνοντας έτσι από πάνω τους τα χαρίσματα της Θ. Κοινωνίας! «Μη ρίψης χαράν τοσαύτην, μη εκχέης, τον θησαυρόν ,μη επεισαγάγης μέθην την της αθυμίας μητέρα, την του διαβόλου χαράν, την μυρία τίκτουσαν κακά. Τον δε Χριστόν ένδον έχων τολμάς ,ειπέ μοι, τοσαύτην επεμβαλείν μέθην;» ( P.G. 61: 232 ) .
Και αν από μόνη της η τρυφή προκαλεί τον πνευματικό θάνατο ( Α΄ Τιμ. 5:6 ) πόσο μάλλον μετά τη Θ. Κοινωνία! «Και ει εν άλλω καιρώ τούτο γινόμενον απόλλυσι, πολλώ μάλλον μετά την των μυστηρίων κοινωνίαν». ( P.G. 61: 231 ). Έλαβες «άρτον ζωής», και κάνεις πράγματα που επιφέρουν τον θάνατο; Δεν φρίττεις, «Συ δε άρτον ζωής λαβών, πράγμα θανάτου ποιείς, και ου φρίττεις;». ( P.G. 61:231 ) . Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης συνιστά ακόμα και νηστεία και μετά την Θ. Κοινωνία! Γράφει: «Πριν κοινωνήσεις , νηστεύεις για να κοινωνήσεις άξια. Αφότου όμως μεταλάβεις, θα πρέπει να αυξήσεις την εγκράτεια, για να μην φανείς ανάξιος γι’ αυτό που έλαβες. Τί λοιπόν; Πρέπει να νηστεύουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία; Καλό είναι αυτό, αλλά δεν θα σας υποχρεώνω να το κάνετε. Απλά σας συμβουλεύω να μην το ρίχνετε στο φαγοπότι και στην απληστία» ( PG 61:231) .

Ελεημοσύνη.

Ο Άγιος Ιωάννης το θεωρεί αδιανόητο , να έχεις κοινωνήσει, και να αδιαφορείς για τον πλησίον σου! Να βλέπεις μπροστά σου το Χριστό γυμνό και πεινασμένο στο πρόσωπο του άλλου, και συ να μην του δίδεις σημασία! «Τι λέγεις; Ανάμνησιν Χριστού ποιείς, και πένητας παροράς και ου φρίττεις;» ( P.G. 61:229 ) . «Αν έκανες μνημόσυνο του παιδιού σου ή του αδερφού σου, και δεν έκανες, όπως λέει το έθιμο, «τραπέζι» στους φτωχούς, δεν θα σε έτυπτε η συνείδησή σου; Όμως τώρα που γίνεται «ανάμνηση» του Δεσπότου σου και δεν κάνεις το παραμικρό!» (P.G. 229- 230 ) . «Θρέψωμεν τον Χριστόν, ποτίσωμεν, ενδύσωμεν∙ ταύτα της τραπέζης εκείνης άξια» (P.G. 61: 232 ). Συνιστούσε μάλιστα στους πιστούς να φέρνουν τους αρρώστους στο Ναό, ώστε έχοντας (οι πιστοί) προηγουμένως κοινωνήσει, να δείχνουν αμέσως και εμπράκτως την κοινωνία τους με τον πλησίον, βοηθώντας τους αρρώστους!
Ο Άγιος Ιωάννης έφθασε μάλιστα στο σημείο να ειπεί, πως όποιος έχει κοινωνήσει και δεν βοηθά τον πλησίον του, κάνει μεγαλύτερο έγκλημα από τον άσπλαχνο δούλο της παραβολής! ( Μτ. 18: 23-43 ). Ενώ δηλαδή ο κύριός του του χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα, αυτός (ο δούλος ) δεν ήθελε να χαρίσει στον σύνδουλό του ούτε εκατό δηνάρια! «Και ο Κύριος οργίσθηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές» ( Μτ. 18:34 ) . Και ο Άγιος Ι. σχολιάζει: «Γεύθηκες το Αίμα Δεσποτικόν, και δεν δίδεις σημασία στον αδερφό σου; ! Δεν άκουσες τι έπαθε αυτός που απαιτούσε τα εκατό δηνάρια; ! Ακύρωσε τη «δωρεά» που του έκανε ο κύριός του! Δεν καταλαβαίνεις πως τέτοιος είσαι και συ ακόμα και χειρότερος! Ήσουν πάμφτωχος (από αρετές) «μυρίων γέμων αμαρτημάτων», και όμως ο Θεός σου συγχώρησε τις αμαρτίες σου, και σε δέχθηκε στην «Τράπεζά» Του. Και συ ούτε καν συγκινήθηκες , ώστε να γίνεις πιο φιλάνθρωπος προς τον πλησίον! Λοιπόν τίποτε άλλο δεν απομένει και για σένα, παρά να σε παραδώσουν στους βασανιστές!» ( P.G.61, 230 , ελεύθερη απόδοση ) .

Ο «δίσκος» στις εκκλησίες.

Ήδη στην πρώτη Εκκλησία μετά τη μετάληψη των αχράντων μυστηρίων έβγαινε «δίσκος» υπέρ των πτωχών. Και ο «προεστώς» «διαμοίραζε» τα χρήματα, είτε στις χήρες, ή στα ορφανά, ή στους φτωχούς, ή στους φυλακισμένους, ή στους ξένους, ή στους αρρώστους». ( Άγιος Ιουστίνος , P.G. 6:429, & A΄Κορ. 16:2 -8 & Ρωμ. 15:23- 30 ) . Θα θυμούνται οι παλαιότεροι πως ο δίσκος στην εκκλησία έβγαινε αμέσως μετά τον «καθαγιασμό» , στο «ἌξιονἘστί», λίγο δηλαδή προ της Θ. Κοινωνίας.
Είχε και αυτό τη σημασία του: Τώρα που ο Χριστός θα σου «δώσει» το Σώμα Του, δώσε και συ «κάτι»!


ΠΗΓΗ: Με παρρησία…

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου)



Δὲν εἶναι ἀξιοπερίεργο τὸ ὅτι στέλνουμε τὰ παιδιά μας στὸ σχολεῖο νὰ μάθουν γράμματα καὶ τέχνες καὶ ἐξαντλοῦμε ὅλες μας τὶς δυνατότητες γιὰ τὴν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ καὶ δὲν ἐνδιαφερόμαστε νὰ τὰ ἀναθρέψουμε συγχρόνως καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Ἒ λοιπὸν νὰ ξέρετε ὅτι, ὅταν ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας, ἔτσι ὥστε νὰ γίνουν, ἀνεδῆ, ἀκόλαστα, ἀπειθάρχητα, βάναυσα, τότε, ἐμεῖς πρῶτοι θὰ γευθοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς κακίας τους.
Ἂς προσέξουμε λοιπὸν αὐτὸ τὸ θέμα κι ἂς ὑπακούσουμε σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ μακάριος Ἁπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει νὰ ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας καὶ νὰ τὰ παιδαγωγοῦμε, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ τοὺς δίνουμε πάντα ἐμεῖς πρῶτοι τὸ καλὸ παράδειγμα καὶ νὰ τὰ συνηθίσουμε ἀπὸ μικρὰ στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν.

Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ.

Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα; Μέχρι πότε θὰ σκύβουμε καὶ θὰ ἐπικεντρώνουμε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον μας πάνω στὰ γήινα πράγματα;


Ὅταν πρόκειται, γιὰ τὴν φροντίδα τῆς ἀνατροφῆς καὶ τὴν παιδαγωγία τῶν παιδιῶν μας, ἂς παίρνουν ὅλα τὰ ἄλλα δεύτερη θέση καὶ σημασία.
Ἂν τὸ παιδὶ διδαχτεῖ ἀπὸ μικρὸ νὰ σκέπτεται μὲ σωστὸ τρόπο, τότε ἔχει ἤδη ἀποκτήσει μεγάλο πλοῦτο καὶ δόξα.
Δὲν θὰ ἔχεις κατορθώσει τίποτα τὸ σπουδαῖο, ἂν ἔχεις μάθει τὸ παιδί σου κάποια τέχνη ἢ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποῖα θὰ κερδίσει ἐνδεχομένως χρήματα. Τὸ σπουδαῖο θὰ εἶναι ἂν τὸ ἔχεις διδάξει τὴν τέχνη νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα. Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλούσιο, ἔτσι νὰ τὸ κάνεις. Γιατὶ πλούσιος δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Αὐτὸ νὰ διδάξεις τὸ παιδί σου. Αὐτὸ νὰ τοῦ μάθεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος.
Μὴν κοιτάζεις, πῶς θὰ τὸ κάνεις νὰ προκόψει -μὲ τὴν ἔννοια βέβαια, ποὺ τὸ κοσμικὸ φρόνημα θεωρεῖ τὴν προκοπὴ- γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ καταντήσεις φιλόδοξο. Φρόντισε καλύτερα νὰ τοῦ μάθεις πῶς νὰ περιφρονεῖ, σὲ τούτη ἐδῶ τὴ ζωή, τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος καὶ πιὸ σπουδαῖος.
Αὐτὰ εἶναι πράγματα, ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἐξ ἴσου, καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ ἀπὸ τὸ φτωχό. Αὐτὰ δὲν τὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ δάσκαλο, οὔτε τοῦ τὰ μαθαίνει καμμιὰ τέχνη. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ μαθαίνει κανεὶς ζώντας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Μὴν φροντίζεις μόνο, νὰ ζήσει τὸ παιδί σου πολλὰ χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ. Φρόντισε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀτέλειωτη καὶ αἰώνια ζωή.

Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ.

Θέλεις νὰ ἀφήσεις ἄνθρωπέ μου, πλοῦτο στὸ παιδί σου; Δίδαξέ το νὰ εἶναι τίμιο. Γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ διαφυλάξει τὸν πλοῦτο του. Ἔτσι, ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀποκτήσει ἄλλα κτήματα, τουλάχιστον δὲν θὰ σκορπίσει ὅσα ἔχει.

Ἂν ὅμως τὸ παιδί σου εἶναι πονηρό, τότε δὲν θὰ τὸ ἀφήσεις φύλακα τοῦ πλούτου σου, ἀλλὰ θὰ τὸ κάνεις χειρότερο κι ἀπὸ τὸν τελευταῖο φτωχὸ τῆς γῆς.
Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἀναθρέψει σωστὰ τὰ παιδιά τους, εἶναι γι᾿ αὐτὰ προτιμότερη, ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἡ τέλεια φτώχεια. Γιατὶ ἡ φτώχεια θὰ τὰ διατηρήσει στὴν ἀρετή, ἀκόμα καὶ παρὰ τὴ θέλησή τους, ἐνῶ ὁ πλοῦτος δὲν θὰ τὰ ἀφήσει στὸν ἴσιο δρόμο, ἀκόμα κι ἂν τὰ ἴδια τὸ θέλουν. Ἡ πλούσια ζωὴ θὰ τὰ παρασύρει στὸ κακό, θὰ τὰ καταστρέψει καὶ θὰ τὰ ὁδηγήσει σὲ ἀμέτρητα δεινά.

Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61, 546 κ.ἑξ.

Πές μου ἄνθρωπὲ μου, ἂν ἔβλεπες τὸ παιδί σου νὰ λειώνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, θὰ τὸ ἄντεχε ἡ ψυχή σου καὶ θὰ ἀγνοοῦσες τὴν κατάστασή του; Δὲν θὰ ἔτρεχες νὰ κάνεις ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι σου, γιὰ νὰ τὸ χορτάσεις καὶ νὰ τὸ ἀναπαύσεις;

Ἒ λοιπόν, ἂν ἔλειωνε τὸ παιδί σου ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ὑλικῆς τροφῆς, δὲν θὰ τὸ παράβλεπες. Τώρα, ποὺ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας τῶν θείων Γραφῶν, τὸ σηκώνει ἡ ψυχή σου καὶ τὸ προσπερνᾶς ἀπαρατήρητο;
Πές μου, ἀξίζει τέτοιος ποὺ εἶσαι, νὰ ὀνομάζεσαι πατέρας;
Αὐτὴ ἡ πεῖνα εἶναι φοβερώτερη ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς τροφῆς, ἐφόσον καταλήγει στὸν μεγαλύτερο, τὸν πνευματικὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε, περισσότερο γι᾿ αὐτὴν καὶ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε πιὸ ἄμεσα. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει: Νὰ μεγαλώνετε τὰ παιδιά σας, νουθετώντας καὶ παιδαγωγώντας τα, μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. στ´, 4). Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ πατρικὴ φροντίδα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια πατρικὴ κηδεμονία.
Ἔτσι ἐγὼ κατανοῶ τὴν πατρικὴ σχέση μὲ τὸ παιδί, ὅταν δηλαδὴ ὁ πατέρας φροντίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν ὑλική, τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ παιδιοῦ του.

Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 51, 100 - 101


Ἂν πρόκειται νὰ μᾶς ζητηθοῦν εὐθῦνες γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους -ἐφόσον μᾶς ἔχει πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος : κανένας νὰ μὴν ζητάει τὸ δικό του, ἀλλὰ καθένας νὰ φροντίζει γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου. (Α Κορ. 10, 24)- πόσο περισσότερο θὰ εἴμαστε ὑπόλογοι γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς φροντίδα μας πρὸς τὰ παιδιά μας;

Θὰ μᾶς πεῖ ὁ Θεὸς: Δὲν τό ῾χες το παιδὶ κοντά σου ἀπὸ βρέφος; Δὲν σὲ ἔχω ὁρίσει δάσκαλό του, προστάτη, κηδεμόνα καὶ ὁδηγό του; Δὲν τὸ εἶχα ἀφήσει ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια σου;
Σοῦ ἔχω δώσει ἐντολή, νὰ τὸ διαπλάσεις ἀπὸ πολὺ μικρὸ καὶ νὰ τὸ παιδαγωγήσεις σωστά. Νομίζεις ὅτι θὰ βρεῖς ἔλεος, ἂν ἀδιαφορήσεις καὶ τὸ ἀφήσεις νὰ χαθεῖ;
Τί ἔχεις νὰ ἀπαντήσεις πάνω σ᾿ αὐτὸ ἄνθρωπέ μου;
Μήπως θὰ μοῦ πεῖς, ὅτι τώρα ποὺ μεγάλωσε τὸ παιδί, εἶναι γιὰ μένα δύσκολο αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ σκληρό; Αὐτὸ ἄνθρωπέ μου ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχες ὑπολογίσει ἀπὸ τότε, ποὺ τὸ παιδὶ ἦταν μικρὸ καὶ εὔπλαστο καὶ μποροῦσε εὔκολα νὰ ὑπακούει. Ἁπὸ τότε ἔπρεπε νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσεις προσεκτικὰ καὶ νὰ τὸ συνηθίσεις νὰ κινεῖται καὶ νὰ σκέπτεται σωστά. Ἁπὸ τότε ἔπρεπε νὰ τὸ διορθώνεις καὶ νὰ κόβεις τὶς ἀδυναμίες του. Τότε ποὺ ἡ ἡλικία ἦταν ἀκόμα τρυφερὴ καὶ ὅλα ἦταν πιὸ εὔκολα. Τότε ἔπρεπε νὰ εἶχες ξερριζώσει τὰ ἀγκάθια.
Ἂν δὲν τὰ παραμελοῦσες τότε ποὺ ἀναπτύσσονταν τὰ πάθη, δὲν θὰ εἶχαν τώρα ριζώσει καὶ δὲν θὰ ἦσαν σήμερα δυσκολοθεράπευτα. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλει ἡ Ἁγ. Γραφὴ καὶ μᾶς λέει: Κάνε τὸ παιδί σου, νὰ σκύψει τὸ κεφάλι, ἀπὸ τὴ μικρή του κιόλας ἡλικία, τότε ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολη ἡ διαπαιδαγώγησή του (Σοφ. Σειρ. 7, 23).

Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 51, 327 κ.ἑξ