A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)


Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε. Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.


Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.

Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.

Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.

Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί. Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα, που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19). Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή. Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησόν με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους. Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική, και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.

(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.

Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.

Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρησή τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό. Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύο ώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράνθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.

(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος, σ. 121-126)

Πηγή: http://alopsis.gr/

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





1. Τῷ καιρῷ ἐκείνω διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ῾Ιεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.
4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.
7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. 10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Ἀπόδοση:

Εκείνο τον καιρό περνούσε ό Ιησούς μέσα από την Ιεριχώ. Και να ένας άνθρωπος πού τον έλεγαν Ζακχαίο και αυτός ήταν αρχιτελώνης και επομένως πλούσιος. Και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι και δεν μπορούσε, εξαιτίας του κόσμου καν επειδή ήταν μικρόσωμος.
 Έτρεξε λοιπόν μπροστά και ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί από κει θα περνούσε. Και μόλις ήλθε σε κείνο το μέρος, σήκωσε τα μάτια του ο Ιησούς και τον είδε και του είπε' Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.
Και ο Ζακχαίος κατέβηκε αμέσως και υποδέχτηκε τον Ιησού με χαρά. Όλοι τότε όταν είδαν αυτό εγόγγυζαν και έλεγαν πώς μπήκε να φιλοξενηθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
 Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Ιησού και του είπε· Να τα μισά από τα υπάρχοντα μου Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· και αν τύχει και έκλεψα κανενός του το δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε του είπε ο Ιησούς. Σήμερα έγινε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, γιατί και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήρθε για να ψάξει να βρει και να σώσει τους χαμένους.

Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην
(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)


Όσοι επιθυμούν τα καλά, δε διαφέρουν από τους διψασμένους, αγαπητοί. Όσο δε βρίσκουν αυτό που ζητούνε, τόσο ανάβει η δίψα τους για ο,τι ποθούν. Και τη νύχτα ονειρεύονται σα διψασμένοι τις πηγές των πόθων τους. Κι όταν ξημερώση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, με αεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, αναζητούν αυτά που ποθεί η καρδιά τους.

Κι όπως οδοιπόροι, που σε ώρα μεσημεριού διασχίζουν άνυδρο τόπο, αναγκασμένοι από τη δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· και πολλές φορές θα τους δης ν’ ανεβαίνουν και βουνά όπου υπάρχειπηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαίρονται και συνεχίζουν την πορεία τους προς αυτή με βιάση·έπειτα φθάνουν στην πηγή και σβήνουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι κι οι φίλοι του Χριστού. Την ημέρα αναζητούν τον ποθητό τους Χριστό με καλά έργα και τη νύχτα είναι κοντά του με την προσευχή κι όταν κοιμούνται βλέπουν στο όνειρό τους ότι περπατούν μαζί του.

Όταν στα οράματά τους τον ιδούν από μακριά χαίρονται κι αναγαλλιάζουν καθώς οι διψασμένοι, ότανβρουν τις πηγές που ποθούν. Κι όταν ξυπνήσουν θέλουν να ξανακοιμηθούν, για ν’ αντικρύσουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτασία.

Τέτοιος και ο Ζακχαίος που διαβάσαμε πριν από λίγο στο Ευαγγέλιο. Δήτε τον που τρέχει και ο θείος πόθος τον πυρπολεί· σκαρφαλώνει στο δένδρο και ψάχνει γύρω τον Ιησού, για να δη τη ζωοδότρα πηγή.

Κι όταν ο Ζακχαίος αντίκρυσε τον Κύριο, ξεκούρασε την όραση του, περισσότερο όμως αναρρίπισετον πόθο στην καρδιά του· «Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ και περιπατούσε στον δρόμο. Βρήκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαίο. Ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Ήθελε πολύ να ιδή τον Ιησούπου ήταν να περάση από κει».

Πρόσεξε, αγαπητέ μου, τον πόθο της ψυχής του. Δεν μπορούσε όμως να δη από το πλήθος, γιατίήταν μικρό το ανάστημά του. Τρέχει λοιπόν μπροστά κι ανεβαίνει σε μια μουριά για να δη τον Ιησού, που ήταν να περάση από κει. Ο Ζακχαίος με το μικρό ανάστημα και την πολλή γνώση ζητούσε να δη τον Χριστό, επιθυμούσε να δη το θεό μέσα στους ανθρώπους που χάριζε τον ουρανό, ήθελε να δη το δημιουργό των αγγέλων, να δη να βαδίζη με βήματα ανθρώπου ο φωτοδότης του ουρανού,υπέργειου φωτός.

Ζητούσε να δη πως ο ήλιος της δικαιοσύνης καθισμένος στο νέφος πλημμύρισε με φως των πιστών τα ψυχικά μάτια. Ζητούσε να δη το θεό Ιησού, τον ωραίο, τον ποθητό, το γλυκύ, που με τόνομά του δηλώνει και την πράξη. Να δη το πορφυρόμαλλο πρόβατο, που το αίμα του έγινε το τίμημα της οικουμένης και το μαλλί του έντυσε τους γυμνούς από τον Αδάμ ως το τέλος. Επιθυμούσε να δη οαιχμάλωτος στρατιώτης το βασιλιά του, το πρόβατο το βοσκό του, ο παραπλανημένος το δρόμο του,ο σκοτισμένος το φως. Επιθυμούσε να δη τον κήρυκα της ευσεβείας, αυτός που δεν είχε γευτή τη γλυκύτητα της θεογνωσίας.

Ζητούσε να δη ο άρρωστος την υγεία του, ο πεινασμένος την ουράνια τροφή, ο διψασμένος την ζωοδότρα πηγή. Επιθυμούσε να δη τον εμψυχωτή των ιερέων και τον ξυπνητή του Λαζάρου. Ω, το θεϊκό έρωτα! Ω, την επιθυμία! Ω, το χρυσόφτερο έρωτα, η καλύτερα τον έρωτα του Χριστού, πουανεβάζει στον ουρανό την ψυχή που τον έχει. Ο θεϊκός έρωτας που τον εσήκωσε από τη γη, τονέκαμε κιόλα ν’ ανεβή στο δένδρο.
Δεν τον άφησε να εξακολουθήση να βλέπη τα πράγματα της γης, ούτε και να συναστρέφεται τουςανθρώπους. Αλλά τη θεία αγάπη ποθώντας σρέφει το βλέμμα στα ουράνια αγαθά. Από τα γήινα τρέχει προς τα ουράνια, που προκαλούσαν την προθυμία του κι αφού σκαρφάλωσε στο δέντροέψαχνε γύρω από το Χριστό και με φαντασία βρισκόταν στον ουρανό. Κι όταν είδε ο Ζακχαίος τοΧριστό του μίλησε ταιριαστά.

Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου που κατοικείς στον ουρανό. Είδε τον Κύριο ο Ζακχαίος και δυνάμωσεη επιθυμία του περισσότερο. Τον άγγιξε στην ψυχή κι έγινε διαφορετικός άνθρωπος· από τελώνης ζηλωτής, από άπιστος πιστός, από λύκος πρόβατο σφραγισμένο για τη σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοιαεπιθυμία για τον πατέρα και την μητέρα του, ποιός αγάπησε τη γυναίκα η τα παιδιά του, όπως οΖαχκαίος τον Κύριο, όπως φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα; Μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και τετραπλάσια έδωσε σ’ όποιους εσυκοφάντησε. Συμπεριφορά άριστη μαθητού, και δασκάλου επιείκεια και δύναμη θεϊκή· από τη θέα του μόνο ο Ιησούς οδηγεί στην πράξη.

Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν που τον ποθούσε και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω η δύναμη της πίστεως. Παρόμοιο έγινεκαι στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε να τη θεραπεύση, μα δε δεχόταν να τουαγγίξη το χέρι. Κι εκείνη του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη δύναμη σα σφουγγάρι με το άγγιγμά της την τράβηξε. Κι ο Ζαχκαίος ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος απόβία θεϊκή και από πνευματικόν έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά.

Ο Κύριος όμως ανακαλύπτοντας κάποιο μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ο Αδάμ ότνα ένιωσε τη γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσωαπό τη συκιά. Και συ που θέλεις να σωθής, μην τρέχης πάνω στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη, το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό ναοδηγής τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό.

Ενώ στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και σ’ αυτήν εκλώσσησετα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίση να ψιθυρίζη στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάση τη γλυκειά ηδονή. Κατέβα γρήγορα. Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’ αυτή·όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθής.

Δικό μου πρόβατο είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι. Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξαίρω τι θα κάμης σε λιγο· ξαίρω ότι θα δώσης όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώταότι θα επιστρέψης το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησες.

Σε τέτοιους ανθρώπους μ’ ευχαρίστηση φιλοξενούμε. Κι ο Ζακχαίος κατέβηκε βιαστικός, πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αλλά αφού στάθηκε, για να δείξη την αμετάθετη απόφασή του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξαιρε που σπέρνει και που ήταν να θερίση και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά από τα υπάρχοντά μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησα.

Ω άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση αθάμπτωτη –μπροστά στηναθάμπωτη δόξα του θεού- που είναι η πίστη η πνοή της κι η δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμη άξιους ο Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μαςΙησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)




1.Να αγαπά τον Θεόν με όλην την ψυχήν και με όλην την δύναμίν του,και να φυλάσσει τας εντολάς αυτού,να αγαπά δέ τον πλησίον του(τον συνάνθρωπό του),όπως αγαπά τον εαυτόν του,σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου,ο οποίος είπεν·Εάν τας εντολάς μου τηρήσετε,μενείτε εν τη αγάπη μου(Ιωάν.ιε' 10).Θα μείνετε δέ είς την αγάπην,που σας έχω,εάν φυλάξετε τας εντολάς μου.Και πάλιν·Εν τούτω γνώσονται πάντες,ότι εμοί μαθηταί έστε,εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις(Ιωάν.ιγ' 35).Με αυτό θα μάθουν όλοι ότι είσθε μαθηταί μου,εάν έχετε αγάπην ο ένας προς τον άλλον.

2.Να ταπεινώνη την ψυχήν του εμπρός είς τον Θεόν και ουδέποτε να υψώνη την κεφαλήν του εναντίον του πλησίον του.Διότι όπως λέγει η Γραφή,Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ούκ εξουδενώσει(Ψαλ. ν' 19).Καρδίαν η οποία συνετρίβη και εταπεινώθη από την θλίψην,δέν θα την εξευτελίσει ο Θεός.Να δοκιμάζει δέ και πικράν θλίψιν διά τας αμαρτίας του πλησίον του,και να πενθή διά τας ιδικάς του αμαρτίας,να χαίρη όταν ο πλησίον του χαίρη και να μην λειώνη από τον φθόνον διά την ευτυχίαν του·να δέχεται με υπομονήν και να συμβουλεύη εκείνους οι οποίοι τον αντιστρατεύονται,και να κατέχεται πάντοτε από τον πόθον και την δίψαν να εκτελή έργα δίκαια,ώς θέλει ταύτα ο Θεός·διότι αυτός θα διατηρήσει και την ψυχήν του καθαράν.

3.Να αισθάνεται ευσπλαγχνίαν δι'εκείνους οι οποίοι έχουν ανάγκην ευσπλαγχνίας και να διαθέτει όλας τάς δυνάμεις του διά την ειρήνην,όπως την θέλει ο Θεός,και να αγωνίζεται να ονομασθεί υιός του Θεού ακριβώς διά τάς προσπαθείας του υπέρ της ειρήνης.Ακόμη και να υβρίζεται και να κατηγορείται και να διώκεται και να θανατώνεται διά την δικαιοσύνην του Θεού και την ομολογίαν της πίστεως είς τον Χριστόν,διότι αυτό είναι η αιώνιος ζωή.

4.Να καταπολεμή πάσαν αιρετικήν διδασκαλίαν και να αποδέχεται ορθώς την διδασκαλίαν της Αγίας Πίστεως περί της Αγίας Τριάδος.

5.Να μελετά διαρκώς μέσα είς την καρδίαν του την αλήθειαν και ουδέποτε να μολύνη την γλώσσαν του με το ψεύδος και ουδέποτε να κάνη κακόν είς τον πλησίον του,όπως λέγει η Γραφή.

6.
Να μή κατηγορεί,να μή ονειδίζη,ούτε να κάνει κάτι άλλο από όσα απαγορεύονται,αλλά να τηρή με προσοχήν και επιμέλειαν τας εντολάς του Χριστού και να εκτελή αυτάς.

7.Να δίδει ελεημοσύνην,έστω και άν πρόκειται να στερηθή ο ίδιος,χωρίς και να απλώνη την χείραν του διά να ζητήση και από άλλους ενίσχυσιν διά τηνβοήθειαν αυτήν.Να δίδη ένδυμα είς τον μή έχοντα.

8.Να ευλογή,όταν υβρίζεται.Όταν υποχρεώνεται να εκτελέση μίαν αγγαρείαν,να εκτελή περισσότερα από όσα τον υποχρεώνουν να κάμη,χωρίς να εκφέρη ουδένα αισχρόν ή βλάσφημον λόγον.Ουδέποτε να ορκίζεται,αλλ'ένα μόνον όρον να γνωρίζη,το να λέγη την αλήθειαν και να ενδιαφέρεται πάντοτε δι'αυτήν,νύκτα και ημέραν,και είς κανένα να μη λέγη περισσότερα,σύμφωνα με την παραγγελίαν του Κυρίου,από το ναί και το όχι είς τας αποκρίσεις του.

9.Να κινή την γλώσσαν του είς το να υμνή τον Θεόν,να κλίνη τα γόνατα και να υψώνη τας χείρας και τον νούν του διά να παρακαλέση τον Θεόν,να χύνη δάκρυα κατανύξεως ενώπιον του Θεού.

10.Να σκέπτεται πάντοτε τον θάνατόν του και την Μέλλουσαν Κρίσιν,και την απολογίαν την οποίαν θα δώση διά τα έργα του.Να σκέπτεται πάντοτε τας αμαρτίας του,παρακαλών τον Θεόν να του συγχωρήση τα αμαρτήματά του.

11.Να εκτελή καλά έργα με πάσαν επιμέλειαν,χωρίς να τα αναφέρη διαρκώς ή να τα επιδεικνύη,ή να καυχησιολογεί δι'αυτά,όπως ο Φαρισαίος,αλλά τας καλάς αυτάς πράξεις του να ενδιαφέρεται,όπως μόνον ο Θεός γνωρίζη,όστις και θα αποδώση είς τον καθένα ανάλογα με τα έργα του.

12.Να αποφεύγη την μέθην,την επιορκίαν ,την λαιμαργίαν,την άκαιρον φλυαρίαν τον φθόνον,τας έριδας ,την κακίαν,την πλεονεξίαν η οποία είναι δευτέρα ειδωλολατρεία,τον θυμόν ,την οργήν,την πορνείαν την μοιχείαν και κάθε σωματικήν ακαθαρσίαν.

13.Να μή χρησιμοποιή μαγικά φάρμακα,να αποφεύγη τας μαντείας,τους μαγικούς εξορκισμούς και τα γητεύματα.Να προσπαθή ημέραν και νύκτα να εξαγνίζη τον εαυτόν του,ώστε να μεταλαμβάνη επαξίως το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

14.Να γίνεται προστάτης των ορφανών,των χηρών και των ξένων.Να μή στρέφη αλλού το πρόσωπον,όταν κάποιος του ζητή κάτι ή να μή αρνείται να δώση είς εκείνον ο οποίος ζητεί δανεικά από αυτόν,αλλά και να σχίζη κάθε άδικον χρεωστικόν ομόλογον,να μή το επιδεικνύη και είς άλλους,εφ'όσον αυτά τα οποία έχει ανήκουν εξ'ολοκλήρου είς τον Θεόν και εκ του Θεού έχει ό,τι έχει.Να προσφέρη είς τον Θεόν ό,τι έχει.Να ζητή από τον Θεόν να του δώση ό,τι του λείπει.Να τιμά τους δοξάζοντας τον Θεόν.Να τιμά τους δούλους αυτού.

15.Να αισθάνεται οίκτον πρός τους εχθρούς της αληθούς Πίστεως διότι είναι ψυχικώς τυφλοί,και να προσπαθή με όλας του τας δυνάμεις να τους οδηγήση είς επίγνωσιν του Θεού,να αποστρέφεται όμως εκείνους οι οποίοι επιμένουν είς την τύφλωσίν των,να μισή δέ με τέλειον μίσος εκείνους οι οποίοι μισούν τον Κύριον.

16.Να παραμένη πάντοτε αγαθός,ευσεβής και αγνός,ωσάν να έχη μέσα του διαρκώς τον Θεόν και να είναι ολόκληρος αφοσιωμένος είς τον Θεόν.Είς κάθε ενέργειάν του να κατευθύνεται από την ενθύμηση του Θεού και τας εντολάς του,και όταν ευρίσκεται είς αμηχανίαν και όταν αναπαύεται,και όταν σηκώνεται και όταν τρώγη και όταν πίνη και καθ'όλην την ημέραν,σύμφωνα με όσα λέγει η Γραφή·Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός,ότι εκ δεξιών μου έστιν,ίνα μή σαλευθώ(Ψαλ. ιε' 8),Έβλεπα διαρκώς εμπρός μου τον Κύριον,διότι στέκεται είς τα δεξιά μου,ώστε να μή ταραχθώ,και·Φοβηθήτω τον Κύριον πάσα η γή,απ'αυτού δέ σαλευθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην (Ψαλ. λβ' 8),Ας φοβηθή τον Κύριον πάσα η γή,ας τρομάξουν Αυτόν όσοι κατοικούν την οικουμένην.

17.
Να μή διατηρή μνησικακίαν είς την ψυχήν του,διότι ο δρόμος που ακολουθούν οι μνησίκακοι οδηγή είς τον ψυχικόν θάνατον,αί δέ αμαρτίαι εκείνου ο οποίος συγχωρεί τον πλησίον του,εάν του πταίση είς κάτι,συγχωρούνται από τον Θεόν.Εάν δηλαδή δέν ενθυμηθώμεν τα αμαρτήματα τα οποία άλλοι διέπραξαν είς βάρος μας,ούτε ο Θεός θα ενθυμηθή τα αμαρτήματα τα οποία ημείς εκάμαμεν πρός Αυτόν.

18.Να κρίνη δικαίως με τον φόβο του Θεού είς την ψυχήν του.Διότι το δικαίωμα της κρίσεως ανήκει μόνον είς τον Θεόν·να μή κατακρίνει άλλους διά τα αμαρτήματά των,ήτοι να μή τους εξευτελίζη και τους αποστρέφεται,ούτε να εξετάζη με προσοχήν και περιέργειαν τα κακά του πλησίον του,και να δικαιώνη τον εαυτόν του,χωρίς να βλέπη τας δοκούς που είναι καρφωμέναι είς τους οφθαλμούς του,αλλά να βλέπη τα άχυρα που έχουν εισέλθει είς τον οφθαλμόν του πλησίον του,ήτοι να σχολιάζει τα μικρά ελαττώματα των αδελφών του,πράγμα το οποίον εξοργίζει τον Θεόν είς μεγάλον βαθμόν·δέν είναι δηλαδή ορθόν να κρίνωμεν ημείς τον ξένον δούλον·δούλος δέ του Θεού είναι κάθε άνθρωπος.

19.Να κρίνη και να διορθώνη με αγάπην.Να ελευθερώνη ένα αδικούμενον από τας χείρας εκείνου ο οποίος τον αδικεί.Να γίνεται πατήρ διά τους αδυνάτους,και οφθαλμός διά τους τυφλούς,και πόδες διά τους χωλούς,όπως λέγει η Γραφή.Ευσεβές και δίκαιον είναι τούτο,όταν όμως γίνεται με τας επιβαλλομένας συμβουλάς και παραινέσεις,όπως λέγει και ο μακάριος Απόστολος Παύλος·τριετίαν νύκτα και ημέραν ούκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον (Πράξ. κ' 31),Επί μίαν τριετίαν συνεχώς νύκτα και ημέραν δέν έπαυσα με δάκρυα είς τους οφθαλμούς να συμβουλεύω τον καθένα από σάς.

20.Να αποφεύγη τα αισχρά κέρδη,και να είναι ευλαβής και όσιος,και να προσέχη είς την ανάγνωσιν,είς τας παρακλήσεις,και τας συμβουλάς και την διδασκαλίαν,διδάσκων και νουθετών τον εαυτόν του σύμφωνα με όσα λέγει η Γραφή,ήτοι εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς,άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω ('Εφ. ε' 19). Να διέρχεται δηλαδή την ζωήν του με ψαλμούς και ύμνους και άσματα πνευματικά,ψάλλων και υμνών τον Κύριον όχι μόνον με το στόμα αλλά και με την καρδίαν.

21.Να τιμά εκείνους οι οποίοι τον εγέννησαν,διά να ζήση πολλά έτη επάνω είς την γήν,και να μήν κακολογεί τον πατέρα ή την μητέρα του.Να φροντίζει δέ και διά τους ιδικούς του υπηρέτας,αλλά πρό πάντων διά τους υπηρέτας της Πίστεως.

22.Να μή παραλείπη να συχνάζη είς τας εκκλησιαστικάς συγκεντρώσεις,ήτοι είς τας κοινάς συνάξεις και προσευχάς,αλλά και να προσεύχεται δημοσίως εμπρός είς όλον τον κόσμον πρός τον Θεόν,και να μή περιφρονή τας σοφάς συμβουλάς,που ίσως θα του δώσουν,ή τα θεοσεβή διδάγματα·να μή θεωρεί απίστευτα ή αδύνατα τα θαύματα και τα έργα του Θεού,τα οποία γίνονται καθ'εκάστην γενεάν,και να μή ασκή κριτική επ'αυτών.

23.Όταν ενεργή ο άνθρωπος κατ'αυτόν τον τρόπον,και όταν έχη τον Θεόν διαρκώς είς την καρδίαν του,με φρόνησιν,θα κληρονομήση την Βασιλείαν των ουρανών,η οποία είναι προητοιμασμένη από καταβολής κόσμου διά τους Αγίους,η οποία τέλος δέν έχει,και την οποίαν εύχομαι να κληρονομήσωμεν και ημείς όλοι,Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,Ώ η δόξα και το κράτος είς τους αιώνας των αιώνων.Αμήν. 


Πηγή: astron-eothinon.blogspot.gr


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Η ΟΔΥΝΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)




ΟI ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΗΔΟΝΕΣ δεν διαφέρουν κα­θόλου από τις σκιές και από τα όνειρα. Πριν καλά καλά τις γευθή ο αμαρτωλός, σβήνουν. Ενώ οι τιμωρίες που επισύρουν είναι χωρίς τέλος. Και το γλυκό που προσφέρουν στον άν­θρωπο είναι λίγο, ενώ το πικρό αιώνιο. Όποια σχέσι υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα όνειρο μιας ημέρας και ολοκλήρου του χρόνου της ζωής μας, τέτοια υπάρχει ανάμεσα στις εδώ απο­λαύσεις και στις μελλοντικές τιμωρίες. Και ποιος, αλήθεια, θα προτιμούσε να ιδή ένα ευχάριστο όνειρο και εξ αιτίας του να τιμωρήται σ’ όλη του την ζωή;

Ας αποφύγουμε, αγαπητοί, την πονηρία του διαβόλου (που μας ξεγελά με μικρά πράγματα και μας κάνει να χάνουμε τα μεγάλα). Ας αποφύγουμε να υποστούμε μαζί με αυτόν την καταδίκη. Για να μην ειπή και σ’ εμάς ο Κριτής: Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού (Ματθ. κε’, 41).

Αλλά, λέγουν μερικοί, ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· δεν πρόκειται να συμβή αυτό. Τους ερωτούμε: Τότε λοιπόν αυτά γράφηκαν χωρίς λόγο; Όχι, αλλά για απειλή, για να είμαστε φρόνιμοι και καλοί. Αλλά, αν δεν είμαστε φρόνιμοι και παρα­μένουμε κακοί, δεν θα επιφέρη την κόλασι; Δεν θα αποδώση στους ενάρετους τις αμοιβές; Ναι. Θα τους αμείψη. Στον Θεόν ταιριάζει να κάνη ευεργεσία και περισσότερο από ό,τι αξίζουμε. Ώστε εκείνα είναι αληθινά, και οπωσδήποτε θα πραγμα­τοποιηθούν, ενώ τα σχετικά με την κόλασι δεν αληθεύουν;

Ω, πόση είναι η κακοτεχνία τού διαβόλου! Ω πόσο απάν­θρωπη είναι αυτή η φιλανθρωπία! Ιδική του είναι αυτή η σκέψις· σκέψις που χορηγεί ανωφελή χάρι και οδηγεί στην αμέλεια και στην ραθυμία. Επειδή γνωρίζει ο διάβολος ότι ο φόβος της κολάσεως ωσάν χαλινάρι σφίγγει και συμμαζεύει την ψυχή μας και την απομακρύνει από το κακό, προσπαθεί πάση θυσία να τον ξερριζώση, ώστε άφοβα να προχωρούμε προς τους γκρεμούς.

Ό,τι αναφέρουμε από την Γραφή για την κόλασι, λέγουν οι αντίθετοι πως γράφθηκε για απειλή. Καλά, ας πούμε ότι αυτό ισχύει για τα μελλοντικά, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο είναι πολύ ασεβές. Αλλά για όσα έγιναν, για όσα πραγματοποιήθηκαν, τι έχουν να ειπούν;
Τους ερωτούμε λοιπόν: Ακούσατε για τον κατακλυσμό, για την πανωλεθρία εκείνη; Μήπως και αυτό είχε ειπωθή για απειλή; Δεν έγινε, δεν πραγματοποιήθηκε; Δεν το μαρτυρούν και τα βουνά της Αρμενίας, όπου στάθηκε και παρέμεινε η κιβωτός; Και τα απομεινάρια της κιβωτού αυτής δεν σώζονται μέχρι και τώρα για να θυμίζουν το γεγονός; Έτσι έλεγαν και τότε μερικοί. Και ενώ επί εκατό έτη κατασκευαζόταν η κιβωτός, και ο δίκαιος Νώε εφώναζε, κανείς δεν επίστευε. Και επειδή δεν επίστευσαν στην απειλή των λόγων, υπέστησαν ξαφνικά την τιμω­ρία των πραγμάτων.

Εκείνος λοιπόν που επέφερε σ’ αυτούς τόσο μεγάλη τι­μωρία, δεν θα μας τιμωρήση εμάς πολύ περισσότερο; Διότι βέβαια τα κακά που γίνονται τώρα δεν είναι μικρότερα από τα κακά που εγίνονταν τότε. Τώρα δεν υπάρχει είδος αμαρτίας που να μη διαπράττεται.

Πέστε μου εσείς που έτυχε να πάτε κάποτε στην Παλαι­στίνη. Πέστε να το ακούσουν και όσοι δεν επήγαν. Εκεί που καταλήγει ο ποταμός Ιορδάνης υπάρχει μία περιοχή πολύ εύ­φορη. Ή καλύτερα υπήρχε. Τώρα δεν υπάρχει. Ήταν σωστός παράδεισος. Σύμφωνα με την Γραφή, είδε ο Λωτ όλη την περίχωρο του Ιορδάνου που ποτιζόταν σαν τον παράδεισο του Θεού (Γένεσ. ιγ’, 10). Αυτή λοιπόν η περιοχή η τόσο ευθαλής, που μπορούσε να αμιλλάται τις πιο εύφορες περιοχές, που έφθανε στην βλάστησι τον παράδεισο του Θεού, σήμερα κατήντησε πιο άγονη από όλες τις έρημους.

Μπορεί να συναντήσης σ’ αυτήν την περιοχή δένδρα και να δης επάνω τους καρπούς. Αλλά ο καρπός είναι για να θυμίζη την οργή του Θεού. Συναντάς ροδιές. Τα κλωνάρια και ο καρπός φαίνονται ωραία εξωτερικά και σ’ όποιον δεν ξέρει δίνουν πολ­λές ελπίδες. Μόλις όμως πιάσης στα χέρια σου τους καρπούς και τους σπάσης, μόνο σκόνη και στάχτη θα ιδής να κρύβουν μέσα τους.

Συναντάς εκεί δένδρα και καρπούς, αλλά χωρίς να είναι στην πραγματικότητα δένδρα και καρποί. Συναντάς αέρα και νερό, αλλά δεν έχουν καμμία σχέσι με τον αέρα και το νερό. Όλα εκεί είναι άκαρπα, όλα είναι άγονα, όλα μιλούν για την οργή που ξέσπασε και προεικονίζουν την μελλοντική οργή.

Αυτό που σας ανέφερα μήπως είναι λόγια απειλητικά; Μήπως λόγια που κάνουν κρότο; Όχι δεν πρόκειται για λόγια. Είναι πραγματικότητες.
Εάν λοιπόν κάποιος δεν πιστεύη στην κόλασι, ας συλ­λογίζεται τα Σόδομα, ας σκέπτεται τα Γόμορρα· την τιμωρία που υπέστησαν και που φαίνεται ακόμη. Αυτό είναι σημάδι και απόδειξις για την αιώνια κόλασι.

Μα, θα πήτε, αυτά τα λόγια για την καταστροφή των Σο­δόμων και Γομόρρων είναι κουραστικά. Αλλά εκείνα τα δικά σου λόγια ότι δεν υπάρχει κόλασις και ότι απλώς μας απειλεί ο Θεός, δεν είναι κουραστικά; Εάν εσύ επίστευες στα λόγια τού Χριστού, εγώ δεν θα αναγκαζόμουν να φέρω αποδείξεις για την κόλασι.

Τότε, στα Σόδομα, υπήρχε ένα φοβερό αμάρτημα. Μόνον ένα. Επιδίδονταν σε μια ασέλγεια και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν. Τώρα όμως γίνονται αναρίθμητα αμαρτήματα και σαν αυτό και ακόμη χειρότερα. Σε ερωτώ λοιπόν: Ο Θεός που τότε άφησε να ξεσπάση η οργή Του και δεν δυσωπήθηκε ούτε από την ικεσία τού Αβραάμ ούτε από τον Λωτ που κατοικούσε στην πόλι και που τις ίδιες τις θυγατέρες του εξέθεσε προκειμένου να διασώση την τιμή των δύο απεσταλμένων Του, πώς τώρα θα μας λυπηθή με τόσα αμαρτήματα; Τα λόγια αυτά, ότι δεν υπάρχει κόλασις, είναι αστεία, φλυαρίες, πλάνη και απάτη τού διαβόλου.

Θέλεις να σου φέρω και άλλο παράδειγμα; Θα σου φέρω τον γνωστό Φαραώ, τον βασιλέα της Αιγύπτου. Γνωρίζεις ασφα­λώς πώς τιμωρήθηκε και πώς καταποντίσθηκε και αυτός και τα άρματά του και το ιππικό του στην Ερυθρά θάλασσα.

Θέλεις και άλλα παραδείγματα, γιατί θα μου πης ότι εκεί­νος ήταν πολύ ασεβής. Και πράγματι ήταν ασεβής. Γι’ αυτό θα σου δείξω πώς τιμωρήθηκαν άλλοι που πίστευαν και ήταν κοντά στον Θεόν. Άκουσε τι λέγει ο Παύλος: Ας μη πορνεύουμε, όπως και μερικοί από αυτούς (τους Ισραηλίτες στην έρημο), και εξ αιτίας αυτού θανατώθηκαν σε μία ημέρα εικοσιτρείς χι­λιάδες. Και ας μη γογγύζουμε, όπως μερικοί απ’ αυτούς, και απωλέσθησαν από τον εξολοθρευτή άγγελο. Και ας μη πειράζουμε τον Χριστόν, όπως μερικοί απ’ αυτούς, και θανατώθηκαν από τα φίδια (Α’ Κορ. ι’, 810).

Αν λοιπόν είχε τέτοιο ολέθριο αποτέλεσμα η πορνεία και ο γογγυσμός, τι ολέθριες συνέπειες θα έχουν τα ιδικά μας αμαρτήματα;

Εάν όμως ο Θεός τώρα δεν τιμωρή αμέσως, μη θαυμάσης. Εκείνοι δεν ήξεραν τίποτε για μελλοντική κόλασι, γι’ αυτό και ετιμωρούντο την ίδια ώρα. Εσύ όμως όσες αμαρτίες διαπράττεις, και αν καθόλου δεν τιμωρηθής εδώ, θα τις πλήρωσης εκεί. Έπειτα σκέψου και τούτο: Εάν εκείνους, τους Ισραηλίτες, που ευρίσκονταν σε νηπιακή πνευματική κατάστασι και δεν διέπρα­ξαν τόσο μεγάλες αμαρτίες, τους τιμώρησε πολύ, πως λοιπόν εμάς θα μας λυπηθή; Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Εμείς, έστω και αν διαπράττουμε τις ίδιες αμαρτίες, αξίζουμε μεγαλύ­τερη κόλασι. Γιατί; Διότι γευθήκαμε περισσότερη Χάρι. Όταν λοιπόν είμαστε ένοχοι για περισσότερα και μεγαλύτερα αμαρτή­ματα, πώς δεν θα τιμωρηθούμε;

Θα πω και κάτι άλλο για τους Ισραηλίτες. Και ας μη νομίση κανείς ότι τους θαυμάζω ή ότι τους συγχωρώ. Μη γέ­νοιτο! Όταν ο Θεός τιμωρή, εκείνος που θα κρίνη διαφορετικά, το κάνει από σκέψι διαβολική. Όχι, δεν τους επαινώ, ούτε τους συγχωρώ, αλλά θέλω να δείξω την δική μας κακία. Εκείνοι λοι­πόν έπεφταν μεν στην πορνεία, αλλά μόλις είχαν βγή από το κακό περιβάλλον της Αιγύπτου, και καλά καλά δεν είχαν ακούσει τι κακό είναι η πορνεία. Ενώ εμείς έχουμε παραλάβει από τις προηγούμενες γενεές τις σωτήριες διδασκαλίες. Κατά συνέπεια αξίζουμε περισσότερη κόλασι.

Θέλεις να ακούσης και μερικά ακόμη, όσα έπαθαν δηλαδή οι Ισραηλίτες — πείνες, λοιμώδεις αρρώστειες, πολέμους, αιχμαλωσίες — στην εποχή των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων, των Μακεδόνων, του Αδριανού και τού Βεσπασιανού; Θέλω, αγαπητέ, να σου τα διηγηθώ, αλλά μη φύγης μακρυά.

Προηγουμένως θα σου διηγηθώ κάποιο άλλο: Είχε πέσει κάποτε πείνα, και ο βασιλεύς εβάδιζε στο τείχος της Σαμάρειας. Τον πλησιάζει μία γυναίκα και δείχνοντάς του μίαν άλλη, του λέγει: Βασιλεύ, αυτή η γυναίκα μου είπε: Να ψήσουμε σήμερα και να φάμε τον δικό σου γυιό, και αύριο τον δικό μου. Και ψή­σαμε και φάγαμε τον δικό μου, αλλά τον δικό της δεν τον δίνει (Δ’ Βασιλ. στ’ 26 – 28). Ποια συμφορά χειρότερη από αυτή μπο­ρούσε να υπάρξη. Και αλλού σημειώνει ο Προφήτης: Χέρια ευσπλαγχνικών γυναικών έψησαν τα παιδιά τους (Θρήνοι, δ’,10). Τέτοια τιμωρία υπέστησαν οι Ιουδαίοι. Εμείς λοιπόν δεν θα υποστούμε πολύ μεγαλύτερη;

Θέλεις να ακούσης και άλλες Ιουδαϊκές συμφορές; Διά­βασε τα βιβλία που έγραψε ο ιστορικός Ιώσηπος, και τότε θα μάθης όλη εκείνη την τραγωδία (της καταστροφής της Ιερουσαλήμ — 70 μ. Χ.). Ανάμεσα στα άλλα δεινά έπεσαν σε τόση φοβερή πείνα, που αναγκάσθηκαν να φάγουν και τις ζώνες τους και τα υποδήματα τους και άλλα πιο βδελυκτά πράγματα. Όλα η ανάγκη τα ωδηγούσε στο στόμα, όπως ση­μείωσε κάπου ο συγγραφεύς αυτός. Και δεν σταμάτησαν σ’ αυτά, αλλά έφθασαν στο σημείο να φάγουν τα ίδια τα παιδιά τους!

Ίσως έτσι σε πείσουμε ότι υπάρχει κόλασις. Σκέψου; Εάν εκείνοι κολάζονταν, εμείς γιατί να μη κολασθούμε; Και πως είναι λογικό να μη κολαζώμαστε, την στιγμή που δια­πράττουμε χειρότερα αμαρτήματα; Το πράγμα είναι απλούν: Δεν τιμωρούμεθα, διότι μας περιμένει η μελλοντική κόλασις. Υπάρχει άμεση σχέσις μεταξύ αμαρτίας και κολάσεως. Και πριν από την μελλοντική κόλασι, οι πονηροί και οι αμαρ­τωλοί κολάζονται εδώ.

Βλέπεις έναν άνθρωπο που απολαμβάνει πολυτελή φαγη­τά και φορεί μεταξωτά ρούχα και προχωρεί έφιππος και με συνοδεία και καμαρώνει στην αγορά. Μη σταματήσης στα εξω­τερικά, αλλά άνοιξε και παρατήρησε την συνείδησί του, και θα ιδής εκεί μέσα πολύ θόρυβο από αμαρτίες, συνεχή φόβο, ανατα­ραχή. Θα ιδής να κάθεται η συνείδησις σαν δικαστής σε βασι­λικό θρόνο και οι λογισμοί να παραστέκουν σαν δήμιοι και να κρεμά την διάνοια και να την τιμωρή και να την πληγώνη για τα αμαρτήματα και να φωνάζη δυνατά. Και όλα αυτά χωρίς κανείς να τα αντιλαμβάνεται, παρά μόνο ο Θεός.

Ο μοιχός επί παραδείγματι, όσο πλούσιος και αν είναι, όσο και αν δεν τον κατηγορή κανείς, δεν παύει μέσα του να κατηγορή ο ίδιος τον εαυτό του. Η ηδονή που απήλαυσε υπήρξε πρόσκαιρη, ενώ η οδύνη διαρκής. Από παντού τον περικυκλώ­νει φόβος και τρόμος, υποψία και αγωνία. Φοβάται τα στενά δρομάκια, τρέμει τις σκιές, τρέμει τους υπηρέτες του, αυτούς που γνωρίζουν την υπόθεσι, αυτούς που την αγνοούν, την αδικη­μένη γυναίκα, τον ατιμασμένο σύζυγο.

Όπου και να πάη, περιφέρει μαζί του σαν αμείλικτο κατήγορο, την συνείδησι. Μόνος του καταδικάζει τον εαυτό του, και δεν μπορεί καν να πάρη αναπνοή. Είτε ευρίσκεται στο κρεββάτι είτε στο τραπέζι είτε στην αγορά είτε στο σπίτι είτε ημέρα είτε νύχτα, ακόμη και στα όνειρα βλέπει την αμαρτία που διέπραξε και ζει την ζωή τού Κάϊν, στενάζοντας και τρέμον­τας όπως εκείνος. Και ενώ κανείς δεν το γνωρίζει, αυτός κου­βαλάει μέσα του φωτιά.

Παρόμοια πάσχουν και οι άρπαγες και οι πλεονέκτες. Επίσης και οι μέθυσοι, και γενικώς καθένας που ζει μέσα στην αμαρτία. Διότι είναι αδύνατο να καταργηθή το δικαστήριο της συνειδήσεως.

Όταν λοιπόν δεν ζούμε μέσα στην αρετή, υποφέρουμε γι’ αυτό. Όταν ζούμε μέσα στην κακία, μόλις σταματήση η ηδονή της αμαρτίας αρχίζει η οδύνη.

Και αν ακόμη δεν υπήρχε κόλασις, το να χάση κανείς τον παράδεισο, μικρή κόλασις είναι; Μικρή τιμωρία είναι το να μη καταταγή στην χορεία των εισερχομένων στον παράδεισο; Το να στερηθή από την ανέκφραστη εκείνη δόξα; Το να αποκλεισθή από εκείνη την πανηγύρι και τα ανεκλάλητα αγαθά και να πεταχθή έξω;

Γνωρίζω ότι πολλοί φρίττουν και τρέμουν μόλις σκεφθούν την κόλασι. Εγώ όμως την έκπτωσι από την δόξα τού παραδεί­σου την θεωρώ πολύ πικρότερη από την κόλασι. Εάν βέβαια δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθή αυτό με λόγια, δεν έχει ση­μασία. Άλλωστε δεν γνωρίζουμε την μακαριότητα εκείνων των αγαθών, ώστε να κατανοήσουμε ακριβώς και την αθλιότητα που έχει η στέρησίς τους. Ο Παύλος όμως που τα εγνώριζε αυτά με ακρίβεια, μας βεβαιώνει πως η έκπτωσις από την δόξα τού Χρι­στού είναι το χειρότερο απ’ όλα. Εμείς αυτό θα το αντιληφθούμε, όταν τύχη και το δοκιμάσουμε στην πράξι.

Αλλά ας μη πάθουμε ποτέ τέτοιο πράγμα, ω Μονογενή Υιέ τού Θεού, και ας μη γευθούμε ποτέ την ανυπόφορη κόλασι.

Πόσο κακό είναι να χάσουμε εκείνα τα αγαθά, δεν μπορεί κανείς εύκολα να το περιγράψη. Εγώ όμως όσο μου είναι δυνατό, θα προσπαθήσω και θα αγωνισθώ να σας το παρουσιάσω κάπως με ένα παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα αξιοθαύμαστο παιδί, που μαζί με την αρετή έχει και την βασιλεία όλης της οικουμένης. Και είναι τόσο πολύ ενάρετο προς όλους, ώστε να μπορή να τους κάνη όλους να το αγαπούν στοργικά, σα να ήταν πατέρες του· να το βλέπουν με πατρική φιλοστοργία να το νιώθουν σαν παιδί τους.

Φαντασθήτε τώρα τι δεν θα είναι έτοιμος να υποστή με ευχαρίστησι ο ιδικός του πατέρας, για να μη χάση την σχέσι του και την συντροφιά του! Τι μικρό ή μεγάλο κακό δεν θα είναι έτοιμος να δοκιμάση, προκειμένου να το βλέπη και να το απολαμβάνη;

Κάτι παρόμοιο ας σκεπτώμαστε και για εκείνη την δόξα. Δεν είναι τόσο ποθητό και αγαπητό στον πατέρα το παιδί, όσο ενάρετο και αν είναι, σαν την απόκτησι εκείνων των αγαθών, σαν το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι (Φιλιπ. α’,23), να φύγη δηλαδή κανείς από αυτήν την ζωή και να πάη κοντά στον Χριστόν.

Η γέεννα και η κόλασις είναι ένα πράγμα αφόρητο. Πλην όμως, έστω και αν βάλη κανείς αναρίθμητες κολάσεις, τίποτε δεν ισοδυναμεί με το να χάσουμε την μακαρία εκείνη δόξα, το να μισηθούμε από τον Χριστόν, το να ακούσουμε δεν σας γνω­ρίζω (Λουκ. ιγ’,27), το να κατηγορηθούμε ότι Τον είδαμε πεινα­σμένο και δεν Τον εθρέψαμε. Θα ήταν προτιμότερο να υποστού­με αναρίθμητους κεραυνούς, παρά να ιδούμε το πρόσωπο εκείνο το ήμερο να μας αποστρέφεται και το γαλήνιο μάτι να μη ανέ­χεται να μας βλέπη.

Δεν βλέπεις ότι μερικοί έχουν περιπέσει σε συμφορές, είναι ανάπηροι στο σώμα και υποφέρουν τα πάνδεινα, ενώ άλλοι καλοπερνούν; Μερικοί που διέπραξαν φόνους τιμωρούνται, ενώ άλλοι ξεφεύγουν την τιμωρία. Μερικοί από τους μοιχούς τιμω­ρούνται, ενώ άλλοι πεθαίνουν ατιμώρητοι. Αλλά και πόσοι τυμβωρύχοι δεν διέφυγαν την τιμωρία; Πόσοι ληστές; Πόσοι πλεονέκτες; Πόσοι κλέπτες και άρπαγες;

Όταν λοιπόν ιδής ανθρώπους που διέπραξαν τα ίδια αμαρτήματα ή και περισσότερα, και μένουν ατιμώρητοι, θα πρέπη θέλοντας και μη να παραδεχθής ότι υπάρχει κόλασις, γιατί φυσικά ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης (Πράξ. ι’,34).

Δεν θα ήταν δίκαιος ο Θεός, αν άφινε ατιμώρητους τόσο μεγάλους αμαρτωλούς και βασανισμένους τόσους ενάρετους, εάν δεν είχε ετοιμάσει και για τους μεν και για τους δε μια άλλη μελλοντική κατάστασι.

Ακόμη και οι ποιηταί, οι φιλόσοφοι, οι λογογράφοι και όλοι γενικώς οι άνθρωποι εφιλοσόφησαν για την μελλοντική ανταπόδοσι, και ωμίλησαν για τις τιμωρίες που υπάρχουν στον άδη. Αν και βεβαίως δεν μπόρεσαν αυτά να τα παρουσιάσουν επακριβώς, διότι εκινήθησαν από σκέψεις, ιδέες και παρακούσματα των αληθινών ιδικών μας δογμάτων, εν τούτοις πήραν μια κάποια εικόνα της κρίσεως.

Έτσι ομιλούν για Κωκυτούς και Πυριφλεγέθοντας ποτα­μούς και για το νερό της Στυγός και για τον Τάρταρο που απέχει τόσο από την γη, όσο η γη από τον ουρανό και για πολλά άλλα είδη κολάσεων.

Μερικοί λέγουν: Γιατί ο Θεός δεν τιμωρεί εδώ τους αμαρτωλούς; Τους απαντούμε: Για να δείξη την μακροθυμία Του. Για να χορηγήση σωτηρία δια της μετανοίας. Για να μη εξαφανισθή το ανθρώπινο γένος. Για να μη στερήση της σωτη­ρίας όσους μπορούν να δείξουν θαυμαστή μεταβολή. Διότι, εάν αμέσως μόλις διεπράττετο η αμαρτία τιμωρούσε και εθανάτωνε, πώς θα σωζόταν ο Παύλος, πώς ο Πέτρος, οι κορυφαίοι αυτοί διδάσκαλοι της οικουμένης; Πώς θα κέρδιζε ο Δαβίδ την σωτη­ρία με την μετάνοια του; Πώς οι Γαλάτες; Πώς τόσοι άλλοι;

Για τον λόγο αυτό ούτε όλους τους τιμωρεί εδώ, αλλά μερικούς, ούτε όλους τους τιμωρεί εκεί. Τον ένα τον τιμωρεί εδώ, τον άλλον εκεί, ώστε με την τιμωρία να διεγείρη όσους ευρίσονται σε μεγάλη αναισθησία, και με την ατιμωρησία να μας κάνη να περιμένουμε τον μέλλοντα αιώνα.

Δεν βλέπεις ότι πολλοί τιμωρούνται σ’ αυτήν την ζωή, όπως αυτοί που πλακώθηκαν από τον πύργο (Λουκ. ιγ’, 4), όπως εκείνοι που το αίμα τους ο Πιλάτος το ανέμειξε με το αίμα των θυσιών που προσέφεραν στον Ναό (Λουκ. ιγ’, 1), όπως εκείνοι οι Κορίνθιοι που εθανατώθηκαν πρόωρα, διότι επλησίασαν στην Θεία Κοινωνία αναξίως (Α’ Κορ. ια’, 30), όπως ο Φαραώ, όπως οι Ιουδαίοι που κατεσφάγησαν από τους βαρβάρους, όπως τόσοι άλλοι και τότε και τώρα και πάντοτε;

Ενώ άλλοι με πολλές αμαρτίες, έφυγαν από την ζωή αυτή, χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος της παραβολής, όπως άλλοι πολλοί.

Αυτά βεβαίως τα ενεργεί ο Θεός, για να ξυπνήση αφ’ ενός όσους δυσπιστούν στα μέλλοντα και για να κάνη αφ’ ετέρου τους πιστούς, από αμελείς, πιο πρόθυμους. Διότι ο Θεός είναι κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν επιφέρει την τιμωρία καθημερινά (Ψαλμ. ζ’,11). Εάν όμως περιφρονή­σουμε την μακροθυμία Του, θα έλθη καιρός που καθόλου δεν θα μακροθυμήση, αλλά αμέσως θα επιφέρη την καταδίκη.

Ας μη το ρίξουμε λοιπόν στα γλεντοκοπήματα και για μία στιγμή — μία στιγμή είναι όλη η επίγεια ζωή μας — κατα­λήξουμε στην ατέλειωτη και αιωνία κόλασι. Αλλά μία στιγμή ας κουρασθούμε, για να είμαστε συνεχώς στεφανωμένοι. Δεν βλέπετε και στα βιωτικά θέματα, οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι σκέπτονται, και προτιμούν τον μικρό κόπο χάριν της μεγάλης αναπαύσεως, αν και μερικές φορές τα πράγματα έρχονται αντίθετα.

Τι λόγο λοιπόν θα δώσουμε, πες μου, όταν στα βιωτικά προτιμούμε τον κόπο για να επιτύχουμε μικρή ανάπαυσι ή και καμμία, διότι είναι αβέβαιο το μέλλον, ενώ στα πνευματικά κά­νουμε το αντίθετο, και έτσι με μία μικρή αμέλεια και ραθυμία μας καταλήγουμε σε απερίγραπτη κόλασι; Γι’ αυτό σας παρα­καλώ όλους, έστω και αργά να τινάξετε από πάνω σας αυτόν τον λήθαργο. Διότι τον καιρό εκείνο δεν θα μπόρεση κανείς να μας γλυτώση. Ούτε αδελφός ούτε πατέρας ούτε φίλος ούτε γεί­τονας ούτε κανείς άλλος· αλλά αν καταδικασθούμε από τα έργα μας, όλα θα χαθούν και οπωσδήποτε θα απολεσθούμε.

Πόσο εθρήνησε εκείνος ο πλούσιος και πόσο παρεκάλεσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να του στείλη τον Λάζαρο για να του δροσίση την γλώσσα! Αλλά άκου τι έλεγε προς αυτόν ο Α­βραάμ: Ανάμεσα μας υπάρχει χάος, ώστε και αν ακόμη θέλουμε, να μη μπορούμε να έρθουμε εκεί (Λουκ. ιστ’, 26). Πόσο παρεκάλεσαν εκείνες οι παρθένες τις συνομήλικές τους για λίγο λάδι! Αλλά άκου τι απάντησι πήραν: Δεν σας δίνουμε, μη τυχόν και δεν επαρκέση και για σας και για μας (Ματθ. κε’,8). Και έτσι κανείς δεν μπόρεσε να τις εισαγάγη στον νυμφώνα.

Ας τα σκεπτώμαστε λοιπόν αυτά και ας επιμελούμεθα τη ζωή μας. Γιατί, όσους κόπους και να υποστής και όσες τιμωρίες, δεν έχουν καμμία σύγκρισι προς τα μελλοντικά αγαθά.

Και από την άλλη πλευρά, βάλε εμπρός σου φωτιά και σίδερο και θηρία και ό,τι φοβερώτερο· όλα αυτά ούτε σκιά είναι εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά βασανιστήρια. Διότι αυτά όταν μας επιπέσουν με σφοδρότητα, γίνονται πιο ελαφρά, και φέρουν γρήγορα την απαλλαγή, γιατί το σώμα δεν βαστά την σφοδρή και παρατεταμένη τιμωρία. Εκεί όμως συνυπάρχουν και τα δύο και η παράτασις και η σφοδρότης, τόσο στην χαρά όσο και στην λύπη.

Όσο υπάρχει καιρός ας προφθάσουμε το πρόσωπο Του με εξομολόγησι (Ψαλμ. 94,2), ώστε να Τον ιδούμε τότε ήμερο και γαλήνιο απέναντί μας και να γλυτώσουμε από εκείνες τις δυνάμεις τις απειλητικές. Δεν βλέπεις εδώ τους δημίους που εκτε­λούν τις διαταγές των αρχόντων, πώς σύρουν τους κατάδικους, πώς τους μαστιγώνουν, πώς σχίζουν τις πλευρές τους, πώς πλη­σιάζουν τις λαμπάδες, πώς αποκόπτουν και σφάζουν!

Όλα αυτά είναι παιγνίδια και αστεία σε σύγκρισι με τις μελλοντικές τιμωρίες. Διότι αυτές οι κολάσεις είναι προσωρινές, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι σταματά ούτε η φωτιά σβήνει.

Επειδή άκουσες φωτιά, μη νομίσης ότι πρόκειται για φωτιά όμοια με την υλική, γιατί η υλική φωτιά σ’ όποιον πέση τον καίει και τον εξοντώνει και κατά συνέπεια παύει μετά να αισθάνεται κάψιμο. Ενώ εκείνη η φωτιά όποιους περιλάβη θα τους καίη συνεχώς και ποτέ δεν θα σταματά, γι’ αυτό και ονομά­ζεται άσβεστη — πυρ άσβεστον (Μαρκ. θ’, 43).

Στην μελλοντική ζωή και οι αμαρτωλοί θα γίνουν άφθαρ­τοι, όχι για τιμή, αλλά για να τιμωρούνται συνεχώς. Αυτό το πράγμα πόσο είναι φοβερό, δεν μπορεί να το παρουσίαση ο λό­γος, αλλά από μερικά παραδείγματα είναι δυνατόν να πάρουμε κάποια μικρή ιδέα.

Εάν καμμία φορά μπήκες μέσα σε λουτρό που έτυχε να καίη περισσότερο από ό,τι έπρεπε, σκέψου τι θα είναι η φωτιά της κολάσεως. Και εάν κάποτε αρρώστησες και είχες πολύ υψηλό πυρετό, φαντάσου τι θα είναι η φλόγα εκείνη της κολάσεως. Εάν το καυτό λουτρό και ο υψηλός πυρετός μας ταλαίπωρη και μας αναστατώνη, πως θα αντιμετωπίσουμε τον ποταμό της φω­τιάς, όταν πέσουμε μέσα του; Τον ποταμό που κυλάει εμπρός στο φοβερό δικαστήριο.

Άκου πως ομιλούν οι προφήτες για την ημέρα εκείνη: Η ημέρα τού Κυρίου είναι αδυσώπητη, γεμάτη από θυμό και οργή (Ήσα. ιγ’,9). Κανείς τότε δεν μπορεί να μας συμπαρασταθή, κανείς δεν μπορεί να μας γλυτώση. Πουθενά δεν θα βλέπης τότε το πρόσωπο του Χριστού το ήμερο και γαλήνιο. Αλλά όπως αυτοί που τιμωρούνται να δουλεύουν στα μεταλλεία, παραδί­νονται σε σκληρούς ανθρώπους και κανέναν δεν βλέπουν από τους ιδικούς των, παρά μόνο τους αυστηρούς επιστάτες, έτσι θα συμβαίνη και τότε· η καλύτερα, θα συμβαίνη κάτι πολύ πιο άσχημο και πιο φοβερό. Διότι εδώ μπορείς να πας στον βασιλέα και να τον παρακαλέσης, και έτσι να απαλλάξης τον κατάδικο από την ποινή. Εκεί όμως όχι.

Εκεί δεν υπάρχει συγχώρησις, αλλά κάθε κατάδικος ψή­νεται και έχει τόσο πόνο που δεν είναι δυνατόν να τον εκφράση. Εάν εδώ δεν μπορή κανείς λόγος να παραστήση τους δριμείς πόνους, πολύ περισσότερο εκεί. Διότι εδώ σε λίγες στιγμές γί­νεται ό,τι έχει να γίνη, ενώ εκεί καίεται το σώμα, χωρίς να φθεί­ρεται και να λυώνη.

Τι θα κάνουμε λοιπόν εκεί; Το λέγω και για τον εαυτό μου. Θα ειπή κάποιος: Αν εσύ ο διδάσκαλος σκέπτεσαι πως θα πας στην κόλασι, εγώ δεν θα πρέπη να καταβάλω καμμία φροντίδα. Τι το αξιοθαύμαστο να κολασθώ και εγώ; Μη σκέπτεσθε, σας παρακαλώ, τέτοιες παρηγοριές. Αυτό δεν φέρει καμ­μία ανακούφισι.

Πέστε μου· ο διάβολος δεν ήταν άγγελος; Δεν ήταν ανώ­τερος από τους ανθρώπους; Υπέστη όμως πτώσι. Μπορεί λοι­πόν να παρηγορηθή κάποιος, επειδή θα κολάζεται μαζί με αυτόν; Ασφαλώς όχι.

Είναι πολύ απατηλός αυτός ο λόγος, το να νομίζη κανείς παρηγοριά την κόλασι μαζί με όλους τους άλλους, και να λέγη, όπως όλοι, έτσι και εγώ. Και γιατί να αναφέρω την μελλοντική κόλασι; Σκέψου αυτούς που έχουν δυνατούς πόνους στα πόδια — ποδαλγίαν — και δοκιμάζουν δριμεία οδύνη. Αν την ώρα της οδύνης τους δείξης άλλους που υποφέρουν χειρότερα, ούτε που σε προσέχουν. Ο υπερβολικός ιδικός τους πόνος δεν αφίνει την σκέψι τους να ασχοληθή με τους άλλους και να βρουν έτσι παρηγοριά.

Ας μη τρεφώμεθα λοιπόν με απατηλές ελπίδες. Μπορεί κανείς να παρηγορηθή από τα κακά του πλησίον, όταν το πάθη­μα είναι μέτριο. Όταν όμως η οδύνη είναι υπερβολική, και όλος ο ψυχικός κόσμος είναι γεμάτος ζάλη και ταραχή και η ψυχή δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να γνωρίση, τότε από που να αν­τλήση παρηγοριά;

Είναι ελεεινή η κατάστασις στην κόλασι. Υπάρχουν εκεί σκοτάδι και βρυγμός των οδόντων και δεσμά άλυτα και σκουλήκι που δεν πεθαίνει και φωτιά που δεν σβήνει και θλίψις και στενοχώρια και γλώσσες που φλογίζονται και τηγανίζονται, όπως του πλουσίου της παραβολής! Θα θρηνούμε και κανένας δεν θα μας ακούη, θα στενάζουμε και θα βογγούμε από τον πόνο, και κανένας δεν θα μας προσέχη. Θα κοιτάζουμε γύρω μας, και πουθενά παρηγοριά. Τότε πώς να θεωρήσουμε όσους ευρίσκονται σ’ αυτή την κατάστασι; Τι πιο άθλιο από αυτές τις ψυχές; Τι πιο ελεεινό;

Εάν κάποτε μπούμε σε δεσμωτήριο και άλλους τους ιδού­με αδύνατους και χλωμούς, άλλους δεμένους με σιδερένιες αλυ­σίδες, άλλους κλεισμένους σε όλο σκοτεινά κελλιά, κατασυγκινούμεθα, φρίττουμε, κάνουμε το παν για να μη δοκιμάσουμε κι’ εμείς τέτοια ταλαιπωρία και θλίψι.

Αλλ’ όταν θα οδηγηθούμε δεμένοι στα βασανιστήρια της κολάσεως, ποια θα είναι η θέσις μας; Τι θα κάνουμε τότε; Διότι τα δεσμά εκείνα δεν είναι φτιαγμένα από σίδερο, αλλά από φω­τιά. Από φωτιά άσβεστη. Κι’ εκείνοι που θα μας επιτηρούν δεν θα είναι άνθρωποι όμοιοι μ’ εμάς, που ίσως καμμιά φορά μαλα­κώνουν, αλλά σκληροί και φοβεροί άγγελοι, τους οποίους ούτε να κοιτάξη μπορεί κανείς. Άγγελοι γεμάτοι οργή για όσα εξυ­βρίσαμε τον Δεσπότη.

Δεν υπάρχει δυνατότης, όπως συμβαίνει εδώ, να έρθουν επισκέπτες και να φέρουν χρήματα ή τροφές ή να ειπούν λόγια παρηγοριάς. Όλα εκεί είναι χωρίς επιείκεια. Ακόμη και αν ο Νώε ή ο Ιώβ ή ο Δανιήλ έχουν ιδικούς τους κολασμένους, δεν τολμούν να τους συμπαρασταθούν και να τους δώσουν χέρι βοηθείας. Διότι τότε θα παύση να υπάρχη η συμπάθεια της φύ­σεως και της συγγενείας.

Συμβαίνει, ενάρετοι πατέρες να έχουν αμαρτωλά παιδιά, και παιδιά καλά να έχουν γονείς κακούς — το κακό δεν οφείλε­ται στην φύσι και στην συγγένεια, αλλά στην προαίρεσι — και για να απολαμβάνουν στον παράδεισο ακεραία την ευφροσύνη, και να μη ταράζωνται από την συμπάθεια προς τους κολαζομένους, σβήνει από τους ενάρετους η συμπάθεια και αγανακτούν και αυτοί μαζί με τον Δεσπότη εναντίον των ιδικών τους σπλάγ­χνων. Και σ’ αυτή τη ζωή, μερικοί γονείς σαν ιδούν τα παιδιά τους φαύλα και εξαχρειωμένα, τα αποκηρύττουν και τα αποκό­βουν από την συγγένεια. Πολύ περισσότερο θα συμβή κάτι τέτοιο στην Κρίσι.

Αν έχης φλόγα σαρκικής επιθυμίας, εννόησε την φλόγα εκείνη της κολάσεως, και θα σου σβήση αμέσως και θα εξαφα­νισθή εντελώς.

Αν θέλησης να ειπής κάτι άπρεπο, θυμήσου τον βρυγμό των οδόντων, και αυτό θα σου είναι χαλινός.

Αν θέλησης να αρπάξης κάτι, άκουσε τον δικαστή να λέγη: Δέσατε τα χέρια του και τα πόδια του και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο (Ματθ. κβ’, 13). Και έτσι θα αποβάλης αυτή την επιθυμία.

Αν είσαι σκληρός και άσπλαγχνος, θυμήσου εκείνες τις παρθένες, που έσβησαν οι λαμπάδες τους από έλλειψι ελαίου (το έλαιο συμβολίζει την ευσπλαχνία) και αποκλείσθηκαν από τον νυμφώνα. Και έτσι θα γίνης γρήγορα φιλάνθρωπος.

Αν επιθυμής να μεθάς και να διασκεδάζης, άκουσε τον πλούσιο να λέγη: Στείλε τον Λάζαρο, για να δροσίση με την άκρη τού δακτύλου του την φλογισμένη γλώσσα μου (Λουκ. ιστ’, 24) και να μη γίνεται δεκτό το αίτημά του. Και έτσι γρήγορα θα απομακρυνθής από αυτό το πάθος.

Αν έτσι σκεπτώμαστε και απαντούμε στις πονηρές μας επιθυμίες, γρήγορα θα ξεφύγουμε από την κακία και θα κατορ­θώσουμε την αρετή. Θα σβήσουμε τον έρωτα για τα παρόντα και θα ανάψουμε τον έρωτα για τα μέλλοντα.

Όσα σας είπα για την κόλασι, δεν σας τα είπα για να σας τρομάξω ούτε για να κουράσω τις ψυχές σας, αλλά για να τις ξεκουράσω και τις σωφρονίσω.

Και εγώ ήθελα να μην υπάρχη κόλασις. Προ πάντων εγώ. Γιατί; Διότι ενώ εσείς τρέμετε και φοβείσθε ο καθένας για την ιδική σας ψυχή, εγώ αγωνιώ για τόσες ψυχές, για τις οποίες είμαι υπεύθυνος. Και μου είναι πιο δύσκολο να γλυτώσω την κόλασι.

Ας μη δείχνουμε απιστία στο θέμα της κολάσεως, για να μη καταλήξουμε σ’ αυτήν. Όποιος απιστεί, γίνεται πιο ράθυμος. Και όποιος γίνεται πιο ράθυμος, οπωσδήποτε θα κατα­λήξη σ’ αυτήν.

Αν ενθυμήσθε ό,τι σας είπα για την κόλασι, θα είναι σαν να χρησιμοποιήτε ένα πικρό φάρμακο, το οποίο μπορεί να σας συμμαζεύση την ψυχή, να αποδιώξη την πολιορκία των πονηρών επιθυμιών και να σας καθαρίση από κάθε κακία. Αρκεί να το έχετε συνεχώς στο μυαλό σας.

Ας το χρησιμοποιούμε λοιπόν αυτό το φάρμακο, για να μας καθαρίση την καρδιά μας, και έτσι καθαροί ν’ αξιωθούμε να ιδούμε όσα οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και μυαλό ανθρώπου δεν σκέφθηκε (Α’ Κορ. β’, 9). Είθε όλοι να αξιω­θούμε αυτών των αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: “ΦΛΕΓΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ”, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)


Πηγή: alopsis.gr

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΙΝ ΛΑΒΕΙΣ, ΝΑ ΖΗΤΑΣ. ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΛΑΒΕΙΣ, ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙΣ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)




Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνεται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πάρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν αποτυχία είναι επιτυχία.


Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χάνουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπορεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι’ αυτό ας Του δίνουμε την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κοντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Με δυο λόγια, η αποτελεσματικότητα της προσευχής μας εξαρτάται:
πρώτον, από το αν είμαστε άξιοι να λάβουμε ό,τι ζητάμε· δεύτερον, από το αν προσευχόμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού· τρίτον, από το αν προσευχόμαστε αδιάλειπτα· τέταρτον, από το αν για όλα καταφεύγουμε στο Θεό· πέμπτον, από το αν ζητάμε εκείνα που είναι ωφέλιμα σ’ εμάς.

Και δίκαιοι ακόμα να παρακαλέσουν τον Κύριο, δεν θα εισακουστούν, αν δεν πρέπει.

Ποιός ήταν δικαιότερος από τον Παύλο; Και όμως, επειδή ζήτησε κάτι που δεν θα τον ωφελούσε, δεν εισακούστηκε. «Τρεις φορές παρακάλεσα γι’ αυτό τον Κύριο», γράφει ο ίδιος, «και η απάντησή Του ήταν: “Σου αρκεί η χάρη μου”» (Β’ Κορ. 12:8-9). Αλλά και ο Μωυσής δεν ήταν δίκαιος; Ε, ούτε κι εκείνος εισακούστηκε. «Φτάνει πια!», του είπε ο Θεός (Δευτ. 3:26), όταν ζητούσε να μπει στη γη της επαγγελίας.

Πέρα απ’ αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αχρηστεύει την προσευχή μας, και αυτό είναι η αμετανοησία. Προσευχόμαστε, ενώ επιμένουμε στην αμαρτία. Έτσι έκαναν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό ο Θεός είπε στον προφήτη Ιερεμία: «Μην προσεύχεσαι για το λαό αυτό! Δεν βλέπεις τι κάνουν;» (Ιερ. 7:16-17). Δεν απομακρύνθηκαν, λέει, από την ασέβεια. Κι εσύ με παρακαλάς γι’ αυτούς; Δεν σ’ ακούω!

Όταν, πάλι, ζητάμε κάτι κακό εναντίον των έχθρων μας, όχι μόνο δεν το πραγματοποιεί ο Θεός, αλλά και παροργίζεται. Γιατί η προσευχή είναι φάρμακο. Κι αν δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα φάρμακο, δεν θα ωφεληθούμε ποτέ από τη δύναμή του.

Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύριε!» (Ματθ. 15:22). Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέ­τυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλούμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας.

Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κολακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μιλήσουν δεν καταδέχονται. Πρέπει πρώτα να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέτες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά.- και να τους καλοπιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακανονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.

Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφεται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του.

Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισακουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι. Όταν πικράνεις έναν άνθρωπο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.

Ας τ’ ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγκωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: “Παρακάλεσε το Θεό!”. Και μου απαντούν: “Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τίποτα”. Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λάβεις, να ευχαριστείς.

Πηγή: agionlogoi.com

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ , ΠΟΤΕ ΕΧΟΥΝ ΙΣΧΥ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Τι σημαίνει “θυμήθηκε ο Θεός τον Αβραάμ;”. Εννοεί την παράκλησι που έκανε λέγοντας ∙ “Να μην καταστρέψης τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή”. Θα μπορούσε όμως να πη κανείς ο δίκαιος σώθηκε με την παράκλησι του πατριάρχου και όχι με την αρετή του. Ναι∙ σώθηκε και με την παράκλησι του πατριάρχου. 
Διότι όταν κάνουμε εμείς ό,τι μπορούμε, τότε και η προσευχή των δικαίων μας ωφελεί πάρα πολύ. Όταν όμως εμείς οι ίδιοι είμαστε οκνηροί και στηρίζουμε τις ελπίδες της σωτηρίας μας μόνο σ’ εκείνους, τότε δεν μπορούμε να κερδίσουμε τίποτε. Όχι επειδή οι δίκαιοι είναι ανίσχυροι, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι προδίδουμε τους εαυτούς μας με τη ραθυμία μας.

Και για να μάθης ότι όταν αδιαφορούμε εμείς, είτε δίκαιοι είναι εκείνοι που παρακαλούν για μας, είτε προφήτες δεν ωφελούμαστε καθόλου (διότι εκείνοι δείχνουν και την αρετή τους με τις παρακλήσεις αυτές, εμείς όμως δεν ωφελούμαστε εξ αιτίας της συμπεριφοράς μας), άκουσε τον Θεό των όλων ο Οποίος λέγει στον Ιερεμία που ήταν από την κοιλιά της μητέρας του αγιασμένος ∙ “Να μην προσεύχεσαι για τον λαό αυτό, γιατί δε θα σε ακούσω” (Ιερ. 7,16).

Πρόσεξε την φιλανθρωπία του Κυρίου∙ προλέγει στον Προφήτη ώστε αν δεν εισακουσθούν κατόπιν οι προσευχές του, να μη νομίζη ότι αυτό συνέβη από δική του υπαιτιότητα. Γι’ αυτό του προλέγει την κακία του λαού και τον διατάσσει να μην προσεύχεται, για να μπορή και εκείνος να γνωρίζη το μέγεθος της κακίας τους και εκείνοι να μάθουν ότι ο προφήτης δεν μπορεί να τους βοηθήση καθόλου, αν δεν κάνουν και εκείνοι ό,τι μπορούν.

Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν αυτά αγαπητοί μου, ας καταφεύγουμε στις πρεσβείες των αγίων, αλλ’ ας μην επαναπαυώμαστε στις ικεσίες τους , αλλά και μεις οι ίδιοι να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας όπως πρέπει και ας φροντίζουμε να αλλάξουμε προς το καλλίτερο, για να μπορέση να μας βοηθήση και η πρεσβεία που γίνεται για μας.

Αυτό λέγει και ο Κύριος των όλων σε άλλον προφήτη∙ “Δεν βλέπεις τι κάνουν αυτοί; Καίνε τα λίπη και κάνουν διάφορα κατασκευάσματα προς τιμήν των αστέρων και της στρατιάς του ουρανού” (πρβλ. Ιερ. 7,17-18). Σαν να του λέγη∙ Μην παρακαλάς γι’ αυτούς που δε σταματάνε την αδικία, που δεν μπορούν να καταλάβουν τη νόσο από την οποία πάσχουν, αλλά ζουν με τόση αναισθησία.

Δεν βλέπεις την υπερβολική τους περιφρόνησι; Δε βλέπεις την μεγάλη τους μανία; ότι ακόμη δεν χόρτασε η ασέβειά τους, αλλά όπως ο χοίρος κυλιέται μέσα στο βούρκο, κυλιούνται και αυτοί στις παρανομίες τους; Μήπως δηλαδή αν ήθελαν να επιστρέψουν περίμεναν να τους ενθαρρύνω; Δεν είμαι εγώ αυτός που μιλώ με το στόμα των προφητών και λέγω∙ “Και είπα μετά από την πορνεία της. Μετά από όλα αυτά να επιστρέψης και δεν επέστρεψε;” ( Ιερ. 3, 7 ) .

Μήπως δηλαδή ζητώ τίποτε άλλο, παρά να παύσουν να είναι πονηροί και να σταματήσουν να κάνουν τα κακά; Μήπως ζητώ ευθύνες για τα αμαρτήματα του παρελθόντος, αν τους δω να θέλουν να μετανοήσουν; Δεν φωνάζω καθημερινά και δεν λέω∙ “Δεν επιθυμώ τον θάνατο του αμαρτωλού μέχρις ότου μετανοήση και ζήση”(Ιεζ. 18,23). Δεν τα κάνω όλα για το εξής, για να γλυτώσουν δηλαδή από την καταστροφή όσοι έχουν παραπλανηθή; Μήπως δηλαδή αντιδρώ όταν τους δω να μετανοούν; Δεν είμαι εγώ αυτός που λέγει∙ “Ενώ ακόμη θα ομιλής, θα σου πω ∙να ,εδώ είμαι;”( Ησ. 58,9).

Μήπως αυτοί επιθυμούν τη σωτηρία τους τόσο, όσο εγώ επιθυμώ να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν την αλήθεια; Μήπως λοιπόν γι’ αυτό σε δημιούργησα από το τίποτε, για να σε καταστρέψω; Μήπως χωρίς σκοπό ετοίμασα την αιώνια βασιλεία και τα αμέτρητα εκείνα αγαθά ; Μήπως γι’ αυτό δεν απείλησα και την γέεννα του πυρός , για να κάνω δηλαδή όλους από το φόβο αυτό να τρέξουν στην αιώνια βασιλεία;

Μην εγκαταλείπης λοιπόν εκείνους, μακάριε προφήτα και προσεύχεσαι σε μένα, αλλά για ένα πράγμα μόνον να φροντίζης, να ξεπεράσης δηλαδή την ασθένεια εκείνων και να τους κάνης να αισθανθούν τη νόσο τους, να τους επαναφέρης στην υγεία και τότε οπωσδήποτε θα ακολουθήση και η δική μου βοήθεια. (Εις την Γένεσιν ΜΑ’ , ΕΠΕ 4, 96-100. PG 54, 407-408)

Πηγή: «Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄, Η Προσευχή, Τα νεύρα της ψυχής», Έκδοση: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους 



Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η ΑΓΑΠΗ; (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Και να πως γίνεται αυτό: Ο ενάρετος δεν προτιμάει τα χρήματα από την αγάπη στο συνάνθρωπό του. Δεν είναι μνησίκακος. Δεν είναι άδικος. Δεν είναι κακολόγος. Όλα τα υπομένει με ψυχική γενναιότητα . Από αυτά προέρχεται η αγάπη.

Το ότι από την αρετή γεννιέται η αγάπη ,το φανερώνουν τα λόγια του Κυρίου: « όταν θα πληθύνει η κακία, θα ψυχρανθεί η αγάπη » ( Ματθ. 24: 12 ) . Και το ότι από την αγάπη πάλι γεννιέται η αρετή, το φανερώνουν τα λόγια του Παύλου: « Όποιος αγαπάει τον άλλο ,έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού » ( Ρωμ. 13: 8 ) . Ένα από τα δύο, λοιπόν, απαιτείται ,η αγάπη ή αρετή. Όποιος έχει το ένα, οπωσδήποτε θα έχει και το άλλο. Και αντίθετα: Όποιος δεν αγαπάει ,θα κάνει και το κακό. Και όποιος κάνει το κακό, δεν αγαπάει. Την αγάπη, επομένως, ας προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε ,γιατί είναι ένα φρούριο, που μας προφυλάσσει από κάθε κακό…

Ο απόστολος δεν είπε απλά « αγαπάτε » ,αλλά « επιδιώκετε την αγάπη » ( Α΄ Κορ. 14 :1 ) ,καθώς απαιτείται μεγάλος αγώνας για να την αποκτήσουμε . Η αγάπη τρέχει γοργά και εξαφανίζεται, γιατί πολλά πράγματα του κόσμου τούτου την καταστρέφουν. Ας την επιδιώκουμε, ας τρέχουμε συνεχώς από πίσω της ,για να τη συλλάβουμε ,πριν προφθάσει να μας φύγει…

Πώς όμως ,θα είναι μόνιμη η αγάπη; Μας το υποδεικνύει και αυτό ο απόστολος ,λέγοντας: « Να συναγωνίζεστε ποιος θα τιμήσει περισσότερο τον άλλο » ( Ρωμ. 12: 10 ) . Με αυτόν τον τρόπο και δημιουργείται η αγάπη και μόνιμα παραμένει. Γιατί στα αλήθεια δεν υπάρχει καλύτερο μέσο για τη διατήρηση της αγάπης ,όσο το να παραχωρούμε στον άλλο τα πρωτεία της τιμής. Έτσι και η αγάπη γίνεται ζωηρή και η αλληλοεκτίμηση βαθειά.
Πέρα από την τιμή, χρειάζεται ακόμα να δείχνουμε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του άλλου ,γιατί ο συνδυασμός της τιμής με το ενδιαφέρον δημιουργεί τον πιο θερμή αγάπη. Δεν φτάνει να αγαπάμε μόνο με την καρδιά, αλλά είναι απαραίτητα κι αυτά τα δύο, τιμή και ενδιαφέρον, που είναι της αγάπης εκδηλώσεις , αλλά και συνάμα προϋποθέσεις. Γεννιούνται από την αγάπη, αλλά και γεννούν αγάπη…

Από το βιβλίο « Θέματα ζωής» Α΄
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ιερά Μονή Παρακλήτου
Ωρωπός Αττικής 2003



Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάνου τοῦ Χρυσοστόμου





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦς, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυΐδ, ἐν πνεύματι, Κύριον αὐτὸν καλεῖ: λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον· οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τον Ιησού και, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του είπε: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία μ’ αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες». Εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: «Τι νομίζετε για το Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» «Του Δαβίδ», του απαντούν. Τους λέει: «Πως τότε ο Δαβίδ, οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει «Κύριο»; Λέει: Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Αν, λοιπόν, ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο», πως είναι απόγονός του;» Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει, ούτε τολμούσε πια κανείς από κείνη τη μέρα να του θέσει ερωτήματα.

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον,
ὁμιλία ΟΑ΄ 
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

α΄. Πάλι θέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ σωπάσουν κι ἀπ’ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ θρασύτητα ἐκείνων. Μὲ ποιὸ τρόπο; Ὅτι μόλο ποὺ ἀποστομώθηκαν ἐκεῖνοι, κάνουν ξανὰ ἐπίθεση αὐτοί. Γιατὶ ἐνῶ ἔπρεπε καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ μείνουν ἥσυχοι, αὐτοὶ συναγωνίζονται τοὺς προηγούμενους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ νομικό, ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσαν καὶ ρωτοῦν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἐπειδὴ πρώτη ἦταν ἡ ἐντολὴ θ’ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου. Περιμένουν ὅτι θὰ τοὺς δώση ἀφορμὴ ἐπειδὴ θὰ τὴν τροποποιοῦσε, ἀφοῦ παρουσιαζόταν κι ὁ ἴδιος ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ τοῦ θέτουν τὴν ἐρώτηση. Κι ὁ Χριστός; Ἀποκαλύπτοντας γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ εἶχαν ἀποφασίσει αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα τους καθόλου ἀγάπη, ἐπειδὴ τοὺς ἔκαιγε ὁ φθόνος κι εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴ ζήλεια, τοὺς λέει. Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μ’ αὐτὴ, θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου, καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅμοια μ’ αὐτή; Γιατὶ ἡ μιὰ προετοιμάζει τὸ δρόμο τῆς ἄλλης κι ἀπ’ αὐτή ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καθένας ποὺ πράττει φαυλότητες μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς. Ἀλλοῦ λέει «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Καὶ τὶ προέκυψε ἀπ’ αὐτό; «Ἔζησαν διεφθαρμένη ζωὴ καὶ βδελυρή». Καὶ πάλι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία της μερικοὶ ἔχασαν τὸ δρόμο τῆς πίστης. Καὶ ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήση τὶς ἐντολές μου. Ἐντολές του καὶ ἀπόσταγμά τους εἶναι τοῦτο·  θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Ἄν λοιπὸν τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου (γι’ αὐτὸ λέει, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, Πέτρε, γίνε βοσκὸς τῶν προβάτων μου) καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου προκαλεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν, εὔλογα συμπεραίνει σ’ αὐτές περιέχονται τὸ σύνολο τοῦ νόμου· κι οἱ προφῆτες. Ἀκριβῶς γι’  αὐτό, ποὺ ἔκαμε πρῶτα, κάμει καὶ τοῦτο ἐδῶ. Ἐκεῖ ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀναστάσεως μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση  τὴν ἴδια, δίνοντάς τους περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ εἶχαν ζητήσει. Κι ἐδῶ ἐνῶ εἶχε ἐρωτηθῆ προσθέτει καὶ τὴ δεύτερη ποὺ δὲν ἦταν πολὺ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἦταν δεύτερη, ἀλλὰ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε ἕνα ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐρωτήσεως, τὸ μῖσος τους. Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. Ἀπ’ αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸς πείθεται στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ματθαῖος λεέι ὅτι ρώτησε πειραχτικά, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος τὸ ἀντίθετο; Γιατὶ εἶδε ὁ Χριστὸς ὅτι ἀπάντησε σωστὰ καὶ τοῦ εἶπε· δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀντίθετοι μεταξύ τους, συμφωνοῦν ὁλότελα. Στὴν ἀρχὴ ρώτησε πειρακτικὰ ἐπειδὴ ὅμως ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, δέχθηκε ἔπαινο. Δὲν τὸν ἐπαίνεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅταν εἶπε ὅτι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα, τότε τοῦ λέει, δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ περιφρόνησε τὰ μικρὰ καὶ συνέλαβε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τοῦτο καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὰ ἄλλα. Κι ἔτσι ὅμως δὲν ὁλοκλήρωσε ἀκόμα τὴν σύνθεση ἑνὸς ἐπαίνου ἀλλὰ τὴν ἔκαμε ἐλλειπῆ. Τὸ ὅτι εἶπε δὲν εἶσαι μακρυά, δὲν δείχνει ν’ ἀπέχη ἀκόμα, γιὰ νὰ ζητήση ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε. Κι ἄν τὸν ἐπαίνεσε, ἐπειδὴ εἶπε, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν, μὴν ἀπορήσης. Ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο σκέψου ὅτι ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν ποὺ πλησίαζαν. Γιατὶ κι ἄν λένε γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια ἀνάξια τῆς δόξας του, αὐτὸ βέβαια δὲ θὰ τολμήσουν, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου Θεός. Γιατὶ λοιπὸν ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός; Ὄχι γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του Θεό. Μακριὰ τέτοια σκέψη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν καιρὸς νὰ φανερώση τὴν θεότητά του, τὸν ἀφήνει νὰ μείνη στὴν παλαιὰ του γνώμη, καὶ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν καλὴ γνώση του τῶν παλιῶν, ὤστε νὰ τὸν κάμη κατάλληλο καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰσάγοντάς τον ὅταν ἔρχόταν ἡ ὥρα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ φράση ἕνας ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲ λέγεται γιὰ νὰ παραμερισθῆ ὁ Γιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ἀντιδιαστολή, μὲ τὰ εἴδωλα. Ὥστε ἐπαινῶντας αὐτὸν ποὺ μίλησε ἔτσι, ἐπαινεῖ αὐτὴ τὴ γνώμη. Μετὰ τὴν ἀπάντησή του ξαναρωτᾶ. Τί νομίζετε γιὰ τὸ Χριστό; Τίνος Γιὸς εἶναι; τοῦ Δαυΐδ, τοῦ λένε. Προσέξετε ὕστερ’ ἀπὸ πόσα θαύματα, πόσα σημεῖα, πόσες ἐρωτήσεις, ἔπειτ’ ἀπὸ πόσα δείγματα ὁμόνοιας μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ ἐπαίνεσε αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε μονάχα ρωτᾶ. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ λένε ὅτι ἔκαμε θαύματα, ἀλλὰ ἦταν ἐχθρὸς τοῦ νόμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ θέτει τὴν ἐρώτηση ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ἄλλα, θέλοντας νὰ τοὺς κάμη νὰ ὁμολογήσουν κι αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ πρῶτα ρώτησε τοὺς μαθητάς, τί λένε οἱ ἄλλοι. Κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους ἀλλοιώτικα·  γιατὶ βέβαια καὶ πλάνο μποροῦσαν νὰ τὸν ποῦν καὶ πονηρό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζει καὶ τὴ δική τους  γνώμη.


β΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄρχισε νὰ βαδίζη πρὸς τὸ πάθος, θέτει τὴν προφητεία ποὺ ρητὰ τὸν ἀνακηρύττει Κύριο. Οὔτε τυχαία, οὔτε ἀπὸ πρῶτα ἀλλὰ ἀπὸ κάποια εὔλογη αἰτία. Ἐρώτησε πρῶτος καὶ δὲν ἀπάντησαν τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτόν- εἶπαν ὅτι εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἀνατρέποντας λοιπὸν τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τους φέρνει τὸ Δαυΐδ ποὺ ἀνακηρύττει τὴ θεότητά του. Ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν πὼς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Δαυΐδ. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς διορθώση, φέρνει τὸν προφήτη ποὺ μαρτυρεῖ, ὅτι ἦταν Κύριος καὶ γνήσιος Υἱὸς, καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν σταματᾶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει προσθέτει καὶ τοῦτο. Ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου· γιὰ νὰ τοὺς προσελκύση ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Καὶ νὰ μὴν ἰσχυρίζωνται ὅτι ἀπὸ ἀνθρώπινη κολακεία τὸν ἔλεγε ἔτσι κι ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ ἦταν γνώμη ἀνθρώπου, προσέξετε τὴν ἐρώτησή του· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Προσέξετε μὲ πόση μετριοπάθεια παρουσιάζει τὴ γνώμη καὶ τὴν ἰδέα ποὺ τὸν ἀφορᾶ. Πρῶτα τοὺς εἶπε· τί νομίζετε; Τίνος Γιὸς εἶναι; Ὥστε μὲ τὴν ἐρώτηση νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάντηση Κι ὅταν ἀπάντησαν· τοῦ Δαυΐδ, δὲν τοὺς εἶπε· κι ὅμως αὐτὰ ὁ Δαυΐδ τὰ λέει, ἀλλὰ συνεχίζει μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως πάλι· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Γιὰ νὰ μὴν τοὺς φέρη μπροστὰ σὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν τοὺς ρώτησε, τί γνώμη  γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι μὲ μετριοπάθεια μιλοῦσαν κι ἔλεγαν, ἐνῶ ἦταν δυνατὸ νὰ ποῦν μὲ θάρρος γιὰ τὸν Πατριάρχη ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφη. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ὅμοια μ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὸ πρᾶγμα μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἁπλῆς σκέψης καὶ τοὺς λέει· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο καὶ λέει· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου· κάθησε στὰ δεξιά μου ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου; Καὶ συμπληρώνει· Ἄν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Μ’ αὐτὸ βέβαια δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι εἶναι γιός του, πρὸς Θεοῦ.  Δὲ θὰ ἐπιτιμοῦσε τότε τὸν Πέτρο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς -ἀλλὰ διορθώνει τὴν ἀντίληψή τους. Ὥστε ὅταν λέγη· Πῶς εἶναι γιός του, ἐννοεῖ, δὲν εἶναι γιός του ὅπως σεῖς νομίζετε. Ἐκεῖνον ἔλεγαν ὅτι ἦταν μονάχα γιὸς ἐκείνου καὶ ὄχι συνάμα καὶ Κύριος. Καὶ τὸ ἔλεγαν μετὰ τὴ μαρτυρία,  μὲ τρόπο μετριοπαθῆ. Ἄν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Κι αὐτὰ ὅμως τὰ ἄκουσαν, δὲν εἶπαν τίποτα. Γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ συμπληρώση ὁ ἴδιος λέγοντας ὅτι εἶναι Κύριός του. Κι αὐτὸ πάλι δὲν τὸ λέγει μὲ τρόπο ἀπόλυτο ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν προφήτη, ἐπειδὴ πολὺ δυσπιστοῦσαν γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε συκοφαντηθῆ μεταξύ τους. Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεπτώμαστε καὶ νὰ μὴ σκανδαλιζώμαστε, ἄν λέγεται κάτι ἀπὸ τὸν ἴδιο περιωρισμένο καὶ μετριπαθές. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἄν καὶ ὄχι μοναδική, ὅτι μιλάει σ’ ἐκείνους μὲ συγκατάβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα διδάσκει μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀπαντήσεως. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κάμει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀξία του. Δὲν  ἦταν ἴσο νὰ ὠνομασθῆ Κύριος τῶν Ἰουδαίων καὶ Κύριος τοῦ Δαυΐδ. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε καὶ τὴν ἐκλογῆ τῆς εὐκαιρίας. Ὅταν εἶπε, ἕνας Κύριος ὑπάρχει τότε εἶπε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι Κύριος, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποδεικτικὴ δύναμη τῆ προφητείας, ὄχι μόνο τῶν ἔργων. Καὶ παρουσιάζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν ὑπερασπίζει· λέγει, ὥσπου νὰ κάμω τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου. Δείχνει συνάμα τὸ μεγάλο σύνδεσμο μαζί του, ἐκείνου ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὴν τιμήν. Αὐτὸ τὸ τέλος θέτει στὶς ὁμιλίες του, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο ἱκανὸ νὰ ράψη τὰ στόματά τους. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐσώπασαν, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ποῦν. Τόσο καίριο τραῦμα δέχτηκαν ὥστε νὰ μὴν τολμήσουν πιὰ νὰ ξαναεπιχειρήσουν τό ἴδιο. Κανένας, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήση ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ τοῦτο δὲν ὠφελοῦσε λίγο τὰ πλήθη. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὰ στρέφει τὸ λόγο ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τοὺς λύκους κι ἀπέκρουσε τὶς ἐπιβουλές τους.
Αὐτοὶ τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ κερδίσουν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν κενοδοξία, τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος. Εἶναι φοβερὸ πάθος καὶ πολυκέφαλο. Ἄλλοι ἐξαίτιας της ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξουσία, ἄλλοι τὰ χρήματα, ἄλλοι τὴ δύναμη. Καὶ σιγὰ σιγὰ καθὼς βαδίζει τὸ δρόμο της φτάνει καὶ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὴ διδασκαλία. Πολλὲς εἶναι οἱ κεφαλὲς αὐτοῦ τοῦ θηρίου. Καὶ νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὰ πρῶτα δὲν εἶναι παράδοξο· ἐκεῖνο ποῦ εἶναι παράξενο καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦμε πάλι μονάχα ἐλᾶτε νὰ πουμε καὶ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ξεφύγωμε ἀπ’ αὐτὴν. Ποιοὺς ν’ ἀντιμετωπίσωμε πρώτους; Ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ χρήματά τους, ἤ γιὰ τὰ ροῦχα τους, ἤ γιὰ τὰ ἀξιώματά τους, ἤ γιὰ τὴ διδακτικὴ τους δύναμη, ἤ γιὰ τὴν τέχνη τους ἤ γιὰ τὸ σῶμα τους, ἤ διὰ τὰν ὀμορφιά τους, ἤ γιὰ τὰ στολιδια τους, ἤ γιὰ τὴ σκληρότητά τους, ἤ γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους, γιὰ τὴν πονηρία τους, ἤ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους; Γιατὶ ὅπως πολλὲς παγίδες ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ καὶ προχωρεῖ ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ τάδε πέθανε λένε· γιὰ νὰ τὸν θαυμάσουν ἄφησε ἐντολὴ νὰ γίνουν τὰ καὶ τά. Γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ πλούσιος ὁ ἄλλος. Γιατὶ τὸ δύσκολο εἶναι ὅτι γεννιέται καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα.

γ΄. Ἐναντίον ποιῶν λοιπὸν θὰ σταθοῦμε πρῶτα καὶ ποιοὺς θἀ ἀντιμετωπίσωμε; Γιατὶ δὲ φτάνει ὁ ἴδιος λόγος γιὰ ὅλους. Θέλετε νὰ ἀπαντήσωμε πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη τους; Εἶναι καὶ δική μου γνώμη. Πολὺ ἀγαπῶ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πονῶ νὰ τὴ βλέπω νὰ κακοποιῆται. Σὰν βασιλικὴ κόρη τὴ βλέπω, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύεται ἡ ξεμυαλίστρα παραμάνα της, ἡ κενοδοξία. Τὴν μεγαλώνει βέβαια ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ντροπιάση καὶ νὰ τὴ βλάψη, τὴν παρασύρει,  τὴ συμβουλεύει νὰ περιφρονῆ τὸν πατέρα της, καὶ νὰ φτιασιδώνεται γιὰ νὰ γίνη ἀρεστὴ σὲ ἀκαθάρτους καὶ γελοίους πολλὲς φορὲς ἄνδρες. Καὶ τὴ στολίζει μὲ στολίδια ποὺ θέλουν οἱ ἔξω, αἰσχρὰ κι ἀνάξια, κι ὄχι ὅπως θέλει ὀ πατέρας. Ἄς ἀπευθυνοῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς κι ἄς ὑποθέσωμε μιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται πλούσια, ποὺ γίνεται γιὰ ἐπίδειξη στοὺς πολλούς. Αὐτὴν πρῶτα τὴ βγάζει ἀπὸ τὸν πατρικὸ θάλαμο κι ἐνῶ ὁ πατέρας συμβουλεύει νὰ μὴ γίνεται φανερὴ μήτε στὸ ἀριστερὸ χέρι, αὐτὴ τὴν δείχνει στοὺς δούλους καὶ στοὺς τυχόντες καὶ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν. Βλέπετε τὴν πόρνη καὶ μαστροπὸ πῶς τὴν κάμη νὰ ἐπιθυμῆ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ συμμορφώνεται στὶς ἐπιθυμίες τους; Θέλετε νὰ δῆτε ὅτι δὲν κάμει μόνο πόρνη ἀλλὰ καὶ μανιακὴ μιὰ τέτοια ψυχή; Προσέξετε τὴ σκέψη της. Ὅταν ἀφήση τὸν οὐρανὸ καὶ τρέχει πίσω ἀπὸ δραπέτες καὶ δούλους, κυνηγῶντας στὶς γειτονιὲς καὶ τὰ στενὰ αὐτοὺς ποὺ τὴ μισοῦν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δύσμορφους ποὺ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀντικρύσουν, ἀλλὰ τὴ μισοῦν, ἐπειδὴ φλογίζεται ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους τί πιὸ μανιακὸ ὑπάρχει; Κανένα δὲν μισοῦν τόσο οἱ πολλοί, ὅσο ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ δοξάζωνται ἀπ’ αὐτούς. Πλῆθος κατηγορίες ἐξυφαίνουν γιὰ λόγου τους, κι εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ κατεβάσης ἀπὸ τὸ θρόνο ἁγνὴ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, καὶ νὰ τὴν προστάξης νὰ ἐκδίδη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μονομάχους κι ἀνθρώπους ποὺ τὴ περιφορνοῦν. Αὐτοὶ ὅσο τοὺς ἀναζητεῖς τόσο σὲ ἀποστρέφονται. Ὁ Θεὸς ὅμως ἄν ζητᾶς τὴ δική του δόξα, τόσο πιὸ πολὺ σὲ παίρνει κοντά του καὶ σὲ ἐπαινεῖ καὶ σοῦ δίνει ἄφθονη ἀμοιβή. Θέλετε νὰ διαπιστώσετε κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ; Ἀναλογισθῆτε τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζετε καὶ τὴν ἀδιάκοπη στενοχώρια, ὅταν ἀντηχῆ στ’ αὐτιὰ σας ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἔχασες ὅλο τὸ μισθό σου. Σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις εἶναι κακὸ ἡ κενοδοξία, περισσότερο ὅμως στὴ φιλανθρωπία. Γιατὶ καταλήγει στὴν ἄκρα σκληρότητα, ποὺ ἐκπομπεύει τὶς συμφορὲς τοῦ ἄλλου καὶ σχεδὸν κατηγορεῖ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ ἄν εἶναι κατηγορία νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες σου, τὸ νὰ τὶς ἀποδίδης σὲ πολλοὺς ἄλλους, τί νομίζεις πῶς εἶναι; Πῶς θ’ ἀποφύγωμε τὸ κακό; Ἄν μάθωμε νὰ ἐλεοῦμε, ἄν διευκρινήσωμε τίνων δόξα ἐπιδιώκομε. Πέστε μου, πιός ἔφτιαξε τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδειξε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ καλύτερα  ἀπ’ ὅλους τὴ γνωρίζει καὶ τὴν ἀσκεῖ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ ποιὸν λοιπὸν ἀπευθύνεσαι ὅταν μαθαίνης παλαιστὴς καὶ σὲ ποιούς παρουσιάζεις τὶς ἐπιδόσεις σου στὴν παλαίστρα; Σὲ κείνους ποὺ πουλοῦν λάχανα καὶ ψάρια ἤ στὸν προπονητή; Βέβαια αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἐκεῖνος ἕνας. Τί κι ἄν κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ὅταν αὐτὸς θαυμάζη; Δὲ θὰ περιγελάσης κι ἐσὺ μαζί μ’ αὐτὸν ἐκείνους; Κι ἄν μαθαίνης πυγμαχία δὲ θὰ προσέξης αὐτὸν ποὺ τὴ διδάσκει; Κι ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς λόγους, δὲ θὰ ζητήσης τὸν ἔπαινο τοῦ ρήτορα καὶ δὲ θὰ περιφρονήσεις τοὺς ἄλλους; Πῶς λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, στὶς ἄλλες τέχνες μονάχα, ν’ ἀποβλέπωμε στὶ διδάσκαλό τους κι ἐδῶ νὰ κάνωμε τὸ  ἀντίθετο;  Μόλο ποὺ δὲν εἶναι ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ, ἄν παλεύης σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τοῦ δασκάλου ἡ ζημία περιορίζεται στὸ πάλαιμα, ἐδῶ ὅμως ἡ ζημία ἀναφέρεται στὴν αἰώνιο ζωή. Ἄν ἔχης γίνει ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνου ὅμοιος καὶ στὸ νὰ μὴν ἐπιδεικνύεσαι. Ὅταν ἐθεράπευε, ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἀναφέρουν σὲ κανένα. Θέλεις μήπως νὰ ὀνομαστῆς ἐλεήμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸ τὸ κέρδος; Δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀλλὰ ζημία ἀπέραντη. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ καλεῖς σὰν μάρτυρες, γίνονται ληστὲς τῶν θησαυρῶν τῶν οὐρανῶν. Κι ὄχι αὐτοὶ ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ λαφυραγωγοῦμε τὸ δικό μας θησαυρὸ καὶ διασκορπίζομε τὸν οὐράνιο μισθό μας. Καινούργια συμφορὰ καὶ παράδοξο πάθημα. Ὅπου δὲν ἀφανίζει τὸ σαράκι καὶ δὲν ἁρπάζει ὁ κλέφτης, σκορπίζει ἡ κενοδοξία. Αὐτὸ εἶναι τὸ σαράκι τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ κρυφὰ ἀφαιρεῖ τὸν ἀσύλητο πλοῦτο. Αὐτὴ ὅλα τ’ ἀφανίζει καὶ τὰ καταστρέφει. Ἐπειδὴ βλέπει ὁ διάβολος ὅτι κι ἀπὸ ληστὲς κι ἀπὸ σκουλήκι κι ἀπὸ ἄλλες ἐπιβουλὲς εἶναι ἄπαρτο αὐτὸ τὸ ὀχυρὸ ἀφαιρεῖ κρυφὰ τὸν πλοῦτο μὲ τὴν κενοδοξία.

δ΄. Ἀλλὰ ποθεῖς τὴ δόξα; Δὲν σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Πρόσεξε μὴν πάθης τὸ ἀντίθετο. Μὴ σὲ κατηγορήση κανένας ὅτι δὲν ἐλεεῖς ἀλλὰ κάμεις θέατρο καὶ ζητᾶς τιμές, ὅτι θεατρίζεις τὶς ξένες συμφορές. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μυστήριο. Κλεῖσε λοιπὸν τὴν θύρα σου, γιὰ νὰ μὴ δῆ κανένας αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δῆ. Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ μυστήρια εἶναι αὐτά, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία του μᾶς ἐλέησε ἄν καὶ εἴμαστε ἀνυπάκουοι. Καὶ ἡ πρώτη παράκλησι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας. Καὶ ἡ δεύτερη πάλι παράκληση, γιὰ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν κανόνα τῆς μετάνοιάς τους, πολὺ  ἔλεος ἐπιζητεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, κι αὐτὴ τὰ ἀθῶα παιδιὰ τοῦ λαοῦ προβάλλει, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἀναγνωρίσαμε τ’ ἀμαρτήματά μας, ἐμεῖς ὑψώνομε φωνὴ παρακλήσεως γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει πολὺ καὶ ποὺ ἀξίζει νὰ κατηγορηθοῦν·  γιὰ μᾶς πάλι ὑψώνουν φωνὴ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς μιμητὲς τῆς ἁπλότητάς τους περιμένει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ τύπος αὐτὸς θέλει νὰ δείξη τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παιδικὴ ταπεινοσύνη κι εἰλικρίνεια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Πόση συμπόνια καὶ φιλανθρωπία περικλείει αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὸ σκέπτονται. Καὶ σὺ λοιπὸν ὅταν ἐλεῆς κάποιον κατὰ τὴ δύναμή σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου. Ἄς τὸ γνωρίζη μόνο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μήτε αὐτὸς ἄν εἶναι δυνατό. Ἄν διαπλατώσης τὶς θύρες, διαπομπεύεις τὸ μυστήριό σου. Πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιδιώκομε τὴ δόξα του, κι αὐτὸς θὰ μᾶς καταδικάση, κι ἄν εἶναι φίλος μας θὰ μᾶς κατηγορῆ μέσα του, ἄν εἶναι ἐχθρός μας θὰ μᾶς γελάση καὶ σ’ ἄλλους. Ἔτσι θὰ πάθωμε τ’ ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε. Σὺ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ ἀποκαλέση ἐλεήμονα κι αὐτὸς θὰ σὲ πῆ κενόδοξο, ἀνθρωπάρεσκο καὶ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ τοῦτα. Μὸνο ἄν κρύψεις τὴν ἐλεημοσύνη του τότε θὰ σὲ ὀνομάσει φιλάνθρωπο καὶ σπλαχνικό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει νὰ μείνη κρυφὴ ἀλλὰ ἄν σὺ τὴν κρύψης ἐκεῖνος θὰ τὴν κάνη ὁλοφάνερη καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ θαυμασμὸς μεγαλύτερος καὶ περισσότερο κέρδος. Ὥστε καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ δόξα εἶναι ἀντίθετη ἡ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκομε θερμά, αὐτὸ τὸ ἴδιο συναντοῦμε σὰν ἀντίπαλο. Ὄχι μονάχα δὲν κερδίζομε τὴ δόξα τοῦ ἐλεήμονος, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη κι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ δεχόμαστε καὶ πολλὴ ἄλλη ζημία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς τὴν ἀποφεύγωμε κι ἄς ἐπιθυμοῦμε μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ δόξα τῆς γῆς καὶ θ’ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.