A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΨΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)

Συλλογίσου, ἀγαπητέ, τό νοητό πόλεμο, πού ἦρθε ν’ ἀνάψει στόν κόσμο ὁ Κύριός μας, ὅπως λέει ὁ Ἴδιος: «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Ματθ.10, 34).

Σ’ αὐτόν τόν πόλεμο δές τό λυτρωτή μας Ἰησοῦ σάν ἕνα ἀρχιστράτηγο καί βασιλιά πολύ ἔνδοξο καί δυνατό, σοφό κι ἀξιαγάπητο, συντροφιασμένο μ’ ὅλους τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους.
Ἕνα βασιλιά, πού δέν θέλει νά ἐπιβαρύνει τό λαό του μέ φόρους καί χαράτσια γιά νά πλουτίσει ὁ ἴδιος, ἀλλά γίνεται αὐτός φτωχός γιά νά πλουτίσει ἐκείνους.
 Συλλογίσου τόν Ἰησοῦ μας σάν ἕνα βασιλιά, πού ἔχει ὅλα τά προνόμια καί τά χαρίσματα τόσο τῆς θεϊκῆς ὅσο καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καί τά προσφέρει γιά τό καλό τῶν ὑπηκόων του.
Γιατί ὁ Χριστός ὄχι μόνο σάν Θεός ἀλλά καί σάν ἄνθρωπος εἶναι Βασιλιάς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὅπως τό βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Ἀποκάλυψη: «Καί ἔχει ἐπί τό ἱμάτιον καί ἐπί τόν μηρόν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, Βασιλεύς βασιλέων καί Κύριος κυρίων» (19, 16).


Ὕστερα ἀπ’ αὐτά σκέψου, ὅτι ὁ Βασιλιάς αὐτός καλεῖ στόν πόλεμο ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί σένα προσωπικά. Μᾶς προσκαλεῖ γιά νά πολεμήσουμε τούς ἐχθρούς μας, δηλαδή τή σάρκα, τόν κόσμο καί τόν διάβολο.

Στόν πόλεμο αὐτό ὁ Βασιλιάς πηγαίνει μπροστά ἀπ’ ὅλους, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ἐγώ ἔμπροσθέν σου πορεύσομαι καί ὅρη ὁμαλιῶ, θύρας χαλκᾶς συντρίψω καί μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω καί δώσω σοι θησαυρούς σκοτεινούς, ἀποκρύφους, ἀοράτους ἀνοίξω σοι» (Ἡσ. 45, 2-3).

Σ’ όλη τή διάρκεια τοῦ πολέμου, εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀντιμετωπίζει τούς κινδύνους καί δέχεται τίς πληγές στίς μάχες.

Μόλις ὅμως τελειώσει ὁ πόλεμος, ἡ νίκη καί τά στεφάνια καί τά λάφυρα ἀνήκουν ὅλα στούς στρατιῶτες.Ἦρθε λοιπόν ὁ Κύριος στή γῆ. Ζώντας μέσα στή φτώχεια, στίς θλίψεις, στήν καταφρόνηση, καί πεθαίνοντας τελικά μέ σταυρικό θάνατο, νίκησε καί τούς τρεῖς ἐχθρούς μας.

Νίκησε τόν κόσμο, γι’ αὐτό καί ἔλεγε: “Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον” (Ἰω. 16, 33).

Νίκησε τόν διάβολο, γι’ αὐτό καί ἔλεγε: “Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω” (Ἰω.12, 31)

Νίκησε καί τή σάρκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: “Ὁ Θεός τόν ἑαυτοῦ Υἱόν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας καί περί ἁμαρτίας, κατέκρινε τήν ἁμαρτίαν ἐν τή σαρκί” (Ρωμ. 8, 3).

Ἔτσι ἀκολούθησαν ἀναρίθμητες ψυχές στά θριαμβευτικά ἴχνη τῶν παραδειγμάτων τοῦ Κυρίου, καί ἀφοῦ πολέμησαν τούς ἐχθρούς πού ἀναφέραμε, τώρα θριαμβεύουν μαζί Του στόν παράδεισο.

Ὤ, τί νόμος παράδοξος γιά πόλεμο!

Στούς ἐπιγείους πολέμους οἱ στρατιῶτες πολεμοῦν καί ὁ βασιλιάς ἡσυχάζει. Ἀλλά τά ὀφέλη ἀπό τή νίκη τά καρπώνεται ὁ βασιλιάς. Στόν πνευματικό πόλεμο, ἀντίθετα, πρῶτος πολεμάει ὁ Βασιλιάς καί ἀκολουθοῦν οἱ στρατιῶτες. Ἀλλά τά ὀφέλη εἶναι τῶν στρατιωτῶν!

Τώρα ἐσύ τί κάνεις; Ἀνταποκρίνεσαι στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου γι’ αὐτό τόν πόλεμο; Ὁ πόλεμος εἶναι σύντομος, μά ἡ νίκη καί ἡ ἀπόλαυση αἰώνια. Οἱ ἐχθροί πού θέλει νά ὑποτάξει ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἐχθροί περισσότερο δικοί σου παρά δικοί Του.

Γιατί Ἐκείνου δέν μποροῦν νά Τοῦ στερήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τούς νικήσεις.Σήκω λοιπόν καί πάρε μιά σταθερή ἀπόφαση ν’ ἀκολουθήσεις πιστά τόν Κύριο καί νά Τόν μιμηθεῖς σέ ὅλα. Νά ντραπεῖς γιά τήν προηγούμενη ζωή σου, πού ἦταν ἀντίθετη στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή εἶχες ἐχθρούς τους φίλους Ἐκείνου – τή φτώχεια καί τούς φτωχούς, τίς θλίψεις καί τούς θλιμμένους, τίς καταφρονήσεις καί τούς καταφρονεμένους – κι ἐμοίασες ἔτσι περισσότερο στόν Ἑωσφόρο, τόν ἀρχηγό τῶν κολασμένων, παρά στό δεσπότη Χριστό, τόν ἀρχηγό τῶν σωσμένων.

Ἄλλαξε ἀπό τώρα τακτική. Κάνε φίλους ὅσους εἶχες μέχρι σήμερα ἐχθρούς. Καί κάνε ἐχθρούς ὅσους εἶχες μέχρι σήμερα φίλους, στρέφοντας ἐναντίον τους ὅλα τά πνευματικά ὅπλα γιά νά τούς νικήσεις. Ἐπειδή ὅμως ἡ νίκη, πού ἀκολουθεῖ τό νοητό αὐτό πόλεμο, δίνεται ἀπό τόν Κύριο – ὅπως εἶναι γραμμένο: “ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρά δέ Κυρίου ἡ βοήθεια” (Παρ. 21, 31)-, παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ φωτίσει μέ τή Χάρη Του, ὥστε νά βλέπεις μέ ἄλλα μάτια τούς σταυρούς καί τά βάσανα πού σοῦ στέλνει.

Ζήτησέ Του νά σοῦ δίνει δύναμη, γιά νά ὑπομένεις τίς δυσκολίες ἀγόγγυστα καί πρόθυμα, σάν μιμητής καί ἀκόλουθός Του. Νά σκέφτεσαι, πώς ὅλες οἱ δοκιμασίες εἶναι πολύτιμες καί ἀξιοζήλευτες, γιατί εὐλογήθηκαν μέ τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν στήν προσωρινή αὐτή ζωή μιμηθεῖς τόν Ἰησοῦ ὑπομένοντας τίς θλίψεις, θά Τόν ἀπολαύσεις ἀργότερα γιά πάντα, καί θά εὐφραίνεσαι μαζί Του στήν Αἰώνια Βασιλεία Του, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: “εἰ ὑπομένομεν, καί συμβασιλεύσομεν” (Β΄ Τιμ. 2, 12).

Συλλογίσου τώρα, ἀγαπητέ, ὅτι τριῶν εἰδῶν ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν τό Χριστό στόν πόλεμο αὐτό.


Στήν πρώτη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού Τόν ἀκολουθοῦν μόνο μέ τό λογισμό. Αὐτοί στέκονται ἀπό μακριά, θαυμάζουν τό μεγαλεῖο του πολέμου, ἀλλά δέν παίρνουν ποτέ ἀπόφαση νά πιάσουν τά ὅπλα, νά πολεμήσουν καί νά νικήσουν. Δηλαδή δέν θέλουν νά μιμηθοῦν τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νικημένοι ἀπό τήν ψυχρότητα καί τήν ἀπραξία.

Στή δεύτερη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού πιάνουν τ’ ἅρματα καί βγαίνουν στόν πόλεμο, ἀλλά πολεμοῦν ὅπως τούς ἀρέσει. Μεταχειρίζονται ὅλα τά πολεμικά μέσα, πού θεωροῦν οἱ ἴδιοι σωστά καί ὄχι ἐκεῖνα πού εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλουν νά πηγαίνουν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, ὄχι νά Τόν ἀκολουθοῦν. Καί νομίζουν ὅτι θά νικήσουν τά πάθη τους καί τό διάβολο μέ τήν ἀναπαυτική ζωή, τήν ἰδιορρυθμία καί τήν ὑπερηφάνεια.

Στήν τρίτη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού, μολονότι γνωρίζουν ὅτι καί τό καλό τῆς ψυχῆς τους καί ὅλη ἡ δόξα πού μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ στό Θεό βρίσκονται στή μίμηση τοῦ παραδείγματος τοῦ Χριστοῦ, ἐντούτοις δέν προχωρᾶνε στόν πόλεμο παρά μόνο μέ τίς συμβουλές καί ὁδηγίες τῶν πνευματικῶν τους πατέρων, κόβοντας ἔτσι τό θέλημά τους.Ἡ πρώτη τάξη εἶναι ψυχρή καί ἀργή. Ἡ δεύτερη εἶναι χλιαρή καί ὀκνηρή. Ἡ τρίτη εἶναι θερμή καί ἐπιμελής.Τώρα ἐσύ, ἀδελφέ, σέ ποιά τάξη ἀνήκεις;

Ἄν εἶσαι στήν πρώτη, ἀλλοίμονο σέ σένα! Γιατί, ἀπό τήν ὥρα πού ἔλαβες τό βάπτισμα, ἔταξες στό Θεό νά πολεμήσεις τά πάθη σου καί τό διάβολο. Ἐσύ ὅμως στέκεσαι μακριά, ἀργός. Δέν πιάνεις τά ὄπλα νά πολεμήσεις. Καί ξεχνᾶς, ταλαίπωρε, πώς ἄν δέν πολεμήσεις καί νικήσεις τούς ἐχθρούς ἐδῶ, αὐτοί θά σέ θανατώσουν αἰώνια. Δέν γνωρίζεις, ὅτι χωρίς ἀγώνα δέν κερδίζονται ἔπαθλα καί βραβεῖα; Ποιός νίκησε ποτέ κοιμισμένος ἤ ἄπρακτος;

Ἤ ποιός μέ τρυφές καί ξεφαντώματα στεφανώθηκε; “Τίς καθεύδων τρόπαιον ἔστησεν; ἤ τίς τρυφῶν καί καταυλούμενος κατεκοσμήθη στεφάνοις;”, Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἄφησε λοιπόν τήν ὀκνηρία, ἀγαπητέ, πιάσε τ’ ἅρματα καί πολέμησε τούς θανάσιμους ἐχθρούς σου. Μήν κάθεσαι ἀμέριμνος, βλέποντας τούς ἄλλους νά πολεμοῦν, γιά νά μήν ἀκούσεις κι ἐσύ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Μωϋσῆς στίς φυλές Γάδ καί Ρουβήν: “Οἱ ἀδελφοί ὑμῶν πορεύονται εἰς τόν πόλεμον, καί ὑμεῖς καθήσεσθε αὐτοῦ;” (Ἀριθ. 32, 6).

Ἄν πάλι ἀνήκεις στή δεύτερη τάξη, τότε οὔτε θερμός εἶσαι οὔτε ψυχρός, ἀλλά χλιαρός. Γι’ αὐτό τόν ἄνθρωπο λέει ὁ Θεός στήν Ἀποκάλυψη: “Ὅτι χλιαρός εἶ καί οὔτε ζεστός, οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος Μου” (3, 16). Κι αὐτό θά γίνει τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν ὁ Κύριος θά πεῖ σ’ ὅλους τούς πνευματικά νωθρούς τά φοβερά τοῦτα λόγια: “Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν” (Ματθ. 7, 22).

Γιατί ὅμως θά πεῖ καί σέ σένα τά ἴδια;Γιατί θέλεις μέν τήν ἀρετή, ἀλλά χωρίς κόπο. Θέλεις νά κάνεις τό καλό, ἀλλά δέν θέλεις νά λυπήσεις τόν κόσμο. Θέλεις νά κόψεις τίς κακές σου συνήθειες, ἀλλά δέν θέλεις νά πιεστεῖς. Θέλεις νά ὑπηρετεῖς τό Θεό, ἀλλά μόνο μέ λόγια. Κοντολογῆς, θέλεις ταυτόχρονα μέ τό ἴδιο μάτι νά βλέπεις καί τόν οὐρανό καί τή γῆ.

Κι ἄν ποτέ ἀποφασίσεις νά νικήσεις κανένα ἐλάττωμα ἤ πάθος σου, πιάνεις τά ὅπλα καί πολεμᾶς ὅπως σοῦ ἀρέσει, κατά τό θέλημά σου καί τή φαντασία σου. Θέλεις νά διώξεις τό πάθος πού σέ πειράζει λιγότερο, καί ἀφήνεις ἐκεῖνο πού σ’ ἔχει κυριεύσει περισσότερο.


Ὁ Χριστός σέ καλεῖ νά μεταβάλεις τόν ἑαυτό σου, κι ἐσύ ἀλλάζεις μόνο τήν ἐξωτερική σου στάση, χωρίς ν’ ἀνακαινίζεσαι ἐσωτερικά.

Δέν φτάνει ὅμως νά πολεμάει κανείς, ἀλλά πρέπει νά πολεμάει σωστά καί οὐσιαστικά: “Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ” (Β΄ Τιμ. 2, 5).Νά ντραπεῖς λοιπόν γιά τήν ἀκαταστασία καί τή ρηχότητά σου. Κι ἀπό δῶ καί πέρα ν’ ἀφήσεις ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σου στά χέρια τοῦ Κυρίου, κάνοντας πάντα τό δικό Του θέλημα καί λέγοντας μ’ ὅλη σου τήν καρδιά: “Ἀκολουθήσω Σοι ὅπου ἐάν ἀπέρχῃ, Κύριε” (Λουκ. 9, 57).

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἀπό τό βιβλίο «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ»

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)






Συλογίσου, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διδάσκαλος τῶνδιδασκάλων καί ὁ ἱεροκήρυκας τῶν ἱεροκηρύκων. Μᾶλλον ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἕνας καί μοναδικός διδάσκαλος,ὅπως ὁμολόγησε ὁ νυκτερινός μαθητής Νικόδημος:
«Ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος»1. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μιλώντας στό λαό καίτούς μαθητές Του, εἶπε: «Ὑμεῖς δέ μή κληθῆτε ῥαββί· εἶς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός»2. Γι᾿ αὐτόἦρθε στόν κόσμο, ὄχι μόνο γιά νά τόν λυτρώσει, ἀλλά καί νά τόν διδάξει τήν ἀλήθεια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιοςπάλι: «Ἐγώ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»3. Καί γιά νά ἐπιβεβαιώσει αὐτή τήδιδασκαλία ὁ οὐράνιος Πατέρας, μᾶς πρόσταξε ν᾿ ἀκοῦμε αὐτό τό διδάσκαλο «αὐτοῦ ἀκούεττε»4, ὅτανμάλιστα δέν διδάσκει μόνο μέ λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ ἔργα.
Ὑπολόγισε τώρα, πόσο βαρύ φορτίο σήκωσε ὁ Λυτρωτής μας, γιά νά μᾶς διδάξει τήν ἀλήθεια. Γιατί, ἐνῶγιά τή δημιουργία ὅλων τῶν ὄντων δέν ξόδεψε παρά μόνο ἕνα λόγο «ὅτι αὐτός εἶπε, καί ἐγενήθησαν, αὐτόςἐνετείλατο, καί ἐκτίσθησαν»5, ὅμως, γιά νά μᾶς διδάξει τά θελήματά Του καί τούς θησαυρούς τῆς σοφίας Του, γυμνώθηκε ἀπό τή μεγαλειότητά Του, πῆρε μορφή δούλου καί σχῆμα ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ – «μορφήν λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος», κατά τόν Ἀπόστολο 6  καί μ᾿ αὐτή τή μορφή ὑποβλήθηκεσέ τόσους κόπους, σ᾿ ὅσους δέν ὑποβλήθηκαν ποτέ οἱ δάσκαλοι καί κήρυκες τοῦ θείου λόγου.
Τί λοιπόν περισσότερο μποροῦσε νά κάνει ἡ ἄψευστη Ἀλήθεια, παρά νά γίνει, μέ τήν αὐτοπρόσωπηδιδασκαλία Της, καί δική μας ἀλήθεια; «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»7. Μέ ποιόν ἄλλο τρόπο μποροῦσε νά δείξει πώςμᾶς ἀγαπάει ὁ γλυκύτατός μας διδάσκαλος, παρά μέ τό νά ὑποφέρει τόσους κόπους, τρέχοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ καίὀργώνοντας ὅλη τήν Ἰουδαία μέ τά ἴδια Του τά πόδια; «Καί περιῆγεν ὅλην τήν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων... καίκηρύσσων τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας»8. Καί δέν ἔφτανε αὐτό. Ὑπέμεινε ἐπιπλέον καί τήν ἀτίμωση, ἀφοῦΤόν ὀνόμαζαν φάγο, οἰνοπότη καί δαιμονισμένο, μόνο καί μόνο γιά νά μᾶς διδάξει τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στήζωή.
Λοιπόν, ποιά δικαιολογία θά βρεῖς νά πεῖς στόν Κύριο, πού δέν δέχθηκες τή θεία Του διδασκαλίακαί δέν φωτίστηκες ἀπό τό φῶς Του; «Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασινοὐκ ἔχουσι περί τῆς ἀμαρτίας αὐτῶν»9.
Νά ντραπεῖς λοιπόν, πού τόσες φορές ἀκολούθησες τίς ἀπατηλές διδασκαλίες τοῦ κόσμου, τῆς σάρκαςκαί τοῦ διαβόλου· πού προτίμησες τίς συμβουλές τῆς ἐπίγειας σοφίας, τῆς τιποτένιας καί δαιμονικῆς, ἀπό τίςσυμβουλές τῆς θείας σοφίας· πού δέν θέλησες τίποτ᾿ ἄλλο ψηλότερο, παρά ἔκανες τό πᾶν γιά ν᾿ ἀποκτήσειςδόξα καί τιμή ἀνθρώπινη· πού ἀγωνίστηκες νά ἱκανοποιήσεις τίς αἰσθήσεις καί τά πάθη σου, ν᾿ ἀπολαύσεις τίςἡδονές καί, τέλος, νά μαζέψεις χρήματα.
Ὑπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα ἀπ᾿ αὐτό πού σοῦ δόθηκε, ν᾿ ἀκοῦς δηλαδή ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦσαρκωμένου Λόγου ἐκεῖνα τά λόγια, πού θέλησαν ν᾿ ἀκούσουν προφῆτες καί βασιλεῖς καί δέν τ᾿ ἄκουσαν; «Λέγω ὑμῖν, ὅτι πολλοί προφῆται καί βασιλεῖς ἠθέλησαν... ἀκοῦσαι ἅ ἀκούετε, καί οὐκ ἤκουσαν»10. Ὅτανἀνοίγεις γιά νά διαβάσεις τό Εὐαγγέλιο, πού περιέχει τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά τό κάνεις σά ν᾿ἀνοίγεις τόν ἴδιο τόν οὐρανό, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἡ τῶν γραφῶν ἀνάγνωσις τῶν οὐρανῶν ἐστινὑπάνοιξις»11. Πρέπει νά τό μελετᾶς μέ φόβο καί τρόμο, σά νά μιλᾶς μέ τόν ἴδιο τό Θεό. Ἐσύ ὅμως δέναἰσθάνεσαι κανένα φόβο στήν καρδιά σου, ὅταν ἀκοῦς νά σοῦ μιλάει μέ τό στόμα Του ὁ Θεός, σάν τόν φόβο πού αἰσθανόταν ἀκόμα καί ὁ σκληροκάρδιος λαός τοῦ Ἰσραήλ, καί ἔλεγε στό Μωϋσῆ:
«Λάλησον σύ ἡμῖν, καί μή λαλείτω πρός ἡμᾶς ὁ Θεός, μή ἀποθάνωμεν»12.
Συλλογίσου τή διδασκαλία πού κάνει σ᾿ ὅλο τό θεῖο Εὐαγγέλιο Αὐτός ὁ οὐράνιος διδάσκαλος, ἰδιαίτεραὅμως στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του, καί ἐξέτασε τίς τρεῖς ποιότητες πού περιέχει ἡ θεία διδασκαλία: τόὕψος, τήν ἀλήθεια καί τήν ὠφέλεια.
Τό ὕψος  τῆς διδασκαλίας, πού ἦταν κρυμμένο καί ἀκατανόητο μέχρι τότε ἀπό τή διάνοια ὅλων τῶνσοφῶν, γίνεται φανερό μ᾿ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπό καταβολῆς κόσμου»13. Γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ κόσμος νόμιζε, ὅτι εὐτυχισμένος εἶν᾿ ἐκεῖνος πού ἔχει περισσότερα πλούτη, τιμές καίἀπολαύσεις. Ἄς συλλογιστοῦμε λοιπόν πόσο ἐκστατικό ἔμεινε τό ἀνθρώπινο γένος, ὅταν γιά πρῶτη φοράἄκουσε τόν Κύριο νά διατυπώνει μιά τόσο ὑψηλή καί οὐράνια διδασκαλία, ὅτι δηλαδή εἶναι μακάριοι οἱ φτωχοί,οἱ ταπεινοί, οἱ πρᾶοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ εἰρηνοποίοι, οἱ καθαροί στήν καρδιά, αὐτοί πού καταδιώκονται καίκατηγοροῦνται ἄδικα. Καί ἀπεναντίας, ὅτι ἄθλιοι καί ταλαίπωροι εἶναι οἱ πλούσιοι, πού ἔχουν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στ᾿ ἀγαθά τοῦ κόσμου, οἱ χορτασμένοι μέ τίς τρυφές, ἐκεῖνοι πού χαίρονται, πού γελοῦν, πού ξεφαντώνουν, πού τιμῶνται καί θαυμάζονται ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ποιός μπορεῖ ὅμως νά καταλάβει τό ἀκατάληπτο ὕψος πού περιέχει ἡ διδασκαλία τοῦ θείου Εὐαγγελίου;Γι᾿ αὐτό πολύ σοφά ὁ ἀπόστολος Βαρθολομαῖος ὀνόμασε τό Εὐαγγέλιο μικρό καί μεγάλο: Μικρό στόμῆκος, καί μεγάλο στό πλάτος καί στό ὕψος τῶν νοημάτων (Διονυσίου, κεφ. α΄ τῆς μυστικῆς θεολογίας). ΤόΕὐαγγέλιο, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, εἶναι ἕνα πέλαγος, ὅπου βρίσκεται τό σύνολο τῶν χαρισμάτωνκαί ἡ θάλασσα τῶν πνευματικῶν μυστηρίων, καί ὅπου πλέει ὁ μυστικός ΙΧΘΥΣ – Ἰησοῦς Χριστός ΘεοῦΥἱός Σωτήρ, κατά τήν ἀρχαία συμβολική ἀκροστιχίδα. Ἐπιτομή τῆς θεολογίας ὀνόμασε ἀκόμα τό Εὐαγγέλιοὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Ἄν τώρα ὁλόκληρη ἡ Ἀγία Γραφή χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστίνο σάνἐγκυκλοπαίδεια ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, καί ἀπό τό Μέγα Βασίλειο σάν ἐργαστήριο ψυχῶν καί ἀποθήκητῶν πνευματικῶν βοτάνων, καταλαβαίνουμε πόσο ὑπερέχει τό Εὐαγγέλιο, ἡ Καινή Διαθήκη, πούἐπικυρώθηκε μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί εἶναι, κατά τόν ἁγιο Μάξιμο, «πρεσβεία Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, δι᾿Υἱοῦ σαρκωθέντος, μισθόν δωρουμένου τοῖς πειθομένοις αὐτῷ τήν ἀγέννητον θέωσιν».
Ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι αὐταπόδεικτη, γιατί προέρχεται ἀπό τό στόμα τῆςαὐτοσοφίας τοῦ Ὑψίστου, πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια: «Ἐγώ (δηλ. ἡ σοφία) ἀπό στόματος Ὑψίστου ἐξῆλθον»14. Κι ἄνὅλοι μαζί οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τή συντέλεια τοῦ κόσμου, βρεθοῦν ψεῦτες, μόνο ὁ Θεός δένπρόκειται νά βρεθεῖ ποτέ ψεύτης. Πάντα θά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος: «Γινέσθω δέὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δέ ἄνθρωπος ψεύστης»15.
Ἡ ὠφέλεια  τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι φανερή, γιατί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Δηλαδή δίνει «γνώσιν σωτηρίας τῷ λαῷ»16. Καί ἀκόμα, σάν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα της τό Πνεῦμα καί μεταδίδει ζωή, ὅπως λέει ὁ Κύριος: «Τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμα ἐστι καί ζωή ἐστι»17.
Ἡ εὐαγγελική διδασκαλία περιέχει ὅλες τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Μᾶς δείχνει ποιό εἶναιτό καλό καί ποιό τό κακό. Βγάζει ἀπό πάνω μας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, καί μᾶς ντύνει μέ τό νέο, «τόν κατά Χριστόν κτισθέντα». Μεταβάλλει τούς ἀνθρώπους σέ ἀγγέλους.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτά ἐσύ τί κάνεις; Μήπως δείχνεις μέ τά ἔργα σου μιά πίστη ἀντιφατική; Ὅταν δηλαδή σέδιδάσκει τό Εὐαγγέλιο τίς θεωρητικές ἀλήθειες καί τά δόγματα τῆς πίστεως, ἐσύ τά δέχεσαι. Ὅταν ὅμως σοῦὁρίζει τίς πρακτικές ἀλήθειες, μέ τίς ὁποῖες θά διορθώσεις τά ἤθη σου, τότε ξεσηκώνονται ὅλες οἱ ἐπιθυμίεςσου καί σέ πιέζουν νά μή δεχθεῖς τούς νόμους του. Ἔτσι, ἀπό τή μιά πιστεύεις, ὅπως λές, γι᾿ ἀληθινή τήδιδασκαλία του, κι ἀπό τήν ἄλλη ζεῖς σά νά τήν πίστευες γιά ψεύτικη. Πρόσεξε ὅμως, γιατί αὐτό τό ἴδιο τόΕὐαγγέλιο θά σέ καταδικάσει, καθώς βεβαιώνει ὁ Κύριος: «Ὁ μή λαμβάνων τά ῥήματά μου, ἔχει τόν κρίνοντααὐτόν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»18.
Χρειάζεται λοιπόν ἔμπρακτη πίστη. Γιατί, θεωρητικά μόνο, «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καίφρίσσουσι»19. Ἡ ἔμπρακτη πίστη ὅμως εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν: «κἀγώ δείξω σοιἐκ τῶν ἔργων μου τήν πίστιν μου»20.
Ξύπνα λοιπόν κι ἔλα στόν ἑαυτό σου. Ἄναψε πάλι μέσα σου τή φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης στόθεῖο σου Διδάσκαλο. Νά ντρέπεσαι, γιατί μέχρι τώρα ἔθρεψες τήν καρδιά σου μέ πράγματα ἀντίθετα ἀπόκεῖνα πού Αὐτός δίδαξε μέ τό παράδειγμα καί τά λόγια Του.
Παρακάλεσε, τέλος, τό Χριστό νά κάνει τήν καρδιά σου ταπεινή, ὑπάκουη καί γενναία, γιά νάἐφαρμόζεις ἐκεῖνα πού σέ διδάσκει. «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῷ Θεῷ ἀλλ᾿ οἱ ποιηταί τοῦνόμου δικαιωθήσονται»21.

_____________

1 Ἰω. γ΄:2.

2 Ματθ. Κγ΄:8.

3 Ἰω. ιη΄:37.

4 Ματθ. Ιζ΄:5.

5 Ψαλμ. 148:5.

6 Φιλιπ. Β΄:7.

7 Ἰω. Ιδ΄:6.

8 Ματθ. Δ΄:23.

9 Ἰω. Ιε΄:22.

10 Λουκ. Ι΄:24.

11 Λόγ. Β΄ εἰς τόν Ἡσαΐαν.

12 Ἐξ. Κ΄:19.

13 Ματθ. Ιγ΄:35.

14 Σοφ. Σειρ. 24:3.

15 Ρωμ. Γ΄:4.

16 Λουκ. Α΄:77.

17 Ἰω. Στ΄:63.

18 Ἰω. Ιβ΄:48.

19 Ἰακ. Β΄:19.

20 Ἰακ. Β΄:18.

21 Ρωμ. Β΄:13.

(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)



Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Ας σκεφτούμε, αδελφοί, ότι ο Δεσπότης του σύμπαντος, που Τον υπακούουν όλα τα όντα, έκανε αυστηρή υπακοή στην «κατὰ φύσιν» μητέρα Του, την Παναγία, που Τον βάσταξε στη μήτρα της εννιά μήνες και Τον έθρεψε με το γάλα της. Και σ’ εκείνη μεν είχε χρέος να υπακούει, σα γνήσιος γιος της και σα νομοθέτης της πέμπτης εντολής του Δεκαλόγου, που λέει: «Να σέβεσαι …τη μητέρα σου για να ζήσεις χρόνια ευτυχισμένος πάνω στη γη» (Εξ. 20:12).

Στον δίκαιο Ιωσήφ όμως δεν ήταν υποχρεωμένος να υπακούει, γιατί δεν ήταν ο πραγματικός «κατὰ φύσιν» πατέρας του. Μολαταύτα, ο Κύριος έκανε αδιάκριτη υπακοή και στους δύο. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Λουκάς είπε: «Και ζούσε υποταγμένος σ’ αυτούς» (2:51).

Ο Κύριος με την υπερβολική Του υπακοή, ξεπέρασε όλους τους ανθρώπινους κανόνες και τους φυσικούς νόμους. Σύμφωνα μ’ αυτούς, τα παιδιά πρέπει να υποτάσσονται στους γονείς τους μέχρι ν’ αποκτήσουν φρόνηση και διάκριση καλού και κακού· δηλαδή μέχρι να γίνουν δεκαπέντε ή το πολύ είκοσι χρόνων, όπως είναι γραμμένο και στο βιβλίο των Αριθμών: «Όσοι είναι από είκοσι χρονών και πάνω γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό» (32:11). Μετά την ηλικία αυτή τα παιδιά είναι ελεύθερα και αυτεξούσια.
Ο Χριστός όμως δεν αρκέστηκε στον παραπάνω κανόνα. Διπλασίασε τα χρόνια της υπακοής προς τους γονείς και ήταν υποταγμένος σ’ αυτούς τριάντα ολόκληρα χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εξηγώντας τα λόγια που είπε ο Κύριος στην Παναγία, στο γάμο της Κανά –«Τι επεμβαίνεις εσύ στο δικό Μου έργο, Γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα Μου» (Ιωάν. 2:4)– λέει, πως ο Κύριος φάνηκε σα να παραπονέθηκε στη μητέρα Του. Δηλαδή σα να της έλεγε: «Δεν έφτασαν τόσα χρόνια που έκανα υπακοή; Ζητάς ακόμα να κάνω ό,τι μου λες; Δεν ήρθε η ώρα να γίνω κι εγώ ελεύθερος και αυτεξούσιος;». Παρ’ όλ’ αυτά, πάλι υπάκουσε σ’ αυτήν και έκανε εκείνο που Του ζήτησε, δηλαδή το νερό κρασί.

Ο Χριστός μας, υποτασσόταν και υπάκουε στους γονείς Του μ’ όλη Του την προθυμία, μ’ όλη Του τη χαρά, μ’ όλη Του την αγάπη, με απόλυτη ταπείνωση, χωρίς κανένα γογγυσμό και χωρίς καμιά εσωτερική ή εξωτερική αντιλογία. Και αμέσως εκτελούσε όχι μόνο τις ελαφριές υπηρεσίες, αλλά και τις πιο βαριές και κοπιαστικές· όχι μόνο τις ευπρεπείς και σπουδαίες εργασίες, μα και τις πιο ευτελείς και ταπεινές.

Ω, τι ανέκφραστη συγκατάβαση! Εκείνον, που καλεί με τη φωνή Του τα σύννεφα, και στη στιγμή έντρομα υπακούουν και φέρνουν ραγδαία βροχή –όπως αναφέρει το βιβλίο του Ιώβ: «Καλείς με τη φωνή Σου το νέφος και με τρόμο Σε υπακούει το λάβρο νερό» (38:34)– Τον πρόσταζε ο Ιωσήφ να του φέρει νερό, κι αμέσως το έκανε. Εκείνον, που στέλνει τους κεραυνούς, και παρευθύς πηγαίνουν όπου θέλει –«Αποστέλλεις τους κεραυνούς και αυτοί πηγαίνουν» (Ιώβ 38:35)– Τον έστελνε η μητέρα Του να φέρει ξύλα για τη φωτιά, κι αμέσως πήγαινε. Εκείνος, που με τον ένα λόγο Του δημιούργησε όλα τα κτίσματα –«Αυτός είπε και όλα δημιουργήθηκαν» (Ψαλμ. 148:5)– και που τα προστάγματά Του δεν πρόκειται ποτέ να καταργηθούν –«Έθεσε πρόσταγμα που δεν πρόκειται να σαλευτεί» (Ψαλμ. 148:6)– υπάκουε σ’ όλες τις εντολές του «πατέρα» Του και της μητέρας Του: σκούπιζε το σπίτι, ετοίμαζε το τραπέζι, άναβε τη φωτιά, έπλενε τα πιάτα…

Τώρα, τι λες εσύ που τα διαβάζεις αυτά; Αν ο Βασιλιάς των αγγέλων έκανε τέτοια υπακοή στους γονείς Του –δηλαδή στη λάσπη και στον πηλό, που ο ίδιος έπλασε με τα χέρια Του– τι υπακοή πρέπει να κάνεις εσύ στους γονείς σου; Πόση τιμή πρέπει να τους απονέμεις; Πόση αγάπη να τους δείχνεις; Και πόση ευγνωμοσύνη να τους χρωστάς;

Σκέψου τώρα, αγαπητέ, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αφότου απέκτησε σαν άνθρωπος τις απαιτούμενες σωματικές δυνάμεις, δεν πέρασε τη ζωή Του με αργία και αμέλεια. Δούλευε χειρωνακτικά. Ήταν μαραγκός και καταγινόταν να πελεκάει ξύλα και να κατασκευάζει διάφορα έπιπλα ως τα τριάντα του χρόνια. Όσο ζούσε ο δίκαιος Ιωσήφ, δούλευε μαζί του και τον βοηθούσε σ’ αυτή την τέχνη. Εφαρμόστηκε έτσι στον Κύριο εκείνο το γραμμένο για κάθε στοργικό γιο, ότι, «σαν κυρίους θα υπηρετήσει αυτούς που Τον γέννησαν» (Σοφ. Σειρ. 3:7). Γιατί οι γονείς Του ήταν φτωχοί και με πολύ κόπο έβγαζαν το καθημερινό τους ψωμί. Έπρεπε λοιπόν και ο Κύριος να τους συμπαραστέκεται.

Μετά το θάνατο του δικαίου Ιωσήφ, ο Κύριος, δεκαπέντε περίπου ετών τότε, συνέχισε να ασκεί μόνος Του την ξυλουργική, που δεν ήταν μια τέχνη ή επιστήμη από τις θεωρούμενες ανώτερες και σπουδαίες, όπως η φυσική, η γεωμετρία, η αριθμητική ή μουσική, αλλά τέχνη ευτελής, κοπιαστική και φτωχική. Κι αυτό το έκανε τόσο για να ζήσει ο ίδιος, σαν άνθρωπος, όσο και για να θρέψει τη μητέρα Του και ξένους φτωχούς. Πιο πολύ όμως το έκανε για δυο άλλους λόγους: Πρώτα, για να δώσει σε όλους παράδειγμα φιλεργίας και φιλοπονίας. Και ύστερα, για να διδάξει έμπρακτα τους ανθρώπους, ότι ακόμα κι οι πιο ταπεινές εργασίες δεν είναι κακές ούτε μπορούν να εμποδίσουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία του και την ευαρέστηση του Θεού. Εκείνο μόνο που πρέπει να προσέχει ο άνθρωπος, όταν δουλεύει την οποιαδήποτε τέχνη του, είναι οι αμαρτίες της ψευτιάς, της απάτης και τις κλεψιάς.

Ω, τι θαύμα! Ο Δεσπότης των όλων, που έχει «όλα τα σύμπαντα δούλους» (Ψαλμ. 118:91), καταδέχτηκε να δουλεύει στους ανθρώπους και να κοπιάζει καθημερινά. Ο πάνσοφος Θεός, που με θαυμαστή τέχνη κατασκεύασε τον ουρανό και τη γη και που φώτισε τις διάνοιες των ανθρώπων να επινοήσουν όλες τις τέχνες, Αυτός καταδέχτηκε να δουλεύει τέχνη χειρωνακτική και τόσο κοπιαστική.

Αληθινά, είναι παράδοξο θαύμα να βλέπει κανείς Εκείνον, που κρατάει μέσα στην παλάμη Του όλο τον κόσμο, να σηκώνεται πρωί–πρωί και να πιάνει δουλειά στο ξυλουργικό Του εργαστήρι, ή να παίρνει στον ώμο το ζεμπίλι με τα εργαλεία, και να πηγαίνει πότε στον ένα και πότε στον άλλο, ιδροκοπώντας μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού και ξεπαγιάζοντας μέσα στο κρύο του χειμώνα. Αυτός, που τρέφει όλο τον έμβιο κόσμο, «χορταίνοντας την επιθυμία κάθε ζωντανού» (Ψαλμ. 144:16), μοχθούσε από το πρωί ως το βράδυ για το μεροκάματο!

Δεν το χωράει το ανθρώπινο μυαλό! Δεν μπορεί να το εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα! Όταν το αναλογίζεται κανείς, παγώνει από την έκπληξη και το θαυμασμό. Είχε λοιπόν δίκιο ο Ιησούς Χριστός, όταν με το στόμα του Δαβίδ έλεγε: «Φτωχός είμαι Εγώ και ήδη από τα χρόνια της νιότης Μου μέσα σε κόπους» (Ψαλμ. 87:16). Είχε, επίσης, δίκιο όταν ο Ίδιος ρητά μάς διαβεβαίωνε: «Δεν ήρθε ο Υιός του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο για να υπηρετηθεί από άλλους, αλλά για να υπηρετήσει» από αγάπη (Ματθ. 20:28).


(Μαθητεία στον Άγιο Νικόδημο»κεφ.3,εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου, πηγή: “ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ”)

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΚΑΝΟΝΑ» ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ





Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸν «Κανόνα» τοῦ Πάσχα
 Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ καὶ πλέον θαυμάσια συγγράμματά του, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «Ἑορτοδρόμιον», ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει μὲ ἐξαίρετο τρόπο τοὺς «Κανόνες», δηλαδὴ τὶς Καταβασίες καὶ τὰ τροπάρια ποὺ τὶς συνοδεύουν ὅλων τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἑρμηνεία του εἶναι ἐκπληκτική. Βασίζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στοὺς θεοφώτιστους ἁγίους Πατέρες. Συγχρόνως ὅμως ἀφήνει νὰ ξεχυθεῖ σὲ κάθε σελίδα τοῦ βιβλίου του καὶ τὸ θεόσδοτο χάρισμά του.    Αὐτὸ γίνεται αἰσθητὸ σὲ κάθε μελετητὴ τοῦ βιβλίου του πολὺ περισσότερο ὅταν φτάσει στὴ μελέτη τοῦ «Κανόνος» τοῦ Πάσχα. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος βάζει ὅλη τὴν τέχνη του γιὰ νὰ ἀποτυπώσει στὸ χαρτὶ τὸ ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς του, ποὺ σκιρτοῦσε ἔντονα καθὼς σκεφτόταν καὶ ζοῦσε νοερὰ τὴν πιὸ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας.   

Ἐπαινεῖ κατ 'ἀρχὰς τὸν ὑμνογράφο ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ γράφοντας: «Μὲ λαμπρὰ πράγματα ἠθέλησε νὰ λαμπρύνῃ τὴν λαμπρὰν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἀξίως τῆς ἰδικῆς του λαμπρότητος ὁ λαμπρὸς τῷ βίῳ καὶ λαμπρότερος τῷ λόγῳ καὶ λαμπρότατος τὴν ψυχὴν Ἰωάννης · πρῶτον μὲν γὰρ ἐλάμπρυνε τὴν λαμπρὰν ἡμέραν ταύτην ὄχι μὲ ἄλλον ἦχον, ἀλλὰ μὲ τὸν πρῶτον ... Καθὼς ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων, καὶ ἡ λαμπροτέρα ἡμέρα τῶν ἄλλων · οὕτω καὶ ὁ πρῶτος ἦχος ὁ ἐν αὐτῇ ψαλλόμενος εἶναι ὁ ἦχος ὅλων τῶν ἄλλων ἤχων ὁ λαμπρότερος ...
   Δεύτερον δὲ ἐλάμπρυνε τὴν Λαμπράν (δηλαδὴ τὸ Πάσχα ) ὁ λαμπρὸς Μελωδὸς μὲ τὰς λαμπρὰς ρήσεις τοῦ λαμπροτάτου πανηγυριστοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἵνα ἐκ λαμπροῦ Πανηγυριστοῦ, ὑπὸ λαμπροῦ Μελωδοῦ, διὰ λαμπροῦ ἤχου, μὲ λαμπρὰς ρήσεις, λαμπρῶς τὸ λαμπρὸν τῆς λαμπρᾶς ἡμέρας συγκροτῆται μέλος, κατὰ τὴν δὶς διὰ πασῶν συμφωνίαν · καὶ τὸ θαυμαστὸν εἶναι ὅτι ὄχι μόνον τὰς ὑποθέσεις ἐκ τοῦ Θεολόγου λαμβάνει, ἀλλὰ καὶ αὐτολεξεὶ τὰς ἐκείνου μεταχειρίζεται λέξεις ... ».

  Ὡς δεῖγμα γραφῆς παραθέτουμε στὴ συνέχεια τμήματα ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία του σ 'ἕναν ὕμνο, ποὺ συχνὰ θὰ τὸν ἀκοῦμε αὐτὲς τὶς μέρες, μέχρι τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας: «! Ὢ θείας
! ὢ φίλης ! Ώ γλυκυτάτης σου Φωνής ΜΕΘ 'ἡμῶν ἀψευδῶς γὰρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι, μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ · ἣν οἱ πιστοί, ἄγκυραν ἐλπίδος κατέχοντες, ἀγαλλόμεθα ».  

«... Ὢ τί φωνὴ θεία ἦτον ἐκείνη, Θεάνθρωπε Ἰησοῦ Χριστέ, ὅπου ἐξεφώνησες εἰς τοὺς ἁγίους σου Ἀποστόλους!
Καὶ πῶς δὲν ἦτον θεία, ἡ ὁποία ἐκβῆκεν ἀπὸ τὰ θεϊκὰ ἐκεῖνα καὶ προσκυνητὰ καὶ πανάγια χείλη σου; Ὢ τί φωνὴ φιλτάτη ἦτον ἐκείνη ὅπου ἐλάλησας εἰς τοὺς φίλους σου Μαθητάς! Καὶ πῶς δὲν ἦτον φιλτάτη ἡ τόσον ἄκρας φιλίας τῆς πρὸς ἡμᾶς ζωντανὴ οὖσα ἀπόδειξις; Ὢ τί γλυκυτάτη ἦτον ἐκείνη ἡ φωνὴ ἥτις προῆλθεν ἀπὸ τὸ γλυκύτατον καὶ νεκταρῶδες στόμα σου! Καὶ πῶς δὲν ἦτον γλυκυτάτη καὶ χαριεστάτη ἡ τοσούτων ἀγαθῶν γενομένη πρόξενος; Σὺ γάρ, ἡμέτερε Σωτήρ, ὑπεσχέθης ἀψευδέστατα νὰ μένῃς πάντοτε μὲ τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους σου, καὶ δι 'αὐτῶν νὰ μένῃς καὶ μὲ ἡμᾶς ... οἵτινες πιστεύομεν καὶ λατρεύομέν σοι ... ἕως τῆς συντελείας τοῦ παρόντος αἰῶνος.  

 Ταύτην λοιπὸν τὴν θείαν καὶ φίλην καὶ γλυκυτάτην φωνήν σου, ὦ Δέσποτα, καὶ τὴν ἀψευδῆ σου ὑπόσχεσιν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ κρατοῦμεν ἄγκουραν (ἄγκυραν) ἀσφαλεστάτην ἐλπίδος · ὅθεν ὅταν πνέωσιν ἐναντίον μας οἱ ἄνεμοι τῶν πειρασμῶν, καὶ ὅταν σηκόνωνται κατὰ τοῦ ἡμετέρου πλοίου τὰ κύματα τῆς τοῦ βίου θαλάσσης, ρίπτομεν ὡς ἄγκουραν μεγάλην τὴν θείαν ταύτην ὑπόσχεσίν σου, καὶ εὐθὺς ἐλευθερονόμεθα ἀπὸ τὴν φουρτοῦναν ... γνωρίζει γὰρ τὴν φωνήν σου ταύτην καὶ ἡ αἰσθητὴ καὶ ἡ νοητὴ θάλασσα, διότι πολλάκις τὴν ἐπετίμησες, καὶ ἡσύχασε ... Ὅθεν κἂν τύραννοι μᾶς φοβερίζουν ... ἡμεῖς δὲν φοβούμεθα ... κἂν πτωχεία μᾶς στενοχωρῇ, δὲν μᾶς μέλει · κἄν ἀσθένειαι μᾶς ἐνοχλοῦσιν, ἡμεῖς δὲν καταπίπτομεν · καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, κἂν ὁποιαιδήποτε θλίψεις καὶ δυστυχίαι μᾶς εὕρουν, εἴτε ἐκ Δαιμόνων, εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, ἡμεῖς ταύτην μόνην τὴν γλυκυτάτην σου φωνὴν καὶ ἐπαγγελίαν ἐνθυμούμενοι, εὐθὺς παρηγορούμεθα, εὐθὺς εὐφραινόμεθα, καὶ εὐθὺς κάθε μας λύπη εἰς χαρὰν μεταβάλλεται · φανταζόμεθα γὰρ ὅτι εἶσαι παρὼν εἰς ἡμᾶς ἀοράτως καὶ μυστικῶς σὺ ὁ παμφίλτατος καὶ γλυκύτατος ἡμῶν Δεσπότης, καὶ μᾶς ἐνδυναμόνεις εἰς τὰς ἀσθενείας μας, μᾶς παρηγορεῖς εἰς τὰς θλίψεις καὶ περιστάσεις μας, καὶ μᾶς λέγεις εἰς τὴν καρδίαν τρόπον τινά · Μὴ φοβεῖσθε · ἐγὼ εἶμαι μὲ ἐσᾶς · "Ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μεθ 'ὑμῶν πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος" ».
Πηγή: www.osotir.org


Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΝΑ ΧΑΡΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη)





Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθεν μαρία ἡ μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. Kαὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ καὶ προσελθὼν ἀπεκύλισεν τὸν λίθον καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ...” Ματθ. (κη 1-2) 

Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχουμε χρέος να συγχαρούμε με την Παναγία Παρθένο, που όταν είδε τον Υιό και Θεό της ότι αναστήθηκε, γέμισε αμέσως από τόση μεγάλη χαρά όσο μεγάλη ήταν και η θλίψη που δοκίμασε στα Πάθη του.

Οι πόνοι και οι θλίψεις της μετριούνται με τη γνώση που είχε για την άπειρη αξιότητα του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπη της σ’ αυτόν, όχι μόνο σαν Θεό, και σαν γέννημα των σπλάγχνων της, αλλά σαν μονογενή Υιό της και επειδή αυτή μόνη ήταν μητέρα του χωρίς πατέρα. Όλα αυτά δεν άφηναν την αγάπη της να μοιρασθεί σε άλλα πράγματα, αλλά την πολλαπλασίαζαν μόνο στο γλυκό της Υιό.

Επειδή λοιπόν τον γνώριζε περισσότερο, τον αγαπούσε και περισσότερο, απ’ όσο τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν όλοι οι άγγελοι στον ουρανό. Επομένως μπορούμε να πούμε, ότι η Παναγία Παρθένος έπασχε στο Πάθος του Υιού της περισσότερο από όσο έπασχαν όλα μαζί τα κτίσματα· κι ότι η λύπη της δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη, παρά μόνο τη λύπη, που δοκίμασε ο αγαπημένος της Ιησούς. «Και τη δική σου ψυχή θα διαπεράσει ρομφαία» (Λουκ. 2,35).

Αφού όμως αυτή πρώτη πήγε κατά το μεσονύκτιο για να δει τον τάφο του Υιού της και αφού γι’ αυτή και μόνη έγινε ο σεισμός και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και ευαγγελιστής της, κατέβηκε από τους ουρανούς, κύλησε την πέτρα από τη πόρτα του τάφου και καθόταν πάνω σ’ αυτήν αστραπόμορφος και λευκός σαν το χιόνι. Αφού λέω, κατέβηκε ο θείος Γαβριήλ, ω , πως μετατράπηκε αμέσως σε υπερβολική χαρά η υπερβολική της λύπη! Ω πόσο αγαλλίασε το πνεύμα της, όταν είδε, ότι γι’ αυτήν μόνο ανοίχθηκε ο τάφος του Υιού της! Όπως για χάρη της Θεοτόκου ανοίχθηκαν στους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και για τη Θεοτόκο ανοίχθηκε ο ζωοποιός τάφος του Κυρίου, όπως λέει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Αυτή πρώτη είδε την Ανάσταση του Υιού της! Ω πόσο ευφράνθηκε, όταν πλησιάζοντας στόν αγαπητό της Ιησού έπιασε με μεγάλη ευλάβεια και αγάπη τα άγια πόδια του και τα προσκύνησε! Κι όταν είδε γεμάτα από το θείο φως της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκύτατου Υιού της, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα, άτιμα και άμορφα! Πάνω απ’ όλα όμως πόσο χάρηκε, όταν άκουσε από το θείο στόμα του Υιού της τον χαροποιό εκείνο λόγο, που της είπε, το «χαίρε»· μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήταν μαζί της και η Μαγδαληνή Μαρία και έπιασε και αυτή τα πόδια του Κυρίου, και άκουσε και αυτή το χαίρε, με σκοπό να μην αμφισβητείται η Ανάσταση του Κυρίου, αν την μαρτυρούσε μόνο η Παναγία μητέρα του λόγω της φυσικής οικειότητας, καθώς το αποδεικνύει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (και ο Ξανθόπουλος στο συναξάρι του Πάσχα). Ποιος νους μπορεί να καταλάβει τι είδους τελειότητα αγάπης και χαράς υπήρξε ανάμεσα στη Θεοτόκο και στο Χριστό, αναμεσα σε μια τετοια Μητέρα και σ’ ένα τέτοιο Γιο;

Λοιπόν, αδελφέ αν η Θεοτόκος είναι φυσική Μητέρα του Χριστού, θετή δε και πνευματική μητέρα όλων των Χριστιανών και μάλιστα τέτοια μητέρα ώστε, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη αποκαλέσουμε πατέρα στη γη, επειδή κυρίως ένας είναι ο πατέρας μας, ο επουράνιος. Έτσι ακριβώς έχουμε δίκιο να πούμε ότι κι άλλη μητέρα δεν έχουμε παρά μόνο τη Θεοτόκο. Αν, λέω, η Θεοτόκος είναι μητέρα των χριστιανών, χρωστάς και συ αδελφέ σαν χριστιανός και γιός της Παρθένου να συγχαρείς σ’ αυτή τη μεγάλη χαρά της. Αν στον καιρό της τόσης ευτυχίας της, δέν συγχαρείς με την Παναγία, ασφαλώς θα φανείς ανάξιος της αγάπης της. Και αν φανείς ανάξιος της αγάπης της, θα φανείς ανάξιος για να γίνεις δεκτός κάτω από τη σκέπη της· κι αν αυτή η μητέρα όλων μας, δεν σε δεχθεί κάτω από τη σκέπη της αλλοίμονον σε σένα! Ποια ελπίδα σου απομένει για τη σωτηρία σου; Αυτή είναι η μητέρα του ελέους και όλες οι χάριτες του Θεού περνούν μέσ’ από τα χέρια της τόσο στον ουρανό, όσο και στη γη, τόσο στους αγγέλους, όσο και στούς ανθρώπους. Αυτή μόνη όντας μεθόριο μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, παίρνει από την Τρισήλιο Θεαρχία όλες τις υπερφυσικές δωρεές και τα χαρίσματα και τα μεταδίδει σαν φιλανθρωπότατη βασίλισσα σ’ όλες τις τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, ανάλογα με τήν αγάπη, που έχουν πρός αυτήν. Είναι λοιπόν αυτή μόνη η ταμιούχος ταυτόχρονα και χορηγός του πλούτου της θεότητος και χωρίς τη μεσιτεία της δέν μπορεί νά πλησιάσει κανείς το Θεό, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς λέει γι’ αυτήν ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στον πρώτο λόγο του στα Εισόδια.

Θέλησε λοιπόν ο Κύριος να είναι οι πρεσβείες της Θεοτόκου νόμοι απαράβατοι, για να δίνεται από αυτόν έλεος και ευσπλαγχνία σ’ εκείνους, για τους οποίους αυτή πρεσβεύει: «ανοίγει το στόμα και μιλάει με σοφία και σύνεση και η ελεημοσύνη της ανέστησε τα τέκνα της και πλούτισαν» (Παροιμ. 29, 28). Και ο άγιος Γερμανός λέει απευθυνόμενος στην Παρθένο «Δεν είναι ποτέ δυνατόν να σε παρακούσει ο Θεός, επειδή πειθαρχεί “κατά πάντα, και διά πάντα, και σε όλα” σε σένα που είσαι η αληθινή και άχραντη μητέρα του» (Λόγος στήν Κοίμηση).

Να χαίρεσαι λοιπόν με όλη σου την καρδιά μαζί μ’ αυτήν τη Δέσποινα, τ’ ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείο, επειδή σ’ αυτήν πρώτη δόθηκε η χαρά και πριν από την Αναστάση, στον Ευαγγελισμό της, και μετά την Ανάσταση, σήμερα.

Να χαίρεσαι μαζί με τη Θεοτόκο, καθώς χαίρεται μαζί της και όλη η Εκκλησία του Χριστού σε πολλά σημεία των ασματικών τροπαρίων της ψάλλοντας της χαρμόσυνα και πανηγυρικά, τώρα μέν: «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε. ο σος Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε: «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου». Καί αλλού: «Αναστάντα κατιδούσα σον Υιόν και Θεόν, χαίροις σύν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή». Και σε άλλο σημείο: «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς».( Αυτή που ως μητέρα υπερβολικά πόνεσε στο πάθος σου, έπρεπε να απολαύση υπερβολική χαρά για τη δόξα του σώματος σου).

Τι λέω; Να χαίρεσαι μαζί με τη Θεοτόκο, καθώς χαίρεται μαζί της και όλη η άλογη κι αναίσθητη κτίση και πανηγυρίζει στήν Ανάσταση του Υιού της και της προσφέρει τα ωραιότερα και σπουδαιότερα δώρα και τις χάριτες της γλυκύτατης άνοιξης. Δέν βλέπεις και με τα μάτια σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; Ότι ο δίσκος της σελήνης είναι λαμπρότερος καί πιο ασημένιος, και όλα τα αστέρια του ουρανού φαίνονται καθαρότερα; Δέν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τ’ ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχρωμα και ευωδέστατα άνθη και τριαντάφυλλα της, που άλλα μεν βγήκαν τελείως από τους κάλυκές του και παρουσιάζουν σ’ όσους τα βλέπουν τη ροδόπνοη χάρη τους, ενώ άλλα βγήκαν λίγο και άλλα είναι κλεισμένα ακόμη μέσα σ’ αυτούς; Δεν ακούς με τ’ αυτιά σου τη συμφωνία και την παναρμόνια μουσική, που τώρα συνθέτουν με τις γλυκύτατες φωνές τους πάνω στα χρυσοπράσινα και πυκνόφυλλα δένδρα τ’ αηδόνια, τα χελιδόνια, τα τρυγόνια, τα κοτσύφια, οι κούκοι, οι πέρδικες, οι κίσσες, τ’ αγριοπερίστερα, οι σπίνοι και τα υπόλοιπα πουλιά; Πώς συναγωνίζονται να νικήσουν το ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστροφα κελαδήματα τους; Και πώς κατασκευάζουν με τόση τέχνη τις φωλιές τους; Πώς τα θηλυκά κάθονται και ζεσταίνουν τ’ αυγά μέσα σ’ αυτές, ενώ τα αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαηδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πώς τώρα οι βρύσες τρέχουν καθαρότερα; Πώς τα ποταμια τρέχουν πλουσιότερα και ποτίζουν όπου περνούν τη γη; Πώς τα περιβόλια ευωδιάζουν; Πώς το χορτάρι κυμματίζει; Πώς τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν μέσα στους χορτιαριασμένους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πώς οι εργατικές μέλισσες βγαίνουν τώρα από τις κυψέλες τους, βουίζουν γλυκύτατα και πετούν τριγύρω στούς κάμπους και τα περιβόλια, ρουφάνε τα άνθη και πλάθουν τις κηρήθρες τους,τοποθετώντας τις ευθείες γραμμές απέναντι από τις γωνίες για περισσοτέρη ασφάλεια και ομορφιά του έργου τους και κατασκευάζουν το γλυκύτατο μέλι; Δεν βλέπεις πώς τώρα οι άνεμοι ησυχάζουν; Πώς φυσά η γλυκειά αύρα; Πώς η θάλασσα είναι γαλήνια και ήρεμη· πώς οι ναύτες ταξιδεύουν άφοβα και πώς τα δελφίνια συνταξιδεύουν με τα πλοία φυσώντας και κολυμπώντας χαριτωμένα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτες χαρούμενα; … Δεν βλέπεις πώς τώρα όλα τα ορατά δημιουργήματα, όπου και αν γυρίσεις να δεις, είναι τερπνά, είναι ευώδιαστά, δροσερά, χαρούμενα καί ευχαριστούν τις πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πώς φαίνονται σαν να συναναστήθηκαν με τον Χριστό και αυτά και ζωντάνεψαν που ήταν πρωτύτερα σαν νεκρωμένα και πεθαμένα από την παγωνιά και το ψύχος του χειμώνα;

Και για να πω με συντομία, να χαίρεσαι και συ αδελφέ με τη Θεοτόκο, καθώς χάρηκαν και οι θείες Μυροφόρες, η Μαγδαληνή Μαρία, η Σαλώμη και η Ιωάννα. Μπορείς, αν θέλεις, να γίνεις και συ στη ψυχή σαν αυτές, όπως σε προτρέπει ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγοντας: «κι αν είσαι κάποια Μαρία, ή Σαλώμη, ή Ιωάννα, δάκρυσε τα χαράματα, δες πρώτη το λίθο κυλισμένο, ίσως και τους αγγέλους κι αυτόν τον Ιησού»· τα λόγια αυτά ερμηνεύοντας ο σχολιαστής Νικήτας λέει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, που καθαρίστηκε με το λόγο των ευαγγελικών εντολών, σαν από δαιμόνια, από την «προσπάθεια» (προσκόληση) της πρόσκαιρης αυτής ζωής. Σαλώμη, που ερμηνεύεται ειρήνη, είναι η ψυχή εκείνη που νίκησε τα πάθη και υπέταξε το σώμα στη ψυχή, απέκτησε με τη θεωρία τη γνώση των όντων των πνευματικών νοημάτων και γι αυτό κατέχει την τέλεια ειρήνη. Ιωάννα πάλι, ερμηνεύεται περιστερά, και είναι η ψυχή εκείνη η άκακη και γονιμότατη στις αρετές, που απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώση και διάκριση.

Αν γίνη τέτοια η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε σαν τις Μυροφόρες με προθυμία και ταχύτητα – γιατί ο όρθρος αυτό φανερώνει – στον τάφο, δηλαδή στό βάθος της καρδιάς σου, που είναι κρυμμένος ο λόγος των επίγειων και των ουράνιων και ζήτησε με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθεις, αν αναστήθηκε ο λόγος της αρετης και της γνώσεως, που είναι μέσα σου. Αν ζητήσεις με τέτοιο τρόπο, πρώτα θα δεις να φεύγει από την καρδιά σου ο λίθος, δηλαδή η πώρωση της ασάφειας του λόγου, και αφού φύγει αυτή θα δεις τους αγγέλους, δηλαδή τις κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως, που είχε νεκρωθεί από την αμαρτία· επειδή στη ψυχή του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά είναι σαν νεκρός. Έπειτα θα δεις κι αυτόν τον ίδιο το λόγο να σου εμφανίζεται στό νου γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τις νοερές δυνάμεις της ψυχής σου από χαρά πνευματική. Αφού λοιπόν πληροφορηθείς έτσι την Ανάσταση του λόγου με την πρακτική Μαρία, δηλαδή τη Μαγδαληνή, που είναι τύπος της πρακτικής ασκήσεως, να χαίρεσαι μαζί μέ την άλλη Μαρία, τή Μητέρα του Θεού, που είναι ο τύπος της θεωρητικής ζωής, η οποία αφού πήγε πρώτη και είδε μια φορά την Ανάσταση του Υιού της, πληροφορήθηκε και ησύχασε και δεν ξαναπήγε στον τάφο, σαν τις άλλες μυροφόρες, επειδή η θεωρία προηγείται και αντιλαμβάνεται απλά και άμεσα, ενώ η πράξη ακολουθεί και αποκτά τη γνώση με την πείρα.

Από το παράδειγμα του Ιωάννη, που είναι τύπος της θεωρίας, και του Πέτρου, που είναι τύπος της πράξεως, πίστεψε τα παραπάνω. Και οι δύο αυτοί έτρεχαν μαζί, όπως λέει το Ευαγγέλιο, αλλ’ όμως ο Ιωάννης έφθασε νωρίτερα από τον Πέτρο. Και ο μεν Ιωάννης βλέπει «τα οθόνια κείμενα μόνα» και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται στον τάφο και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριο και τα λοιπά και πιστεύει.

Η μεγαλύτερη όμως χαρά, που μπορείς να προξενήσεις στη Θεοτόκο, είναι να αποφασίσεις να νικάς τα πάθη σου κάθε στιγμή και να ζεις με αγνότητα για την αγάπην της Παρθένου. Για να γίνεις άξιος να σε υπερασπίζεται και να σ’ έχει γιά παιδί της φρόντιζε να υποτάσσεσαι και να δουλεύεις όσο μπορείς περισσότερο σ’ αυτήν και στον μονογενή της Υιό και παρακάλεσέ την να σε συμπεριλάβει ανάμεσα στους ευλαβικούς δούλους της και να σε αξιώσει να χαίρεσαι μ’ αυτήν αιώνια στον ουρανό, ψάλλοντας της εκείνο που είπε ο Δαβίδ: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. 44,17), δηλαδή, θα θυμηθώ τ’ όνομά σου σ’ όλες τις γενεές· γι’ αυτό οι λαοί θα σε δοξολογήσουν στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος.


Πηγἠ: www.diakonima.gr



Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ





Ἕνα ἀναστάσιμο τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκη­νοῦ, ποὺ ψάλλουμε ἐπὶ σαράν­τα μέρες αὐτὸ τὸν καιρό, μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει τὸ σπουδαιότατο νόημα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
   «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅ­­­δου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰ­ωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑ­­­μνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογη­­τὸν τῶν Πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
Καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
   «Εἰς τὸ τροπάριον τοῦτο δείχνει ὁ Μελωδὸς πόσα ἀγαθὰ ἀπολαύσαμεν ἀπὸ τὸν ἀναστάντα Χριστόν· διότι, ἂν καὶ ἕνα πράγμα φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ ἑορταζόμενον, ἡ Ἀνάστασις, μυρία ὅμως εἶναι τὰ καλὰ ὅπου σὺν τῇ Ἀναστάσει ἐχαρίσθησαν εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο δὲ λέγει ὁ χαριτώνυμος Ποιητὴς ὅτι ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερον ἑορτάζομεν τὴν νέκρωσιν τοῦ θανάτου, διότι ἐν τῷ ἀναστάντι Χριστῷ ἐνεκρώθη ὁ θάνατος καὶ πλέον δὲν ἐνεργεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν νεκροποιὸν αὐτοῦ καὶ θανατηφόρον ἐνέργειαν.
   Ἐφηρμόσθη ὁ προφητικὸς λόγος ‘‘ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτοὺς’’ καὶ ‘‘ποῦ σου, θά­να­τε, τὸ κέντρον;’’ (τὸ κεντρί) (Ὠσ. ιγ΄ [13] 14).

   Ἡμεῖς ἀκόμη ἑορτάζομεν σήμερον καὶ τὸν κρημνισμὸν καὶ τὴν ἀπώλειαν τοῦ ᾍδου· τοῦ γὰρ Χριστοῦ ὑπὲρ ἡμῶν καταβάντος εἰς ᾍδην, καὶ τὰς ἐκεῖσε φυλακωμένας ψυχὰς τῶν δικαίων ἐλευθερώσαντος, δὲν ἔχει πλέον ὁ ᾍδης καμμίαν δύναμιν καθ’ ἡμῶν· ἐπειδὴ ἡμεῖς οἱ τῷ Χριστῷ πιστεύοντες καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φυλάττοντες δὲν ­ἀπερχόμεθα με­τὰ θάνατον εἰς τὸν σκοτεινὸν ᾍδην, καθὼς οἱ πάλαι δίκαιοι, ἀλλὰ ἀπέρχον­ται αἱ ψυχαί μας εἰς τὰς οὐρανίους καὶ φωτεινὰς μονάς, καὶ ἀπολαμβάνουσι μὲν μερικὴν ἀπόλαυσιν, περιμένουσι δὲ νὰ λάβουν καὶ τὸ τέλειον τῆς μακαριότητος μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν (βλ. ὅ.π.).

   Ἡμεῖς πρὸς τούτοις ἑορτάζομεν σήμερον ἄλλης ζωῆς ἀρχήν: ἤτοι τῆς αἰωνίου, τῆς μενούσης καὶ μὴ ἐχούσης τέλος ποτέ (τῆς πνευματικῆς δηλαδὴ καὶ ἁγίας ζωῆς ποὺ ἀρχίζει ἐδῶ καὶ ἐκτείνεται στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα). Τοῦτο εἶναι ἕνα ὑπέρτατον χάρισμα, καὶ μία εὐεργεσία μεγαλυτέρα ἀπὸ τὰς ἄλλας δύο· διότι ἂν καθ’ ὑπόθεσιν ἀναστὰς ὁ Χριστὸς ἤθελε μᾶς χαρίσῃ νὰ ζήσωμεν μίαν μακαρίαν ζωὴν εἰς τοὺς οὐρανούς, συντροφευμένην ἀπὸ ὅ­­­λα τὰ ἀγαθά, ὄχι ὅμως αἰωνίαν καὶ ἀτελεύτητον, καὶ τοῦτο βέβαια ἤθελε νομίζεται εἰς ἡμᾶς ἕνα μέγα χάρισμα καὶ μία εὐτυχία πλουσιωτάτη· τὸ δὲ νὰ μᾶς χαρίσῃ τοιαύτην μακαρίαν καὶ πλήρη πάντων τῶν ἀγαθῶν ζωήν, ἔπειτα νὰ προσθέσῃ καὶ τὸ νὰ μὴ ἔχῃ τέλος ἡ τοιαύτη ζωή, ἀλλὰ νὰ εἶναι αἰωνία καὶ ἀτελεύτητος, τοῦτο ἀληθῶς εἶναι ἕνα χάρισμα τῶν χαρισμάτων, ἕνα ἀγαθὸν τῶν ἀγαθῶν καὶ μία εὐεργεσία τῶν εὐεργεσιῶν...
   Ἐπιφέρει δὲ ὁ Μελωδὸς ὅτι διὰ τὰς ἀνωτέρω τρεῖς μεγάλας εὐεργεσίας, ὅπου ἐλάβομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, πρέπει νὰ σκιρτῶμεν καί... νὰ ὑμνῶμεν καὶ νὰ εὐχαριστῶμεν τὸν πρωταίτιον τούτων Χριστόν, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς Ἀναστάσεώς του ἐχάρισε τὰ ἀγαθὰ ταῦτα εἰς ἡμᾶς, καὶ μόνος αὐτὸς εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπερένδοξος Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν».

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ
Πηγή: aktines.blogspot.gr/


Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ (τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)




Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
ΤΟΥ ὅσίου Νικοδήμου ΤΟΥ Ἁγιορείτο Υ


Ἄς  σκεφτοῦμε,  ἀγαπητοί,  ὅτι  τρεῖς  εἶναι  οἱ  σπουδαιότεροι  λόγοι,  πού  μᾶς  παρακινοῦν  –   καλύτερα  μᾶςἀναγκάζουν  –  ν᾿  ἀγαπᾶμε  τό  Θεό.   πρῶτος  εἶναι,  ὅτι   Ἴδιος  μᾶς  προστάζει  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε·   δεύτερος,  ὅτιΑὐτός  εἶναι  ἄξιος  ἀγάπης  περισσότερο  ἀπό  κάθε  ἄλλο·  καί   τρίτος,  ὅτι  Αὐτός  προκαλεῖ  τήν  ἀγάπη  μας  μέ  τήδική  Του  ἀγάπη  καί  μέ  ἀναρίθμητες  εὐεργεσίες.   πρώτη  ἀπ᾿  ὅλες  τίς  ἐντολές  εἶναι:  « Ἀγαπήσεις  Κύριον  τόνΘεόν  σου  ἐν  ὅλη  τῇ  καρδίᾳ  σου  καί  ἐν  ὅλῃ  τῇ  ψυχῇ  σου  καί  ἐν  ὅλῃ  τῇ  διανοίᾳ  σου·  αὕτή  ἐστί  πρώτη  καί  μεγάληἐντολή » 1 .  Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἀποτελεῖ  τό  θεμέλιο  ὅλης  τῆς  χριστιανικῆς  ἠθικῆς  καί  τελειότητος.  Γι᾿  αὐτό  πρέπεινά  ἔχει  τήν  πρώτη  θέση  στήν  καρδιά  τῶν  χριστιανῶν.   ἀγάπη  στόν  πλησίον  καί  κάθε  ἄλλη  ἀρετή  κρέμεταικαί  τρέφεται  ἀπό  τήν  ἀγάπη  στόν  Θεό.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἐναντιώνεται  λιγότερο  ἀπό  τίς  ἄλλες  ἐντολές  στήν  ἐλευθερία  τοῦ  ἀνθρώπου.  Δένμπορεῖ  ποτέ   ἄνθρωπος  νά  ἐκπληρώσει  τήν  ἐντολή  αὐτή,  ἄν  δέν  θελήσει.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἀποτελεῖ  τήν  ψηλότερη  πνευματική  κορυφή,  πού  μπορεῖ  νά  φτάσει   ψυχή.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  δέν  ἔχει  ποτέ  τέλος.  Γι᾿  αὐτό  εἶπε   Ἀπόστολος  Παῦλος,  ὅτι  «νυνί  μένει  πίστις,  ἐλπίς,ἀγάπη,  τά  τρία  ταῦτα·  μείζων  δέ  τούτων   ἀγάπη» 2 .

Ὕστερα  ἀπ᾿  αὐτά,  ἄς  σκεφτοῦμε  πόσο  πρέπει  νά  τιμᾶμε  αὐτή  τήν  ἀρετή  καί  πόση  προθυμία  καίἐπιμέλεια  πρέπει  νά  δείχνουμε  στήν  ἐφαρμογή  της.  Ἀκόμα  κι  ἄν   Θεός  μᾶς  ἀπαγόρευε  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε,ἐμεῖς  θά  ἔπρεπε  ἀκατάπαυστα  νά  Τόν  παρακαλοῦμε,  ζητώντας  Του  νά  μᾶς  ἐπιτρέψει  τήν  ἐκπλήρωσηαὐτῆς  τῆς  ὕψιστης  ἀρετῆς.  Καί  τώρα  μάλιστα,  πού  μᾶς  προστάζει  τόσο  ἔντονα,  εἶναι  δυνατό  νά  μήνὑπακούσουμε  στήν  ἐντολή  Του;

Μά  τί  ἄλλο  θά  μποροῦσαν  ν᾿  ἀποζητήσουν  οἱ  κολασμένοι  στόν  ἅδη,  παρά  τή  θεία  ἀγάπη;  Ἄν  κηρυσσότανστόν  Ἅδη  μιά  τέτοια  ἐντολή,  αὐτή  καί  μόνο  μποροῦσε  νά  μεταβάλει  ἀμέσως  σέ  γλυκιά  θαλπωρή  ἐκείνη  τήβασανιστική  καί  ἄσβεστη  φωτιά  τῆς  κολάσεως.   μεγαλύτερη  δυστυχία  τῶν  κολασμένων  εἶναι  πού  δένἀγάπησαν  τό  Θεό .  Γι᾿  αὐτό  ἀθέτησαν  τίς  ἐντολές  Του.  Καί  στήν  ἄλλη  ζωή  τούς  κολάζει  ἀκριβῶς   ἔλλειψηαὐτῆς  τῆς  ἀγάπης ,  ὅπως  λέει   ἅγιος  Ἰσαάκ   Σύρος :  «Οἱ  ἐν  τῇ  γεέννῃ  κολαζόμενοι,  τῇ  μάστιγι  τῆς  ἀγάπηςμαστίζονται...  Τουτέστιν  ἐκεῖνοι  οἵτινες  ᾐσθήθησαν  ὅτι  εἰς  τήν  ἀγάπην  ἔπταισαν,  μείζονα  τήν  κόλασιν  ἔχουσαπάσης  φοβουμένης  κολάσεως» 3 .  Ὑπάρχει  μεγαλύτερο  ἀπ᾿  αὐτό  τό  θαῦμα  τῆς  συγκαταβάσεως  τοῦ  Θεοῦ,  πού  μᾶςπροστάζει  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε  σά  νά  ἔχει  ἀνάγκη  ἀπό  τήν  ἀγάπη  μας ;  Κι  ἐμεῖς  τόσο  ἀναίσθητοι  εἴμαστε,  πού  δένκαταλαβαίνουμε  τό  μέγεθος  τῆς  εὐεργεσίας;  Ἄς  διαλέξουμε  λοιπόν  ἕν᾿  ἀπό  τά  δυό,  γιατί  ἐνδιάμεση  λύση  δένὑπάρχει:   θά  αἰσθανόμαστε  εὐχάριστα  τή  φλόγα  τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ  καί  ἐδῶ  καί  στόν  Παράδεισο,  ἤθά  καιγόμαστε,  χωρίς  ἐλπίδα  σωτηρίας,  ἀπό  τήν  αἰώνια  φλόγα  τοῦ  ἅδη.  μιά  φλόγα  εἶναι  σωτήρια  καίζωογόνα,   ἄλλη  κολαστήρια  καί  θανατηφόρα.  Ὅμως  καί  οἱ  δυό  φλόγες  ξεπετάγονται  ἀπό  τήν  ἴδια  φωτιά,  τήνἀγάπη  τοῦ  Θεοῦ.  Αὐτή  θά  εὐφραίνει  στόν  παράδεισο  ἐκείνους  πού  τή  φύλαξαν.  Αὐτή  θά  κολάζει  στόν  ἅδηἐκείνους  πού  τήν  ἀθέτησαν.  «Ἐνεργεῖ  γάρ   ἀγάπη  ἐν  τῇ  δυνάμει  αὑτῆς  κατά  διπλοῦν  τρόπον·  τούς  μένἁμαρτωλούς  κολάζουσα...,  τούς  δέ  τετηρηκότας  τά  δέοντα  εὐφραίνουσα  ἐν  αὐτῇ» 4 .  Ἄς  μή  φανοῦμε  λοιπόν  τόσοἀνόητοι,  καί  προτιμήσουμε  τή  θανάσιμη  φλόγα  τοῦ  ἅδη  ἀπό  τή  ζωογονά  φλόγα  τῆς  θείας  ἀγάπης.

 ἀγάπη  μας  στό  Θεό  δέν  πρέπει,  βέβαια,  νά  περιορίζεται  στά  λόγια,  ἀλλά  ν᾿  ἀποδεικνύεται  κι  ἀπό  τάπράγματα.  «Τέκνία  μου,  μή  ἀγαπῶμεν  λόγῳ  μηδέ  τῇ  γλώσσῃ  ἀλλ᾿  ἐν  ἔργῳ  καί  ἀληθείᾳ » 5 ,  παραγγέλλει  ὁἈπόστολος.  Καί  πρέπει  νά  εἶναι  μιά  ἀγάπη  δυνατή  τόσο,  πού  ὅταν  ἔρθει  ἀντιμέτωπη  μέ  ὁποιαδήποτε  ἄλληἀνθρώπινη  ἀγάπη,  νά  τή  νικάει  καί  νά  ἐπικρατεῖ  –  «ὅτι  κραταιά  ὡς  θάνατος  ἀγάπη» 6 .

Ἄς  ντραποῦμε  λοιπόν,  πού  μέχρι  τώρα  προτιμήσαμε  τήν  ἁμαρτία  ἀπό  τό  Θεό.  Ἄς  ἀγαπήσουμε  ἀπότώρα  τόν  Κύριο  μ᾿  ὅλη  μας  τή  δύναμη.  Ἄς  προτιμήσουμε  νά  πεθάνουμε,  παρά  νά  δεχθοῦμε  στήν  καρδιάμας  ἄλλη  φορά  τήν  ἁμαρτία.  Καί  ἐπειδή  μέ  κάθε  τρόπο   Θεός  μᾶς  παρακινεῖ  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε  –  πότε  μέτίς  ὑποσχέσεις  τῶν  ἀγαθῶν  Του  καί  πότε  μέ  τίς  φοβέρες  τῆς  κολάσεως  – ,  ἄς  Τόν  παρακαλέσουμε  νά  μᾶςδυναμώσει,  γιά  νά  φυλᾶμε  πάντα  τήν  ἐντολή  τῆς  ἀγάπης  σ᾿  Ἐκεῖνον,  λέγοντας  μαζί  μέ  τόν  ἱερόΑὐγουστίνο:  «Κελεύεις  σέ  ἀγαπᾶν;  Δός   κελεύεις» 7 .

Ἀξίζει  ν᾿  ἀγαπᾶμε  τό  Θεό  περισσότερο  ἀπό  κάθε  ἄλλο  καλό,  γιατί   Θεός  εἶναι  τό  πλήρωμα  ὅλωντῶν  τελειοτήτων  καί  ὅλων  τῶν  ἀγαθῶν  πού  μπορεῖς  νά  βάλεις  μέ  τό  νοῦ  σου:  τῆς  ὡραιότητος,  τῆςσοφίας,  τῆς  δυνάμεως,  τῆς  ἁγιότητος,  τῆς  μεγαλειότητος,  τῆς  ἀγαθότητος,  τῆς  ἀπειρίας,  τῆς  ζωῆς,  τῆςεἰρήνης,  τῆς  ἀλήθειας,  τῆς  βασιλείας,  τῆς  δικαιοσύνης  καί  τῆς  σωτηρίας.  Καί  πάλι,  ὅλ᾿  αὐτά  δέν  εἶναι  ὁΘεός,  ἀλλά  «τά  περί  τόν  Θεόν».   Θεός  εἶναι  ὕπαρξη  ἄπειρα  ἀνώτερη  ἀπ᾿  ὅλ᾿  αὐτά.  Τό τονίζει ἐπιγραμματικά Ο θεοφόρος  Μάξιμος , γράφοντας:

                           ὁ Θεός νά Τόν βάλουμε στό κέντρο τῆς καρδιᾶς μας ὄχι γι ἄλλο λόγο, ΑΛΛΑ  ΓΙΑ  ΝΑ μᾶς κάνειμετόχους Των ἀγαθῶν Του  πού ἀναφέραμε. Ἄν λοιπόν μέχρι τώρα δέν Τόν ἀγαπήσαμε ὅπως ἔπρεπε, ἄςἀποφασίσουμε νά διορθώσουμε ὅλα τά σφάλματά μας καί νά Τοῦ προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, γιά νάνιώσουμε στή ζωή μας τή γλυκιά θεϊκή Του ἀγάπη. Καί τότε, εἶναι βέβαιο, θά κλάψουμε γιά τό χρόνο πούχάσαμε μακριά ἀπό τό Θεό, καί θά ποῦμε μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο:  «Ὀψέ σε ἠγάπησα, κάλλος οὕτωςἀρχαῖον, ὀψέ σε ἠγάπησα · φεῦ τῷ χρόνῳ ἐκείνῳ ὅτε σε οὐκ ἠγάπων» 9 .

Καί ἐπειδή ὁ Κύριος ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό γιά ν ἀνάψει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τή φωτιά τῆς θείας Του ἀγάπης -  «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη                                         αἰώνιον, ἐπίλαμψον τήν ψυχήν μου, ἵνα σέ νοῇ καί γινώσκῃ καί ἀγαπᾷ · διά τοῦτο γάρ, Κύριε, οὐκ ἀγαπᾷ σε, ὅτι οὐ γινώσκει σε » 11 Ἀπροσμέτρητη ἀγάπη στό Θεό αἰσθανόταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔλεγε:  «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἔν ἐμοί Χριστός · ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ » 12 .

Τό ἴδιο ζοῦσε ΚΑΙ Ο θεοφόρος  Ιγνάτιος , ὅταν ἔγραφε πρός τούς Ρωμαίους:  «Τόν Ἰησοῦν φιλῶ, τόν ὑπέρἐμοῦ παραδοθέντα. Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι? ».  Καί ἀκόμα:  «Ὁ ἐμός ἔρωςἐσταύρωται. Πόμα θέλω τό πόμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος καί αἰώνιος ζωή ».  Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν ἀγαπᾶμε τό Θεό καί Πατέρα μας, ἀφοῦ Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε?  «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτόςπρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» 13 .  ΚΑΙ τό  μεγαλύτερο ΔΕΙΓΜΑ Της Αγάπης Του  ΕΙΝΑΙ, ΟΤΙ  μᾶς ἐλευθέρωσε ΑΠΌ ΤΗΝ κατάρα ΤΟΥ ἅδη ΚΑΙ μᾶς χάρισε ΤΗΝ εὐδαιμονία ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ παραδείσου λυτρωτική θυσία ΤΟΥ Υἱοῦ Του«Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν» 14 .

Κανένα  ἄλλο  πλάσμα   πράγμα,  εἴτε  στόν  οὐρανό  εἴτε  στή  γῆ,  δέν  ἐξαγοράστηκε  μέ  τό  θεῖο  αἷματοῦ  μονογενοῦς  Υἱοῦ  τοῦ  Θεοῦ.  Γιά τήν ἀγάπη τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων δέν χύθηκε οὔτε μία ρανίδαἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

ΓΙΑ  ΤΗΝ αγαπη ΤΗΝ δική μας ὅμως τό ὅλο χύθηκε ΑΙΜΑ Του. Ὕστερ ἀπ αὐτό, πῶς μποροῦμε νά μήν                                 τώρα καί πέρα ὁ Θεός ἄς ἔχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά μας, ὅπως στήνκαρδιά τοῦ Προφήτη:  «Ὁ Θεός τῆς καρδιάς μου καί ἡ μερίς μου ὁ Θεός εἰς τόν αἰῶνα» 15 Ἄς ποῦμε, ​​τέλος, κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο:  «Κύριε, δός μοι καρδίαν διαλογιζομένην τά σά, διάνοιαν ἀγαπῶσάν σε, μνήμηνἀναπολοῦσάν σε, νοῦ σέ νοοῦντα, λόγον ἐχόμενόν σου ἰσχυρῶς τοῦ ἄκρως ἡδέος καί ἀγαπῶντά σε σοφῶς, τήνσοφήν ἀγάπην» 16

-------------------------------------------------- ------------------------------------

1 Ματθ. Κβ: 37-38.

2 Α Κορ. ιγ: 13.
3 Λόγος πδ.
4 Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅ.π.
5 Α Ἰω. Γ: 18.
6 Ἆσμα 8: 18.
7 Εὐχή η ἤ ιθ.
8 Μθ, Α ἑκατ. περί θεολογίας.
9 Εὐχή λ.
10 Λουκ. Ιβ: 49.
11 Εὐχ. ἐρωτ. Α.
12 Γαλ. Β: 20.
13 Α Ἰω. Δ: 19.
14 Ἰω. γ: 16.
15 Ψαλμ. 72: 26.
16 Εὐχή ἐρωτ. α.

(ΑΠΌ  τό  Βιβλίο:  «ΜΑΘΗΤΕΙΑ  ΣΤΟΝ  ΑΓΙΟ  ΝΙΚΟΔΗΜΟ », Ἐκδόσεις:  . Ι  . Μ  Παρακλήτου  Ωρωπός  Αττικής)