A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΙΑ, ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)


ΛΟΓΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ: Για την εγκράτεια, την υπομονή και τη σιωπή στον καιρό της νηστείας (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

Για την εγκράτεια και την υπομονή στην εργασία των αρετών κατά τον καιρό της νηστείας. Και για τη σιωπή. Και πώς πρέπει να ζουν, σε όλη τη νηστεία, όσοι αγωνίζονται αληθινά.

Αδελφοί και πατέρες, εγώ βέβαια, επειδή από την αμαρτωλή και ράθυμη προαίρεση και διάθεσή μου ασθενώ πάντοτε και στην ψυχή και στο σώμα, θα ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο αυτά που αφορούν στον εαυτό μου, ωσότου να νικηθούν αυτά που είναι του κατώτερου εαυτού μου1 και υποταχθούν στον ανώτερο λογισμό, και απολαύσω εντελώς την ειρήνη του πνεύματος, με το να ελευθερωθώ από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισέλθω στο λιμάνι της μακάριας ανάπαυσής μας. Αλλά, αφού εκλέχθηκα από σας να είμαι η κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι αναγκασμένος να παροτρύνω την αγάπη σας, επειδή η σωτηρία της αδελφότητάς σας με ενθαρρύνει˙ διότι, ενώ εγώ ασθενώ ως προς την ψυχή, εσείς σώζεσθε με τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας2. Λοιπόν, ενώ δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου, κατόρθωσα να γράψω έστω και με δυσκολία το λόγο και να υπενθυμίσω στην αδελφότητά σας, παρακαλώντας την αγάπη σας με πολλή επιμονή, ώστε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, να προσεύχεσθε για τη δική μου αθλιότητα, για να σώζομαι και εγώ ο ίδιος μ’ εσάς, και να βαδίζω3 το δρόμο των εντολών του Θεού, και να συγκατοικώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς.

Σας παρακαλώ και σας ικετεύω λοιπόν στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τους εαυτούς σας, και να σκέφτεται με σύνεση ο καθένας από σας και να μην υπερεκτιμά τον εαυτό του περισσότερο από όσο πρέπει, ούτε να βλέπει την αδιάφορη και απρόσεκτη ζωή μου, αλλά να βαδίζει στα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο χρωστούμε ως σε δίκαιο και αλάθητο κριτή να απολογηθούμε. Χαρίστε μου αυτή την καύχηση, ότι δηλαδή μόνος εγώ, που έπεσα στο βάραθρο του άδη εξαιτίας της αμέλειάς μου, σας άρπαξα από την παγίδα, κραυγάζοντας δυνατά, και, ενώ χρωστώ να θρηνήσω πολύ για τη ραθυμία μου, αρκούμαι και μόνο να σας βλέπω να πετάτε ψηλά και να είστε επάνω από τις παγίδες του διαβόλου. Φυλάξτε λοιπόν, αγαπητοί, όλες τις εντολές του Θεού χωρίς παράλειψη, για να σωθείτε, όπως ακριβώς σώζεται το ζαρκάδι από τις παγίδες και το σπουργιτάκι από τη θηλειά4.

Πρώτη εντολή μάλιστα είναι το να αγαπούμε με όλη μας την ψυχή τον Θεό και ο ένας τον άλλο5, όπως ο ίδιος ο Θεός αγάπησε τον κόσμο6. Η αληθινή αγάπη αναγνωρίζεται άλλωστε απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά: από το να μην υπερηφανεύεται κάποιος, από το να μη συμπεριφέρεται με έπαρση, ούτε να ζηλεύει τον αδελφό, αλλά να δείχνει ζήλο για το καλό˙ από το να μην καυχιέται, να μη γογγύζει, να μην αστειεύεται, να μη γελά, να μη διεκδικεί γενικά το δίκαιό του για μικρά ή μεγάλα πράγματα˙ από το να μη χορταίνει όχι μόνο από φαγητά και τροφές, αλλά, αν είναι δυνατό, ούτε από νερό, και κυρίως σ’ αυτές τις μέρες των νηστειών, στις οποίες εκείνος, που με προθυμία και κόπο μετανοεί, λαμβάνει από τον ουρανό, σύμφωνα προς τη θεία γραφή, τη συγχώρηση των αμαρτημάτων όλου του χρόνου7. Γνωρίζετε δηλαδή ότι η θερμότητα της μετάνοιας και η ζέση των δακρύων, που αναβλύζουν από τα βάθη της καρδιάς, λειώνει και κατακαίει, όπως η φωτιά, το ρύπο της αμαρτίας, και καθαρίζει την ψυχή, που μολύνθηκε˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και χαρίζει στην ψυχή πλούσια και γενναιόδωρα την έκχυση του φωτός με την επίσκεψη του Πνεύματος, ώστε να γεμίζει με έλεος και με καλούς καρπούς απ’ αυτή τη ζωή. Ας εργασθούμε λοιπόν, παρακαλώ, πατέρες και αδελφοί, τη μετάνοια και σ’ αυτή την τρίτη εβδομάδα των νηστειών, και στις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν μετά απ’ αυτή, προσθέτοντας καθημερινά ζήλο στο ζήλο και προθυμία στην προθυμία, ωσότου να φθάσουμε στην Κυριακή του Πάσχα λαμπροί και στις ψυχές και στα σώματα.

Διότι, να, όπως βλέπετε, περάσαμε με τη βοήθεια του Θεού και αυτό το στάδιο της δεύτερης εβδομάδας των νηστειών με ανδρεία και θερμή προθυμία. Διότι μαρτυρώ ότι δεν υστερήσατε σε κανένα από τα καλά της νηστείας, αλλά και τις ψαλμωδίες τις κάνατε ολονύκτιες με πολλή προσοχή, και την εγκράτεια φυλάξατε και φυλάγετε με δύναμη, με το να αρκείσθε στα λαχανικά και στα όσπρια που προσφέρονται. Εγώ μάλιστα γνωρίζω καλά ότι μερικοί από σας, που κάθονται ανάμεσά σας στην τράπεζα με συντριμμένο πνεύμα και ταπεινό φρόνημα, απέχετε και απ’ αυτά τα ευτελή φαγητά της τράπεζας, επειδή θεωρείτε τους εαυτούς σας ανάξιους να φάτε απ’ αυτά. Και ακόμη ότι, προσέχοντας στους εαυτούς σας και στα εργόχειρά σας, παραμείνατε με σιωπή, χωρίς παρρησία, έχοντας όλοι την ψυχή σας γεμάτη από δάκρυα κατάνυξης, από προσευχές, από δεήσεις, από πνευματικό κόπο, που προέρχεται από τις γονυκλισίες που κάνετε συνεχώς, και ότι έχετε υποστεί την καλή αλλοίωση, με το να αποκτήσετε ασκητικότατη και ωραία την όψη σας.

Τώρα λοιπόν, επειδή πρόκειται και στη συνέχεια να αποδυθούμε στον αγώνα για τη νηστεία, ας αγωνισθούμε, παρακαλώ, να φυλάξουμε και σ’ αυτή την ιερή εβδομάδα το νόμο της ωραιότατης νηστείας και να κάνουμε τον ίδιο αγώνα με τις προηγούμενες εβδομάδες, επειδή έχουμε ανάγκη από πολλή εγρήγορση, από πολλή προθυμία, για να μην περάσουμε και εμείς τις μέρες μας, όπως τις περνούν οι κοσμικοί. Διότι γνωρίζετε ότι, επειδή πέρασε η πρώτη εβδομάδα, οι κοσμικοί νομίζουν ότι πέρασαν όλη την αγία Τεσσαρακοστή˙ και αυτό δεν το νομίζουν μόνο, αλλά και το λένε απερίφραστα ο ένας στον άλλο και σε όλους. Για μας όμως, αδελφοί μου, υπάρχει ο φόβος, και μάλιστα ο μεγαλύτερος, μήπως το νομίσουμε αυτό και εμείς, όπως οι κοσμικοί, και το συζητήσουμε μεταξύ μας, και φανούμε αρνητές της μοναχικής υπόσχεσης. Διότι σ’ εμάς, που φεύγουμε τον κόσμο και σταυρωθήκαμε για τον κόσμο και αφιερωθήκαμε ολοκληρωτικά στον Θεό, δεν δόθηκε μόνο η περίοδος αυτή για το νόμο της εγκράτειας, αλλά και όλη η διάρκεια της παρούσας ζωής μας˙ γι’ αυτό και χρωστούμε να κάνουμε απαραίτητα να εγκρατευόμαστε.

Πώς λοιπόν δεν χρωστούμε να κάνουμε αυτό σε όλο το χρόνο εμείς, που υποσχεθήκαμε να πεινάσουμε και να διψάσουμε και να γυμνητεύσουμε και να πάθουμε όλα και να υποφέρουμε με χαρά, και κυρίως τώρα, στον καιρό των αγώνων της Τεσσαρακοστής; Αν όμως δεν θέλουμε να περνούμε έτσι όλες τις μέρες της ζωής μας, αλλά θέλουμε να γελούμε και να αργολογούμε και να αστειευόμαστε και να αντιμιλούμε, σε τι διαφέρουμε από τους άπιστους και τους ειδωλολάτρες; Αληθινά, δεν διαφέρουμε σε τίποτα. Διότι, αν το να φροντίζουμε και να μεριμνούμε για το ψωμί και το κρασί και τα ενδύματα, μας κάνει όμοιους με τους ειδωλολάτρες, με ποιους θα μας κάνουν ίσους όσα είπαμε, που είναι αισχρότερα και αμαρτωλότερα απ’ αυτά; Δεν θα εκπληρωθεί σ’ εμάς αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη: «Ο άνθρωπος ήρθε στη θέση των ανόητων ζώων και έγινε όμοιος μ’ αυτά»8;

Ας υπακούσουμε, αδελφοί, στον Θεό, που καθημερινά φωνάζει σ’ εμάς και λέει με τους αποστόλους του: «Ούτε, αν φάμε, αποκτούμε κάτι παραπάνω, ούτε, αν δεν φάμε, χάνουμε κάτι»9. Και ακόμη λέει: «Να μη μεριμνήσετε για τη ζωή σας, τι θα φάτε ή τι θα πιείτε ή τι θα ντυθείτε10˙ αλλά να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του, και όλα αυτά θα ακολουθήσουν».11 Και για να μην μπορεί κάποιος να λέει, «Αν ο Θεός αργήσει να μου δώσει, και δεν έχω κάτι να φάω, τι θα κάνω;» είπε: «Βλέπετε τα πετεινά του ουρανού, πως δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν στις αποθήκες, και ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει»˙ και πρόσθεσε: «Δεν αξίζετε εσείς, ολιγόπιστοι, περισσότερο από πολλά σπουργίτια;»12. Αλλά, για να μη γογγύζουμε, ολιγοψυχώντας για φαγητά και ποτά, φωνάζει σ’ εμάς απερίφραστα: «Μακάριοι είναι εκείνοι, που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, διότι αυτοί θα χορτάσουν»13.

Αν λοιπόν πιστεύεις στον Χριστό και ομολογείς ότι αυτός είναι αψευδής, τότε, όταν θα πεινάσεις ή θα διψάσεις, και δεν θα έχεις τι να φας ή τι να πιεις, και θα ζητήσεις από τον αποθηκάριο ψωμί ή κρασί ή κάτι φαγώσιμο, και δεν θα σου δώσει, επειδή εμποδίζεται ίσως από δουλειές, σκέψου, φέροντας στο νου σου τα λόγια του Κυρίου, και πες στον εαυτό σου: «Πεινώ και διψώ, αλλά θα περιμένω με υπομονή τον Κύριο14, και ο Κύριος θα κάνει ανάλογα με την ασθένειά μου, και δεν θα με εγκαταλείψει». Και έτσι να περιμένεις, αδελφέ, με υπομονή, και θα έχεις πλούσια την αμοιβή από τον Θεό. Αλλά έτσι να κάνεις και σε όλους τους άλλους πειρασμούς, που σε συναντούν, και θα γίνεις θαυμαστός στην παρούσα ζωή, και θα καταταχθείς στη μέλλουσα μαζί με τους αγίους μάρτυρες. Πόσοι από τους εν Χριστώ αδελφούς μας, που είναι κατάκοιτοι σε μία γωνιά, επιθυμούν πολλές φορές και μόνο το κρύο νερό, και ευχαριστούν ίσως τον Θεό, και δεν λένε αγανακτώντας τίποτε βλάσφημο, εμείς όμως με τη χάρη του Θεού, με τις πλούσιες δωρεές του, χωρίς καμία στέρηση, έχουμε όλα τα απαραίτητα για το σώμα, αλλά και περισσότερα. Όταν λοιπόν κάποιος από μας δεν έχει διόλου τίποτε, αλλά γογγύσει για την ανέχεια, αυτός κατακρίνεται, διότι δεν έχει υπομονή˙ όταν όμως έχει, και μάλιστα πολλά, αλλά για τη στέρηση κάποιου ασήμαντου δημιουργεί φιλονεικίες και διαμάχες, και ακόμη ξεστομίζει βλάσφημα λόγια, για ποια συγχώρηση θα είναι άξιος ένας τέτοιος; Αλλά, λέγοντας αυτά, γνωρίζω ότι κατακρίνω τον εαυτό μου και ότι θα γίνουν ευθύς τα λόγια μου αιτία για την κατάκριση και τον έλεγχό μου. Ωστόσο ας γίνουν τα λόγια μου και αιτία, παρακαλώ, για τη δική σας υπενθύμιση.

Γι’ αυτό λοιπόν και φέροντας στη μνήμη σας την ωφέλεια από τη νηστεία των περασμένων ημερών, πώς δηλαδή περάσατε τις μέρες αυτές και με πόση προθυμία και θέρμη, ικετεύω να αγωνισθείτε να περάσετε έτσι και όλη την αγία Τεσσαρακοστή, εξετάζοντας την καλή σας διαγωγή˙ ποια δηλαδή ευλάβεια, ποια ταπείνωση, αλλά και ποια σιωπή και ποια προθυμία είχε ο καθένας από σας στον κανόνα της θείας σύναξης και στο εργόχειρό του. Ναι, παρακαλώ, μη λησμονήσετε, αδελφοί, τη νηστεία, που φονεύει τα πάθη, την καθαριστική δηλαδή εγκράτεια, και μην αδρανήσετε από οκνηρία να κάνετε τα ίδια˙ αλλά και αν συμβεί να γίνει κάποιες φορές εναλλαγή στα φαγητά, και αν βρείτε καλό φαγητό15 από κάπου, να είστε ασάλευτοι στην απόφασή σας και αμετάβλητοι στην τάξη σας, ή, καλύτερα, λοιπόν, αν φάτε περισσότερο από το συνηθισμένο, τότε να ενδιαφερθείτε και περισσότερο να κοπιάσετε στο έργο του Θεού, για να μη γίνει σ’ εσάς το καλό αυτό φαγητό αιτία για ραθυμία και για μεγάλη ζημία, αντί για ευχαριστία και ωφέλεια. Ναι, αδελφοί μου, να προσέχετε, και, όπως σας είπα την περασμένη εβδομάδα, να κρατήσετε χωρίς να φάτε ψάρια και αυτή την εβδομάδα που έρχεται, και να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού, χωρίς να εγκαταλείπετε τα διακονήματά σας και τα εργόχειρά σας, και χωρίς να πηγαίνετε εδώ και εκεί, και να ρεμβάζετε, και να αφήνετε εκτεθειμένους τους εαυτούς σας στον δαίμονα της ακηδίας. Αλλά, αν κάποιος από σας, περνώντας από κάπου, βρει κάποιον από τους αδελφούς να στέκεται ή να κάθεται, ας βάλει μετάνοια, περνώντας βιαστικά, και τότε ίσως έρθει και ο αργός αδελφός σε συναίσθηση, και εκείνος, αφού ντραπεί, θα επιστρέψει στο έργο του από μόνος του˙ και κάνοντας ο καθένας από σας έτσι, θα αποφύγετε την καταδίκη για την αργία και την αργολογία.

Δεν ακούτε τι λέει εκείνος ο μακάριος Ζωσιμάς, που εξιστόρησε τη ζωή της οσίας Μαρίας, για εκείνους τους αγίους άνδρες, που έζησαν στο μοναστήρι, στο οποίο κατέληξε τότε και εκείνος με την πρόνοια του Θεού˙ πως δηλαδή, βγαίνοντας αυτοί από το μοναστήρι, περνούσαν στην έρημο όλη την Τεσσαρακοστή, χωρίς ποτέ να συναντήσει ο ένας τον άλλο, αλλά και πως, αν συναντήθηκε κάπου κάποιος με έναν απ’ αυτούς, απέφευγε τη συνάντηση, αλλάζοντας δρόμο, και δεν ανεχόταν ούτε να πλησιάσει ο ένας τον άλλο; Έτσι και όταν επέστρεφαν στο μοναστήρι, κανείς τους, όπως λέει, δεν ρωτούσε ποτέ τον άλλο, τι είδε ή τι έκανε στην έρημο, αλλά σαν να ήταν κάποιοι ξένοι και περαστικοί και αλλόγλωσσοι ως προς την ομιλία, ζούσαν όλοι έτσι και έτσι συμπεριφέρονταν˙ και αυτό δεν το έκαναν οπωσδήποτε για άλλο τίποτε, όπως νομίζω, παρά μόνο επειδή πρόσεχαν με πολλή ακρίβεια να μη βγάλουν ανώφελο λόγο από το στόμα τους. Αν λοιπόν εκείνοι έκαναν τόσα χρόνια και τόσες μέρες, χωρίς καθόλου να μιλούν μεταξύ τους, τι θα υποστούμε εμείς, που δεν φυλαγόμαστε από τις συναντήσεις και τις αργολογίες, ούτε αυτές τις λίγες μέρες; Και γιατί λέω μέρες, εφόσον δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους εαυτούς μας ούτε στο διάστημα μιας ώρας; Και τι θα κάνουμε, καλοί μου αδελφοί, αν ξαφνικά, ενώ είμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, παρουσιασθεί ο Κριτής όλων και Θεός, που ζητά από μας απολογία και για ανώφελο λόγο τη μέρα της κρίσης16; Πώς μάλιστα θα εξουσιάσουμε και τα άλλα πάθη, εφόσον έχουμε ασυγκράτητη γλώσσα; Διότι, πες μου, ποιο από όλα τα άλλα πάθη είναι ελαφρότερο απ’ αυτό το πάθος; Η σάρκα, έχοντας τη φυσική επιθυμία και πύρωση, επαναστατεί προς το πνεύμα και πολεμά δυνατή την ψυχή˙ η κοιλιά θέλει να χορτάσει από φαγητά, διότι γι’ αυτό και δημιουργήθηκε. Αν λοιπόν δεν νικήσουμε τη συνήθεια της γλώσσας, που είναι πράγμα εύκολο και ελαφρό, πώς θα μπορέσουμε ποτέ να εξουσιάσουμε αυτά τα δύσκολα και μεγάλα, που έχουν πολλή δύναμη, καθώς συνδέονται με τη φύση και την ίδια, να πούμε, την επιθυμία και την ηδονή;

Ας κάνουμε λοιπόν εμείς, αδελφοί, αρχή από σήμερα, και ας τρέξουμε με όση δύναμη έχουμε, ώστε ελαφροί, σαν κάποιοι χρυσόφτεροι αετοί, να φθάσουμε το Πάσχα του Κυρίου, όπου πρόδρομός μας μπήκε ο Χριστός17 ο Θεός μας, με το να απορρίψουμε πίσω μας όλα τα πάθη, που μας τυραννούν. Και ας βάλουμε, αν νομίζετε, νόμο μεταξύ μας, εμείς οι ίδιοι με κοινή απόφαση, ώστε, αν βρεθούν δύο, που να αφήνουν τον εαυτό τους σε αργία, εκτός από Σάββατο και Κυριακή, και να στήνουν ανώφελες συζητήσεις, να μην επιτρέπεται σ’ αυτούς να φάνε τη μέρα εκείνη κατά την ώρα γεύματος τίποτε άλλο, παρά μόνο ξερό ψωμί με αλάτι και κρύο νερό, μένοντας όρθιοι και τρώγοντας στο κάτω μέρος της τράπεζας. Και τηρώντας αυτό, ως απαράβατο νόμο, θα φυλάξετε τους εαυτούς σας, από τη μία, ακατάκριτους για αργολογία και φλυαρία, θα υπηρετήσετε, από την άλλη, τον Θεό, για τον οποίο βάζετε θύρα στα χείλη σας και φρουρά στα στόματά σας18, και θα παρηγορήσετε εμένα τον ανάξιο πατέρα σας μ’ αυτό πάρα πολύ και θα γεμίσετε με χαρά την ταπεινή ψυχή μου και θα ωφελήσετε πολύ τις ψυχές σας, διδάσκοντας στον εαυτό σας καλό παράδειγμα και θαυμαστή συνήθεια για την αγάπη του Θεού. Στη συνέχεια θα δοξασθείτε και θα γίνετε δίκαια θαυμαστοί από όλους τους ανθρώπους, αλλά και ο Θεός θα δοξασθεί και θα γίνει θαυμαστός μ’ εσάς, διότι θα βρεθείτε στη γενεά αυτή να μιμείσθε τους βίους των αγίων, πράγμα που νομίζω ότι δεν θα βρεθεί εύκολα τώρα στους τόπους, που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε και βλέπουμε, ακόμη και για κάποιους μοναχούς, για τους οποίους ακούμε να γίνεται λόγος, και για τα μοναστήρια τους.

Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μην παρακούσετε τα λόγια μου, εμένα του ανάξιου πατέρα σας, και να μη φανούν μπροστά σας τα διδάγματά μου σαν φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως να κοιτάξετε και να προσέξτε καλά, ότι δεν σας συμβούλεψα τίποτε έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάντε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου λίγη προθυμία, ώστε, παίρνοντας εγώ δύναμη με τις άγιες ευχές σας, να ανανεύσω και να τρίψω το πρόσωπό μου και να νίψω τα μάτια μου και να ξυπνήσω από τον πολύ ύπνο της ραθυμίας, αλλά και να ανταποδώσω στην αγάπη σας, αν και δεν το αξίζω, με τα καλά λόγια που θα πω, από τα λόγια δηλαδή που δίνει σ’ εμένα η χάρη του Θεού, μόλις ανοίξω το ακάθαρτο στόμα μου.

Ναι, αδελφοί μου, σας παρακαλώ, να μην παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως ακριβώς αφήσατε εμένα τον ημιθανή και τελείως άλαλο να μιλήσω μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι να μου χαρίσετε και το θέλημά σας, ώστε εσείς, από τη μία, με την απάρνησή του, να ζήσετε τη ζωή των μαρτύρων και των αθλοφόρων του Χριστού, εγώ, από την άλλη, να συνεχίσω να θυσιάζω από σήμερα προθυμότερα για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή μαζί με το σώμα˙ αυτό άλλωστε εύχομαι να μου γίνει εφόδιο, όταν αναχωρήσω για την εκεί ζωή, στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

 

___________________

Υποσημειώσεις:

1. Στο αρχαίο κείμενο: «τα του χείρονος˙ εννοεί το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό μαζί με το επιθυμητικό, που πρέπει να υποταχθούν στο λογιστικό.
2. Εννοεί τον Συμεών τον Ευλαβή.
3. Στο αρχαίο κείμενο: οδεύων. Προτιμήσατε τη γραφή οδεύω (SC 104, σ. 170, κριτικό υπόμνημα).
4. Πρβ. Παροιμ. 6, 5. Ψαλμ. 123, 7.
5. Ματθ. 22, 37-39. Μάρκ. 12, 29- 31
6. Πρβ. Ιω. 3, 14
7. Οσίου Δωροθέου, διδασκαλία ΙΕ’, Περί των αγίων νηστειών, 1 PG 88 1788B.
8. Ψαλμ. 48, 13 και 21.
9. Α’ Κορ. 8, 8
10. Ματθ. 6, 25. Λουκ. 12, 22
11. Ματθ. 6, 33
12. Ματθ. 6, 26
13. Ματθ. 5, 6
14. Πρβ. Ψαλ. 39, 1
15. Στο αρχαίο κείμενο: παράκλησις. Στη μοναχική γλώσσα έτσι λέγεται ένα καλό γεύμα – σε εξαιρετικές περιπτώσεις-, ως ευχάριστη και ενισχυτική εναλλαγή στην ασκητική λιτότητα. Πρβ. Την έκφραση: Εις την τράπεζαν γίνεται παράκλησις τοις αδελφοίς εσθίομεν γαρ ιχθύας (Τριώδιον, Κυριακή των Βαΐων).
16. Ματθ. 12, 36
17. Πρβ. Εβρ. 6, 20
18. Πρβ. Ψαλμ. 140, 3

 

(Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση). Εκδόσεις: “Περιβόλι της Παναγίας”. Μάιος 2017. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΘΕΟΥ - ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΜΟΡΦΟΣ (+1022 – 2022)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
 ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Εἶναι συγκλονιστική, ἀλλά καί προδήλως ἀληθινή, ἡ διατύπωση τοῦ γνωστοῦ Σέρβου, ὁσίου Πατρός, Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς, περί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν ὡς ἄλλοι πνευματικοί ἥλιοι, τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁ Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων «δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον»[1].

Συμεών Νέος ΘεολόγοςΣτήν ἀνατολή τῆς Β΄ χιλιετίας ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπαναλαμβάνεται, «ἐν τινί τρόπῳ», στό πρόσωπο ἑνός μεγάλου Θεολόγου, ἐμπειρικοῦ τῶν θείων πραγμάτων, τοῦ Θεολόγου τοῦ φωτός, ὅπως ἔχει ἀποκλιθεῖ. Τό φετεινό ἔτος συμπληρώνεται μία χιλιετία ἀπό τῆς Ὁσίας κοιμήσεως ἑνός γίγαντος τοῦ πνεύματος, τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, κατά τό προσωνύμιο, πού τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ. Χίλια χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ἀρδεύεται ἀπό τά δροσερά νάματα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία κατέλιπε αὐτός ὁ κορυφαῖος Πατήρ, ὁ θεόπτης καί πνευματοφόρος, ὁ ἐμπειρικός Θεολόγος καί ζωντανός διαχρονικά μέσα ἀπό τά θεσπέσια κείμενά του, ἀφοῦ καί αὐτός, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, «ζεῖ καί παρ᾿ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐν τοῖς βίβλοις». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους.

 

Θεωρήσαμε σκόπιμο νά μήν παρέλθει ἡ πνευματική αὐτή ἐπέτειος τῶν χιλίων ἐτῶν, χωρίς νά κατατεθεῖ μιά ἔστω πενιχρή καί εὐσύνοπτη  μαρτυρία τῆς φωτοειδοῦς ἐμπειρίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς θείας ἐλλάμψεως καί ἑνώσεως. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι ὁσάκις ἐνθυμούμεθα τούς Ἁγίους μας, τούς ὁδηγούς πρός τήν ὁδό τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας, ἐμπνεόμεθα νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους, στά ὅρια τῶν ἐλαχίστων δυνατοτήτων μας. Ἔτσι, στά ἑπόμενα γίνεται ἀναφορά στό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, καί ἐκτίθεται ἀδρομερῶς ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό ἐλάχιστα παραθέματα κειμένων τοῦ Ὁσίου, πρός ὠφέλεια ψυχῶν.

 

 

Α) Η ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Θεωροῦμε, ὅτι κάθε ἀναφορά σέ ὁσιακές, ἡγιασμένες μορφές, ὅπως εἶναι ὁ φωτοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὀφείλει νά παραχωρήσει τόν εἰσαγωγικό λόγο στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς μορφῆς αὐτῆς. Ἔτσι, κατά τήν παροῦσα ἀναφορά μας περί τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 11ου αἰῶνος, αἰσθανόμαστε βαθειά τήν ἀνάγκη νά χειραγωγηθοῦμε στά πρῶτα βήματα τῆς σκέψεώς μας ἀπό ἐκεῖνον, πού ἔσχε τήν θεία μέθεξη. Παραθέτουμε, λοιπόν, τμῆμα ἑνός ποιητικοῦ λόγου του, πού νομίζουμε ὅτι εἰσάγει μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν παρουσίαση τοῦ Ἁγίου μας.

 

   «Δέν θέλω πιά νά θεωρῶ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου,

   οὔτε τόν ἥλιο ἀκόμα αὐτόν, μά κι ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου,

   γιατί τόν Κύριό μου θεωρῶ, τό βασιλιά μου βλέπω,

   βλέπω αὐτόν πού᾿ ναι ἀλήθεια φῶς, τοῦ φωτός ὅλου κτίστης,

   τήν πηγή βλέπω ὅποιου καλοῦ καί τήν αἰτία ὅλων,

   βλέπω τήν ἄναρχην ἀρχή, τά πάντα ἀπ᾿ ὅπου βγῆκαν,

   πού δίνει σ᾿ ὅλα τή ζωή, καί τροφή τά χορταίνει[2].

 

Ταῦτα διατυπώνει μία πυρφόρος ὕπαρξη, ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός καί τῆς θεοπτίας, ὁ «ζέων τῷ Πνεύματι» καί πυρίπνοος, ὁ φλεγόμενος μέσα στό πῦρ τοῦ Παρακλήτου, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, ὁ Ὅσιος εἶχε κατακτήσει ἔνδοθεν ἐν Χάριτι, τόν Θεό καί Δημιουργό τοῦ παντός, εἶχε ἀποκτήσει «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό θεῖο φῶς. Καί ἕνεκα τούτου, δέν τόν συγκινοῦσε τίποτε ἄλλο, δέν τόν ἔθελγε κανένα κτιστό φῶς, καμία ἀπόλαυση τοῦ κόσμου αὐτοῦ!

 

Τά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, μπορεῖ κάποιος νά τά μελετήσει ἀπό τίς γνωστές ἐκδόσεις καί τούς Συναξαριστές, κυρίως ἀπό τόν μαθητή καί βιογράφο του, Νικήτα Στηθᾶτο. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Συμεών εἶναι αὐτοβιογραφούμενος. Τά κείμενά του παρουσιάζουν ἔντονο βιογραφικό χαρακτῆρα καί αὐτό εἶναι σπάνιο στήν Πατερική Γραμματεία, μέ ἐξαίρεση ἄλλους δύο Ἁγίους αὐτοβιογραφούμενους, πού εἶναι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (μέσα ἀπό τά Ἔπη του) καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (μέσα ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις του)[3].

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ἀκολούθησε τήν «στενήν καί τεθλιμένην ὁδόν» τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά ἀπό τῆς νεαρῆς του ἡλικίας, ὡς λαϊκός, εἶχε θεῖες ἐμπειρίες, ἐπειδή «ἄνοιξε» τήν καρδιά του, τόν ὑπαρξιακό του χῶρο, πρός δεξίωση τοῦ ἀκτίστου, πρός ὑποδοχήν τῆς Χάριτος. Ἡ ἄσκησή του ὑπῆρξε παροιμιώδης, ἡ προσευχή του πυρφόρος, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ἀνέκφραστη, ὁ θεῖος πόθος, πού κατέφλεγε τήν καρδία του, ἀσίγαστος. Τά ἀνωτέρω κατέστησαν τόν ἅγιο ἕναν γιγαντιαῖο φάρο τηλαυγή καί ἕναν πνευματικό μαγνήτη, πού ἥλκυε ψυχές ἐκλεκτές πρός τήν ἐν Θεῷ ζωή. Ἀρκεῖ, μάλιστα, ἡ μαρτυρία, ὅτι ὁ Συμεών στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν εἶχε μαθητές ἐν Χριστῷ, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύθηκαν αὐτόν ὡς διδάσκαλο καί μύστη τῶν θείων πραγμάτων καί καταστάσεων. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι τήν πρώτη ἐμπειρία τοῦ θείου φωτισμοῦ (θεοπτία) τήν εἶχε ὡς λαϊκός. Ἕνα ἁπλό παιδί εἶδε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δύο φορές μάλιστα! Χαρίστηκε στόν νέο αὐτόν ἡ ἐμπειρία τῆς θείας ἐλλάμψεως, γεγονός πού σέ ἄλλους Ἁγίους χαρίζεται μετά ἀπό ἀγῶνες πολυχρονίους στήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση. Καί καθώς σημειώνεται, ἡ ἱερῶς μεθυστική αὐτή θεοφάνεια μέ φῶς, προδιέγραψε τόν μετέπειτα βίο του καί διεμόρφωσε τή θεολογία του[4].

 

ργότερα, ὁ ἴδιος, ὡς Θεολόγος πλέον τοῦ φωτός, θά ἐξυμνήσει τό φῶς, πού εἶναι ἐνυπόσταστο στό Πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι φῶς καί ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ὡς ἀέναη, ἐν φωτί, παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία, στή Θεολογία, στήν Εὐχαριστία. Καί θά γράψει σχετικά: «Ὁ Χριστός ὁ Ἰησοῦς, ὁ σωτήρ, ὁ βασιλεύς τοῦ παντός φῶς· ὁ ἄρτος τῆς ἀχράντου σαρκός αὐτοῦ φῶς, τό ποτήριον τοῦ τιμίου αὐτοῦ αἵματος φῶς, ἡ ἀνάστασις αὐτοῦ φῶς, τό πρόσωπον αὐτοῦ φῶς· ἡ χείρ, ὁ δάκτυλος, τό στόμα αὐτοῦ φῶς, οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ φῶς· ὁ Κύριος φῶς, ἡ φωνή αὐτοῦ ὡς ἐκ φωτός φῶς…»[5].

 

 Συμεών κατέθεσε ἀρκετά στό ἐπίπεδο τοῦ γραπτοῦ λόγου περί τοῦ φωτός, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Π. Χρήστου, τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου περικλείουν σχεδόν σέ κάθε σελίδα τίς λέξεις φῶς, ἔλλαμψη και ἄλλες παρόμοιες[6]. Αὐτό, βεβαίως, εἶναι ἀπαύγασμα βιώματος μυστικοῦ. Ὁ πνευματέμφορος Συμεών κήρυττε τό φῶς, ὄχι διανοητικά, ἤ γνωσιολογικά, μέσα ἀπό τή μελέτη θεολογικῶν κειμένων, ἀλλά εἶχε προσωπική θέαση τοῦ φωτός. Γνώριζε ἐμπειρικά αὐτό πού ἔγραφε, ὅτι «φῶς ὁ Θεός καί ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ». Πρώτη ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ φωτός, ὅπως ἐλέχθη, εἶχε ὁ Ἅγιος ὡς λαϊκός. Τή δεύτερη φωτοφάνεια ἔλαβε ὡς μοναχός, καί αὐτή συνεδέθη μέ τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί Γέροντος, τοῦ ὁσίου Συμεῶνος τοῦ λεγομένου εὐλαβοῦς, ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβητοῦ γιά τήν οἰκείωση τῆς θεία Χάριτος.

 

Νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Συμεῶνος τοῦ Ν. Θεολόγου πρός τόν ἐπίσης ἅγιο καί θεοφόρο Γέροντά του, τόν ὁδήγησε στό νά ἁγιοκατατάξει αὐτόν μόνος του, νά τόν τιμήσει ἀμέσως μετά θάνατον, νά συντάξει συναξάριο, νά φιλοπονήσει ἐγκώμια καί γενικά, νά τόν ἀναδείξει πανηγυρικά μέ εἰκόνες καί ὕμνους, ὡς μεγάλο καί θαυματουργό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος στά κείμενά του πιστοποιοῦσε ὅτι ὁ Γέροντάς του εἶχε ἐμπειρίες καί ὁράσεις φωτός. Κατηγορήθηκε γιά τήν πρακτική αὐτή, ἀλλά παρέμεινε ἀπτόητος.

 

Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ, ὅτι αὐτή ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί καθοδηγοῦ εἶχε θεολογική διάσταση. Δέν ἔπραξε κάτι ὁ Ἅγιος γιά νά δηλώσει τήν ἀντίθεσή του πρός τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Εὐλαβοῦς ἀπό τό πνευματικό του παιδί, ἰσοδυναμεῖ καί μέ ὑπεράσπιση τῆς θεολογίας καί τῆς πνευματικότητας τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Συμεών, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρική βάση τῆς ἐνσυνείδητης δεξίωσης τῆς χάρης πού ἀντιπροσωπεύει ὁ Συμεών ὁ Εὐλαβής καί ἡ δυνατότητα τῆς οἰκείωσης τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος σέ κάθε ἐποχή, συνιστοῦν τόν θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖ τή θεολογία του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Συμεών γράφει πώς ὁ Γέροντάς του, Συμεών ὁ Εὐλαβής, τοῦ εἶχε δώσει νά μελετήσει τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, μέ τήν ὑπόμνηση - ἐντολή, νά ἐπιμελεῖται καθημερινά τή συνείδησή του. Καί αὐτή ἡ ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, ἦταν γιά τόν Ὅσιο ἱκανή, πρός ἀπόκτησιν τῆς Χάριτος.

 

 πλούσια Χάρις, τήν ὁποίαν ἔλαβε ὁ Ἅγιος μέσα ἀπό τό ὑπαρξιακό του ἄνοιγμα καί τήν καρδιακή ἄμβλυνση, τόν ὁδήγησε σέ μεγαλύτερους ἀγῶνες καί ἀπό ἐκεῖ σέ ἄλλες φωτοφανεῖς ἐμπειρίες, πού εἶχε ὡς πρεσβύτερος καί ἡγούμενος. Γενικά ἡ ζωή του ὑπῆρξε φωτοφόρος καί φωτόμορφος, στό πλαίσιο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς μετοχῆς του στή θεία Εὐχαριστία, στό «Μυστήριον τῆς ζωῆς». Πάντως, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, ὁ ἅγιος Συμεών, μέ τίς διδαχές του καί τή Θεολογία του, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρόδρομος τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνα.

 

ντούτοις, ὅμως, παρόλα τά θεῖα δῶρα, πού ἔλαβε ὁ ὅσιος Συμεών, παρόλες τίς φωτοφάνειες καί τίς θεοπτίες, δέν εἶχε καμία ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι δέν πράττει τίποτα. Ὁ Συμεών ὑπῆρξε ἄνθρωπος βαθυτάτης μετανοίας. Ζοῦσε τή μετάνοια ὡς μία ἀλλοίωση ὀντολογική τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς μία μόνιμη αἴσθηση ἀναξιότητος καί μηδαμινότητος μπροστά στή θεία Μεγαλειότητα, μία, οὐσιαστικά, αἴσθηση τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γι᾿  αὐτό καί κατέθετε ἐκ ψυχῆς συντετριμμένης, ὅτι τίποτε καλό δέν ἔπραξε στή ζωή αὐτή καί καμία θεία ἐντολή δέν ἐφήρμοσε:

 

«Οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔπραξα δικαιοσύνης ἔργα, οὐδέποτε ἐτήρησα μίαν τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλά ἀσώτως ἅπαντα τον βίον μου μετῆλθον, πλήν αὐτός οὐ παρεῖδες με, ἀλλά ζητήσας εὗρες, πλανώμενον ἐπέστρεψας, ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης»[8].

 

Πῶς, ἔπειτα, νά μήν ἀξιωθεῖ οὐρανίων χαρισμάτων καί φωτοειδῶν ἐμπειριῶν ἕνας τόσο βαθύτατα μετανοῶν ταπεινός ἄνθρωπος; Ὡστόσο, ἡ βάση καί προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι ἠ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαιώνει, ὅτι θά κατοικήσει μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές Του[9]. Σύμφωνα μέ τό Νέο Θεολόγο, μέ τήν «μέχρι κεραίας» τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀξιωνόμαστε να δοῦμε ἐντός μας τόν Θεό, «καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν καί ἡ τοῦ Πνεύματος παρουσία καί ἔλαμψις γίνεται»[10].

 

Β) ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ την πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύεται μέσα ἀπό τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ προηγουμένως τή βίωσαν ἡσυχαστικῶς, ἀλλά κυρίως μυστηριακῶς[11]. Στή χορεία αὐτῶν τῶν  μεγάλων ἁγίων βιωματικῶν συγγραφέων ἀνήκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει πλουτίσει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ὑψηλῆς περιωπῆς συγγράμματα, τά ὁποῖα, ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χαρακτηρίζει ὡς συγγράμματα ζωῆς, ἀφοῦ χαρακτηρίζει καί τόν βίο του ἅγιο. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τρεῖς αἰῶνες μετά τόν Νέο Θεολόγο: «Συμεῶνος γάρ τόν βίον οἶσθα θαῦμα τε ὄντα πάντα σχεδόν καί δι᾿ ὑπερφυῶν θαυμάτων ὑπό Θεοῦ δεδοξασμένον, τά τε συγγράμματα αὐτοῦ συγγράμματα ζωῆς εἰπών τις, οὐκ ἁμάρτοι τοῦ προσήκοντος»[12].

 

Ἕνας χείμαρρος θεολογίας καί ὑψηλῆς πνευματικότητος, φωτοειδοῦς ἐμπειρίας καί ζωῆς, προχέεται ἀπό τή γραφῖδα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί διαποτίζει πλουσίως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαχρονικά. Λόγοι Κατηχητικοί, Θεολογικοί, Ἠθικοί, Ὁμιλίες, Ποιήματα, Ἐπιστολές καί διάφορες νουθεσίες σκορπίζονται ἀφειδῶς πρός ὅλους, ἀπό ἐκεῖνον, πού ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του «πτωχόν φιλάδελφον»[13], ἀλλά ἡ μέριμνά του γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν του, τόν καθιστᾶ «ζηλωτήν μανικώτατον»[14]. Μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος προδίδεται ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας του.

 

 λόγιος Ἁγιορείτης, Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, προκειμένου νά παρακινήσει τούς ἀκροατές τῶν καλλιεπέστατων ὁμιλιῶν, ἤ κειμένων του, στή μέθεξη τῆς θείας γνώσεως καί τή μετοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο «ἐπί τά βελτίῳ», παρουσίαζε πολλές φορές κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί μάλιστα κατά κόρον ἀρέσκετο στό νά διατυπώνει σέ μετάφραση τό ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπό Ὕμνο τοῦ Ἁγίου:

 

«Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης σου καί τῆς ὡραιότητός σου, καί εἶμαι πλήρης γλυκύτητος καί θείας εὐδαιμονίας. Τό πρόσωπό μου λάμπει, ὅπως καί τοῦ ἠγαπημένου μου. Ὅταν βυθίζομαι μέσα εἰς τό φῶς σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὡραιότερος ἀπό ὅλους τούς ὡραίους, πλουσιώτερος ἀπό ὅλους τούς πλουσίους, δυνατότερος ἀπό ὅλους τούς δυνατούς καί ἰσχυρότερος ἀπό ὅλους τούς Αὐτοκράτορες».

 

Τό συγκλονιστικό ὄντως αὐτό κείμενο, στό πρωτότυπο ἔχει ὡς ἑξῆς:

 

«Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης, καί λάμπει μου τό πρόσωπο ὡς καί τοῦ ποθητοῦ μου, καί ἅπαντα τά μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι, πλουσίων πλουσιώτερος καί δυνατῶν ἁπάντων, ὑπάρχω δυνατώτερος καί βασιλέων μείζων»[15].

 

Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος (11ος αἰ.), ἦταν ἐποχή ξηρασίας θεολογικῆς καί πνευματικῆς. Κατά τήν ἐποχή αὐτή, ἡ Πατερική Γραμματεία καί ἡ μυστική Θεολογία βρισκόταν σέ μία στασιμότητα[16]. Ἡ πλούσια συγγραφική παραγωγή τοῦ Ἁγίου, μέ κείμενα ὑψηλά, μέ περιγραφές τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μυστικῆς κοινωνίας μέ Αὐτόν, σέ μιά πλημμύρα ἀγάπης καί φωτός[17], συνετέλεσε στήν ἄνθηση τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί τῆς μυστικῆς Θεολογίας. Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Συμεῶνος ὑπῆρξε τολμηρός, ἀλλά καί ἰδιότυπος καί παρεξηγίσιμος, ἄν κανείς δέν διαθέτει κριτήρια θεολογικῆς ἀξιολογήσεως καί πνευματική ἐμπειρία. Γι᾿ αὐτό καί κατηγορήθηκε ὡς «νοσηρός μυστικιστής». Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ καθηγητής Π. Τρεμπέλας εἶχε γράψει, ὅτι οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεῶνος χαρακτηρίζονται «ὡς καινοφανεῖς καί παράδοξοι, ἄν μή αἱρετικαί»[18]. Δέν μποροῦσε, ὅμως, ὁ κατά τά ἄλλα λίαν ἀξιόλογος καθηγητής νά εἰσδύσει στό βάθος τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ, τόν ὁποῖον ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Συμεών. Δέν εἶχε ἐμβαθύνει στά ζητήματα αὐτά καί αὐτό πιστοποιεῖ τό γεγονός τῶν τριῶν μόνο ὀνομαστικῶν ἀναφορῶν στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, στήν τρίτομη ὀγκώδη Δογματική του. (Ἴσως ἔπταιαν καί οἱ ἐποχές, ὅπως σημείωνε ὁ καθηγητής π. Γ. Μεταλληνός).

 

Μιά προσωπική ἰδιοτυπία τοῦ ὁσίου Συμεῶνος εἶναι «ἡ αἰσθητοποίηση σέ ἐξωτερικά λεκτικά σχήματα τῶν ἐρωτικῶν ἀλλοιώσεων τῆς ψυχῆς, τίς ὁποῖες προκαλοῦσαν οἱ ἐπιδημίες καί οἱ ἀποδημίες τοῦ ἀγαπημένου του Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[19]. Καί ἰδιαίτερα μάλιστα, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, στούς Ὕμνους τῶν θείων ἐρώτων, ὁ Συμεών κενώνει τούς θησαυρούς τῆς ὄντως μυστικῆς ζωῆς του καί Θεολογίας[20].

 

Γ) Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ ἐπονομαζομένου Νέου Θεολόγου[21] (Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἐσχατολογία), εἶναι ὠκεανός ἀπύθμενος καί δέν μπορεῖ μέσα στά στενά χωροχρονικά ὅρια ἐνός κειμένου νά παρατεθεῖ, οὔτε κἄν ἀκροθιγῶς. Κατ᾿ ἐπιλογή θά παρουσιασθοῦν κάποιες θέσεις ἀπό τήν Εὐχαριστιολογία τοῦ Ἁγίου, δηλαδή ἀπό τήν Θεολογία, πού ἐξέφρασε σχετικά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ, ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ἡ θεία Λειτουργία (Εὐχαριστία) εἶναι τό κεντρικό Μυστήριο τῆς πίστεως μας, τό «Μυστήριον τῆς Συνάξεως», ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Γιά τόν ἅγιο Συμεῶνα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς τό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», συνιστᾶ τήν κορύφωση τῆς θεοειδοῦς ἐμπειρίας, πού μᾶς παρέχει τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο ἐν γένει[22]. Ἀφετηρία τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας του ἀποτελεῖ ἡ βιωμένη ἐμπειρία καί ἐκπεφρασμένη πεποίθηση, ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Εὐχαριστίας συνιστοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί καταθέτει ρωμαλέα, μέ τό γνωστό του ποιητικό τρόπο τά ἑξῆς:

 

«Ὅπου γάρ ἄρτος σαρκός καί τοῦ αἵματος, Λόγε, ἐκεῖ ὑπάρχεις σύ αὐτός, ὁ Θεός μου καί Λόγος, καί ταῦτα σῶμα γίνεται σόν ἀληθῶς καί αἷμα, ἐπελεύσει τοῦ Πνεύματος καί δυνάμει Ὑψίστου»[23].

 

Εἶναι, πιστεύουμε, γνωστή στούς Ὀρθοδόξους, πού μετέχουν τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς, ἡ θαυμάσια ἐκείνη ποιητική Εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, πού βρίσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας» κ.λπ. Στήν ἀνωτέρω Εὐχή, ὁ Ἅγιος, μεταξύ ἄλλων, περιγράφει τα ἀποτελέσματα τῆς θείας Κοινωνίας στόν πιστό, πού μετέχει τῶν Ἁγιασμάτων «μετά καθαροῦ συνειδότος»[24], μέ προετοιμασία καί κάθαρση ψυχοσωματική. Ἡ θ. Μετάληψη ἐνεργεῖ ἀνάλογα με τίς προϋποθέσεις τοῦ προσερχομένου, κατά τά γνωστά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Γράφει, ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἅγιος:

 

«Καί καθαίρεις, καί λαμπρύνεις, καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς Θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως, καί, τό ξενον καί Ἀγγέλοις καί ἀνθρώπων διανοίαις, ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις, ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις».

 

Προηγεῖται, βεβαίως, ἡ βαθυτάτη μετάνοια, τήν ὁποία πάλι ἐκφράζει ὁ ἅγιος Συμεών, γράφοντας, ὅτι ὑπερέβη τήν Πόρνη τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς διηγήσεως, πού ἀκοῦμε κατά τήν Μ. Ἑβδομάδα. «Ὑπέρ τήν Πόρνην ἀγαθέ ἀνομήσας», διαβάζουμε στό Κοντάκιο τῆς Μ. Τετάρτης. «Ἥμαρτον ὑπέρ τήν Πόρνην», γράφει ὁ ἅγιος Συμεών στήν Εὐχή του γιά τή θεία Μετάληψη. Καί παρακαλεῖ τόν Κύριο: «Πλῦνον με τοῖς δάκρυσί μου, κάθαρον αὐτοῖς με Λόγε, ἄφες καί τά πταίσματά μου, καί συγγνώμην πάρασχέ μοι».

 

Μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὅτι καί σέ ἄλλους πολλούς Πατέρες ἀπαντῶνται ἀνάλογες διατυπώσεις, περί τοῦ κορυφαίου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ στόν ὑπό προϋποθέσεις μεταλαμβάνοντα, περί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων κ.λπ. Στόν ἅγιο Συμεῶνα, ὅμως, ὑπάρχει μία πρωτοτυπία. Ὁ Συμεών ταυτίζει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν Εὐχαριστία. Κατ᾿ αὐτόν, τά «ἄρρητα ρήματα»[25], πού εἶδε ὁ θεορήμων Παῦλος καί τά αἰώνια ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»ταυτίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ Ὅσιος: «Μετά τῶν ἀποκειμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθῶν, αὐτό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἅ καθ᾿ ἑκάστην ὁρῶμεν καί ἐσθίομεν καί πίομεν, ταῦτα ὁμολογουμένως τά ἀγαθά ἐκεῖνά εἰσι· ἐκτός δέ τούτων οὐδαμοῦ τῶν ῤηθέντων οὐδέ ἕν εὑρεῖν ἐξισχύσεις, κἄν πᾶσαν διαδράμῃς τήν κτίσιν»[26]. Κατά τόν ἅγιο Συμεῶνα, λοιπόν, τόν Νέο Θεολόγο, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Εὐχαριστία ταυτίζονται.

 

 

Δ) ΤΟ ΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ

 

 ἅγιος Συμεών, ἀνεδείχθη πηγή Θεολογίας, ἀφοῦ βίωσε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς», τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκορέστως μάλιστα, στά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς. Ἰδού πῶς ὁ ἴδιος ἐξυμνεῖ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού ἀποτελεῖ πρόγευση τῶν θείων, Ἐχατολογικῶν ἀγαθῶν:

 

«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ σέ ἠγάπησε διότι δέν θέλει ἐπιθυμήσει ποτέ νά ἀγαπήσῃ ἐμπαθῶς κανένα κάλλος ἀνθρώπινον. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπεριπλέχθη ἀπό ἐσένα μέ θεῖον ἔρωτα, ὅτι θέλει ἀρνηθῇ ὅλον τόν Κόσμον, καί πλησιάζοντας εἰς κάθε ἄνθρωπον δέν θέλει μολυνθῇ. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐφίλησε τά ἰδικά σου κάλλη, καί τά ἀπόλαυσε μέ πολύν πόθον, ὅτι θέλει ἀγιασθῇ κατά τήν ψυχήν, ἀπό τό ἄχραντον αἷμα, καί ὕδωρ πού στάζει ἀπό ἐσέ»[27].

 

Ζῶντας ὁ Συμεών τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» του[28], πίστευε, ἀληθῶς καί ὀρθοδόξως, καί κήρυττε στεντορίως, ὅτι αὐτή ἡ ἄρρητη ἐμπειρία τοῦ θείου κάλλους εἶναι διαχρονική, ἀφοῦ ὁ μετεχόμενος Θεός εἶναι πάντοτε ὁ Αὐτός. Ἔτσι, στοιχούμενος στήν Πατερική Παράδοση, γνώριζε ὅτι ἡ ἀρετή δέν ἔχει τέλος, καί ἡ Ἁγιότητα δέν μπορεῖ νά περικλεισθεῖ σέ χρονικά ὅρια. Μάλιστα, ἐπέμενε στό ἐφικτόν τῆς ἁγιότητος σέ κάθε ἐποχή. Ἀποκαλοῦσε δέ, αἱρετικούς ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι δέν μπορεῖ κάποιος στά χρόνια αὐτά (11ος αἰ.), νά τηρήσει τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους. «Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»[29].

 

 ἅγιος Συμεών, ὑποστηρίζει, ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ πνευματική ζωή καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τά ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀποστολικά λόγια, «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί»[30]εἶναι προδήλως διαχρονικά. Τήν ἀνωτέρω πραγματικότητα ἀμφισβητοῦσαν τότε κάποιοι, ἀλλά και σήμερα ἀρκετοί την ἀμφισβητοῦν, θεωρῶντας, ὅτι δέν μπορεῖ στά χρόνια μας νά ἐπιτύχει κάποιος πνευματική ἄνωση καί νά ἀξιωθεῖ τῆς ἐμπερίας/θεωρίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅμως, πάντοτε ἐφικτή ἡ Ἁγιότητα, σέ κάθε ἐποχή. Γι᾿ αὐτό ὁ Συμεών θά ἀπευθύνει ἔκκληση μέσῳ τῶν Ὕμνων του σέ ὅσους φρονοῦν καί κηρύσσουν τό ἀντίθετο, μέ αὐτά τά συγκλονιστικά λόγια: «Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,|…Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,| μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,| ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!| Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,| ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,| πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε| καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»[31].

 

πως ὀρθά ἔχει τονισθεῖ, ὁ Θεοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «σφράγισε τήν ἐποχή του –καί ὄχι μόνο– σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Στό θεολογικό καί τό ἐκκλησιαστικό, στό μοναχικό, ὡς πυξίδα ἐπαναπροσανατολισμοῦ στήν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς συγγραφέας καί ποιητής, βαπτίζοντας τήν (ποιητική) τέχνη στό ὑπαρξιακό βάθος τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετάνοιας, μά καί ἀνάγοντάς την ταυτόχρονα, στά δυσθεώρητα ὕψη τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό»[32].

 

πῆρξε ὄντως Μέγας!

 

Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἀναφορά, παραδίδοντας τόν λόγο στόν Ἅγιο, παρουσιάζοντας ἕνα ποίημα, πού ἐκφράζει τόν βαθύτατο θεῖο ἔρωτα καί πόθο του πρός τόν Τριαδικό Θεό.

 

          «Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζον,

           πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζον,

           πῶς καί καίεις καί γλυκαίνεις,

           πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;

 

           Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους,

           πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ,

           πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ἄδου,

           πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;

 

           Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἔλκεις,

           πῶς τήν νύκτα περδράσσῃ

           πῶς καρδίαν περιλάμπεις,

           πῶς μέ ὅλον μεταβάλλεις;

 

           Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις,

           πῶς Υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;

           πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;

           πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

 

           Πῶς ἀνέχῃ; πῶς βαστάζεις;

           πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;

 

           Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,

           βλέπεις πάντων τά πρακτέα;

           πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,

           καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;

 

           Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,

           μή καλύψῃ τούτοις θλίψις»[33].

 

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022


 [1]Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μετάφρ. ἐπισκ. Ἀθ. Γιέφτιτς, Ἀθῆναι 1970 (2), σελ. 99.

[2]Ὕμνος 28, Περί νοητῆς ἀποκάλυψης τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θείου φωτός, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ΕΠΕ 19 ΣΤ΄, Μετάφρ.

[3]Θ. Ἀμπαντζίδη, Τό ἐνυπόστατον φῶς, Σπουδή στίς προϋποθέσεις τῆς θέωσης κατά τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2019, σελ. 37.

[4]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή και θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22.

[5]Θεολογικός Τρίτος, SC 122, 150-155, βλ. ὅ.π. Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 178.

[6]ΘΗΕ, 11, Συμεών Νέος Θεολόγος, σελ. 543.

[7]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 93.

[8]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 196, 19-30.

[9]Ἰω. 14, 18-23.

[10]Κατηχήσεις, SC 104, 159-180.

[11]Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 106.

[12]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 2, 12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σελ. 404.

[13]Κατήχησις 34, SC 113, 274.

[14]Κατήχησις 21, SC 104, 362.

[15]Βλ. Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Ὕμνοι, Ἐπιστολαί, ΙΣΤ΄.

[16]Β. Τσίγκου, Δογματικά καί Θεολογικά μελετήματα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, σελ. 133.

[17]Βλ. Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, Εἰσαγωγή, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 224.

[18]Βλ. Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατική θεολογία, τεῦχος Α΄σελ. 96.

[19]Β. Τσίγκου, ὅ.π. σελ. 148.

[20]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή καί θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἔλεγε, ἐπίσης, προφορικά (ὅπως τό ἐξέφρασε καί στόν γράφοντα), ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ὑπῆρξε ποιητής καί οἱ ποιητές μορφοποιοῦν. Ἑπομένως, ὀφείλεται καί σέ τοῦτο τό στοιχεῖο ἡ αἰσθητοποίηση τῶν ἐσωτερικῶν θείων ἀλλοιώσεων τῆς ἁγίας του ψυχῆς, μετά ἀπό τίς θεῖες φωτοφάνειες καί ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν.

[21]Τό δοθέν προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» στόν ἅγιο Συμεών συνάντησε δύο ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ἐπικρατοῦσα, τό προσωνύμιο «Θεολόγος» ἀντιπροσώπευε τή θεολογία στήν ἐκκλησιαστική καί πατερική της ἔννοια ὡς θεοπτία, καί τό ἐπίθετο «Νέος» δηλώνει τόν ἀνακαινιστή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ ὁποία εἶχε, ἐν πολλοῖς, θεσμοποιηθεῖ καί ἀπονευρωθεῖ. (Βλ. Τό Ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 88). Σύμφωνα μέ τή δεύτερη ἄποψη, τό προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» ἀπέδωσαν εἰρωνικά καί χλευαστικά στόν Ἅγιο, ἀπό ἀντιπάλους του, ἐξαιτίας τῆς ἀνεγεννητικῆς του προσπάθειας. (Ὅ.π. σελ. 87)

[22]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 335.

[23]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 156, 55-59.

[24]Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, Ὁμιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ 25, 38.

[25]Β΄Κορ. 1-4.

[26]Βλ. πρωτοπρ. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999, σσ. 163-164.

[27]Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος 53ος, Μέρος πρῶτον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 272

[28]Μρκ 12, 30.

[29]Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, Λόγος ΧΧΙΧ, SC 113, 137-140.

[30]Α΄Πέτρ. 1, 16.

[31]Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).

[32]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σσ. 106-107.

[33]Τετράστιχα, τόν πρός Θεόν αὐτοῦ δεινύοντα ἔρωτα, Συμεών Ν. Θελόγου Λόγοι Μέρος Β΄, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 12.