Ηγνώμη της ιεραρχίας, ότι με την παροχήν ελευθερίας εις τους Παλ/τας, δημιουργείται δευτέρα Εκκλησία και κράτος εν κράτει, ως λέγουν, δεν είναι αληθής, διότι αι Εκκλησίαι δεν φυτρώνουν ως μήκυτες εις τον περίβολον της Εκκλησίας, αλλ' ιδρύονται και προικίζονται διά της Χάριτος και των Μυστηρίων υπό της όλης Εκκλησίας, ως ταμειούχου της Χάριτος και της ευλογίας.
Η γνώμη αύτη της ιεραρχίας, καθ' ην μία μερίς κληρικών και λαικών αποσπωμένη προσωρινώς από της Εκκλησίας διά λόγους διαφωνίας εις τι εκκλησιαστικόν ζήτημα, επίδικον και ιάσιμον κατά τον Μ. Βασίλειον, μέχρις της άρσεως της διαφωνίας υπό Κανονικής Πανορθοδόξου Συνόδου, όζει Προτεσταντισμού, παρέχοντος εις μεμονωμένα άτομα το δικαίωμα να ιδρύουν ιδίαν Εκκλησίαν άνευ της γνώμης και της ευλογίας της όλης Εκκλησίας. Και τούτο διότι οι Προτεστάνται φρονούν και πιστεύουν ότι η έμπνευσις και η θέλησις του Παναγίου Πνεύματος εις τα ζητήματα της πίστεως και του αγιασμού εμφαίνεται και εκδηλούται και διά των μεμονωμένων ατόμων, εν αντιθέσει προς την γνώμην της Ορθοδόξου Εκκλησίας, φρονούσης και πιστευούσης, ότι η έμπνευσις και η ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος εκδηλούται υπό της όλης Εκκλησίας, της ερμηνευούσης και ορθοτομούσης τον λόγον της θείας αληθείας...
Ημείς όμως οι ποιμένες των Παλαιοημερολογιτών, γνώσται του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου και με ορθόδοξον παλμόν διισχυριζώμεθα, ότι δεν αποτελούμεν δευτέραν Εκκλησίαν εν τω Κράτει, αλλά στεντορία τη φωνή διακηρύττομεν, ότι ημείς μένοντες πιστοί εις τα δεδογμένα και ημίν παραδεδομένα υπό των επτά Οικ. Συνόδων, αποτελούμεν, καίπερ μειοψηφούντες, την πατροπαράδοτον και ακαινοτόμητον Ελληνικήν Εκκλησίαν, ης την ιστορίαν συνεχίζομεν υπό την άκρατον έννοιαν της Ορθοδοξίας.
Αληθώς, όσω και αν παρουσιαζώμεθα κατά το φαινόμενον εις την λατρείαν ημών με ιδίους ευκτηρίους οίκους και με ιδίους λειτουργούς, ουχ ήττον όμως, καίπερ διατελλούντες εν ακοινωνησία μετά της καινοτομησάσης Ιεραρχίας, ημείς αποτελούμεν δυνάμει, ουχί δευτέραν Εκκλησίαν, αλλά την αγνήν και αλύμαντον έννοιαν αυτής και την ανύστακτον φρουράν της Ελληνικής Εκκλησίας, την αγρύπνως φρυκτωρούσαν επί των θεοδμήτων και ακαταλύτων επάλξεων της περιπύστου και περιμαχίτου Ορθοδοξίας.
Ναι, ημείς, άγιε Λαρίσης, διεκόψαμεν την εκκλησιαστκήν επικοινωνίαν μετά της διοικούσης Ιεραρχίας συνεπεία εκκλησιατικής διαφωνίας, ουχί, ίνα αποτελέσωμεν δευτέραν Εκκλησίαν, αλλ' ίνα περισώσωμεν το ορθόδοξον κύρος της Ελληνικής Εκκλησίας και αποφύγωμεν την ημερολογιακήν καινοτομίν, ως και την βαρυτάτην ευθύνην, ην υπέχουσιν απέναντι του Θεού και της Ιστορίας οι δημιουργοί της σκανδαλώδους διαφωνίας, συνεπεία της οποίας διηρέθησαν αι μάζαι των χριστιανών εις τον εορτασμόν των εορτών.
Προκειμένου τέλος περί του έκτου και τελευταίου επιχειρήματος του αγίου Λαρίσης, ότι η Ιεραρχία δεν προσέλαβε το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αλλά διώρθωσε το Ιουλιανόν, μετακινήσασα την εαρινήν ισημερίαν αυτού 13 ημέρας προς τα εμπρός, πάσαν ανασκευήν του διισχυρισμού τούτου, αντικειμένου καταφόρως προς την πείραν και την κοινήν ομολογίαν, θεωρούμεν όλως περιττήν.
Διότι εάν επεχειρούμεν την αναίρεσιν τούτου, ου μόνον θα ηδίκουν την νοημοσύνην του κοινού, αλλά θα ωφλισκάνομεν και ημείς αφέλειαν και σχολαστικότητα, προσπαθούντες να αποδείξωμεν διά λογικών επιχειρημάτων το αυταπόδεικτον. Άλλως τε ότι διά της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως η ελληνική Ιεραρχία προσέλαβε το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, τούτο, εκτός της κοινής ομολογίας, επεκύρωσε και ο αοίδιμος Οικ. Πατριάρχης Γρηγόριος, επί της πατριαρχείας του οποίου εγένετο η ημερολογιακή μεταβολή.
Απαντών ούτος προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομον, παραπονούμενον διά την βραδύτητα και την περίσκεψιν, ην εδείκνυεν η Σύνοδος του Οικ. Πατριαρχείου διά την αλλαγήν του ημερολογίου, προβάλλει εις αυτόν την εξής δικαιολογίαν:
''Δεν πρέπει αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ η Εκκλησία να αδιαφορήση και εις την εντύπωσιν ην θα εμποιήση η ημερολογιακή μεταρρύθμισις εις τας μάζας του ορθοδόξου λαού ημών, τοσούτω μάλλον, όσω διά της μεταρρυθμίσεως ταύτης προσχωρεί η Εκκλησία εις το Γρηγοριανόν ημερολόγιον''! Νυν δεν απομένει εις ημάς, παρά να καταρρίψωμεν και το τελευταίον έρεισμα της υπό αναίρεσιν ημερολογιακής ταύτης πραγματείας του αγίου Λαρίσης, όστις επεχείρισε να στηρίξη την περί ημερολογίου εσφαλμένην γνώμην και επί της εμής σχετικής γνώμης, ην είχομεν και ημείς άλλοτε, και ην διετυπώσαμεν εις εν υπόμνημα, όπερ υπεβάλλομεν τω 1929 εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας της συνελθούσης προς επίλυσιν εκκλησιαστικών τινών ζητημάτων, ως και του ημερολογιακού προβλήματος.
Προ πάσης ανασκευής επί του σημείου τούτου, θεωρούμεν πρώτον να ευχαριστήσωμεν τον άγιον Λαρίσης, διότι μοι δίδει την αφορμήν να προβώ εις μίαν εξομολόγησιν προς το κοινόν, ότι και η εμή ελαχιστότης παρ' όλην την αντίθετον γνώμην προς την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν, ην είχε κατ' αρχήν, δεν ήτο και αύτη απηλλαγμένη της πεπλανημμένης αντιλήψεως και σφαλεράς γνώμης περί ημερολογίου, φρονούσα, ότι τούτο δεν θίγει το δόγμα και τας παραδόσεις της Εκκλησίας και την θείαν λατρείαν, ως έγραφεν εις το εν λόγω υπόμνημά της.
Τούτο είναι αληθές και έχω το θάρρος και την παρρησίαν να το ομολογήσω, αλλά και να διαπιστώσω το κοινόν, ότι την εσφαλμένην ταύτην γνώμην εμόρφωσα προχείρως, πριν ή εγκύψω εις την μελέτην του ζητήματος τούτου.
Διό και όταν εμελέτησα τούτο από εκκλησιαστικής πλευράς και είδον, αφ' ενός την σύγχυσιν, ης επήνεγκεν εις την απ' αιώνων επικρατούσαν αρμονίαν και ευρυθμίαν της θείας λατρείας και εις την τάξιν την επικρατούσαν εις όλας τας ορθοδόξους Εκκλησίας, όσον αφορά τας ημέρας των νηστειών, και αφ' ετέρου τας ολεθρίους συνεπείας, ας προυκάλεσεν η ημερολογιακή μεταρρύθμισις, διαιρέσασα τας Εκκλησίας και τους χριστιανούς, τουθ' όπερ και του δόγματος της ενότητος των Εκκλησιών, δεν εδίστασα ποσώς ουδ' εδειλίασα να υψώσω την σημαίαν του πατρίου και ορθοδόξου εορτολογίου, όπερ ως αδιάσπαστος κρίκος συνδέει όλας τας ορθοδόξους Εκκλησίας και ως άλλη εκκλησιαστική πυξίς καθοδηγεί τους ψάλτας και τους ιερείς εις την εύρυθμον και ομοιόμορφον τέλεσιν της θείας λατρείας.
Διό και όταν ημείς είχομεν εσφαλμένην γνώμην, ην είχε και εξακολουθεί δυστυχώς να έχη όλη η Ιεραρχία, συνέστησα εις την Σύνοδον, όπως ενεργήση τα δέοντα παρά τη Κυβερνήσει επί τω τέλει, ίνα διά νόμου απαγορευθή η χρήσις του παλαιού ημερολογίου προς αποσόβησιν της θρησκευτικής διαιρέσεως, επηρεαζούσης σοβαρώς και τον παράγοντα της Εθνικής ενότητος.
Τούτο έπραξα πεπλανημένος μεν, ως εκ των υστέρων κατενόησα, αλλ' εν πεποιθήσει, ότι εξυπηρετώ τα τιμαλφή συμφέροντα της Εκκλησίας και του Έθνους. Και μία ταύτη πλάνη τυγχάνει συγγνωστέα, και μάλιστα ομολογουμένη μετά τόσης παρρησίας και συντριβής καρδιάς προς εξιλέωσίν μου ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας.
Το πλανάσθαι, άγιε Λαρίσης, είναι ανθρώπινον, αλλά το συναισθάνεσθαι την πλάνην και ομολογείν ταύτην δημοσία είναι ίδιον ανθρώπου με τιμιότητα και ηθικόν χαρακτήρα. Ευχής έργον θα ήτο, άγιε Λαρίσης, και πολλού επαίνου άξιον να ενδείκνυον την τοιαύτην γνωσιμαχίαν, και όσοι των Ιεραρχών, εν οις και η Υμετέρα Σεβασμιότης, συναισθάνονται το αντικανονικόν και ολέθριον της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, και να ύψωνον και ούτοι την ένδοξον σημαίαν των παραδόσεων υπό τας πτυχάς της οποίας εδοξάσθη και εκλείσθη η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Έθνος.
Αξιοκατάκριτοι είναι εκείνοι, οι οποίοι συναισθάνονται την πλάνην των και δεν έχουν το θάρρος και την ευψυχίαν να ομολογήσουν και να αποπτύσουν αυτήν εκ κακής εννοουμένης προσωπικής φιλοτομίας και κενοδοξίας...''.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια και παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου του μακαριστού Θεολόγου Σταύρου Καραμήτσου
''Ο Σύγχρονος Ομολογητής της Ορθοδοξίας'',
εκδόσεις Βιβλιοπωλείου - Ορθοδόξου Συλλόγου ''Παναγία η Θεοτόκος''
Πολύ δύσκολο είναι να ξεχάση κανείς μια μορφή, σαν την μορφή του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Έχει επιβληθή εις τας ψυχάς όσων τον εγνώρισαν και έχει αφίσει ανεξίτηλον την σφραγίδα της προσωπικότητός του επ’ αυτών.
Που ευρίσκεται όμως το θεμέλιον της δυνάμεως αυτής και ποία η πηγή της λαμπράς αυτής ακτινοβολίας του ανδρός; Η μόρφωσίς του ήτο πολύπλευρος και διεκρίνετο διά το βάθος της. Όσοι ηυτύχησαν να ακούσουν κηρύγματά του ή να μελετήσουν έργα του θα δύναται να διαβεβαιώσουν, ότι ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος είχε κατορθώσει να συνδυάση εις μία οργανικήν ενότητα το βάθος του στοχασμού, το ύψος των νοημάτων, την χάριν του λόγου, την απλότητα των εκφράσεων. Η μόρφωσις διά τον Χρυσόστομον δεν είχε την μορφήν μερικών (πολλών ή ολίγων) γνώσεων, τοποθετημένων όπως τα βιβλία εις πλουσίαν βιβλιοθήκην. Ήτο το πνευματικόν πλαίσιον μιάς ζωής πειθαρχημένης εις την ιεραρχίαν των αξιών και αντλούσης τους ζωτικούς αυτής χυμούς από τα αστείρευτα και ανεξάντλητα βάθη της νοήσεως, της νοήσεως όμως που κατηυγάσθη από το ανέσπερον μεγαλείον του Χριστιανισμού!
Και δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον από την εν γένει συμπεριφοράν του αειμνήστου Γέροντος έλιπε αυτή η εξεζητημένη κομψότης των «μορφωμένων», που τους καθιστά αποκρουστικούς διά τας μικρολόγους σχολαστικότητας και απαισίους διά την έπαρσιν εκ της «μορφώσεως».
Ο αλησμόνητος Επίσκοπος είχε μετουσιώσει όλην την μόρφωσιν, την τεραστίαν και πολυποίκιλον εις ένα μοναδικόν και ιδεώδη ανθρωπισμόν.
Και αυτό ακριβώς αποτελεί την ιδιάζουσαν σφραγίδα της προσωπικότητός του. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος υπήρξε άνθρωπος, «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του τελειοτάτου προτύπου.
Άνθρωπος! Πόσον δύσκολον πράγμα να είσαι άνθρωπος! Ο μεταστάς εχάρισε εις την κοινωνίαν την δυνατότητα αυτήν και ανεκούφισε ευρύτατον κύκλον με τον ευγενικόν ανθρωπισμόν του.
Αλλ’ ας δούμε μερικάς λεπτομερείας του υπερόχου εκείνου ανθρωπισμού, μερικάς πτυχάς της αγίας εκείνης ψτχής, όσας η βαθυτάτη μετριοφροσύνη του επέτρεψε να θαυμάσωμεν.
Απλότης! Και όταν λειτουργούσε και όταν ωμίλει και όταν συνεζήτει τον διέκρινε η κορωνίς των ανθρωπιστικών προσόντων, η απλότης. Τον ενθυμούμαι εις το γραφικόν του καναπεδάκι παρά την επί την Κυψέλην οικίαν του με το καλογερικό του σκουφάκι. Μόνο που έβλεπα το άγιο εκείνο Γεροντάκι εγέμιζε η ψυχή μου από πνευματική ικανοποίησι. Σε άκουγε∙ σε άκουγε μάλιστα με προσοχή, με ενδιαφέρον. Και αυτό δεν το έκανε από «συγκατάβασι» στην πνευματική σου πτωχεία, αλλά από ανθρωπιστική κατανόησι, από ειλικρινή σεβασμό στον άνθρωπο, στον οιονδήποτε άνθρωπο!
Δεν προσπαθούσε να σε παρασύρη με την άποψίν του, γιατί δεν σε θεωρούσε κατώτερό του. Σου ωμίλει με την μεγαλειώδη εκείνην δημοκρατικήν απλότητα, που εκπηγάζει από την πραγματικήν πνευματικήν αριστοκρατίαν, και σε άφινε ελεύθερον να λάβης θέσιν.
Ενθυμούμαι ότι κάποιο Πάσχα είχον κατά νούν να μεταβώ εις Άγιον Όρος να εορτάσω εκεί. Μίαν ημέρα λοιπόν της Βαϊφόρου με εκάλεσεν εις το γραφείον του ο άγιος και νεανικός κατά το ψυχικόν σθένος Γέρων, και μεταξύ μας διημείφθη ο εξής περίπου, διάλογος.
-Έμαθα ότι πρόκειται να μεταβήτε εις Άγιον Όρος!
-Μάλιστα.
-Θα μου επιτρέψετε να σας πω την γνώμην μου και μετά να αποφασίσετε ότι νομίζετε ορθόν.
-Ευχαρίστως να την ακούσω, Πανιερώτατε.
-Το Πάσχα είναι εορτή οικογενειακής χαράς. Η σύζυγός σας δεν σας υπανδρεύθη, διά να εξασφαλίση μόνον την συντήρησίν της και τα εκ της εργασίας σας αγαθά∙ έχει την ηθικήν και δικαίαν αξίωσιν να συναπολαβάνη μαζύ σας τας αγίας ημέρας των χριστιανικών εορτών. Αυτό δε κυρίως συνιστά σύνδεσμον του γάμου.
Μη στηρίζεσθε εις την συγκατάθεσίν της διά να αδικήσετε ,ίαν ευγενική γυναίκα και μη συσσωρεύετε νεφίδρια εις τον ουρανόν του οικογενειακού σας βίου. Εκτός όμως αυτού έχετε υποχρέωσιν και έναντι των εκκλησιασμάτων, τα οποία ζητούν τας ημέρας αυτάς από τους εργάτας της Εκκλησίας μίαν ομιλίαν.
Ας μη ζητούμεν λοιπόν αυτά που μας ευχαριστούν, αλλά αυτά που επιβάλλονται.
-Πανιερώτατε, είμαι πρόθυμος να εκτελέσω την εντολήν σας.
-Σας παρακαλώ, δεν δίδω εντολάς∙ την γνώμην μου εκθέτω και σεις ελευθέρως αποφασίσατε.
Παρεθέσαμεν αυτόν τον διάλογον διά να γίνη γνωστή η υπεροχή του ως ανθρώπου. Δεν ήτο «Δεσπότης», με «αξιώσεις» και «απαιτήσεις»∙ δι’ αυτό και δεν προσπαθούσε να δεσμεύση τον άλλον∙ περιέργως όμως τον έπειθε!
Παρ’ όλη την μορφωτικήν του και ηθικήν του υπεροχήν, δεν έζη το αμαρτωλόν εκείνο βίωμα της διαστολής του από τους υπολοίπους θνητούς. Με άλλους λόγους δεν εθεώρει τον εαυτόν του υπέρτερον ουδενός, ούτε ως προς τας γνώσεις, ούτε ως προς την ηθικήν, παρ’ όλον δε ότι ήτο καθαρά και αγνή φύσις δεν τον διέκρινε η αδυναμία των τοιούτων φύσεων, ο εγωισμός. Διατί; Διότι ήτο άνθρωπος!
Ουδέποτε ηθέλησε να σχολιάση λάθη γραμματικά, συντακτικά, εκφραστικά των υφισταμένων του, ή να σατυρίση δηκτικώς τας ελλείψεις των άλλων. Οσάκις διέβλεπε λάθη, εφ’ όσον μεν αυτά δεν μετέβαλον το νόημα του κειμένου τα άφινε, διά να μη θίξη τον συνεργάτην του∙ εφ’ όσον πάλιν μετέβαλον το νόημα προσεπάθει να κατευθύνη τούτον εις την ανεύρεσιν του λάθους, ώστε να μη φανή ότι διορθώνει τον άλλον.
Έθετε υπό την κρίσιν άλλων, κατωτέρων της μορφώσεώς του και των γνώσεών του, διάφορα έγγραφά του, έργα του, ουχί κατά λόγον ταπεινοφανούς φιλαρεσκείας, αλλά κατά λόγον ειλικρινούς εκτιμήσεως της κρίσεως των συνανθρώπων του.
Ποτέ δεν εσχολίασε συνάνθρωπόν του δυσμενώς, δι’ οιονδήποτε ελάττωμα.
Το εσωτερικόν δε αυτό ανθρωπιστικόν φρόνημα απετύπωσε εις το πρόσωπόν του μιάν γλυκυτάτην ευπροσηγορίαν. Ένα αγνόν μειδίαμα ήνθει εις τα χείλη του και η φυσιογνωμία του εν γένει σου ενέπνεε τον σεβασμόν χωρίς να σε τρομάζη. Πτωχός, διότι εστάθη πάντοτε ανώτερος των χρημάτων, δεν ηρνείτο να ανακουφίση υλικώς τους έχοντας ανάγκην.
Εσέβετο την συνείδησιν των συνανθρώπων του∙ δι’ αυτό επαγρύπνει και επί των λεπτομερειών ακόμη της ζωής του, διά να μη σκανδαλίση τινα των ελαχίστων.
Κάποτε μετέβη εις Αίγινα, εις έν μικρόν Μοναστηράκι. Εις το δωμάτιον λοιπόν, που του παρεχώρησαν να αναπαυθή, υπήρχε εν ακόμη κρεββάτι και ένα ζεύγος παντόφλες. Παρεκάλεσε να απομακρυνθούν τα αντικείμενα, αυτά από το δωμάτιον! Διατί; Διότι ήτο άνθρωπος, και εσέβετο την συνείδησιν των συνανθρώπων του.
Θα πρέπει να θεωρούνται ευτυχείς όσοι καθ’ οιονδήποτε τρόπον συνεδέθηκαν μαζί του. Το καύχημα των δε αυτό ασφαλώς είναι ο ευγενέστερος τίτλος τιμής διά την ζωήν των.
Και τούτο διότι ο Άγιος πρώην Φλωρίνης δεν ήτο μόνον ο ενάρετος Αρχιερεύς ο περινούστατος διανοούμενος, ο ευφραδέστατος ρήτωρ, ο αγνός άγιος, ο ακαταγώνιστος μαχητής∙ αλλ’ ήτο προ παντός ο άνθρωπος. Και τοιούτοι άνθρωποι είναι φαινόμενα, διαφεύγοντα την αρχήν της συχνότητος. Και τοιούτον φαινόμενον ανθρώπου υπήρξε ο επιζών εις τας ψυχάς μας ως ιδέα και σύμβολον και πτερυγίζων μεταξύ μας ως αθάνατος και μακαρία ψυχή, ο αείμνηστος Πρόεδρος της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Χρυσόστομος.
Τις οίδε πότε άλλοτε η ανθρωπότης θα συναντήση το τοιούτον φαινόμενον!
Το παράπονον του παραλύτου είναι και παράπονον της κοινωνίας «Κύριε άνθρωπον ουκ έχω».
Και το παράπονον αυτό θα εξέρχεται πλέον βαρυκάρδιον από τα στήθη όσων εγνώρισαν τον άνδρα, διότι η απώλεια του «ανθρώπου» καθιστά σκληροτέραν την πραγματικότητα της ελλείψεως ανθρώπων!