A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΤΕΙΧΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΤΕΙΧΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου



Πρωτοπρεσβύτερος
Νικόλαος Μανώλης
Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ
Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσ/νίκης
Ἐν Θεσσαλονίκη τῇ 17ῇ Φεβρουαρίου 2017
                                        
                                                                                         Παναγιώτατον
                                                                                         Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
                                                                                         κ. Ἄνθιμον
                                                                                         Ἐνταύθα
        ΘέμαΔήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου
        
        Παναγιὼτατε
        Ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς γνωστοποιήσω μὲ τὴν παροῦσα ἐπιστολή μου, ὅτι, διακόπτω τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, μιμούμενος τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Ἐκκλησίας καὶ συστοιχούμενος στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς. Σεῖς μὲ πολλοὺς ἀκόμα συνεπισκόπους σας, ἀπωλέσατε τὴν ἀμώμητον Πίστην Τοῦ Χριστοῦ, ἐγκαταλείψατε τὴν ἱερὰ Παρακαταθήκη ποὺ σᾶς ἐνεπιστεύθη Ὁ Κύριος, καὶ ἀκολουθεῖτε ὄχι "τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσα εἰς Σωτηρίαν". Διδάσκετε, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, μὲ δημόσια ἔργα καὶ λόγους, τὴν Παναίρεσην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συμπαρασύροντας στὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας τὸ ποίμνιό σας. Ὑπηρετεῖτε, ὅπως σᾶς ἀπέδειξα μὲ πρόσφατο ἔγγραφό μου (ὑπ. ἀρίθμ. πρωτ. μητροπόλεως 106/14-2-2017), τὸ συγκριτιστικὸ πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, καθὼς τέκνον αὐτῆς εἶναι ἡ τρισκατάρατη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Στὸ ἔγγραφο αὐτὸ ἀνέφερα λεπτομερῶς ὅλα τὰ οἰκουμενιστικὰ καὶ αἱρετικὰ δρώμενά σας, τὰ ὁποία μὲ ἀνάγκασαν νὰ λάβω τὴν ἀπόφαση τῆς διακοπῆς τῆς πνευματικῆς κοινωνίας μαζί σας.
        Ἡ πατερικότατη καὶ ἐπαινούμενη ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ἐνέργειά μου θὰ γίνει τὴν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω (19-02-2017), κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θείου κηρύγματος στὸν Ἱ.Ν. Ἁγ. Σπυρίδωνος Τριανδρίας στὸν ὁποῖο ὑπηρετῶ ὡς ἐφημέριος.
        Δυστυχῶς ἐπὶ ποιμαντορία σας, ἡ ἁγιοτόκος Θεσσαλονίκη, ἐδῶ καὶ μία δεκαπενταετία περίπου, λίγο λίγο, ἄρχισε νὰ παραδίδεται στὴν αἵρεση. Ἐνέργειες αἱρετίζουσες δικές σας καὶ τῶν συνεργατῶν σας γιὰ τὶς ὁποῖες ἔχω διαμαρτυρηθεῖ ἐπισήμως πάρα πολλὲς φορὲς μέχρι καὶ πρόσφατα, ἀλλοιώνουν τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα ἱερέων καὶ λαοῦ. Τὸ γνωρίζω γιατί ὑπέφερε ἡ ψυχή μου, σήκωσα καὶ σηκώνω Σταυρό γιὰ Χάρη τῶν ψυχῶν πού μοῦ ἐνεπιστεύθει Ὁ Χριστός. Διώχθηκα καὶ τιμωρήθηκα ἀπὸ σᾶς γιατί ἀντιδρῶ στὴν κατηφόρα τῆς μητρόπολής σας. Ἀλλὰ μέχρι ἐδῶ ἔκανα ὑπομονὴ.
        Ἡ πολιτική σας, νὰ ἐνστερνιστεῖτε τὶς ἀποφάσεις τὶς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καὶ νὰ ἐπιχειρεῖτε νὰ τὶς περάσετε στὴν μητρόπολή σας, διανέμοντας τὸ σχετικὸ ψευδέστατο κείμενο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος "Προς το Λαό", εἶναι ἡ σταγόνα ποὺ ξεχείλισε τὸ ποτήρι. Ἀνερυθρίαστα, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, κηρύσσετε τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου. Δὲν ἀντέχει ἡ ψυχή μου αὐτὴν τὴν πίκρα, ἀντιδρᾶ ἡ ἱερατική μου συνείδηση, ἡ φλόγα τῆς Πίστης μου, ἡ φλόγα τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ καίει τὰ σωθικά μου, μὲ ὁδηγεῖ στὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση τῆς εὐλογημένης διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου μου, τῆς εὐλογημένης ἀποτείχισης ἀπὸ τὴν αἵρεση. Τῆς τελευταίας εὐλογημένης ἀντίδρασης ποὺ ἔχω δικαίωμα ὡς ἱερέας τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ χρησιμοποιήσω ὥστε νὰ προστατεύσω τὸν ἑαυτό μου, τοὺς ἐνορίτες μου καὶ ὅλα τὰ πνευματικά μου παιδιὰ ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἵρεσης καὶ τὸ σχίσμα ποὺ ἐγκαθίσταται στὴν Θεσσαλονίκη μὲ πρωτεργάτη ἐσᾶς.
        Χτίζω ἕνα τεῖχος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποτείχιση ἄλλωστε, γιὰ νὰ ἀπομονώσω τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκετε, ὥστε νὰ μὴν ἔχω καμία πνευματικὴ σχέση μὲ αὐτήν, νὰ μὴν ἔχω πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν μητροπολίτη μου ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ εἰδικότερα στὸν ΙΕ΄ τῆς πρωτοδευτέρας ἱερᾶς Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου. Εἶναι ἕνας κανόνας ποὺ δὲν γράφτηκε γιὰ νὰ εἶναι ἀνενεργὸς, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιεῖται σὲ κάθε κρίσιμη στιγμὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
        Σᾶς γνωστοποιῶ τὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ ὀνόματός σας ἀπὸ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τὶς ὁποῖες θὰ τελῶ ὅπως μοῦ δίνει τὸ δικαίωμα καὶ ἐπιβάλει αὐτὸς ὁ κανόνας ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν ἀντιαιρετικὴ τορπίλη τῆς Ἐκκλησίας.
        Μιμοῦμαι τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ ποὺ ὡς ἱερομόναχος διέκοψε τὸ μνημόσυνό τοῦ τότε πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, τὸν ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό, τὸν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή. Ἐπίσης τοὺς μακαριστοὺς μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔκοψε τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μὲ βάση τὸν Κανόνα αὐτόν, Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τὸν Ἐλευθερουπόλεως ἔκοψε κι αὐτὸς τὸ Μνημόσυνο, καὶ στὴν συνέχεια ἀκολούθησε ὁ Παραμυθίας Παῦλος καὶ σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὅρος. Γιὰ τρία ὁλόκληρα χρόνια, 1969 μὲ 1972-73, ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὅρος, μαζὶ καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα..
        Ὡς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας, γιὰ λόγους Πίστεως διέκοψα τὸ μνημόσυνο τοῦ μητροπολίτου μου. Θὰ περιμένω στὴ θέση αὐτή, μέχρι νὰ ταρακουνηθεῖτε καὶ νὰ καταδικάσετε τὸν Οἰκουμενισμό, τὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καὶ τὶς αἱρετικὲς δράσεις τοῦ ΦαναρίουἊν ἐπιστρέψετε στὴν Ὀρθόδοξη πορεία ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ διαδρομὴ ποὺ ἐπιλέξατε νὰ ἀκολουθήσετε, τότε, πάλι θὰ ἀρχίσω νὰ μνημονεύω τὸ ὄνομά σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες.
        Δὲν προσχωρῶ σὲ ἄλλη ἐκκλησία, δὲν μνημονεύω ἄλλον ἐπίσκοπο στὴ θέση τοῦ δικοῦ μου, δὲν δημιουργῶ σχίσμα ἀλλὰ προστατεύω τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ σχίσμα ὅπως ρητὰ ἀναφέρει ὁ κανόνας. Ἁπλὰ περιμένω διαμαρτυρόμενος, ἢ τὴν μετάνοιά σας ἢ τὴν καταδίκη σας ἀπὸ κάποια σύνοδο ὅπως διευκρινίζουν οἱ Κανόνες. Ἕως τότε θὰ παραμένω στὴ θέση αὐτὴ διατηρώντας τὴ διακοπὴ τῆς μνημόνευσης καὶ τῆς ἀποτείχισης ἀπὸ τὴν αἵρεση.
        Ὁ Ἱερὸς κανόνας λέγει ἐπίσης, πὼς ὅσους διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου τους γιὰ θέματα Πίστεως ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος κηρύσσει γυμνῇ τῇ κεφαλῇ αἵρεση, πρέπει νὰ τοὺς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὴν τιμωρία τους. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶμαι καθόλου σίγουρος ὅτι θὰ ἀκολουθήσετε τὶς ἐντολὲς τῶν ἱερῶν κανόνων, καὶ ἐπειδὴ ἐνδεχομένως ὑπάρχουν θεομάχοι ποὺ βρίσκονται στὸ ἐπιτελεῖο τῶν συνεργατῶν σας, ποὺ ἄλλα σκέπτονται καὶ σχεδιάζουν, παρακαλῶ ἐνεργεῖστε κατὰ συνείδηση. Ὅπως σᾶς ἔγραψα καὶ ἄλλωτε, δὲ σᾶς φοβᾶμαι, αὐτὸ ποὺ ἔχω στὴν καρδιά μου δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ ἀφαιρέσετε καὶ εἶναι πολὺ μεγάλο πράγμα γιὰ νὰ τὸ διαπραγματευτῶ. Εἶμαι ἀποφασισμένος γιὰ ὅλα.
        Ἡ ἀπόφασή μου αὐτὴν πάρθηκε κατόπιν πολλῆς προσευχῆς, ἀμέριστης καὶ ἀγόγγυστης συμπαράστασης ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά μου, ἀβίαστα, ἐν πλήρη ἐλευθερία.
        Εἴθε ὁ Κύριος νὰ δώσει στὴν Ἐκκλησία γενικὰ καὶ εἰδικὰ στὴν μητρόπολη Θεσσαλονίκης νὰ φυσήξει καὶ πάλι ὁ καθαρὸς ἄνεμος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σεβόμενος τὴν ἀρχιερωσύνη σας

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου



Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
18ο χλμ. Θεσσαλονίκης-Περαίας
570 19 Ν. Ἐπιβάται
ΤΗΛ.: 23920.24865 FAX: 23920.27402
Θεσσαλονίκη 03.03.2017


Παναγιώτατον
Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
κ. Ἄνθιμον
Ἐνταῦθα

Θέμα: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου


Παναγιώτατε,
Μετὰ λύπης, ἀλλὰ καὶ πολλῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ἐπιθυμῶ διὰ τοῦ παρόντος νὰ σᾶς γνωστοποιήσω ὅτι, ἀκολουθώντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, διακόπτω τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γιατὶ σεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνεπίσκοποί σας ἐγκαταλείψατε αὐτὴν τὴν θεία Παράδοση καὶ εὑρίσκεσθε ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Ἡ θεάρεστη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἐπαινούμενη αὐτὴ ἐνέργεια συμβολικὰ θὰ γίνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (05.03.2017), ὁπότε ἑορτά-ζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ διαβάζουμε τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» μὲ τὰ ἀναθέματα ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ὥστε νὰ δηλώσουμε καὶ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Θείας Λατρείας ὅτι καταδικάζουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ ἀποδέχθηκε τὸν συγκρητιστικὸ καὶ καταστροφικὸ Οἰκουμενισμό.
1. Εἰκονομαχία καὶ Οἰκουμενισμός
Μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ περίπου χρόνια ποὺ ἐπιτρέψαμε τὸ νέφος τῶν αἱρέσεων νὰ θολώνει καὶ νὰ σκοτεινιάζει τὸν καταγάλανο οὐρανὸ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, νὰ διαιρεῖ καὶ νὰ σχίζει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, νὰ διασπᾶ τὴν ἀδιάσπαστη ἀκολουθία καὶ διαδοχὴ τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, τώρα μὲ τὴ Χάρη καὶ συνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν θεοδιδάκτων καὶ θεοφωτίστων Ἁγίων Πατέρων θὰ συντελέσουμε μὲ τὴν θερμὴ ὀρθόδοξη Ὁμολογία μας, νὰ διαλυθεῖ τὸ νέφος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως διαλύθηκε τὸ νέφος τῆς Εἰκο-νομαχίας, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε καὶ τότε τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ ἕνα αἰώνα. Ἐμεῖς κάνουμε τὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἄντεξαν τὴν σκοτεινιὰ καὶ βγῆκαν ἤδη στὸ ξέφωτο, ὅπως ἔκαναν γιὰ τὴν Εἰκονομαχία καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, καὶ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἀναστήσει καὶ θὰ ἀναδείξει ὁ Θεός, ὅπως καὶ τότε, πατριάρχας καὶ ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν νέον θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν νέων κρυφῶν καὶ ἐπικίνδυνων δυνάμεων τοῦ σκότους.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἄστοχη ἡ σύγκριση Εἰκονομαχίας καὶ Οἰκουμε-νισμοῦ προλαβαίνουμε ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι χειρότερος κατὰ πολὺ τῆς Εἰκονομαχίας, διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαρῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, ἀπορρίπτει τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων στὸν χῶρο τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ προσβάλλει καὶ ὑποτιμᾶ τὸ ὑπέρτιμο καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῶν λοιπῶν Ἁγίων. Μὲ αὐτοὺς τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἁγιομάχους, τοὺς ἐχθροὺς τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, συναγελαζόμαστε καὶ συνυπάρχουμε μέσα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐξευτελίζοντες τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ μεταβάλλοντάς την ἀπὸ «στύλο καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»[1], ἀπὸ Νύμφη Χριστοῦ καὶ Σῶμα Χριστοῦ[2], σὲ ἰσάξια καὶ ἰσότιμη μὲ τὴν πιὸ μικρὴ καὶ ἄθλια προτεσταντικὴ αἵρεση[3]. Καὶ μόνο αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀπορρίψουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἐπαινεῖ τὸ προτεσταντικὸ αὐτὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων καὶ συνιστᾶ νὰ ἐξακολουθήσουμε τὴν συμμετοχή μας σ᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ἐπὶ δεκαετίες ἀποδοκιμάζεται ὁ Οἰκουμενισμός
Δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ὅσα ἀντικανονικά, ἀντορθόδοξα, ἀντιπατερικά, ἀντισυνοδικὰ συνέβησαν καὶ συμβαίνουν στὶς σχέσεις μας μὲ τὶς παλαιὲς καὶ τὶς νέες αἱρέσεις, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ καθαιρέσεις τοὺς παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Παραδόσεων καὶ σὲ συνοδικὴ καταδίκη τους. Ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες Ἅγιοι Γέροντες, ὁμολογητές, ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοί, σοφοὶ καὶ νουνεχεῖς καθηγηταὶ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητοῦσαν καὶ ζητοῦν νὰ ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ νὰ καταδικά-σουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἀξιεπαίνως τὸ ἔπραξαν οἱ ἐκκλησίες Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Ἀκόμη καὶ πρόσφατα τὸ θέμα αὐτὸ ταράσσει τὶς συνειδήσεις ὅσων γνωρίζουν τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς ἐκκλησιο-λο­γικῆς ἐκτροπῆς.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἐκφράζοντας αὐτὴν τὴν μακροχρόνια ἀνησυχία καὶ ἀγωνία, συνέταξε καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 2009 τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἕνα ἱστορικὸ ὄντως κείμενο, ποὺ τὸ ὑπέγραψαν εὐάριθμοι ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν, στὸ ὁποῖο οἱ τίτλοι τῶν σχετικῶν ἑνοτήτων λέγουν τὰ ἑξῆς: 1) Φυλάττουμε ἀμετακίνη-τα καὶ ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ Πατέρες θέσπισαν. 2) Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι μήτρα αἱρέσεων καὶ πλανῶν.3) Τὰ ἴδια ἰσχύουν, σὲ μεγαλύτερο βαθμό, γιὰ τὸν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὡς τέκνο τοῦ Παπισμοῦ κληρονόμησε πολλὲς αἱρέσεις, προσέ-θεσε δὲ πολὺ περισσότερες. 4) Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ μετάνοια, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη· ἕνωση μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. 5) Ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν στὴν πλάνη, ἀποφεύγουμε τὴν μετ᾽ αὐτῶν κοινωνία, ἰδιαίτερα τὶς συμπροσευχές. 6) Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία εἶχε σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα ἀπορριπτικὴ καὶ καταδικαστικὴ στάση ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων. 7) Ὁ διαχριστιανικὸς συγκρητισμὸς ποὺ υἱοθέτησε καὶ ἐνεθάρρυνε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρῶτο, διευρύνθηκε τώρα καὶ σὲ διαθρη-σκειακὸ συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες μὲ τὴν μοναδικὴ θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ θεοσέβεια καὶ ζωή. 8) Ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχει ἡ δυνατότης σωτηρίας. Οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου καὶ οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. 9) Ὑπάρχουν βέβαια καὶ συλλογικὲς εὐθύνες, καὶ κυρίως τῶν οἰκουμενιστικῶν φρονημάτων Ἱεραρχῶν καὶ Θεολόγων μας, ἀπέ-ναντι στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ στὸ ποίμνιό τους[4].
3. Γιατί ἐπιταχύνθηκε ἡ σύγκληση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης;
Ἡ ἀντιοικουμενιστικὴ αὐτὴ καὶ ἀντιαιρετικὴ ἐνέργεια συνετάραξε τοὺς κατευθύνοντες τὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἔβλεπαν νὰ ἀφυπνίζονται οἱ ὀρθόδοξες συνειδήσεις καὶ νὰ κινδυνεύει τὸ ἀντίχριστο ὅραμά τους «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», ὄχι μὲ τὴν Ἀλήθεια ἀλλὰ μὲ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη. Ἔπρεπε ἀπέναντι τοῦ πλήθους τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ δὲν διέθε-ταν, νὰ ἀντιτάξουν, ὡς κατέχοντες τοὺς θρόνους, τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, μία τυπικὰ καὶ ἐξωτερικὰ νομιμοφανῆ σύνοδο ἐπισκόπων, ἡ ὁποία θὰ θεσμοθετοῦσε καὶ θὰ ἐπικύρωνε, θὰ νομιμοποιοῦσε τὸν Οἰκουμενισμό. Ἔτσι προέκυψε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἔντεχνα καὶ κρυφὰ μετήλ-λαξε τὴν καλὴ καὶ ἀπαραίτητη πορεία πρὸς μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, σὲ μία οἰκουμενιστικὴ καὶ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδο. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ὑπενθυμίζουμε τὴν αἰφνίδια ἐπιτάχυνση στὴν προετοιμασία τῆς «Συνόδου» ἀπὸ τὸ 2009 καὶ τὸν ὁρισμὸ «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» γιὰ νὰ ἀναθεωρήσει δῆθεν καὶ ἐπικαιροποιήσει τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, στὴν οὐσία ὅμως νὰ τὰ ἀλλοιώσει καὶ νὰ τὰ μεταλλάξει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν προσδο-κώμενη καὶ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι μία μεταλλαγμένη οἰκουμενιστικὴ καὶ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδος[5].
Προσπαθήσαμε πολλοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, νὰ ἀποτρέψουμε τὴν σύγκλησή της, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν κατορθώθηκε. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη νὰ στηριχθεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ τόσο ἀποφασισμένοι οἱ ἐμπλεκόμενοι, ὥστε δὲν ἐλογάριασαν τὶς ἀγωνίες καὶ ἀνησυχίες ποὺ ἐκφράζονταν πολλαχόθεν, ὅπως π.χ. στὴν μεγάλη Ἡμερίδα ποὺ συνδιοργάνωσαν στὸν Πειραιᾶ, τὴνΤετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὴν κατάμεστη αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καὶ Φιλίας, οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις Πειραιῶς, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καὶ ἡ Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν. Δὲν τοὺς συνεκράτησε οὔτε ἡ ἀπουσία τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὴν ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἡ ὁποία ἀκύρωνε τόν πανορθόδοξο χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» καὶ προεμήνυε ἀναστατώσεις καὶ διαιρέσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔσχιζαν καὶ διαιροῦσαν τὴν Ἐκκλησία πρὸς χάριν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση. Ἦταν τόσο καλὰ ὀργανωμένη ἡ συνοδικὴ κατοχύ-ρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε ὅλες οἱ προσπάθειες ποὺ κατέβαλαν οἱ ἐκπρόσωποι κάποιων ἐκκλησιῶν νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ βελτιωθοῦν τὰ κείμενα ἔπεφταν στὸ κενό. Ἐκπλήσσεται κανείς, ὅταν διαβάσει τὰ «Πρακτι-κὰ - Κείμενα» τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζὺ 10-17 Ὀκτωβρίου 2015), ἡ ὁποία τελικῶς ἐνέκρινε τὰ κείμενα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπικυρώσει ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Ἕνα ἀόρατο διευθυντήριο εἶχε φροντίσει μὲ ἕνα ἀπαράδεκτο καὶ πρωτοφανῆ κανονισμὸ λειτουργίας νὰ ἑτοιμάσει προσυνοδικὰ κείμενα οἰκουμενιστικά, τῶν ὁποίων ἡ ἔγκριση ἦταν ἐξασφαλισμένη. Καὶ αὐτὸ διότι, ἔστω καὶ ἕνας μόνον ἐκπρόσωπος τῆς οἰκουμενιστικῆς παρέας νὰ διαφωνοῦσε, ὅταν μὲ κάποια πρόταση διορθώσεως ἐθίγοντο τὰ οἰκουμενιστικὰ δόγματα, ἡ πρόταση δὲν γινόταν δεκτή, καὶ τὸ οἰκουμενιστικὸ κείμενο παρέμενε ἀλώβητο καὶ ἄθικτο. Μήπως τὸ ἴδιο δὲν ἔγινε καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λειτουργίας τῆς «Συνόδου» στὴν Κρήτη; Τί ἀπέγιναν οἱ περισσότερες καὶ οὐσιώδεις προτάσεις βελτιώσεως ποὺ ὑπέβαλαν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄλλες ἐκκλησίες, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μεμονωμένοι ἀρχιερεῖς; Κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἡρακλεῖς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαφωνοῦσε καὶ ἡ πρόταση ἡ ὀρθόδοξη πεταγόταν στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων.
4. Ὁ Οἰκουμενισμὸς νομιμοποιεῖται καὶ εἰσάγεται στὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ὁ πολεμούμενος προηγουμένως Οἰκουμενισμὸς καὶ καταδικαζόμε-νος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνοῦσα ὀρθόδοξη συνείδηση, ἔχει ἀποκτήσει γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικὴ κατοχύρωση, ἡ ὁποία βέβαια ἀλλάσσει ὁλοκληρωτικά τὸ ἐκκλησιολογικὸ τοπίο καὶ θέτει ὅλους πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας. Δὲν εἶναι ἴδια ἡ κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. «Δὲν εἶναι ὁ περσινὸς καιρὸς ὁ φετεινὸς χειμώνας», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 μπροστὰ στὴν ἐπικίνδυνη στρατιὰ τοῦ Δράμαλη. Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια προσπαθοῦν οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου» νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιο-λόγητα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ καλύ-ψουν τὰ θεολογικὰ καὶ κανονικὰ ἀτοπήματα, ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καὶ διώκουν ὅσους ἀντιδροῦμε, ἐξωτερικεύοντας τὴν ἐσωτερική τους σύγχυση καὶ ἐμπάθεια.
Ἐμεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ προσωπικὰ κείμενα κριτικῆς καὶ ἀπορρίψεως τῆς «Συνόδου» μετὰ τὴν πραγματοποίησή της, συμμετείχαμε ὡς μέλη τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» στὴν σύνταξη καὶ κυκλο-φόρηση ἐνημερωτικῶν κειμένων, ὥστε νὰ ἐνημερωθεῖ τὸ συνήθως ἀπληρο-φόρητο καὶ ἀκατήχητο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἀμέσως μετὰ τὴν λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» κυκλοφορήσαμε τὸ κείμενο «Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης καὶ ἡ σύμπλευσή της μὲ τὸν Οἰκουμενισμό», στὸ ὁποῖο καὶ μόνο ἀπὸ τὸν τίτλοφαίνεται ὅτι θεωροῦμε τὴν «Σύνοδο» ὄχι ὡς ὀρθόδοξη ἀλλὰ ὡς οἰκουμενιστική[6]. Λίγο ἀργότερα κυκλοφορήσαμε ἐκτενέ-στερο κείμενο μὲ τίτλο «Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ - Ὁμολογία γιὰ τὴν “Σύνοδο” τῆς Κρήτης», τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη ἀπὸ χιλιάδες κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, καὶ τὸ ὁποῖο διαιρεῖται στὶς ἑξῆς ἑνότητες: 1. Ἡ «Σύνοδος» καταστρέφει τὴν ἑνότητα καὶ προκαλεῖ διαιρέσεις. 2. Τίποτε κοινὸ μὲ τὶς ὀρθόδοξες συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενιστικὴ σύνοδος· 3. Εἰσάγει αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία. 4. Θὰ ἐπικυρωθεῖ ἡ «Σύνοδος» ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἱεραρχία; Διακοπὴ μνημοσύνου 5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς τῆς Πανθρησκείας εἰσάγεται καὶ στὰ σχολεῖα[7].
Ἐπισκεφθήκαμε ἐπίσης, κάποια μέλη τῆς Συνάξεως, μετὰ ἀπὸ πρόσ-κληση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, τὶς ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Βουλ-γαρίας, Ρουμανίας, Μολδαβίας, Γεωργίας, συμπροβληματισθήκαμε γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καὶ παρουσιάσαμε τὶς δικές μας ἐκτιμήσεις. Στὴν Μολδαβία μάλιστα σὲ ὀργανωθεῖσα «στρογγυλὴ τράπεζα» στὶς29 Ἰουνίου 2016, ἀμέσως μετὰ τὴν λήξη τῆς «Συνόδου» καταθέσαμε κοινὸ κείμενο ποὺ ἑτοιμάσθηκε μὲ συμβολὲς τοῦ γράφοντος, τοῦ καθηγητοῦΔημ. Τσελεγγίδη καὶ τοῦ μοναχοῦ π. Σεραφεὶμ μὲ τίτλο «Ἀποτίμηση τῶν ἀποφάσεων τῆς “Συνόδου” τῆς Κρήτης», στὸ ὁποῖο λέγαμε ὅτι ἡ «Σύνοδος» διέψευσε τὶς προσδοκίες τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, δὲν ἐπέλυσε σπουδαῖα ποιμαντικὰ προβλήμα-τα, ὅπως τὸ τοῦ Ἡμερολογίου, οὔτε κατεδίκασε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· ἀντίθετα τὴν νομιμοποίησε καὶ τὴν ὑποστήριξε καὶ προέβη σὲ ἄμικτη μείξη Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων. Διετύπωσε ἐπίσης αἱρετικὴ ἐκκλη-σιολογία καὶ διέσπασε τὴν διαχρονικὴ στὴν Πίστη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς «Συνόδου» μεταφέρει τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὴν Ἐκκλη-σία καὶ δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποσιώπηση ἢ ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀποφάσεών της, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἡ συνοδικὴ καταδίκη τους. Σημειώναμε ἐπίσης ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ δείχνει ὅτι ὁ μνημονευόμενος καὶ οἱ μνημονεύοντες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη[8].
5. Ἐλπίζαμε νὰ ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ διαψευσθήκαμε. Ἄλλη Φερράρα-Φλωρεντία.
Ὅσοι ἀνήκουμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐλπίζαμε ὅτι ἡ εἰκοσιπενταμελὴς (25) ἀντιπροσωπία της, ἔχουσα ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, θὰ τηροῦσε τὶς ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, οἱ ὁποῖες ἔδιδαν ὀρθόδοξη κατεύθυνση στὸ βασικὸ κείμενο τῆς «Συνόδου»,«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», καὶ θὰ ἀνέπαυαν τὶς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ ἀσκηθεῖσες πιέσεις, ὅπως κατήγγειλε ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, μέλος τῆς ἀντιπροσωπίας, ἐγκαταλείφθηκαν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ὑπανεχώρησαν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ τὸ σύνολο τῆς ἀντιπροσωπίας, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου, καὶ ὄχι μόνο κατέστησαν ὑπεύθυνοι ἀ-νυπακοῆς καὶ ἀπειθαρχίας σὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὑπόλογοι, ἀλλὰ ἐπανέλαβαν τὴν δουλοπρέπεια καὶ δειλία ὅσων ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῶν πιέσεων ὑπέγρα-ψαν τὰ φιλοπαπικὰ κείμενα τότε, ὅπως τώρα στὴν Κρήτη τὰ φιλοοικουμε-νιστικά. Τουλάχιστον τότε, ὅταν ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐλεύθεροι ἀπὸ πιέσεις, ὡμολόγησαν τὴν ἐνοχή τους μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ποὺ τοὺς ἀποδοκίμαζε καὶ εἶπαν τὰ γνωστά: «Τὸ χέρι αὐτὸ ὑπέγραψε, ἂς κοπεῖ· ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, ἂς ἐκριζωθεῖ»[9].
Τώρα ὄχι μόνον δὲν ἔδειξαν παρόμοια μεταμέλεια ὅσοι ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο», ἀλλὰ κατάφεραν νὰ πείσουν ὅλα σχεδὸν τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας, ὄχι μόνο νὰ μὴ τοὺς ἐγκαλέσουν γιὰ τὴν φιλοαιρετικὴ στάση τους στὴν Κρήτη, ἀλλὰ νὰ θεωρήσουν οἱ περισσότεροι ὡς καλῶς καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες τὶς ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις, καὶ ἁπλῶς στὴν τελευταία Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (23-24 Νοεμβρίου 2016) νὰ γίνει μία συζήτηση καὶ ἐνημέρωση γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μὲ δεδομένη, ὄχι ἀμφισβητούμενη, τὴν ἀποδοχή της. Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς στάσεως τῆς Ἱεραρχίας, στὴν πλειονότητα τῶν μελῶν της, ποὺ δείχνει ὁλοφάνερα τὴν θετικὴ ἀποτίμηση τῆς ψευδοσυνόδου καὶ γκρεμίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες καὶ τερματίζει τὴν ἀναβολὴ καὶ ἀναμονὴ γιὰ τὶς δικές μας ἱεροκανονικὲς καὶ ὀρθόδοξες ἀποφάσεις, ἦταν τὸ κείμενο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ ἀποσκοποῦσε δῆθεν στὴν ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ. Εἶναι ἕνα κείμενο ντροπῆς καὶ ψεύδους, μνημεῖο παραπληροφόρησης καὶ παραπλάνησης τοῦ λαοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖο τολμοῦν καὶ λέγουν ὁλοφάνερα ψεύδη, διότι γνωρίζουν ὅτι, ὅπως τὸν ἄφησαν ἀδίδακτο καὶ ἀκατήχητο, θὰ τοὺς πιστεύσει ὡς ποιμένες ὅτι λέγουν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ὅλα ξαφνικὰ ἔγιναν ὡραῖα καὶ καλά. Ποιό μαγικὸ χέρι ἄγγιξε τὰ ἀμφισβητούμενα πρὸ τῆς Συνόδου κείμενα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ ὀρθόδοξα καὶ πατερικά; Μήπως ἔγινε λόγος στὴν «Σύνοδο»γιὰ τὴν παλαιὰ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ τὶς νέες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ὑπάρχει κάπου στὰ κείμενα ἡ λέξη αἵρεση; Ἀποτιμῶνται καὶ κρίνονται τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ αἱρέσεις καὶ πλάνες; Προβληματίζονται γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκό-σμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων; Ἀντιμετωπίζεται τὸ φλέγον θέμα τοῦ Παλαιοῦ καὶ Νέου Ἡμερολογίου, ποὺ τραυματίζει ἀπὸ τὸ 1924 τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ τέσσερις ἐκκλησίες, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν; Ὑπῆρξε στὴν ἱστορία ἄλλο παράδειγμα συνόδου, ποὺ νὰ μὴν ὑπογράφουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι παρὰ μόνον οἱ προκαθήμενοι, ποὺ νὰ μὴ μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ νὰ καταστρέφεται ἔτσι ἡ βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μόνον πρὸς τοὺς ἱεραρχικὰ κατωτέρους τους προβάλλουν τὰ προνόμια τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, ἐνῶ τὰ λησμονοῦν πρὸ τῶν ἰσοβάθμων τους ἀξιωματούχων;
Ἀκόμη καὶ στὸ κείμενο τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπορριπτικὸ καὶ καταδικαστικὸ τῆς «Συνόδου», διατηρεῖται κάποιο ἴχνος ἀξιοπρεπείας καὶ συνεπείας πρὸς τὰ πρὸ τῆς «Συνόδου» ὑποστηριζόμενα, διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ θετικὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», βλέπουν καὶ πολλὰ ἀρνητικά. Στὸ κείμενο «Πρὸς τὸν Λαό» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅλα εἶναι ὡραῖα καὶ καλά· τίποτε ἀρνητικό. Σημειώνουμε βέβαια γιὰ τὴν ἁγιορειτικὴ θέση, ποὺ δὲν ἐκφράζει τὸ σύνολο τῶν Ἁγιορειτῶν, ὅτι σὲ συνοδικὰ κείμενα ὅλα πρέπει νὰ εἶναι θετικά· καὶ τὸ πιὸ μικρὸ ἀρνητικὸ καταστρέφει ὅλο τὸ κείμενο, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· μικρὴ σταγόνα δηλητηρίου καθιστᾶ ἐπικίνδυνο ὅλο τὸ νερὸ ποὺ ὑπάρχει σὲ ἕνα ποτήρι. Καὶ ὅπως λέγειὁ Ἁγιορείτης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, «ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ οὐκ ἔστι μικρὸν τὸ παραμικρόν»[10]. Ἴσως γι᾽ αὐτὸ ὁ συντάκτης ἢ οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου «Πρὸς τὸν Λαό» τὰ εἶδαν ὅλα ὄμορφα καὶ ὡραῖα, ψευδόμενοι ὅμως, πλα-νῶντες καὶ πλανώμενοι. Δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε τὰ θεολογι-κὰ καὶ ἱεροκανονικὰ ἀτοπήματα τῆς ψευδοσυνόδου· ἁπλῶς τὰ ὑπαινιχθή-καμε· καλὴ καὶ ἀντικειμενικὴ εἰκόνα βλέπει κανεὶς στὸ νέο διπλὸ τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 2016), στὸ ὁποῖο σὲ τέσσερις ἑνότη-τες παρουσιάζουμε μεγάλο μέρος, ὄχι τὸ σύνολο, τῶν κειμένων ποὺ καταδι-κάζουν τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης: Α´ Κείμενα Ἐκκλησιῶν. Β´ Κείμενα Ἀρχιερέων. Γ´ Κείμενα λοιπῶν Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν καὶ Δ´ Κείμενα Λαϊκῶν.
6. Τί δέον γενέσθαι; Διακοπὴ Μνημοσύνου.
Καὶ τώρα ποῦ βρισκόμαστε; Τί δέον γενέσθαι; Θὰ ἀφήσουμε τὴν ἀσθένεια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ λυμαίνεται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἤδη ἔχει προσβάλει ἀπὸ καιρὸ μεγάλο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης μὲ πρωταγωνιστὴ στὴ διάδοση τῆς νόσου τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Δικαιολογημένα οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ κάποιοι ἀρχιε-ρεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀθηναγόρα κατὰ τὰ ἔτη 1969-1972, τὸ ὁποῖο καλῇ τῇ πίστει ἐπανέλαβαν τὸ 1973 μὲ τὴν ἄνοδο στὸ θρόνο τοῦ σεμνοῦ καὶ ταπεινοῦ Δημητρίου, διαψευσθέντες ὅμως, διότι καὶ αὐτὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ προκατό-χου του. Ὁ σημερινὸς οἰκουμενικὸς πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ξεπέρασε τοὺς προκατόχους του σὲ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα τολμήματα. Φρίττει καὶ ἰλιγγιᾶ κανείς, ὅταν ἀναγινώσκει αἱρετικὲς δηλώσεις του ἢ στὴν πράξη ἱεροκανονικὲς παραβάσεις μὲ συμπροσευχὲς καὶ ἄλλα. Δὲν παραλείψαμε ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» νὰ ἐπισημάνουμε κάποιες ἐκκλησιολογικὲς πλάνες του σὲ εἰδικὸ τεῦχος ποὺ κυκλοφορήσαμε μὲ τίτλο «Ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ προεδρεῖο καὶ τὰ μέλη τῆς «Συνάξεως», τὸ ὑπέ-γραψαν καὶ οἱ σεβασμιώτατοι ἀρχιερεῖς, Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς, Γόρτυνος Ἱερεμίας, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες Ὀρθοδόξων πιστῶν[11].
Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν προσωπικές τους γνῶμες, δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικύρωση. Ἀδυ-νατοῦσαν νὰ τὶς παρουσιάσουν ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ψευ-δοσύνοδο τῆς Κρήτης αὐτὸ ἔχει ἀνατραπῆ. Στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο αὐθεν-τίας καὶ περιφανείας, ἐπ᾽ ὄρους ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, στὸ συνοδικὸ ἐπίπε-δο, οἱ αἱρέσεις γαυριοῦν καὶ καυχῶνται ὅτι εἶναι ἐκκλησίες, ὁ διαχριστια-νικὸς καὶ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας θρονιάστηκε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὰ κελεύσματα τῆς συνόδου δια-βάστηκαν μέσα στοὺς ναοὺς καὶ διανεμήθηκαν ἀπὸ χέρια ἐπισκόπων καὶ ἱερέων.
Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς σκῆτες καὶ στὰ κελλιά, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἡ ἐπίσημη Ἁγιορειτικὴ Κοινότητα σιωπᾶ καὶ συμπορεύεται, διέκοψαν ἤδη τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἀκολουθοῦντες τὴν σταθερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Δὲν ἄντεχε ἡ συνείδησή τους νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ Βαρθολομαίου ὡς ἀρχιεπι-σκόπου στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ νὰ δηλώνουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ μὲ τὴν ψευδο-σύνοδο τῆς Κρήτης.
7. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νὰ ὀρθοδοξεῖ, νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Ἀσφαλῶς εἶναι σημαντικὴ καὶ ἐπιφανὴς ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅλοι τὴν σεβόμεθα καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, καὶ δὲν χρειά-ζεται νὰ μᾶς ἀραδιάζουν οἱ οἰκουμενιστὲς γνωστὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ὅλα αὐτὰ ἰσχύουν ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ, ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀλη-θείας, ὅτι δὲν κηρύσσει αἵρεση. Ὅταν κηρύσσει αἵρεση, διακόπτουμε κάθε σχέση μαζί του καὶ κοινωνία καὶ δὲν τὸν μνημονεύουμε στὶς ἱερὲς ἀκολου-θίες. Ἂς ξεκολλήσουν κάποιοι ἀπὸ τὴν καινοτομία τοῦ ἐπισκοποκεντρι-σμοῦ· τὰ μυστήρια τελοῦνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ὄχι στὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου, κατὰ τὴν ἀμάρτυρη καὶ βλάσφημη ζηζιούλια ἐκκλησιολογία. Δὲν ὑπάρχει ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ὑπακοῆς στὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο· ὑπάρχει κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως δείξαμε μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, στὸ ὁμώνυμο βιβλίο μας ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια[12]. Ἂν συνέβαινε τὸ ἀντίθετο, δὲν θὰ ὑπῆρ-χε σήμερα ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ κατὰ καιροὺς αἱρετικοὶ πατριάρχες, ἐπίσκο-ποι καὶ λοιποὶ κληρικοὶ θὰ εἶχαν ἐπιβάλει μὲ τόσες αἱρετικὲς συνόδους ποὺ συνεκάλεσαν, μὲ τὴν βοήθεια μάλιστα αἱρετικῶν αὐτοκρατόρων, τὴν αἵρε-ση, καὶ θὰ ἐθριάμβευε τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἐπιθυμοῦν ὅσοι καὶ σήμερα διώκουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐπικρίνουν τοὺς δῆθεν ἀνυπάκουους καὶ ἀπείθαρχους κληρικούς; Ἂς ξαναδιαβάσουν προσε-κτικὰ τοὺς δύο Κανόνες τὸν 31ο Ἀποστολικὸ καὶ τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, καὶ ἂς μὴ ἐπικαλοῦνται ἄσχετους κανόνες, ἀποδεικνύοντες καὶ τὴν θεολογική τους ἀμάθεια. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης καὶ ὅσοι τὴν ὑποστηρίζουν φανερὰ καὶ ἀπροκάλυπτα, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐμπίπτουν στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας. Σὲ αὐτὸν ἀντὶ νὰ τιμωροῦνται, ἐπαινοῦνταν καὶ τιμῶνται οἱ ἱερεῖς ποὺ διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου[13].
8. Δὲν πρέπει νὰ λέμε ψέμματα μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ὡς πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ πρὸ τῆς «Συνόδου» ἦταν δικαιολογημένη ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, πολὺ περισσότερο μετὰ ἀπὸ αὐ-τήν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτουργὸς καὶ πρωτεργάτης. Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273) τοὺς ἐπίεζε νὰ μνημονεύουν στὴν Θ. Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντες αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση ἀντιτείνουν: Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόμο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνημονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείμενος, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλοψεῦδος, τὸ νὰ συμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων;[14] Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων μυστηρίων[15].
Ὀρθῶς, λοιπόν, καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδο-ση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἁγιορεῖτες διέκοψαν παλαιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκό-που τους, τοῦ Ἀθηναγόρα, καὶ οἱ σημερινοὶ κελλιῶτες τὸ μνημόσυνο τοῦ Βαρθολομαίου. Ὀρθῶς ἐπίσης ἔπραξαν τὸ 1970 οἱ τρεῖς ἀρχιερεῖς τῶν «Νέων Χωρῶν», δηλαδὴ οἱ μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Παραμυθίας Παῦλος, ποὺ διέκοψαν ἐπίσης τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, χωρὶς νὰ ἐλεγχθοῦν ἢ νὰ ἐπιτιμηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τότε. Τώρα τρέμουν καὶ δειλιοῦν καὶ δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν τὴν λέξη Διακοπὴ Μνημοσύνου ἢ Ἀποτείχιση, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Βαρθολομαῖος ὑπερέβη ὅλα τὰ ἐκκλησιολογικὰ ὅρια καὶ εἰσήγαγε μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἰσήγαγε τὸν πάπα καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς μέσα στὸ θυσιαστήριο τὴν ὥρα τῆς Ἐπιτελέσεως τῆς Θείας Μυσταγωγίας.
9. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Μέχρι τώρα ἤμασταν ἐπιφυλακτικοὶ ὡς πρὸς τὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύ-νου τῶν ἐπισκόπων τῶν «Νέων Χωρῶν» ποὺ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο στὴν Θεία Λειτουργία· θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ τὸ εἶχαν διακόψει πολὺ πρὸ τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ βάση τὰ «γυμνῇ τῇ κεφα-λῇ» λεγόμενα καὶ πραττόμενά του. Καὶ ἀνεχόμασταν νὰ ψεύδεται ὁ ἐπίσκοπός μας πρὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ πατριάρχης ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας λέγοντας στὴν ἐκφώνηση: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Τουλάχιστον κατὰ τὸ ἥμισυ ἡ ἐκφώνηση ἦταν ἀληθής, διότι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ἀντιδροῦσε στὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ Φαναρίου, καὶ οἱ ἱεράρχες στὴν πλειονότητά τους ἦσαν ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέχρι καὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστὴ ἡ κατηγορηματικὴ ρήση ὅτι «ὁ παπισμὸς δὲν εἶναι ἐκκλησία». Τώρα ὅμως μετὰ τὴν θετικὴ ἀποτί-μηση καὶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, μὲ τὸ ψευδέστατο κείμενο «Πρὸς τὸ Λαό», ἡ ἐκφώνηση ψεύδεται καὶ γιὰ τὸν πατριάρχη καὶ γιὰ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, διότι πλέον ἀμφότεροι δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀκόμη καὶ οἱ ἱερεῖς τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος, ὅπου οἱ ἀρχιερεῖς μνημονεύουν μόνο τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἔχουν τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, διότι δὲν ἀντέχειἡ ἱερατική τους συνείδηση νὰ τὸν ἀκούουν νὰ ψεύδεταιμέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ λέγει,«Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Πολὺ περισσότερο δικαιοῦνται νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο ὅσων ἐπισκόπων ἔχουν οἱ ἴδιοι αἱρετικὰ - οἰκουμενιστικὰ φρονήματα, καὶ στὴν παλαιὰἙλλάδα καὶ στὶς λεγόμενες «Νέες Χῶρες», καὶ διδάσκουν, λόγου χάριν, ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι Ἐκκλησία μὲ Χάρη, Μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.
Τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἔχουν ἐμφανῶς ὀρθόδοξο φρόνημα καί δὲν συμφωνοῦν μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀλλὰ γιὰ λόγους ποὺ αὐτοὶ θεωροῦν σοβαροὺς ἐξακολουθοῦν νὰ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη καὶ τὴν σύνοδο δέν τοὺς κατακρίνουμε. Τοὺςπαρακαλοῦμε νὰ σκεφθοῦν τὴν ἐξάπλωση καὶ κυριαρχία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ποιμαντικό τους χρέος· περιμένουμε καὶ τὴν δική τους ἐπαινετὴ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Πατέρες ἀντίδραση. Ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονομίαδὲν παραβλάπτει τὴν ἀκρίβεια καί ἔχει προσωρινὸ χαρακτήρα[16].
10.Ὁλοφάνερα οἰκουμενιστὴς ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἐμπίπτει στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας.
Στὴν κατηγορία τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων ἀνήκετε ὁλοφάνερα καὶ σεῖς, Παναγιώτατε μητροπολίτα Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμε, ὅπως σᾶς ἐξήγησα πρὸ ἡμερῶν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ σᾶς ἔστειλα, ἀπαντώντας στὴν «πατρική» καὶ «νουθετήρια» ἐπιστολή σας, μὲ τὴν ὁποία μοῦ συνιστούσατε νὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ γιὰ τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, γιατὶ ἀναστατώνω δῆθεν τὶς συνειδήσεις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιβεβαιώσατε ὁλοφάνερα «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν οἰκουμενιστική σας ταυτότητα μὲ τὴν ἐγκωμιαστικὴ ἀποδοχὴ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὶς 23-24 Νοεμβρίου τοῦ 2016, καὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ διαβασθεῖ καὶ νὰ διανεμηθεῖ στοὺς Ἱεροὺς Ναούς τῆς Μητροπόλεώς σας τὸ ψευδέστατο κείμενο «Πρὸς τὸν Λαό». Ὅση προσπάθεια καὶ ἂν καταβάλλετε, σεῖς καὶ οἱ ἄλλοι οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, νὰ ἐξωραΐσετε τὴν ψευδοσύνοδο, δὲν πρόκειται νὰ τὸ ἐπιτύχετε, διότι αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀληθῆ μαρτυρία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται μὲ πλῆθος κειμένων στὸ τελευταῖο διπλὸ τεῦχος τῆς Θεοδρομίας (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 2016), τὸ ὁποῖο σᾶς ἀποστείλαμε.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐμπίπτετε σὲ ὅσα περὶ ἐπισκόπων ποὺ κηρύσσουν αἵρε-ση διαλαμβάνει ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), συνοψίζοντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, γι᾽ αὐτὸ δια-κόπτω τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες συμβο-λικὰἀπὸ σήμερα Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἀνέχεται ἡ ἱερατική μου συνείδηση ἡ μὲν Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Συνόδων νὰ καταδικάζει σήμερα ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς εἰκονομάχους, σεῖς ὅμως νὰ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ νὰ συναποτελεῖτε μὲ τοὺς εἰκονομάχους Προτεστάντες τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Μνημονεύοντας τὸ ὄνομά σας δηλώνω ὅτι εἶμαι καὶ ἐγὼ οἰκουμενιστής, ὅτι ἔχω τὴν ἴδια πίστη μὲ σᾶς καὶ ψεύδομαι ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ θύοντος καὶ θυομένου ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως ψεύδεσθε τώρα καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι παλαιᾶς καὶ νέας Ἑλλάδος ἰσχυριζόμενοι ἐκφώνως ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Θὰ χαρῶ πολύ, ἄν, ἐφαρμόζοντας καὶ σεῖς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἰδιαίτερα τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας, ἐπαινέσετε ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς εὐσε-βείας ἢ τουλάχιστον μὲ ἀφήσετε νὰ ἐπιτελῶ τὸ λειτουργικὸ καὶ διδακτικό μου ἔργο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἔτσι ἔπραξε ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅταν οἱ Ἁγιορεῖτες τοῦ ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο, καὶ ἔτσι ἔπραξε καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τοὺς τρεῖς μνημο-νευθέντες μητροπολίτες. Δὲν ἔλαβαν κανένα μέτρο ἐναντίον τους, καὶ ἔτσι ἀποφεύχθηκαν οἱ διαιρέσεις, ποὺ θὰ εἶχαν ἀποφευχθῆ ἄν, μετὰ τὴν μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου, ἡ Ἐκκλησία ἄφηνε ὅσους ἤθελαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο μέσα στοὺς κόλπους της, ὅπως ἄφησε καὶ πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἂν ἀρχίσετε τὶς διώξεις, σεῖς θὰ εἶσθε παραβάτης τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ δημιουργὸς σχισματικῶν καταστάσεων. Ἐγὼ δὲν θὰ προκαλέσω σχίσμα, διότι δὲν θὰ προσχωρήσω σὲ σχισματικὴ ὁμάδα, οὔτε θὰ μνημονεύω ἄλλον ἐπίσκοπο. Θὰ ἀναμένω μετὰ καλῶν ἐλπίδων νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνό σας, ὅταν δημοσίως καὶ «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» καταδικάσετε τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίψετε τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἂν παραμείνετε στὰ φιλοπαπικὰ καὶ οἰκουμενιστικά σας φρονήματα, δὲν θέλω τοῦ λοιποῦ νὰ ἔχω καμμία κοινωνία μαζί σας, ἀκολουθώντας τὸν ἄτλαντα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος συνοψίζοντας τὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔλεγε ὅτι «ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ σύνοδοι καὶ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους»[17]. Συνιστοῦσε νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς λατινόφρονες, ἀντίστοιχους τῶν σημερινῶν οἰκουμε-νιστῶν, ὅπως φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ φίδια[18]. Εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν λατινόφρονα πατριάρχη καὶ τοὺς ὁμοίους του τόσο προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅταν χωρίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας[19].
Ἐγὼ ὡς μικρὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος ἔπραξα τὸ καθῆκον μου. Εὔχομαι καὶ σεῖς ὡς μεγαλοποιμένας νὰ πράξετε ὅ,τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός.

Μὲ σεβασμὸ στὴν ἀρχιερωσύνη σας
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


[1].Α´ Τιμ. 3, 15.
[2].Α´ Κορ. 12, 27. Ἐφ. 1, 23 καὶ Ἐφ. κεφ. 4 καὶ 5.
[3]. Βλ. Ἀπολογία πατριάρχου Ἰωσὴφ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277), Paris 1976, σ. 289: «Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία, ἣν ἑαυτῷ νύμφην “ἄμωμον” καὶ ἀμίαντον ἐμνηστεύσατο, φυλάξασθε ἀπὸ τοῦ μιάσματος τούτου, παρακαλῶ, τοῦ τῶν Ἰταλῶν· μὴ προσάψωμεν ἑαυτοῖς τὸν ἐκ τούτου μιασμόν, καὶ ἀποστραφῆ ἡμᾶς ὁ τῶν ψυχῶν νυμφίος καὶ αἰωνίως καταισχυνώμεθα. “Μὴ δῶμεν τόπον τῷ διαβόλῳ”». Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑορτάζει στὶς 30 Ὀκτωβρίου.
[4]. Συναξη Ορθοδοξων Κληρικων και Μοναχων, Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009.
[5]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Τοῦ αὐτοῦ, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸν χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
[6]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 474-477.
[7]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 478-487.
[8]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 495-502.
[9]. Δουκα, Ἱστορία Βυζαντινὴ 31, PG 157, 1013: «Ἀλλὰ πῶς ἡ δεξιὰ αὕτη ὑπέγραψεν; ἔλεγον. Κοπήτω· ἡ γλῶττα ὡμολόγησεν ἐκριζούσθω».
[10]. Ἁγίου Γρηγοριου Παλαμα, Λόγος Α´, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Πρόλογος, ἐν Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμος Α´, σελ. 24.
[11]. Τὸ κείμενο καὶ εἰς Θεοδρομία 16 (2014) 557-570.
[12]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλο-νίκη 2006.
[13]. Κανὼν 31ος Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος. Τύραννοςγάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲν καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω». Κανὼν 15ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττον-τος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανο-νικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺςτῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδα-σκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[14].Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 397-399.
[15]. Αὐτόθι, σελ. 399: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο· γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, “δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος”». Θεοδωρου ἐπισκόπου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαι-ώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων 32, PG 140, 460-461: «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾽ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνημονευομένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων».
[16]Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστῳ Μαγίστρω, Ἐπιστολὴ Ι. ΚΔ, PG 99, 984: «Καὶ τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μὲν τοῖς Ἀποστόλοις παρὰ τοῦ Παύλου ἁγνισαμένου καὶ περιτεμόντος τὸν Τιμόθεον· ἐν δὲ τοῖς Πατράσι παρὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τὸ λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος καὶ ὑποσιωπήσαντος πρὸς καιρὸν τὴν Θεὸς φωνὴν γυμνὴν ἐπὶ τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ᾽ οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτι τὸ τοῦ Οὐάλεντος δῶρον καὶ μὴ κηρύττων Θεὸν τὸ Πνεῦμα. Τοὐναντίον μὲν οὖν ἀμφότεροι ὑπὲρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται. Οὕτω τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γὰρ ἐπεδράξαντο ὃ μικρὸν ἐνέλιπον. Ὡς ἐπὶ τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρὸν τὸ πηδάλιον, διὰ τὴν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δὲ διενεχθεὶς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντὶ οἰκονομίας παράβασιν τελέσας». Ναυκρατίῳ τέκνῳ, Ἐπιστολὴ Ι, ΜΘ, PG 99, 1088: «Ἃ μέχρι τινὸς καιροῦ γινόμενα, οὐδὲν ἔχει τὸ μεπτόν, οὐδὲ τὸ κατὰ τι ἀπηχὲς καὶ ἔκνομον· ὑφειμένον δ᾽ οὖν ὅμως καὶ οὐκ ἄγαν ἀκριβές. Τοῦτο γὰρ οἰκονομία ἡ πρὸς καιρόν».
[17].Μαρκου Ευγενικου, Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ 5, Patrolo-gia Orientalis 17, 442: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστα-σθαι».
[18].Τοῦ αὐτοῦ, Ἐγκύκλιος τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Χριστια-νοῖς 6, ἐν Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολι-κῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 19602, τόμος Α´, σελ. 427: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμ-πόρους».

[19].Τοῦ αὐτοῦ, Λόγοι ἐν τῇ τελευτῇ αὐτοῦ, Patrologia Orientalis 17, 485: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας».


Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

ΠΕΡΙ "ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ" ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΩΝ (απαντήσεις σε ενστάσεις νεοαποτειχισμένων)



Τόσο οι νεοημερολογίτες (υπό τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά), όσο και οι παλαιοημερολογίτες νεοαποτειχισμένοι, κακίζουν τους Γνησίους Ορθοδόξους επειδή είχαν δημιουργήσει "παράλληλη" (προς την αναγνωρισμένη από το Κράτος) Σύνοδο το 1935 και επειδή μετά τοποθετούσαν "παράλληλους" Επισκόπους, στις μητροπόλεις που υπήρχαν ήδη νεοημερολογίτες Επίσκοποι.

Γράφουν:
"Ἄν δημιουργηθῆ κάποια Σύνοδος παράλληλος πρός τήν αἱρετική ἤ τοποθετηθῆ κάποιος Ἐπίσκοπος σέ κάποια Ἐπισκοπή, χωρίς προηγουμένως νά καταδικασθῆ ὁ ὑπάρχων αἱρετικός, τότε σταματᾶ ἡ ἀποτείχισις, ἀφοῦ δημιουργεῖται μιά ἄλλη νέα «Ἐκκλησία»" [1].
"Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο. Καί μάλιστα παράδειγμα, πού νά μᾶς τό ἐδίδαξαν μέ τά ἔργα των οἱ ἅγιοι ὡς κανονική ὁδό ἀγῶνος καί ὁμολογίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως" [2].
"Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι" [3].
"Τα πράγματα διατηρήθηκαν με τις δύο παρατάξεις νεωτεροποιούς "νεοημερολογίτες" και παραδοσιακούς "παλαιοημερολογίτες" έως και το 1935, έτος κατά το οποίο τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος διέκοψαν κοινωνία με τη νεωτεριστική ιεραρχία και αποκατέστησαν εκκλησιαστική κοινωνία με την αγωνιζόμενη και κανονικώς ενιστάμενη μερίδα των ορθοδόξων. Αντί όμως η ευλογημένη απόφαση των τριών να καταστεί η απαρχή και ο καλός θεμέλιος λίθος, για τη θεραπεία του de facto σχίσματος, και τη συνολική αποκατάσταση της υγιούς ορθοδοξίας, έγινε δυστυχώς η απαρχή μεγάλων κακών. Το τεράστιο λάθος των τριών δεν ήταν άλλο από την επισκοποποίηση τεσσάρων ιερομονάχων και έτσι την σύμπηξη "ιεράς συνόδου" παράλληλα μ' αυτήν των νεωτεριστών του νέου ημερολογίου!" [4].
"Η σύνοδος είναι το μόνο αρμόδιο όργανο που μπορεί να καταδικάσει τον αιρετικό και να προβιβάσει έναν νέο, ορθόδοξο επίσκοπο στον επισκοπικό θρόνο· επ' ουδενί λόγω δεν επιτρέπεται η επισκοπή αυτή να έχει πάνω από έναν κάτοχο την φορά. Την παράδοση αυτήν την σεβάστηκαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί, γι' αυτό πάντοτε η κάθε μερίδα αγωνιζόταν να αναβιβάσει στο επισκοπικό αξίωμα ομόφρονές της. Όταν λοιπόν οι Γ.Ο.Χ. έφτασαν στο σημείο της αποτείχισης, έπρεπε να αγωνιστούν για να διώξουν τους αιρετικούς επισκόπους και να αναβιβάσουν στις έδρες τους Ορθοδόξους. Αντ' αυτού δημιούργησαν νέες επισκοπικές έδρες, παράλληλα με τις προηγούμενες!" [5].

Ας δούμε όμως μία προς μία τις ενστάσεις των νεοαποτειχισμένων:

α. Δεν υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία παράδειγμα στο οποίο να υπάρχει στην ίδια επισκοπή ορθόδοξος και αιρετικός επίσκοπος, προ της καταδίκης του δευτέρου.

Η ένσταση αυτή διατυπώθηκε από τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά, ενώ ο κ. Τσάλλος συμπληρώνει πως αυτήν την "παράδοση" την σεβάστηκαν δήθεν και οι αιρετικοί και οι ορθόδοξοι.
Στην ένσταση αυτή έχει απαντήσει ο π. Ιωσήφ με κείμενά του [6], στα οποία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και καταγράφει μερικά ιστορικά παραδείγματα. Ενώ όμως φανερώνεται ότι αυτήν την υποτιθέμενη "παράδοση" δεν την "σεβάστηκαν" ούτε αιρετικοί, ούτε ορθόδοξοι, ο π. Ευθύμιος με ανταπαντήσεις του [7] και ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση (μιας και αποδείχθηκε περίτρανα η ταυτόχρονος ύπαρξη αιρετικού και ορθοδόξου επισκόπου στην ίδια επισκοπή), ισχυρίστηκε πως δεν εννοούσε ότι δεν υπήρχαν τέτοια παραδείγματα, αλλά πως δεν υπήρχαν από αγίους, ως παραδείγματα κανονικού αγώνος και προς μίμηση! Έτσι ερχόμαστε να εξετάσουμε την δεύτερη ένσταση.

β. Δεν υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία παράδειγμα στο οποίο οι ορθόδοξοι να χειροτονούσαν "παράλληλο" προς τον αιρετικό επίσκοπο, προ της καταδίκης αυτού, και μάλιστα να θεωρήθηκε αυτό από αγίους ως παράδειγμα κανονικού αγώνος. 

Κι όμως υπάρχουν. Ας δούμε χαρακτηριστικά τρία τέτοια παραδείγματα:

β1. Ο Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας χειροτονεί τον Ευάγριο στην Κωνσταντινούπολη.
Βρισκόμαστε στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 370. Το ορθόδοξο ποίμνιο βρίσκεται υπό διωγμό από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη και είναι ανεπίσκοπο. Το έτος εκείνο πεθαίνει ο επίσημος (δηλαδή ο αναγνωρισμένος από την Πολιτεία) αρειανόφρονας επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιος και εκλέγεται ως διάδοχος ο επίσης αρειανόφρονας Δημόφιλος. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν [8] και εκμεταλλευόμενοι την παρουσία του Αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας στην Πόλη (ο οποίος, μετά από την εκεί επάνοδο εκ της εξορίας του, κρυβόταν λόγω της ανόδου στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ουάλεντος) εκλέγουν ως ορθόδοξο επίσκοπο της Πόλης τον Ευάγριο, τον οποίο χειροτονεί ο Άγιος Ευστάθιος. Το γεγονός αυτό εξοργίζει τον Ουάλη, ο οποίος συλλαμβάνει και εξορίζει και τους δύο (χειροτονηθέντα και χειροτονήσαντα). Μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε εκείνη την εποχή και άλλος επίσκοπος, που είχαν εκλέξει οι Ανόμοιοι (η μερίδα των ακραίων αρειανών), ονόματι Φλωρέντιος [9]. Σημειωτέον πως όλοι αυτοί οι αιρετικοί (Όμοιοι, Ανόμοιοι, Μακεδονιανοί κλπ.) ήταν ακόμη άκριτοι, ο Άγιος Ευστάθιος δηλαδή τοποθέτησε ορθόδοξο επίσκοπο ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ και καθαιρέσεως των αιρετικών αυτών, η οποία έγινε το 380 με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο [10].


β2. Ο Λουκίφερος Καλλάρεως χειροτονεί τον Παυλίνο στην Αντιόχεια.
Λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 362 φθάνει στην Αντιόχεια ο επίσκοπος Καλλάρεως Λουκίφερος ο οποίος βρισκόταν στα μέρη της Μέσης Ανατολής εξόριστος από τους αρειανόφρονες.  Σκοπός της επίσκεψής του στην Αντιόχεια ήταν να βοηθήσει στην εξάλειψη του Αντιοχειανού Σχίσματος, μιας και το υγιαίνον μέρος (των ορθοδόξων) είχε χωριστεί σε δύο παρατάξεις τους "Ευσταθιανούς" (αποσχίστηκαν από την "επίσημη Εκκλησία" μετά την άδικη καθαίρεση του Αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας) και τους "Μελετιανούς" (αποσχίστηκαν από την "επίσημη Εκκλησία" μετά την άδικη καθαίρεση του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας). Εκεί ήλθε σε εκκλησιαστική κοινωνία με τους "Ευσταθιανούς", και επειδή συμφώνησε μαζί τους στο ζήτημα των εννοιών «ουσία» και «υπόσταση» (λόγω γλώσσας, αφού η στενότητα της λατινικής γλώσσας, απέδιδε και τις δύο έννοιες με το «substantiae»), θεώρησε τους "Μελετιανούς" ως τριθεΐτες και τον Άγιο Μελέτιο ως αιρετικό, επομένως χειροτόνησε και τοποθέτησε ως ορθόδοξο επίσκοπο της πόλης, τον ηγέτη των "Ευσταθιανών" Παυλίνο. Σημειωτέον ότι στην Αντιόχεια υπήρχε και ο "επίσημος" επίσκοπος, ο αρειανόφρονας Ευζώιος, ενώ αργότερα προστέθηκε και τέταρτος επίσκοπος ο απολλιναριστής Βιτάλιος. Βλέπουμε δηλαδή πως ο Λουκίφερος θεωρώντας ότι δεν υπάρχει ορθόδοξος επίσκοπος, χειροτονεί και αυτός ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ και καθαιρέσεως των αιρετικών, επίσκοπο για τους ορθοδόξους. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε ορθή τόσο από τον Μέγα Αθανάσιο και την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όσο και από την Εκκλησία της Ρώμης, ενώ και οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας θα την θεωρούσαν σωστή, ΑΝ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ότι ο Άγιος Μελέτιος ήταν ορθόδοξος στο φρόνημα (ο Μέγας Βασίλειος έκανε μεγάλο αγώνα για να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο για αυτό και τα κατάφερε μόλις λίγο πριν την κοίμηση του τελευταίου)[11].


β3. Τοποθέτηση "παράλληλης" Ιεραρχίας στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία από τον Ιεροσολύμων Θεοφάνη.
Το έτος 1596 οι πέντε από τους επτά ορθοδόξους επισκόπους του Πολωνο-Λιθουανικού Κράτους [12], και συγκεκριμένα οι Κιέβου Μιχαήλ, Βλαδιμηρ Υπάτιος, Λουτσκ Κύριλλος, Πολοτσκ Γρηγόριος, Πινσκ Ιωνάς και Χελμ Διονύσιος, αναγνωρίζουν τον Πάπα ως πρώτο επίσκοπο, χωρίς να μεταβάλλουν κανένα άλλο δόγμα ή παράδοση (Ουνία της Βρέστης). Οι μόνοι που δεν αναγνώρισαν τον Πάπα και διέκοψαν κοινωνία με τους υπολοίπους ήταν οι Λεοντοπόλεως Γεδεών και Περεμυσλ Μιχαήλ και μαζί με άλλους ορθοδόξους στην Τοπική Σύνοδο της Βρέστης αναθεμάτισαν την Ουνία και αποκήρυξαν τους αποστάτες.
Το επόμενο έτος ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, στέλνει επιστολή στον Λεοντοπόλεως Γεδεών και του συστήνει να προσπαθήσουν να συστήσουν Σύνοδο τουλάχιστον τριών επισκόπων με σκοπό την ανάδειξη νέου Μητροπολίτου [13] και χειροτονία νέων επισκόπων, ώστε να γίνει ανασύσταση της Ιεραρχίας [14]. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν και μετά από λίγα έτη κοιμήθηκαν και οι δύο εναπομείναντες επίσκοποι Γεδεών και Μιχαήλ, αφήνοντας το ποίμνιο ανεπίσκοπο.
Η ανασύσταση της Ιεραρχίας και η τοποθέτηση "παράλληλης" (με την επισήμως αναγνωρισμένη από το Κράτος ουνιτική) Συνόδου έγινε τελικώς το 1620. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης μετά από περιοδεία του στην Ρωσία επισκέφθηκε το Κίεβο. Στις 15 Αυγούστου τέλεσε πανηγυρική λειτουργία στην εκεί Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου στην οποία συνέρρευσε μέγα πλήθος ορθοδόξων, οι οποίοι του υπέβαλαν θερμή παράκληση να χειροτονήσει Αρχιερείς για την Τοπική Εκκλησία ξεκινώντας από τον Μητροπολίτη Κιέβου. Την παράκληση αυτή ενίσχυσαν οι Κοζάκοι, βεβαιώνοντας τον Πατριάρχη πως σε περίπτωση που το Κράτος θα επιχειρούσε να τον κακοποιήσει για την πράξη του θα τον υπεράσπιζαν με τα όπλα. Παρατίθεται εν συνεχεία η συγκινητική περιγραφή της πρώτης χειροτονίας [15]: "Ο Θεοφάνης καλώς το πράγμα σταθμήσας και αναμετρήσας την υπέροχον σημασίαν της πράξεως αυτού, δι' ης έμελλε να καταστραφή ο ουνιτισμός και να θριαμβεύση η ορθοδοξία, απεφάσισε μετά της χαρακτηριζούσης αυτόν ευψυχίας να εκπληρώση των ορθοδόξων την βαρυσήμαντον αίτησιν. Όθεν παρήγγειλεν αυτοίς μετά πάσης προφυλάξεως και μυστικότητος να υποδείξωσι τους υποψηφίους. Τούτου γενομένου η χειροτονία του πρώτου επισκόπου ετελέσθη την νύκτα της 6 Οκτωβρίου εν τη παρά την ελληνοσλαυϊκήν Σχολήν Μονή, ης τα παράθυρα εκαλύφθησαν διά πυκνών παραπετασμάτων, η λειτουργία δε και η όλη τέλεση της χειροτονίας διεξήχθησαν μυστικώς, χαμηλοφώνως υποψάλλοντος του εκ των πατριαρχικών ακολούθων έλληνος μοναχού Γαβριήλ" [16].
Κατά θεϊκή συγκυρία βρίσκονταν στην περιοχή και δύο ακόμη Αρχιερείς ο Σόφιας Νεόφυτος και ο Σταγών Αβραάμιος και έτσι έγινε η πρώτη χειροτονία. Σταδιακά χειροτονήθηκαν επτά Αρχιερείς, ο Μητροπολίτης Κιέβου και οι επίσκοποι των άλλων έξι επισκοπών του Κράτους. Δηλαδή είχαμε όχι απλά τοποθέτηση "παραλλήλων" Επισκόπων, αλλά "παράλληλης" Συνόδου [17]!
Το Κράτος δεν αναγνώρισε την Ιεραρχία των Ορθοδόξων επειδή, όπως γράφει ο καθηγητής Βάσιος Φειδάς, ισχυρίστηκαν πως ζούσαν ακόμη οι επίσκοποι των επισκοπών αυτών (ουνίτες) [18], ότι δηλαδή ισχυρίζονται σήμερα οι νεοαποτειχισμένοι. Βλέπουμε μάλιστα να χρησιμοποιείται, εκτός των ίδιων επιχειρημάτων, ακόμη και η ίδια φρασεολογία ("παράλληλη Σύνοδος"). Ιδού τί γράφει επικριτικά ο σύγχρονος ουνίτης ιστορικός John-Paul Himka: "Με την βοήθεια των τελευταίων (μοναχών και Κοζάκων) και χωρίς κρατική έγκριση, μια ορθόδοξη ιεραρχία, παράλληλη (σ. ημ. parallel στο πρωτότυπο) στην ουνίτικη ιεραρχία αποκαταστάθηκε το 1620. Το Ποστοκ είχε τώρα δύο Ρουθήνους (Ουκρανούς) επισκόπους: τον Ιωσαφάτ Κούνσεβιτς για τους ουνίτες και τον Μελέτιο Σμοτρίνσκι για τους ορθοδόξους" [19].
Το Πολωνο-Λιθουανικό Κράτος όχι απλά δεν αναγνώρισε την Ιεραρχία των ορθοδόξων, αλλά τους εδίωξε με μένος [20], ενώ το 1632, μετά από μια δωδεκαετία φρικτών διωγμών, αναγκάστηκε (λόγω της ισχυρής παρουσίας ορθοδόξων βουλευτών) να αναγνωρίσει υπό όρους την Μητρόπολη Κιέβου (επί Πέτρου Μογίλα) και άλλων τεσσάρων μόνο επισκοπών [21].


Εικόνα του Ιεροσολύμων Θεοφάνους που τυπώθηκε το 1622 από τον ορθόδοξο Ευστράτιο Ζηλόβσκη και μοιράστηκε ως ευλογία στους πιστούς. Άνωθεν του Πατριάρχου η εικόνα της Αναστάσεως, ώστε να γίνει συνειρμός με την ανάσταση της Τοπικής Εκκλησίας που πέτυχε με τις χειροτονίες ο Θεοφάνης.


γ. Οι τρεις Αρχιερείς που αποτειχίστηκαν το 1935 από την καινοτομήσασα Ιεραρχία και ανέλαβαν την ποιμαντορία των Γνησίων Ορθοδόξων (Παλαιοημερολογιτών) δεν έπρεπε να συμπήξουν "παράλληλη" Σύνοδο και να χειροτονήσουν "παράλληλους" Επισκόπους. 

Όπως είδαμε παραπάνω εν καιρώ γενικευμένης αιρέσεως οι αποτειχισθέντες ορθόδοξοι έχουν δικαίωμα όχι μόνο να έχουν τους δικούς τους επισκόπους, αλλά και να μεταχειρίζονται κάθε θεμιτό μέσο για την καταπολέμηση της.
Για μια τέτοια περίοδο αιρέσεως, πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι ισχύει το "εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται". Η ανάγκη, δηλαδή η ανωτέρα βία, δικαιολογεί την παράβαση του νόμου. Αυτό είναι βασική αρχή του Δικαίου, και του Εκκλησιαστικού. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει να δοθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη και η υπερβολική ταχύτητα είναι αδικήματα που τιμωρούνται με βάση τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Όταν όμως ένα πυροσβεστικό όχημα ή ένα ασθενοφόρο ή ένα περιπολικό κληθούν σε μια περίπτωση ανάγκης μπορούν να αναπτύξουν υπερβολική ταχύτητα, προβαίνοντας και σε παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη, μιας και δεν υποχρεούνται σε τήρηση των σχετικών διατάξεων του Κ.Ο.Κ. Οπότε το ερώτημα που πρέπει να γίνει είναι το εξής: "Υπήρχε ανάγκη για την δημιουργία "παράλληλης" Συνόδου των Παλαιοημερολογιτών ή όχι;".
Όπως φαίνεται μέσα από τα κείμενα του Ηγέτη του Αγώνος των Παλαιοημερολογιτών, Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, βεβαίως και υπήρχε ανάγκη για την δημιουργία Συνόδου, η οποία όμως δεν θεωρήθηκε ως "άλλη", "νέα", "παράλληλη" ή "δεύτερη" Εκκλησία, ενώ το βλέμμα του πρ. Φλωρίνης ήταν στραμμένο πάντοτε προς την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου στην οποία αποσκοπούσε ο Αγώνας:
"Τὰς τοιαύτας ἀδικίας καὶ παρανομίας τῆς Ἐκκλησίας βλέποντες ἡμεῖς καὶ μὴ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἔχωμεν δι’ αὐτὰς βεβαρυμένην τὴν συνείδησιν ἡμῶν, ἀφοῦ μάτην πολλάκις εἰς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας παρεκαλέσαμεν αὐτήν, ὅπως ἐπανέλθῃ εἰς τὸ πάτριον ἑορτολόγιον καὶ ἐνώσῃ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ προξενηθέντος σκανδάλου, ἤχθημεν μετὰ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας εἰς τὴν ἀπόφασιν νὰ κηρύξωμεν δι’ ἐγγράφου ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν Ἐκκλησιαστικῇ ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας καὶ να δώσωμεν μίαν ποιμαντορικὴν προστασίαν πρὸς τὴν μερίδαν τῶν ἀκολουθούντων τὸ πάτριον ἑορτολόγιον, ὅπερ ἐθέσπισεν ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος... Ἡμεῖς ἔχοντες ὑπόψιν τοὺς Κανόνας καὶ τὸ Καταστατικὸν ἐκ τῆς κηρύξεως ἡμῶν ὡς ἐκπτώτων ἄνευ διαδικασίας τινός, ἤχθημεν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Διοικοῦσα Σύνοδος ἐνέκρινεν τὸ ἀποκοινωνητικὸν ἡμῶν ἔγγραφον, ὁπότε ἔδει νὰ μεριμνήσωμεν καὶ ἡμεῖς  ὡς προσωρινὴ πλέον Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῶν παλαιοημερολογιτῶν διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας αὐτῶν, πρώτη ἐκ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ ἀνάδειξις Ἐπισκόπων εἰς τὰ ἐπαρχιακὰ τμήματα, ὅπου ὑπῆρχον συμπαγεῖς μᾶζαι παλαιοεορτολογιτῶν. Ἰδοὺ διατὶ προέβημεν εἰς χειροτονίαν τεσσάρων Ἐπισκόπων, καθ’ ὃ εἴχομεν δικαίωμα ἐκ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων. Εἰς τὴν χειροτονίαν ταύτην τῶν Ἐπισκόπων προέβημεν καὶ διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τῶν ὀκτακοσίων καὶ πλέον Παραρτημάτων τῶν παλαιοημερολογιτῶν ἐν ταῖς διαφόροις ἐπαρχίαις, ἀλλὰ καὶ ἵνα δώσωμεν εἰς τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν Κυβέρνησιν νὰ ἐννοήσῃ καὶ ἐκτιμήσῃ δεόντως τὴν σοβαρότητα τοῦ ἐγχειρήματος ἡμῶν, ἀποσκοποῦντος τὴν ἄρσιν τοῦ σκανδάλου καὶ τὴν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν, διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῆς Ὀρθοδόξου καὶ αἰωνοβίου ἑορτολογικὴς παραδόσεως" (Τὸ ἡμερολόγιον ἐν σχέσει πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν  – 31/3/1938).
"Οὐδεὶς ποτὲ τῶν ἐγκρατῶν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, καὶ τῶν ἐχόντων ὀρθόδοξον παλμὸν δύναται  νὰ διϊσχυρισθῇ σοβαρῶς, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖται ἀποτελοῦν δευτέραν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ τὴν πατροπαράδοτον καὶ Ἀκαινοτόμητον Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἐλλάδος. Διότι, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιάζωνται κατὰ τὸ φαινόμενον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐκδήλωσιν τῆς πίστεως, ὡς ἔχοντες ἰδίαν λατρείαν, ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους, καὶ ἰδίους Λειτουργοὺς, οὐχ ἧττον ὅμως οὕτοι, καίτοι διατελοῦν ἐν ἀκοινωνησίᾳ πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἱεραρχίαν, ὡς ἐχόμενοι στεῤῥῶς τῶν Παραδόσεων καὶ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἀποτελοῦν ἐν τῇ Κανονικότητι, οὐχὶ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης μεθ’ ἧς διέκοψαν προσωρινῶς διὰ λόγους Κανονικοὺς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας... ἡ μερὶς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μὴ συσταθεῖσα καὶ ἀναγνωρισθεῖσα ὡς ἰδία Ἐκκλησία ὑπὸ μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δύναται νὰ ἀποτελῇ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, ἐξ ᾖς προσωρινῶς ἀπέσχισεν ἑαυτήν, ἵνα μὴ καταστῇ συνένοχος μὲ τὴν Ἱεραρχίαν διὰ τὴν μονομερῆ καινοτομίαν. Καὶ οὐ μόνον ἡ μερὶς αὕτη δὲν διχάζει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος τὴν φαεινὴν καὶ ἀλύμαντον πλευρὰν τῆς Ὀρθοδόξου ἐννοίας Αὐτῆς. Ὥστε ἡμεῖς, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ ἐκ παραδόσεως ἑορτολογικὸν καθεστὼς καὶ σεβόμενοι, ὡς ὀφείλομεν, μᾶλλον τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς Διατάξεις, παρὰ τάς ἀντικανονικὰς τῆς Ἱεραρχίας ἀποφάσεις, οὐ μόνον δὲν ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν Σχισματικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἡμεῖς διεσώσαμεν τὰ χρυσόβουλλα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων καὶ συνεχίζομεν τὴν Ἵστορίαν καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας" (Ἀπολογία εἰς τὸ Ἐφετεῖον Ἀθηνῶν – Ἀθῆναι 29/3/1940).
"…Τὸ διάβημα τοῦτο (σ. ημ. οἱ χειροτονίες τοῦ 1935) ὁμολογοῦμεν ὅτι ὑπῆρξεν ἐσπευσμένον καὶ ἀπὸ Κανονικῆς ἀπόψεως παρακεκινδυνευμένον ὡς πρωθύστερον, ἀλλὰ προέβημεν εἰς τοῦτο ἐπ’ ἐλπίδι πάντοτε, ὅτι τὸ Ἀρχιερατικὸν ἡμῶν Συμβούλιον, ὡς ἐχόμενον στεῤῥῶς τῶν ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ τῶν σεπτῶν παραδόσεων, θὰ ἀνεγνωρίζετο, ἔστω καὶ κατ’ Ἐκκλησιαστικὴν οἰκονομίαν, ὑπὸ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέχρι τῆς ὑπὸ μιᾶς πανορθοδόξου Συνόδου ἐγκύρου λύσεως τοῦ ἐπιδίκου ἡμερολογιακοῦ ζητήματος…(Ὑπόμνημα ἀπολογητικὸν ὑπὲρ ἀναστηλώσεως τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου -  1945).
"Εἰς τὴν παροχὴν δὲ τῆς ἐλευθερίας ταύτης (σ. σ. τῆς ἄσκησης τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν παλαιοημερολογιτῶν), ἀντιτάσσει ἡ νεοημερολογιτικὴ Ἱεραρχία τὸ veto, ἤτοι τὴν ἄρνησιν, διατεινομένη, ὅτι ἡ Πολιτεία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ἐπικράτειαν αὐτῆς δύο Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, μίαν νεοημερολογητικὴν καὶ μίαν παλαιοημερολογητικήν. Εἰς τοῦτο δὲ διαφωνοῦμεν ἡμεῖς, ὑποστηρίζοντες ὅτι μὲ τὴν κατ’ οἰκονομίαν παροχὴν ἐλευθερίας, εἰς τὴν θρησκευτικὴν ὀργάνωσιν τῶν παλαιοημερολογιτῶν μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας. Ἡ γνώμη τῆς Ἱεραρχίας, ὅτι μὲ τὴν παροχὴ ἐλευθερίας εἰς τοὺς παλαιοημερολογίτας δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία καὶ κράτος ἐν κράτει, ὡς λέγουν, δὲν εἶνε ἀληθής, διότι αἱ Ἐκκλησίαι, δὲν φυτρώνουν ὡς μύκητες εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἱδρύονται καὶ προικίζονται διὰ τῆς Χάριτος καὶ τῶν Μυστηρίων ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὡς Ταμιούχου τῆς Χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας. Ἡ γνώμη αὐτὴ τῆς Ἱεραρχίας, καθ΄ ἣν μία μερὶς Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀποσπωμένη προσωρινῶς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ λόγους διαφωνίας εἴς τι ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα ἐπίδικον καὶ ἰάσιμον κατὰ τὸν Μ Βασίλειον, μέχρι τῆς ἄρσεως τῆς διαφωνίας ὑπὸ Κανονικῆς πανορθοδόξου Συνόδου ὄζει προτεσταντισμοῦ, παρέχοντος εἰς μεμονωμένα ἄτομα τὸ δικαίωμα νὰ ἰδρύουν ἰδίαν Ἐκκλησίαν ἄνευ τῆς γνώμης καὶ τῆς εὐλογίας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ προτεστάνται φρονοῦν καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ θέλησις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐμφαίνεται καὶ ἐκδηλοῦνται καὶ διὰ τῶν μεμονωμένων ἀτόμων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γνώμην τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φρονούσης καὶ πιστευούσης, ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῆς ἑρμηνευούσης καὶ ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς θείας ἀληθείας… Ἡμεῖς ὅμως οἱ ποιμένες τῶν παλαιοημερολογιτῶν, γνῶσται τοῦ Κανονικοῦ δικαίου καὶ μὲ ὀρθόδοξον παλμόν, διϊσχυριζόμεθα ὅτι δὲν ἀποτελοῦμεν δευτέραν Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διακηρύττομεν, ὅτι ἡμεῖς μένοντες πιστοὶ εἰς τὰ δεδογμένα καὶ ἡμῖν παραδεδομένα ὑπὸ τῶν 7 Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀποτελοῦμεν, καίπερ μειοψηφία, τὴν πατροπαράδοτον καὶ ἀκαινοτόμητον Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ἧς τὴν ἱστορία συνεχίζομεν ὑπὸ τὴν ἄκρατον ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀληθῶς, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιαζώμεθα κατὰ τὸ φαινόμενον εἰς τὴν λατρείαν ἡμῶν μὲ ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους καὶ μὲ ἰδίους λειτουργούς, οὐχ ἧττον ὅμως καίπερ διατελοῦντες ἐν ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς καινοτομησάσης Ἱεραρχίας ἡμεῖς ἀποτελοῦμεν δυνάμει οὐχὶ δευτέραν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τῇ ἁγνὴν καὶ ἀλύμαντον ἔννοιαν Αὐτῆς καὶ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν θεοδμήτων καὶ ἀκαταλύτων ἐπάλξεων τῆς περιπύστου καὶ περιμαχήτου Ὀρθοδοξίας" (Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ – Δεκέμβριος 1947).
"…ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας ἔπαυσε νὰ ἀντιπροσωπεύῃ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς Αὕτη χωρισθεῖσα ἀπὸ τὸν κορμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπετέλεσεν ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν, διάφορον τῆς ἀρχαίας κατὰ τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἀκαινοτόμητον πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταστᾶσα οὕτως ὑπόδικος ἐνώπιον τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ ταῦτα ἡ Δ. Ἱεραρχία ἐκκλίνασα ἐκ τοῦ θριγγοῦ τῆς ἀκριβοῦς ὀρθοδοξίας παρ’ ὅλον τὸν ἐξωτερικὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῆς, ἔπαυσεν ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, νὰ ἐκπροσωπῇ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ταύτης τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ σημασίαν ἐκπροσωποῦσιν οἱ Ἱεράρχαι, ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν πολιὰν ἡμερολογιακὴν παράδοσιν, τὴν καθιερωθεῖσαν ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ κυρωθεῖσαν ὑπὸ τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὥστε ἐν τῷ Κράτει δὲν ὑπάρχουσι δύο ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀλλὰ μία, ἧς τὸν μὲν τύπον καὶ τὸν ῥυθμὸν ἐκπροσωπεῖ ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας, τὸ πνεῦμα ὅμως καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας ἐκπροσωπεῖ ἡ μειοψηφία τῆς παλαιοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας καὶ κοινωνίας" (Διαφωτιστικὴ Ἀπάντησις εἰς τὸ ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ἐν σχέσει μὲ τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα – Ἀθῆναι, 1948).
"Δι’ ὃ καὶ ἐφ’ ὅσον οἱ παλαιοημερολογῖται ὀρθῶς κατ’ αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς σεβομένους τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας θεωροῦν τὴν κρατούσαν Ἐκκλησίαν ὡς ἐκκλίνασαν τοῦ θριγγοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας συνεπείᾳ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τῆς ἀντιστρατευομένης πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ θιγούσης τὸ Δόγμα τῆς Ἐξωτερικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ τοσούτον οὕτοι δικαιοῦνται κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα ΑΒας Συνόδου καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης νὰ διακόψωσι τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας καὶ νὰ πήξωσιν ἴδιον θυσιαστήριον πρὸς ἐπιτέλεσιν τῶν τῆς λατρείας αὐτῶν δι’ ἰδίων ὁμοφρόνων λειτουργῶν, παρ’ ὧν καὶ μόνον δέχονται τὴν χάριν καὶ τὸν ἁγιασμὸν πρὸς ἰκανοποίησιν τῆς συνειδήσεως αὐτῶν" (Ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τὴν Α. Ἐξοχότητα τὸν κ. Ὑπουργὸν τῶν Θρησκευμάτων καὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας, Ἀθῆναι  1949).
"Ὑπῆρχεν ἐν τῷ παρελθόντι ἐποχή, καθ’ ἣν ἡ παμψηφία σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας ἐν τῷ Βυζαντινῷ Κράτει παρεσύρθη εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ ἐναγοῦς Ἀρείου μετὰ τῆς Βυζαντινῆς πολιτείας, καθ’ ἣν τὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἀντιπροσώπευεν μία ὀλιγάριθμος μερὶς ὀρθοδόξων ἐν Κων/πόλει μὴ μολυνθεῖσα ὑπὸ τῆς λύμης τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἡ μερὶς αὕτη διετέλει ὑπὸ τὴν ποιμαντορίαν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅστις ἐν τῷ παρεκκλησίῳ τῆς Ἀγ. Ἀναστασίας  διὰ κηρυγμάτων ἀποπνεόντων τὸ θυμῆρες καὶ θεῖον ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατεκεραύνου τὴν κακόδοξον καὶ ψυχοφθόρον αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ἡ μερὶς αὐτοῦ, οὐ μόνον δὲν ἀπετέλεσαν ἰδίαν Ἐκκλησίαν διακόψαντες τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἀρειανιζούσης Ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ ὡς ὀρθοδοξοῦντες ἐχρησίμευσαν μετέπειτα ὡς ἀρραβὼν διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἐν τῷ περιβόλῳ τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ τῆς ἀποπτύσεως τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως καὶ μιαρὰς κακοδοξίας. Ὥστε δεδομένου, ὅτι τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ Ὀρθόδοξον πνεῦμα καὶ ὄχι ὁ τύπος καὶ ὁ ἀριθμός, οἴκοθεν ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαίαν καὶ ἀκαινοτόμητον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦμεν καὶ ἐκπροσωποῦμεν ἡμεῖς ὡς συνεχισταὶ τῶν πατρῴων παραδόσεων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ ὄχι οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, οἵτινες ἀποτελοῦν τὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμόν" (Κρίσεις ἐπὶ τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τοῦ ἄρθρου 1 καὶ 2 τοῦ Σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τοῦ κ. Κ. Τσάτσου Βουλευτοῦ Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1949).

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι από μόνη της η αποτείχιση ή η χειροτονία "παραλλήλων" επισκόπων δεν είναι κάτι θετικό ή αρνητικό για την Εκκλησία [22]. Αν οι παραπάνω τρόποι αντίδρασης στην αίρεση στοχεύουν στην επανάπαυση είναι απορριπτέοι. Αν στοχεύουν στην επαγρύπνηση και στην λύτρωση από την αίρεση, διά του ορθοδόξου αντιαιρετικού αγώνος, τότε είναι επαινετοί.
Έτσι αν θεωρήσουμε αυτοσκοπό είτε την αποτείχιση ("αποτειχιζόμαστε και αφού λυτρωθήκαμε από την κοινωνία με την αίρεση δεν μας μέλλει για το τί θα γίνει"), είτε την "παράλληλη" Σύνοδο ("έχουμε τους επισκόπους μας και αφού λυτρωθήκαμε από την κοινωνία με την αίρεση δεν μας μέλλει για το τί θα γίνει") βρισκόμαστε σε πλάνη. Αντιθέτως αν θεωρήσουμε μέσο την αποτείχιση και προσωρινή κατάσταση την "παράλληλη" Σύνοδο, και θεωρήσουμε ότι είναι "καιρός ομολογίας, καιρός ενστάσεως, καιρός αθλήσεως" [23] και συνεχίσουμε επομένως ακατάπαυστα τον Ιερό Αγώνα για την συντριβή της αιρέσεως και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, διά συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων, τότε καλώς βαδίζουμε!
Διαβάζουμε σε περισπούδαστο βιβλίο του Αγίου Γέροντος Χρυσοστόμου των Σπετσών τα εξής σημαντικά: "Η έννοια της Ορθοδόξου Ενστάσεως περιλαμβάνει την "Αποτείχισι" αλλά δεν εξαντλείται σε αυτήν. Απαιτείται ένας συνεχής αγών, μία κατά τον Μέγαν Βασίλειο "καρτερά και ανένδοτος ένστασις" "υπέρ της Αληθείας", η οποία αρχίζει πρακτικώς με την "Αποτείχισι",συνεχίζεται με την διακήρυξι της Αληθείας και την αναίρεσι της πλάνης, ολοκληρώνεται δε με την κατάκρισι της αιρέσεως και των αμετανοήτων αιρετικών υπό Ορθοδόξου Συνόδου" [24].
Ο σκοπός λοιπόν του Αγώνα είναι η σύγκληση Ορθοδόξου Συνόδου. Εκεί αποσκοπούσε και η Αποτείχιση, αλλά και η δημιουργία της Ιεραρχίας των Παλαιοημερολογιτών το 1935, όπως είδαμε παραπάνω. Και τότε υπήρχε κυρίως ο νεωτερισμός του ημερολογίου. Με τα χρόνια, που ολοένα και περισσότερο αποκαλυπτόταν ολόκληρο το οικουμενιστικό σχέδιο, η ανάγκη για ορθοδόξους επισκόπους έγινε μεγαλύτερη, μιας και βιώνουμε την Οικουμενιστική Αποστασία,παρόμοια με την αποστασία της Ουνίας της Βρέστης, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο! Πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των επισκόπων των "επισήμων ορθοδόξων Εκκλησιών" θεωρεί τον Πάπα ως πρώτο αρχιερέα, ενώ αναγνωρίζει (και συνοδικώς διά της εν Κολυμπαρίω Ψευδοσυνόδου) την εκκλησιαστικότητα των αιρετικών της Δύσεως. Έχουν ή δεν έχουν λοιπόν δικαίωμα οι Ορθόδοξοι να έχουν Επισκόπους και να συγκροτούν κατά τόπους Συνόδους; Βεβαίως και έχουν! Αυτό που δεν έχουν δικαίωμα είναι να επαναπαυθούν στο ότι αυτοί αποτελούν την Εκκλησία και να θεωρήσουν ότι δεν απαιτείται Αγώνας για Μεγάλη Σύνοδο Ορθοδόξων, που θα ενώσει όλους τους αληθινά ορθοδόξους και θα καταδικάσει την αίρεση. Όσοι μάλιστα εκ των ορθοδόξων υιοθετούν τέτοιες απόψεις και πρακτικές [25], στέκονται εμπόδιο στον Αγώνα και υπηρετούν - έστω και ανεπιγνώστως -  την αίρεση!
Ουδείς δεν αμφιβάλει ότι στον σχεδόν εκατονταετή Αγώνα των Παλαιοημερολογιτών δεν έγιναν λάθη και διασπάσεις άνευ ουσιαστικού λόγου. Σήμερα όμως υπάρχει ελπίδα. Το 2014 έγινε η ένωση των δύο μεγαλυτέρων Συνόδων των Παλαιοημερολογιτών με βάση ένα σημαντικό Εκκλησιολογικό Κείμενο. Σε αυτό (συγκεκριμένα στο Ζ΄ μέρος αυτού) διακηρύσσεται, η αναγκαιότητα της Μεγάλης Συνόδου των πραγματικά Ορθοδόξων, ως εξής:
"Τὸ ἀναγκαῖον σήμερον εἶναι, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς κοινῆς καὶ Ὀρθῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως, ἡ ἕνωσις εἰς ἕν κοινὸν Σῶμα πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Όρθοδοξίας, προκειμένου νὰ δηµιουργηθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρὸς συγκρότησιν/σύγκλησιν Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν, πανορθοδόξου ἐμβελείας καὶ κύρους, διὰ τὴν δραστικὴν ἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὡς καὶ τοῦ ποικιλομόρφου Συγκρητισμοῦ, ἐπίσης δὲ καὶ διὰ τὴν ἐπίλυσιν ποικίλων προβλημάτων καὶ ζητημάτων πρακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς φύσεως, ἅτινα ἀπορρέουν ἐκ τούτων καὶ ἀπασχολοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν εἰδικῶς, ὥστε νὰ διασφαλισθῆ ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης. Ἡ ἀνάγκη αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆς ἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ  τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν. Οὕτως, ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέον ὅπως διακηρυχθῇ πάσῃ τῇ κτίσει, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐν ἡμῖν Μοναδικὴ Ἐλπὶς, ὡς μόνη διέξοδος ἐξ ὅλων τῶν ἀδιεξόδων «διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἀντίθεσις, ὡς ἀλληλοαποκλειομένων, Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητισμοῦ,οἰκουμενιστικῆς καὶ σεργιανιστικῆς κατευθύνσεως, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς,  Ἀποστολικαῖς, καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις" [26].

Γι' αυτό και από το 2014 και μετά ακολουθούμε συνειδητά και αποκλειστικά την Σύνοδο των Παλαιοημερολογιτών (διαδόχων του φρονήματος του πρ. Φλωρίνης, που έχουν Αποστολική Διαδοχή από την Εκκλησία της Ρωσικής Διασποράς)  υπό τον Αρχιεπίσκοπο αυτής κ. Καλλίνικο, επειδή αγωνίζεται για την Ορθοδοξία διά συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων.
Καλούμε δε κάθε καλοπροαίρετο πιστό, κληρικό ή λαϊκό, να πλαισιώσει τις τάξεις του Ιερού Αγώνος, εγκαταλείποντας τους οικουμενιστές λυκοποιμένες και τους κοινωνούντες με αυτούς, και απορρίπτοντας τις εσωστρεφείς τακτικές και τους μοναχικούς δρόμους που υποκρύπτουν υπερηφάνεια και αδιαφορία για την Εκκλησία.
Όσοι πιστοί προσέλθετε!  


Νικόλαος Μάννης


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων..., Τρίκαλα, 2012, σελ. 245. 
[2] Στο ίδιο, σελ. 248.
[3] Στο ίδιο, σελ. 314.
[5] Παναγιώτου Τσάλλου, Τί εστιν Αλήθεια;
[6] Ιωσήφ Μοναχού, Απάντηση (1η) (2012), Απάντηση (1η) επηυξημένη (2012) καιΑπάντηση 2η (2014) στον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά.
[7] π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Ανταπάντηση 1η και Ανταπάντηση 2η στον μ. Ιωσήφ. 
[8] "Καὶ μετάγεται Δημόφιλος ἀπὸ Βεῤῥοίας ἐν Κωνσταντινουπόλει, Οὐάλεντος τοῦ βασιλέως συνοδικὴν ὑποκριναμένου ψῆφον... ἐγκαθίσταται τῇ Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ Θεοδώρου μάλιστα τοῦ Ἡρακλείας ἐπισκόπου. Ἐδόκει γὰρ τὸ προνόμιον οὖτος ἔχειν τῆς τοιαύτης ἱερουργικῆς ἐνεργείας. Πολλοὶ δὲ τοῦ παρόντος ὄχλου, ἐν τῇ τοῦ Δημοφίλου καθιδρύσει, ἀντὶ τοῦ ἄξιος, ἀνεβόων τὸ ἀνάξιος" (P.G. 65, 576).
[9] P.G. 65, 556 και 569.
[10] Για την χειροτονία του Ευαγρίου από τον Άγιο Ευστάθιο βλέπε στους Σωκράτη Σχολαστικό (P.G. 67, 497-500) και Ερμεία Σωζομενό (P.G. 67, 1328).
[11] Για την χειροτονία του Παυλίνου από τον Λουκίφερο βλέπε στους Σωκράτη (P. G. 67, 388-389) και Σωζομενό (P. G. 67, 1249-1252).
[12] https://en.wikipedia.org/wiki/Polish%E2%80%93Lithuanian_Commonwealth
[13] Ο Μητροπολίτης εκεί σήμαινε τον "πρώτο" της Τοπικής Εκκλησίας. Στην δική μας αντιστοιχία δηλαδή "Αρχιεπίσκοπος-Μητροπολίτες", εκεί ήταν "Μητροπολίτης-Επίσκοποι".
[14] Ολόκληρη η επιστολή στο Εκκλησιαστικός Φάρος, ΝΣΤ΄ (1974), σελ. 536-541. Το επίμαχο σημείο στην σελ. 538.
[15] Ω, να ζούσε τότε ο "Ιαβέρης του Κανονικού Δικαίου" - και διδάσκαλος των νεοαποτειχισμένων - Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος τί θα έλεγε για την "παρανομία" αυτήν.
[16] Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Οι πατριάρχαι Ιεροσολύμων ως πνευματικοί χειραγωγοί της Ρωσίας κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, Ιεροσόλυμα, 1907, σελ. 60.
[17] Οι χειροτονηθέντες ήταν ο Κιέβου Ιώβ, ο Βλαδιμηρ Ιωσήφ, ο Λουτσκ Ισαάκιος, Πολοτσκ Μελέτιος, Πινσκ Αβράμιος (από Σταγών), Χελμ Παΐσιος και Περεμυσλ Ησαΐας.
[18] Οι πιο γνωστοί ουνίτες επίσκοποι ήταν ο Κιέβου Ιωσήφ και ο Πολοτσκ Ιωσαφάτ, ένας στυγνός εγκληματίας τον οποίο σκότωσαν ζηλωτές ορθόδοξοι που δεν άντεξαν άλλο τα φρικτά του εγκλήματα (ένα από τα πολλά, ήταν ο βανδαλισμός των ορθοδόξων νεκροταφείων, μιας και διέταζε να ξεθάβονται οι σοροί των ορθοδόξων και να γίνονται τροφή των αδέσποτων σκυλιών). Τον αγιοποίησαν οι παπικοί και τον τιμούν ως μάρτυρα...
[19] John-Paul Himka, Religion and Nationality in Western Ukraine, Montreal and Kingston: McGill-Queen's University Press, 1999, σελ. 28 (μετάφρ. ημετ.).
[20] Σε μελλοντικό άρθρο θα γίνει λόγος για τις διώξεις αυτές και την τραγική ομοιότητά τους με τις διώξεις των νεοημερολογιτών κατά των παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα.
[21] Για την ανασύσταση της Ιεραρχίας στην Ουκρανία από τον Ιεροσολύμων Θεοφάνη βλέπε στα α) Andrzej Borkowski,  Αγώνας των Ορθοδόξων Πατριαρχείων κατά της Ουνίας, Αθήνα, 2008, σελ. 235, β) Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ό.π., σελ. 60, γ) Θεοδώρου Βαλλιάνου, Ιστορίας της Ρωσσικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1851, σελ. 196, δ) Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας, εκδ. ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα, 2005, σελ. 290, ε) π. Γεωργίου Φλωρόφκσυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, μέρος α΄, εκδ, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 95.
[22] Η αποτείχιση από τους αιρετικούς είναι βεβαίως σωτήρια, επί προσωπικού επιπέδου, μιας και με την απομάκρυνση από τους αιρετικούς, λυτρώνεται ο αποτειχιζόμενος από την ψυχοκτόνο κοινωνία με την αίρεση.
[23] Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1013.
[24] Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισίς μου, Σπέτσες, 2008, σελ. 32-33.
[25] Την άρνηση αναγκαιότητας της  Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων υιοθετούν οι Ματθαιϊκοί , λόγω των γνωστών εκκλησιολογικών θέσεών τους. Αλλά και οι νεοημερολογίτες νεοαποτειχισμένοι , οι οποίοι "προφητεύοντας" πως η "εσχάτη αίρεση δεν θα καταδικαστεί από εκκλησιαστική Σύνοδο" ουσιαστικά κρατούν μια εσωστρεφή και μοιρολατρική στάση (που περιορίζεται μόνο στην Αποτείχιση), επηρεασμένη από την αιρετική εκκλησιολογία του Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, η οποία ταυτίζει την Εκκλησία του Χριστού με τους εκάστοτε διοικούντες Αυτήν (βλέπε σχετικά εδώ: https://paterikiparadosi.blogspot.gr/2016/08/blog-post_40.html ).
[26] Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ ( http://www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/384-i-gnisia-or8odoksi-ekklisia-enanti-tisairesews-tou-oikoymenismou-8emata-dogmatika-kanonika ).