Ο
Δίκαιος Ιώβ έζησε περίπου στους χρόνους
των Πατριαρχών, στην Αυσίτιδα χώρα,
μεταξύ Ιδουμαίας και Αραβίας και είχε
αραμαϊκή καταγωγή. Ήταν πολύ πλούσιος,
αλλά και ευσεβής, ενάρετος και δίκαιος.
Η οικία του ήταν ανοικτή σε κάθε ξένο.
Επιδείκνυε στοργή προς κάθε στερούμενο,
πάσχοντα και αδικούμενο, παρέχοντας
στοργή και συμπαράσταση. Ήταν στήριγμα
πτωχών και υπερασπιστής αδυνάτων,
δίκαιος και γενναιόδωρος απέναντι στους
πολυπληθείς υπηρέτες του και τους
δούλους του. Στοργικός οικογενειάρχης,
είχε αναθρέψει δέκα παιδιά, επτά γυιούς
και τρεις κόρες, τα οποία συνήθιζαν να
τρώνε και να πίνουν καθημερινώς μαζί.
Ο
Ιώβ κάθε πρωί πρόσφερε θυσίες στον Θεό
για τα παιδιά του, διότι σκεπτόταν και
έλεγε: «μήπως τυχόν τα παιδιά μου
σκέφθηκαν κατά την ώρα των συμποσίων
σκέψεις αμαρτωλές και αμάρτησαν έτσι
απέναντι του Θεού». Απολάμβανε
ιδιαίτερο σεβασμό από τους συμπολίτες
του, που όταν τον άκουγαν τον μακάριζαν
για τη σοφία του. Είχε μέγα πλήθος από
ζώα: 7.000 πρόβατα, 3.000 καμήλες, 500 ζεύγη
βοδιών, μια αγέλη 500 θηλυκών όνων και
ένα πλήθος βοσκών και επιστατών. Φέρεται
να ήταν γενικά από τους πλουσιότερους
και τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους
των ανατολικών χωρών. Αυτόν τον Δίκαιο
ζήτησε και έλαβε ο διάβολος άδεια από
τον Θεό να τον δοκιμάσει, προκειμένου
να τον κάνει να αδημονήσει, να χάσει την
πίστη και την υπομονή του και να
βλασφημήσει κατά του Θεού. Κάποια
μέρα λοιπόν που τα παιδιά του Ιώβ
διασκέδαζαν στο σπίτι του μεγαλύτερου
αδελφού τους, φθάνει ένας αγγελιαφόρος
στον Ιώβ και του αναφέρει ότι κάποιοι
ληστές, αφού έσφαξαν τους δούλους βοσκούς
του, άρπαξαν τα ζεύγη των βοδιών και
τους θηλυκούς όνους και μόνο αυτός
σώθηκε της καταστροφής. Πριν τελειώσει
όμως το λόγο του, φθάνει άλλος αγγελιαφόρος
που ανήγγειλε στον Ιώβ, ότι φωτιά έπεσε
από τον ουρανό και κατέκαψε όλα τα
πρόβατα και τους βοσκούς αυτών και μόνο
αυτός σώθηκε. Πριν και αυτός ολοκληρώσει,
φθάνει έτερος που ανήγγειλε ότι έφιπποι
ληστές κατά ομάδες περικύκλωσαν τα
κοπάδια των καμήλων, τις οποίες και
άρπαξαν, φονεύοντας όλους τους δούλους
και βοσκούς που τις φύλαγαν. Στο σημείο
αυτό φθάνει τέταρτος αγγελιοφόρος που
ανήγγειλε το τραγικότερο: Σφοδρός άνεμος
άρπαξε τη στέγη της οικίας, στην οποία
συνέτρωγαν τα παιδιά του Ιώβ, με συνέπεια
να ταφούν όλα τα παιδιά του κάτω από τα
ερείπια. Τότε ο Ιώβ σηκώθηκε και
σκίζοντας τα ενδύματά του και κουρεύοντας
τα μαλλιά του έπεσε στο έδαφος προσκυνώντας
τον Θεό και είπε: «Γυμνός εξήλθα από την
κοιλιά της μάνας μου και γυμνός θα απέλθω
από τον κόσμο αυτό. Ο Κύριος έδωσε τα
δώρα του και ο ίδιος τα αφαίρεσε. Ας
είναι δοξασμένο το όνομά Του στους
αιώνες» (είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον
εις τους αιώνας). Επιπρόσθετα, για να
τον δοκιμάσει ακόμα περισσότερο ο
διάβολος, έλαβε άδεια από τον Θεό και ο
Ιώβ προσβλήθηκε από φοβερή μολυσματική
ασθένεια και γέμισε από πληγές, ζώντας
πλέον έξω από τα τείχη της πόλης του. Οι
πληγές του ήταν γεμάτες πύο, μύριζαν
άσχημα και τον πονούσαν και γι΄ αυτό
τις έξυνε με ένα όστρακο καθισμένος
«επί κοπρίας» μακριά από το σπίτι του
και τους ανθρώπους. Όμως, παρά την μεγάλη
του θλίψη και τον σωματικό του πόνο,
συνέχισε να δοξολογεί τον Θεό. Στην
γυναίκα του, που τον προέτρεψε να
βλασφημήσει τον Θεό και να δώσει τέλος
στην ζωή του, απάντησε: «Γιατί μίλησες
έτσι σαν μία ανόητη γυναίκα; Εάν δεχθήκαμε
τα αγαθά από τον Θεό, τα κακά δεν θα τα
υπομείνουμε;». Ο διάβολος πλέον
ανεχώρησε ντροπιασμένος επειδή με τις
προσβολές των τόσων πειρασμών, δεν
κατόρθωσε τον σκοπό που είχε, δηλαδή να
τον κάνει να βλασφημήσει κατά του Θεού.
Ως
ανταμοιβή για την υπομονή του, ο Ιώβ
αποκαταστάθηκε από τον Θεό στην αρχική
του κατάσταση υγείας και ευδαιμονίας,
και μάλιστα με πολύ περισσότερα αγαθά
και ευλογίες: Απέκτησε πάλι επτά γιους
και τρεις θυγατέρες, καθώς και τα διπλάσια
ζώα, και έζησε μετά τη δοκιμασία αυτή
170 χρόνια. Πέθανε σε ηλικία 240 ετών, αφού
ευτύχησε να δει και τα τρισέγγονά
του!
Την εποχή που βασίλευε ο
Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.), ζούσε
στην πόλη Μαγεδών της Περσίας ο Λικίνιος
που ήταν ηγεμόνας μιας επαρχίας και η
γυναίκα του που λεγόταν Λικινία. Αυτοί
ήταν οπαδοί μίας περσικής θρησκείας
του Ζωροάστρη.
Κάποτε απέκτησαν μία
χαριτωμένη κορούλα που την ονόμασαν
Πηνελόπη κι όσο αυτή μεγάλωνε, τόσο πιο
πολύ ξεχώριζε η εξωτερική της ομορφιά
αλλά και το χάρισμα της ευστροφίας που
διέθετε. Έτσι οι γονείς της, έκτος από
τις περιποιήσεις και τα υλικά αγαθά
που της προσέφεραν πλουσιοπάροχα, για
να την κάνουν ευτυχισμένη, ανέθεσαν
και τη μόρφωση της σε έναν σοφό δάσκαλο,
τον Απελλιανό. Εκείνος, ανέλαβε τη
διαπαιδαγώγηση της Πηνελόπης με μεγάλο
ενδιαφέρον και με χαρά έβλεπε την πρόοδό
της, στα μαθήματα που της έκανε. Πολλές
φορές, συζητώντας μαζί της, καταλάβαινε
πως η νεαρή κόρη με τα προτερήματα που
είχε και με το χαρακτήρα της, τον βοηθούσε
να γίνει περισσότερο σοφός.
Όταν ο καιρός ήταν καλός, η
Πηνελόπη περνούσε τις μέρες της με τους
γονείς της και τον δάσκαλό της, στον
εξοχικό τους πύργο, που ήταν
περιτριγυρισμένος από κήπους με
ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Μέσα
στο αρχοντικό, όλα τα έπιπλα ήταν
φτιαγμένα από χρυσάφι, ενώ πολλές δούλες
υπηρετούσαν τα αφεντικά τους και τις
ανάγκες της έπαυλης. Μία όμως από αυτές,
διέφερε από τις άλλες γιατί ήταν πρόθυμη
και υπάκουη κι έτσι, πολύ γρήγορα
απέκτησε την εκτίμηση του άρχοντα και
της γυναίκας του, χωρίς να γνωρίζουν
βέβαια ότι ήταν Χριστιανή. Η Πηνελόπη
ξεχώρισε τις σπάνιες αρετές της υπηρέτριας
και γι' αυτό της άρεζε να κάνει παρέα
μαζί της. Στον ελεύθερο χρόνο της
συζητούσε με τη Χριστιανή δούλη και
με ενδιαφέρον προσπαθούσε να ανακαλύψει
το μυστικό της που την έκανε τόσο
διαφορετική από τις άλλες υπηρέτριες.
Ένα
βράδυ, η κόρη του άρχοντα καθώς κοιμόταν,
είδε στο όνειρό της ένα λευκό περιστέρι
που κρατούσε στο ράμφος του ένα κλαδί
ελιάς και το άφησε πάνω στο χρυσό τραπέζι
του πύργου. Έπειτα εμφανίστηκε ένας
αετός που κρατούσε ένα στεφάνι από
λουλούδια και στο τέλος παρουσιάστηκε
ένα κοράκι που άφησε από το ράμφος του
ένα σκοτωμένο φίδι. Η Πηνελόπη ξύπνησε
τρομαγμένη αλλά όταν ξανακοιμήθηκε,
είδε έναν Άγγελο Κυρίου που της είπε: -Ο αληθινός Θεός σε καλεί να
τον ακολουθήσεις. Σε αυτό θα σε βοηθήσει
η αγαπημένη σου Χριστιανή υπηρέτρια. Το πρωί η Πηνελόπη ζήτησε από
τον δάσκαλο της, να της εξηγήσει το
παράξενο αλλά θεϊκό όνειρο που είδε κι
εκείνος της είπε: -Το περιστέρι
συμβολίζει την αγνή ψυχή σου, ο αετός
προμηνύει νίκη και δόξα, αλλά το κοράκι
σημαίνει ότι στη ζωή σου θα υποφέρεις
και θα δοκιμαστείς πολύ!
Τότε η νεαρή
κόρη πήγε στην υπηρέτρια και της
είπε: -Είσαι Χριστιανή και μου το
διαβεβαίωσε Άγγελος από τον ουρανό,
γι' αυτό θέλω να μου μιλήσεις για τον
Θεό σου! Η υπηρέτρια ζήτησε συγγνώμη
από την αρχοντοπούλα που της το είχε
κρατήσει μυστικό και από τότε άρχισε
να της μιλά για τη ζωή του Χριστού και
για το κήρυγμα Του στη γη. Αργότερα η
Πηνελόπη θέλησε να βαπτιστεί, γι'
αυτό κάποιο βράδυ, ένας Χριστιανός
ιερέας μπήκε κρυφά στον πύργο και βάπτισε
την Αγία, δίνοντας της το όνομα Ειρήνη.
Αμέσως η κόρη του ηγεμόνα ομολόγησε τη
Χριστιανική Πίστη στους γονείς της και
παρ' όλο που εκείνοι προσπάθησαν να τη
μεταπείσουν, η Ειρήνη τους μίλησε με
σύνεση και τους είπε πώς πρέπει να
υπακούμε πρώτα στον Θεό κι έπειτα στους
ανθρώπους. Έτσι κι εκείνη θα υπάκουε
στις γεμάτες αγάπη, εντολές του Θεού
και όχι στις εγωιστικές διαταγές των
ανθρώπων.
Σύντομα μαθεύτηκε στην πόλη
ότι η κόρη του ηγεμόνα έγινε Χριστιανή.
Τότε πήγαν οι Πέρσες ιερείς στον
Λικίνιο και τον έπεισαν να δικάσει την
Ειρήνη. Ο πατέρας της Αγίας μάταια
δοκίμασε να την καλοπιάσει, ούτε
κατόρθωσε να την τρομάξει με διάφορες
απειλές. Γι' αυτό θύμωσε τόσο πολύ που
διέταξε να δέσουν τη κόρη του και να
την βάλουν ανάμεσα σε αφηνιασμένα άλογα,
για να την καταπατήσουν και να την
θανατώσουν με κλωτσιές. Όμως συνέβη
κάτι φοβερό! Ένα αγριεμένο άλογο, όρμησε
ξαφνικά πάνω στον ηγεμόνα, τον κλώτσησε
με δύναμη και τον σκότωσε. Τότε έβγαλε
ανθρώπινη φωνή και είπε:
Ο λαός που
παρακολουθούσε το μαρτύριο της Αγίας,
θαύμασε για το ανεξήγητο εκείνο γεγονός
και πολλοί από εκείνους πίστεψαν
στον Χριστό και βαπτίσθηκαν, αλλά οι
άπιστοι Ιερείς νόμιζαν πως η Αγία έκανε
μαγικά και τη μίσησαν ακόμη πιο πολύ.
Όταν
η Ειρήνη είδε ότι σκοτώθηκε ο πατέρας
της, έτρεξε δίπλα του και ξεχνώντας το
κακό που θα της έκανε εκείνος πριν από
λίγο, γονάτισε μεγαλόψυχα κι άρχισε να
προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό. Αμέσως
έγινε θαύμα και ο άρχοντας Λικίνιος
που βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα,
αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθιος. Μόλις
κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε
μετανοημένος συγχώρεση από την κόρη
του και αποφάσισε να βαπτιστεί και
να γίνει Χριστιανός μαζί με τη γυναίκα
του και τον δάσκαλο Απελλιανό. Έπειτα,
παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του κι
έζησαν ενάρετα στον εξοχικό τους πύργο,
κάνοντας ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες
και άλλα χριστιανικά έργα. Μαζί με
αυτούς, πλήθος κόσμου που είδε το θαύμα,
δόξαζε τον αληθινό Θεό και εγκατέλειπε
τις ψεύτικες θρησκείες που λατρεύονταν
μέχρι τότε.
Αργότερα, ηγεμόνας
της πόλης έγινε ο Σεδεκίας ο οποίος,
όταν έμαθε πως η Ειρήνη ήταν Χριστιανή,
διέταξε να τη συλλάβουν και να τη
φυλακίσουν σε ένα βαθύ λάκκο, όπου μέσα
ζούσαν δηλητηριώδη φίδια. Ύστερα από
δεκατέσσερις μέρες, ο άρχοντας με πλήθος
κόσμου, πήγαν να παραλάβουν το πτώμα
της νεαρής Αγίας αλλά με έκπληξη
διαπίστωσαν πως εκείνη ζούσε και τα
ερπετά τη σεβόταν και δε την άγγιζαν.
Τότε ο Σεδεκίας διέταξε να τη δέσουν σε
έναν τροχό με αιχμηρά μαχαίρια, ο
όποιος γύριζε με τη δύναμη ενός ορμητικού
χειμάρρου. Όμως μέχρι να τη δέσουν,
το νερό σταμάτησε και ο τροχός δε γύριζε
πια! Εξοργισμένος ο ηγεμόνας, έδωσε
εντολή να πριονίσουν τα πόδια της
Ειρήνης. Η Αγία υπέμενε το φρικτό
βασανιστήριο και γι' αυτό ο Θεός την
ενθάρρυνε κάνοντας ακόμη ένα θαύμα.
Μόλις οι δήμιοι τελείωσαν την αποτρόπαια
πράξη τους, εκείνη θεραπεύτηκε εντελώς
και όλοι κοιτούσαν άφωνοι, μη μπορώντας
να εξηγήσουν ποια δύναμη προστάτευε
τη Χριστιανή μεγαλομάρτυρα.
Διάδοχος
του Σεδεκία ήταν ο γιος του, ο Σαβώρ, ο
οποίος έστειλε τον στρατό του να πολεμήσει
τους πολιτικούς εχθρούς του. Λίγο πιο
έξω από την πόλη, οι απάνθρωποι στρατιώτες
συνάντησαν την Αγία και αφού της έμπηξαν
καρφιά στις φτέρνες, της φόρτωσαν στην
πλάτη ένα βαρύ τσουβάλι με άμμο και τη
διέταξαν να το μεταφέρει ως τον
βασιλιά. Αλλά την ίδια στιγμή, έγινε
σεισμός, η γη άνοιξε στα δύο και πολλοί
άπιστοι στρατιώτες έπεσαν στο γκρεμό
και σκοτώθηκαν, ενώ πολύ σύντομα πέθανε
κι ο βασιλιάς. Η Αγία ελεύθερη πια,
κήρυξε το λόγο του Θεού στον λαό κι έκανε
πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν
οι Χριστιανοί της Περσίας.
Έπειτα η μάρτυς ταξίδεψε σε
διάφορα μέρη και σε ξένους τόπους,
διδάσκοντας την Χριστιανική Πίστη,
μέχρι που έφτασε στην πόλη Καλλίνικο,
όπου βασίλευε ο άρχοντας Νουμεριανός.
Αυτός, όταν άκουσε το Χριστιανικό κήρυγμα
της Ειρήνης, διέταξε να την πιάσουν και
αφού τη γυμνώσουν, να τη ρίξουν μέσα σε
ένα πυρακτωμένο καμίνι που είχε σχήμα
βοδιού. Μα η Αγία δεν έπαθε τίποτα
και τότε την έβαλαν ξανά σε δεύτερο
καμίνι για να την κάψουν ζωντανή. Ο Θεός
προστάτεψε και πάλι τη μάρτυρα κι εκείνη
αντί να καίγεται και να υποφέρει από
τις καυτές φλόγες γύρω της, δόξαζε
χαρούμενη τον Θεό. Τότε την έριξαν σε
τρίτο καμίνι αλλά εκείνο έσπασε από την
πολύ ζέστη, ενώ η Ειρήνη βγήκε ζωντανή,
κάνοντας πολλούς ανθρώπους που
παρευρίσκονταν εκεί, να πιστέψουν στη
δύναμη του Χριστού.
Η φήμη της Αγίας έφτασε μέχρι
και στον βασιλιά της Περσίας, τον Σαβώριο.
Εκείνος την κάλεσε κοντά του και αφού
διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την
πείσει να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε
να την αποκεφαλίσουν και να την κλείσουν
σ' έναν τάφο. Όμως Άγγελος Κυρίου ανέστησε
την μάρτυρα και μόλις ο βασιλιάς την
αντίκρυσε ζωντανή, πίστεψε κι εκείνος
στον Χριστό. Μετά από αυτά η Ειρήνη
περιόδευσε σε αρκετές πόλεις, διδάσκοντας
το θέλημα του Θεού και με τη Χάρη του
Παναγίου Πνεύματος έκανε θαύματα,
ενισχύοντας την πίστη των Χριστιανών,
οι όποιοι την αποκαλούσαν Ισαπόστολο.
Ύστερα από μία μαρτυρική και πολυβασανισμένη
ζωή, η Αγία αισθάνθηκε πως πλησίαζε το
τέλος της. Έτσι, προετοιμάστηκε και
πέθανε ειρηνικά, ευχαριστώντας τον Θεό
που την αξίωσε να υποφέρει τόσα πολλά
για τη δόξα Του. Η μνήμη της Αγίας
μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, εορτάζεται από
την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.
Η Αγία Φιλοθέη
γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην
τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς
γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και
Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν
στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από
θερμή και συνεχή προσευχή.
Ο Κύριος
που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που
Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε
την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα
η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της
στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί
και από τον κόπο της έντονης και επίμονης
προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος.
Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα.
Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την
εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην
κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και
έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην
ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι
έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα
έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη
μονάκριβη θυγατέρα της.
Μαζί με την
Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην
μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για
την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα
(ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό
ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή,
όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία,
τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως
λέει το συναξάρι της.
Σε ηλικία 14
χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν,
παρά την θέλησή της, με έναν από τους
άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού
πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της,
ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο
πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον
Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το
όνομα Φιλοθέη.
Κατ' αρχήν, ύστερα
από εντολή του Αγίου Ανδρέα του
Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα,
οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με
αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το
όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο
μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία
οικοδομήματα και εκτάσεις και το
προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά,
που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και
συντήρηση των μοναζουσών.
Το μοναστήρι
αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην
Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη
μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν
πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και
διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή
χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη,
απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές
και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι
σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το
θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου
της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο
και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του
Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν
με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο
λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία,
γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία
και απόδειξη της αγιότητας αυτής.
Το
παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί
στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες
νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να
έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας
Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι.
Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι
ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί
οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι
πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα
και τα ορφανά στοργή.
Η Οσία, παρά
τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί
διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα,
νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα
διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’
ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς
τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν
προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά
τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με
τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους
πονεμένους σκλάβους με την προσευχή
της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της
για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την
αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες.
Το έργο της, κατά βάση εθνικό και
θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας
και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα.
Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση
για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία
της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας
(1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική
βοήθεια.
Η όλη όμως δράση της Αγίας
Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους.
Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και
εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί:
«Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη
βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού,
τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη
μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό
αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας
χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε
μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς
Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου».
Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση
προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι
η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός
ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού
θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την
τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν
κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον
ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι
πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.
Αφεθείσα
πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε
αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί
Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης
Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα
ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι
μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής
αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους
τους στερέωνε στην αρετή, τους δε
αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους
οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά
για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια
(Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει
μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις
μοναχές εκείνες που φοβούνταν για
διαφόρους λόγους να διαμένουν στην
Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο
και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες
αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων
της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το
έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην
Αθήνα.
Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη,
αφού έφθασε στην τελειότητα και στην
πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον
Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία,
προς απόδειξη του θαυματουργικού της
χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο,
το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας
νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από
πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές
και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά
παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον
Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν
στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και
τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό.
Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την
τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο
Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια
για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του.
Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε.
Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον
οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία,
ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον
λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα.
Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον
εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και
έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός,
πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με
μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ'
όλους.
Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν
να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια
νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588
μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν
οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να
εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος
Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία
μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν
στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια
αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν
στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα
στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο
ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την
μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα
και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από
τη μονή της.
Έξω από το ναό, στα δεξιά
της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου
η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι
μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη
της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη
υποκύπτει στα τραύματά της στις 19
Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.
Είκοσι ημέρες
μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος
της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα
έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό
της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον
ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή
και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και
ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και
αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς
μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα
στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο
μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα
τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ'
αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων
θήκετο Yψιμέδων».
H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε
αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου
B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης
Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα
κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας,
σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί
με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών
και με τους προκρίτους της Aθήνας για
να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς
των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο
είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη
ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της
οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον
εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά
και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και
θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι...
τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη
ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα
αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω
χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε
κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι».
Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος
σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν
Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι
και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και
Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών
την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον,
υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν
άσκησιν...».
Ο
ήλιος ο αισθητός, που ανατέλλει πάνω
από τη γη, έχει δίπλα του συνακόλουθους, τα αστέρια της Άρκτου, του Ωρίωνα, της
Πούλιας, ακόμα και του Αυγερινού. Ο Ήλιος
όμως της Δικαιοσύνης, ο οποίος ακτινοβόλησε
ανατέλλοντας μέσα από τους παρθενικούς
κόλπους, δεν έχει ανάγκη τη συνδρομή
από το φως των αστεριών, αλλά έθεσε
τον Πρωτομάρτυρα Στέφανονα λάμπει
αυτός, δίπλα στις αθάνατες ακτίνες
Του. Ο ήλιος, βαδίζοντας στο ουράνιο
μονοπάτι του ανάμεσα στο βοριά και το
νότο, πότε μεγαλώνει και πότε μικραίνει
το φεγγοβόλημα της μέρας.
Ο Κύριος, ερχόμενος
από τον ουρανό για μας, αύξησε την
Δικαιοσύνη και διατήρησε αμόλυντο και
αμείωτο το φεγγοβόλημά της.
Ο ήλιος διαδέχεται τη νύχτα,
Αυτός τον θάνατο αντιπαλεύει, εκείνος
διώχνει το σκοτάδι, Αυτός ανατρέπει την
αμαρτία, εκείνος φέγγει για δώδεκα ώρες,
Αυτός αστράφτει στους αιώνες, εκείνος
με τ’ αστέρια βαδίζει, Αυτός λάμπει με
τους Αποστόλους, εκείνος τριγυρνάει
ανάμεσα σε χρόνια και εποχές, Αυτός
κηρύττεται με τους Προφήτες και τους
Ευαγγελιστές, εκείνος με τη διαδρομή
του τις ώρες υφαίνει, Αυτός τον λόγο της
Εκκλησίας δυναμώνει. Εκείνον οι ζωγράφοι
πάνω στο άρμα τον ζωγραφίζουν, Αυτόν οι
σοφοί κατά Θεόν στη φάτνη αναπαυόμενο
αναγγέλλουν.
Μια φάτνη η οποία σαν άλλος
Ουρανός που περιβάλλεται με τη Χερουβική
δόξα, μόνο με τον Θεϊκό θρόνο μπορεί να
συγκριθεί, που περιέχει τη λογική τροφή,
μια φάτνη που δέχτηκε Αυτόν που δημιούργησε
την κάθε ζωή, μια φάτνη που βαστάει Αυτόν
που βαστάει τα πάντα. Μια φάτνη που κατά
χάριν έγινε πλατύτερη από την Πλάση
όλη, για να χωρέσει Αυτόν που ολόκληρη
η Κτίση δεν χωράει. Μια φάτνη που μας
αναγγέλθηκε από τον αγγελιοφόρο αστέρα.
Μια φάτνη που προτύπωσε το θυσιαστήριο,
και ένα σπήλαιο που την Εκκλησία
αποτέλεσε.
Ας μιμηθούμε λοιπόν και εμείς,
τους ευσεβείς Μάγους, και αντιλαμβανόμενοι
την εκκλησία ως Βηθλεέμ, ας ασπασθούμε
το ιερό βήμα ως Σπήλαιο, το θυσιαστήριο
ως Φάτνη, και αντί του Βρέφους, τον διά
του Βρέφους ευλογημένο άρτο ας
αγκαλιάσουμε. Έχοντας υπόψιν όλα αυτά ας
δοξάσουμε σήμερα Αυτόν που και ο
πρωτομάρτυρας Στέφανος ως Βασιλέα
κηρύττει. Θαυμαστά πράγματα ενός
θαυμαστού Βασιλέα! Χθες γεννήθηκε, και
σήμερα ο Στέφανος σε Αυτόν προσφέρθηκε
ως πραγματικό και έμψυχο στεφάνι, ως
στεφάνι που πλέχτηκε και χαλκεύτηκε
μόνο του.
Ο Στέφανος, που στεφανώνοντας
τον Βασιλέα στεφανώθηκε.
Ο Στέφανος, το πολύανθο της
πίστεως κλωνάρι, το μοσχομυρωδάτο της
αγάπης ρόδο, το αμάραντο άνθος της
ελπίδος, της χάριτος το λουλουδιασμένο
βλαστάρι, της αιωνίου αμπέλου το κατάφορτο
κλήμα, ο μελιστάλαχτος καρπός της
αθανασίας.
Ο Στέφανος, το παρακλάδι του
Σταυρωθέντος που στα Ουράνια φθάνει,
που γεμάτος από κάθε καλό έργο και λόγο
αποτέλεσε ακατάλυτο πύργο της ομολογίας
και ασάλευτο οχύρωμα της υπομονής.
Ο Στέφανος, ο σταυροφόρος
αήττητος στρατιώτης της εγκράτειας και
της ευσέβειας, ο έμψυχος στρατηλάτης,
ο θαρραλέος ρήτορας, κατά των Χριστοκτόνων.
Αλλά τόση ώρα λέγω, λέγω, και
ακόμη τίποτα δεν έχω πει για τα γεγονότα.
Ας αφήσουμε λοιπόν τη θεία Γραφή να
στεφανώσει τον Στέφανο.
Λέει λοιπόν η Γραφή, ότι ο
Στέφανος πλήρης χάριτος και δυνάμεως
«ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν
τῷ λαῷ». Άρα πώς λοιπόν να επαινέσω εγώ
τον Στέφανο, όταν η ίδια η θεία χάρη τού
έχει πλέξει στεφάνι, το στεφάνι που
στεφανώνει τον κάθε μάρτυρα; Τι λόγο να
προσθέσω εγώ στον λαμπρότερο μάρτυρα
του κόσμου, με ποιες λέξεις να στολίσω
αυτόν που έκανε πάμπολλα θαύματα;
Λέει λοιπόν η Γραφή ότι ο
Στέφανος πλήρης χάριτος και δυνάμεως
«ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν
τῷ λαῷ». Η θεία Χάρη και η θεία Δύναμη
έπλεκαν ταυτόχρονα τον στέφανο του
Στέφανου, προετοιμάζοντάς τον για τον
καλόν αγώνα. Η μια τον κραταίωνε στην
πίστη, και η άλλη τον ετοίμαζε για το
μαρτύριο. Η μία για την διακονία, και η
άλλη ως προς τον λόγο. Η μία προς το
θάρρος, και η άλλη τον εκπαίδευε στην
υπομονή. Η μία προς τα θαύματα, και η
άλλη τον προετοίμαζε για τα κατορθώματα.
Η Χάρη και η Δύναμη που είναι
βλαστάρια από την ίδια ρίζα, ζευγάρι
παντοτινό, κλωνάρι από το ίδιο φυτό της
πίστεως, παντοτινά ομόφωνες. Η Χάρη και
η Δύναμη, τα πανέμορφα μάτια της
ορθοδοξίας, ου δίδυμοι μαστοί της
Εκκλησίας, οι συστρατιώτες του Χριστού.
Οι άγρυπνοι φύλακες του Στέφανου.
Λέει λοιπόν η Γραφή ότι ο
Στέφανος ήταν «πλήρης χάριτος και
δυνάμεως». Θυμιατήριο της Χάριτος ήταν ο
Στέφανος, που ευωδίαζε το λιβάνι της
αγιοσύνης. Πηγή της Χάριτος που ανέβλυζε
τα παντοτινά νάματα της αρετής. Νείλος
της Χάριτος που ξεχείλιζε από ευσέβεια.
Αθλητής της Χάριτος ασυναγώνιστος από
κάθε αντίπαλο. Στρατιώτης της Χάριτος, που
αντιπάλευε κάθε πανουργία και κάθε
φοβέρα, και στέκονταν ακλόνητος σε κάθε
επίθεση, δεχόμενος με καρτερία τους
διωγμούς, θαυματοποιώντας, διώκοντας
τα πάθη, γιατρεύοντας τις αρρώστιες,
εκδιώκοντας τους δαίμονες, υπηρετώντας
τους φτωχούς, ανακουφίζοντας τους
ασθενείς, υπερασπίζοντας τις χήρες,
προστατεύοντας τα ορφανά και τους
αδικουμένους, αυξάνοντας το κήρυγμα,
αναγγέλλοντας την πίστη· μιλώντας και
καυχούμενος για τον Σταυρό, τους ήλους,
τον κάλαμο, δοξάζοντας τα δεσμά,
διακηρύττοντας τη λόγχη, που για χάρη
μας έπληξε την πλευρά του Κυρίου,
προσκυνώντας το Πάθος του Κυρίου που
θανάτωσε τον θάνατο. Προβάλλοντας τη Φάτνη, και
υπερηφανευόμενος για τα Σπάργανα,
εκθειάζοντας τα ραπίσματα, χωρίς να
ντρέπεται για το δικαστήριο του Πιλάτου,
χωρίς να κρατάει κρυφό τον Τάφο του
Κυρίου, περήφανος για την Ανάσταση.
Ελέγχοντας τους Ιουδαίους, ανατρέποντας
τους Φαρισαίους, ντροπιάζοντας τους
Σαδδουκαίους, αποστομώνοντας τους
Γραμματείς.
Ερμηνεύοντας τον Νόμο, και
ερευνώντας τους Προφήτες, ανέλυε τις
Γραφές κι εκεί ανακάλυπτε τον Χριστό
να λάμπει. Αντιμετωπίζοντας και
επιτιμώντας τους παράνομους σταυρωτές.
Αντιμαχόμενος τους ασεβείς, κατατροπώνοντας
με την πίστη τους απίστους Ιουδαίους,
που αντιδρούσαν στο κήρυγμα του. «ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ
τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων
καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ
τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες
τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι
τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει». Μεγάλη η τρικυμία αλλά ο
κυβερνήτης επουράνιος, πυκνή η θύελλα
αλλά το πλοίο φέρει σταυρό, αλλεπάλληλες
οι καταιγίδες αλλά η καρίνα είναι στέρεα.
Δεν μπορούν τα κύματα να εξεγερθούν
κατά του ουρανού, δεν μπορεί το πονηρό
πνεύμα να αντιπαλέψει το επουράνιο. Δεν
μπορεί να διαλυθεί το σκάφος που
κυβερνάται από τη Ζωή. «ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ
τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων
καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ
τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες
τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι
τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει».
Και για ποιο λόγο η συζήτηση;
Γι’ Αυτόν που κυοφορήθηκε μυστηριωδώς,
γι’ Αυτόν που γεννήθηκε υπερφυσικά,
γι’ Αυτόν που θήλασε πέρα από κάθε
λογική. Πώς χωρίς ένωση η Παρθένος έγινε
μητέρα, πώς και μετά τον τοκετό έμεινε
παρθένος, πώς η φύση έδωσε την θέση της
στο θαύμα, γιατί σαρκούμενος μέσω της
Μαρίας δεν επέβαλε τις δικές Του
αναλογίες, αλλά θέλησε ο Αχώρητος να
συρρικνωθεί ως βρέφος; Πώς ενώ ήταν
έμβρυο, δημιουργούσε όλα τα άλλα έμβρυα,
πώς ενώ γεννιόταν παρείχε τη γέννηση
σε όλους, πώς θήλαζε και ταυτόχρονα
χορηγούσε σε όλα τα βρέφη τις πηγές του
γάλακτος; Αυτή είναι η διαφορά του Νόμου
και της Χάριτος. Ο Νόμος καταδικάζει, η
Χάρη συγχωρεί, ο Νόμος κολάζει η Χάρη
σώζει, ο Νόμος υπηρετεί η Χάρη εξουσιάζει,
ο Νόμος την αμαρτία φονεύει, η Χάρη την
αμαρτία εξαφανίζει, ο Νόμος κρατάει το
ξίφος η Χάρη το έλεος μεταχειρίζεται,
ο Νόμος έχει θέση δήμιου, η Χάρη έχει
εξουσία βασιλέως, ο Νόμος τον κατάδικο
δένειμε το σχοινί η Χάρη ως φιλάνθρωπη
αφαιρεί του θανάτου το σύμβολο.
Και ενώ έλεγε τα θεία αυτά λόγια
περί της Χάριτος ο Στέφανος προς τους
Ιουδαίους, αυτοί οι θεομάχοι σηκώθηκαν
τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο Συνέδριο. Όπου η αρπαγή εκεί και η Ιουδαϊκή
συνδρομή, όπου η ταραχή εκεί και το
μισόχριστο πλήθος τους, όπου φόνος
άδικος μελετάται, εκεί και το συνέδριο
των γραμματέων. Γιατί βεβηλώνεις την
καθέδρα του Μωϋσή παράνομε Ιουδαίε;
Γιατί μολύνεις τον θρόνο που στόλισε ο
Νόμος; Ο Νόμος του Μωϋσή είπε: «Ου
φονεύσεις, Ου ψευδομαρτυρήσεις». Ή
λοιπόν τήρησε τον Νόμο ή από τον τόπο
αυτόν απομακρύνσου. Αυτοί όμως έφεραν ψευδομάρτυρες
που έλεγαν «Ο άνθρωπος αυτός δεν σταματά
να βλαστημά αυτόν τον άγιο τόπο και το
Νόμο. Τον ακούσαμε να λέει ότι ο Ιησούς
ο Ναζωραίος θα αφανίσει τον τόπο αυτόν
και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε
ο Μωυσής». Ακόμα έβαλαν και άλλους να
λένε ψέματα ότι «ακούσαμε αυτόν να λέει
βλάσφημα πράγματα για τον Μωϋσή και τον
Θεό».
Τώρα τον Μωϋσή θαυμάζεις
συκοφάντη, τώρα τον τιμάς ως νομοθέτη,
ενώ όταν ζούσε τον έφτυνες; Τώρα ως
τηρητής του Νόμου οργίζεσαι και
αγανακτείς, και υπερασπιζόμενος τον
Θεό, θέλεις να εκδικηθείς; Εσύ δεν
λιθοβόλησες τον Μωυσή; Εσύ δεν προτίμησες
αντί του Θεού τα πέτρινα και τα ξύλινα
είδωλα; Και τώρα για να κάνεις φόνο, σαν
δικαιολογία χρησιμοποιείς την ευλάβεια;
Για να χύσεις αίμα αθώου υποκρίνεσαι
τον θεοσεβή; Όπως τότε, έτσι και τώρα
μπερδεύεις την αλήθεια. Και τότε με
θρασύτητα βλαστημούσες και τώρα με
ασέβεια τιμάς. Εσύ που πάντα είσαι μέσα
στα αίματα, εσύ που πάντα φτιάχνεις
συμμορίες ψευδομαρτύρων. «Παρουσίασαν λοιπόν ψευδομάρτυρες
που έλεγαν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν
σταματά να λέει λόγια εναντίον του Μωυσή
και του Θεού και κατά του αγίου αυτού
τόπου και του Νόμου»
Ποια λόγια; «Ακούσαμε αυτόν να
λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, θα
καταστρέψει αυτόν τον τόπο» Και τι
λοιπόν; Αν σκοτώσεις τον Στέφανο, δεν
θα καταστραφεί ο τόπος; ή μάλλον δεν θα
καταστραφεί επειδή και τον Κύριο και
τον δούλο σκότωσες; Επειδή μαζί με τον
ποιμένα θυσίασες και το πρόβατο, μαζί
με τον Βασιλέα κατάσφαξες και τον
στρατιώτη; Δεν μπορεί πόλις να σταθεί αν
έχει θανατωθεί ο Βασιλέας. Ούτε μπορεί
να τιμάται ο Ναός όταν έχει γίνει ο φόνος
του Δεσπότη. Μήπως ο Στέφανος είπε, το «θα
μείνει ο οίκος σας έρημος»; Μήπως ο Στέφανος είπε, το «δεν
θα μείνει στον Ναό λίθος επί λίθου»;
Παράδοξο πράγμα και παράλογο! Να το λέει
ο Θεός και να δικάζεται ο άνθρωπος! Να
το αποφασίζει ο Θεός και να κατηγορείται
ο άνθρωπος! Ο Βασιλιάς να πραγματοποιεί
και ο στρατιώτης να ευθύνεται! Εσύ είσαι
αίτιος αυτής της καταστροφής Ιουδαίε!
Έμπηξες τον σταυρό και ανακάτεψες την
Ιερουσαλήμ, και είπες «το αίμα Αυτού
πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Δέξου
λοιπόν τώρα την καταδίκη που σου όρισε.
Και λέει η Γραφή «ο Στέφανος γεμάτος
από Πνεύμα Άγιο, κοίταξε στον ουρανό
και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού
να στέκεται όρθιος στα δεξιά του Θεού».
Τότε πως ο Παύλος λέει «κάθισε στα δεξιά
του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού στα
υψηλά»; Ποια ήταν η αιτία για να σηκωθεί;
Ποιο σοβαρό γεγονός τον έκανε να σηκωθεί
από τον πατρικό θρόνο; Είδε τον αθλητή
που αγωνίζεται και σηκώθηκε για να
βραβεύσει τη νίκη του. Είδε αυτόν που
πετάει στον αέρα και άνοιξε τους ουράνιους
λιμένες. «Μη φοβάσαι λοιπόν Στέφανε
κανείς δεν πρόκειται να αδικήσει τον
αγώνα σου. Σηκώθηκα από τον θρόνο γιατί
στα δεξιά μου θέλω να σε βάλω. Γιατί
βλέπω την τολμηρή πίστη σου σε μένα που
σταυρώθηκα. Εγώ είμαι εκείνος που είδες
πάνω στο ξύλο με σάρκα κρεμασμένο, για
αυτή σου τη πίστη σε βραβεύω. Εγώ είμαι
ο αγωνοθέτης του μαρτυρίου αλλά και ο
αθλητής. Πάνω στον σταυρό πάλεψα σαν σε
παλαίστρα. Με συνέλαβαν και τον αντίπαλο
διάβολο κατατρόπωσα. Μη φοβάσαι
αυτούς που σε πετροβολούν, χωρίς να
θέλουν σου φτιάχνουν σκάλα που οδηγεί
στον ουρανό. Μη φοβάσαι αυτούς που
σε πετροβολούν, σκαλιά για να ανέβεις
στα ουράνια γίνονται οι πέτρες. Μη
φοβάσαι τις πέτρες, μέσα σου κουβαλάς
τον ακρογωνιαίο λίθο Ιησού Χριστό»
Η δόξα και η δύναμή Του εις τους
αιώνας των αιώνων.
Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν
ο Ιωάννης στον τόπον αυτόν και δύο από
τους μαθητάς του. Και καθώς με απέραντον
σεβασμόν εκύτταξε τον Ιησούν, που
περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει· “ιδού
ο αμνός του Θεού”. Και οι δύο μαθηταί
του ήκουσαν τα λόγια του αυτά και
ηκολούθησαν τον Ιησούν. Εγύρισε δε ο
Ιησούς και όταν τους είδε να τον
ακολουθούν, λέγει εις αυτούς. “Τι
ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν· “ραββί-που
σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που
μένεις;” Είπεν εις αυτούς· “ελάτε και
ιδέτε που μένω”. Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν
που μένει και έμειναν κοντά του την
ημέραν εκείνην. Η ώρα δε ήτο τέσσαρες
το απόγευμα. Ένας δε από τους δύο, που
ήκουσαν τα όσα ο Ιωάννης είπε περί του
Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο
Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου.
Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον
αδελφόν του τον Σιμωνα και του λέγει·
“ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που
ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Χριστός”.
Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και
ο Ιησούς αφού τον εκύτταξε με βλέμμα
βαθύ και στοργικόν είπε· “συ είσαι
Σιμων, ο υιός του Ιωνά· συ θα ονομασθής
Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την
ελληνικήν Πετρος”. Την άλλην ημέραν
απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από
την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει
τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του
Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε
ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει·
“έλα κοντά μου”. Ο δε Φιλιππος κατήγετο
από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του
Ανδρέου και του Πετρου. Ευρίσκει ο
Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει·
“αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον
και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα
προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν·
είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την
Ναζαρέτ”. Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις
αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν
να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο
Φιλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια
να πεισθής”. Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ
να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί
αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης,
στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”. Λέγει
εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με
γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του
είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος,
όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά
από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”.
Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε·
“Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού,
συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον
οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες,
επεριμέναμεν”. Του απήντησεν δε ο
Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα
κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης
ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”. Και εν
συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να
ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας
διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε
ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους
του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν,
να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν
του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι
κύριος και των αγγέλων)”.