A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΙΩΒ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (6 Μαΐου)


Ο Δίκαιος Ιώβ έζησε περίπου στους χρόνους των Πατριαρχών, στην Αυσίτιδα χώρα, μεταξύ Ιδουμαίας και Αραβίας και είχε αραμαϊκή καταγωγή. Ήταν πολύ πλούσιος, αλλά και ευσεβής, ενάρετος και δίκαιος. Η οικία του ήταν ανοικτή σε κάθε ξένο. Επιδείκνυε στοργή προς κάθε στερούμενο, πάσχοντα και αδικούμενο, παρέχοντας στοργή και συμπαράσταση. Ήταν στήριγμα πτωχών και υπερασπιστής αδυνάτων, δίκαιος και γενναιόδωρος απέναντι στους πολυπληθείς υπηρέτες του και τους δούλους του. Στοργικός οικογενειάρχης, είχε αναθρέψει δέκα παιδιά, επτά γυιούς και τρεις κόρες, τα οποία συνήθιζαν να τρώνε και να πίνουν καθημερινώς μαζί. 

Ο Ιώβ κάθε πρωί πρόσφερε θυσίες στον Θεό για τα παιδιά του, διότι σκεπτόταν και έλεγε: «μήπως τυχόν τα παιδιά μου σκέφθηκαν κατά την ώρα των συμποσίων σκέψεις αμαρτωλές και αμάρτησαν έτσι απέναντι του Θεού». Απολάμβανε ιδιαίτερο σεβασμό από τους συμπολίτες του, που όταν τον άκουγαν τον μακάριζαν για τη σοφία του. Είχε μέγα πλήθος από ζώα: 7.000 πρόβατα, 3.000 καμήλες, 500 ζεύγη βοδιών, μια αγέλη 500 θηλυκών όνων και ένα πλήθος βοσκών και επιστατών. Φέρεται να ήταν γενικά από τους πλουσιότερους και τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών χωρών. Αυτόν τον Δίκαιο ζήτησε και έλαβε ο διάβολος άδεια από τον Θεό να τον δοκιμάσει, προκειμένου να τον κάνει να αδημονήσει, να χάσει την πίστη και την υπομονή του και να βλασφημήσει κατά του Θεού. Κάποια μέρα λοιπόν που τα παιδιά του Ιώβ διασκέδαζαν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού τους, φθάνει ένας αγγελιαφόρος στον Ιώβ και του αναφέρει ότι κάποιοι ληστές, αφού έσφαξαν τους δούλους βοσκούς του, άρπαξαν τα ζεύγη των βοδιών και τους θηλυκούς όνους και μόνο αυτός σώθηκε της καταστροφής. Πριν τελειώσει όμως το λόγο του, φθάνει άλλος αγγελιαφόρος που ανήγγειλε στον Ιώβ, ότι φωτιά έπεσε από τον ουρανό και κατέκαψε όλα τα πρόβατα και τους βοσκούς αυτών και μόνο αυτός σώθηκε. Πριν και αυτός ολοκληρώσει, φθάνει έτερος που ανήγγειλε ότι έφιπποι ληστές κατά ομάδες περικύκλωσαν τα κοπάδια των καμήλων, τις οποίες και άρπαξαν, φονεύοντας όλους τους δούλους και βοσκούς που τις φύλαγαν. Στο σημείο αυτό φθάνει τέταρτος αγγελιοφόρος που ανήγγειλε το τραγικότερο: Σφοδρός άνεμος άρπαξε τη στέγη της οικίας, στην οποία συνέτρωγαν τα παιδιά του Ιώβ, με συνέπεια να ταφούν όλα τα παιδιά του κάτω από τα ερείπια. Τότε ο Ιώβ σηκώθηκε και σκίζοντας τα ενδύματά του και κουρεύοντας τα μαλλιά του έπεσε στο έδαφος προσκυνώντας τον Θεό και είπε: «Γυμνός εξήλθα από την κοιλιά της μάνας μου και γυμνός θα απέλθω από τον κόσμο αυτό. Ο Κύριος έδωσε τα δώρα του και ο ίδιος τα αφαίρεσε. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του στους αιώνες» (είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας). Επιπρόσθετα, για να τον δοκιμάσει ακόμα περισσότερο ο διάβολος, έλαβε άδεια από τον Θεό και ο Ιώβ προσβλήθηκε από φοβερή μολυσματική ασθένεια και γέμισε από πληγές, ζώντας πλέον έξω από τα τείχη της πόλης του. Οι πληγές του ήταν γεμάτες πύο, μύριζαν άσχημα και τον πονούσαν και γι΄ αυτό τις έξυνε με ένα όστρακο καθισμένος «επί κοπρίας» μακριά από το σπίτι του και τους ανθρώπους. Όμως, παρά την μεγάλη του θλίψη και τον σωματικό του πόνο, συνέχισε να δοξολογεί τον Θεό. Στην γυναίκα του, που τον προέτρεψε να βλασφημήσει τον Θεό και να δώσει τέλος στην ζωή του, απάντησε: «Γιατί μίλησες έτσι σαν μία ανόητη γυναίκα; Εάν δεχθήκαμε τα αγαθά από τον Θεό, τα κακά δεν θα τα υπομείνουμε;». Ο διάβολος πλέον ανεχώρησε ντροπιασμένος επειδή με τις προσβολές των τόσων πειρασμών, δεν κατόρθωσε τον σκοπό που είχε, δηλαδή να τον κάνει να βλασφημήσει κατά του Θεού. 

Ως ανταμοιβή για την υπομονή του, ο Ιώβ αποκαταστάθηκε από τον Θεό στην αρχική του κατάσταση υγείας και ευδαιμονίας, και μάλιστα με πολύ περισσότερα αγαθά και ευλογίες: Απέκτησε πάλι επτά γιους και τρεις θυγατέρες, καθώς και τα διπλάσια ζώα, και έζησε μετά τη δοκιμασία αυτή 170 χρόνια. Πέθανε σε ηλικία 240 ετών, αφού ευτύχησε να δει και τα τρισέγγονά του!



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας ἀκαθαίρετος πύργος, τᾶς τοῦ Βελίαρ ἀπεκρούσω ἑφόδους, καὶ ἀκλινὴς διέμεινας σοφὲ ἐν πειρασμοίς, ὅθεν χαρακτῆρα σε, ἀρραγοῦς καρτερίας, καὶ λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ἀρετῶν οὐρανίων, ἡ Ἐκκλησία μέλπει σε Ἰώβ, λαμπρυνομένη, τοὶς σοὶς προτερήμασι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ δικαίου σου Ἰώβ τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σὲ δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀληθὴς καὶ δίκαιος, θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος, ἡγιασμένος τε ὤφθης πανένδοξε, Θεοῦ θεράπον γνήσιε· καὶ ἐδίδαξας κόσμον, ἐν τῇ σῇ καρτερίᾳ Ἰώβ πολύαθλε· ὅθεν πάντες τιμῶντες, ὑμνοῦμέν σου τὸ μνημόσυνον.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Η ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ (5 Μαΐου)

Η Αγία μεγαλομάρτυς Ειρήνη
Την εποχή που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.), ζούσε στην πόλη Μαγεδών της Περσίας ο Λικίνιος που ήταν ηγεμόνας μιας επαρχίας και η γυναίκα του που λεγόταν Λικινία. Αυτοί ήταν οπαδοί μίας περσικής θρη­σκείας του Ζωροάστρη.

Κάποτε απέκτησαν μία χαριτωμένη κορούλα που την ονόμασαν Πηνελόπη κι όσο αυτή μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ ξεχώριζε η εξωτερική της ομορφιά αλλά και το χάρισμα της ευστροφίας που διέθετε. Έτσι οι γονείς της, έκτος από τις περιποιή­σεις και τα υλικά αγαθά που της προσέφεραν πλουσιοπάροχα, για να την κάνουν ευτυχι­σμένη, ανέθεσαν και τη μόρφωση της σε έναν σοφό δάσκαλο, τον Απελλιανό. Εκείνος, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση της Πηνελόπης με μεγάλο ενδιαφέρον και με χαρά έβλεπε την πρόοδό της, στα μαθήματα που της έκανε. Πολλές φορές, συζητώντας μαζί της, καταλάβαινε πως η νεαρή κόρη με τα προτερήματα που είχε και με το χαρακτήρα της, τον βοηθούσε να γίνει περισσότερο σοφός.

Όταν ο καιρός ήταν καλός, η Πηνελόπη περνούσε τις μέρες της με τους γονείς της και τον δάσκαλό της, στον εξοχικό τους πύργο, που ήταν πε­ριτριγυρισμένος από κήπους με ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Μέσα στο αρχοντικό, όλα τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι, ενώ πολλές δούλες υπηρετούσαν τα αφεντι­κά τους και τις ανάγκες της έπαυλης. Μία όμως από αυτές, διέφερε από τις άλλες γιατί ήταν πρόθυμη και υπάκουη κι έτσι, πολύ γρή­γορα απέκτησε την εκτίμηση του άρχοντα και της γυναίκας του, χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ότι ήταν Χριστιανή. Η Πηνελόπη ξεχώρισε τις σπάνιες αρετές της υπηρέτριας και γι' αυτό της άρεζε να κάνει παρέα μαζί της. Στον ελεύθερο χρόνο της συζητούσε με τη Χρι­στιανή δούλη και με ενδιαφέρον προσπα­θούσε να ανακαλύψει το μυστικό της που την έκανε τόσο διαφορετική από τις άλλες υπη­ρέτριες.

Ένα βράδυ, η κόρη του άρχοντα καθώς κοιμόταν, είδε στο όνειρό της ένα λευκό περιστέρι που κρατούσε στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς και το άφησε πάνω στο χρυσό τραπέζι του πύργου. Έπειτα εμφανίστηκε ένας αετός που κρατούσε ένα στεφάνι από λουλούδια και στο τέλος παρουσιάστηκε ένα κοράκι που άφησε από το ράμφος του ένα σκοτωμένο φί­δι. Η Πηνελόπη ξύπνησε τρομαγμένη αλλά όταν ξανακοιμήθηκε, είδε έναν Άγγελο Κυ­ρίου που της είπε:

-Ο αληθινός Θεός σε καλεί να τον ακολουθήσεις. Σε αυτό θα σε βοηθήσει η αγαπη­μένη σου Χριστιανή υπηρέτρια.
Το πρωί η Πηνελόπη ζήτησε από τον δά­σκαλο της, να της εξηγήσει το παράξενο αλλά θεϊκό όνειρο που είδε κι εκείνος της είπε:
-Το περιστέρι συμβολίζει την αγνή ψυχή σου, ο αετός προμηνύει νίκη και δόξα, αλλά το κοράκι σημαίνει ότι στη ζωή σου θα υπο­φέρεις και θα δοκιμαστείς πολύ!

Τότε η νεαρή κόρη πήγε στην υπηρέτρια και της είπε:
-Είσαι Χριστιανή και μου το δια­βεβαίωσε Άγγελος από τον ουρανό, γι' αυτό θέλω να μου μιλήσεις για τον Θεό σου!

Η υπηρέτρια ζήτησε συγγνώμη από την αρχοντοπούλα που της το είχε κρατήσει μυ­στικό και από τότε άρχισε να της μιλά για τη ζωή του Χριστού και για το κήρυγμα Του στη γη. Αργότερα η Πηνελόπη θέλησε να βαπτι­στεί, γι' αυτό κάποιο βράδυ, ένας Χριστιανός ιερέας μπήκε κρυφά στον πύργο και βάπτισε την Αγία, δίνοντας της το όνομα Ειρήνη. Αμέσως η κόρη του ηγεμόνα ομολόγησε τη Χριστιανική Πίστη στους γονείς της και παρ' όλο που εκείνοι προσπάθησαν να τη μεταπεί­σουν, η Ειρήνη τους μίλησε με σύνεση και τους είπε πώς πρέπει να υπακούμε πρώτα στον Θεό κι έπειτα στους ανθρώπους. Έτσι κι εκείνη θα υπάκουε στις γεμάτες αγάπη, εντολές του Θεού και όχι στις εγωιστικές δια­ταγές των ανθρώπων.

Σύντομα μαθεύτηκε στην πόλη ότι  η κόρη του ηγεμόνα έγινε Χριστιανή. Τότε πήγαν οι Πέρσες ιε­ρείς στον Λικίνιο και τον έπεισαν να δικάσει την Ειρήνη. Ο πατέρας της Αγίας μάταια δο­κίμασε να την καλοπιάσει, ούτε κατόρθωσε να την τρομάξει με διάφορες απειλές. Γι' αυτό θύμωσε τόσο πολύ που διέταξε να δέ­σουν τη κόρη του και να την βάλουν ανάμεσα σε αφηνιασμένα άλογα, για να την καταπατήσουν και να την θανατώσουν με κλωτσιές. Όμως συνέβη κάτι φοβερό! Ένα αγριεμένο άλογο, όρμησε ξαφνικά πάνω στον ηγεμόνα, τον κλώτσησε με δύναμη και τον σκότωσε. Τότε έβγαλε ανθρώπινη φωνή και είπε:

Ο λαός που παρακολουθούσε το μαρτύ­ριο της Αγίας, θαύμασε για το ανεξήγητο εκείνο γεγονός και πολλοί από εκείνους πί­στεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν, αλλά οι άπιστοι Ιερείς νόμιζαν πως η Αγία έκανε μαγικά και τη μίσησαν ακόμη πιο πολύ.

Όταν η Ειρήνη είδε ότι σκοτώθηκε ο πατέρας της, έτρεξε δίπλα του και ξεχνώντας το κακό που θα της έκανε εκείνος πριν από λίγο, γονάτισε μεγαλόψυχα κι άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό. Αμέσως έγινε θαύμα και ο άρχο­ντας Λικίνιος που βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα, αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθιος. Μό­λις κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε μετανοη­μένος συγχώρεση από την κόρη του και απο­φάσισε να βαπτιστεί και να γίνει Χριστιανός μαζί με τη γυναίκα του και τον δάσκαλο Απελλιανό. Έπειτα, παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του κι έζησαν ενάρετα στον εξοχικό τους πύργο, κάνοντας ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες και άλλα χριστιανικά έργα. Μαζί με αυτούς, πλήθος κόσμου που είδε το θαύμα, δόξαζε τον αληθινό Θεό και εγκατέλειπε τις ψεύτικες θρησκείες που λα­τρεύονταν μέχρι τότε.

Αργότερα, ηγεμόνας της πόλης έγινε ο Σεδεκίας ο οποίος, όταν έμαθε πως η Ειρήνη ήταν Χρι­στιανή, διέταξε να τη συλλάβουν και να τη φυλακίσουν σε ένα βαθύ λάκκο, όπου μέσα ζούσαν δηλητηριώδη φίδια. Ύστερα από δεκατέσσερις μέρες, ο άρχοντας με πλήθος κό­σμου, πήγαν να παραλάβουν το πτώμα της νεαρής Αγίας αλλά με έκπληξη διαπίστωσαν πως εκείνη ζούσε και τα ερπετά τη σεβόταν και δε την άγγιζαν. Τότε ο Σεδεκίας διέταξε να τη δέσουν σε έναν τροχό με αιχμηρά μα­χαίρια, ο όποιος γύριζε με τη δύναμη ενός ορμητικού χειμάρρου. Όμως μέχρι να τη δέ­σουν, το νερό σταμάτησε και ο τροχός δε γύ­ριζε πια! Εξοργισμένος ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να πριονίσουν τα πόδια της Ειρήνης. Η Αγία υπέμενε το φρικτό βασανιστήριο και γι' αυτό ο Θεός την ενθάρρυνε κάνοντας ακό­μη ένα θαύμα. Μόλις οι δήμιοι τελείωσαν την αποτρόπαια πράξη τους, εκείνη θεραπεύτη­κε εντελώς και όλοι κοιτούσαν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν ποια δύναμη προ­στάτευε τη Χριστιανή μεγαλομάρτυρα.

Διάδοχος του Σεδεκία ήταν ο γιος του, ο Σαβώρ, ο οποίος έστειλε τον στρατό του να πολεμήσει τους πολιτικούς εχθρούς του. Λίγο πιο έξω από την πόλη, οι απάνθρωποι στρατιώτες συνάντησαν την Αγία και αφού της έμπηξαν καρφιά στις φτέρνες, της φόρτωσαν στην πλάτη ένα βαρύ τσουβάλι με άμμο και τη διέ­ταξαν να το μεταφέρει ως τον βασιλιά. Αλλά την ίδια στιγμή, έγινε σεισμός, η γη άνοιξε στα δύο και πολλοί άπιστοι στρατιώτες έπε­σαν στο γκρεμό και σκοτώθηκαν, ενώ πολύ σύντομα πέθανε κι ο βασιλιάς. Η Αγία ελεύ­θερη πια, κήρυξε το λόγο του Θεού στον λαό κι έκανε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι Χριστιανοί της Περσίας.

Έπειτα η μάρτυς ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και σε ξένους τόπους, διδάσκοντας την Χριστιανική Πί­στη, μέχρι που έφτασε στην πόλη Καλλίνικο, όπου βασίλευε ο άρχοντας Νουμεριανός. Αυτός, όταν άκουσε το Χριστιανικό κήρυγμα της Ειρήνης, διέταξε να την πιάσουν και αφού τη γυμνώσουν, να τη ρίξουν μέσα σε ένα πυρακτωμένο καμίνι που είχε σχήμα βο­διού. Μα η Αγία δεν έπαθε τίποτα και τότε την έβαλαν ξανά σε δεύτερο καμίνι για να την κάψουν ζωντανή. Ο Θεός προστάτεψε και πάλι τη μάρτυρα κι εκείνη αντί να καίγεται και να υποφέρει από τις καυτές φλόγες γύρω της, δόξαζε χαρούμενη τον Θεό. Τότε την έριξαν σε τρίτο καμίνι αλλά εκείνο έσπασε από την πολύ ζέστη, ενώ η Ειρήνη βγήκε ζω­ντανή, κάνοντας πολλούς ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί, να πιστέψουν στη δύ­ναμη του Χριστού.

Η φήμη της Αγίας έφτασε μέχρι και στον βασιλιά της Περσίας, τον Σαβώριο. Εκείνος την κάλε­σε κοντά του και αφού διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την πείσει να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και να την κλείσουν σ' έναν τάφο. Όμως Άγγελος Κυρίου ανέστησε την μάρτυρα και μόλις ο βασιλιάς την αντίκρυσε ζωντανή, πίστεψε κι εκείνος στον Χριστό. Μετά από αυτά η Ειρή­νη περιόδευσε σε αρκετές πόλεις, διδάσκο­ντας το θέλημα του Θεού και με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος έκανε θαύματα, ενι­σχύοντας την πίστη των Χριστιανών, οι όποιοι την αποκαλούσαν Ισαπόστολο. Ύστερα από μία μαρτυρική και πολυβασανισμένη ζωή, η Αγία αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος της. Έτσι, προετοιμάστηκε και πέθανε ειρηνικά, ευχαριστώντας τον Θεό που την αξίωσε να υποφέρει τόσα πολλά για τη δόξα Του. Η μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν αἴτησαι.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ὁ Χριστὸς ἡ εἰρήνη σὲ Εἰρήνην ἐκάλεσε· σὺ γὰρ τὴν εἰρήνην βραβεύεις τοῖς τελοῦσι τὴν μνήμην σου, καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, προστρέχουσι τῷ θείῳ σου ναῷ, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων, τῇ τρισηλίῳ παρισταμένη Θεότητι. Ἅπαντες οὖν χαρμονικῶς, τὴν μνήμην αὐτῆς τελέσωμεν, τὸν ἀντιδοξάσαντα αὐτήν, Χριστόν μεγαλύνοντες. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἁγνείας λαμπρότησι, κρίνον ὡς εὔοσμον, ἐξήνθησας ἔνδοξε Εἰρήνη μάρτυς Χριστοῦ, στολαῖς μαρτυρίου σου, κάλλεσιν ὡραΐσθης, ἐπιγνώσεως Θείας, πλάνης δυσωδεστάτης ἀπελαύνουσα βλάβην· διό σου τὴν πανεύφημον μνήμην γεραίρομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Τὴν καλλιπάρθενον ὑμνήσωμεν πάντες, νύμφην Χριστοῦ, ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσαν, ἧν ὁ Θεός ἐδόξασε σημείοις φρικτοῖς, Εἴλκυσε γὰρ πλῆθος ἄπειρον, ἀσεβῶν ἐν τῇ πίστει, καὶ θεόθεν ἔλαβε, τὴν Χριστώνυμον κλήσιν, ὁ τοῦ Θεοῦ γὰρ Ἄγγελος ἐλθών, ἐκ Πηνελόπης Εἰρήνην ἐκάλεσε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, τῇ ἀθλήσει γέγονας, ὡραιοτάτη Εἰρήνη· αἵμασι, τοῖς ἐκχυθεῖσί σου φοινιχθεῖσα, πλάνην τε, καταβαλοῦσα τῆς ἀθεΐας· διὰ τοῦτο καὶ ἐδέξω, βραβεῖα νίκης χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Κάθισμα
Ἦχος Πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὴν οὐράνιον νύμφην τοῦ ποιητοῦ, καὶ ἀκήρατον κόρην τοῦ λυτρωτοῦ, Εἰρήνην τιμήσωμεν, τὴν ἀμνάδα τὴν πάντιμον, τὴν καὶ μετὰ πότμον ἐν νεφέλαις ἀρθεῖσαν, Μαγεδὼν ἐκ πόλεως, καὶ εἰς Ἔφεσον φθάσασαν, ἔνθα τοῖς σημείοις καὶ τοῖς τέρασι πάντας ἐνθέως ἐξέπληξας, καὶ τὴν πίστιν ἐκήρυξας, ἀθληφόρε ἀήττητε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἀφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Καλλιμάρτυς Εἰρήνη, καὶ Χριστοῦ Νύμφη ἄφθορε, σὺ αὐτῷ παρεστῶσα ὡς ὡραία καὶ πάγκαλος, ὡς λίθους φαιδροὺς καὶ διαυγεῖς, τὰ στίγματα φέρουσα σαρκός, καὶ αἱμάτων τὴν πορφύραν, ὑπέρ ἡμῶν ἀπαύστως πρέσβευε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι λαμπρῶς, Παρθένων ὄντως καλλονὴν καὶ Μαρτύρων καύχημα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Κατεπλάγησαν ἁγνή, μάρτυς Εἰρήνη οἱ χοροί, τῶν ἀγγέλων καὶ βροτῶν, φύσις ἐξέστη ἐπὶ σοί, πῶς τὸν ἀρχέκακον δράκοντα κατεπάτησας, ὡραίοις σου ποσὶ καὶ κατηδάφισας, καὶ πλήθη ἀσεβῶν ἐχειραγώγησας, καὶ διαδήματι κάλλους παρὰ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου ἐστέφθης· διὸ αἰτοῦμεν, μὴ ἐπιλάθου καὶ ἡμῶν τῶν τιμώντων σοι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῷ κάλλει σου Χριστέ, ἡ παρθένος τρωθεῖσα, παρέδραμε σπουδῇ, τὰ ὁρώμενα πάντα, καὶ πᾶσαν τὴν τοῦ σώματος, εὐμορφίαν ἐκδέδωκε, ταῖς κολάσεσι, καὶ ταῖς πικραῖς τιμωρίαις, ἀφανίζεσθαι· ἣν εἰς ὡραίους νυμφῶνας, εἰσήγαγες Δέσποτα. 

Ὁ Οἶκος
Τοῦ νυμφίου Χριστοῦ ἔρωτι, Παναοίδιμε, ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, καὶ τῇ ἀθλήσει σαυτὴν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ, ὄντως τοῦ Κτίστου σου θαλάμῳ ἔνδοξε, ὡς νύμφη εὐκλεής, ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, εἰσῆλθες ὡς ἐκλεκτή, στεφανηφόρος ὁραθεῖσα, ἐξ ἀφθάρτου νυμφίου δεξαμένη, ὡς χρυσίον, βραβεῖον νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως. 

Μεγαλυνάριον
Τῇ εἰρηνωνύμῳ κλήσει σεμνή, κατακολουθοῦσα, εὐηγγέλισαι μυστικῶς, ἄθλοις σου θαυμάτων, ψυχαῖς πολεμουμέναις, σωτήριον εἰρήνην, Εἰρήνη ἔνδοξε. 

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (19 Φεβρουαρίου)


Ὅρπηξ Ἀθηνῶν ἐστιν ἡ Φιλοθέη,
Ἐχθρὸν βαλοῦσα σταυροῦ τῇ πανοπλίᾳ. 

Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.

Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.

Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.

Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.

Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.

Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.

Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.

Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.

Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.

Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.

Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.

Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.

Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.

Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».

H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...».

Πηγή: www.saint.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.




Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηνῶν τῶν κλεινῶν τε νῦν καὶ πάλαι τὸ βλάστημα καὶ τῶν χθὲς καὶ πρώην ὁσίων τὸ ἀρίζηλον καύχημα τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, ὁσίαν Φιλοθέην εὐλαβῶς ὅτι τὸν Χριστὸν εὐτόνως πάντων τῶν γεηρῶν ἀντήλλαξεν. Ἔχουσα οὗν συμπρεσβευτὴν τὸν παμμέγαν Διονύσιον, σῶζε τοὺς προσκυνούντας, εὐσεβῶς τὸ πάνσεπτον σκῆνος σου.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηναίων ἡ πόλις ἡ περιώνυμος Φιλοθέην τιμᾷ τὴν ὁσιομάρτυρα καὶ ἀσπάζεται αὐτῆς τὸ θεῖον λείψανον, ὅτι ἐβίωσε σεμνῶς καὶ μετήλλαξε τὸ ζῆν ἀθλήσει καὶ μαρτυρίῳ, καὶ πρεσβεύει πρὸς τὸν Σωτῆρα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.




Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΒΙΟΝ (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης)

Ὄντας γέροντας στὴν ἡλικία, θεωρῶ καλὸ καὶ συνετό, Καισάριε, νὰ ὑποχωρήσω στὶς ἀπαιτήσεις τῆς φιλομαθοῦς σου νεότητας καὶ νὰ περιγράψω τὸν τέλειο βίο σύμφωνα μὲ ἕνα βιβλικὸ ἁγιογραφικὸ πρότυπο.

Πῶς νὰ σοῦ μιλήσω ὅμως, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα, ὅταν αὐτὲς ἀπὸ τὴν φύση τους δὲν ἔχουν ὅρια; O ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι Φύση ἀπέραντη καὶ ἀπεριόριστη, συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ πετύχει κανεὶς τὸ τέλειο, ἐπειδὴ τὸ ὅριό τους χάνεται στὸ ἄπειρο. Συνετότερα, θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει ὅσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὸ καλό. Αὐτὸ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ μελετήσουμε τὸ βίο ἐνδόξων ἀνδρῶν, διορθώνοντας ἔτσι τὴ δική μας πορεία στὸ πολυτάραχο πέλαγος τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων Ἀνδρῶν γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἱστορεῖται μὲ τόσες λεπτομέρειες γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τοὺς μιμοῦνται αὐτοὶ ποὺ κοπιάζουν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἃς πάρουμε, λοιπόν, ὡς πρότυπο τὸν Μωυσῆ καὶ ἃς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ βίο τῆς τελειότητας, ὅσο αὐτὴ εἶναι δυνατὴ στὴ χωμάτινη φύση μας.

Ἡ γέννηση τοῦ Μωυσῆ

…Καθὼς ὁ νόμος τοῦ κόσμου ἐπέβαλε τὴν θανάτωση τῶν ἀγοριῶν τῶν Ἑβραίων, γεννιόταν ὁ Μωυσῆς καὶ αὐτὸ βεβαιώνει πὼς ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν ἐνάρετο βίο ἐπιφέρει τὴν δυσαρέσκεια τοῦ δυνάστη διαβόλου. Ὁρμητικὰ καὶ ἄγρια τα νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου δέχονταν γυμνὰ καὶ ἀπροστάτευτά τα ἀρσενικὰ βρέφη, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς γεννιέται καὶ ρίχνεται εὐθὺς στὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν παθῶν. Ἀλλὰ οἱ προνοητικοὶ λογισμοὶ φυλάσσουν τὸ τρυφερὸ πολύτιμο βλαστάρι σὲ κιβώτιο στεγανό, ποὺ τὸ μεταφέρει μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ κοσμικὴ παιδεία εἶναι ποὺ κρατοῦν στὴν ἀρχὴ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, καλὰ προφυλαγμένο ἀπὸ τὴν βιοτικὴ ταραχή. Ἡ καθημερινότητα διδάσκει καὶ τοῦτο, ὅσους καταφέρνουν νὰ μὴν καταποντιστοῦν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ψέμα, ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοὺς σπρώχνει ἀπὸ μόνη της, μὲ ὁρμὴ καὶ βία, ὥστε ἡ ἀρετή τους νὰ μὴν παρενοχλεῖ τὴν ὑποκριτικὴ ὀμορφιά της.
Ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ ἦταν στείρα καὶ ἄτεκνη, ὅπως ἡ ἀνθρώπινη κοσμικὴ σοφία, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ὀνομαστεῖ μητέρα τοῦ παιδιοῦ, μὰ ἡ γνήσια καὶ ἀληθινὴ μάνα, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν παύει ποτὲ νὰ γαλουχεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Συνεπῶς, εἶναι ἀναπόφευκτος ὁ γυρισμὸς στὴ φυσικὴ μητέρα, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς παραδόσεις τῆς τρέφει καὶ δυναμώνει τὴν ψυχή, ἀνεβάζοντας τὴν σὲ καθάρια ὕψη…

Ἡ Φλεγόμενη Βάτος

… Μένοντας σταθεροὶ στὴν ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ θὰ λάμψει μέσα μας ὁλόλαμπρη ἡ ἀλήθεια, φωτίζοντας τὰ κλειστὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ φανερώνεται, ὅπως στὸν Μωυσῆ, μέσα σὲ ἀπερίγραπτη φωτοχυσία. Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἡ βάτος, τὴν ὁποία ἐνῶ πυρπόλησε τὸ Φῶς τῆς Θεότητας φύλαξε ἀκατάφλεκτο τὸν θάμνο, χωρὶς νὰ καταστρέψει μὲ τὴν γέννηση τὸ πολύτιμο ἄνθος τῆς παρθενίας.
Πῶς, ἀλήθεια, νὰ ἀνέβουμε ψηλὰ μὲ τὰ πόδια μᾶς βαριὰ καὶ δεμένα; πῶς θὰ προσεγγίσουμε τὸ Φῶς τῆς Ἀλήθειας, ἂν δὲ λυθεῖ τὸ χοϊκὸ δερμάτινο ἔνδυμα, ποῦ φοροῦμε ὅλοι λόγω τῆς παρακοῆς;
Ἡ ἀλλοίωση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ Μωυσῆ θυμίζει-εἰκονίζει τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιά του Πατρός. Καθὼς φανερώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατρικοὺς Κόλπους ἀλλοιώθηκε καὶ ἔγινε ὅπως ἐμεῖς ἄνθρωπος, ἔμεινε κοντά μας γιατρεύοντας τὶς ἀσθενεῖς ψυχές μας καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε ξανὰ στοὺς Κόλπους τοῦ Πατρός, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴ Θεία Φύση του…

Ἡ Ράβδος τοῦ Μωυσῆ

… Μὴν σὲ σκανδαλίζει ἡ μεταβολὴ τῆς ράβδου σὲ φίδι, ἐπειδὴ τάχα μεταφέρουμε τὴ διδασκαλία τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου σὲ ἑρπετὸ σιχαμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἡ Γραφὴ πράγματι ὀνομάζει φίδι τὸν πατέρα τῆς ἁμαρτίας. Μά, καὶ ὁ Κύριος μας ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς, σὰν ντύθηκε τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὰ φίδια τῶν Αἰγυπτίων καὶ ὅταν τοῦτο κατορθώθηκε ἔγινε πάλι ραβδί, ποὺ σωφρονίζει τὴν ἁμαρτία, ξεκουράζει ἀπ’ τὸ μόχθο καὶ τὴν κούραση καὶ ἀναπαύει τὴ σκέψη ὡς ἐλπιδοφόρο στήριγμα πίστης. Γιατί πίστη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλπίδα.
Τὸ Μωυσῆ ἀκολούθησε μιὰ ἀλλοεθνὴς σύζυγος, ἐπειδὴ ἡ κοσμικὴ παιδεία ἐπιτρέπεται νὰ συζευχθεῖ μαζί μας ὅταν πρόκειται νὰ τεκνοποιήσει ἀρετές. Ὅταν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀφαιρεθεῖ κάθε σαρκικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ στοιχεῖο, τότε ὅ,τι ἀπομείνει θὰ εἶναι τέκνο εὐγενικῆς καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς…


Ὁ Ἀαρῶν σύντροφος καὶ βοηθὸς

… ὅλοι γνωρίζουν ὅτι μετὰ τὴν πτώση μας, ὁ Θεὸς προνόησε ἕναν Ἄγγελο, ποὺ παραστέκει καὶ βοηθᾶ τὴν ζωὴ τοῦ καθενός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ διαφθορέας τῆς φύσης, λυμαίνεται τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ἀνάμεσά τους ὁ ἄνθρωπος παλεύει γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἀρετὴ κοντὰ στὸ φύλακα Ἄγγελό του. Τότε αἰσθάνεται νὰ τὸν σκεπάζει ἡ βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἄγγελος εἶναι ὁ πολύτιμος βοηθὸς ποὺ θὰ στέκεται δίπλα μας ὅταν πλησιάσουμε τὸν Δυνάστη Φαραώ. Ἔτσι καὶ ὁ Μέγας Μωυσῆς εἶχε σύντροφο καὶ πολύτιμο βοηθὸ τὸν Ἀαρῶν…


Οἱ πρῶτες πληγὲς

… Ὁ Μωυσῆς ὑποσχέθηκε στοὺς συμπατριῶτες τοῦ ἐλευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας. Μά, ὁ Λαὸς δείλιασε βλέποντας τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀμφισβήτησε τὴ θεϊκὴ βοήθεια. Ἔτσι, κατατρομάζει μὲ τοὺς πρώτους πειρασμοὺς ὁποῖος εἶναι ἀρχάριος καὶ ἀνώριμος στὰ πνευματικά. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν οἱ δαίμονες, νὰ μὴ σηκώνει ὁ δοῦλος τὰ μάτια στὸν οὐρανό, ἀλλὰ νὰ σέρνεται στὴ γῆ καὶ νὰ ἀνακατεύεται μὲ τὴ λάσπη. Οἱ ἡδονές, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ματαιότητα κρατοῦν ἁλυσοδεμένη τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ στρέψει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ ζητώντας βοήθεια. Ἡ φιλοσοφημένη καὶ ἐνάρετη ζωὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἀλληγορικὲς εἶναι οἱ πληγὲς ποὺ ἔπληξαν τοὺς Αἰγυπτίους. Τὸ νάμα τῆς πίστης ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Ἀναγνώσματα γιὰ τοὺς ἐνάρετους εἶναι σὰν δροσερὸ κρυστάλλινο νερό, ἐνῶ γιὰ τοὺς κακόγνωμους γίνεται βρώμικο σὰν αἷμα.
Τὰ γεννήματα τῆς κακίας, σὰν ἄλλα βατράχια, προκαλοῦν τὴ φθορὰ καὶ τρέφονται στὶς βρώμικες καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀκόλαστος βίος, ἡ μίμηση τῆς ἄλογης φύσης, ἡ κτηνωδία ἐξαιτίας τῶν παθῶν εἶναι τὰ βαλτόνερα, ὅπου μέσα τους μεγαλώνουν καὶ πολλαπλασιάζονται οἱ ἁμαρτίες. Μὲ τὴν ὅραση (μὲ τὸ νὰ κοιτᾶ κανεὶς περίεργα-πονηρὰ) εἰσχωρεῖ τὸ πάθος μέσα στὴν ψυχή, ἐνῶ μὲ τὴν ἀπρόσεχτη τροφὴ ἀνεβαίνει πάνω στὸ τραπέζι. Κι ἂν ἐρευνήσεις καὶ τὶς ἀποθῆκες, δηλαδὴ τὰ μυστικὰ καὶ κρυφά της ψυχῆς, τότε θὰ βρεῖς σωροὺς ὁλόκληρους ἀπὸ βατράχια τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἀέρας σκοτείνιαζε στὰ μάτια τῶν Αἰγυπτίων, ἐνῶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους ὑπῆρχε ἄπλετο, λαμπερὸ φῶς καὶ αὐτὸ συνέβαινε ὄχι γιατί κάποια ἀνώτερη δύναμη προόριζε τὸν ἕναν γιὰ τὸ Φῶς καὶ τὸν ἄλλον γιὰ τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μέσα στὴ φύση μᾶς τὴν θέληση γιὰ σκοτάδι καὶ φῶς καὶ ἔτσι βλέπουμε αὐτό, ποὺ οἱ ἴδιοι θὰ ἐπιλέξουμε. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν φωτεινὴ ζωή, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ θέλησή του ἀνθρώπου.
Μὰ ὅσο φοβερὲς καὶ ἂν ἦταν οἱ πληγές, ἡ ψυχὴ τοῦ Φαραὼ σκλήραινε περισσότερο. Γιατί ἦταν ἤδη παραδομένη στὴν ἁμαρτία, ποὺ ἐπιφέρει ἀπάθεια, ἀναισθησία καὶ ἀναλγησία.
Κάποτε ὁ Μωυσῆς ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ οἱ βάτραχοι καὶ τὰ ἄλλα βλαβερὰ ἔντομα ἐξαφανίστηκαν. Τὰ ἁπλωμένα χέρια τοῦ θυμίζουν τὰ Τίμια Χέρια τοῦ Νομοθέτη Χριστοῦ, ποὺ ἄνοιξαν πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου του ἀνθρώπινου γένους…


Ὁ θάνατος τῶν πρωτοτόκων

… Ὁ θάνατος τῶν πρωτότοκων φαντάζει πολὺ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη τιμωρία, γιατί ποτὲ δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται ἕνα νήπιο, ποὺ λόγω τῆς ἀνώριμης ἡλικίας του δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὸ καλὸ ἀπ’ τὸ κακό. Στὴ νηπιακὴ ἡλικία δὲν ὑπάρχουν πάθη.
Ἄν, λοιπόν, ἕνα βρέφος τιμωρεῖται γιὰ τὴν κακία τοῦ πατέρα, τότε ποῦ ὑπάρχει δικαιοσύνη;
Ἐφαρμόζοντας τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ νοήματος καταλαβαίνουμε ὅτι ὁποῖος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀρετή, ἐπιβάλλεται νὰ ἐξαφανίσει τὶς πρῶτες αἰτίες τῶν κακῶν καὶ τὰ θλιβερὰ ἐπακόλουθά τους. Νὰ ξεριζώνουμε τὴ μικρὴ κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἐλάχιστη ὀργὴ γιὰ νὰ μὴ φοβόμαστε τὸ μολυσμὸ τῆς μοιχείας, οὔτε τὸ ρύπο τοῦ φόνου.
Ὁ ἐξολοθρευτὴς Ἄγγελος δὲ χτυποῦσε τὶς οἰκίες, ποὺ εἶχαν βαμμένα τὸ κατώφλι καὶ τοὺς παραστάτες τῆς εἰσόδου μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ. Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει πώς, ἂν μὲ τὴ νέκρωση τῶν πρώτων ἐπιθυμιῶν ἐξαφανίζεται ἡ ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀληθινοῦ Ἀμνοῦ ἐμποδίζεται ἡ εἴσοδος τοῦ ὀλέθρου τῆς ἁμαρτίας μέσα μας.
Ἡ κοσμικὴ παιδεία πολὺ σωστὰ ἔχει διαιρέσει τὴ ψυχὴ σὲ τρία μέρη: στὸ λογιστικό, δηλαδὴ στὸ σώφρονα νοῦ, στὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ στὸ συναισθηματικό.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία, λένε πὼς τὸ πρῶτο, ὁ νοῦς, βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο, ποὺ θεωροῦνται ναὶ μὲν βοηθητικά, ἀλλὰ κατώτερα. Ὁ νοῦς ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ συναίσθημα, ὥστε νὰ εἶναι ἀνδρεῖος, ἐνῶ μὲ τὴν ἐπιθυμία ἀνυψώνεται πρὸς συνάντηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὅσο χρόνο διατηρήσει αὐτὴ τὴν ἰσορροπία ἡ ψυχή, ἐξασφαλίζει τὴν σταθερότητα καὶ προοδεύει στὴν ἀρετή. Ἂν ὅμως, ἀντιστραφεῖ αὐτὴ ἡ σχέση καὶ ἔρθουν τὰ πάνω κάτω καὶ τὸ συναίσθημα καὶ οἱ ἐπιθυμίες κατακυριεύσουν τὴ λογική, τότε μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει εὔκολα ἡ ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς παράγγειλε στὸ Λαὸ νὰ βάψουν πρῶτα το ὁριζόντιο δοκάρι τῆς θύρας καὶ ἔπειτα τοὺς δύο παραστάτες, δίνοντας στὴ δύναμη τῆς λογικῆς τὴν προτεραιότητα καὶ τὴν ἱερότητα, ποὺ τῆς πρέπει…


Ἡ Φωτεινὴ Νεφέλη

… Ἃς ἀναφέρουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὅσους ποθοῦν τὴν ἀρετὴ καὶ θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ δύσκολο δρόμο της, ἐγκαταλείποντας τὰ ὅρια τῆς αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας τῶν παθῶν, τοὺς συνοδεύουν οἱ ἐπιθέσεις τῶν πειρασμῶν, προκαλώντας στεναχώριες, φόβο, ἀκόμα καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ὁ Μωυσῆς ἔστρεψε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ ζητώντας Τοῦ βοήθεια καὶ ἦταν τόση ἡ ἔνταση τῆς μυστικῆς ἱκεσίας, ποῦ ὁ Θεὸς ἀπάντησε: «Τί βοᾶς πρὸς μέ;»!
Ἡ προσευχὴ ποὺ διατυπώνεται καθαρὰ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία δὲν κραυγάζει, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ βαθειὰ ἐσωτερικὴ ὁμιλία καὶ ὁλοκάθαρη συνείδηση. Ἡ σωτηρία στὸν κίνδυνο ἔρχεται πάντα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Παράξενη εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ βάδιζαν οἱ Ἰσραηλίτες, γιατί μπρὸς στὰ μάτια τοὺς προπορευόταν φωτεινὴ νεφέλη, ἡ ὁποία ἀποδίδεται σωστὰ στὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς ἄξιους πρὸς τὸ Ἀγαθὸ καὶ ὅταν κάποιος τὴν ἀκολουθεῖ διασχίζει ἀκόμα καὶ τὴν ἀπέραντη καὶ ἀνεξερεύνητη θάλασσα τοῦ κόσμου καὶ τῶν παθῶν…


Η διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας

…Οἱ Ἰσραηλίτες προπορεύονταν καὶ πάνοπλος ὁ αἰγυπτιακὸς στρατὸς ἀκολουθοῦσε κυνηγώντας τους. Βαδίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ δρόμο τοῦ Ἀγαθοῦ, ἐνῶ καταδιώκεται ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ἡ λοιδορία μοιάζει μὲ σφεντόνα, ὁ θυμὸς μὲ τὶς αἰχμηρὲς λόγχες καὶ τὸ πάθος τῶν ἡδονῶν, ἵπποι ἀφηνιασμένοι ποὺ σέρνουν πίσω το ἅρμα τοῦ νοῦ.
Ὅλοι μπῆκαν στὸ νερὸ μά, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς στάθηκε ζωογόνο καὶ προστατευτικὸ ὑδάτινο τεῖχος, γιὰ τοὺς διῶκτες μετατράπηκε σὲ ὑγρὸ τάφο.
Μετὰ τὴν ἀνάδυση ἀπὸ τὸ νερό, ὁ ἐχθρὸς ἃς παραμένει στὸ βυθό, δηλαδὴ ἀφοῦ βουτηχτήκαμε στὸ μυστηριακὸ καὶ σωτήριο νερὸ τοῦ Βαπτίσματος, νὰ ἀπονεκρώνουμε μέσα του τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τὴν πλεονεξία, τὴν ἀκολασία, τὴν ἁρπαχτικὴ διάθεση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωισμό, τὸν θυμό. Μέσα στὸ νερὸ αὐτὸ ξεχωρίζει ὁ θάνατος ἀπὸ τὴ ζωή, ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν φίλο…

Περιπλάνηση στὴν ἔρημο

… Μετὰ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ἀκολούθησε τριῶν ἡμερῶν σκληρὴ ὁδοιπορία καὶ τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ μετέτρεψε τὸ πικρὸ νερὸ σὲ γλυκό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σὲ ὁποῖον ἀφήνει τὴν ἔκλυτη ζωή. Στὴν ἀρχὴ τὸ νερὸ τῆς ἀρετῆς τοῦ φαίνεται πικρό, μὰ ὅταν τὸ Ξύλο μπεῖ στὸ νερό, δηλαδὴ σὰν πιστέψουμε ὁλόψυχα στὴν Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Κυρίου μας καὶ στὴν Ἀνάστασή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τότε ὁ βίος τῆς ἀρετῆς γίνεται γλυκός, πόσιμος καὶ εὐχάριστος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Δώδεκα πηγὲς φανερώθηκαν γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὸ λαό, ποὺ ἀνάβλυζαν νερὸ καθαρὸ καὶ γλυκόπιοτο καὶ ἑβδομήντα πανύψηλοι σκιεροὶ φοίνικες, στοιχεῖα ποὺ συμβολίζουν τὴν Ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ἀπὸ δώδεκα Ἀποστόλους πήγασε τὸ Σωτήριο Κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑβδομήντα Διάκονοι πῆραν στὰ χέρια τοὺς τὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου, χαρίζοντας ἀνάπαυση καὶ δροσιὰ στὶς ταραγμένες ψυχὲς τούτης τῆς γῆς.

Στὸ μακρὺ ταξίδι τοὺς οἱ Ἰσραηλίτες γνώρισαν κακουχίες, πείνα καὶ δίψα. Μά, καθὼς χτύπησε τὸ βράχο ὁ Μωυσῆς ἀνάβλυσε νερὸ καθαρὸ καὶ γάργαρο. Ἡ πέτρα, καθὼς ἔχει λεχθεῖ, συμβολίζει τὸν Χριστό. Συμπαγὴς καὶ σκληρὴ γιὰ τοὺς ἄπιστους μά, ὅταν τὴν ἀγγίξεις μόνον μὲ τὸ ραβδὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας, γίνεται ποτὸ ποὺ ξεδιψᾶ καὶ τονώνει ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν.
Πείνασαν οἱ Ἰσραηλίτες καὶ ἡ τροφὴ ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τροφὴ ποὺ δὲ φύτρωσε στὸ χῶμα, οὔτε ζυμώθηκε, οὔτε φουρνίστηκε, μὰ ἦταν ἄρτος οὐράνιος ποὺ χόρτασε τὸ λαὸ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθένα. Τὸ μάνα ἔπρεπε νὰ καταναλωθεῖ καὶ ὅταν ἔμενε σκουλήκιαζε, θυμίζοντάς μας πὼς κάτω ἀπὸ τὸν πόθο τῆς πλεονεξίας κρύβεται τὸ σκουλήκι τῆς ἁμαρτίας. Οἱ Ἰσραηλίτες χόρτασαν τὴν πείνα τους, λαμβάνοντας μυστικὴ τροφὴ καὶ ἀμέσως μετὰ ξεκίνησαν τὶς μάχες κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Κάθε φορᾶ ποὺ ὁ στρατὸς ἔβλεπε τὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ ἁπλωμένα νικοῦσε, ἐνῶ ὅταν αὐτὰ κατέβαιναν, ὑποχωροῦσε. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι τὰ ἁπλωμένα χέρια συμβολίζουν τὴ Νίκη ἐνάντια στὸ κακό, ποὺ κατορθώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ…

Τὸ ὅρος τῆς Θεοφάνειας


… Ἐκεῖνος ποὺ ἐνισχύθηκε μὲ τὴν τροφὴ καὶ ἀπέδειξε τὴν ἀξία του στὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἐχθρό, βγαίνοντας νικητής, ὁδηγεῖται στὴ μυστικὴ θεογνωσία.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ καθαριστεῖ ὥστε μὲ ἀκηλίδωτη ψυχὴ νὰ προσπαθήσει νὰ ἀγγίξει τὴ θεωρία τῶν νοητῶν.
Πῶς πρέπει νὰ καθαριστοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς;
Ἀσφαλῶς μὲ τὴν Μετάνοια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωή.

Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ δὲ γίνεται μὲ τὴν ὅραση οὔτε μὲ τὴν ἀκοή, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι μακριὰ ἀπὸ κάθε αἴσθηση καὶ ἀνθρώπινη διάσταση, ἔξω ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ λογικὴ προκατάληψη. Γιὰ νὰ βρεθεῖ κανεὶς στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀνέβει ὁλομόναχος πολὺ ψηλά, μέσα ἀπὸ κακοτράχαλα καὶ ἀπρόσιτα μονοπάτια. Τὸ πλῆθος στοὺς πρόποδες περίμενε μὲ ἀγωνία τὶς Θεῖες Ἀποκαλύψεις, ποὺ θὰ γίνονταν στὸν ἐνάρετο ἀρχηγὸ καὶ ἀπεσταλμένο τους. Ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνοντας μπῆκε στὴ σκοτεινὴ ὁμίχλη καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν Θεό. Γιατί γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καλύπτεται ἀπὸ βαθὺ σκοτάδι ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν διακρίνει καθαρά.

Ὁ Μωυσῆς κατάφερε νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἄδυτα τῆς θεογνωσίας καὶ ἐκεῖ εἶδε τὴν ἀχειροποίητη σκηνή. Πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὶς πλάκες τῶν Ἐντολῶν καὶ κατέβηκε στὸ Λαό του. Ἡ εἰδωλολατρία, στὴν ὁποία εἶχαν πέσει οἱ Ἰσραηλίτες, τὸν ἔκανε νὰ σπάσει τὶς πρῶτες πλάκες τοῦ Νόμου καὶ νὰ ὁπλίσει τοὺς Λευϊτες κατὰ τῶν συμπατριωτῶν τους. Ὁ ἴδιος ἀνέβηκε 
ξανὰ στὸ ὅρος καὶ ἔφερε νέες πλάκες κατασκευασμένες ἀπὸ ὑλικό της γῆς.
Ἐνθυμούμενος τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο, μπορεῖς νὰ διακρίνεις ὅτι οἱ πρῶτες πλάκες συμβολίζουν τὴν ἀθάνατη καὶ ἀδιαίρετη ἀνθρώπινη φύση, ὅπως εἶχε πλαστεῖ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχε στολιστεῖ μὲ τὰ ἄγραφα γράμματα τοῦ Νόμου, καθὼς ὑπῆρχε ἔμφυτη μέσα της ἡ θέλησή του ἀγαθοῦ καὶ ἡ Ἀποστροφὴ τοῦ Κακοῦ. Μά, ὅταν ἀκούστηκε ὁ ἦχος τῆς ἁμαρτίας, τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση κατέπεσε στὴ γῆ σπάζοντας τὴν πρώτη μορφή της σὲ  χιλιάδες κομμάτια. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεὸς ἀνέλαβε ξανὰ τὴ σωτηρία της, κατασκευάζοντας ἀπὸ τὸ ὑλικό της γῆς, νέες πλάκες τοῦ Νόμου καὶ μέσω τῆς Παρθένου Μαρίας μᾶς ἔδωσε τὴν παλαιά μας ἱερὴ ἑνότητα, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας, βρήκαμε ξανὰ τὸ δρόμο τῆς Σωτηρίας καὶ γίναμε Ἀθάνατοι. Τὸ ὑλικό της γῆς εἶναι τὸ φθαρτὸ σαρκίο ποὺ ντύθηκε ὁ Μονογενὴς υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐπιστρέψει τὸ Νόμο στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Μωυσῆς ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ δεῖ τὴν δόξα Τοῦ καταπρόσωπο καὶ παρόλο ποὺ ἀρχικὰ ἡ διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐνθαρρυντική, τελικά το αἴτημα τοῦ ἀπορρίφθηκε. Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ ἄμεσα τὸν Θεό, μπορεῖ ὅμως νὰ Τὸν γνωρίσει διὰ μέσου των ἔργων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἡ ψυχὴ μᾶς εἶναι ἀόρατη, μολονότι ἡ ὕπαρξή της βεβαιώνεται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρόνοια καὶ τὰ ἔργα Τοῦ «βλέπεται καὶ νοεῖται». Ὁ Μωυσῆς εἶδε τελικὰ μονάχα τὸ πίσω μέρος τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι ἕνας ὑπέροχος συμβολισμός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προέτρεπε τοὺς μαθητές Του νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Ὁ Μωυσῆς, ποὺ καιγόταν ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δεῖ τὸν Θεό, διδάχθηκε πὼς αὐτὸ μποροῦσε νὰ γίνει μόνον, ἂν Τὸν ἀκολουθοῦσε, δηλαδὴ Ἐκεῖνος νὰ προπορεύεται αὐτὸ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὸ πέρασμά Του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε.

Αὐτὸ τὸ πέρασμα δηλώνει καθοδήγηση αὐτοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶπε: «δὲ θὰ δεῖς τὸ πρόσωπό μου», διότι ὅταν ἐρχόμαστε καταπρόσωπο μὲ τὸν ὁδηγό, τότε σαφῶς οἱ πορεῖες μᾶς ἔχουν γίνει ἀντίθετες…

Ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν του

Κατεβαίνοντας ὁ ἔνδοξος αὐτὸς ἄνδρας κοντὰ στὸ Λαό του, μιὰ ἀκόμη ἀπογοήτευση τὸν περίμενε. Ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν του. Ὁ φθόνος θεωρεῖται πατέρας τοῦ θανάτου καὶ μητέρα τῶν συμφορῶν. Αὐτὸς μας ἐξόρισε ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ μᾶς ἀπέκλεισε ἀπὸ τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς, μᾶς ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὰ Θεϊκὰ Χαρίσματα καὶ ὕστερά μας ἄφησε νὰ κρυβόμαστε ἀπὸ ντροπὴ γιὰ τὴ γύμνια μας. Ὁ φθόνος νίκησε πολλοὺς πρὶν τὸν Μωυσῆ, ἀλλὰ πάνω σε αὐτὸν τὸν γενναῖο ἄνδρα συντρίφτηκε σὰν πήλινο ἀγγεῖο, ποὺ χτυπήθηκε ἀπὸ πέτρα. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔφθασε σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητας, ὥστε τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ δὲν μπόρεσαν νὰ φθάσουν τὸ δικό του ὕψος. Ὑπόδειγμα ψυχῆς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ὄχι μόνον ἀντιστέκεται στὸν πειρασμό, μὰ βρίσκει τὴ δύναμη νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐκδίκησης καὶ νὰ ἱκετεύσει μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ δοκιμάστηκαν μὲ τὴν ἀρρώστια τοῦ σώματος.
Ἔτσι καὶ ὁ Μωυσῆς, σὰν εἶδε τὴ δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ νὰ πέφτει πάνω στοὺς ἐπικριτές του, ἐκεῖνος προσευχήθηκε θερμὰ καὶ πέτυχε τὴν ἴασή τους.
Ὁ ἀδύναμος Λαὸς στὴ συνέχεια ἔπεσε στὸ πάθος τῆς λαιμαργίας καὶ μὲ τὴν κρεωφαγία περιφρόνησε τὸ οὐράνιο μάνα. Τότε ὁ ἐνάρετος ἀρχηγὸς τοὺς ἔστειλε τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ μὲ ἄλλους ἄνδρες νὰ κατασκοπεύσουν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας καὶ νὰ φέρουν στὸ Λαὸ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς πληρότητας καὶ ἀφθονίας τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ.
Κατάσκοποί των μελλοντικῶν ἀγαθῶν της Οὐράνιας Βασιλείας μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ἀγαθοὶ λογισμοὶ ποὺ παρηγοροῦν τὴν ψυχὴ στὸν ἀγώνα της. Σταφύλι κρεμασμένο πάνω σε ξύλο ἔφεραν οἱ κατάσκοποι στὸν Λαὸ καὶ νὰ ὁ συμβολισμὸς Ἐκείνου ποὺ κρεμάστηκε πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Αἷμα Τοῦ ἔγινε ποτὸ σωτηρίας γιὰ ὅσους Τὸν πίστεψαν…


Τὸ Χάλκινο Φίδι

… Οἱ Ἰσραηλίτες δύσκολα ἀποδέχτηκαν τὴν ἰδιοφυία τοῦ Μωυσῆ. Ἀκόμα σέρνονταν 
δοῦλοι στὶς αἰγυπτιακὲς ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀπαγορευμένων γεννοῦσε φίδια, ποὺ μὲ τὸ βάναυσο δάγκωμά τους ἔχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σὲ ὅσους πλήγωναν, ἐνῶ ὁ Νομοθέτης μὲ ὁμοίωμα φιδιοῦ ἀχρήστευε τὴ δύναμη τῶν ἀληθινῶν.
Φίδια ὀνομάζονται οἱ ἐπιθυμίες. Ἀλλὰ ὁποῖος προσβλέπει σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀνέβηκε στὸ Σταυρό, ἀποκρούει τὸ πάθος καὶ σκορπίζει μακριά το δηλητήριο χρησιμοποιώντας ὡς φάρμακο τὸ φόβο τοῦ θεϊκοῦ νόμου.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία διὰ μέσου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔγινε ἴδιος μὲ ἐμᾶς.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν χαλαρώσει τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ σχέση τους μὲ τὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ μένουν ἀκάλυπτοι καὶ ἐκτεθειμένοι στὸ κακὸ καὶ εἶναι εὐάλωτοι πρὸς τὶς κακοποιοὺς δυνάμεις, γιατί στεροῦνται τὴν ἀκαταμάχητη καὶ ἀσυναγώνιστη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θεμελιώδης ἀρχὴ γιὰ ὅσα πιστεύουμε εἶναι νὰ βλέπουμε μὲ προσοχὴ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε πᾶν(ύ τοῦ, γιὰ χάρη μας, τὴν ἀσθένεια.
Καὶ τὸ πάθος εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ὁποῖος προσβλέπει σὲ αὐτὸν δὲν προσβάλλεται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἐπιθυμίας. Τὸ νὰ προσβλέπει κανεὶς στὸ Σταυρὸ σημαίνει ὅτι ἔχει νεκρώσει ὅλη τὴ ζωή του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἔχει σταυρώσει τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ τὸν κάνει ἀσάλευτο στὴν πίστη.


Ἡ ἀληθινὴ Ἱερωσύνη

… Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι κάτι ἱερὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο. Αὐτὸ ἐξηγεῖται μὲ τὴ ράβδο τῆς φυλῆς, ποὺ ρίζωσε καὶ βλάστησε κλαδιὰ μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἔδωσε καρπό, ὁ ὁποῖος ἔφτασε στὴν ὡρίμανση. Ὁ καρπὸς ἦταν ἕνα καρύδι. Ἐπιβάλλεται νὰ ἀναλογιζόμαστε, βλέποντας αὐτὸν τὸν καρπό, τί εἴδους ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἱερατική. Δηλαδὴ ζωὴ σωματικῆς ἐγκράτειας, κακοπάθειας καὶ σκληραγωγίας, ποὺ περικλείει μέσα της εὔγευστο καὶ ἀφανῆ καρπό.
Ἂν ποτὲ δεῖς ζωὴ ἱερέα νὰ μοιάζει μὲ ὁλόδροσο μῆλο, τότε θὰ διακρίνεις καὶ τὸν ὑπερβολικὸ στολισμό, τὰ πλούσια γεύματα καὶ τὶς ἄμετρες ἀπολαύσεις. Ἀλλὰ ὁ καρπὸς τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ στέρηση. Βασιλικὴ ὁδός, ὅπως ἀνέφερε ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ἡ «μεσότητα» δηλαδὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσά σε ἄκρα ἐπικίνδυνα, ὅπως εἶναι ἡ πνευματικὴ φτώχεια ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἡ κενόδοξη κοσμικὴ ὑπερβολὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη…


Οἱ θυγατέρες τῆς Μωὰβ

… Ἕως τὸ τέλος τῆς πορείας τὸ κακὸ δὲ σταματοῦσε νὰ παιδεύει τοὺς Ἰσραηλίτες. Ἔτσι πρόσφερε σὰν δόλωμα τὴν ἡδονὴ γιὰ νὰ παρασύρει εὔκολα στὸ ἀγκίστρι τῆς ἀπώλειας τὶς λαίμαργες ψυχές.
Ὅταν παρουσιάστηκαν μπροστά τους οἱ ξένες Μωαβίτισσες γυναῖκες ἐκεῖνοι ἐγκατέλειψαν τὶς μάχες καὶ τοὺς σκοπούς τους καὶ ρίχτηκαν στὴν ἀκολασία. Βλέπεις, λοιπόν, πῶς ὅταν ἡ λογική μας δὲν ἐλέγχει τὶς πράξεις μᾶς γινόμαστε σὰν τὰ ἄλογα ζῶα; γι’ αὐτὸ ὅταν ἡ ψυχὴ εὐφραίνεται ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ Ἀγαθοῦ, παραμένουν κοιμισμένες οἱ αἰσθήσεις της, ποὺ τρέφονται ἀπὸ τὴν ἡδονή. Ὅπως ὁ Πλάτωνας ἀναφέρει «κάθε ἡδονὴ καὶ ὑπερβολικὴ λύπη καρφώνουν τὴν ψυχὴ πάνω στὴ φθαρτὴ σάρκα». Ἡ ἡδονὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀμετρία τῶν παθῶν. Σὰν ἁλυσίδα τὸ ἕνα πάθος συμπαρασύρει καὶ ἕνα ἀκόμα πίσω του καὶ ὅπως ἡ ψυχὴ εἶναι ἀφύλακτη παρασύρεται ἁλυσοδεμένη στὴν καταστροφή. Νά, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ στάθηκαν ἰσχυρότεροι ἀπὸ τὰ φονικὰ ὅπλα τῶν Αἰγυπτίων, ἀπ’ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ ἀπὸ τὸ θανατηφόρο δάγκωμα τῶν φιδιῶν, ἀπ’ τὰ τεράστια κύματα τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἀπὸ τὸν ἐξολοθρευτὴ Ἄγγελο τοῦ Θανάτου, ἀποδείχθηκαν κατώτεροι μπροστά σε ξένες καὶ ἄγνωστές τους γυναῖκες.
Νομίζω πὼς τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ προσφέρει μιὰ ψυχωφελῆ συμβουλή, γιατί διδάσκει πὼς μολονότι τὰ πάθη εἶναι πολλὰ καὶ μάχονται σκληρά τους ἀνθρώπινους λογισμούς, κανένα δὲν ἀσκεῖ τόσο ἀσφυκτικὴ πίεση πάνω μας, ὅσο τὸ πάθος τῆς ἡδονῆς. Εἶναι ὁ ἐχθρὸς ποὺ δύσκολα κατανικᾶ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ εὐαγγέλιο Τοῦ συμβουλεύει νὰ μένουμε ὅσο γίνεται πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ κακό, γιατί φτάνει μόνον ἕνα βλέμμα γιὰ νὰ ριζώσει ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία στὴν ψυχή. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἀποδέχεται τὸ πάθος μὲ τὰ μάτια, ἀνοίγει τὸ δρόμο στὸ κακὸ εἰς βάρος τῆς ψυχῆς του. Ἡ τάση τῆς ἀκολασίας παραπλανᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ λησμονεῖ τὸν πραγματικὸ προορισμό του…


Τὸ μεγαλεῖο της προσωπικότητας τοῦ Μωυσῆ

. . Ὁδεύουμε σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὸ τέλος τῶν λόγων γιὰ τὸν Μωυσῆ, ἐκεῖνον ποὺ ἀνυψώθηκε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ μέσα ἀπὸ τόσες ἀναβάσεις, ὥστε, καθὼς πιστεύω, φαίνεται ἡ ζωὴ τοῦ ὁλοκάθαρη μπρὸς στὰ μάτια ὅλων, σὰν τὸ πέταγμα τοῦ ἀετοῦ, ποὺ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ τοῦ σχίζει τοὺς αἰθέρες τῆς νοητῆς ἀνάβασης.
Αὐτὸς ὁ τέλειος ἄνδρας γεννήθηκε ὅταν θεωρεῖτο παράπτωμά το νὰ γεννηθεῖ κανεὶς Ἑβραῖος.
Ναὶ μὲν ὁ τύραννος τιμωροῦσε μὲ θάνατο τούτη τὴ γέννα, μὰ τελικά το παιδὶ σώθηκε πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ θέληση τῶν γονιῶν του καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἴδιο το περιβάλλον τοῦ ἐχθροῦ, ποὺ ὄχι μόνον τὸν περιμάζεψαν στὸ παλάτι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνέθρεψαν καὶ τοῦ προσέφεραν ἀξιοζήλευτη καὶ ποικίλη μόρφωση.
Ὁ ἴδιος, περιφρονώντας τὶς τιμές, τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ βασιλικὰ κοσμήματα, ντύθηκε τὸν ταπεινὸ χιτώνα τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ἀσφαλῶς σημαίνει πὼς ἡ ὑπερβολικὴ φροντίδα γιὰ ἐπιβίωση στὴν παροῦσα ζωὴ ἀποβαίνει τάφος γιὰ τὴν μέλλουσα. Ἀκόμα καὶ ἂν γίνει δικό σου ἄνθρωπε, ὅλο το χρυσάφι τοῦ κόσμου, θὰ σὲ κάνει μήπως σοφότερο, ἐξυπνότερο, ἐπιστήμονα ἡ ἀληθινὸ φίλο του Θεοῦ;
Ὁ Μωυσῆς γενναῖος καὶ ἰσχυρὸς στὸ φρόνημα ἔσωσε τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε λάβει τὰ ἀνώτερα μαθήματα τῆς ἡσυχίας καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ. Στὸ μακρὺ ταξίδι πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ Θεϊκὸ Νόμο καὶ νὰ τὸν παραδώσει στὸν πολύπαθο Λαό του. Μά, δὲν ἀξιώθηκε νὰ μπεῖ στὴν εὐλογημένη γῆ, γιατί ἀνέβηκε στὸ ὅρος τῆς ἀνάπαυσης γιὰ νὰ ἑνωθεῖ γιὰ πάντα μὲ τὸν Θεό. Κανεὶς δὲν ἔμαθε τὸν τόπο τῆς ταφῆς του, γιατί τὰ μάτια του δὲν ἔσβησαν καὶ τὸ πρόσωπό του δὲν ἀλλοιώθηκε. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἐνάρετου βίου, ὁ ζωντανὸς θάνατος.
Τὸν ἐνάρετο ἄνθρωπο δὲν τὸν περιμένει κανένας τάφος καὶ καμία πλάκα δὲν θὰ καλύψει τὸ σῶμα του, οὔτε κάποια ἀλλοίωση θὰ ὑποστεῖ τὸ πρόσωπό του.
Εὔχομαι, λοιπόν, νὰ γίνεις ἐσὺ ὁ ἴδιος λιθοξόος τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ χαράξεις πάνω της τὰ Θεϊκὰ Λόγια. Ἔτσι θὰ πράξεις, ὅπως ὁ καλλιτέχνης ἀγαλματοποιός. Πρῶτα θὰ πάρεις τὸ ἀκάθαρτο συμπαγὲς μάρμαρο καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θείου Λόγου θὰ κόψεις καὶ θὰ καθαρίσεις τὴν πέτρα ἀπὸ κάθε βρωμιὰ καὶ ξένο σῶμα. Ἔπειτα θὰ κόψεις τὰ περιττὰ κομμάτια ποὺ ἐνοχλοῦν καὶ ἐμποδίζουν τὴν πρόοδο τοῦ ἔργου καὶ τέλος θὰ δώσεις τὸ γενικὸ σχῆμα, ὥστε νὰ ἀρχίσει νὰ ἀχνοφαίνεται τὸ σχέδιο. Στὸ τέλος, νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς ἡ σκληρὴ πέτρα θὰ «ὁμοιάζει» ἀπόλυτα μὲ τὸ πρωτότυπο/Ὅταν τέλος, καταστρέψεις τὸ χρυσὸ εἴδωλο καὶ ἀποφύγεις τὴν ἐπιθυμία τῆς πλεονεξίας, θὰ βλαστήσει ἡ ψυχή σου, ὅπως ἡ ἱερατικὴ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν.
Σκοπός σου στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι νὰ ὀνομαστεῖς «φίλος του Θεοῦ» ἀφήνοντας κάθε πάθος καὶ κακία στὴ γῆ καὶ ἀναβλέποντας μόνον στὰ μεγάλα ὕψη τῆς ἀρετῆς…
Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε κατὰ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του. Τὸ πρῶτο βρίσκεται ἔμφυτο μέσα μας, ὅσο γιὰ τὸ δεύτερο μόνον ἀπὸ τὴν δική μας καλὴ καὶ ἀγαθὴ πρόθεση θὰ τὸ κατορθώσουμε, γιατί ἀναπτύσσεται μὲ κόπο πολὺ καὶ συνεχῆ πνευματικὴ ἀνάβαση. Στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας γιὰ τὴν τελειότητα, ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη δούλη τῶν παθῶν μά, φτάνοντας στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ κακοῦ. Τὸ ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας εἶναι τὸ αὐτεξούσιο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑκούσια ὑποταγὴ στὸν Θεό. Τὸ μόνον ποὺ θεωρεῖ τότε ἡ ψυχὴ «τίμιο καὶ ἐράσμιο» εἶναι το νὰ εἶναι πιστὴ φίλη του Θεοῦ.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σοῦ ἐκθέσω Καισάριε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἀναφορικὰ μὲ τὴν τελειότητα τοῦ ἐνάρετου βίου. Ἡ ἀρετὴ ἄλλωστε, δὲ βασίζεται μόνον στὴ γνώση καὶ στὴν περιττὴ μακρυγορία, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα κυρίως ἐσωτερικῆς διάθεσης καὶ δίψας τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτήρισε τοὺς Ἀθηναίους, ὡς ἄτομα ποὺ ἀρέσκονταν μέν, στὸ νὰ ἀνταλλάσουν ἀπόψεις νεωτεριστικές, χωρὶς ὅμως, νὰ προβάλλουν θέληση καὶ δίψα γιὰ τὴν τέλεια γνώση τοῦ ἀγαθοῦ.

Σοῦ μίλησα γιὰ τὸν μεγάλο καὶ σπουδαῖο Μωυσῆ ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ὀνομαστεῖ «φίλος του Θεοῦ», ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐπιμελῆ ζωὴ τοῦ κατάφερε νὰ ἀγγίξει τὴν τελειότητα. Γιατί ἔχουμε ἀγγίξει ἀληθινά το Τέλειο, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὸ βίο τῆς κακίας, ὄχι ὡς δοῦλοι ποὺ φοβόμαστε τὴν τιμωρία, οὔτε σὰν ὑστερόβουλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴ δίκαιη ἀνταπόδοση καὶ ἐνεργοῦν τὸ ἀγαθὸ μὲ τὴν προοπτική της ἀνταμοιβῆς, ἐμπορευόμενοι τὴν ἐνάρετη ζωὴ μὲ διάθεση συναλλαγματική, ἀλλὰ βλέποντας ἡ ἰὸ ψηλὰ ἀπ’ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς περιμένουν στὴν μέλλουσα ζωή, νὰ ἀποσκοποῦμε μονάχα στὴν Φιλία τοῦ Θεοῦ.
Μακάρι νὰ ὀνομαστοῦμε κάποτε φίλοι του Θεοῦ, γιατί, ἀδελφέ μου, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τελειότητα τοῦ βίου. Ἀμήν.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΛΟΓΟΣ ΕΠΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΕΦΑΝΟ (Ἃγιος Πρόκλος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)

Ο ήλιος ο αισθητός, που ανατέλλει πάνω από τη γη, έχει δίπλα του συνακόλουθους, τα αστέρια της Άρκτου, του Ωρίωνα, της Πούλιας, ακόμα και του Αυγερινού. Ο Ήλιος όμως της Δικαιοσύνης, ο οποίος ακτινοβόλησε ανατέλλοντας μέσα από τους παρθενικούς κόλπους, δεν έχει ανάγκη τη συνδρομή από το φως των αστεριών, αλλά έθεσε τον Πρωτομάρτυρα Στέφανονα λάμπει αυτός, δίπλα στις αθάνατες ακτίνες Του. Ο ήλιος, βαδίζοντας στο ουράνιο μονοπάτι του ανάμεσα στο βοριά και το νότο, πότε μεγαλώνει και πότε μικραίνει το φεγγοβόλημα της μέρας.

Ο Κύριος, ερχόμενος από τον ουρανό για μας, αύξησε την Δικαιοσύνη και διατήρησε αμόλυντο και αμείωτο το φεγγοβόλημά της.

Ο ήλιος διαδέχεται τη νύχτα, Αυτός τον θάνατο αντιπαλεύει, εκείνος διώχνει το σκοτάδι, Αυτός ανατρέπει την αμαρτία, εκείνος φέγγει για δώδεκα ώρες, Αυτός αστράφτει στους αιώνες, εκείνος με τ’ αστέρια βαδίζει, Αυτός λάμπει με τους Αποστόλους, εκείνος τριγυρνάει ανάμεσα σε χρόνια και εποχές, Αυτός κηρύττεται με τους Προφήτες και τους Ευαγγελιστές, εκείνος με τη διαδρομή του τις ώρες υφαίνει, Αυτός τον λόγο της Εκκλησίας δυναμώνει. Εκείνον οι ζωγράφοι πάνω στο άρμα τον ζωγραφίζουν, Αυτόν οι σοφοί κατά Θεόν στη φάτνη αναπαυόμενο αναγγέλλουν.

Μια φάτνη η οποία σαν άλλος Ουρανός που περιβάλλεται με τη Χερουβική δόξα, μόνο με τον Θεϊκό θρόνο μπορεί να συγκριθεί, που περιέχει τη λογική τροφή, μια φάτνη που δέχτηκε Αυτόν που δημιούργησε την κάθε ζωή, μια φάτνη που βαστάει Αυτόν που βαστάει τα πάντα. Μια φάτνη που κατά χάριν έγινε πλατύτερη από την Πλάση όλη, για να χωρέσει Αυτόν που ολόκληρη η Κτίση δεν χωράει. Μια φάτνη που μας αναγγέλθηκε από τον αγγελιοφόρο αστέρα. Μια φάτνη που προτύπωσε το θυσιαστήριο, και ένα σπήλαιο που την Εκκλησία αποτέλεσε.

Ας μιμηθούμε λοιπόν και εμείς, τους ευσεβείς Μάγους, και αντιλαμβανόμενοι την εκκλησία ως Βηθλεέμ, ας ασπασθούμε το ιερό βήμα ως Σπήλαιο, το θυσιαστήριο ως Φάτνη, και αντί του Βρέφους, τον διά του Βρέφους ευλογημένο άρτο ας αγκαλιάσουμε.
Έχοντας υπόψιν όλα αυτά ας δοξάσουμε σήμερα Αυτόν που και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος ως Βασιλέα κηρύττει. Θαυμαστά πράγματα ενός θαυμαστού Βασιλέα! Χθες γεννήθηκε, και σήμερα ο Στέφανος σε Αυτόν προσφέρθηκε ως πραγματικό και έμψυχο στεφάνι, ως στεφάνι που πλέχτηκε και χαλκεύτηκε μόνο του.

Ο Στέφανος, που στεφανώνοντας τον Βασιλέα στεφανώθηκε.

Ο Στέφανος, το πολύανθο της πίστεως κλωνάρι, το μοσχομυρωδάτο της αγάπης ρόδο, το αμάραντο άνθος της ελπίδος, της χάριτος το λουλουδιασμένο βλαστάρι, της αιωνίου αμπέλου το κατάφορτο κλήμα, ο μελιστάλαχτος καρπός της αθανασίας.

Ο Στέφανος, το παρακλάδι του Σταυρωθέντος που στα Ουράνια φθάνει, που γεμάτος από κάθε καλό έργο και λόγο αποτέλεσε ακατάλυτο πύργο της ομολογίας και ασάλευτο οχύρωμα της υπομονής.

Ο Στέφανος, ο σταυροφόρος αήττητος στρατιώτης της εγκράτειας και της ευσέβειας, ο έμψυχος στρατηλάτης, ο θαρραλέος ρήτορας, κατά των Χριστοκτόνων.

Αλλά τόση ώρα λέγω, λέγω, και ακόμη τίποτα δεν έχω πει για τα γεγονότα. Ας αφήσουμε λοιπόν τη θεία Γραφή να στεφανώσει τον Στέφανο.

Λέει λοιπόν η Γραφή, ότι ο Στέφανος πλήρης χάριτος και δυνάμεως «ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Άρα πώς λοιπόν να επαινέσω εγώ τον Στέφανο, όταν η ίδια η θεία χάρη τού έχει πλέξει στεφάνι, το στεφάνι που στεφανώνει τον κάθε μάρτυρα; Τι λόγο να προσθέσω εγώ στον λαμπρότερο μάρτυρα του κόσμου, με ποιες λέξεις να στολίσω αυτόν που έκανε πάμπολλα θαύματα;

Λέει λοιπόν η Γραφή ότι ο Στέφανος πλήρης χάριτος και δυνάμεως «ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».
Η θεία Χάρη και η θεία Δύναμη έπλεκαν ταυτόχρονα τον στέφανο του Στέφανου, προετοιμάζοντάς τον για τον καλόν αγώνα. Η μια τον κραταίωνε στην πίστη, και η άλλη τον ετοίμαζε για το μαρτύριο. Η μία για την διακονία, και η άλλη ως προς τον λόγο. Η μία προς το θάρρος, και η άλλη τον εκπαίδευε στην υπομονή. Η μία προς τα θαύματα, και η άλλη τον προετοίμαζε για τα κατορθώματα.

Η Χάρη και η Δύναμη που είναι βλαστάρια από την ίδια ρίζα, ζευγάρι παντοτινό, κλωνάρι από το ίδιο φυτό της πίστεως, παντοτινά ομόφωνες. Η Χάρη και η Δύναμη, τα πανέμορφα μάτια της ορθοδοξίας, ου δίδυμοι μαστοί της Εκκλησίας, οι συστρατιώτες του Χριστού. Οι άγρυπνοι φύλακες του Στέφανου.

Λέει λοιπόν η Γραφή ότι ο Στέφανος ήταν «πλήρης χάριτος και δυνάμεως».
Θυμιατήριο της Χάριτος ήταν ο Στέφανος, που ευωδίαζε το λιβάνι της αγιοσύνης. Πηγή της Χάριτος που ανέβλυζε τα παντοτινά νάματα της αρετής. Νείλος της Χάριτος που ξεχείλιζε από ευσέβεια. Αθλητής της Χάριτος ασυναγώνιστος από κάθε αντίπαλο.
Στρατιώτης της Χάριτος, που αντιπάλευε κάθε πανουργία και κάθε φοβέρα, και στέκονταν ακλόνητος σε κάθε επίθεση, δεχόμενος με καρτερία τους διωγμούς, θαυματοποιώντας, διώκοντας τα πάθη, γιατρεύοντας τις αρρώστιες, εκδιώκοντας τους δαίμονες, υπηρετώντας τους φτωχούς, ανακουφίζοντας τους ασθενείς, υπερασπίζοντας τις χήρες, προστατεύοντας τα ορφανά και τους αδικουμένους, αυξάνοντας το κήρυγμα, αναγγέλλοντας την πίστη· μιλώντας και καυχούμενος για τον Σταυρό, τους ήλους, τον κάλαμο, δοξάζοντας τα δεσμά, διακηρύττοντας τη λόγχη, που για χάρη μας έπληξε την πλευρά του Κυρίου, προσκυνώντας το Πάθος του Κυρίου που θανάτωσε τον θάνατο.
Προβάλλοντας τη Φάτνη, και υπερηφανευόμενος για τα Σπάργανα, εκθειάζοντας τα ραπίσματα, χωρίς να ντρέπεται για το δικαστήριο του Πιλάτου, χωρίς να κρατάει κρυφό τον Τάφο του Κυρίου, περήφανος για την Ανάσταση. Ελέγχοντας τους Ιουδαίους, ανατρέποντας τους Φαρισαίους, ντροπιάζοντας τους Σαδδουκαίους, αποστομώνοντας τους Γραμματείς.

Ερμηνεύοντας τον Νόμο, και ερευνώντας τους Προφήτες, ανέλυε τις Γραφές κι εκεί ανακάλυπτε τον Χριστό να λάμπει. Αντιμετωπίζοντας και επιτιμώντας τους παράνομους σταυρωτές. Αντιμαχόμενος τους ασεβείς, κατατροπώνοντας με την πίστη τους απίστους Ιουδαίους, που αντιδρούσαν στο κήρυγμα του.
«ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει».
Μεγάλη η τρικυμία αλλά ο κυβερνήτης επουράνιος, πυκνή η θύελλα αλλά το πλοίο φέρει σταυρό, αλλεπάλληλες οι καταιγίδες αλλά η καρίνα είναι στέρεα. Δεν μπορούν τα κύματα να εξεγερθούν κατά του ουρανού, δεν μπορεί το πονηρό πνεύμα να αντιπαλέψει το επουράνιο. Δεν μπορεί να διαλυθεί το σκάφος που κυβερνάται από τη Ζωή.
«ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει».

Και για ποιο λόγο η συζήτηση; Γι’ Αυτόν που κυοφορήθηκε μυστηριωδώς, γι’ Αυτόν που γεννήθηκε υπερφυσικά, γι’ Αυτόν που θήλασε πέρα από κάθε λογική. Πώς χωρίς ένωση η Παρθένος έγινε μητέρα, πώς και μετά τον τοκετό έμεινε παρθένος, πώς η φύση έδωσε την θέση της στο θαύμα, γιατί σαρκούμενος μέσω της Μαρίας δεν επέβαλε τις δικές Του αναλογίες, αλλά θέλησε ο Αχώρητος να συρρικνωθεί ως βρέφος; Πώς ενώ ήταν έμβρυο, δημιουργούσε όλα τα άλλα έμβρυα, πώς ενώ γεννιόταν παρείχε τη γέννηση σε όλους, πώς θήλαζε και ταυτόχρονα χορηγούσε σε όλα τα βρέφη τις πηγές του γάλακτος;
Αυτή είναι η διαφορά του Νόμου και της Χάριτος. Ο Νόμος καταδικάζει, η Χάρη συγχωρεί, ο Νόμος κολάζει η Χάρη σώζει, ο Νόμος υπηρετεί η Χάρη εξουσιάζει, ο Νόμος την αμαρτία φονεύει, η Χάρη την αμαρτία εξαφανίζει, ο Νόμος κρατάει το ξίφος η Χάρη το έλεος μεταχειρίζεται, ο Νόμος έχει θέση δήμιου, η Χάρη έχει εξουσία βασιλέως, ο Νόμος τον κατάδικο δένειμε το σχοινί η Χάρη ως φιλάνθρωπη αφαιρεί του θανάτου το σύμβολο.

Και ενώ έλεγε τα θεία αυτά λόγια περί της Χάριτος ο Στέφανος προς τους Ιουδαίους, αυτοί οι θεομάχοι σηκώθηκαν τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο Συνέδριο.
Όπου η αρπαγή εκεί και η Ιουδαϊκή συνδρομή, όπου η ταραχή εκεί και το μισόχριστο πλήθος τους, όπου φόνος άδικος μελετάται, εκεί και το συνέδριο των γραμματέων. Γιατί βεβηλώνεις την καθέδρα του Μωϋσή παράνομε Ιουδαίε; Γιατί μολύνεις τον θρόνο που στόλισε ο Νόμος; Ο Νόμος του Μωϋσή είπε: «Ου φονεύσεις, Ου ψευδομαρτυρήσεις». Ή λοιπόν τήρησε τον Νόμο ή από τον τόπο αυτόν απομακρύνσου.
Αυτοί όμως έφεραν ψευδομάρτυρες που έλεγαν «Ο άνθρωπος αυτός δεν σταματά να βλαστημά αυτόν τον άγιο τόπο και το Νόμο. Τον ακούσαμε να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα αφανίσει τον τόπο αυτόν και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Ακόμα έβαλαν και άλλους να λένε ψέματα ότι «ακούσαμε αυτόν να λέει βλάσφημα πράγματα για τον Μωϋσή και τον Θεό».

Τώρα τον Μωϋσή θαυμάζεις συκοφάντη, τώρα τον τιμάς ως νομοθέτη, ενώ όταν ζούσε τον έφτυνες; Τώρα ως τηρητής του Νόμου οργίζεσαι και αγανακτείς, και υπερασπιζόμενος τον Θεό, θέλεις να εκδικηθείς; Εσύ δεν λιθοβόλησες τον Μωυσή; Εσύ δεν προτίμησες αντί του Θεού τα πέτρινα και τα ξύλινα είδωλα; Και τώρα για να κάνεις φόνο, σαν δικαιολογία χρησιμοποιείς την ευλάβεια; Για να χύσεις αίμα αθώου υποκρίνεσαι τον θεοσεβή;
Όπως τότε, έτσι και τώρα μπερδεύεις την αλήθεια. Και τότε με θρασύτητα βλαστημούσες και τώρα με ασέβεια τιμάς. Εσύ που πάντα είσαι μέσα στα αίματα, εσύ που πάντα φτιάχνεις συμμορίες ψευδομαρτύρων.
«Παρουσίασαν λοιπόν ψευδομάρτυρες που έλεγαν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν σταματά να λέει λόγια εναντίον του Μωυσή και του Θεού και κατά του αγίου αυτού τόπου και του Νόμου»

Ποια λόγια; «Ακούσαμε αυτόν να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, θα καταστρέψει αυτόν τον τόπο» Και τι λοιπόν; Αν σκοτώσεις τον Στέφανο, δεν θα καταστραφεί ο τόπος; ή μάλλον δεν θα καταστραφεί επειδή και τον Κύριο και τον δούλο σκότωσες; Επειδή μαζί με τον ποιμένα θυσίασες και το πρόβατο, μαζί με τον Βασιλέα κατάσφαξες και τον στρατιώτη;
Δεν μπορεί πόλις να σταθεί αν έχει θανατωθεί ο Βασιλέας. Ούτε μπορεί να τιμάται ο Ναός όταν έχει γίνει ο φόνος του Δεσπότη.
Μήπως ο Στέφανος είπε, το «θα μείνει ο οίκος σας έρημος»;
Μήπως ο Στέφανος είπε, το «δεν θα μείνει στον Ναό λίθος επί λίθου»; Παράδοξο πράγμα και παράλογο! Να το λέει ο Θεός και να δικάζεται ο άνθρωπος! Να το αποφασίζει ο Θεός και να κατηγορείται ο άνθρωπος! Ο Βασιλιάς να πραγματοποιεί και ο στρατιώτης να ευθύνεται! Εσύ είσαι αίτιος αυτής της καταστροφής Ιουδαίε! Έμπηξες τον σταυρό και ανακάτεψες την Ιερουσαλήμ, και είπες «το αίμα Αυτού πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας». Δέξου λοιπόν τώρα την καταδίκη που σου όρισε. Και λέει η Γραφή «ο Στέφανος γεμάτος από Πνεύμα Άγιο, κοίταξε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται όρθιος στα δεξιά του Θεού». Τότε πως ο Παύλος λέει «κάθισε στα δεξιά του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού στα υψηλά»; Ποια ήταν η αιτία για να σηκωθεί; Ποιο σοβαρό γεγονός τον έκανε να σηκωθεί από τον πατρικό θρόνο; Είδε τον αθλητή που αγωνίζεται και σηκώθηκε για να βραβεύσει τη νίκη του. Είδε αυτόν που πετάει στον αέρα και άνοιξε τους ουράνιους λιμένες. «Μη φοβάσαι λοιπόν Στέφανε κανείς δεν πρόκειται να αδικήσει τον αγώνα σου. Σηκώθηκα από τον θρόνο γιατί στα δεξιά μου θέλω να σε βάλω.
Γιατί βλέπω την τολμηρή πίστη σου σε μένα που σταυρώθηκα. Εγώ είμαι εκείνος που είδες πάνω στο ξύλο με σάρκα κρεμασμένο, για αυτή σου τη πίστη σε βραβεύω. Εγώ είμαι ο αγωνοθέτης του μαρτυρίου αλλά και ο αθλητής. Πάνω στον σταυρό πάλεψα σαν σε παλαίστρα. Με συνέλαβαν και τον αντίπαλο διάβολο κατατρόπωσα. Μη φοβάσαι αυτούς που σε πετροβολούν, χωρίς να θέλουν σου φτιάχνουν σκάλα που οδηγεί στον ουρανό. Μη φοβάσαι αυτούς που σε πετροβολούν, σκαλιά για να ανέβεις στα ουράνια γίνονται οι πέτρες. Μη φοβάσαι τις πέτρες, μέσα σου κουβαλάς τον ακρογωνιαίο λίθο Ιησού Χριστό»

Η δόξα και η δύναμή Του εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.  

Πηγή: alopsis.gr


Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ: Εὐαγγέλιο - Βίος τοῦ Ἁγίου (30 Νοεμβρίου)



Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ. Στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ραββί· ὃ λέγεται μεθερμηνευόμενον Διδάσκαλε· ποῦ μένεις; Λέγει αὐτοῖς· Ἔρχεσθε καὶ ἵδετε. ἦλθαν οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ· εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός· Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ· σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ην δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. Απεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Απεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. Καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀπόδοση 

Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν ο Ιωάννης στον τόπον αυτόν και δύο από τους μαθητάς του. Και καθώς με απέραντον σεβασμόν εκύτταξε τον Ιησούν, που περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει· “ιδού ο αμνός του Θεού”. Και οι δύο μαθηταί του ήκουσαν τα λόγια του αυτά και ηκολούθησαν τον Ιησούν. Εγύρισε δε ο Ιησούς και όταν τους είδε να τον ακολουθούν, λέγει εις αυτούς. “Τι ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν· “ραββί-που σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που μένεις;” Είπεν εις αυτούς· “ελάτε και ιδέτε που μένω”. Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του την ημέραν εκείνην. Η ώρα δε ήτο τέσσαρες το απόγευμα. Ένας δε από τους δύο, που ήκουσαν τα όσα ο Ιωάννης είπε περί του Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου. Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον αδελφόν του τον Σιμωνα και του λέγει· “ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Χριστός”. Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και ο Ιησούς αφού τον εκύτταξε με βλέμμα βαθύ και στοργικόν είπε· “συ είσαι Σιμων, ο υιός του Ιωνά· συ θα ονομασθής Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Πετρος”. Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει· “έλα κοντά μου”. Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου. Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει· “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”. Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”. Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”. Λέγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”. Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε· “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”. Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”. Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”.





Μορφὴ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καὶ διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ πρῶτος κλήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, γι’ αὐτὸ καὶ Πρωτόκλητος. Τὸ ὄνομά του τὸ ἱερὸ κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.

Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.

Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες ψυχές, ποὺ μελετοῦσαν τοὺς προφῆτες καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐὐαγγελιστὴ, ὑπῆρξαν στὴν ἀρχὴ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, ποὺ βρισκόντουσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καὶ ὁ Πρόδρομος τοὺς ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυὸ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τὸν δάσκαλό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀκολούθησαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρὶς ἄλλο, λόγια ἅγια καὶ θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, ποὺ τοὺς συνεπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ πιστέψουν πὼς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν.
Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.

Τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή τους μὲ τὸν Κύριο τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τοῦ πεῖ μὲ χαρά: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον Χριστός) καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δὲν κράτησε μόνος τὴν χαρά του. Ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Καὶ εἶχε δίκαιο! Κεῖνος ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ τρώει μόνος του. Ἡ πραγματικὴ χάρη, ὅταν φωτίσει τὴν ψυχή, βάνει τέρμα στὸ πνευματικὸ μονοπώλιο, λέει καὶ ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.

Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ τὸν λόγο. Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας. Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου μας.

Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.

Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.

Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν’ ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.

Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.

Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.

Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολός μας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε.

 Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ κιαὶαὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος μας ἦλθε καὶ στὸ νησί μας. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. 

Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.

Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα.

 Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα…
Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ’ τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα…
Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!

Καὶ ὁ   Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.

Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κύπρου, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κι ἀλλόθρησκοι ἀκόμη, συνέρεαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου, νὰ βαφτίσουν ἐκεῖ τὰ νεογέννητα παιδιά τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ πλούσια δῶρα τους σὲ χρῆμα ἢ σὲ εἴδη, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ εὐχαριστῶ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν θεῖο Ἀπόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωὰμ ἦταν ἡ ἐκκλησία του γιὰ τοὺς πονεμένους. Πλεῖστα ὅσα θαύματα γινόντουσαν ἐκεῖ σὲ ὅσους μετέβαιναν μὲ πίστη ἀληθινὴ καὶ συντριβὴ ψυχῆς.

Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ – Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων της Κύπρου μας, ἡ μέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο.

Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.

Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.

Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.
Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.
Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακάψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
 – Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.
Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.

Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.
Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη († Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.

Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του:

«Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.

Πηγή: pentapostagma.gr 


Ἀπολυτίκιο ν. Ἦχος δ΄ Ἦχος β΄ τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καί τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότη τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τή οἰκουμένη δωρήσασθαι, καί ταῖς ψυχαῖς
ἠμῶν τό μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον.
Τόν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον Θεηγόρον, καί Μαθητῶν τόν Πρωτόκλητόν του Σωτῆρος, Πέτρον τόν σύγγονον ὑφημήσωμεν, ὅτι ὡς πάλαι τούτω, καί νῦν ἠμίν
ἐκέκραζεν, Εὐρήκαμεν δεῦτε τόν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, Πρωτόκλητος ὤφθης, καί ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα Θεόπτα, ἐντεῦθεν διανύεις, παθῶν τάς ἀναβάσεις, τῆς ἀναστάσεως.