A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Μνήμη τῆς Γ' Ἁγίας Οἰκουμενικής Συνόδου (9 Σεπτεμβρίου)



Τον 5ο αιώνα μ.Χ., διαφάνηκε η αίρεση του Νεστορίου, Πατριάρχη Κωνταντινουπόλεως. Η διαπίστωση της κακοδοξίας του Νεστορίου σημειώθηκε όταν ο νομικός Ευσέβιος, εντόπισε στα λεγόμενα του Αναστασίου (συγκέλου του Νεστορίου), αιρετικές δοξασίες, οι οποίες αφορούσαν στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Ο Αναστάσιος δεν αποδεχόταν τον όρο «Θεοτόκος» και αντ’ αυτού, παρόντος του Νεστορίου, εισηγείτο τον όρο «ανθρωποτόκος». Ο Νεστόριος, ωστόσο, για να μην προκληθεί θύελλα αντιδράσεων, εισηγήθηκε να χρησιμοποιείται ο ηπιότερος όρος «Χριστοτόκος», μη δεχόμενος έτσι την υποστατική ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, όπως τη διερμήνευε ο Άγιος Κύριλλος , ο οποίος υπογράμμιζε ότι ο Κύριος προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και πως έγινε αντίδωση ιδιωμάτων, αλλά οι δύο φύσεις παρέμειναν ασύγχυτες και άτρεπτες.


Ο νομικός Ευσέβιος, λαϊκός τότε, μετέπειτα Επίσκοπος Δορυλαίου, κατάγγειλε τον Νεστόριο τόσο στον Αλεξανδρείας Κύριλλο, όσο και στον Ρώμης Κελεστίνο . Τότε, ο Άγιος Κύριλλος απέστειλε δύο επιστολές στον Νεστόριο, στις οποίες αποφαινόταν για τον όρο Θεοτόκος τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 429 μ.Χ. την πρώτη και Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 430 μ.Χ. τη δεύτερη. O Νεστόριος, εν τω μεταξύ, ήδη είχε γράψει δύο επιστολές στον Πάπα Ρώμης, στην προσπάθειά του να συγκαλυφθεί. Επειδή, όμως, το προκείμενο θεολογικό ζήτημα ήταν δύσβατο για τον Κελεστίνο δεν ανταποκρίθηκε, καταρχάς, στον Νεστόριο. Θεώρησε φρονιμότερο να στείλει σχετική επιστολή στον Αλεξανδρείας με διάφορα ερωτήματα, υπογραμμίζοντας ότι «πάνυ ἐσκανδαλίσθησαν», από τις θέσεις του Νεστορίου. Ο Κύριλλος απάντησε στην επιστολή του Πάπα Ρώμης, επίσης, με επιστολή, με την οποία κοινοποιούσε προς τον «συλλειτουργό» Κελεστίνο (και σε άλλους) τη χριστολογία, όπως ο ίδιος (Κύριλλος) τη διερμήνευε, εξηγούσε την πλάνη του Νεστορίου και ανακοίνωνε τις προθέσεις του για επιβολή ακοινωνησίας στον αιρεσιάρχη. Ακόμη, ο Κύριλλος προτρέπει τον Κελεστίνο να φροντίσει ώστε «δώσομεν ἀφορμᾶς τοῦ πάντας μία ψυχῄ καί μία γνώμῃ στῆναι καί ἐπαγωνίσασθαι τῇ ὀρθῄ πίστει πολεμουμένῃ». Ο Κελεστίνος απάντησε στον Κύριλλο ότι συμφωνεί μαζί του και αναγνωρίζει πως η θεωρία του Νεστορίου είναι αιρετική. Ωστόσο, δεν μπορούσε να υπεισέλθει στα βαθύτερα νερά του εν λόγω θεολογικού ζητήματος, γι’ αυτό και περιορίστηκε να τονίσει ότι πρόκειται για πρόβλημα που αφορά στη γέννηση του Χριστού. Εξάλλου και στην απαντητική του επιστολή προς τον Νεστόριο, επιπλήττει τον αιρεσιάρχη, αλλά δεν τού ορίζει ακριβώς και τι πρέπει να πιστεύει. Επιπλέον, ο Κελεστίνος έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Αλεξανδρείας Κύριλλο, καθιστώντας τον στο θέμα αυτό αντιπρόσωπο της Ρώμης. Με το γεγονός αυτό, κρίνουμε, ότι ο Άγιος Κελεστίνος αναγνώρισε έμμεσα πρωτείο αλήθειας στον Άγιο Κύριλλο.


Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο Κύριλλος συγκάλεσε άλλη τοπική Σύνοδο, στο οικείο Πατριαρχείο, η οποία προσυπόγραψε τους «12 αναθεματισμούς» του, παρεκκλίνοντας, έτσι, από τη συμφωνία που είχε συνάψει με τον Ρώμης, για επιβολή μόνο ακοινωνησίας στον Νεστόριο. Κατόπιν, απέστειλε εκτενή συνοδική, δογματικού τύπου, επιστολή στον αιρεσιάρχη, καλώντας τον να αποδεχθεί τους αναθεματισμούς, ουσιαστικά την καθ’ υπόσταση ένωση των δύο φύσεων εν Χριστώ. Όμως, ο Νεστόριος δεν αποδέχτηκε το περιεχόμενο, παρά μόνο τον όρο Θεοτόκος, υπό τις θεολογικές του προϋποθέσεις.


Από το σημείο αυτό, λοιπόν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη σύγκληση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, αφού το ζήτημα απέβη, πλέον, «σκάνδαλο οικουμενικό».


Αν και ο Ρώμης Κελεστίνος δεν θεωρούσε απαραίτητη την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, εντούτοις ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄, με τη σύμφωνη γνώμη του Αυτοκράτορα της δύσης Βαλεντινιανού Γ΄, αλλά και του Νεστορίου, ανακοίνωσε τη σύγκλησή της. Με την επιστολή του όριζε την έναρξη των εργασιών της κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (7 Ιουνίου του 431 μ.Χ.) στην Έφεσο, ώστε να διαπιστωθεί ποιοι κατείχαν και εξέφραζαν την ορθή πίστη, σε σχέση με την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά και για να θεραπευτούν και άλλα ζητήματα.


Στην Έφεσο κατέφθασαν εγκαίρως οι Αλεξανδρείας Κύριλλος, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος  και Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, όπως και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς που είχαν προσκληθεί. Αντιθέτως, είχαν καθυστερήσει οι εκπρόσωποι του Ρώμης Κελεστίνου, λόγω του χειμώνα, καθώς και ο Αντιοχείας Ιωάννης και οι Επίσκοποι της διοικήσεως της ανατολής. Η καθυστέρησή τους οδήγησε στην ακύρωση της πρώτης ημερομηνίας.


Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν, τελικά, στις 22 Ιουνίου του αυτού έτους, προεδρεύοντος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας μέσα στην «ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ τῇ καλουμένῃ Μαρίᾳ, προκειμένου τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἐν τῷ μεσαιτάτῳ θρόνῳ». Συνολικά έλαβαν μέρος 210 Πατέρες.


Ως αυτοκρατορικός εκπρόσωπος παρέστη ο συνεργάτης του Θεοδοσίου Κανδιδιανός, ο οποίος με την έναρξη της 1ης συνεδρίας αποχώρησε, διαμαρτυρόμενος, αφού ο Αντιοχείας Ιωάννης και οι Επίσκοποι της ανατολής, δεν είχαν προλάβει να αφιχθούν. Η Σύνοδος, όμως, συνέχισε κανονικά τις εργασίες της. Μάλιστα, ολοκλήρωσε το ουσιαστικότερο έργο της από την 1η Συνεδρία. Ο Νεστόριος δεν προσήλθε στη Σύνοδο, αν και προσκλήθηκε τρεις φορές.



Όταν έφθασαν οι αντιπρόσωποι του Ρώμης εντάχθηκαν και μετείχαν κανονικά στις εργασίες της Συνόδου από την 2η συνεδρία και εξής. Μάλιστα, ο Κύριλλος παρίστατο και ως ο «διέπων καί τόν τόπον τοῦ ἁγιωτάτου καί ὀσιοτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς ρωμαίων ἐκκλησίας Κελεστίνου».


Η αντίδραση του Αντιοχείας Ιωάννη, εν τω μεταξύ, δεν ήταν ανάλογη. Όταν αφίχθηκε συγκάλεσε στις 27 Ιουνίου παράλληλη σύνοδο, στην οποίαν έλαβαν μέρος οι Επίσκοποι της ανατολικής διοίκησης , προκειμένου να καθαιρέσει τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και τον Εφέσου Μέμνονα. Η κανονική Σύνοδος απάντησε κατά την 5η συνεδρία της, επιβάλλοντας στον Αντιοχείας, και τους λοιπούς 38 της παρασυνόδου, ακοινωνησία και αργία μέχρι να μετανοήσουν.


Η οξύτητα των γεγονότων προκάλεσε την επέμβαση του Αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε τον κόμη Ιωάννη, για να μεσολαβήσει προς εκτόνωση της κρίσης. Ο κόμης έφερε μαζί του αυτοκρατορικό γράμμα, που διακήρυσσε ως καθαιρεμένους τον Νεστόριο, τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και τον Εφέσου Μέμνονα, τους οποίους και έθεσε υπό περιορισμό, μέχρι να επέλθει συνεννόηση μεταξύ των δύο παρατάξεων στη Χαλκηδόνα. Η επιχείρηση ναυάγησε, γι’ αυτό και ο Αυτοκράτορας επιβεβαίωσε την καθαίρεση του Νεστορίου, τον οποίο και εξόρισε. Ακολούθως, διέκοψε τις εργασίες της Συνόδου και έδωσε εντολή όπως 7 μέλη της κανονικής Συνόδου, μαζί με τους ενδημούντες Επισκόπους της Πόλης, να εκλέξουν και χειροτονήσουν νέο Πατριάρχη. Πράγμα που έγινε την 25ην Οκτωβρίου, οπότε εκλέχθηκε νέος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μαξιμιανός .


Ύστερα από διαβουλεύσεις και μεσολαβήσεις η διαφορά μεταξύ του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Ιωάννη Αντιοχείας, γεφυρώθηκε το 433 μ.Χ., με τη λεγόμενη «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν», που θεωρείται έργο του Θεοδώρητου Κύρου. Η εν λόγω έκθεση στάλθηκε από τον Ιωάννη Αντιοχείας στον Κύριλλο και αφορούσε στην ενανθρώπηση του Κυρίου, ενώ το περιεχόμενό της έγινε, τελικά, δεκτό από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας.



Εν τέλει, η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε: την οριστική καταδίκη του Νεστορίου και της θεωρίας του, επικύρωσε το Σύμβολο της Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως και καταδίκασε τις αιρέσεις του πελαγιανισμού και των μεσσαλιανών.


Η Σύνοδος ασχολήθηκε και με θέματα Κανονικού Δικαίου. Κατά την 7η συνεδρία της (πιθανόν κατά την 31η Ιουλίου 431 μ.Χ.), η οποία ως φαίνεται, εκ των διασωθέντων Πρακτικών, ήταν η τελευταία, έγινε ανάγνωση «λιβέλλου» που υποβλήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Ρηγίνο. Ο Αρχιεπίσκοπος Ρηγίνος, που συνοδευόταν από τους Επισκόπους Κουρίου Ζήνωνα και Σόλων Ευάγριο, επικαλέστηκε ανάμιξη του Αντιοχείας στις χειροτονίες των Επισκόπων της Κύπρου (ACO 1, 1, 7, σελ. 118-122). Η Σύνοδος αποφάσισε να κατοχυρώσει - επικυρώσει, την ήδη ισχύουσα και αναγνωρισμένη, από την ίδρυσή της, αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Κύπρου [Ο όρος «αυτοκέφαλος» δεν υπάρχει στα πρακτικά της Συνόδου. Τον όρο διαχειρίζεται ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης, προκειμένου να ορίσει μονολεκτικά την απόφαση της Συνόδου (P.G. 86, 184)]. Έτσι τερμάτισε τις βλέψεις του Πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος αξίωνε εναρμόνιση των εκκλησιαστικών ορίων με τα πολιτικά και διοικητικά όρια.


«Ἡ ἅγια Σύνοδος εἶπε», λοιπόν, «πρᾶγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Πατέρων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας ἁπτόμενον, προσήγγειλεν ὁ θεοσεβέστατος συνεπίσκοπος Ρηγίνος καὶ οἱ σὺν αὐτῶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποί της Κυπρίων ἐπαρχίας Ζήνων καὶ Εὐάγριος. Ὅθεν, ἐπειδή, τὰ κοινὰ πάθη μείζονος δεῖται τῆς θεραπείας, ὡς καὶ μείζονα τὴν βλάβην φέροντα, καὶ μάλιστα εἰ μηδὲ ἔθος ἀρχαῖον παρηκολούθησεν, ὥστε τὸν ἐπίσκοπόν της Ἀντιοχέων πόλεως τὰς ἐν Κύπρῳ ποιεῖσθαι χειροτονίας, καθᾶ διὰ τῶν λιβέλλων καὶ τῶν οἰκείων φωνῶν ἐδίδαξαν οἱ εὐλαβέστατοι ἄνδρες, οἱ τὴν πρόσοδον τὴ ἁγία Συνόδω ποιησάμενοι, ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν Κύπρον προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δὶ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι. Τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται, ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλέστατων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν· ἀλλ’ εἰ καὶ τὶς κατέλαβε καὶ ὑφ’ ἑαυτὸν πεποίηται βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἶνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τῦφος κοσμικῆς παρεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἢν ἠμὶν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής. Ἔδοξε τοίνυν τὴ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Συνόδω σώζεσθαι ἑκάστη ἐπαρχία καθαρὰ καὶ ἀβίαστα τὰ αὐτὴ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄνωθεν, κατὰ τὸ πάλαι κράτησαν ἔθος, ἄδειαν ἔχοντος, ἑκάστου μητροπολίτου τὰ ἴσα τῶν πεπραγμένων πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀσφαλὲς ἐκλαβεῖν. Εἰ δὲ τὶς μαχόμενον τύπον τοῖς νῦν ὠρισμένοις προκομίσοι, ἄκυρον τοῦτον εἶναι ἔδοξε τὴ ἁγία πάση καὶ οἰκουμενικὴ Συνόδω» (ACO 1, 1, 7, σέλ. 122). Ο Βαλσαμών αναφέρει πως «παλαιὸν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολίται αὐτοκέφαλοι ἤσαν καὶ ὑπὸ οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο».


Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σύνοδος της Εφέσου δεν διατύπωσε κανόνες. Από τα πρακτικά και δύο επιστολές της, όμως, σχηματίστηκαν συνολικά εννέα κανόνες, οι οποίοι περιελήφθηκαν στις κανονικές συλλογές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο 8ος κανόνας, που αφορά ιδιατέρως στην Εκκλησία της Κύπρου, σχηματίστηκε από τα πρακτικά της 7ης Συνεδρίας.


Στη συνέχεια, το έτος 478 μ.Χ., ο Αρχιεπίσκοπος Κυπρου Ανθέμιος μετά από όραμα εντόπισε τον τάφο και το τίμιο λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα· «Βαρνάβα τοῦ Ἀποστόλου τὸ λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρῳ ὑπὸ δένδρον κερατέα, ἔχον ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον, ἰδιόγραφόν του Βαρνάβα. Ἐξ ἢς προφάσεως καὶ περιγεγόνασι Κύπριοι, τὸ αὐτοκέφαλον εἶναι τὴν κατὰ αὐτοὺς μητρόπολιν καὶ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν» (P.G. 86, 184), σημειώνει ο Θεόδωρος Αναγνώστης.


Ο Ανθέμιος πρόσφερε το εν λόγω Ευαγγέλιο στον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ζήνωνα. Ο Αυτοκράτορας, και εις ένδειξη εκτίμησης, παραχώρησε τρία αυτοκρατορικά προνόμια στον (εκάστοτε) Αρχιεπίσκοπο Κυπρου: 1. να υπογράφει με κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι), 2. να φέρει πορφυρούν μανδύα κατά τις ιεροτελεστίες και 3. να κρατεί αντί επισκοπικής πατερίτσας το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Με την ενέργειά του επικύρωσε ξανά το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κύπρου, υπογραμμίζοντας ότι η Εκκλησία της Κύπρου είναι Αποστολική, γι’ αυτό δικαιούται να είναι και Αυτοκέφαλη.


Την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου επικύρωσε αργότερα και τοπική Σύνοδος το 488 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Πατριάρχης Αντιοχείας εξακολουθούσε να αμφισβητεί την απόφαση της Γ' Οικουμενικής Συνόδου.


Τέλος, τα αυτοκρατορικά προνόμια και το Αυτοκέφαλο επικύρωσε και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το 692 μ.Χ., επίσης, στην Κωνσταντινούπολη. Επιπρόσθετα, μαλίστα, παραχωρήθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου το δικαίωμα να συγκαλεί Μείζονα Σύνοδο.


Σε ό,τι αφορά την Εκκλησία της Κύπρου η κατάταξη στα Δίπτυχα, μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, είχε διαμορφωθεί ως εξής: Ρώμης, «μετ’ εκείνον υπάρχοντα» και «των ίσων απολαύειν πρεσβείων» (με τον Ρώμης) ο Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και ακολούθως της Κύπρου.


Ορθόδοξος Συναξαριστής


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσῳ, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἑλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὓς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Παρακλήτου ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἐν τῇ Ἐφέσῳ συνελθόντες Πατέρες, καὶ τὴν σεπτὴν καὶ Τρίτην θείαν Σύνοδον, πίστει συγκροτήσαντες, ἐν αὐτῇ Νεστορίου, ἅπασαν τὴν αἵρεσιν, καὶ τὸ ἔκφυλον δόγμα, καταβαλόντες δόγμασι σεπτοῖς, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐστηρίξατε.


Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες πανευκλεεῖς, οἱ τοῦ Νεστορίου, καταισχύναντες τὴν φωνήν, καὶ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Τρίτῃ τὸν Σωτῆρα, καὶ τὴν τεκοῦσαν Τοῦτον, λαμπρῶς κηρύξαντες.


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Λόγος λα΄ Περί του Αγίου Πνεύµατος - Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος (ΜΕΡΟΣ Γ')



27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισµούς που µας φωτίζουν
και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούµε
και εµείς, και ούτε να τη φανερώνουµε µια και καλή, ούτε να
την  αποκρύπτουµε  τελείως.   Διότι  το  ένα  δείχνει  έλλειψη
διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι µπορεί να βλάψει
τους  άπιστους, ενώ  το άλλο ν' αποδιώξει  τους  δικούς  µας.
Όµως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο µυαλό άλλων, αλλά
εγώ θεωρώ καρπό της δικής µου διανοίας, θα το προσθέσω σ'
αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν µερικά,
για τα οποία έλεγε στους µαθητές ότι δεν µπορούσαν τότε να
τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει µε διδασκαλίες, ίσως για
τους  λόγους  που  ανέφερα,   και  γι'  αυτό  δεν  τα  αποκάλυψε.
Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα µας τα διδάξει το άγιο Πνεύµα,
όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που  θα µας  διδάξει) είναι,
νοµίζω,   και   ή   ίδια   η   θεότητα   του   Πνεύµατος,   η   οποία
αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού µετά την αποκατάσταση του
Σωτήρα,   τυχαίνει  να  είναι  ώριµη  και  καταληπτή  η  γνώση,
αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύµα. Τι λοιπόν θα ήταν
πιο   µεγάλο,   αυτό  που  εκείνος  υποσχέθηκε  ή  αυτό  που  το
Πνεύµα   δίδαξε;   Εάν   βέβαια   πρέπει   σαν   κάτι   µεγάλο   να
νοµίζουµε  καί  άξιο  της  µεγαλοπρέπειας  του  Θεού, αυτό  το
οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.
28. Ετσι λοιπόν πιστεύω γι' αυτά και µακάρι έτσι να πιστεύω
εγώ, και όποιος µου είναι αγαπητός. Να τιµάµε δηλαδή ως Θεό
τον Πατέρα, Θεό  τον Υιό, Θεό  το  Πνεύµα το  άγιο, τρεις  oι
ιδιότητες, αλλά µία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς
τη δόξα, την τιµή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος
από τους  θεοφόρους  άνδρες  λίγο προγενέστερα. Και όποιος
δεν    πιστεύει    έτσι    ή    προσαρµόζεται    ανάλογα   µε    τις
περιστάσεις,   αλλάζοντας    συνεχώς    την   πίστη   του    και
σκέπτεται   µε   επιπολαιότητα,   γι'   αυτά   που   είναι   τόσο
σπουδαία, ας µη δει τον ήλιο ν' ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή,
ούτε τη δόξα της ουράνιας λαµπρότητας. Διότι αν το Πνεύµα
δεν είναι προσκυνητόν, πώς µε θεώνει µε το βάπτισµα;
Αν   πάλι   προσκυνείται,   πώς   να   µη   λατρεύεται;   Και   αν
λατρεύεται,   πώς  δεν  είναι  Θεός;   Το  ένα  εξαρτάται  από  το
άλλο, κι έτσι έχουµε πράγµατι µία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα.Από  το  Πνεύµα  συµβαίνει  η  αναγέννηση  σε   µας  από  την
αναγέννηση ακολουθεί  η ανάπλαση και  από  την ανάπλαση η
επίγνωση της αξίας εκείνου που µας ανέπλασε.
29. Αυτά λοιπόν θα µπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε
ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όµως θα έλθει σε σένα το
πλήθος  των   µαρτυριών,   µε  τις  οποίες  θ'   αποδειχθεί  ότι
αναφέρεται  και   µε  το  παραπάνω   µέσα  στην  αγία  Γραφή  η
θεότητα  του  Πνεύµατος,   σε  όσους  βέβαια  δεν  είναι  πολύ
ανόητοι, ούτε αποξενωµένοι από το Πνεύµα. Σκέψου λοιπόν τα
εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύµα προηγείται· βαπτίζεται;
Αυτό   δίνει   µαρτυρία·   δέχεται   πειρασµούς;   Τον   οδηγεί.
Επιτελεί θαύµατα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται.
Ποιο άραγε από τα µεγάλα και απ' όσα κάνει ο Θεός, δεν µπορεί
το Πνεύµα; Ποια πάλι ονοµασία δεν έχει απ' όσες έχει ο Θεός
εκτός  από  την  αγεννησία  και  τη  γέννηση;   Διότι  έπρεπε  να
µείνουν oι  ιδιότητες  στον  Πατέρα και  στον  Υιό, για να µην
υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ' άλλα οδηγεί σε
τάξη   και   κοσµιότητα.   Εγώ   φρίττω   αναλογιζόµενος   τον
πλούτο  των  ονοµασιών  του  Πνεύµατος  και  σε  πόσες  από
αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο
Πνεύµα. Λέγεται λοιπόν Πνεύµα Θεού, Πνεύµα Χριστού, νους
Χριστού,   Πνεύµα  Κυρίου,   το   ίδιο   επίσης   Κύριος,   Πνεύµα
υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύµα σοφίας, συνέσεως,
θελήσεως, δυνάµεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι
αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεµίζει µε το
είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεµίζει όλο
τον κόσµο, δεν περιορίζεται όµως η δύναµή του στον κόσµο.
Είναι αγαθό, ευθές, ηγεµονικό, αγιάζει από τη φύση του  και
όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το µέτρο, δεν µετριέται,
µετέχεται δεν µετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν
συγκρατείται,     κληρονοµείται,     δοξάζεται,     συναριθµείται,
απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός,
για να δοθεί  νοµίζω, έµφαση στο  οµοούσιο. Το  Πνεύµα είναι
αυτό που δηµιούργησε, που µας ανακαινίζει µε το βάπτισµα και
την ανάσταση. Το Πνεύµα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα,
που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί,
αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει,
φωτίζει, δίνει  ζωή, µάλλον είναι το ίδιο φως  και ζωή. Είναι
αυτό που µας κάνει ναούς, µας θεώνει, µας τελειοποιεί, ώστε
και να προηγείται του βαπτίσµατος, αλλά και να επιζητείται
µετά    το    βάπτισµα.   Ενεργεί    επίσης    όσα    κι    ο    Θεός,
διαµοιράζεται   σε   γλώσσες   πύρινες   ,   µοιράζει   χαρίσµατα,
καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιµένες  και
διδασκάλους.     Είναι     νοερό,     πολυµερές,     σαφές,     τρανό,
ανεµπόδιστο, αµόλυντο. Αυτό σηµαίνει µέ ισοδύναµες λέξεις,
πως  είναι η ύψιστη σοφία και µπορεί να ενεργεί µε πολλούς
τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και
είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναµο, επιβλέπει τα
πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύµατα, τα καθαρά και
λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάµεις, όπως και
στα πνεύµατα των προφητών και  των αποστόλων, την ίδια
στιγµή    αλλά    όχι    στους    ίδιους    τόπους,   αφού    είναι
διασκορπισµένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεµηθεί άλλα
σε άλλο µέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).30.   Αυτοί  που  λένε  και  διδάσκουν  αυτά  και  επιπλέον  το
ονοµάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι
οποίοι  γνωρίζουν  ότι  η   µόνη  ασυγχώρητη  αµαρτία  είναι  η
βλασφηµία σ'αυτό, αυτοί  που  τόσο  φοβερά στηλίτευσαν τον
Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέµατα στο Πνεύµα το
άγιο, σαν να είπαν ψέµατα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί
λοιπόν τι  σου  φαίνεται  από  τα δύο, ότι  κηρύττουν πως  το
άγιο  Πνεύµα  είναι  Θεός   ή  κάτι   αλλο;   Πόσο  στ'   αλήθεια
ανόητος είσαι και µακριά από το Πνεύµα, εάν απορείς γι' αυτό
και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονοµασίες λοιπόν του
Πνεύµατος  είναι  τόσες  πολλές  και  τόσο  ζωντανές.   Γιατί
λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις µαρτυρίες γι' αυτές τις
λέξεις; Και όσα εδώ  λέγονται µε τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή
δίδεται, ότι  αποστέλλεται, ότι  µερίζεται, ότι  είναι  χάρισµα,
δώρηµα, εµφύσηµα, επαγγελία, µεσιτεία, είτε  κάτι  άλλο  σαν
αυτά, για να µην απαριθµώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το
αναγάγουµε  στην πρώτη  αιτία, για να καταδειχθεί  από  πού
προέρχεται και να µην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις
αρχές διαχωρισµένες µεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα.
Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα,
όπως  ο  Σαβέλλιος5   και  να  διαχωρίσει  τις  φύσεις  όπως  ο
Άρειος6.
______________________


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1 . Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσµα, όπως ο άνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και  Αριστοτέλη, Περί  ζώων
γενέσεως  ΙΙ,   3.   Ο   «νους»   όµως  των  φιλοσόφων  αυτών  δεν
µπορεί     να     συνδεθεί     µε     το     άγιο     Πνεύµα     (βλ.     Σ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις
πνευµατολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ).
3.   Ο  Μαρκίωνας  ήταν  ένας  γνωστικός  συγγραφέας  του  β'
αιώνος. Η  θεολογία του  διέφερε όµως  σε πολλά σηµεία από
αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και
τον κακό. Απέρριπτε  την Παλαιά Διαθήκη και  πολλά βιβλία
της     Καινής.     Μερικοί     κώδικες     περιέχουν    τη     γραφή
«Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστηµα των «νέων
αιώνων»   έχει  τη  σφραγίδα  του  δεύτερου.   Σχετικά  βλ.   Ρ.
GALLAY-Μ.     JOURJON,     Gregoire     de     Nazianze,     Discours
Theologiques  εν Sources  Chretiennes, τ. 250, Cerf, Paris  1978, σ.
288, υποσηµ. 2.
4. Υπάρχουν  κάποιες  αλήθειες, λέγει  ο  άγ. Γρηγόριος, µέσα
στην   Αγία   Γραφή,   οι   οποίες   δεν   αναφέρονται   ρητά.   Ο
φωτισµένος  από  το  άγιο  Πνεύµα  πιστός  νοµιµοποιείται  να
υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράµµα για να βρει τα κρυµµένα
νοήµατα,   τα   οποία   θα   χρησιµοποιήσει   στον   αγώνα   του
εναντίον των αιρετικών.
5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ' αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της
αγίας     Τριάδας     δεν     συνιστούν     τρεις     διακεκριµένες
υποστάσεις,   αλλά   µία   ουσία,   που   εµφανίσθηκε   µε   τρία
πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως
Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύµα στην Εκκλησία.
6.   Ο  Άρειος   (δ'   αι.)   επέφερε   µεγάλη  κρίση  στην  Εκκλησία.
Δίδασκε ότι  ο  Υιός  είναι  κτίσµα. Καταδικάστηκε από  την Α'Οικουµενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 µ.Χ.).

Λόγος λα΄ Περί του Αγίου Πνεύµατος - Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος (ΜΕΡΟΣ Α')


Από   το   «Μιλάει   ο   Γρηγόριος   ο   Θεολόγος»,   Εποπτεία   -
Εισαγωγή   -   Επιλογή:   Στυλ.   Γ.   Παπαδόπουλος,   Εκδόσεις
Αποστολικής   Διακονίας  της  Εκκλησίας  της  Ελλάδος,   1991.
Μετάφραση: Διονύσιος Κακαλέτρης




Ο ΛΑ ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς
Λόγους  του  Αγ.   Γρηγορίου.   Εκφωνήθηκε  στο  ναό  της  Αγ.
Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το
διάστηµα µεταξύ Ιουλίου και Νοεµβρίου. Είναι η πρώτη φορά
που   σε  ειδική  πραγµατεία,   αφιερωµένη  στο  Άγιο  Πνεύµα,
οµολογείται  και  καταδεικνύεται  η θεότητα και  το οµοούσιο
του Αγ. Πνεύµατος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη
της     Εκκλησίας     ότι     «εκ     φωτός     του     Πατρός     φως
καταλαµβάνοντες   τον  Υιόν  εν  φωτί   τω   Πνεύµατι»   (§   3).
Καταρρίπτει,     στη    συνέχεια,     τους     συλλογισµούς     των
αιρετικών Πνευµατοµάχων µε θεολογικά επιχειρήµατα (§ 4-21)
και τέλος, απαντώντας στο επιχείρηµα ότι στην Αγία Γραφή
δεν  δηλώνεται  ρητά  η  θεότητα  του  Πνεύµατος,   παραθέτει
πλήθος    χωρίων,   όπου    υποδεικνύεται    η    θεότητα    του
Πνεύµατος   (§   29-30).   Αλλά  και  το  ίδιο  το  Πνεύµα  τώρα,
σύµφωνα µε το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα
και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της
µιας θεότητας (§ 26).




3.   Εκείνοι,   λοιπόν,   oι  οποίοι  είναι  δυσαρεστηµένοι  και   µε
σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράµµα», επειδή εµείς τάχα
εισάγουµε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά
ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν
σαφώς,   ότι  κάλυµµα  της  ασέβειάς  τους  είναι  η  φιλία  του
«γράµµατος», όπως  θα  φανεί  εντός  ολίγου, όταν, όσο  είναι
δυνατόν, θα ανατρέψουµε τα επιχειρήµατά τους. Εµείς βέβαια
έχουµε  τόση  πίστη  στη  θεότητα  του  Πνεύµατος,   το  οποίο
λατρεύουµε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουµε το λόγο για το Θεό,
αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν
φανεί σε µερικούς πολύ τολµηρό. «Ήταν το φως το αληθινό,
το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσµο», ο
Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε
άνθρωπο που έρχεται στον κόσµο», ο Υιός. «Ήταν το φως το
αληθινό, το  οποίο  φωτίζει  κάθε άνθρωπο  που  έρχεται  στον
κόσµο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»·
όµως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά
ένα   φως,   ένας   Θεός.   Αυτό   είναι   εκείνο   που   ο   Δαβίδ
παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούµε το
φως». Και τώρα εµείς και έχουµε ιδεί και διακηρύσσουµε ότι
κατανοούµε  τον Υιό  ως  φως  που  προέρχεται  από  φως, τον Πατέρα,   µέσα  στο  φως,   του  Πνεύµατος.   Έτσι  έχουµε   µια
σύντοµη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να
περιφρονήσει όσα λέµε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν'
αµαρτάνει, ας αµαρτάνει· εµείς κηρύσσουµε αυτό που έχουµε
καταλάβει καλά. Και αν από εδώ  κάτω  δεν ακουγόµαστε, σε
υψηλό βουνό θ' ανεβούµε και θα φωνάξουµε. Θα «υψώσουµε»
το  Πνεύµα,   δεν  θα  φοβηθούµε.   Και  αν  φοβηθούµε,   (αυτό  θα
γίνει)   όχι  την  ώρα  που  κηρύσσουµε,   αλλά  όταν  σιωπούµε
(ησυχάζουµε).
4. Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο
τόσο  υπήρξε  χρόνος  που  δεν υπήρχε  ο  Υιός. Και  αν υπήρξε
χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν
υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύµα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή,
τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολµώ να πω, πως αν το ένα
υποβιβάσεις,   ούτε  τα  άλλα  δύο  να  εξυψώσεις.   Ποια  άραγε
ωφέλεια υπάρχει από µία ατελή θεότητα; Ακόµη περισσότερο,
τι  είδους  θεότητα  είναι  αυτή,   αν  δεν  είναι  τέλεια;   Κατά
κάποιον τρόπο  δεν υπάρχει, εάν δεν έχει  την αγιότητα· και
πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύµα; Εκτός εάν υπάρχει
άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύµα· ας µας πει κάποιος πως
αυτή  κατανοείται  αλλιώς.   Αν  όµως  η  αγιότητα  είναι  το
Πνεύµα,   πώς  τότε  δεν  υπήρχε  από  την  αρχή;   Σαν  να  ήταν
καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το
Πνεύµα.   Αν   δεν   υπήρξε   από   την   αρχή   το   Πνεύµα,   τότε
τοποθετείται  στην  ίδια  κατηγορία   µε   µένα1,   ακόµη  κι  αν
δηµιουργήθηκε λίγο πριν από µένα. Διότι ως προς το χρόνο
εµείς αντιδιαστελλόµαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το
Πνεύµα στην ίδια κατηγορία µε µένα, πώς εµένα µε θεοποιεί ή
πώς µε ενώνει µε τη θεότητα;
5. Όµως  θ' ασχοληθώ  για χάρη σου  λίγο περισσότερο µε το
θέµα  αυτό.   Όσα  έχουν  σχέση  βέβαια   µε  την  αγία  Τριάδα
επεξηγήσαµε και προηγουµένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν,
νόµισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύµα, ούτε βέβαια
άγγελοι,   ούτε   ανάσταση·   δεν   ξέρω   γιατί   περιφρόνησαν
εντελώς  τις  τόσες   µαρτυρίες  της  Παλαιάς   Διαθήκης.   Από
τους   Έλληνες   πάλι,   oι   περισσότεροι   θεολόγοι   και   όσοι
βρίσκονται πιο κοντά στη δική µας αλήθεια, το συνέλαβαν µε
τη φαντασία τους, όπως  µου  φαίνεται· σχετικά όµως  µε την
ονοµασία  του   διαφοροποιήθηκαν,   καλώντας   το   «νου   του
παντός» και  «θύραθεν νου» και  άλλες  σχετικές  ονοµασίες2.
Από  τους  δικούς  µας  σοφούς  τώρα, άλλοι  το  εξέλαβαν ως
ενέργεια, άλλοι ως κτίσµα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν
πιο   από   τα  δύο   αυτά,   σεβόµενοι   τη  Γραφή,   διότι,   όπως
ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Και   γι'   αυτό   ούτε   το   σέβονται,   ούτε   το   περιφρονούν,
κρατώντας κάπως µία µέση στάση γι' αυτό, µάλλον όµως πολύ
άθλια. Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς
µόνο  µέχρι  τη  σκέψη, ενώ  άλλοι  τολµούν να εκφράζουν την
ευσέβεια και µε τα χείλη. Άκουσα ακόµη άλλους σοφότερους ν'
αξιολογούν  τη  θεότητα. Αυτοί  λοιπόν, όπως  και  µεις, τρία
οµολογούν   µε   ττ   νου   τους   ότι   υπάρχουν,   τόσο   όµως
διαχωρίζονται   µεταξύ   τους,   ώστε   το   µεν  ένα   (δηλ.   τον
Πατέρα)  και  ως  προς  την ουσία και  ως  προς  τη δύναµη να
παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναµη,όχι  όµως  ως  προς  την ουσία· το  τρίτο (το  Πνεύµα)  και  ως
προς  τα δύο περιγραπτό· µε άλλον τρόπο µιµούνται  αυτούς
που ονοµάζουν «δηµιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα
πρόσωπα,   εκλαµβάνοντας   τη   σειρά   των   ονοµάτων   και
διαβάθµιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.
7. Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας µπουν σε δράση, oι
συλλογισµοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο
είναι το Πνεύµα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο
είναι    τα    άναρχα.   Εάν    πάλι    είναι    γεννητό,   πάλι    θα
υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον
Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν
δύο γιοι και αδελφοί. Αν
θέλεις, φτιάξε τους και διδύµους, ή τον ένα µεγαλύτερο και
τον άλλο  νεώτερο, αφού  είσαι  τόσο  φιλοσώµατος. Εάν πάλι
έχει    φανεί    από   τον   Υιό,   λέγει,   µας    φανερώνεται    και
Θεός-εγγονός!   Τι  πιο  παράξενο  από  αυτό  θα   µπορούσε  να
υπάρξει;   Αυτή  είναι  η  γλώσσα  όσων  είναι  σοφοί  στο  να
πράττουν το κακό, µη θέλοντας  να γράφουν τα καλά. Όµως
εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόµουν τις
πραγµατικότητες  που  εκφράζει,   χωρίς  να  φοβάµαι  να  τις
κατονοµάσω. Ούτε όµως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύµφωνα µε
κάποια ανώτερη σχέση που έχουν µεταξύ τους, εξαιτίας του
ότι  δεν  θα   µπορούσαµε   µε  άλλο  τρόπο  παρά   µόνο  έτσι  να
δείξουµε  ότι  προέρχεται  από  τον  Θεό  και  είναι  οµοούσιος,
πρέπει  να  νοµισθεί  ότι  είναι  απαραίτητο  όλες  τις  επίγειες
ονοµασίες και µάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις
µεταφέρουµε  στο  Θεό. Ή  µήπως  θα εκλάβεις  και  αρσενικού
γένους τον Θεό σύµφωνα µε τον λόγο αυτό, επειδή ονοµάζεται
Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύµφωνα
µε το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύµα, επειδή δεν
γεννάει; Κι αν µας πεις και αυτό το κωµικό, ότι δηλαδή ο Θεός
γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε µε τη θέλησή του, σύµφωνα
µε   κάποιες   παλιές   ανοησίες   και   µυθοπλασίες,   τότε   µας
εισήχθη  κάποιος  αρσενικοθήλυκος  Θεός  του  Μαρκίωνα και
του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε µε το νού του τους νέους
αιώνες3.
8.   Αφού   λοιπόν  δεν  δεχόµαστε  την  πρώτη  σου   διαίρεση
σύµφωνα µε την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάµεσο µεταξύ
αγέννητου   και   γεννητού,   αµέσως   χάνονται   µαζί   µε   την
περίφηµη  διαίρεσή  σου   oι  αδελφοί  και   oι  εγγονοί,   oι  οποίοι
χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσµού του οποίου,
αφού  λύθηκε  ο  πρώτος  κόµπος  και  υποχώρησαν   µαζί,   µη
έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις
το εκπορευτό, πες µου, το οποίο διαφαίνεται στο µέσον της
δικής  σου  διαιρέσεως  και  το  οποίο  εισάγεται  από  κάποιον
καλύτερο  από  σένα θεολόγο, το  Σωτήρα µας; Εκτός  εάν τη
φράση  εκείνη  που   λέγει:   «Το   Πνεύµα  το   Άγιο,   το   οποίο
εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου
ευαγγέλια  για  να  φτιάξεις   µια  τρίτη  δική  σου   Διαθήκη·   το
οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσµα· εφόσον
πάλι   δεν   είναι   γεννητό,   δεν   είναι   Υιός·   εφόσον,   τέλος,
βρίσκεται στο µέσον µεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο
Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι
αυτή  η  εκπόρευση;   Πες   µου  εσύ  τι  είναι  η  αγεννησία  του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την
εκπόρευση του Πνεύµατος και θα παραφρονήσουµε και oι δύο
καθώς θα ζητάµε να εξερευνήσουµε τα µυστήρια του Θεού. Και
αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εµείς, oι οποίοι δεν µπορούµε ούτε
αυτά που βρίσκονται στα πόδια µας να εννοήσουµε, ούτε την
άµµο  των  θαλασσών  και  τις  σταγόνες  της  βροχής  και  τις
ηµέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουµε, ακόµη περισσότερο
δε, να εισέλθουµε στα βάθη του Θεού και να κάνουµε λόγο για
την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του
Θεού.
9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύµα
για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός.
Εµείς ισχυριζόµαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι
ελλειπής  ο Θεός. Ο τρόπος  της  φανερώσεως, για να το πω
έτσι,   ή  η  διαφορά  της  σχέσεως  που  έχουν   µεταξύ  τους,
δηµιουργεί  και  τη  διαφορά  που  έχουν  στην  ονοµασία  τους.
Διότι  τίποτε  δεν  λείπει  από  τον  Υιό  για  να  είναι  Πατέρας
-εφόσον δεν είναι  έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν
είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι
Υιός· δεν είναι όµως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν
εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία.
Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον µεν Πατέρα, το ότι «έχει
γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο
ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύµα ονόµασε, για να διασώζεται το
ασύγχυτο των τριών υποστάσεων µέσα και στη µία φύση και
το  ένα µεγαλείο  της  θεότητας. Ούτε πράγµατι  ο  Υιός  είναι
Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο
Πατέρας. Ούτε το Πνεύµα είναι Υιός, αν και προέρχεται από
τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός.
Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι
τρία  ως  προς  τις  ιδιότητες·  έτσι  ώστε,  ούτε  το  ένα  είναι
όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της
τωρινής πονηρής διαιρέσεως.




συνεχίζεται......



ΔΕΙTΕ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ: ΕΔΩ

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: "Είναι εντολή Κυρίου νά μή σιωπούμε όταν κινδυνεύη η πίστης"




Τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου

"Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. Ώστε, ότε περί πίστεως ο λόγος, ούκ εστιν ειπείν, εγώ τίς ειμί; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά οί λίθοι κεκράξουσι καί σύ σιωπηλός και άφροντις;»


 Δηλαδή "Είναι εντολή Κυρίου νά μή σιωπούμε όταν κινδυνεύη η πίστης. Συνεπώς, όταν πρόκειται γιά τήν πίστιν, δέν πρέπει νά είπη κανείς: ποιός είμαι εγώ; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πτωχός; Δέν μου πέφτει εμένα λόγος καί φροντίς. Τι λέγεις, οί πέτρες θά φωνάξουν, καί σύ θα μείνεις σιωπηλός καί άπραγος;"

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ




"Άρα ουν αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου, είτε δι επιστολής ημών" (Β΄ Θεσσαλονικείς, 2/β΄ 15).



Πέρα δηλαδή από αυτά που μας παρέδωσαν οι απόστολοι με τις γραπτές επιστολές τους καλούμαστε να εφαρμόσουμε και όσα προφορικά λέχθησαν από αυτούς.

Άρα η Ιερά Παράδοσις είναι το σύνολο των γραπτών και προφορικών παραδόσεων της εκκλησίας μας.

Άναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής πίστης είναι η γνήσια και έγκυρη διαδοχή των λόγων του Χριστού από τους Αποστόλους, δηλαδή, από την ίδια την Εκκλησία του Χριστού. Εκτός από τις γραπτές μαρτυρίες, τις επιστολές τών αποστόλων, στην Εκκλησία παρέμεινε και ο λόγος τους, που διεσώθηκε ως σήμερα, με την υπόλοιπη παράδοση.

Όπως η Εκκλησία εγγυήθηκε για την αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής, κατά τον ίδιο τρόπο, εγγυάται για την αξιοπιστία και τής υπόλοιπης Εκκλησιαστικής παραδόσεως.
Η Ιερή Παράδοση αποτελείται λοιπόν από την Αγία Γραφή, τις αποφάσεις τών οικουμενικών συνόδων, τα κείμενα τών πατέρων που εγκρίθηκαν από τις οικουμενικές συνόδους, την υμνολογία τής Εκκλησίας, τα Λειτουργικά κείμενα και την διαδοχή των προφορικών λόγων των αποστόλων.


Ιερά Παράδοσις: Πηγή της Ορθοδόξου Πίστεως

Οι ορθόδοξοι μιλούν πάντοτε για την παράδοση. Τί εννοούν όμως μ΄ αυτή τη λέξη; Η συνηθισμένη αντίληψη είναι πως παράδοση είναι η μετάδοση από τους προγόνους στους απογόνους μίας γνώμης, μίας πίστης ή ενός εθίμου. Από την άποψη αυτή, Χριστιανική Παράδοση είναι η πίστη και η πράξη που μετέδωσε ο Ιησούς Χριστός στους Αποστόλους, και η οποία από την εποχή των Αποστόλων έχει παραδοθεί, από γενιά σε γενιά, στην Εκκλησία.

Για έναν Ορθόδοξο όμως Χριστιανό, Παράδοση σημαίνει κάτι πολύ πιό συγκεκριμένο και ειδικότερο απ΄ αυτό. Παράδοση είναι τα βιβλία της Αγίας Γραφής, το Σύμβολο της Πίστεως, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τα γραφτα τών Πατέρων, οι Κανόνες, τα λειτουργικά βιβλία, οι άγιες εικόνες.

Στην πράξη Παράδοση είναι ολόκληρο το δογματικό σύστημα, η εκκλησιαστική διοίκηση, η λατρεία, η πνευματικότητα και η τέχνη που έχουν διαμορφώσει οι ορθόδοξοι μέσα στους αιώνες.

Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Κατὰ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγιοι εἶναι οἱ γνήσιοι θεράποντες τοῦ Χριστοῦ. «Ἅγιοι εἶναι οἱ εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι διὰ μὲν τῆς τελείας ἀγάπης των πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τῆς ἀκριβεστέρας ὑπακοῆς των εἰς τὸν Νόμoν Του εὐηρέστησαν ἐνώπιόν Του, διὰ δὲ τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡγιάσθησαν, ἐθεώθησαν καὶ ἐδοξάσθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τὴν κοίμησίν των... καὶ διὰ τῆς δοθείσης εἰς αὐτοὺς παρρησίας πρεσβεύουν ὑπὲρ ζώντων καὶ κεκοιμημένων» (Ἐπισκόπου Μελετίου, Ἁγιολογία).

Ἡ ὀνομασία Ἅγιος δίδεται κατ᾿ ἀρχὰς στοὺς Μάρτυρες ποὺ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἐθανάτωσαν (μαρτύρησαν). Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν ἡ ὀνομασία δίνεται καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἁγία ζωή τους.
Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέβονται καὶ τιμοῦν τοὺς Ἁγίους «ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασι (μὲ ὕμνους καὶ τροπάρια), ἐν θυσίαις (θεῖες Λειτουργίες), ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι» (Συνοδικὸ Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδoυ), ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν τιμὴ καὶ δόξα στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχουν παρρησία στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ μεσιτεύουν ὑπὲρ ἡμῶν.
Προσφέρουμε τὴν τιμή μας στοὺς Ἁγίους ὅλους καὶ στὴν Παναγία καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, ἀλλὰ λατρεία προσφέρουμε μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὶς ἱερὲς εἰκόνες τῶν Ἁγίων τιμητικὰ (ἡ προσκύνηση διαβαίνει στὸ πρωτότυπο, τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο καὶ ὄχι στὸ ὑλικὸ τῆς εἰκόνας) καὶ τοῦ Θεοῦ λατρευτικὰ (τιμητικὴ - λατρευτικὴ προσκύνηση).

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τιμὴ αὐτὴ στοὺς Ἁγίους τὴν ἐκδηλώνει:
α. Μὲ ἀνέγερση Ναῶν στὸ ὄνομά τους καὶ τὴν τοποθέτηση ἱερῶν λειψάνων τους στὴν Ἁγία Τράπεζα.
β. Μὲ προσκύνηση τῶν Ἱερῶν εἰκόνων καὶ λειψάνων τους.
γ. Μὲ θέσπιση ἑορτῶν πρὸς τιμή τους.
δ. Μὲ συγγραφὴ ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν, ἐγκωμίων κ.λπ.
ε. Μὲ ἐπίκληση τῶν πρεσβειῶν τους καὶ πίστη στὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μεσιτείας τους. Συγχρόνως μας προτρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὸ φρόνημα καὶ τὴ ζωή τους, ὑπενθυμίζοντάς μας τὸ «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ Ἅγιος εἰμί» (Α´ Πέτρ. α´, 16) καὶ ὅτι «Μνήμη Ἁγίου, μίμηση Ἁγίου» (Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας).

Σ᾿ αὐτὴ τὴ μίμηση διευκολύνει ἡ Ἐκκλησία τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν καθιέρωση ἑορτῶν πρὸς τιμή τους. Καὶ ὑπάρχουν;
α. Ἐπέτειοι τοῦ Μαρτυρίου ἢ τῆς κοιμήσεως τῶν Ἁγίων. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὀνομάζεται «μνήμη Ἁγίου» ἢ «γενέθλιος ἡμέρα» τοῦ Ἁγίου (εἰσῆλθε - γεννήθηκε στὴν αἰώνια ζωή)1.
β. Συνάξεις. Πρόκειται γιὰ ἑορτὲς ποὺ τελοῦνται τὴν ἑπόμενη ἡμέρα μιᾶς Δεσποτικῆς ἢ Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Συνάζονται οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο συμμετεῖχε ἢ συνέβαλε στὴν ἑορτή. Ἔτσι ἔχουμε: Σύναξη τῆς Θεοτόκου στὶς 26 Δεκεμβρίου (αὐτὴ ἐγέννησε τὸν Χριστό), Σύναξη τοῦ Προδρόμου στὶς 7 Ἰανουαρίου (αὐτὸς βάπτισε τὸν Χριστό), Σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ στὶς 26 Μαρτίου κ.λπ.
γ. Εὑρέσεις καὶ ἀνακομιδὲς ἢ μετακομιδὲς ἁγίων λειψάνων.
δ. Ἐπέτειοι θαυμάτων καὶ σπουδαίων γεγονότων ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῶν Ἁγίων.
Ἐπὶ πλέον γιὰ νὰ τιμηθοῦν ὅλοι μαζὶ οἱ Ἅγιοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, θεσπίστηκε καὶ ἡ ἑορτὴ «Τῶν Ἁγίων Πάντων», ποὺ ἑορτάζεται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.
Καὶ οἱ πιστοὶ ἀνταποκρινόμενοι στὴ φροντίδα αὐτὴ καὶ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας προστρέχουν στοὺς Ναοὺς γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν πρεσβεία καὶ μεσιτεία τους: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ... πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν». Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἐκφράζει καὶ τὸ τροπάριο τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου; «Κύριε, εἰ μὴ τοὺς ἁγίους σου ἔχομεν πρεσβευτὰς καὶ τὴν ἀγαθότητά σου συμπαθοῦσαν ὑμῖν, πῶς τολμῶμεν, Σωτὴρ ὑμνῆσαι σε...».

1. Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ



Ἀρχίζουμε τὴν ἀπαρίθμηση τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ΠΑΝ-ΑΓΙΑ.
Τὸ κύριο ὄνομα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ εἶναι Μαρία (Μαριάμ). Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐπίθετα - προσωνυμίες ποὺ δείχνουν ἰδιότητες ἢ χαρίσματά της.
Θεοτόκος λέγεται γιατί ἐγέννησε τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι Θεός. Παναγία λέγεται γιατί συγκεντρώνει ὅλη τὴν ἁγιότητα σὲ ὅλη τὴ ζωή της καὶ στὸν ὑπέρτατο βαθμό.
Ἀειπάρθενος λέγεται γιατί συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ γέννησε ὑπερφυσικὰ Θεὸ καὶ Ἄνθρωπο μυστήριο ποὺ γίνεται κατανοητὸ μόνο μὲ πίστη. Αὐτὸ δηλώνεται στὴν Ἁγιογραφία μὲ τὰ τρία ἀστέρια ποὺ ἔχει στὸ μέτωπο καὶ ὤμους της καὶ σημαίνουν ὅτι ἡ Παναγία ἦταν Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο (τὴ γέννα).
Ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου καὶ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν ὑπερέχει ὄχι μόνο τῶν Ἁγίων ὅλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Γι᾿ αὐτὸ χαιρετίζεται καὶ τιμᾶται ὡς «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξότερα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Μόνο ἡ Ἁγία Τριάδα ὑπερέχει τῆς Παναγίας. Γι᾿ αὐτό:
α. Κατέχει τὰ «Δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
β. Στὴν Ἁγία Πρόθεση πρὶν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους αἴρεται (βγαίνει) μερίδα πρῶτα γιὰ τὴν Παναγία.
γ. Ἑορτάζεται κάθε χρόνο περισσότερο ἀπὸ ἐννέα φορές: (1) 25 Μαρτίου - Εὐαγγελισμός (2) 2 Ἰουλίου - Κατάθεση ἁγίας Ἐσθῆτος της (3) 15 Αὐγούστου - Κοίμηση (4) 31 Αὐγούστου - Κατάθεση ἁγίας Ζώνης της (5) 8 Σεπτεμβρίου - Γενέσιο (6) 28 Ὄκτωβριου - Ἁγία Σκέπη (7) 21 Νοεμβρίου - Εἰσόδια (8) 9 Δεκεμβρίου -Σύλληψη Ἁγίας Ἄννας (9) 26 Δεκεμβρίου - Σύναξη τῆς Παναγίας κ.ἄ.
δ. Ἡ Τετάρτη κάθε Ἑβδομάδας εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο.
ε. Ὑπάρχει πλῆθος ἑορτῶν πρὸς τιμὴ τῆς ἀνευρέσεως παλαιῶν ἀπωλεσθεισῶν εἰκόνων της.
στ. Ὑπάρχει μέγα πλῆθος Ἐκκλησιῶν ἀφιερωμένων στὴ Χάρη της.
ζ. Καθιερώθηκαν οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου ποὺ ψάλλονται ὁλόκληρο τὸ χρόνο, ἰδιαίτερα ὅμως τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ὡς Ἀκάθιστος Ὕμνος μὲ τέσσερις Στάσεις.
η. Ὁλόκληρος ὁ Αὔγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παναγία μας: μὲ τὴν Κοίμησή της, τὶς Παρακλήσεις, τὰ Μεθεόρτια, τὰ Ἐννιάμερα καὶ στὶς 31 μὲ τὴν κατάθεση τῆς Ἁγίας Ζώνης μὲ ἑορτὴ τῆς Παναγίας τελειώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος!
θ. Οἱ ἀκολουθίες ὅλων τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας περιέχουν πλῆθος τροπαρίων πρὸς τιμὴ τῆς Παναγίας καὶ δὲν ὑπάρχει ᾠδὴ Κανόνος Ἁγίου ποὺ νὰ μὴν καταλήγει σὲ Θεοτοκίο, δηλαδὴ τροπάριο ποὺ ὑμνεῖ τὴν Παναγία μας.
Εἶναι κατὰ συνέπεια πλήρως δικαιολογημένη ἡ ἀπεριόριστη εὐλάβεια καὶ τιμὴ ποὺ ἔχει ὁ ὀρθόδοξος Λαὸς στὴ Θεοτόκο Παναγία, καὶ ἡ καταφυγή του στὶς σωστικὲς μεσιτεῖες της πρὸς τὸν Υἱόν της. Καὶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱός της, πάντοτε εἰσακούει τὶς αἰτήσεις της καὶ τὶς ἱκανοποιεῖ. Γι᾿ αὐτὸ λέγουμε ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας εἶναι σωστικὲς καὶ αἰτούμενοι τὴν πρεσβεία της λέγουμε ἢ ψάλλουμε «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς».

2. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ



Οἱ Ἄγγελοι δημιουργήθηκαν πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Εἶναι «Λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α´, 14), Ὡς πνεύματα εἶναι ἄυλοι καὶ ἀσώματοι, δὲ διακρίνονται σὲ φύλα, δὲν πολλαπλασιάζονται, οὔτε ἀποθνήσκουν. Ὁ ἀριθμός τους εἶναι ἀναρίθμητος καὶ χωρίζονται σὲ ἐννέα ἀγγελικὰ τάγματα:
Ἄγγελοι - Ἀρχάγγελοι - Δυνάμεις
Ἀρχαὶ - Ἐξουσίαι - Θρόνοι
Κυριότητες - Χερουβεὶμ - Σεραφείμ.
Πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι γιὰ κάθε ἄνθρωπο, Ἐκκλησία καὶ πόλη ὑπάρχει Ἄγγελος φύλακας - προστάτης.
Τὸ ἔργο τῶν Ἀγγέλων εἶναι νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸ ἀκατάπαυστα καὶ νὰ πρεσβεύουν σ᾿ Αὐτὸν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίσης ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἐνισχύουν, νὰ βοηθήσουν ἢ νὰ σώσουν ἀτομικὰ ἢ ὁμαδικὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Γενικά, εἶναι λειτουργοὶ τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ στὶς ἐμφανίσεις τους, ὅταν ποτὲ συμβεῖ (Ἀγγελοφάνειες), προσλαμβάνουν ἀνθρώπινη μορφὴ ἀνδρική, ἢ νεανική. Ἔτσι ἐμφανιζόταν ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ (στὴν ἐποχὴ κυρίως τῆς Π. Διαθήκης) καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ (στὴν ἐποχὴ τῆς Κ. Διαθήκης)2.
Ἡ Ἐκκλησία μας κατεδίκασε τὴ λατρευτική τους προσκύνηση καὶ τιμάει τοὺς Ἀγγέλους ὅπως καὶ τοὺς Ἁγίους:
α. Μὲ γιορτὲς πρὸς τιμή τους.
β. Ἀφιερώνοντας τὴ Δευτέρα κάθε Ἑβδομάδας ὑμνολογικὸ σ᾿ αὐτούς.
γ. Βγάζοντας μερίδα «εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τους» καὶ μάλιστα ἀμέσως μετὰ τὴ μερίδα τῆς Παναγίας.
δ. Μὲ τὴν εἰδικὴ εὐχὴ τοῦ Ἀποδείπνου «Εἰς φύλακα Ἄγγελον», τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα στὸ φύλακα Ἄγγελο καὶ ἄλλον ἕνα στοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους.
Μὲ αὐτοὺς τοὺς τρόπους δίδεται ἀφορμὴ στοὺς πιστοὺς νὰ ζητοῦν τὴ βοήθεια καὶ τὴ μεσιτεία τους.

3. Ο ΤΙΜΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ



«Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, δεύτερ᾿ εἶναι ἡ Παναγιά, τρίτος εἶν᾿ ὁ Πρόδρομος,.». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀκολουθεῖ μόνο τὴν Παναγία καὶ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο Ἅγιον τῆς Ἐκκλησίας μας, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «...οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (Ματ. ια´, 110).
α. Ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ μεγαλύτερος τῶν Προφητῶν ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ἀπολυτίκιό του.
β. Ὑπῆρξε Πρόδρομος τοῦ Κυρίου καὶ προετοίμασε ζωντανοὺς καὶ νεκρούς, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὸ Ἀπολυτίκιό του, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό.
γ. Ὀνομάστηκε καὶ Βαπτιστὴς τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
δ. Ὑπῆρξε καὶ Μάρτυρας γιατί ἀποκεφαλίστηκε ἐπισφραγίζοντας τὸ ἔργο του μὲ τὸ αἷμα του.
ε. Εἰκονίζεται στὰ εἰκονοστάσια τῶν Ναῶν (τέμπλο) κατὰ κανόνα ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου.
στ. Ἡ Ἐκκλησία βγάζει εἰδικὴ μερίδα στὴν Ἁγία Πρόθεση στὸ ὄνομά του.
ζ. Κάθε Τρίτη εἶναι ὑμνολογικὰ ἀφιερωμένη στὴ μνήμη του.
η. Τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἕξι φορὲς τὸ χρόνο (1) 7 Ἰανουαρίου - Σύναξη (2) 24 Φεβρουαρίου - α´ καὶ β´ εὕρεση τῆς τιμίας Κεφαλῆς του (3) 25 Μαΐου - γ´ εὕρεση τῆς τιμίας Κεφαλῆς του (4) 24 Ἰουνίου - Γενέθλια (5) 29 Αὐγούστου - Ἀποτομὴ τιμίας Κεφαλῆς του καὶ (6) 23 Σεπτεμβρίου - Σύλληψη.

4. ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ



Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐξελέγησαν ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Τὸν ὑπηρέτησαν μέχρι θανάτου. "Ἔγιναν φορεῖς τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ὅλα τὰ Χαρίσματα καὶ ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γι᾿ αὐτὸ καλεῖται καὶ «Ἀποστολική». Θεωροῦνται ἀνώτεροι ὅλων τῶν ἄλλων Ἁγίων.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ στενὸ κύκλο τῶν Μαθητῶν Του, ὁ Χριστὸς διάλεξε καὶ ἄλλους ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι συμπλήρωναν τὸ ἔργο τῶν δώδεκα.
Ἡ Ἐκκλησία τοὺς τιμᾶ τὸν καθένα σὲ ἰδιαίτερη ἡμερομηνία τοῦ ἔτους ἀλλὰ καὶ ὅλους μαζΐ τοὺς δώδεκα στὴ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὶς 30 Ἰουνίου καὶ τοὺς Ἑβδομηκοντὰ στὴ Σύναξη τῶν Ἑβδομήκοντα στὶς 4 Ἰανουαρίου.
Ἔχει ἀφιερώσει ὑμνολογικὸ τὴν ἡμέρα Πέμπτη τῆς Ἑβδομάδας γιὰ νὰ τιμήσει αὐτοὺς γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο τους, ἐνῶ ἐξάγει ἰδιαίτερη μερίδα στὴν Ἱερὰ Πρόθεση γιὰ τοὺς δώδεκα καὶ ἑβδομήκοντα.

5. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ



Ἀποστολικοὶ λέγονται οἱ Πατέρες ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη μεταποστολικὴ γενιὰ στὴν κορυφὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας. Ὑπῆρξαν Μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων, συνοδοί, αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι τῶν Ἀποστόλων.
Τὰ γραπτά τους ἔργα ἔχουν μεγάλο κύρος, γιατί γράφτηκαν στοὺς χρόνους ἀμέσως μετὰ τοὺς Ἀποστόλους καὶ διατηροῦν πολλὲς Ἀποστολικὲς παραδόσεις.
Οἱ σημαντικότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι:
- Ἅγιος Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης
- Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
- Ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης
- Ὁ Ἑρμᾶς, ποὺ ἔγραψε τὸ ἔργο «Ποιμήν» καὶ ὁ Παπίας, ποὺ ἔγραψε τὸ ἔργο «Λογίων Κυριακῶν Ἐξηγήσεις».

6. ΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ



Τὸν τίτλο τοῦ Ἰσαποστόλου ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀπένειμε σὲ Ἁγίους ποὺ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους στὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τέτοιοι ἰσαπόστολοι εἶναι:
- Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Σαμαρείτιδα (26 Φεβρουαρίου καὶ Ε´ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα).
- Ἡ Ἁγία Μαρία Μαγδαληνὴ ἡ Μυροφόρος (22 Ἰουλίου).
- Οἱ Θεόστεπτοι Βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη (21 Μαΐου).
- Ἡ Ἁγία Θέκλα (24 Σεπτεμβρίου).
- Οἱ Θεσσαλονικεῖς Φωτιστὲς τῶν Σλάβων Κύριλλος καὶ Μεθόδιος (11 Μαΐου).
- Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (24 Αὐγούστου).
- Ἡ Ἁγία Νίνα, Φωτίστρια τῆς Γεωργίας.
- Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος Βασιλιὰς τῶν Ρώσων, ἡ μητέρα του Ἁγία Ὄλγα (11 Ἰουλίου) κ.ἄ.


7. ΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ - ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται ὅσοι ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως Ἐπίσκοποι, διακρίθηκαν γιά:
-Τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, ἀκολουθώντας πιστὰ τὰ ἴχνη Χριστοῦ.
-Τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τους. Συστηματικὰ καὶ ὀρθὰ ἑρμήνευσαν καὶ ἐδίδαξαν τὴν Ἁγία Γραφή.
-Τὴν κοινὴ ἀναγνώρισή τους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἔλαβαν μέρος στὶς Οἰκουμενικὲς ἢ Τοπικὲς Συνόδους, ἀγωνίστηκαν σθεναρὰ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ πρωτοστάτησαν στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτοὶ συστηματοποίησαν τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς Ὅρους, (Δογματικὲς ἀποφάσεις), τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, καθὼς καὶ μὲ τοὺς Κανόνες τῶν συγγραμμάτων τους.

8. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ



Οἱ Χριστιανοὶ ποὺ διώχτηκαν καὶ βασανίστηκαν γιὰ τὴν πίστη τοὺς στὸ Χριστὸ καὶ τελικὰ μαρτύρησαν, ὀνομάζονται Μάρτυρες.
Τὸ μαρτύριο ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα ὁμολογίας τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἐθελούσια μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν πρώτη Ἐκκλησία θεωρήθηκε ὡς βάπτισμα, «βάπτισμα δι᾿ αἵματος» καὶ μάλιστα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ βάπτισμα «δι᾿ ὕδατος». Τὸ μαρτύριο, ὅταν ὁ μάρτυρας ἔχει τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις σωτηρίας, παρέχει πλήρη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Μέγα νέφος Μαρτύρων δημιουργήθηκε στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ῥωμαίων Αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι μὲ δαιμονικὴ μανία ἐκκίνησαν τὸν ἕνα διωγμὸ μετὰ τὸν ἄλλο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, φέροντες τὰ ἀντίθετα ἀκριβῶς ἀποτελέσματα.
Οἱ Μάρτυρες διακρίνονται σέ:
α. Μεγαλομάρτυρες (λόγω ἀντοχῆς καὶ διαρκείας τῶν βασανιστηρίων, λαϊκοὶ ἢ κληρικοί).
β. Ἱερομάρτυρες (ὅσοι ἦσαν ἱερωμένοι).
γ. Ὁσιομάρτυρες καὶ Ὁσιοπαρθενομαρτυρες (ἄνδρες ἢ γυναῖκες, μοναχοὶ ἢ ἀσκητές).
δ. Μάρτυρες (οἱ λαϊκοί).
ε. Παρθενομάρτυρες (οἱ νέες ποὺ ζοῦσαν στὸν κόσμο).
στ. Νεομάρτυρες (λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ ποὺ μαρτύρησαν στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ ὅσοι θὰ μαρτυροῦν μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου.

9. ΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ



Ὅσοι ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν μαρτύρησαν - εἴτε γιατί οἱ διῶκτες τους δὲν τοὺς βασάνισαν τόσο ὥστε νὰ ἀποθάνουν, εἴτε γιατί ἔπαυσαν τὴ δίωξή τους καὶ ἀπέθαναν τελικὰ μὲ φυσικὸ θάνατο - ὀνομάζονται Ὁμολογητές.
Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τοὺς Ὁμολογητὲς βασιζόμενη στὴ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου» (Ματ. ι´, 32).

10. ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΕΣ



Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν ἐμφάνισή του ἀνετάραξε τοὺς θεσμοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ γι᾿ αὐτὸ θεωρήθηκε «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία...» (Α´ Κορ. α´, 23) καὶ κατηγορήθηκε καὶ διώχθηκε.
Ὅσοι ὑπερασπίστηκαν θεωρητικὰ τὸ Χριστιανισμὸ καὶ προέβαλλαν τὴν ἀλήθεια τοῦ μπροστὰ σὲ Αὐτοκράτορες καὶ γενικότερα μπρὸς στὴν πολιτικὴ ῥωμαϊκὴ ἐξουσία ἢ μπρὸς στὴν ἰουδαϊκὴ ἱεραρχία ὀνομάστηκαν Ἀπολογητές.
Μετὰ τοὺς Ἀπολογητὲς τῶν πρώτων αἰώνων, Ἀπολογητὲς ἐμφανίστηκαν καὶ μετὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Μωαμεθανισμοῦ καὶ ἀνέζησαν στοὺς νεότερους χρόνους πρὸς ἀπόκρουση τῶν ἀθεϊστικῶν κηρυγμάτων.
Οἱ πιὸ γνωστοὶ Ἀπολογητὲς τῶν πρώτων αἰώνων ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι Κοδράτος, Ἀθηναγόρας καὶ Ἀριστείδης, ὁ Παλαιστίνιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ὠριγένης καὶ οἱ Ἀφρικανοὶ Λατίνοι Τερτυλλιανὸς καὶ Κυπριανός. Μετὰ τοὺς διωγμοὺς ἀπολογητικὰ ἔργα συνέγραψαν οἱ μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες τῶν Δ´ καὶ Ε´ αἰώνων.

11. ΟΙ ΟΣΙΟΙ



Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν ἐπεκράτησε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἐνάρετη ζωὴ ἐν Χριστῷ εἶναι ἰσάξια μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο. Ἔτσι, ἐφαρμόζοντες τὸ λόγιο «διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε (ἀποχωριστεῖτε)» (Β´ Κορ. στ´, 17), πολλοὶ ἐγκατέλειπαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώθηκαν στὸν Χριστὸ ἐξ ὁλοκλήρου. Αὐτὸ θεωρήθηκε «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» καὶ ἐξομοιώθηκε μὲ τὸ «μαρτύριον τοῦ αἵματος». «Μάρτυρες τῇ βουλήσει ἄνευ μαστίγων καὶ διωγμῶν» (Μέγας Βασίλειος).

Αὐτοὶ εἶναι οἱ Μοναχοί, οἱ Ἀσκητὲς καὶ οἱ Ἀναχωρητές, ποὺ ἔζησαν ἢ σὲ Κοινόβια Μοναστήρια ἢ σὲ σπηλιές. Ἀποτέλεσμα τῆς αὐστηρῆς καὶ ἀσκητικῆς αὐτῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, καὶ ἡ χαρίτωσή τους μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσφορά τους πρὸς τὸν κόσμο μὲ τὶς δεήσεις τους ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου, τὶς ποικίλες θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τους, τὶς θεόπνευστες συγγραφές τους, τὶς ὁποῖες καὶ σήμερα ἀπολαμβάνουμε καὶ τοὺς ποικίλους ἀγῶνες τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁδήγησε τὴν Ἐκκλησία στὴν ἀναγνώριση τους ὡς ἐμπροσθοφυλακῆς τοῦ Σώματός της κατὰ τῶν ἐχθρῶν της πίστεως καὶ τοὺς τιμάει ὡς Ὁσίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους Ὁσίους εἶναι ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Παχώμιος, Σάββας ὁ ἡγιασμένος, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης κ.λπ.

12. ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ



Ὅλοι ὅσοι ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο Νόμο καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία: Προπάτορες, Θεοπάτορες, Προφῆτες, Πατριάρχες, Βασιλεῖς κ.λπ. λέγονται Δίκαιοι, (δηλαδὴ Ἅγιοι πρὸ Χριστοῦ).


-----------------------------------------------------

1. Ὅλοι μας πρέπει νὰ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου μας καὶ ὄχι τὰ γενέθλιά μας. (Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε νὰ τελοῦνται τρία μόνον γενέθλια: τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου). Ἐμεῖς οἱ Ὄρθοδοξοι τιμοῦμε τὸν Ἅγιό μας, τὸν ἔχουμε προστάτη, μεσίτη καὶ βοηθὸ καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ Τὸν μιμηθοῦμε, ζώντας μὲ κέντρο πάντοτε τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, δηλ. ζοῦμε θεανθρωποκεντρικά. Οἱ Παπικοὶ ζοῦν μὲ κέντρο τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ ἀνθρωποκεντρικὰ (ἐξ οὗ καὶ ὁ ἑορτασμὸς τῶν γενεθλίων), ἐνῶ οἱ Προτεστάντες (Εὐαγγελικοί, Πεντηκοστιανοὶ κ.λπ.) ἑορτάζουν τὰ γενέθλια ἐπειδὴ δὲν ἔχουν Ἁγίους. Ἡ συνήθεια λοιπὸν ἑορτασμοῦ τῶν γενεθλίων ἦλθε ἀπὸ τὴ Δύση καὶ εἶναι ἀντορθόδοξη.




2. Ἀρχάγγελος ἦταν καὶ ὁ Ἑωσφόρος μὲ τὸ τάγμα τῶν Ἀγγέλων του. Λόγω ὅμως τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ του θέλησε νὰ γίνει Θεός, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πτώση του καὶ τὴ μετάπτωση τῶν Ἀγγέλων σὲ πονηρὰ καὶ κακοποιὰ πνεύματα σὲ Διάβολο καὶ Δαίμονες. Ἀπὸ τότε ἀντιμάχονται τὸν Θεὸ καὶ ἐπιδιώκουν καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ νόμο Του. Τὸν παρασύρουν στὴν ἀποστασία, τὴν ἀπώλεια, τὴν κόλαση, «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματ, κε´, 41).



(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο» - π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου)