A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος δ΄)


(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

Ζ. Ολοκληρώνοντας το παραπάνω κεφάλαιο ο Σ. εκθέτει και τις θέσεις του Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος (Β.Ι. στο εξής) - με τις οποίες είναι σύμφωνος όπως δηλώνει[111] - και οι οποίες είναι οι εξής:
ζ1. Οι σύγχρονοι ετερόδοξοι (Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες) δεν μπορούν να εξομοιωθούν βάναυσα με τους αρχαίους αιρετικούς, διότι αποδέχονται τη θεότητα των τριαδικών προσώπων και την πληρότητα και τελειότητα της θεότητας και της ανθρωπότητας του Χριστού, επομένως σφάλλουν όσοι θεωρούν ψευδοεκκλησίες τους ετεροδόξους, και
ζ2. Σφάλλουν επίσης όσοι αποδέχονται την αποκλειστικότητα της Εκκλησίας για την σωτηρία.
Ας τις δούμε αναλυτικά:
ζ1. Ο Σ. - διά του Β.Ι. - χρησιμοποιεί τον διάσημο Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο για να πείσει πως δεν μπορεί να γίνει σύγκριση των Δυτικών με τους αρχαίους αιρετικούς, επειδή οι πρώτοι αποδέχονται την θεότητα του Χριστού. Παραθέτει μάλιστα και την εξής φράση του Φιλαρέτου: «Καμιὰ Ἐκκλησία ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Χριστός, δὲ θὰ εἶχα τὸ θράσος νὰ τὴ χαρακτηρίσω ὡς ψευδῆ». Ο Β.Ι. χρησιμοποίησε την φράση αυτή για να αντικρούσει τις θέσεις των π. Ιουστίνου Πόποβιτς και αρχιεπισκόπου Αβερκίου, οι οποίες ταυτίζονται με τις θέσεις των Συνόδων και Πατέρων που αναφέρθηκαν παραπάνω (θεωρούν δηλαδή και εκείνοι τους Δυτικούς ως αιρετικούς ψευδοχριστιανούς και τις κοινότητές τους ως ψευδοεκκλησίες).
 Ας δούμε το απόσπασμα στο οποίο βρίσκεται η επίμαχη φράση του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου: «…κρατώντας τα παραπάνω λόγια της Αγίας Γραφής[112], καμία Εκκλησία που πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι Χριστός δε θα τολμούσα να την αποκαλέσω ψεύτικη. Η Χριστιανική Εκκλησία μπορεί να είναι είτε «αμιγώς αληθινή», δηλώνοντας την αληθινή και σώζουσα θεία διδασκαλία χωρίς να αναμιγνύεται με τις ψευδείς και επιβλαβείς απόψεις των ανθρώπων ή «όχι αμιγώς αληθινή», αναμειγνύοντας τις ψευδείς και επιβλαβείς απόψεις του ανθρώπου με την αληθινή και σωτηρία πίστη της διδασκαλίας του Χριστού»[113]. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψιν του ότι ο Φιλάρετος είχε εκφράσει την άποψη πως δεν είναι σωστό να τοποθετεί κανείς στο ίδιο επίπεδο τον Παπισμό με τον Αρειανισμό, είναι προφανές ότι προβαίνει σε μια ταξινόμηση των αιρετικών με βάση την ομολογία τους στην θεότητα του Ιησού Χριστού. Σαφώς όμως ο Μητροπολίτης Φιλάρετος εκφράζει την προσωπική του άποψη. Παρόμοια ταξινόμηση των αιρετικών έκανε ο σοφός Πατριάρχης Καλλίνικος ο Γ΄ ο εκ Ζαγοράς, ο οποίος διαιρούσε τους αιρετικούς σε δύο κατηγορίες: στους «ασεβείς», οι οποίοι δεν δέχονται το Χριστό και την Αγία Τριάδα (π.χ. Σιμωνιακοί, Νικολαΐτες κλπ.) και στους «δυσσεβείς», οι οποίοι και «Χριστὸν ὁμολογοῦντες καὶ Τριάδα δοξάζοντες καὶ εἰς Αὐτῆς τὴν ἐπίκλησιν βαπτίζονται, κακῶς ὅμως καὶ δυσσεβῶς περὶ αὐτῆς δογματίζοντες»[114] (π.χ. Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Απολιναριστές). Στην κατηγοριοποίηση όμως αυτή (ερειδόμενη επί των Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων, που χώριζαν τους αιρετικούς σε βαπτιστέους και μη) προέβη όχι για να δικαιώσει τους «δυσεβείς» έναντι των «ασεβών» - όπως προσπαθούν οι Οικουμενιστές σήμερα, εκμεταλλευόμενοι και την θέση του Φιλαρέτου Μόσχας, να δικαιώσουν τους «ετεροδόξους» έναντι των «αιρετικών» (με τα νοήματα που δίνουν εκείνοι στους δύο αυτούς όρους) -, αλλά για να εκφράσει την αντίθεσή του έναντι του αναβαπτισμού των Δυτικών, τους οποίους ο Καλλίνικος κατέτασσε στην δεύτερη κατηγορία, δηλαδή στους μη βαπτιστέους, αλλά μόνο με χρήση Μύρου εισακτέους στην Εκκλησία. Παρόλα αυτά η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του 1756 ορθά αποφάσισε την εισδοχή των Δυτικών στην Ορθοδοξία διά Βαπτίσματος, αφού οι Λατίνοι παραχάραξαν τον τύπο του Βαπτίσματος και επικύρωσαν συνοδικά (με την εν Τριδέντω Ψευδοσύνοδό τους) την παραχάραξη αυτή.
Επανερχόμενοι στην επίμαχη φράση του Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρέπει να πούμε πως αυτή επικρίθηκε από τον συμπατριώτη του μεγάλο θεολόγο, Άγιο, Ιερομάρτυρα και Ομολογητή Ιλαρίωνα Τρόιτσκι (+1929), ο οποίος έγραψε τα εξής προς τον γνωστό προτεστάντη και μέγα οικουμενιστή της εποχής Robert Gardiner: «Στην επιστολή σας στις 12/25 Ιουνίου 1915, στον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο [Khrapovitsky], προσκομίζετε την άποψη του διάσημου Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, ο οποίος έγραψε σε μία από τις πρώτες του διατριβές: «Καμία εκκλησία που πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός δεν θα τολμούσα να την αποκαλέσω ψεύτικη»[115]Αλλά υπάρχουν αρκετά εμπόδια για να αναγνωρίσουμε ως έγκυρο τον συλλογισμό του Μητροπολίτου Φιλαρέτου πως οι εκκλησίες μπορούν να είναι είτε από καθαρή αλήθεια, είτε από μη καθαρή αλήθεια. Μια εκκλησία μη καθαρής αλήθειας μου φαίνεται προφανώς ψεύτικη και δεν μπορεί να υπάρξει ψεύτικη εκκλησία. Μια τέτοια εκκλησία παύει να είναι εκκλησία, καταντώντας μια εξωεκκλησιαστική κοινότητα»[116]. Όπως παρατηρεί κανείς, ο Άγιος Ιλαρίων όχι μόνο συντάσσεται με την γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας των προ αυτού Πατέρων και Συνόδων (όπως φανερώθηκε και από τα αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω), αλλά δικαιώνει και όσους εκ των μεταγενεστέρων εξέφρασαν την ίδια θέση (π. Ιουστίνο, αρχιεπ. Αβέρκιο κ.α.), ενώ η συγκεκριμένη θέση του μακαριστού Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου (αν υποτεθεί βεβαίως ότι την εννοούσε όπως την εννοούν οι οικουμενιστές, λαμβανομένου υπόψιν ότι ο Φιλάρετος είχε υπόψιν του έναν παπισμό προ της Α΄ και Β΄ Βατικανής που τον διέστρεψαν ακόμη περισσότερο) έρχεται σε αντίθεση με το ConsensusPatrum.
ζ2. Εν συνεχεία ο Σ. παραθέτει την (εν σελίδι 22) θέση του Β.Ι. -  ο οποίος ρητώς «δὲν ἀποδέχεται τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ σωτηρία» - σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατόν «οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες νὰ θεωροῦνται καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης πονηρίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια τὸ 99% τοῦ ἀνθρωπίνου πληθυσμοῦ». Παράλληλα ο ίδιος ο Σ. εκφράζει για το θέμα την άποψη πως «τὸ νὰ θεωρεῖ κάποιος ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει χάρις Θεοῦ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ βάλει φραγμὸ στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ». Κλείνει δε το θέμα αυτό (και ολόκληρο το κεφάλαιο «Αἱρετικοὶ καὶ Ἑτερόδοξοι») με τα εξής, που αφορούν τους διαφωνούντες με τις θέσεις αυτές: «Εἶναι βεβαίως «δικαίωμά» τους νὰ ἀκολουθοῦν τὶς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης καὶ μάλιστα σὲ ὅλες της τὶς πτυχές. Ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ καταδείξουν, ὅτι ἡ ἀντίληψή τους αὐτὴ ἔχει ἔρεισμα στὴ Βίβλο καὶ τὴν Πατερικὴ Θεολογία (Ἀνεφέρθη ἤδη ἕνα χωρίο ἀπὸ τὸν Ἱ. Αὐγουστῖνο. Στὴ συνέχεια θὰ παρατεθοῦν καὶ ἄλλα)».
Αναλύοντας τα παραπάνω πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
i. Η θέση περί της μη αποκλειστικότητας της Εκκλησίας για την σωτηρία, αποτελεί κεντρική θέση των Οικουμενιστών, οι οποίοι θεωρούν πως το αντίθετο αποτελεί αυθαίρετη ερμηνεία μιας προσωπικής απόψεως του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος. Είναι όμως το ρητό «extra ecclesiam nulla salus»[117] («εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία») προσωπική γνώμη του Αγίου ή καθολική γνώμη των Πατέρων; Ας δούμε τι λένε οι Άγιοι, ώστε να δούμε αν έχει δίκαιο ο Σ. να μας κατηγορεί ότι η αντίληψή μας δεν έχει έρεισμα στην Βίβλο[118] και την Πατερική Θεολογία:
α) Μιας και ο Σ. παραθέτει ένα βολικό ρητό του Αγίου Αυγουστίνου για το θέμα ας αρχίσουμε με τον Άγιο αυτόν (από τα αυθεντικά συγγράμματά του και όχι μέσα από το πρίσμα τρίτων). «Extra Ecclesiam catholicam totum potest praeter salutem» («εκτός της Καθολικής Εκκλησίας μπορεί κανείς να έχει τα πάντα εκτός από τη σωτηρία») διδάσκει και ο Άγιος Αυγουστίνος! Στο έργο του «SERMO AD CAESARIENSIS ECCLESIAE PLEBEM» γράφει: «Εκτός της Καθολικής Εκκλησίας μπορεί κανείς να έχει τα πάντα εκτός από τη σωτηρία. Μπορεί να έχει τιμή, μπορεί να έχει μυστήρια, μπορεί να ψάλλει «Αλληλούια», μπορεί να απαντήσει «Αμήν», μπορεί να κρατήσει το Ευαγγέλιο, μπορεί να πιστεύσει και να κηρύξει το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά πουθενά εκτός της Καθολικής Εκκλησίας δεν είναι σε θέση να βρει σωτηρία»[119]. Σε άλλο έργο του («AD CATHOLICOS EPISTOLA CONTRA DONATISTASVULGO DE UNITATE ECCLESIAE LIBER UNUS») επισημαίνει: «Αυτή η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όπως λέει ο Απόστολος «ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24), από το οποίο είναι σαφέςότι αυτός που δεν είναι στα μέλη του Χριστού δεν είναι δυνατόν να έχει χριστιανική σωτηρία»[120]. Και παρακάτω: «Κανείς δεν φτάνει σε αυτήν τη σωτηρία και την αιώνια ζωή αν δεν έχει τον Χριστό ως κεφαλή του. Και κανείς δεν μπορεί να έχει τον Χριστό ως κεφαλή του, αν δεν είναι στο σώμα Του, που είναι η Εκκλησία»[121].
β) Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «μιᾷ δὲ τῇ ἐκκλησίᾳ προσήκουσαν τὴν σωτηρίαν ταύτην ἐπιστάμεθα καὶ μηδένα τῆς καθολικῆς ἔξωθεν ἐκκλησίας καὶ πίστεως μετέχειν Χριστοῦ δυνάμενον μηδὲ σώζεσθαι»[122].
γ) Ο Άγιος Φουλγέντιος, επίσκοπος Ρούσπης (+533): «Όχι μόνο οι ειδωλολάτρες, αλλά και όλοι οι Εβραίοι, και όλοι οι αιρετικοί και σχισματικοί που βρίσκονται έξω από τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας, θα καταλήξουν στο αιώνιο πυρ, «τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. κε΄, 41)»[123].
δ) Ο Άγιος Νεκτάριος: «Οἱ μὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡνωμένοι εἰσὶν ἐκτὸς τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ… Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κιβωτοῦ ταῦτης τοῦ Νῶε, οὐδεμία ὑπάρχει σωτηρία. …Ἐκτὸς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας οὐδεμία ὑπάρχει σωτηρία»[124].
ε) Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης: «Μόνο όσοι πιστεύουν στον Χριστό και την Εκκλησία που ιδρύθηκε από Αυτόν στη γη λαμβάνουν σωτηρία. Εκτός της ίδιας Εκκλησίας, στην οποία παραδίδεται η αληθινή διδασκαλία του Χριστού, τα σωτήρια διατάγματα και η καθοδήγηση των ποιμένων, δεν υπάρχει σωτηρία. …Η σωτηρία μας βρίσκεται στην Εκκλησία, όπως στην κιβωτό του Νώε, και πουθενά αλλού»[125].
στ) Ο Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόιτσκι, μέγας εκκλησιολόγος: «Μόνο στὴν Ἐκκλησία μπορεῖς νὰ φθάσεις στὸ «μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἐπομένως, μόνο στὴν Ἐκκλησία εἶναι δυνατὴ ἡ γνήσια πρόοδος, ἡ ἀληθινὴ σωτηρία[126].
Σφάλλει επομένως ο Σ. σε άλλο, σχετικό με το θέμα μας, κείμενό του γράφοντας πως «ἡ μὴ σωτηρία τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ἀπετέλεσε διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως καὶ τῆς Ὀρθόδοξης»[127]. Η δε αντίληψη των Οικουμενιστών είναι πραγματικά αυτή που δεν έχει αγιοπατερικό έρεισμα! Οι Οικουμενιστές βεβαίως διαφωνούν με την παραπάνω πατερική θεώρηση διότι απλούστατα έχουν διαφορετική αντίληψη για το τι σημαίνει "Εκκλησία". Γι᾿ αυτό το λόγο ο Οικουμενισμός είναι πρωτίστως εκκλησιολογική αίρεση.
Πρέπει απαραιτήτως να τονιστεί και κάτι πολύ σημαντικό. Η ορθόδοξη διδασκαλία, περί σωτηρίας μόνο εν τη Εκκλησία, δεν παρατέθηκε για να αποτελέσει αφορμή για θριαμβολογία (όπως μας κατηγορούν), ούτε για να οδηγήσει σε περιφρόνηση ή φανατισμό κατά των αλλοδόξων/αλλοθρήσκων, αλλά για να μας θέσει μπροστά στην ευθύνη που έχουμε όλοι οι Ορθόδοξοι για Ιεραποστολή. Μια Ιεραποστολή που η Οικουμενιστική Νεοεκκλησιολογία πρόδωσε, εν ονόματι μίας ψευδούς αγάπης και ενός κούφιου σεβασμού, ονομάζοντάς την «προσηλυτισμό».
ii. Σχετικά με την ύπαρξη Θείας Χάριτος εκτός Εκκλησίας, αν ο Σ. κατηγορεί όσους δεν αποδέχονται την ύπαρξή της πως βάζουν φραγμό στην παντοδυναμία του Θεού, εύλογα κάποιος θα μπορούσε να αντιστρέψει την κατηγορία και να ισχυριστεί τα εξής: «το να θεωρεί κάποιος ὅτι ἐξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει χάρις Θεού, αυτὸ σημαίνει ότι επιχειρεί να αποδείξει μάταιο το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία». Για ποιο λόγο τότε να ενσαρκωθεί ο Χριστός; Υπήρχε άραγε δυνατότητα σωτηρίας προ Χριστού; Η απάντηση είναι αρνητική.
Επομένως Θεία Χάρις σώζουσα, δεν υπάρχει εκτός της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Υπάρχει όμως Θεία Χάρις που ωθεί «μυστικῶς  τοὺς  ἐκτὸς  τῆς  Ἐκκλησίας  πρὸς  μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφὴν ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ Καθολικότητι τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας»[128]. Γι᾿ αυτό και ο Ιερομάρτυς Στάρετς Νίκων της Οπτίνα δίδασκε «ευκαιρία σωτηρίας δίνεται παντού από τον Θεό σε όλους»[129].
Ας μη προσπαθούμε λοιπόν να φανούμε πιο φιλάνθρωποι από τον Θεό και με ορθολογιστικούς υπολογισμούς του δήθεν ποσοστού των σεσωσμένων να καταλήγουμε σε αιρετικές θέσεις, όσο και αν αυτές ακούγονται αρεστές στην «φιλάνθρωπη» εποχή μας[130].
Η. Ο Σ. με το κεφάλαιο «Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ οἱ Ἑτερόδοξοι στὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης» παρουσιάζει το Πατριαρχείο Μόσχας να συμφωνεί με την εκκλησιολογία της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης. Εδώ έχει απόλυτο δίκαιο! Κακώς πολλοί επικριτές της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να την αποδεχθούν βασιζόμενοι στην αποχή της Εκκλησίας της Ρωσίας από αυτήν. Το Πατριαρχείο Μόσχας είναι εξίσου οικουμενιστικό με τα άλλα, ίσως και περισσότερο. Αυτό πρέπει να τονιστεί, διότι πολλοί μας κατηγορούν ότι αντιστεκόμενοι στον οικουμενισμό του Φαναρίου υπηρετούμε τα πανσλαβιστικά σχέδια των Ρώσων. Εμείς οι Ορθόδοξοι απορρίπτουμε και τον εθνοφυλετισμό. Αποδεχόμαστε ως αδελφούς εν Χριστώ και κοινωνούμε μαζί τους, όσους πιστεύουν όλα όσα πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Προτιμούμε λοιπόν να ορθοφρονούμε μετά των Ζουλού ή των Εσκιμώων, αν αυτοί είναι πραγματικά Ορθόδοξοι, παρά με τους Έλληνες οικουμενιστές. Οι δε Ρώσοι, του Πατριαρχείου Μόσχας, είναι οικουμενιστές και ως εκ τούτου απαράδεκτοι.
Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου ο Σ. θίγει θέματα τα οποία απαντήθηκαν επαρκώς παραπάνω. Μόνο ένα ακόμη ζήτημα πρέπει να αναλυθεί λίγο περισσότερο: το ζήτημα των μυστηρίων των αιρετικών. Όπως έχει γίνει ήδη κατανοητό οι οικουμενιστές κάνουν διάκριση των εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας «χριστιανών» σε αιρετικούς και ετερόδοξους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γνωρίζει τέτοια διάκριση. Τους εκτός Εκκλησίας «χριστιανούς» τους θεωρεί αιρετικούς. Η δε διάκριση που κάνει σε σχέση με τον τρόπο αποδοχής αυτών στους κόλπους Της, όταν εφαρμόζει την Οικονομία, δεν αποτελεί αναγνώριση σωστικών Μυστηρίων εκτός των ορίων Της.
Η Εκκλησία όμως κάνει μια άλλη σημαντική διάκριση των αιρετικών, την οποία ο Σ. δεν λαμβάνει υπόψιν με αποτέλεσμα να καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η Εκκλησία λοιπόν κάνει διάκριση μεταξύ αιρετικών «συνοδικῶς ἀνεξελέγκτων» και «μὴ ἐληλεγμένων συνοδικῶς»[131], ήτοι ακρίτων και κεκριμένων. Και ενώ των δεύτερων τα Μυστήρια θεωρεί απαράδεκτα, ως εκτός Εκκλησίας γενόμενα, των μεν πρώτων τα αποδέχεται ως τελούμενα ακόμη εξ ονόματος Της, αφού «τὴν ἁγιαστικὴν Χάριν καὶ τὸ κῦρος τῶν θείων Μυστηρίων δὲν παρέχει ὁ τελῶν ταῦτα ᾿Επίσκοπος ἢ ὁ ῾Ιερεύς, ὅστις εἶναι μόνον ἁπλοῦν μέσον καὶ ὄργανον μεταδοτικὸν τῆς Χάριτος, ἀλλ᾿ ἡ ὀρθόδοξος ἔννοια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας τελοῦνται ταῦτα»[132]. Σφάλλει μεγάλως λοιπόν ο Σ. όταν, παραπέμποντας στην αποδοχή των Εικονομάχων από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, γράφει (σελ. 24) πως «γιὰ τὶς παλαιὲς αἱρέσεις τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἔκανε διάκριση μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἀνεγνώριζε μυστήρια τελούμενα σὲ αὐτές, φθάνοντας μάλιστα ὄχι μόνο νὰ ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ τὸ Χρίσμα καὶ τὴν ἱερωσύνη, ὅταν ἐπρόκειτο μέλη τῶν αἱρέσεων αὐτῶν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία». Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώριζε Μυστήρια τελούμενα εκτός Αυτής, παρά μόνο όταν αυτά τελούνταν από ακρίτους αιρετικούς, οι οποίοι τυπικώς ανήκαν ακόμη σε Αυτήν, όπως τα Μυστήρια των Αρειανοφρόνων προ της καταδίκης τους από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (π.χ. χειροτονία του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας), των Μονοφυσιτών προ της καταδίκης τους από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (π.χ. χειροτονία Αγίου Ανατολίου Κωνσταντινουπόλεως), των Μονοθελητών προ της καταδίκης τους από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο[133], των Εικονομάχων προ της καταδίκης τους από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Των δε κεκριμένων αιρετικών τα Μυστήρια δεν τα αναγνώριζε ούτε κατ᾿ Ακρίβεια, ούτε κατ᾿  Οικονομία. Ακόμη και η τυχόν μη επανάληψη του Μυστηρίου του Βαπτίσματος δεν σημαίνει αναγνώριση του εκτός Εκκλησίας τελουμένου μυστηρίου. Ο αείμνηστος Καθηγητής Θεολογίας Χρήστος Ανδρούτσος παρατηρεί σχετικώς: «Ἡ μὲν ἰδέα τῆς ἀναζωογονήσεως τῶν μυστηρίων ἐν τῇ ἐπιστροφῇ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν εἶνε ἀπαράδεκτος, διότι ὑποτίθησιν ὅτι ὑπάρχουσιν αἱρετικοὶ τελοῦντες ἐγκύρως τὰ μυστήρια, ὅπερ δὲν ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀφ᾿ οὗ τοὺς αὐτοὺς αἱρετικοὺς ὁτὲ μὲν ἀναβαπτίζει ὁτὲ δὲ οὐχί, ἢ τοὺς αὐτοὺς ἄλλη σύνοδος δέχεται, ἄλλη δ᾿ οὐχί»[134]. Απλά, όταν κάνει χρήση της Οικονομίας, «ἡ Ἐκκλησία δύναται ἀσκοῦσα ἰσχυρῶς τὴν ἐξουσίαν αὐτῆς (σ. ημ. ως ταμειούχος της Χάριτος) νὰ καταστήσει ἔγκυρον τὸ φύσει ἄκυρον»[135].  
Ο Σ. αμέσως μετά γράφει πως «ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὰ μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ ληστῆ ποὺ μπῆκε στὸν Παράδεισο, χωρὶς νὰ ἔχει δεχθεῖ κανένα μυστήριο»! Αυτό όμως δεν είναι ορθό, διότι, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία, ο Ληστής δεν εισήλθε στον Παράδεισο αβάπτιστος:
α) Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος γράφει: «Ο Ληστής έλαβε το ράντισμα της αφέσεως των αμαρτιών μέσω του μυστηρίου του ύδατος και του αίματος που ανέβλυσε από την πλευρά του Χριστού»[136].
β) Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακόμη πιο αναλυτικά: «Πηγάζει γὰρ αἷμα καὶ ὕδωρ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ, ἵνα καὶ τὸ καθ ἡμῶν χειρόγραφον τῆς ἁμαρτίας ἀπαλείψῃ, καὶ τῷ αἵματι αὐτοῦ καθαρισθῶμεν, καὶ τὸν παράδεισον ἀπολάβωμεν. Ὢ μυστηρίου μεγάλου! μετενόησεν ὁ λῃστὴς, χρεία ἦν ὕδατος, ἵνα βαπτισθῇ· ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἐκρέματο, οὐκ ἦν ἕτερος τόπος βαπτίσματος, οὐ πηγὴ, οὐ λίμνη, οὐκ ὄμβρος, οὐχ ὁ τὴν μυσταγωγίαν ἐκτελῶν· πάντες γὰρ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων ἔφυγον οἱ μαθηταί· ἀλλ οὐκ ἠπόρησεν ὁ Ἰησοῦς ναμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ σταυροῦ κρεμάμενος δημιουργὸς ὑδάτων γέγονεν. Ἐπειδὴ γὰρ οὐχ οἷόν τε ἦν εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τὸν λῃστὴν δίχα βαπτίσματος, ἐχρῆν δὲ τὸν μετανοήσαντα μὴ ἀμοιρῆσαι τοῦ βαπτίσματος, ὕδωρ καὶ αἷμα προήκατο τῆς νυγείσης αὐτοῦ πλευρᾶς ὁ Σωτὴρ, ἵνα καὶ τὸν λῃστὴν ἐλευθερώσῃ τῶν ἐπηρτημένων κακῶν, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ λύτρον ἀποδείξῃ γενόμενον τῶν εἰς αὐτὸν τὰς ἐλπίδας ἐχόντων»[137]. Και αλλού: «Ἐπηγγείλατο μὲν τὴν σωτηρίαν ὁ Σωτήρ· καιρὸς δὲ οὐκ ἦν, οὐδὲ ἐνεδίδοτο τῷ λῃστῇ πιστεῦσαι καὶ φωτισθῆναι· ὁ Σωτὴρ γὰρ ἀπεφήνατο· Ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Οὐχ ηὕρισκεν εὐκαιρίαν ἢ παῤῥησίαν ὁ λῃστὴς, οὐκ εἶχε καιρὸν βαπτισθῆναι· ἐν τῷ σταυρῷ γὰρ ἐκρέματο. Εὑρίσκει τοιγαροῦν ὁ Σωτὴρ ἐν ἀπόροις πόρον. Ἐπειδὴ γὰρ ἐπίστευσε τῷ Σωτῆρι ὁ πεπαλαιωμένος ταῖς ἁμαρτίαις, καὶ ἔδει αὐτὸν καθαρισθῆναι, οἰκονομεῖ ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ πάθος τὸν στρατιώτην νύξαι τῇ λόγχῃ τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκπηδᾷ αἷμα καὶ ὕδωρ· ἐκ γὰρ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ, φησὶν ὁ Εὐαγγελιστὴς, Ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ, ἐν ἀληθείᾳ τοῦ πεσόντος, εἰς τύπον τῶν μυστηρίων. Καὶ οὐκ ἐξῆλθε δὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ οὕτως ἁπλῶς ῥέον, ἀλλὰ ῥοίζῳ, ἵνα ῥαντίσῃ τὸ σῶμα τοῦ λῃστοῦ· τὸ γὰρ μετὰ ῥοίζου πεμπόμενον ῥαντίζει, τὸ δὲ ῥέον ἠρέμα ῥέει, καθὼς ἔρχεται. Ἀλλὰ μετὰ ῥοίζου ἐξῆλθεν τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ἐκ τῆς πλευρᾶς, ἵνα ῥαντίσας τὸν λῃστὴν βαπτίσῃ, ὡς καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει· Προσεληλύθαμεν Σιὼν ὄρει καὶ αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦντι παρὰ τὸν Ἄβελ»[138].
γ) Ο Άγιος Δημήτριος του Ροστόφ στο Συναξάριο για τα Θεοφάνεια αναφέρεται στον Ληστή «για τον οποίο το νερό που χύθηκε από την πλευρά του Χριστού έγινε το ύδωρ της βαπτίσεως»[139].
Οι προσωπικές απόψεις του Σ. περί της δυνατότητος αναγνωρίσεως Θείας Χάριτος των «μυστηρίων των ετεροδόξων» δεν θα σχολιαστούν περαιτέρω. Μόνο ας καταγραφεί μια απορία. Είναι δυνατόν, όταν υπάρχει, εκτός των καταδικασμένων αιρετικών φρονημάτων, όχι μόνο παραχάραξη των Μυστηρίων (στον Παπισμό), αλλά και ξεκάθαρη άρνηση αυτών (στον Προτεσταντισμό) εμείς να θέλουμε να αποδείξουμε με κάθε τρόπο ότι οι «ετερόδοξοι» έχουν έγκυρα και σωστικά Μυστήρια[140];  

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[111] Από την δική μου πλευρά δηλώνω την συμφωνία μου με τους - τιμωμένους υπό ημών των Ορθοδόξων ως άγιες μορφές - π. Ιουστίνο Πόποβιτς και αρχιεπίσκοπο Συρακουσών Αβέρκιο.
[112] Αναφέρεται στο εξής χωρίο: «Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; Οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν» (Α΄ Ιω. β΄, 22).
[113] Μετάφραση ημέτερη. Από το έργο «Συζητήσεις μεταξύ ενός αβέβαιου και ενός πιστού σχετικά με την αληθινή πίστη της Ανατολικής Ελληνορωσικής Εκκλησίας», Πετρούπολη, 1815 (πρωτότυπος τίτλος του έργου: «Разговоры между испытующим и уверенным о православии восточной греко-российской церкви»).
[114] Αθανασίου Χρυσοβέργη, Οι θεολογικές κατευθύνσεις του Πατριάρχη Καλλινίκου Γ΄, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 112.
[115] Είναι τραγικό το γεγονός της αντιγραφής της επιχειρηματολογίας των προτεσταντών οικουμενιστών από τους εξ ορθοδόξων οικουμενιστές…
[116] The unity of the church, Montreal, 1975, p. 24 (μετάφραση ημέτερη).
[117] Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, Επιστολή 72 (LXII).
[118] Η αποκλειστικότητα της Εκκλησίας για την σωτηρία φανερώνεται στην Γραφή και από τα εξής: α) Από το γεγονός πως μόνο όσοι ήταν στην Κιβωτό - που συμβολίζει την Εκκλησία κατά τους Πατέρες  - σώθηκαν, β) Από το γεγονός πως τα πρωτότοκα μόνο όσων ράντισαν με αίμα τις πόρτες τους σώθηκαν και γ) Από το γεγονός πως μόνο όσοι παρέμειναν εντός της οικίας της Ραάβ σώθηκαν.
[119] P.L. 43, 695 (μετάφραση ημέτερη). Στα αποσπάσματα του Ιερού Αυγουστίνου παρατίθεται και το πρωτότυπο κείμενο για την άρση κάθε αμφιβολίας ως προς τις θέσεις του Αγίου: «Extra Ecclesiam catholicam totum potest praeter salutem. Potest habere honorem, potest habere Sacramenta, potest cantare Alleluia, potest respondere Amen, potest Evangelium tenere, potest in nomine Patris et Filii et Spiritus sancti fidem habere et praedicare: sed nusquam nisi in Ecclesia catholica salutem poterit invenire».
[120] P.L. 43, 392 (μετάφραση ημέτερη). Το πρωτότυπο κείμενο: «Haec autem Ecclesia corpus Christi est, sicut dicit Apostolus: Pro corpore eius, quae est Ecclesia (Coloss. 1, 24.). Unde utique manifestum est eum, qui non est in membris Christi, christianam salutem habere non posse».
[121] P.L. 43, 429 (μετάφραση ημέτερη). Το πρωτότυπο κείμενο: «Ad ipsam vero salutem ac vitam aeternam nemo pervenit nisi qui habet caput Christum. Habere autem caput Christum nemo poterit nisi qui in eius corpore fuerit, quod est Ecclesia».
[122] P.G. 59, 725.
[123] M. J. Rouët de Journel, Enchiridion patristicum, Friburgi Brisgoviae, 1922, p. 712 (μετάφραση ημέτερη).
[124] Αγίου Νεκταρίου, Μελέται δύο Α΄ Περί της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας…, εκδ. Παναγόπουλος, Αθήνα, 1987, σελ. 17, 31-32.
[125] Από το βιβλίο «Живой колос» (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Ioann_Kronshtadtskij/zhivoj-kolos/).
[126] Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόιτσκι, μετάφρ. π. Ιω. Φωτόπουλος, εκδ. Άθως, Αθήνα, 2012, σελ. 142.
[127] Αβύδου Κύριλλος: «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία» (http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia).
[128] Μητροπολίτου Ωρωπού & Φυλής Κυπριανού, Η «βαπτισματικὴ θεολογία» των  Οικουμενιστών…,  περιοδικό Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, αρ. 26-29/Ιανουάριος-Δεκέμβριος 1992, σελ. 37 (http://www.hsir.org/Τheology_el/3f2005bΒapΤheol-1.pdf).
[129] Στο αξιόλογο κείμενο του π. Γεωργίου Μαξίμοφ «Εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» (Георгий Максимов, Вне Церкви нет спасения: http://orthojournal.ru/ru/tema-vypuska/vne-tserkvi-net-spaseniya/item/55-вне-церкви-нет-спасения)
[130] Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα γράφει διαφωτιστικά για το πώς εμφανίστηκαν αυτές οι θέσεις στην χώρα του και στην εποχή του: «Μια άλλη ερώτηση: αν, όπως ειπώθηκε, εκτός από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, που ονομάζεται Ορθόδοξη Εκκλησία, η σωτηρία άλλων θρησκειών είναι τόσο αμφίβολη, γιατί αυτή η αλήθεια δεν κηρύσσεται δημοσίως στη Ρωσία; Η απάντηση είναι πολύ απλή και ξεκάθαρη. Στη Ρωσία υπάρχει ανεξιθρησκεία και οι εθνικοί καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις στη χώρα μας σε ισότιμη βάση με τους Ορθόδοξους: οι αρχηγοί των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι ως επί το πλείστον ετερόδοξοι. Οι κυβερνήτες των επαρχιών και των περιφερειακών πόλεων είναι σε πολλές περιπτώσεις άπιστοι, οι δε συνταγματάρχες και οι διοικητές ταγμάτων είναι συχνά ετερόδοξοι. Όπου ο κληρικός ανοιχτά κηρύττει ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο κάθε αλλόδοξος θα προσβληθεί. Εξ αίτιας αυτής της καταστάσεως, ο ρωσικός ορθόδοξος κλήρος έχει αρχίσει να μιλάει για το θέμα αυτό αόριστα. Ή ίσως μερικοί,  από το μόνιμο συγχρωτισμό με τους αλλόπιστους, και ακόμη περισσότερο από την ανάγνωση των γραφών τους, άρχισαν να σκέφτονται πιο επιεικώς για την ελπίδα της σωτηρίας και άλλων θρησκειών» (μετάφραση ημέτερηhttps://azbyka.ru/otechnik/Amvrosij_Optinskij/otvet-blagosklonnym-k-latinskoj-tserkvi/).
[131] Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ό.π., σελ. 63.
[132] Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου, Διασάφησις Ποιμαντορικής Εγκυκλίου, Αθήνα, 18-1-1945 (http://www.hsir.org/Theology_el/3f2004fpFlorinis-6.pdf)
[133] Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες στην Σύνοδο Πατέρες ήταν χειροτονία αυτών που αναθεμάτισαν!
[134] Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Αστήρ, δ΄ έκδ. Αθήνα, 1956, σελ. 308.
[135] Αυτόθι.
[136] Σχόλια στο Διά Τεσσάρων (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Efrem_Sirin/tolkovanija-na-chetveroevangelie/20).
[137] P.G. 50, 822-823.
[138] P.G. 59, 552-553.
[139] Μετάφραση ημέτερη (https://azbyka.ru/otechnik/Dmitrij_Rostovskij/zhitija-svjatykh/21).
[140] Και, εν πάση περιπτώσει, εάν οι «ετερόδοξοι» χαριτώνονται και σώζονται με διαφορετικά δόγματα, με λίγη ή καθόλου νηστεία, με λίγη και διαφορετική από εμάς προσευχή, χωρίς εξομολόγηση, χωρίς γνήσια ταπείνωση (η οποία δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί από αιρετικούς, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος - λόγοςπερί ταπεινοφροσύνης, παράγραφος 31), και εν γένει με λίγη ή καθόλου άσκηση και λίγα, παραποιημένα ή καθόλου μυστήρια, εμείς οι Ορθόδοξοι γιατί να «βιάζουμε εαυτούς» (δηλαδή, να «ζοριζόμαστε») προκειμένου να τηρούμε την δογματική και ηθική ακρίβεια της Πίστεώς μας, και γιατί να μελετούμε την Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρες που μας ζητούν-προτρέπουν-προστάσσουν να «ζοριζόμαστε» προκειμένου να τηρούμε αυτήν την ακρίβεια; Γιατί να μην ακούμε τον Διάβολο (και συν αυτώ τους οικουμενιστές) που «κηρύττει»: «χαλαρώστε· σας θέλω χλιαρούς… για να σας εμέσει ο Χριστός»;


Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος γ΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΣΤ. Προχωρώντας στο επόμενο κεφάλαιο («Αἱρετικοὶ καὶ Ἑτερόδοξοι») ο Σ. εκθέτει τις εξής θέσεις:
στ1. Οι Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες δεν καταγγέλονται ως αιρετικοί στα κείμενα της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», διότι ο ορισμός κάποιου ως αιρετικού προϋποθέτει την καταδίκη του από Οικουμενική Σύνοδο,
στ2. Δεν μπορούν να αποκληθούν αιρετικοί, αλλά και σε πολλά κείμενα Αγίων και Συνόδων αποκαλούνται «Εκκλησία»,
στ3. Επιπροσθέτως χρησιμοποιείται ο όρος ετερόδοξοι, αντί για αιρετικοί, διότι ο όρος αιρετικός είναι αρνητικά φορτισμένος, προσβλητικός και σχεδόν υβριστικός,
Ας τις εξετάσουμε και αυτές μία προς μία:
στ1. Γράφοντας ο Σ. πως «ὁ χαρακτηρισμὸς κάποιου ὡς αἱρετικοῦ προϋποθέτει τὴν ἐπίσημη καταδίκη του ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο», λέει την μισή αλήθεια. Διότι υπήρξαν πάμπολλοι αιρετικοί που είτε καταδικάστηκαν μόνο από Τοπικές Συνόδους (Ευσταθιανοί από την Σύνοδο της Γάγγρας, Αγγελικοί από την Σύνοδο της Λαοδικείας κ.α.), είτε δεν καταδικάστηκαν καθόλου από Σύνοδο, όπως οι ποικίλες ομάδες Γνωστικών που είχαν αποστατήσει από την Εκκλησία και δρούσαν παρασυναγωγικά (Οφίτες, Εβιωναίοι, Βασιλειδιανοί κ.α.).
Αν και ο Σ. (στη σελ. 9 της εργασίας του) παραπέμπει στο γνωστό και σπουδαίο, περί αιρέσεως, σύγγραμμα του π. Ευαγγέλου Μαντζουνέα, φαίνεται πως δεν έλαβε υπόψιν του όσα ο αείμνηστος είχε γράψει λίγες σελίδες πριν, απαντώντας μάλιστα στον προαναφερθέντα δικηγόρο Ι. Παναγόπουλο (του οποίου, όπως φαίνεται, τις θέσεις αντιγράφει ο Σ.)! Αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα: «Διετυπώθη ὅμως ἡ γνώμη, ὅτι διὰ νὰ χαρακτηρισθῇ μία διδασκαλία ὡς αἱρετική, δέον αὕτη νὰ ἔχῃ χαρακτηρισθῇ ὡς τοιαύτη μόνον ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ ὑπὸ τῶν ὑπ᾿ αὐτῶν κυρωθεισῶν Τοπικῶν, ὡς καὶ τῶν μεγίστην ἐχουσῶν ἀπήχησιν ἄλλων Συνόδων, αἵτινες ἀπέκτησαν καθολικὸν κῦρος καὶ ἰσχὺν ἐπὶ συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ[67]Ἡ γνώμη αὕτη εἶναι ἀπαράδεκτος καὶ ἐσφαλμένη[68]. Καὶ τοῦτο διότι ὑφίστανται αἱρέσεις, αἵτινες δὲν κατεδικάσθησαν οὔτε ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων οὔτε ὑπὸ Τοπικῶν Συνόδων. Τῷ ὄντι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι εἰς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ τοὺς Ὅρους των ἀναφέρουν ἐν συνόλῳ 37 αἱρέσεις, προστιθεμένων δὲ καὶ τῶν ὀκτῶ αἱρέσεων αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν Μεγάλων Πατέρων, ὧν οἱ Κανόνες των ἀπέκτησαν οἰκουμενικὸν κῦρος, ἀνέρχονται αὗται εἰς 45. Τί δέον γενέσθαι μὲ τὰς αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπαντοῦν εἰς τὰς νομικὰς πηγάς, καθὼς καὶ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων; Εἰς τὰς πηγὰς τοῦ δικαίου[69] ἀναφέρονται π.χ. οἱ Ὀφῖται… οἱ Βορβοριανοί… οἱ Αὐδιανοί, Βατριαχῖται, Τασκοδρουγῖται, Ἑρμογενιανοί, Ἐγκρατῖται, Παπινιανοῖ… Ὁ Ἐπιφάνιος ἀναφέρει 51 αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἀπαντοῦν εἰς τὰς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων. Ὡσαύτως αἱ Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ ἀναφέρουν τοὺς Ἡμεροβαπτιστάς, Ἐβιωναίους, Δοσιθιανούς, Κηρινθιανούς, Βασιλειδιανούς, Σατορνιλιανοὺς καὶ ἄλλους, ὡς δὲ θὰ ἐκτεθῇ εἰς τὰ οἰκεῖα κεφάλαια ὑφίσταντο δεκάδες αἱρέσεων. Κατὰ τὸν Φιλάστριον ὑπῆρξαν 156 αἱρέσεις[70]ἐκ τῶν ὁποίων μέρος μόνο ἔχει κατακριθῆ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ἑπομένως δὲν εἶναι αἱρετικοὶ μόνον οἱ ὑπὸ τῶν τοιούτων Συνόδων κατακριθέντες, ἀλλὰ πᾶς ὅστις ἀποκλίνει ἐκ τῆς ὀρθῆς δόξης, τὸν χαρακτηρισμὸν δὲ τοῦτον δύναται νὰ προσδώσῃ, ἐκτὸς τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, καὶ Πανορθόδοξος Σύνοδος[71] ἢ καὶ τὸ ἀνώτατον συλλογικὸν ὄργανον Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας[72], ἀνεγνωρισμένης ἐπισήμως ὡς τοιαύτης»[73].
Απορίας άξια είναι πάντως η άρνηση του Σ. να αποκαλέσει τους Δυτικούς (Παπικούς και Προτεστάντες) αιρετικούς, επειδή δεν έχουν καταδικαστεί από Οικουμενική Σύνοδο, όταν στο ίδιο το εξεταζόμενο κείμενό του (και συγκεκριμένα στην σελίδα 38) τους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» (τους οποίους όχι Οικουμενική, αλλά ούτε καν Τοπική Σύνοδος δεν τους έχει αναθεματίσει) τους αποκαλεί αιρετικούς! Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά; Μήπως η στοχοποίηση των "Ιεχωβάδων" (και κάποιων σεκτών) γίνεται για να δείξουν στους πιστούς ότι υφίσταται αντιαιρετικός αγώνας ώστε να κοιμούνται ήσυχοι, πιστεύοντας πως οι Ποιμένες αγρυπνούν; Επιπροσθέτως αυτή η άρνηση προκαλεί μεγάλη απορία όταν ληφθεί υπόψιν η παραδοχή του Σ. ότι υπάρχει «καταδίκη ἐπὶ μέρους δοξασιῶν τους ἀπὸ τοπικὲς Συνόδους». Τώρα πως γίνεται κάποιοι ενώ πρεσβεύουν καταδικασμένες αιρέσεις να μην είναι αιρετικοί, αυτό δεν εξηγείται…
στ2. Με την προσπάθειά του ο Σ. να δικαιολογήσει την άρνηση να χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί οι Δυτικοί (Παπικοί και Λουθηροκαλβίνοι, ή - όπως προτιμά ο Σ. - Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες), απορρίπτει τις Συνόδους και τους Πατέρες των τελευταίων χιλίων ετών που τους θεωρούσαν έτσι, όπως μεταξύ πολλών άλλων:
α) Τον Άγιο Μελέτιο τον Ομολογητή, ο οποίος συνέγραψε έμμετρο έργο του με τίτλο «Ὅτι αἱρετικοὶ εἰσὶν οἱ Δυτικοὶ καὶ ὅτι οἱ συγκοινωνοῦντες αὐτοῖς ἀπόλλυνται»[74].
β) Τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό: «Οὐ μόνον εἰσὶν οἱ Λατῖνοι σχισματικοί, ἀλλὰ καὶ αἱρετικοί· καὶ τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, διὰ τὸ γένος εἶναι ἐκείνων πολὺ καὶ ἰσχυρότερον ἡμῶν, ἡμεῖς δὲ οὐδὲ δι᾿ ἄλλο τι ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μὴ ὅτι εἰσὶν αἱρετικοί. Διὸ οὐδὲ πρέπει ὅλως ἑνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μὴ ἐκβάλλωσι τὴν προσθήκην ἀπὸ τοῦ συμβόλου καὶ ὁμολογήσωσι τὸ σύμβολον καθὼς καὶ ἡμεῖς»[75].
γ) Την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1484: «Τοὺς δὲ ἄλλως περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος φρονοῦντας ἢ καὶ κηρύττοντες, ἢ ὢς φαμεν, ὡς ἀπεναντίας τῇ ἀληθείᾳ δοξάζοντας καὶ κενοφωνοῦντας ἀποστρεφόμεθα ὡς αἱρετικοὺς καὶ τῷ ἀναθέματι καθυπάγομεν»[76].
δ) Τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικο τον Β΄ τον Ακαρνάν: «Ἐπειδὴ (σ. ημ. οι Δυτικοί) ἐξεχώρισαν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔκαμαν ἄλλην ἰδικήν τους τερατώδη, ἀνομοίαν καὶ παντάπασι ξεχωρισμένην ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀναντίρρητόν ἐστιν, ὅτι αἱρετικοὶ εἶναι καὶ ἀναπολόγητοι, καὶ καμμίαν συγκοινωνίαν μετ᾿ ἐμᾶς δὲν ἔχουσιν»[77].
ε) Τον Διδάσκαλο του Γένους και αρχηγό των Κολλυβάδων Πατέρων Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη: «Τοὺς γὰρ ἐφ᾿ ἡμῶν Λατίνους ὁμοῦ καὶ Λουθηροκαλβίνους ὁ τῶν ἱερῶν Κανόνων περὶ τῆς αἱρέσεως ὅρος τῶν συνωνύμων αἱρετικῶν ὄντας δείκνυσινˑ οἱ δὲ τοιοῦτοι αἱρετικοὶ ἀσεβεῖς εἰσι κατὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνας καὶ τὰς τούτους ἐπισφραγισάσας οἰκουμενικὰς Συνόδους»[78]. «Πενταχῶς διαφερόμενοι πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν (οἱ Λατῖνοι), κατὰ μὲν τὰς ἅλλας διαφορὰς σχισματικοί, κατὰ δὲ τὴν μόνην τὴν τοῦ Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσιν αἱρετικοί εἰσιν, αὐτοί τε καὶ οἱ τὰ αὐτὰ φρονοῦντες Λουθηροκαλβίνοι»[79].
στ) Τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη: «Ὅτι δὲ οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοί, δὲν εἶναι κᾀμμία χρεία ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ κάμωμεν κᾀμμίαν ἀπόδειξιν. Αὐτὸ γὰρ τοῦτο, ὁποῦ τόσον μίσος καὶ τόσην ἀποστροφὴν ἔχομεν ἤδη τόσους αἰῶνας πρὸς αὐτοὺς, εἶναι μία φανερὰ ἀπόδειξις, ὅτι ὡς αἱρετικοὺς τοὺς βδελυττόμεθα, ὅ,τι λογῆς δηλαδὴ καὶ τοὺς Ἀρειανούς, ἢ Σαβελλιανούς, ἢ πνευματομάχους Μακεδονιανούς. …οἱ Λατῖνοι εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί»[80].
ζ) Τον σοφό θεολόγο και Διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Οικονόμου εξ Οικονόμων: «αἱρετικοί δὲ καὶ οὐ μόνον σχισματικοὶ οἱ Λατῖνοι»[81].
η) Την Πανορθόδοξο Σύνοδο του 1848:  «’Επειδὴ πᾶσα ἑτεροδιδασκαλία, ἁπτομένη αὐτοῦ τοῦ καθολικοῦ φρονήματος περὶ τῆς τε μακαρίας Τριάδος καὶ τῶν θείων προόδων, καὶ δὴ καὶ αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἔστι τε καὶ λέγεται αἵρεσις, καὶ οἱ οὕτω φρονοῦντεςαἱρετικοί, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τοῦ ἐν ἁγίοις Δαμάσου Πάπα Ῥώμης, “εἴ τις περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ὑιοῦ καλῶς φρονήσει, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου Πνεύματος οὐκ ὀρθῶς ἔχει, αἱρετικός ἐστι” (Ὁμολ. καθ. πίστ., ἣν ὁ Πάπας Δάμασος απέστειλε πρὸς ἐπίσκοπον Παυλῖνον Θεσσαλονίκης, MPL. 13, 363), διὰ τοῦτο ἡ μία, ἁγία, καθολική καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένη τοῖς ἴχνεσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν, ἐκήρυξέ τε πάλαι ἐπὶ τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ κηρύττει πάλιν σήμερον συνοδικῶς, αὐτὴν μὲν τὴν ῥηθεῖσαν καινοφανῆ δόξαν, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Ὑιοῦ, εἶναι οὐσιωδῶς αἵρεσιν, καὶ τοὺς ὁπαδοὺς αὐτῆς, οἱοιδήποτε καὶ ἂν ὦσιν αἱρετικούς, κατὰ τὴν ῥηθεῖσαν ἀπόφασιν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα Δαμάσου, καὶ τὰς ἐξ αὐτῶν συγκροτουμένας συνάξεις αἱρετικάς, καὶ πᾶσαν κοινωνίαν πνευματικὴν καὶ θρησκευτικὴν τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς τοιούτους ἄθεσμον, μάλιστα τῇ δυνάμει του ζ’ Κανόνος τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[82].
Επιμένοντας δε ο Σ. να δικαιολογεί τη μη χρήση του όρου «αιρετικοί», ειδικά για τους Παπικούς, τονίζει και το γεγονός πως σε πολλά κείμενα Πατέρων και Συνόδων γίνεται λόγος για «Εκκλησία» («Δυτική Εκκλησία», «Ρωμαϊκή Εκκλησία» κλπ.). Αναφέρει δε ενδεικτικά αποσπάσματα κειμένων από τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, από δύο Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη (1836 και 1848) και από το εν Μόσχα Συνέδριο (1948). Είναι τοις πάσι γνωστό πως υπάρχουν πάρα μα πάρα πολλά κείμενα Πατέρων και Συνόδων στα οποία γίνεται λόγος για «Δυτική (ή Ρωμαϊκή ή Λατινική ή Παπική) Εκκλησία». Αυτό όμως που δεν αναφέρει ο Σ. είναι το πως οι Ορθόδοξοι θεωρούν την «Δυτική Εκκλησία». Την θεωρούν Εκκλησία Χριστού ή πεπτωκυία στο Σχίσμα και την Αίρεση; Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος γράφει τα εξής διαφωτιστικά: «Δὲν εἶναι ἀείποτε σεπτὸν καὶ τίμιον τὸ τῆς συνόδου ὄνομα, καθὼς οὐδὲ τὸ τῆς ἐκκλησίας, καθότι ἔστι Ἐκκλησία ἁγίων καὶ Ἐκκλησία ὁσίων, ἀλλὰ ἔστι κατὰ τὸν ψαλμωδὸν καὶ «ἐκκλησία πονηρευομένων». Αἱ φωναί, λοιπόν, ἤτοι τὰ ὀνόματα οὕτως ἔχουσιν, ἤτοι καὶ ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ»[83].
Ας δούμε λοιπόν μερικά αποσπάσματα κειμένων Συνόδων, Πατέρων και Διδασκάλων που αναφέρονται στην «Δυτική Εκκλησία», την οποία άλλωστε αποκαλούν έτσι όχι επειδή την αναγνωρίζουν ως αληθινή Εκκλησία Χριστού, αλλά απλούστατα διότι κάποτε (δηλαδή προ της αποστασίας και της πτώσεώς της) υπήρξε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Δύσεως, η Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία της Ρώμης:
α) Ο μέγας Κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών (στις Αποκρίσεις του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκο): «Ἐρώτησις ιε΄. Αἰχμάλωτοι Λατῖνοι καὶ ἕτεροι παρουσιάζοντες εἰς τὰς καθολικὰς ἐκκλησίας ἡμῶν, ζητοῦσι μεταλαμβάνειν τῶν θείων ἁγιασμάτων.  Εἰ γοῦν ἐκχωρητέον τοῦτόν ἐστι, ζητοῦμεν μαθεῖν.  Ἀπ. Ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι (τὸ θεῖον ἔφησαν Εὐαγγέλιον)ˑ καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ' ἐμοῦ, σκορπίζει.  Ἐπεὶ οὖν πρὸ χρόνων πολλῶν ἀπεσχίσθη τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ῾Ρώμης φαμέν, τὸ περιώνυμον ἄθροισμα ἐκ τῆς τῶν ἑτέρων τεσσάρων ἁγίων πατριαρχῶν πνευματικῆς κοινωνίας, καὶ ἀπεσχοινίσθη πρὸς ἔθη καὶ δόγματα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ὀρθοδόξων ἀλλότρια. Διὰ γὰρ τοῦτο οὔτε ἐν ταῖς θείαις ἱεροτελεστίαις, κοινῆς τῶν πατριαρχικῶν ὀνομάτων ἀναφορᾶς ὁ πάπας ἠξίωταιοὐκ ὀφείλει γένος Λατινικὸν ἐκ χειρὸς ἱερατικῆς, διὰ τῶν θείων καὶ ἀχράντων μυστηρίων ἁγιάζεσθαιˑ εἰ μὴ κατάθηται πρότερον ἀποσχέσθαι τῶν Λατινικῶν δογμάτων τε καὶ συνηθειῶν, καὶ κατὰ κανόνας κατηχηθῇ, καὶ τοῖς ὀρθοδόξοις ἐξισωθῇ»[84].
Αξίζει όμως να παρατεθεί και μια ακόμη απόκριση ώστε να φανεί ακόμη πιο ξεκάθαρα η γνώμη του σοφού Βαλσαμώνος: «Ἐρώτ. λβ΄. Ἀπροκριμάτιστον ἐστι τελεῖσθαι τέκνων ἀναδοχὰς διὰ Λατίνων, Ἀρμενίων, Μονοθελητῶν, Νεστοριανῶν, καὶ λοιπῶν τοιούτωνˑἢ μἄλλον μισητὸν καὶ ἀποτρόπαιον; Ἀπόκ. Τὸ β΄ θέσπισμα τοῦ ι΄ κεφαλαίου τοῦ α΄ τίτλου τοῦ α΄ βιβλίου τῶν Βασιλικῶν: Αἱρετικός, φησίν, ἐστί, καὶ τοῖς κατὰ μικρὸν γοῦν ἐκκλίνων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐπεὶ γοῦν πάντες οἱ ἀπαριθμηθέντες εἰς τὴν παροῦσαν ἐρώτησιν, οὐ διὰ μικρὸν, ἀλλὰ διὰ πλάτος μέγα καὶ δυσδιεξίτητον ἐκ τῆς τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας ἀπεξενώθησαν, πάντως οὐδὲ χάριν ἀναδοχῆς παίδων πνευματικῶν μεσιτευομένης δι᾿ ἁγίων εὐχῶν καὶ ἁγιασμάτων πολλῶν, ἡμῖν συγκοινωνήσουσινˑ ἵνα μὴ καὶ ἀυτοὶ ἀκοινωνησίᾳ κατακριθῶμεν, κατὰ τὸν κανόνα, τὸν λέγοντα, Ὁ κοινωνὼν ἀκοινωνήτῳ, καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος ἐστιν»[85]. Σφάλλει λοιπόν ο Σ. όταν γράφει στο κείμενό του (στην σελ. 14) πως ο Βαλσαμών αποφεύγει «νὰ χαρακτηρίζει μάλιστα τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς αἱρετικούς, ἀλλὰ τοὺς χαρακτηρίζει ἁπλᾶ ὡς «κακόφρονας»».
β) Ο Άγιος Μακάριος Καλογεράς ο Πάτμιος Διδάσκαλος του Γένους: «… εἰς τὴν ἰδίαν βλασφημίαν ἐγκρεμνίσθη ἡ πολλῶν δακρύων ἄξιος Δυτικὴ Ἐκκλησία, τώρα εἰς τοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὅθεν καὶ παραλελυμένη ἀπὸ τὴν καθόλου Ἐκκλησίαν τῆς ὀρθοδοξίας, φυσᾷ καὶ καυχᾷται εἰς τὴν δόξαν, καὶ εἰς τὰ ἐξωτερικά της πλούτη, ὅμως παράλυτος, χωρισμένη ἀπὸ τὸν ἴδιον νυμφίον τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστόν… ἡ δὲ τωρινὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν τόλμην τῆς προσθήκης, καὶ τὴν πίστιν ἠρνήθη, καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐβλασφήμησε, καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Ποιμένας της καὶ Ἁγίους καὶ ἐχωρίσθη, καὶ παρελύθη. …Λοιπὸν ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐφύλαξε τὴν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, τὴν ὁποίαν χιλίους τετρακοσίους χρόνους τὴν ἐφύλαξαν καὶ τὴν φυλάττουν ἕως τῆς σήμερον οἱ Ἀνατολικοί, δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, εἶναι χωρισμένη, παραλελυμένη, καὶ παντάπασιν χωρισμένη καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. …Παραλελυμένη ἀπὸ τὰς ἑπτὰ Συνόδους, καὶ χωρισμένην. Καὶ ἀναθεματισμένην, Ἐκκλησίαν νέαν, καθὼς καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τὸ λέγουσι πῶς ζῶσιν (ἀλλὰ νόβα)ἤγουν δὲν εἶναι Ἐκκλησία ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὀρθόδοξον τῶν ἑπτὰ Συνόδων, ἀλλὰ Ἐκκλησία τοῦ Πάπα, καὶ οὐχὶ τοῦ Χριστοῦ. …Λοιπὸν ὄχι μόνον ψευδὴς ἡ Δυτική, ὁποῦ λέγει, ὅτι ἡ Ανατολικὴ μὲ τὸ νὰ μὴ προσκυνῇ τὸν Πάπαν ὡς Θεὸν τῆς γῆς, ἔπεσεν εἰς αἰχμαλωσίας καὶ διωγμούς, καὶ θλίψεις, ἀλλὰ ἀκόμι (sic) αὐτὴ ἡ Δυτικὴ εἶναι καὶ αἱρετικήΚαὶ θεομισής, καθὼς θέλει ἀποδείξει ὁ λόγος. Ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ὡς ὀρθόδοξος ἔχει τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ θεοφιλής, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὡς θεομισὴς ἔχει δόξαν καὶ ἀνάπαυσιν»[86].
γ) Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: «Μία εἶναι μία καὶ μόνη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία ἡ ἀληθινὴ, ἡ νύμφη ἡ καλὴ καὶ ἐκλεκτή, καθὼς τὴν ὀνομάζει ὁ νυμφίος της, μία εἶναι λέγω ἐκείνη εἰς τὴν ὁποίαν ἐπαναπαύεται τὸ Πνεῦμά του τὸ Ἅγιονˑ εἰς τὴν ὁποίαν ἔχει ἀποτεταμιευμένους τοὺς θησαυροὺς τῶν θείων του χαρισμάτωνˑ ποία εἶναι τούτη; Αὐτὴ ἡ ἐδική μας ἁγία μήτηρ, τοῦτ᾿ ἔστιν ἡ Ἀνατολική»[87].
δ) Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ: «Μη παίζετε με την σωτηρία σας, μη παίζετε! Διαφορετικά θα θρηνήσετε αιωνίως. Διαβάστε την Καινή Διαθήκη και τους Αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας (σε καμία περίπτωση δεν είναι η Θηρεσία [88], ο Φραγκίσκος [89] και άλλοι δυτικοί τρελοί, τους οποίους η αιρετική εκκλησία τους παρουσιάζει για αγίους!)»[90].
ε) Ο αείμνηστος Καθηγητής Θεολογίας και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Δαμαλάς (1842-1892): «Ψεύδονται τοίνυν οἱ Παπισταί, καυχώμενοι εἰς τὴν ἀποστολικὴν διαδοχὴν τῆς ἐκκλησίας αὐτῶνˑἡ γὰρ νῦν παπιστικὴ ἐκκλησία οὔκ ἔχει τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τῶν ἀποστόλων, ἀλλ᾿ ἀπὸ πάντων τῶν αἱρετικῶν ἔγεινεν ἕν μεῖγμα, καὶ ἤρξατο ὕστερον ἀπὸ τὴν Ζ΄ Σύνοδονˑ ἡ γὰρ παλαιὰ τῆς Ῥώμης σύναξις ἦτο ἀποστολική, ὀρθόδοξος, καὶ καθολικὴ ἐκκλησία, ἡ δὲ νέα ἐστὶν ἀποστατική, ἑτερόδοξος, αἱρετική, καὶ ἀντιχριστιανική συναγωγή»[91].
στ) Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα: «Η Ρωμαϊκή Εκκλησία, παρόλο που έχει ακολούθους της σε όλη την γη, επειδή δεν τηρεί τα ιερά, καθολικά και αποστολικά διατάγματα και δεν έχει αποφύγει τις καινοτομίες και τα εσφαλμένα δόγματα, δεν ανήκει στη Μία, Αγία και Αποστολική Εκκλησία»[92].
ζ) Ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος: «Οι χριστιανικές Εκκλησίες, όπως σε σας είναι γνωστές, είναι, εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η Λατινική Εκκλησία και πολλές χριστιανικές προτεσταντικές κοινότητες. Αλλά ούτε η Λατινική Εκκλησία, ούτε οι προτεσταντικές κοινότητες δεν πρέπει να αναγνωρίζονται ως αληθινές Εκκλησίες του Χριστού»[93].
η) Η Τοπική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 1895: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἄρα Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δικαίως καυχᾶται ἐν Χριστῷ, ὅτι ἐστιν Ἐκκλησία τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἐννέα πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἑπομένως ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, «στῦλος καὶ ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας»ˑ ἡ δὲ νῦν Ρωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων· διὸ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καί ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἄν ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς»[94].
θ) Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης: «Λοιπόν, οι πάπες έκαναν στην παπική τους εκκλησία διάφορα τεχνάσματα, εισήγαγαν διάφορα ψευδή δόγματα που οδηγούσαν σε ψεύδη, τόσο στην πίστη όσο και τη ζωή.Πρόκειται για μια εντελώς αιρετική εκκλησία»[95].
ι) Ο μακαριστός Μάρτυς τοῦ Γένους Σμύρνης Χρυσόστομος: «…ἐσχίσθη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ μετεπήδησεν ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὸ σχίσμα καὶ ἀπὸ τοῦ σχίσματος εἰς τὴν αἵρεσιν καὶ προὐτίμησεν ἡ μεγάλη καὶ φοβερὰ αὕτη ἀντίπαλος τῆς Ἀνατολῆς ἀντὶ τῶν διαχρύσων καὶ πολυτίμων δογμάτων τῆς ἀρχαιότητος τὰ ὑπόχαλκα καὶ παράσημα τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας σοφίσματα. Τοῦτο μόνο λέγομεν, ὅτι ἦτο ἡ 16 τοῦ μηνὸς Ἰουλίου τοῦ 1054 ἔτους ἡμέρα, καθ᾿ ἥν οἱ τοῦ Πάπα ἀπεσταλμένοι ἔθηκαν ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει τὴν βοῦλλαν τοῦ ἀφορισμοῦ, δι᾿ ἧς τὸ μὲν φαινόμενον ἀφώριζον τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, πράγματι ὅμως καὶ άληθῶς ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία ἀπεκόπτετο διὰ παντὸς καὶ ἀφωρίζετο ὡς μέλος σεσηπὸς καὶ νεκρὸν ἀπὸ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[96]. Και αλλού: «…θ᾿ ἀποδείξωμεν, ὅτι ἐπὶ τῇ βάσῃ τῆς ἀρχῆς ταύτης μόνη ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία κατέχει τὸ πλήρωμα τῶν ἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν, ὅτι ἄλλαις λέξεισι μόνη αὐτὴ εἶνε ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία»[97].
Επομένως. σύμφωνα με την ορθόδοξη θεώρηση, υπάρχει η Ανατολική Εκκλησία, που είναι η Ορθόδοξος, και ταυτίζεται με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και η Δυτική Εκκλησία, που είναι σχισματική, αιρετική και εκκλησία πονηρευομένων! Συμφωνούν με την θεώρηση αυτή οι Οικουμενιστές Νεοεκκλησιολόγοι; Συγκρίνατε δε το γράμμα και το πνεύμα των παραπάνω κειμένων με τα κείμενα της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης. Και ποια ακριβώς ιστορική ονομασία αποδέχεται η Ψευδοσύνοδος για τους παπικούς φερ᾿ ειπείν; Αυτό έπρεπε να διευκρινιστεί, διότι οι τελευταίοι άλλη ιστορική ονομασία δίνουν  στην εκκλησία τους (την ονομάζουν «Καθολική»!), ενώ οι Ορθόδοξοι έτερη (Δυτική ή Ρωμαϊκή, λόγω του τόπου, Λατινική, λόγω του γένους, Παπική λόγω του προσώπου που παραδέχεται ως κεφαλή της).
Αυτή ακριβώς η απόρριψη της θέσεως των Συνόδων και των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας των τελευταίων σχεδόν χιλίων ετών αποτελεί την καθαρώς προτεσταντίζουσα πλευρά της Νέας Εκκλησιολογίας των εξ Ορθοδόξων οικουμενιστών, οι οποίοι μιλούν για την επαναφορά στην «αδιαίρετη Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας»[98] με τον ίδιο τρόπο που οι Προτεστάντες απορρίπτοντας, διά του Sola Scriptura, την ιστορική εξέλιξη της Εκκλησίας βαυκαλίστηκαν με την ιδέα ενός «αρχέγονου Πρωτοχριστιανισμού». Όταν λοιπόν απορρίπτουν την Εκκλησία της δευτέρας χιλιετίας, την Εκκλησία του Κηρουλαρίου, του Βαλσαμώνος, του Αγίου Μελετίου Γαλησιώτου, του Αγίου Ανθίμου του Ομολογητού, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, του Γενναδίου Σχολαρίου, του Ιερεμία του Τρανού, του Αγίου Μελετίου Πηγά, του Μαξίμου Μαργουνίου, του Γαβριήλ Σεβήρου, του Κυρίλλου Λουκάρεως, του Δοσιθέου Ιεροσολύμων, του Αγίου Μακαρίου Καλογερά, των Κολλυβάδων Πατέρων, του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του Κωνσταντίνου Τυπάλδου, του Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνοφ, των Ρώσων Στάρετς, του Αγίου Νεκταρίου και τόσων άλλων Πατέρων, πως μπορούν να ομιλούν για πιστότητα στην Παράδοση;
στ3. Ο Σ. αναλύει στο κείμενό του πως στα πλαίσια των διαχριστιανικών διαλόγων πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος «ετερόδοξος» και όχι ο όρος «αιρετικός», διότι ο τελευταίος είναι αρνητικά φορτισμένος και προσβάλλει. Πάνω σε αυτή την άποψη πρέπει να κατατεθούν δύο απορίες:
α) Πώς ενώ ο Σ. παραδέχεται ότι στην εκκλησιαστική γραμματεία οι όροι αιρετικός και ετερόδοξος χρησιμοποιούνται αδιακρίτως (είναι δηλαδή ταυτόσημοι, όπως αποδείχθηκε και από τα παραδείγματα που ο ίδιος παρέθεσε), δεν θεωρεί και τον όρο «ετερόδοξος» ως προσβλητικό!
β) Πάνω σε ποιες Συνόδους και σε ποιους Πατέρες βασίζει την «πολιτική ορθότητα» (την οποία εισήγαγαν στην Εκκλησία οι Οικουμενιστές) που υπερασπίζεται;
Οι Άγιοι Πατέρες δεν φοβόντουσαν να πούνε τα πράγματα με το όνομά τους και να μιλήσουν την γλώσσα της αληθείας απαθώς. Γι᾿ αυτό και τους αιρετικούς δεν τους χαρακτηρίζουν «ψευδῶς, ἐν δῆθεν εὐγενίᾳ, ἀλλὰ ἀληθῶς καὶ δικαίως»[99]. Τους αποκαλούν - εκτός από ετεροδόξους -, ασεβείς και συκοφάντες[100], κενολόγους, φρεναπάτες διάκονους του Σατανά, αρνησίθεους, λογολέσχες (=φλύαρους), αλογώτατους και ανόσιους ψευδοχριστιανούς[101], λύκους και κύνες[102], δυσσεβείς και αποτρόπαιους[103], κακοδόξους[104], πονηρούς, αλιτήριους, ανόητους και βδελυρώτατους[105], αντιχρίστους, ψευδαποστόλους, απατεώνες, αποστάτες και λυμεώνες[106], λωποδύτες[107], άθλιους, ταλαίπωρους και αναίσχυντους[108], καθώς και άπιστους[109].
Ο μακαριστός θεολόγος Αριστοτέλης Δελήμπασης παρατηρεί για τους παραπάνω χαρακτηρισμούς: «Τοιοῦτοί εἰσιν οἱ δυστυχεῖς αἱρετικοί, ἐφ᾿ ὅσον ἐμμένουσιν ἀμετανόητοι τῇ αἱρέσει καὶ δὲν ἐπιστρέφουσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν δι᾿ ἀξιολόγου μετανοίας. Οἱ δὲ ἐξ Ὀρθοδόξων οἰκουμενισταί, ἀποβάλοντες τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα, ἀπορρίπτουσι καὶ τοὺς ἀνωτέρω ἀληθεῖς, δικαίους καὶ σωτηρίους χαρακτηρισμοὺς τῶν Ἁγίων περὶ τῶν αἱρετικῶν. Τοιουτοτρόπως, συμβάλλουσιν, οἱ ἄθλιοι, εἰς παραμόνιμον ἀμετανοησίαν τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν ἑαυτῶν καὶ ἐκείνων»[41].

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ



[67] Σ.Σ. Ἰ. Παναγόπουλου, ἐν περιοδικῶ «Χριστιανός» Τεύχος Α΄ 1962:3.
[68] Σ.Σ. Σ. Τρωϊάνου, Τινὰ περὶ τοῦ ἀδικήματος τῆς αἱρέσεως. Ἀρχεῖον Ἐκκλ. Δικαίου. τ. 18, Ἀθῆναι 1963, σ. 20-25, ἔνθα δι᾿ ἀδιασείστων ἐπιχειρημάτων ἀνατρέπεται ἡ ὡς ἄνω γνώμη.
[69] Σ.Σ. C.TXVI. 5,65 (ἔτος 428 Μαΐου 30).
[70] Σ.Σ. Ἐν C.S.E.L. τ. 38:138 ἑπόμ.
[71] Σ.Σ. Ὡς ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος Ἱεροσολύμων 1672, καὶ ΚΠόλεως αἵτινες κατεδίκασαν τὸ δόγμα τῆς διαμαρτυρομένης Ἐκκλησίας, ἔτι δὲ καὶ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος ἐν ΚΠόλει, ἥτις κατεδίκασε τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδον.
[72] Σ.Σ. Βλ. τὴν ὑπ᾿ ἀριθ. 7927/10134 Ὀκτωβρίου 1861ἀπόφασιν τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, δι᾿ ἧς καθῃρέθη καὶ ἀφωρίσθη ὁ ἱερομόναχος Θεόφιλος Καΐρης, ὡς καὶ τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀποστ. Μακράκη παρὰ Σπυρ. Τρωϊἀνῳ ἔνθ᾿ ἀνωτέρω σ. 25.
[73] Πρωτ. Ευάγγελος Μαντζουνέας, Τα αδικήματα Αιρέσεως και Σχίσματος κατά τους οκτὼ πρώτους αιώνας, Αθήνα, 1977, σελ. 32-33.
[74] Χφ. Παντελεήμονος 172 (φ. 201).
[75] Mansi 31, 885. Ο Άγιος Μάρκος αποκάλεσε αιρετικούς τους Λατίνους και κατά την διάρκεια της Ψευδοσυνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση φιλοπαπικών «ορθοδόξων» επισκόπων που του είπαν με αγανάκτηση: «Καὶ τίς ἄνθρωπος εἶ σὺ καὶ λέγεις τοὺς Λατίνους αἱρετικούς;» (V. Laurent, Les Memoires du Sylvestre Syropoulos sur le Concile de Florence (1438-9), Roma, 1971, σελ. 444).
[76] Ναθαναήλ Χύχα, Εγχειρίδιον περί του πρωτείου του Πάπα, επιμ. Ανδρονίκου Δημητρακοπούλου αρχιμανδρίτου, Λειψία, 1869, σελ. ια-ιβ. Ο μακαριστός Δημητρακόπουλος, στον Πρόλογο του βιβλίου αυτού, εξέδωσε τον Όρο της Συνόδου του 1484, από το υπ᾿ αρ. 354 χειρόγραφο της εν Μόσχα Βιβλιοθήκης της Ιεράς Συνόδου. 
[77] Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί διατάξεις, τόμ. α΄, Κωνσταντινούπολη, 1888, σελ. 81.
[78] Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, Επιτομή Ιερών Κανόνων, τόμ Α΄, επιμ. Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, εκδ. Αστήρ, Αθήνα, 2002, σελ. 46.
[79] Γεωργίου Μεταλληνού (Πρωτοπρεσβυτέρου), Ομολογώ έν βάπτισμα, Αθήνα, 1983, σελ. 38.
[80] Πηδάλιον, ό.π., σελ. 56-57.
[81] Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμος α΄, Αθήνα, 1862, σελ. 459.
[82] Μ. 40, 383-385.
[83] Αγίου Αθανασίου του Παρίου, Δήλωσις της εν τω Αγίω Όρει ταραχών αληθείας, επιμ. Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, Αθήνα, 1988, σελ. 40.
[84] P.G. 138, 968.
[85] Αυτόθι, 985.
[86] Αγίου Μακαρίου του Καλογερά, Ευαγγελική Σάλπιγξ, Λειψία, 1765, σελ.  53-55, 59.
[87] Αγίου Αθανασίου του Παρίου, Ο Αντίπαπας, Βενετία, 1785, σελ. 3.
[88] Τερέζα της Αβίλα (1515 – 1582).
[89] Φραγκίσκος της Ασίζης (1182 – 1226).
[90] Επιστολή 203 (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Ignatij_Brjanchaninov/pisma/3#3_203).
[91] Νικολάου Δαμαλά, Περί αρχών, Λειψία, 1865, σελ. 163.
[92] Από το κείμενο «Καλοπροαίρετη απάντηση στη Λατινική Εκκλησία» (μετάφραση ημέτερη, πρωτότυπος τίτλος,: «Ответ благосклонным к латинской церкви», https://azbyka.ru/otechnik/Amvrosij_Optinskij/otvet-blagosklonnym-k-latinskoj-tserkvi/).
[93] Επιστολή 27 (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Feofan_Zatvornik/Pisma-o-raznykh-predmetakh-very-i-zhizni/#0_27).
[94] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. ΙΙ, ό.π., σελ. 942.
[95] Από το βιβλίο «Живой колос» (μετάφραση ημέτερη, https://azbyka.ru/otechnik/Ioann_Kronshtadtskij/zhivoj-kolos/).
[96] Χρυσοστόμου Αρχιδιακόνου (μετέπειτα Μητροπολίτου Σμύρνης), Περί Εκκλησίας, τόμ. Α΄, Αθήνα, 1896, σελ. γ-δ.
[97] Αυτόθι, σελ. 6.
[98] Την περί «ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας» φρασεολογία χρησιμοποιούν συχνά όχι μόνο οι Παπικοί (πρβλ. π. Γ. Καψάνη, Οὐνία: Ἡ μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ οἰκουμενισμοῦhttp://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/oynia_papokentrikos_oikoymenismos.htm ) – και κυρίως οι Ουνίτες (βλ. για παράδειγμα http://www.elcathex.gr/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5/) -, αλλά και οι εξ Ορθοδόξων Οικουμενιστές. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος σε ομιλία του στις 18/10/2009 (ενώπιον και «Ρωμαιοκαθολικών» με τους οποίους διεξήγε «Διάλογο») είπε: «Μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὑπογραμμίζουμε τή σταθερή ἐμμονή μας στούς καθιερωμένους βασικούς πόλους τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης τῆς πρώτης χιλιετίας τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς ἘκκλησίαςΟἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς πρώτης χιλιετίας ἀποτελοῦν ἐχέγγυο γιά τήν αὐθεντική θεολογική ἑρμηνεία τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ Θείας οἰκονομίας ἀλλά καί γιά τήν αὐθεντική βίωσή του ἀπό τούς πιστούς στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, στό ὁποῖο προεκτείνεται, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συνεχής καί ἐνεργός παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1124&tla=gr). Το 2014 ο Περγάμου Ιωάννης είχε δηλώσει πως «για μας του Ορθοδόξους η κοινή Πίστη που επιτρέπει την πλήρη μυστηριακή κοινωνία είναι αυτή των Επτά Οικουμενικών Συνόδων της πρώτης χιλιετίας» (http://aktines.blogspot.gr/2014/12/blog-post_447.html). Ο δε Πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε δηλώσει το 2016 εν όψει της επισκέψεως του Πάπα τα εξής: «Ἀναμένουμε τόν ἀγαπητό ἀδελφό μέ χαρά καί συγκίνηση, γιά τή συνέχιση τῶν προσπαθειῶν, τῶν ἀγώνων καί τῶν μαχῶν γιά τήν καταλλαγή καί τήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί γιά τήν ἐνίσχυση στήν πορεία πρός τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν μας, σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας» (Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στό Burgenland: «Ἕνα μεγάλο βῆμα πρός τήν ἑνότητα» http://www.metropolisvonaustria.at/index.php/gr/nachrichten-gr/491-%E1%BD%81-%CE%BF%E1%BC%B0%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B1%E1%BF%96%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%84%CF%8C-burgenland-%C2%AB%E1%BC%95%CE%BD%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%BF-%CE%B2%E1%BF%86%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%AE%CE%BD-%E1%BC%91%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%C2%BB).
[99] Αριστοτέλους Δελήμπαση (θεολόγου), Πως χαρακτηρίζονται οι αιρετικοί υπό των Αγίων στο περιοδικό  Καλή Ομολογία, ἀρ. φὐλ. 31, 1 Μαΐου 1981.
[100] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, P.G. 45, 588.
[101] Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, P.G. 77, 1028.
[102] Μεγάλου Βασιλείου, P.G. 32, 309.
[103] Μεγάλου Φωτίου, P.G. 102, 724.
[104] Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1021.
[105] Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Mansi 4, 1248-9.
[106] Αγίου Συμεώνος Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 124.
[107] Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1156.
[108] Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 50, 728.
[109] Του ιδίου, P.G. 48, 709. Ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει χαρακτηριστικά: «Εἰ δὲ ἀγανακτοῦσιν ἄπιστοι καλούμενοι, φευγέτωσαν τὸ πρᾶγμα, κἀγὼ κρύπτω τὸ ὄνομα· ἀποστήτωσαν τῆς ἀπίστου διανοίας, καὶ ἀφίσταμαι τῆς ἐπονειδίστου προσηγορίας. Εἰ δὲ αὐτοὶ διὰ τῶν ἔργων τὴν πίστιν ἀτιμάζοντες καὶ ἑαυτοὺς καταισχύνοντες οὐ καταδύονται, τίνος ἕνεκεν πρὸς ἡμᾶς δυσχεραίνουσι διὰ τῶν ῥημάτων ἐγκαλοῦντας αὐτοῖς ἃ διὰ τῶν ἔργων αὐτοὶ ἐπιδείκνυνται;».
[110] Αριστοτέλους Δελήμπαση (θεολόγου), Πως χαρακτηρίζονται οι αιρετικοί …, ό.π..