A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Η ΟΣΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

 ...Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε;

καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω.
«Του λέγει και ό Γέροντας:
Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις.
Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε.
Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε.
Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του,
διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά.
Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του,
τότε του είπαν:
«Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας.
Εκοιμήθη...!...


Τα πρώτα χρόνια,μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος 

γύρω από το Ησυχαστήριο του,

πήγαινα, οσάκις μπορούσα,

στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν

 και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου

 και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό Γέροντας και από την άλλη, την όντως Ζωή,

με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται και παρακολουθεί.

Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα,

αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο,

τον Άγιο Νεκτάριο,

πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.

Ή υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση,

προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις περίπου ώρες.

Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος,

έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα,

παρεκάλεσα, έκλαψα,

θυμιάτισα τον Τάφο,

σε όλο τον χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά

 να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος,

ετοιμάσθηκα να φύγω.




Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά -ολοζώντανα- τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι.


Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα αλλού τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα αλλού, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκειά ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασις, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πώς έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα.


Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Δευτέρες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά πού είχα, αλλά ή απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και δια τον λόγον, ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, αναστάσιμη, επέτρεψε ό Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, πού κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς ασβέστη.


Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος! Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει και ό Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά-καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωση του, τότε του είπαν: «Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη...!


Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και που συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας. Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος. Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ορισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.«...


Ήμουν, λέγει, δέκα επτά ετών, μαθήτρια της κοπτικής και ραπτικής Σχολής του Παπαϊωάννου, ότε με κατέλαβε ξαφνικά και εισήλθεν εντός μου ό διάβολος,τέλη του Έτους 1962. Με έφεραν στην Αίγινα και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν, δια να μη κτυπώ και κάμνω και άλλα πολλά. Τούτο, όταν το επληροφορήθη ό Γέροντας, με επεσκέφθη και ανέλαβε το βαρύ έργον, να εκβάλει το δαιμόνιον, το οποίον με βασάνιζε. Μου είπε ότι πρέπει να νηστεύω και νά προσεύχομαι περισσότερο. Άρχισα την νηστεία, αλλά έκαμε και ό Γέροντας συγχρόνως πιο αυστηρή νηστεία. Επί τεσσαράκοντα ημέρας τελείτο καθημερινώς θεία Λειτουργία και μου διάβαζε και τους εξορκισμούς. Ή κατάστασης αύτη κράτησε επί εννέα ολόκληρα έτη, εκ των οποίων τα τέσσαρα ήσαν πολύ μαρτυρικά, ιδίως δια τον Γέροντα.


Κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών χρόνων, έφθασε περίοδος πού ήμουν έτοιμη να αποθάνω, όπως οι άλλοι αλλά και ό ίδιος ό Γέροντας μου είπαν αργότερα. Επί τρεις ημέρας ήμουν τελείως αναίσθητη. Όταν λίγο καλυτέρευσα, την τρίτην ημέραν το εσπέρας ό Γέροντας έκαμε εσπερινό και με εχειροθέτησε Μοναχή, και μάλιστα μεγαλόσχημη, ώστε αν φύγω δια την άλλην ζωήν, να είμαι μοναχή, επειδή πολύ το επιθυμούσα. Τότε όμως ξαφνικά συνήλθα, ένοιωσα πώς δεν είχα τίποτα. Την επομένη μου είπε και κοινώνησα. Πράγματι, ένοιωσα άλλος άνθρωπος, δεν το πίστευα! Ό Θεός και ό Γέροντας έκαμαν το θαύμα τους. Έκτοτε,με την βοήθειαν του Θεού δεν ξαναέπαθα τίποτα.


Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή, πρώτη ηγουμένη στην Μονή του Αγίου Νεκταρίου: «Φεύγοντας (ο Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριό μου, σε εξοχικό Προάστιο) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως: -Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά... Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν. Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη. Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά.


Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα,εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και έρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι έξι περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: ''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''. Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια». Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του.


Μετά από δυο-τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας! Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών,αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου...


Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα,

νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί.

Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του.

Όταν το τράβηξε για να πέσει,

είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι,

νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του!

Το χέρι του,

τόσο λευκό ήτο,

πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα.

Έτρεμα,

κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια:

-Δεν είναι τίποτα, καλογραία,

δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις...

Υπάρχουν ανώτερα».

Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονές μου....

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

 

Από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: «Γέροντας Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας»

Η συζήτηση γινόταν στο γραφείο κάποιου θρησκευτικού συλλόγου στην Αθήνα. Ήταν μαζεμένοι 4-5 νέοι άνθρωποι, ανάμεσά τους κι ένας διάκος απ’ την επαρχία, φοιτητής της θεολογικής σχολής. Συζητούσαν γενικά θέματα πνευματικής οικοδομής, οπότε ξαφνικά ο διάκος διακόπτει την ομήγυρη κι απευθυνόμενος σ’ όλους λέει:

-Σκέφτομαι πολλές φορές, παιδιά, πως άραγε να ήταν οι άγιοι; Πώς να ζούσαν; Και τι δε θα ‘δινα να γνωρίσω από κοντά έναν άγιο άνθρωπο. Που να τον βρείς όμως στη σημερινή εποχή, όλοι μας έχουμε εξαχρειωθεί;

- Κι όμως, του απαντάει κάποιος απ’ τη συντροφιά, υπάρχουν και σήμερα άγιοι. Εγώ μάλιστα έχω γνωρίσει έναν.

-Έχεις γνωρίσει έναν άγιο; Και που είναι; Αν αληθεύει αυτό που λές, δε θα δίσταζα να ταξιδέψω μέχρι την άκρη της γης για να τον γνωρίσω.

-Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις τόσο μακριά. Κάνε τον κόπο να πας μέχρι την Αίγινα κι εκεί θα τον γνωρίσεις.

-Που μένει; Πως τον λένε;

-Όταν βγείς με το βαποράκι στην Αίγινα, ρώτησε που μένει ο π. Ιερώνυμος. Τον ξέρουν όλοι εκεί και θα σου πούν  πως θα τον βρείς.
Μετά από λίγο η συντροφιά διαλύθηκε και καθένας τράβηξε το δρόμο του. Σε λίγες μέρες όμως ξανασυναντήθηκαν και κείνος που είχε υποδείξει στο διάκο να επισκεφτεί τον π. Ιερώνυμο τον ρώτησε.
-Τι έγινε, πάτερ, πήγες στην Αίγινα;

-Ναι, πήγα, απάντησε ο διάκος μ’ ένα πρόσωπο που άστραφτε από χαρά.

-Και τι είδες; Ικανοποιήθηκες;

- Αδελφέ μου, μου είπες να πάω για να γνωρίσω έναν άγιο. Κι εγώ όταν τον συνάντησα, αισθάνθηκα τέτοια χαρά, που νόμισα ότι βρήκα τον ίδιο το Χριστό. Τι άνθρωπος είν’ αυτός, αδελφοί μου; Ένοιωσα τέτοια παρηγοριά, τέτοια αγαλλίαση και τόση δύναμη μπήκε μέσα μου, που η καρδιά μου πήγε να σπάσει από χαρά. Τα συναισθήματά μου δεν περιγράφονται. Όλες οι θεολογικές μου γνώσεις εκμηδενίστηκαν μπροστά στο δικό του απλό μα προφητικό λόγο. Είναι ένας πραγματικός άγιος. Αδελφέ μου, δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Ότι και να πω, σίγουρα θα ‘ναι  λίγο. Μεγαλύτερη χαρά απ’ αυτή δε θα μπορούσες να μου δώσεις. Ο Κύριος να σου ανταποδώσει.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

 

κατὰ διήγησιν τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος Κληρικοῦ μας
π. Ἰγνατίου Μπάφα

ΚΑΤΑ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔτος 1963 πῆγα εἰς τὴν Αἴγινα, δηλ. μὲ ἔστειλαν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, διὰ νὰ ἐξυπηρετῶ τοὺς ἐκεῖ Παλαιοημερολογίτας, ἐπειδὴ δὲν εἶχον Ἱερέα.

            Ἤμουν, τότε, νεοχειροτονημένος, δηλαδὴ ἀρχάριος ὡς Ἱερεύς, ἀλλὰ μοῦ εἶπαν οἱ Ἀρχιερεῖς, ὅτι ἐκεῖ πλησίον, ποὺ θὰ πήγαινα, ἔμενε ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος Ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος θὰ μὲ βοηθοῦσε εἰς ὁ,τιδήποτε εἶχε σχέσιν μὲ τὰ καθήκοντα τῆς Ἱερωσύνης. Ἐπίσης μοῦ τόνισαν, ὅτι θὰ διδαχθῶ καὶ ὠφεληθῶ μαζί του πάρα πολλά…

            ● Κάποια ἡμέρα ἑνὸς καλοκαιριοῦ, ἦταν 11 τὸ πρωῒ ἡ ὥρα, βλέπω ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου, πλησίον εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, κάποια γυναῖκα, κατάκοπη ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ ταλαιπωρία, σὰν νὰ ἔψαχνε κάτι. Κατάλαβα ὅτι κάποιον ζητᾶ. Βγῆκα ἔξω, τὴν χαιρέτισα καὶ τὴν φώναξα νὰ ἔλθῃ νὰ πιῇ ἕνα νερὸ νὰ ξεκουρασθῇ καὶ σὲ τὶ μποροῦσα νὰ τῆς φανῶ χρήσιμος. Ἐκείνη, ἀμέσως, μὲ ρωτᾶ: «Σᾶς παρακαλῶ πολύ, ποῦ εἶναι ἐδῶ κοντὰ κάποιος Γέροντας, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται πολλοί, νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ ἐξομολογηθῶ; Ἔρχομαι ἀπὸ τὸν Βόλο καὶ θέλω νὰ προλάβω τὸ καραβάκι, νὰ φύγω ἀπόψε». Τῆς ἀπήντησα, ἐδῶ πιὸ πάνω εἶναι, ἀλλὰ εἶναι ἀσθενὴς εἰς τὸ κρεββάτι καὶ δὲν δέχεται ἐπισκέψεις. Ἔλα ὅμως νὰ ξεκουρασθῇς λίγο καὶ θὰ σὲ πάω ἐγώ, ἴσως σὲ δεχθῇ.

            Ὅταν φθάσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντος φώναξα τὴν Γερόντισσα, γιὰ νὰ νὰ πάῃ νὰ τοῦ τὸ πῇ. Μόλις ἄνοιξε ἡ πόρτα, ἀκούω τὸν Γέροντα ποὺ τῆς λέει: «Τὴν περίμενα, ἄς περάσῃ». Ἀφοῦ μπῆκε μέσα, χωρὶς νὰ χρειασθῇ νὰ «μεσολαβήσω», ἔφυγα ἐγώ, ἀλλὰ προηγουμένως εἶχα παρακαλέσει τὴν γυναῖκα ἐκείνη, φεύγοντας νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, νὰ φάῃ κάτι, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ μᾶς πῇ τὶς ἐντυπώσεις της.

            Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴν ὥρα, ἐπέστρεψε ἡ κυρία. Ὅταν κάθησε, μᾶς λέει: «Αὐτὸς ὁ Γέροντας πρέπει νὰ εἶναι ἅγιος! Μοῦ εἶπε γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες μου ποὺ καὶ ἐγὼ τὶς εἶχα ξεχάσει, ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτοῦ, πάτερ μου, μοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὸν γυιό μου, ποὺ τὸν μεγάλωσα ὀρφανὸ καὶ ποὺ γιὰ κεῖνον ἦλθα ἐδῶ περισσότερον, ἴσως παρηγορηθῶ. Ἦταν τὸ καλύτερο παιδί, ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες, ἔγινε ἀλήτης καὶ χαρτοπαίκτης. Δίχως ἀκόμη νὰ τοῦ πῶ τίποτα, μοῦ εἶπε γιὰ ὅλα αὐτά. Ἐπίσης μοῦ εἶπε: “Σὲ ἕξι μῆνες, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα ἐδῶ. Τὸ παιδί σου, μὴν ἀνησυχεῖς, θὰ πανδρευθῇ μιὰ καλὴ κοπέλλα καὶ αὐτὴ θὰ γίνῃ αἰτία νὰ γίνῃ πιὸ καλὸς ἀπὸ πρὶν ὁ γυιός σου. Καὶ ὅταν ἔλθῃς”, μοῦ εἶπε καὶ χαμογελοῦσε, “θὰ εἶναι σὲ ἐνδιαφέρουσα ἡ νύφη σου”. Αὐτὰ μοῦ εἶπε, πάτερ, ἀλλὰ δὲν τὰ πολυπιστεύω, ἐσεῖς τί λέτε;».

            Ἔφυγε ἡ γυναῖκα αὐτή, καὶ μετὰ ἕξι μῆνες τὴν βλέπω ξαναπέρασε πάλι, πρῶτα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορὰ ἦταν χαρούμενη. Μοῦ λέει: «Πάτερ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι, πρὶν ἀκόμη πεθάνῃ, ἅγιος! Ποῦ τὰ γνώριζε ὅλ’ αὐτά; Ὅσα μοῦ εἶπε, ἔγιναν ἔτσι ἀκριβῶς!».

            Τὸ ἴδιο ἐγίνετο μὲ πολλοὺς ἄλλους. Ἤρχοντο ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἀπ’ ὅλα τὰ νησιά, ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ παντοῦ. Ἔτρεχαν στὴν καθαρὴ πηγή. Καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης μου, μὲ προβλημάτιζαν καὶ μὲ ὠφελοῦσαν πολύ, σχετικὰ μὲ τὴν ἀποστολή μου.

            ● Ὅταν εἶχε ἔλθει ἡ μητέρα μου ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, γιὰ νὰ μᾶς δῇ, μιὰ ἡμέρα μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σπίτι, συνήντησε τὸν πατέρα Ἱερώνυμο καὶ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἀσπάσθηκε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀπεχαιρέτησε, ἐπειδὴ θὰ ἔφευγε. Τότε ἐκεῖνος, μὲ τὸ γνώριμο ἤρεμο καὶ χαμογελαστὸ ὕφος του, τῆς λέγει ἐπὶ λέξει:

            «Στάσου, νὰ σὲ ἐρωτήσω, μὴ βιάζεσαι νὰ φύγῃς».

            «Εὐλόγησον, Γέροντα», τοῦ λέγει ἡ μητέρα μου. Καὶ ὁ Γέροντας συνεχίζει:

            «Ἐνθυμεῖσαι, τότε ποὺ ἤσουν σὲ ἐνδιαφέρουσα εἰς τὸ παιδί σου τὸν π. Ἰγνάτιον, ποὺ εἶδες τὸν Ἄγγελον ποὺ σοῦ ἔφερε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον ὅτι θὰ κάνῃς ἀγόρι;». Τοῦ λέγει μετὰ ἡ μητέρα μου:

            «Ναὶ τὸ ἐνθυμοῦμαι, Γέροντα, ἀλλὰ ἐσεῖς ποὺ τὸ ξεύρετε ὅτι εἶδα τὸν Ἄγγελον; Καὶ τὸ παιδί μου, ὁ π. Ἰγνάτιος, δὲν τὸ γνωρίζει!».

            Ὁ Γέροντας δὲν τῆς ἀπεκρίθη. Ἐν συνεχείᾳ τῆς λέγει:

            «Ἐπειδὴ ἤθελες, ἄν θὰ γεννήσῃς υἱόν, νὰ γίνῃ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, δηλ. Ἱερέας, διὰ τοῦτο σὲ εἰδοποίησεν ὁ Κύριος. Νὰ τὸν χαίρεσαι»!…

[Βλ. Σωτηρίας Δ. Νούση, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης (1883-1966), ζ’ ἔκδ., 2010, σελ. 124-125, 129-131]

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΔΥΝΑΜΕΘΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΘΑ ΦΕΥΓΕΙ (Όσιος Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας, ο Καππαδόκης)

 

Η πνευματική ζωή είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών. Μόνον που, διά να την γνωρίσει κανείς, πρέπει ν’ αγωνισθεί πολύ, να σκάψει βαθιά μέσα του. Να κλείνεσθε μίαν ώραν την ημέρα στο δωμάτιό σας και να σκέπτεσθε τον Χριστόν και τον προορισμόν σας. Η ησυχία είναι απαραίτητη διά την ψυχικήν καλλιέργειαν του ανθρώπου. Τον αέρα που φυσά έξω δεν μπορείς να τον σταματήσεις. Μπορείς όμως να κλείσεις την πόρτα. Ασφαλίστε την πόρτα της ψυχής σας και μένετε στην ησυχία, διά να μην σας παρασύρει το ρεύμα.

Άλλοι ζουν εις την έρημον και παλεύουν με τα πάθη των και, ενώ χρόνια είναι μοναχοί, εις την καρδία των δεν κατάφεραν τίποτα. Και άλλοι είναι μέσα εις τον κόσμον και έχουν την έρημον μεταφέρει μέσα των!

Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν ακόμη λαϊκοί και κληρικοί που Τον ευαρεστούν. Ο Θεός να τους διατηρεί… Σκότος υπάρχει και σήμερα, όπως παντού και πάντοτε. Το φως όμως διαλύει το σκότος. Και τώρα έχουμε σκότος, αλλά το δυνατό και πολύ φως το κάνει να μη φαίνεται. Έτσι και μέσα μας υπάρχει και το σκότος και το φως. Να κάνουμε ο,τι δυνάμεθα για να αυξήσουμε το φως και τότε το σκότος θα φεύγει. Πλέουμε μέσα στο έλεος του Θεού, στην χάριν της Εκκλησίας Του. Μόνο από μας εξαρτάται, δηλ. από την θέλησή μας, το να φέρουμε φως στην ψυχή μας. Ο Θεός πλουσιοπάροχα μας το χορηγεί. Κλαίω, όταν σκέπτομαι την στοργήν του Θεού.

Αγάπησε πολύ τον Χριστόν μας. Αγάπα και τους ανθρώπους, αλλά με προσοχή, ώστε ή αγάπη αύτη να μη θίξει, να μη λιγοστεύει την αγάπη σου προς τον Θεόν. Είναι όμορφη η πνευματική ζωή. Όταν λίγο την γευθείς, θα σ’ αρέσει πολύ και τότε δεν βρίσκεις ευχαρίστηση σε άλλα, όπως πριν. Να έχετε χαρά. Η χαρά και η λύπη ας σας είναι φιλοξενούμενες, όχι όμως η απελπισία. Της απελπισίας να της κλείνετε την πόρτα! Ο Χριστιανός δεν πρέπει, ούτε δειλός να είναι, ούτε απελπισία να έχει.

Ποτέ, το τονίζω, να μη δεχθείς απελπισίαν και δια τίποτε. Και εις τους λογισμούς που από τον πειρασμόν έρχονται, να λέγεις: «Και στην κόλασιν να πάω, σε καλύτερη θέση από σένα θα είμαι! Δεν φοβάμαι, διότι εγώ δύναμαι να μετανοήσω και ο Θεός είναι όλος Αγάπη. Ποτέ, και δια τίποτα απελπισία».

Μη δέχεσαι θλίψεις. Μη σκέπτεσαι με λύπην και βαρύνεις τον νουν σου.
Να λέγεις μόνον: Χριστέ μου, σε παρακαλώ, μη με εγκαταλείψεις, ό,τι και να σου συμβεί, μη λυπηθείς πολύ, μόνον αυτό να λέγεις: Χριστέ μου, Συ μη με εγκαταλείψεις. Και να ’χεις ηρεμία, γαλήνη εις την ψυχήν σου…

Δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη από τον Θεό. Η ευσπλαχνία και το έλεός Του είναι άβυσσος. Η υπερηφάνεια και η απελπισία είναι από τον διάβολον. Γιατί να απελπισθείς, αφού υπάρχει Θεός μακρόθυμος; Και άνθρωπο να σκοτώσεις μην απελπίζεσαι. Πες τώρα έγινε, δεν διορθώνεται. Εσύ Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Τον νουν σου να έχεις εις τον Άδην, αλλά απελπισία ποτέ να μην κυριεύσει την ψυχήν σου. 

Σε κάθε προσευχήν πρέπει να έχετε ένα κόμπο δάκρυ. Και όταν σας έλθει κατάνυξη, μη το λέτε πουθενά γιατί είναι θείον δώρον μήπως και το χάσετε!

Τον νουν σου κανείς δεν εξουσιάζει, τον νουν κανείς δεν τον βλέπει! Και να γνωρίζεις ότι από τας μεγαλυτέρας γοεράς βοάς, έχουν μεγαλυτέραν αξίαν οι εκ καρδίας αλάλητοι στεναγμοί, αι ‘’ένδον βοαί’’! ‘’Κράζε κραυγήν ασίγητον’’ είτε κοιμάσαι, είτε τρώγεις, είτε εργάζεσαι, είτε περπατεις’’. Και να γνωρίζεις ότι ούτε βάσανος, ούτε μάστιγα άλλη υπάρχει κατά των δαιμόνων, ως η γνησία προσευχή, η εκ καρδίας.
Δεν χρειάζεται να σου διδάξω και τον τρόπο, πώς δηλ. να προσεύχεσαι. Αρκεί να έχεις προθυμίαν, ζήλον, έρωτα δια προσευχήν και τα λόγια έρχονται μόνα τους.
Να κρούεις με υπομονή την θύραν του ελέους του Κυρίου μας με στεναγμούς αλαλήτους και δάκρυα.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΩΝ



Εις το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητικούς αλλά και Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), πού ενθύμιζε τους λαξευτούς διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος του, άλλοτε εγίνετο «ή κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος επισκεπτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση.
Οι συμβουλές του και ή προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές.
Και μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το είναι του, ή Χάρις και ή Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέροντος, της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!»
Είχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο,
ώστε ό επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!
Έκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθενείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.
Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος Ιερωνύμου να μας σκέπουν,
προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας,
διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.


Καλογραία, εμείς λεπτά δεν έχουμε δια να δώσουμε ελεημοσύνην, δι' αυτό και αυτά τα ολίγα λόγια που λέγομεν, ελεημοσύνη είναι. Ο Γέροντας Ιερώνυμος είχε μοναχική συνείδηση. Πίστευε,πως η προσευχή, η ένωση του νου με τον Θεό,ήταν το κύριο έργο του. Κι η προσευχή γι' αυτόν,ακόμα κι οι καθημερινές ακολουθίες δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά ολοκληρωτικό δόσιμο. Επέμενε πως οι καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες είναι απαραίτητες στον άνθρωπο. Ο ίδιος δεν τις παρέλιπε ποτέ κι αν σπανιότατα βρισκόταν μακριά από το κελλί του. 


Υποστήριζε όμως, πως εξίσσου απαραίτητο είναι κατά την ώρα της προσευχής ν' αφήνει κανείς τον εαυτόν του ελεύθερο για να εξομολογείται μπροστά στον Θεό. Συνήθιζε να μας λέει... Όταν πεθάνει η μάννα σου ή κάποιος συγγενής σου θα πάρεις βιβλίον δια να τον κλάψεις; Όχι βέβαια, Τα λόγια θα έλθουν μόνα τους εις τον νουν σου από την λύπη. Έτσι και στην προσευχή. Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτόν μας να εξομολογείται εις τον Θεόν, ό,τι μας απασχολεί. Αυτή η αμεσότητα και η παρρησία ήταν το κύριο χαραχτηριστικό της προσευχής του. 


Είχε την αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού πολύ έντονη και γι' αυτό πάντα όταν προσευχόταν, δάκρυζε, σημείο κι αυτό της Χάριτος του Θεού. Ο Γέρων Ιερώνυμος ζούσε την ουσία της Ορθοδοξίας,την παράδοση σ' όλη της την έκταση. Χωρίς ν' απορρίπτει κανένα από τα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ένα πάθος θα λέγαμε προς ο,τιδήποτε παλιό, το αρχαίο. Από τα υλικά πράγματα μέχρι τα πνευματικά. Του άρεσε η αρχαία τάξη των ακολουθιών, τα παλιά βιβλία, τα παλιά αντικείμενα, επειδή πίστευε πως είχαν την σφραγίδα του δημιουργού τους, είχαν κατασκευαστεί με μεράκι κι όχι βιομηχανοποιημένα και κακόγουστα. 


Με τέτοιες πεποιθήσεις και αντιλήψεις,έχοντας ζήσει πάντα στην ζωή του εντός,αλλά και εκτός του κόσμου τούτου, μέσα στον αυστηρό χώρο της Παράδοσης της Καππαδοκίας, ένιωθε κάποιες ανησυχίες από τότε που η Εκκλησία άλλαξε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο κι εφάρμοσε το νέο. Κι οι ανησυχίες του αυτές αυξάνονταν όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε πολλές ορθόδοξες συνήθειες να μεταβάλλονται. Δεν του άρεσε η περικοπή των εκκλησιαστικών ακολουθιών, η εκκοσμίκευση του κλήρου, η απομάκρυνση από τον ορθόδοξο τρόπο ζωής. 


Αν και πρόσεχε πάντα την ουσία και όχι τον ξερό τύπο,πίστευε, πως κι αυτές ακόμα οι τυπικές διατάξεις που αλλοιώνονται προδίδουν κάποια αδιαφορία και χαλάρωση στην πίστη. Πως είναι το ξεκίνημα ενός κατήφορου του οποίου το τέρμα είναι άγνωστο. Έτσι πολλές φορές σκεφτόταν ν' ακολουθήσει το Παλαιό Ημερολόγιο, επειδή έβλεπε, πως οι παλαιοημερολογίτες ακολουθούσαν πιστά την παράδοση και δεν ανέχονταν νεωτερισμούς και υπερβάσεις σε θέματα που αφορούν την πίστη. 


Για αρκετό καιρό αμφιταλαντεόταν και προσευχόταν συνέχεια και έντονα στον Θεό, για να του αποκαλύψει το θέλημά Του. Περίμενε κάποιο σημείο, κάποια ένδειξη του Θεού, που θα του φανέρωνε τι έπρεπε να κάνει. Τον Αύγουστο του 1942, και συγκεκριμένα στις 23 του μηνός, παραμονή της εορτής του Αγίου Διονυσίου Αιγίνης, που πανηγύριζε ο ναός του νοσοκομείου, ο τότε Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, Προκόπιος, τον κάλεσε και του είπε, να ετοιμαστεί, ώστε την επομένη, κατά την πανήγυρη, να συλλειτουργήσουν. Οι άνθρωποι του Θεού βλέπουν πίσω από κάθε ενέργεια ή περιστατικό το δάχτυλο της Θείας Πρόνοιας. 


Και ο π. Ιερώνυμος, που είχε σταματήσει, να λειτουργεί πριν 18 χρόνια, την πρόσκληση αυτή του Μητροπολίτη την θεώρησε σαν απάντηση του Θεού στις προσευχές του. Προσευχήθηκε και πάλι όλη την νύχτα και τελικά αποφάσισε να μην πάει για να συλλειτουργήσει με τον Μητροπολίτη, αλλά ν' ακολουθήσει εφεξής το παλαιό ημερολόγιο. Αναχώρησε την επομένη από το νοσοκομείο πρωί-πρωί για το ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου ήδη έμενε η γερόντισσα Ευπραξία. Από εκεί έστειλε στον Μητροπολίτη την παρακάτω γνωστοποίηση - παραίτησή του από τον ναό του νοσοκομείου. 


''Σεβασμιώτατε, Παρακαλώ υμάς ίνα δεχθείτε την εκ του νοσοκομείου παραίτησίν μου, διότι από του 1924 και εντεύθεν, ήτο ο πόθος μου καθώς και ο ζήλος μου προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την πίστιν. Παιδιόθεν την εσεβάσθην, αφιερώσας όλην μου την ζωήν, υπακούσας εις τας παραδόσεις των Θεοφόρων Πατέρων. Ομολογώ και κυρήτω το πάτριον ημερολόγιον δια το σωστόν, ως και Σεις ο ίδιος ομολογείτε. Δια τούτο παρακαλώ υμάς, ευχηθείτε δε και εσείς, ίνα μέχρι τέλους εμμένω γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.'' Έτσι απλά και αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αφορισμούς και φανατικές εκδηλώσεις, ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του το παλαιό ημερολόγιο. 


Το γεγονός αυτό δεν τον επηρέασε καθόλου στην συμπεριφορά του προς τα πνευματικά του παιδιά. Τους δεχόταν όλους αδιακρίτως, είτε ακολουθούσαν το παλαιό, είτε ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο. Πρωταρχικός και κύριος σκοπός του ήταν να εμφυσήσει στους επισκέπτες του την πίστη και την αγάπη στον Χριστό. Βασικό μελημά του ήταν πως να προοδεύσουν στην πνευματική τους ζωή και πώς θα ενωθούν με τον Θεό. Αρκούνταν να ομολογεί το παλαιό ημερολόγιο, επειδή ''αυτό είναι το σωστό'' και ότι από τότε που η Εκκλησία εφάρμοσε το νέο ημερολόγιο ''τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. 


''Κάποτε μια επισκέπτρια τον ρώτησε. -Γέροντα με το παλαιό πηγαίνετε; -Ναι. -Με ποιους είστε; -Με όλους. -Μα αυτοί είναι μαλωμένοι. -Εγώ δεν είμαι με τα μαλώματα. Ήταν πολύ διακριτικός και λεπτός στους τρόπους του. Ακόμα κι όταν προέβαινε σε έλεγχο, το έκανε με τόση αγάπη, που όχι μόνο δεν δημιουργούσε αντιδράσεις, αλλά αντίθετα προκαλούσε την ομολογία και την μετάνοια, που ήταν κι ο αντικειμενικός του σκοπός.[...] Ο π. Ιερώνυμος είχε δεχθεί πολλές φορές στην ζωή του την επίσκεψη της Θείας Πρόνοιας μέσα από πειρασμούς και θλίψεις. 


Και τι δεν είχε υποφέρει αυτό το ''ταλαίπωρον και δύστυχον πτηνόν'' της Ανατολής, όπως πολλές φορές αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτόν του... διωγμούς, συκοφαντίες, κινδύνους, απελάσεις κ.α. Κι όλα τα υπόμενε με μεγάλη και υποδειγματική καρτερία, με απόλυτη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια και αδιάλλειπτη δοξολογία στον Θεό. Και στις πιο μεγάλες του δοκιμασίες όχι μόνο δεν λύγιζε, αλλά αντίθετα τότε δινόταν περισσότερο στην προσευχή,με ευχαριστία και δοξολογία. Η απόλυτη προσήλωσή του στην προσευχή και η συνεχής και αδιάλλειπτη ενάσκησή της έφεραν πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που συχνά ήταν ορατός και στο μικρό του ποίμνιο. Πολλές φορές θεάθηκε το πρόσωπό του να λάμπει μ' ένα υπερκόσμιο θαβώρειο φως, ενώ,όχι σπάνια κι ολόκλρο το κελλί του ανάδιδε ένα θείο άρωμα. 


Ήταν οι στιγμές εκείνες που έκαναν τα πνευματικά του παιδιά να αισθάνονται ρίγη συγκίνησης,που κορυφώνονταν συνέχεια με τις θείες διδαχές του. Ήταν πολύ ολογαρκής. Φρούτα δεν αγόρασε ποτέ. Αν του έφεραν τα πνευματικά του παιδιά, τότε μόνο τα δοκίμαζε. Το ίδιο αδιάφορος ήταν για όλα τα υλικά πράγματα. Απόφευγε να φοράει καινούρια ράσα ή παπούτσια κι όταν αναγκαζόταν να το κάνει, φρόντιζε να σκονίζονται γρήγορα.Κάποτε μας έλεγε,πως πάνε πάρα πολλά χρόνια που δεν φόρεσε καινούρια παπούτσια. 


Και τα παλιά πού τα βρίσκετε, Γέροντα; -Μου τα δίνει ο ιερεύς από την επάνω Μονήν [εννοούσε του Αγίου Νεκταρίου]. Κάποιο χειμώνα μερικά από τα πνευματικά του παιδιά, του πήγαμε μια σόμπα για να μην κρυολογήσει. Αφού μας ρώτησε πώς λειτουργεί και την ανάψαμε, σε πέντε λεπτά μας λέει... -Αρκετά, σβήστε την τώρα, γιατι πονάει το κεφάλι μου από την ζέστη... Εννοείται, πως εμείς στο παγωμένο κελλί του τουρτουρίζαμε ακόμα από το κρύο...


''Μη θυμώνετε. Θα σας ειρωνευθούν, θα υποφέρετε.

 Εσείς μη φοβάσθε. Σας προσφέρουν δηλ. πιπέρι, να δίδετε ζάχαρη.
Εγώ πιπέρι δεν έχω να σκέπτεσθε, ζάχαρη έχω, ζάχαρη δίδω.''

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ



Επί τη εορτή του Οσίου Ιερωνύμου
του εν Αιγίνη διαλάμψαντος 
(1883-1966)



Παλαιότερο άρθρο μας, άμα τη αγιοκατατάξει του Γέροντος Ιερωνύμου της Αίγινας, την μνήμη του οποίου εορτάζουμε σήμερα 3/16 Οκτωβρίου με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο.



Η Αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιερωνύμου
ήλθε κυριολεκτικά,
ως Θείο Δώρο στην καθ' όλα - άνυδρη και απνευμάτιστη, ιλαρή ζωή μας και,
ως πνευματική ενίσχυση στον Χριστοκεντρικό αγώνα των ορθοπραττούντων εν πίστει και ευλαβία,
βιωματικά Ορθοδόξων.
Αποτελεί σημείο αναφοράς, για όλους εκείνους,
που διψούν για εμπειρικά ορθόδοξο λόγο, νηπτικές, κεχαριτωμένες καταθέσεις ζωής
και ορθότητα Πατερικής Ορθοδοξίας.
Γιατι ο Άγιος Ιερώνυμος,
ως γνήσιο τέκνο της ''Θηβαϊδας της Ανατολής, '' αυτής,
της Καππαδοκίας,
εντρύφησε εκ βαθέων στον απτό, Πατερικό Λόγο
και προσευχητικά έφθασε σε ανεκμηστύρευτα σημεία αγιοπνευματικής Χάριτος
και θεόπνευστης πανδαισίας.
Η ζωή του ήταν ένας αναβαίνων, αγόγγυστος και λίαν καταπονημένος δρόμος,
που μέσα από την στάχτη και τα αποκαίδια της Γερμανικής κατοχής αναδείχθηκε,
η αγία μορφή ενός φιλόθεου ανθρώπου
που έκανε Ομολογία Πίστεως στις γνήσιες,
πατερικές και πατρογονικές καταβολές του.



Ο Άγιος Ιερώνυμος της Αίγινας, που η μαρτυρική Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών του Πατρίου Ημερολογίου αγιοκατάταξε είναι ο τελευταίος ομολογητής Άγιος του αιώνα, που παρήλθε. Και τούτο, όχι, γιατι αποτειχίσθηκε λόγω της ημερολογιακής καινοτομίας - εν μέσω Γερμανικής Κατοχής - και προσχώρησε στο Ακαινοτόμητο Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά, γιατι εν μέσω πολιτικοεκκλησιαστικών διωγμών, ανέξοδων λοιδωριών και προκάτ προπηλακισμών, δεν έπαψε ποτέ, ν' αγαπάει ανεκτίμητα τον οιονδήποτε πλησίον του, ως πιστό και ευγενές αντίγραφο Χριστού.


Ακόμα και η επιστολή παραίτησής του προς τον οικείο Μητροπολίτη Αιγίνης κ. Προκόπιο, έτει 1942, πέραν του ομολογιακού της χαραχτήρα, ήταν λιτή, σεμνή και λίαν - εν Χριστώ - αγαπητική. 


''Σεβασμιώτατε, Παρακαλώ υμάς ίνα δεχθείτε την εκ του νοσοκομείου παραίτησίν μου, διότι από του 1924 και εντεύθεν, ήτο ο πόθος μου καθώς και ο ζήλος μου προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την πίστιν. Παιδιόθεν την εσεβάσθην, αφιερώσας όλην μου την ζωήν, υπακούσας εις τας παραδόσεις των Θεοφόρων Πατέρων. Ομολογώ και κυρήττω το πάτριον ημερολόγιον δια το σωστόν, ως και Σεις ο ίδιος ομολογείτε. Δια τούτο παρακαλώ υμάς, ευχηθείτε δε και εσείς, ίνα μέχρι τέλους εμμένω γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.''


Έτσι απλά και αθόρυβα, χωρίς διθυραμβικές τυμπανοκρουσίες, ανεπίγνωστους αφορισμούς και φανατικές δοξασίες, ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του το παλαιό ημερολόγιο, ανήκων στην Ιερά Σύνοδο, την, υπό τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κ. Αυξέντιο, συνετεξαμένη. Δεν του άρεσε η περικοπή των εκκλησιαστικών ακολουθιών, η εκκοσμίκευση του ιερού κλήρου, οι δυτικοευρωπαϊκές, αιρετικές ερωτοτροπίες και οι πρώτες έκδηλες εμφανίσεις του πανάρετου και εωσφορικού Οικουμενισμού. Η αποτείχιση όμως του Αγίου Γέροντος αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, αν συνδιαστεί με τον χρόνο και την συνέπεια, που αυτή πραγματώθηκε.


Διορισμένη Γερμανοκατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου και Αρχιεπίσκοπος, ο εκ Κορίνθου Δαμασκηνός, που με την βοήθεια της Γερμανικής επιστασίας, κατέλαβε την αρχιεπισκοπική θέση εκδιώχνοντας τον Χρύσανθο και γενόμενος ο ίδιος Πρωθυπουργός και Αντιβασιλέας της χώρας... Μέσα σ' αυτές τις ανείπωτες - κοινωνικά - συνθήκες, ο Γέρων Ιερώνυμος συνέχισε απρόσκοπτα το ποιμαντικό του έργο, έχοντας ν' αντιμετωπίσει μια υπόδουλη, διαχειριστική κυβέρνηση και μια νόμω κρατούσα εκκλησία, που συνεργάστηκε δυστηχώς - σε επίπεδο κορυφής - με τους Βαυαρούς δεσμώτες της. Δεν είχε την σημερινή πολυτέλεια των ατέρμονων, δημοσιευμένων, διθυραμβικών κοινοποιήσεων κατά του εωσφορικού Οικουμενισμού, ούτε την πλαστή, ψευδοειδή ''ασφάλεια'' του επιχορηγούμενου, κρατικού μισθού, αλλά και, ούτε την ''σιγουριά'' της κοινωνικής νομιμοφροσύνης...


Αντίθετα, η Χριστολογική του ομολογία πιστοποιήθηκε και - πνευματικά-σαρκώθηκε με την αυτονόητη, αγία βιοτή του, μέσα από την Εκκλησία των Πατέρων, των Αγίων και των Δικαίων. Η ζωή του αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τους σημερινούς apriori λεκτικούς και μεγαλόστομους '''εξεγερθέντες'', τους ''επαναστάτες χωρίς αιτία'' και τους, εκ του ασφαλούς, επικρίνοντες την οικουμενιστική αποστασία... Ο Θεός, τον δοκίμασε παιδαγωγικά, με την στέρηση του ενός χεριού του και την ισόβια, Ιώβια υπομονή που έδειξε στην αναβαίνουσα, αγόγγυστη και προσευχητική ζωή του.


Μέσα από το ταπεινό Ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Κυψέλη της Αίγινας, πέρασαν χιλιάδες, ενός κουρασμένου λαού, ανώνυμοι και επώνυμοι της κατά Θεόν, αγιοπνευματικής ομολογίας του. ''-Καλογραία, εμείς λεπτά δεν έχουμε διά να δώσουμε ελεημοσύνην, δι' αυτό και αυτά τα ολίγα λόγια που λέγομεν, ελεημοσύνη είναι. Ο Γέροντας Ιερώνυμος είχε μοναχική συνείδηση. Πίστευε, πως η προσευχή, η ένωση του νου με τον Θεό, ήταν το κύριο έργο του. Κι η προσευχή γι' αυτόν, ακόμα κι οι καθημερινές ακολουθίες δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά ολοκληρωτικό δόσιμο. Επέμενε πως οι καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες είναι απαραίτητες στον άνθρωπο. Ο ίδιος δεν τις παρέλειπε ποτέ έστω κι αν σπανιότατα βρισκόταν μακριά από το κελλί του.


Υποστήριζε όμως, πως εξίσσου απαραίτητο είναι κατά την ώρα της προσευχής ν' αφήνει κανείς τον εαυτόν του ελεύθερο για να εξομολογείται μπροστά στον Θεό. Συνήθιζε να μας λέει... Όταν πεθάνει η μάννα σου ή κάποιος συγγενής σου θα πάρεις βιβλίον δια να τον κλάψεις; Όχι βέβαια. Τα λόγια θα έλθουν μόνα τους εις τον νουν σου από την λύπη. Έτσι και στην προσευχή. Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτόν μας να εξομολογείται εις τον Θεόν, ό,τι μας απασχολεί. Αυτή η αμεσότητα και η παρρησία ήταν το κύριο χαραχτηριστικό της προσευχής του. Είχε την αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού πολύ έντονη και γι' αυτό πάντα όταν προσευχόταν, δάκρυζε, σημείο κι αυτό της Χάριτος του Θεού. Ο Γέρων Ιερώνυμος ζούσε την ουσία της Ορθοδοξίας, την παράδοση σ' όλη της την έκταση.


Χωρίς ν' απορρίπτει κανένα από τα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ένα πάθος θα λέγαμε προς ο,τιδήποτε παλιό, το αρχαίο. Από τα υλικά πράγματα μέχρι τα πνευματικά. Του άρεσε η αρχαία τάξη των ακολουθιών, τα παλιά βιβλία, τα παλιά αντικείμενα, επειδή πίστευε πως είχαν την σφραγίδα του δημιουργού τους, είχαν κατασκευαστεί με μεράκι κι όχι βιομηχανοποιημένα και κακόγουστα. Με τέτοιες πεποιθήσεις και αντιλήψεις, έχοντας ζήσει πάντα στην ζωή του εντός, αλλά και εκτός του κόσμου τούτου'', μέσα στον αυστηρό χώρο της Παράδοσης της Καππαδοκίας, ένιωθε κάποιες ανησυχίες από τότε που η Εκκλησία άλλαξε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο κι εφάρμοσε το νέο.


Δούλευε την μισή ημέρα επιδιορθώνοντας κουρδιστά ρολόγια για τα προς το ζην, κάνοντας συνεχή, αδιάκοπα κι ακάματα πνευματικά διαλείμματα, θερμής και δακρυροούσας προσευχής. Αγαπούσε - όλως ιδιαιτέρως - τον Άγιο αββά, Ισαάκ τον Σύρο, τον οποίο θεωρούσε πνευματικό του γέροντα και τον συνιστούσε διαρκώς στα πνευματικά παιδιά του. Ο Άγιός μας είχε - κατά Χάριν - πλούσια τα ελέη του Χριστού μας, από τα οποία ξεχώριζαν η συνεχής, αδιάλλειπτη προσευχή, η επαιτική ελεημοσύνη και το διορατικό, προορατικό χάρισμα, το οποίο χρησιμοποιούσε όμως, προς δόξα του Θεού και όχι των ανθρώπων. Ο Γέροντας δημιούργησε πιστούς και όχι οπαδούς. Δεν εκμεταλλεύτηκε στο ακέραιο ποτέ, τα θεοδώρητα, πνευματικά του χαρίσματα, αλλά αντιθέτως, τα χρησιμοποιούσε πάντα εν κρυπτώ και κατά μόνας.


Μια αγιοπνευματική στάση και Χαροποϊό συμπεριφορά, εντελώς αντίθετη με σημερινούς, αυτοαναγορευμένους, αυτοκοινοποιηθέντες ''γέροντες'', που μέσα από την ''εκκλησιαστική ασφάλεια'' του πνευματικού τους εφησυχασμού και της '''ποιμενικής τους νομιμότητας'' εκποιούν Ορθοδοξία και ποιούν την Πλάνη. Ο Άγιος Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας ήταν άγγελος παρηγοριάς για όλους. Όλη μέρα ανακούφιζε τον ανθρώπινο πόνο, και την νύχτα, την περνούσε προσευχόμενος μετά δακρύων και βαθυτάτων αναστεναγμών και οδύνη ψυχής για τους ανθρώπους. Μόνος, μόνω Θεώ, ησυχάζοντας και εντρυφώντας στο γλυκύ μέλι της κοινωνίας με τον Ουράνιο Πατέρα μας!



Έλεγε:

" Όταν προσεύχομαι για τους αδελφούς μου, δίνω κάτι από τον εαυτό μου,
η καρδιά μου ματώνει!
Προσευχή που δεν έχει πόνο και δάκρυ δεν είναι προσευχή!"
Ο λόγος του είχε σοφία!
Μιλούσε πάντα με σοβαρότητα. Λόγος αργός δεν έβγαινε από τα χείλη του.
Ως ανατολίτης , που ήταν, μιλούσε συχνά αποφθεγματικά:
"- Θεολόγος είσαι, γράμματα ηξεύρεις, φόβον Θεού δεν έχεις, τότε τέχνην κατέχεις."
Δηλαδή αν είσαι απόφοιτος της Θεολογίας, θα έχεις διαβάσει πολλά βιβλία,
θα ξέρεις πολλά γράμματα,
αλλά,
αν δεν έχεις και φόβον Θεού,
τότε μόνον επάγγελμα έχεις και όχι την υψηλήν τέχνην της Θεολογίας.''.
Ο γράφων έχοντας ανεκτίμητη και απεριόριστη αγάπη
προς τον Άγιο παππούλη της αγιοτόκου Αίγινας,
ευχαριστεί με χαρά ανείπωτη και δάκρυα κατάνυξης την Σεπτή και Αγία Εκκλησία του,
για την ανακήρυξη της Αγιότητας του Γέροντος Ιερωνύμου,
που από χρόνια είχε διακηρυθεί Άγιος στις καρδιές
των εν πίστει και ευλαβία, βιωματικά Ορθοδόξων!
Ζει Κύριος ο Θεός.
Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Χαίρεστε!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


Πηγή:
https://353agios.blogspot.com/2020/10/