A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ: Εὐαγγέλιο - Κατήχησις πρός τοῦς Φωτιζομένους περί Ἐνανθρωπήσεως (Ἃγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων)


Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Ματθ. Α΄ 1-25

«Βίβλος γενέσεως  Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ  Ἀβραάμ. 2  Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν  Ἰσαάκ,  Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰακώβ,  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, 3  Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐσρώμ,  Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀράμ, 4  Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀμιναδάβ,  Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, 5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ,  Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰεσσαί, 6  Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀβιά,  Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀσά, 8  Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσαφάτ,  Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωράμ,  Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ὀζίαν, 9  Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωάθαμ,  Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἄχαζ,  Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐζεκίαν, 10  Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀμών,  Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσίαν, 11  Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. 12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος  Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, 13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀβιούδ,  Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλιακείμ,  Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀζώρ, 14  Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀχείμ,  Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλιούδ, 15  Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλεάζαρ,  Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰακώβ, 16  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη  Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. 17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ  Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. 18 Τοῦ δὲ  Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ  Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος  Ἁγίου. 19  Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. 20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων·  Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν  Ἁγίου. 21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 23  Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ  Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἰησοῦν».


Θεός καί Ἂνθρωπος

«Ἰησούς»

Την Κυριακή πριν από τη Γέννηση του Κυρίου μας, ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας παρουσιάζει όλη την πορεία των κατά σάρκα προπατόρων του Κυρίου μας, οι οποίοι έζησαν και πέθαναν με την προσμονή του Μεσσία. Σύμφωνα με τον γενεαλογικό αυτό κατάλογο οι προπάτορες χωρίζονται σε τρεις περιόδους, που η καθεμιά περιέχει δεκατέσσερις γενιές. Η πρώτη από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, η δεύτερη από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, και η Τρίτη από την αιχμαλωσία αυτή μέχρι την Γέννηση του Χριστού.
Στη συνέχεια ο ιερός Ευαγγελιστής μας παρουσιάζει το μέγα μυστήριο της Γεννήσεως του Κυρίου μας. Μας λέει ότι, όταν η Παρθένος Μαρία αρραβωνιάστηκε τον Ιωσήφ, πριν ακόμη συγκατοικήσει στο σπίτι του, βρέθηκε έγκυος με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όταν όμως ο Ιωσήφ αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της, ταράχθηκε πολύ. Αλλά επειδή ήταν ενάρετος και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει, σκέφθηκε να της δώσει μυστικά διαζύγιο. Καθώς λοιπόν βασανιζόταν απ’ αυτούς τους φοβερούς λογισμούς, ένας άγγελος του Θεού του εμφανίστηκε σε όνειρο και του είπε: Ιωσήφ απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να παραλάβεις στο σπίτι σου τη Μαρία, τη μνηστή σου. Διότι το παιδί που έχει μέσα της προέρχεται από την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Θα γεννήσει υιό και συ θα Του δώσεις το όνομα «Ιησούς», το οποίο σημαίνει «σωτήρ». Και θα Του δώσεις αυτό το όνομα, διότι Αυτός θα σώσει το λαό του τον Ισραήλ από τις αμαρτίες του.
Γιατί όμως ο άγγελος δίνει εντολή στον Ιωσήφ να ονομάσει τον υιό της Παρθένου Ιησού, δηλαδή Σωτήρα; Διότι με το όνομα αυτό ο Θεός απεκάλυπτε το μέγα μυστήριο, που ήταν κρυμμένο μέσα στους αιώνες: ότι ο Κύριος Ιησούς δεν θα είναι επίγειος βασιλιάς, που θα λυτρώσει εθνικά και πολιτικά τον ισραηλιτικό λαό, αλλά Σωτήρ που θα σώσει την ανθρωπότητα από τη σκλαβιά της αμαρτίας, του διαβόλου και της φθοράς· Σωτήρ που θα σηκώσει επάνω του το βάρος των αμαρτιών της ανθρωπότητας και θα θυσιασθεί προσφέροντας τη ζωή του για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Πώς όμως θα μπορούσε να γίνει αυτό; Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να επιτελέσει ένα τόσο μεγάλο θεϊκό έργο; Τόσοι προφήτες και δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη δεν μπόρεσαν να αναστήσουν και να σώσουν το ανθρώπινο γένος. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να το λυτρώσει ο «Ιησούς»; Την απάντηση τη δίνει στη συνέχεια ο ιερός Ευαγγελιστής.

«Ἐμμανουήλ»


Ο Ευαγγελιστής στη συνέχεια τονίζει ότι με την υπερφυσική σύλληψη της Παρθένου επαληθεύτηκε πλήρως αυτό που είπε ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ησαΐα πολλούς αιώνες πριν: Ιδού, η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και θα Τον ονομάσουν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει: «Ο Θεός είναι μαζί μας». Όταν λοιπόν ο Ιωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο του, έκανε όπως του είπε ο άγγελος του Κυρίου. Παρέλαβε τη μνηστή του στο σπίτι του. Και δεν ήλθε σε σχέση συζυγική μαζί της ποτέ. Και ήλθε η μεγάλη ώρα που η παρθένος γέννησε τον πρώτο και μονάκριβο υιό της. Και ο Ιωσήφ Του έδωσε το όνομα «Ιησούς».
Για ποιο λόγο όμως ο προφήτης Ησαΐας αναφέρει αντί για το όνομα «Ιησούς» το δεύτερο αυτό όνομα, «Εμμανουήλ»; Διότι με το όνομα αυτό συνεσκιασμένα μας αποκαλύπτεται ότι ο Μεσσίας δεν θα είναι μόνο άνθρωπος. Θα είναι ο ίδιος ο Θεός που θα κατέλθει στη γη μας και θα γίνει άνθρωπος. Αυτός θα αφήσει τη δόξα του ουρανού και θα κατεβεί στη γη μας.
Βέβαια το μέγα αυτό μυστήριο εύκολα το διακηρύττουμε. Εάν όμως το σκεφτόμασταν λίγο βαθύτερα, θα σιωπούσαμε, δεν θα μπορούσαμε να το χωρέσουμε στο νου μας. Αλλά και στην εποχή του Κυρίου μας κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια αλήθεια. Οι Εβραίοι μάλιστα, που δεν τολμούσαν ούτε να προφέρουν το όνομα του Θεού, πού να φαντασθούν ότι ο Θεός θα γινόταν άνθρωπος! Και οι μαθητές του Κυρίου επί τρία χρόνια δεν είχαν καταλάβει Ποιον είχαν ανάμεσά τους. Μετά την Πεντηκοστή το κατάλαβαν. Είχαν δίπλα τους τον ίδιο το Θεό και δεν είχαν πάρει είδηση. Αλλά κι εμείς σήμερα πώς να συλλάβουμε ότι ο ίδιος ο Θεός, ο δημιουργός του σύμπαντος έγινε άνθρωπος; Ότι φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα για να την ανακαινίσει και να μας ανεβάσει εκεί που είναι ο Ίδιος, να μας κάνει κατά χάριν θεούς; Αν το είχαμε κατανοήσει αυτό, θα άλλαζε η ζωή μας. Θα αντιμετωπίζαμε διαφορετικά τα πάντα γύρω μας, τις δυσκολίες και τους πειρασμούς και τις αποτυχίες αλλά και τις επιτυχίες της ζωής. Θα αισθανόμασταν και θα ζούσαμε την παρουσία του Θεανθρώπου Κυρίου μας διαρκώς στη ζωή μας.
Καθώς λοιπόν πλησιάζουν Χριστούγεννα, ας προσπαθήσουμε με τη χάρη του Θεού να αισθανθούμε το μέγα αυτό μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Ας το ζήσουμε φέτος βαθύτερα, πνευματικότερα, αγιότερα. Με τη συναίσθηση ότι ο Εμμανουήλ, ο Θεάνθρωπος Κύριος, είναι μαζί μας, θέλει να είναι μαζί μας. Για να μας λυτρώσει, να μας μεταμορφώσει, να μας αγιάσει, να μας κάνει θεούς κατά χάριν.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ”
Πηγή: www.xfd.gr


Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἰεροσολύμων: «Κατήχησις πρός τοῦς Φωτιζομένους, περί Ἐνανθρωπήσεως».


«Ιωσήφ, υιός Δαβίδ, μη φοβηθείς παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου. Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν αγίου. Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από την αμαρτίαν αυτών. Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος. Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον «μεθ’ ημών ο Θεός»».

Αγνείας σύντροφοι και σωφροσύνης μαθηταί, ας ανυμνήσωμε με αγνισμένα χείλη τον Θεόν που εγεννήθη από την Πάναγνον Παρθένον. Εμείς που έχουμε καταξιωθή να μεταλάβωμε την σάρκα του νοητού προβάτου, ελάτε να μεταλάβωμε την κεφαλήν και τους πόδες. Ως κεφαλήν να εννοήσωμε την Θεότητα και ως πόδες να εκλάβωμε την ανθρωπότητα. Οι ακροαταί των αγίων Ευαγγελίων, ας πεισθούμε στον θεολόγον Ιωάννην, ο οποίος, αφού είπε «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος», προσέθεσε. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο». Πράγματι, δεν είναι ευσεβές ούτε να τον προσκυνούμε ως απλόν άνθρωπο, ούτε να τον ευλογούμε μόνον Θεόν χωρίς την ανθρωπίνην φύση Του. Διότι εάν ο Χριστός είναι Θεός, όπως βεβαίως και είναι, αλλά δεν ανέλαβε την ανθρωπίνη φύση, τότε δεν έχουμε καμμίαν σχέση με την σωτηρία. Να τον προσκυνούμε μεν ως Θεόν, αλλά να πιστεύωμε ότι και ενηνθρώπησε. Διότι ούτε να τον ομολογούμε άνθρωπο χωρίς την Θεότητα μας οφελεί, ούτε το να μην ομολογούμε ότι μαζί με την θείαν φύσιν έχει και την ανθρωπίνη, ημπορεί να μας σώση. Ας ομολογήσωμε την παρουσία του Βασιλέως και ιατρού. Διότι ο Βασιλεύς Ιησούς, προκειμένου να μας θεραπεύση, εζώσθη αντί στολής διακονητού, την ανθρωπίνη φύση και θεράπευσε την ασθένειά μας. Ο τέλειος διδάσκαλος των νηπίων, έγινε μαζί μας νήπιο για να σοφίση τους ανοήτους. Ο επουράνιος άρτος κατέβη στην γη, για να θρέψει τους πεινασμένους.

Και οι γνήσιοι απόγονοι των Ιουδαίων, αρνούμενοι αυτόν που ήλθε, προσδοκούν τον κακώς ερχόμενον. Απεξενώθησαν από τον αληθινόν Χριστόν, και περιμένουν οι πλανημένοι τον πλάνον. «Εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του Πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με, εάν δε άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε».

Καλόν ακόμη είναι να απευθύνωμε και μίαν ερώτηση στους Ιουδαίους: Αληθεύει ο Προφήτης Ησαϊας όταν λέγη πως ο Εμμανουήλ θα γεννηθεί από Παρθένον ή ψεύδεται; Εάν τον κατηγορούν ότι ψεύδεται, αυτό δεν είναι θαυμαστόν, αφού είναι συνηθισμένοι όχι μόνο να κατηγορούν τους Προφήτες ως ψεύστες, αλλά και να τους λιθοβολούν. Εάν όμως ο Προφήτης λέγει την αλήθεια, δείξετε τον Εμμανουήλ, και πείτε μας: αυτός που πρόκειται να έλθη, ο προσδοκώμενος από σας, θα γεννηθή από Παρθένον ή όχι; Και αν δεν γεννάται από παρθένο, τότε κατηγορείτε τον Προφητην ως ψεύστη. Αν όμως προσδοκάτε να συμβή αυτό στο μέλλον, για ποίον λόγον απορρίπτετε αυτό που ήδη έγινε;

Ας πλανώνται λοιπόν οι Ιουδαίοι, αφού το θέλουν, και ας δοξάζεται η Εκκλησία του Θεού. Διότι εμείς παραδεχόμεθα ότι ο Θεός Λόγος αληθώς έγινεν άνθρωπος, χωρίς να μεσολαβήση σαρκική επιθυμία, όπως λέγουν οι αιρετικοί. Αλλά ενηνθρώπησε, όπως λέγει το Ευαγγέλιον, με την συνέργεια της Παρθένου και του Αγίου Πνεύματος, όχι κατά φαντασίαν, αλλά πραγματικώς. Και για το ότι αληθώς ενηνθρώπησε, περίμενε την συνέχεια του λόγου και θα λάβης σε λίγο τις αποδείξεις. Διότι είναι πολύπλοκος η πλάνη των αιρετικών, και άλλοι μεν λέγουν ότι κατά κανένα τρόπον δεν εγεννήθη από Παρθένον, άλλοι δε ότι εγεννήθη βεβαίως, όχι όμως από Παρθένον, αλλά από γυναίκα που ήλθε σε σχέση με άνδρα. Άλλοι πάλι λέγουν ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός που ενηνθρώπησε, αλλά άνθρωπος που εθεοποιήθη. Ετόλμησαν δηλαδή να είπουν ότι δεν ήταν ο προϋπάρχων Λόγος που ενηνθρώπησε, αλλά κάποιος άνθρωπος που προέκοψε πολύ στην αρετή, και έλαβεν ως έπαθλο την θέωση. Συ όμως μνημόνευσε όσα έχουμε ειπεί για την Θεότητα, πίστευσε ότι αυτός ο ίδιος ο Μονογενής Υιός του Θεού εγεννήθη πάλιν από την Παρθένο. Να πεισθής σ’ αυτό που λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Ο μεν Λόγος βεβαίως είναι αιώνιος, αφού εγεννήθη προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα. Την δε σάρκα την ανέλαβε προσφάτως για να μας σώση. Αλλά πολλοί προβάλλουν αντιρρήσεις και λέγουν: Ποία τόσο μεγάλη ανάγκη έκανε τον Θεό να κατέλθη μέχρι την ανθρωπίνη φύση; Και είναι ποτέ δυνατόν να συναναστραφή η Θεία φύσις με τους ανθρώπους ή να γεννήση παρθένος χωρίς συνάφειαν ανδρός; Εμπρός λοιπόν, επειδή υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις και η μάχη είναι πολύπλευρος, ας διαλύσωμε με την χάρη του Χριστού και με τις ευχές των παρόντων κάθε μία χωριστά.

Και πρώτα ας εξετάσωμε για ποιον λόγο κατήλθε στη γην ο Ιησούς. Και μην προσέξης στις ιδικές μου ευρεσιολογίες, διότι με αυτές ίσως εξαπατηθής. Μην πιστέψης στα λεγόμενα, εάν δεν ακούσης για καθένα από τα γεγονότα κάποιαν μαρτυρία προφητικήν. Εάν δεν μάθεις και περί της Παρθένου και του τόπου και του χρόνου και του τρόπου από τις Θείες Γραφές, μη παραδεχθής κανενός ανθρώπου την μαρτυρία. Διότι αυτόν που βλέπει κανείς ενώπιόν του να διδάσκει, είναι δυνατόν να τον υποπτευθή. Ποίος όμως, εάν διαθέτη κοινόν νουν, ημπορεί να θεωρήση ύποπτον εκείνον που έχει προφητεύσει πριν από χίλια και περισσότερα χρόνια;

Εάν λοιπόν ζητής την αιτία της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, να καταφύγης στο πρώτο βιβλίο της Γραφής. Σε έξι ημέρες εποίησεν ο Θεός τον κόσμον. Ο κόσμος όμως έγινε για τον άνθρωπο. Πράγματι και, ο ήλιος, ο οποίος ακτινοβολεί με τις λαμπρότατες ακτίνες του, έγινε για να φωτίζη τον άνθρωπο. Αλλά και όλα τα ζώα για να μας υπηρετούν εδημιουργήθησαν. Τα φυτά και τα δένδρα εκτίσθησαν για την ιδική μας απόλαυση. Όλα τα δημιουργήματα καλά και ωραία είναι, κανένα όμως από αυτά δεν είναι εικόνα του Θεού, παρά μόνον ο άνθρωπος. Ο ήλιος εδημιουργήθη μόνο με το πρόσταγμα του Θεού, ο άνθρωπος όμως επλάσθη με τα χέρια του Θεού, δηλαδή με ιδιαιτέραν ενέργεια και επιμέλεια: «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν. Εάν η ξύλινη εικόνα του επιγείου βασιλέως τιμάται, πόσο μάλλον η λογική εικόνα του Θεού; Αλλά αυτό το πλάσμα, το μεγαλύτερον από τα δημιουργήματα του Θεού, το οποίον εχόρευε μέσα στον Παράδεισο, το έβγαλεν από εκεί ο φθόνος του διαβόλου. Και έχαιρεν ο εχθρός για την πτώσιν εκείνου που αυτός εφθόνησε. Μήπως άραγε συ ήθελες να εξακολουθή να χαίρεται αιωνίως ο εχθρός; Αυτός, επειδή δεν ετόλμησε τότε να πλησιάση τον άνδρα, που ήταν ισχυρός, επλησίασε την Εύαν, ως ασθενεστέραν, η οποία ήταν ακόμη παρθένος, διότι ο «Αδάμ έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού» μετά την πτώση και την έξωση από τον Παράδεισον.

Δεύτεροι διάδοχοι του ανθρωπίνου γένους ήταν ο Κάιν και ο Άβελ. Ο Κάιν ήταν και ο πρώτος ανθρωποκτόνος. Έπειτα επηκολούθησε ο κατακλυσμός εξ αιτίας της πολλής κακίας των ανθρώπων. Αργότερα κατήλθε πυρ επάνω στους Σοδομίτες για την παρανομία τους. Έπειτα από χρόνια εξέλεξεν ο Θεός τον λαό τού Ισραήλ, αλλά και αυτός διεστράφη, και έτσι το εκλεκτόν γένος ετραυματίσθη. Πράγματι, την στιγμήν που ο Μωυσής παρίστατο ενώπιον του Θεού επάνω στο Όρος, κάτω ο λαός προσκυνούσε αντί του Θεού τον μόσχον. Την εποχήν του νομοθέτου Μωυσέως, ο οποίος είπε το «Μη μοιχεύσης», κάποιος άνδρας ετόλμησε να εισέλθη σε ένα καμίνι και να πράξη την ακολασία. Μετά τον Μωυσή απεστάλησαν Προφήτες για να θεραπεύσουν τον Ισραήλ, αλλά δεν κατώρθωναν να νικήσουν την πνευματικήν του ασθένεια, και θρηνούσαν γι’ αυτό, ώστε κάποιος από αυτούς να λέγη: «οίμοι ότι απόλωλεν ευλαβής από της γής, και ο κατορθών εν ανθρώποις ουχ υπάρχει». Και πάλιν: «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός». Και πάλιν: «αρά και κλοπή και μοιχεία και φόνος εκκέχυται επί της γης», «τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας έθυσαν τοις δαιμονίοις» «οιωνίζοντο και εκληδονίζοντο (ησχολούντο δηλαδή με οιωνούς και μάγια)».

Πολύ βαθειά λοιπόν προχωρημένο και εκτεταμένο το τραύμα της ανθρωπότητος. «Από ποδών έως κεφαλής ουκ ην αυτώ ολοκληρία. Ουκ ην μάλαγμα επιθείναι (δεν ήταν δυνατόν δηλαδή να θεραπευθή με κατάπλασμα) ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους». Και έλεγαν κατόπιν οι Προφήτες, θρηνώντας και υποφέροντας γι’ αυτήν την κατάσταση. «Τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον»; Και άλλος Προφήτης παρακαλούσε λέγοντας: «Κύριε κλίνον ουρανούς και κατάβηθι», τα τραύματα της ανθρωπότητος υπερβαίνουν τις θεραπευτικές μας ικανότητες. «Τους Προφήτας σου απέκτειναν και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν». Από εμάς είναι αδύνατον να διορθωθή το κακό, μόνο συ ημπορείς να το διορθώσης.

Και ο Κύριος επήκουσε της δεήσεως των Προφητών. Δεν παρέβλεψε ο Πατέρας το γένος μας που εχάνετο. Εξαπέστειλε ιατρόν από τον Ουρανόν, τον Κύριον, τον Υιόν Του… Όταν δηλαδή απεδείχθη η δική μας αδυναμία, ανέλαβεν ο Κύριος να κάνη αυτό που επιζητούσε ο άνθρωπος. Και επειδή ο άνθρωπος ήθελε να ακούση κάποιον όμοιό του, ανέλαβε την ιδικήν μας φθαρτήν φύσιν ο Σωτήρ, ώστε να παιδαγωγηθούν πιο αποτελεσματικά οι άνθρωποι.

Υπάρχει όμως και άλλος λόγος. Ο Χριστός ήλθε κοντά μας για να βαπτισθή, και να αγιάση το Βάπτισμα. Ήλθε για να θαυματουργήση περιπατώντας στην επιφάνεια της θαλάσσης. Επειδή πριν από την ένσαρκον οικονομίαν «η θάλασσα είδε και έφυγε και ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω», ανέλαβεν ο Κύριος το σώμα, ώστε η θάλασσα, όταν τον ιδή, να τον δεχθή επάνω της, και ο Ιορδάνης να τον υποδεχθή αφόβως. Αυτή λοιπόν είναι μία αιτία, υπάρχει όμως και δευτέρα.

Ο θάνατος ήλθε στον κόσμο δια παρθένου, της Εύας. Έπρεπε δια παρθένου, ή μάλλον από παρθένο, να φανερωθή και η ζωή, ώστε καθώς εκείνην την είχεν πατήσει ο όφις, έτσι και αυτήν να την ευαγγελισθή ο Γαβριήλ.
Αφού οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον Θεόν, εδημιούργησαν ανθρωπόμορφα είδωλα. Επειδή λοιπόν μέσα στην πλάνη τους οι άνθρωποι προσκυνούσαν ψευδή μορφήν ανθρώπου, έγινεν ο Θεός αληθώς άνθρωπος, ώστε να διαλυθή το ψεύδος. Ο διάβολος είχε χρησιμοποιήσει ως όργανον εναντίον μας την σάρκα. Και αυτό γνωρίζοντας ο Παύλος λέγει: «Βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με» και τα λοιπά. Με τα ίδια λοιπόν όπλα με τα οποία μας πολεμούσε ο διάβολος, με αυτά ακριβώς και έχουμε σωθή. Ανέλαβεν ο Κύριος από εμάς την ιδική μας φύση, ώστε να της δώση ό,τι της έλειπε, την πλουσίαν χάρη. Για να γίνη η φύσις των ανθρώπων η αμαρτωλός, Θεού κοινωνός. Και έτσι «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Έπρεπεν ο Κύριος να πάθη υπέρ ημών. Δεν θα τολμούσε όμως ο διάβολος να τον πλησιάση, εάν τον ανεγνώριζε. Το σώμα δηλαδή έγινε δόλωμα για τον θάνατον, ώστε ο δράκοντας, ενώ ήλπιζε ότι θα τον καταπιή, να εμέση και όσους είχεν ήδη καταπιή. «Κατέπιε γαρ ο θάνατος ισχύσας» και «αφείλεν ο Θεός παν δάκρυον από προσώπου παντός», είχε προείπει ο Ησαϊας. Μήπως ο Χριστός ματαίως έγινεν άνθρωπος; Μήπως οι διδασκαλίες του είναι ρητορικά εφευρήματα και ανθρώπινα σοφίσματα; Δεν είναι οι θείες Γραφές που μας οδηγούν στην σωτηρία; Εκεί μέσα δεν συναντούμε τις προρρήσεις των Προφητών; Κράτα, λοιπόν, σε παρακαλώ σταθερά μέσα σου αυτήν την παρακαταθήκη, και κανείς ας μη σε μετακινήση. Πίστευε ότι αληθώς ο Θεός έγινεν άνθρωπος.

Το ότι ήταν λοιπόν δυνατόν ο Θεός να γίνη άνθρωπος έχει αποδειχθή. Αν όμως οι Ιουδαίοι ακόμη απιστούν, θα τους κάνωμε την εξής ερώτηση: Τί παράδοξο κηρύττουμε λέγοντας ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος, αφού σεις οι ίδιοι λέγετε ότι ο Αβραάμ υπεδέχθη τον Κύριον; Τί παράδοξο κηρύττουμε αφού και ο Ιακώβ λέγει: «είδον γαρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Ο Κύριος, ο οποίος εφιλοξενήθη και έφαγε στην σκηνήν του Αβραάμ, έφαγε και μαζί μας. Τί το παράδοξον λοιπόν κηρύττουμε; Έχουμε όμως να παρουσιάσωμε και δύο μάρτυρες, οι οποίοι εστάθησαν στο όρος Σινά ενώπιον του ιδίου του Κυρίου. Ο Μωυσής, όταν ευρίσκετο μέσα στην οπή του βράχου, και ο Ηλίας αργότερα, που τον είδε επίσης μέσα στην οπή ενός σπηλαίου. Εκείνοι παρουσιάσθησαν κατά την Μεταμόρφωσή του και στο Όρος Θαβώρ και «έλεγον τοις μαθηταίς την έξοδον, ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ». Αλλά όπως προείπα, έχει αποδειχθή ότι ήταν δυνατόν να λάβη ο Θεός την ανθρωπίνη φύση. Ας αφήσωμε λοιπόν να ασχολούνται με τις αποδείξεις εκείνοι που αρέσκονται να επανέρχωνται συνεχώς στα ίδια.

Έχουμε όμως υποσχεθή να ομιλήσωμε και για τον χρόνο, και για τον τόπο της ελεύσεως του Σωτήρος. Και δεν πρέπει να αναχωρήσωμε από εδώ, κατηγορούμενοι για ψεύδος, αλλά μάλλον να βοηθήσωμε τους νέους βλαστούς της Εκκλησίας να φύγουν από εδώ πιο εδραιωμένοι στην πίστη. Ας αναζητήσωμε λοιπόν τον χρόνο, πότε δηλαδή ήλθε εδώ ο Κύριος. Επειδή η παρουσία του είναι πρόσφατος και, γι’ αυτό αμφισβητείται, και ακόμη επειδή «Χριστός Ιησούς χθες και σήμερον είναι ο αυτός και εις τους αιώνας». Λέγει λοιπόν ο Προφήτης Μωυσής. «Προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός υμών ως εμέ». Ας αφήσωμε προς το παρόν το «ως εμέ» για να εξετασθή εκεί που πρέπει. Αλλά πότε θα έλθη αυτός ο προσδοκώμενος Προφήτης; Ανάτρεξε, λέγει, σ’ αυτά που έχω γράψει. Ερεύνησε με προσοχήν την προφητεία που είπε ο Ιακώβ προς τoν Ιούδα: «Ιούδα, σε αινέσαισαν (θα σε υμνήσουν) οι αδελφοί σου», και τα υπόλοιπα, για να μην τα ειπούμε όλα. Και στην συνέχεια «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού (από τους απογόνους του δηλαδή) έως αν έλθη ω απόκειται, (αυτός στον οποίον έχει επιφυλαχθή), και αυτός προσδοκία» όχι των Ιουδαίων, αλλά «Εθνών». Το ότι λοιπόν έπαυσε η εξουσία των Ιουδαίων είναι σημείον της παρουσίας του Χριστού. Εάν τώρα δεν ευρίσκωνται υπό την εξουσία των Ρωμαίων, δεν έχει έλθει ακόμη ο Χριστός. Εάν τους κυβερνά απόγονος του Ιούδα και του Δαυϊδ, δεν ήλθεν ακόμη ο προσδοκώμενος. Και εντρέπομαι να ομιλώ για τα πρόσφατα γεγονότα που συνέβησαν σ’ αυτούς, σχετικά με εκείνους που ονομάζουν τώρα πατριάρχες. Ποία δηλαδή είναι η καταγωγή τους και ποία η μητέρα τους. Τα αφήνω γι’ αυτούς που τα γνωρίζουν. Αλλά αυτός ο ερχόμενος, η προσδοκία των εθνών, ποίον άλλο σημείο έχει άραγε; Λέγει στην συνέχεια η Γραφή «δεσμεύων προς άμπελον τον πώλον (τον νεαρόν όνον δηλαδή) αυτού». Βλέπεις και εδώ σαφώς τον πώλο, τον οποίο προανήγγειλεν ο Ζαχαρίας, και εχρησιμοποίησεν ο Ιησούς.

Αλλά ζητείς και άλλην μαρτυρία για τον χρόνο της παρουσίας του; «Κύριος είπε προς με. Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε», και μετά από λίγο λέγει «ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά». Είπα και προηγουμένως ότι ράβδος σιδηρά ονομάζεται σαφώς η βασιλεία των Ρωμαίων. Σχετικώς με αυτήν ας ξαναθυμηθουμε το χωρίον του Προφήτου Δανιήλ. Όταν δηλαδή εδιηγείτο και εξηγούσε στον Ναβουχοδονόσορα την εικόνα του αδριάντος, αναφέρει και όλη την οπτασία που είχε δει γι’ αυτόν, και «λίθον άνευ χειρός εξ όρους τμηθέντα», ο οποίος δεν κατεσκευάσθη από άνθρωπο, και θα επικρατήση σε όλην την οικουμένην. Και λέγει καθαρώτατα ότι «και εν ταις ημέραις των βασιλειών εκείνων αναστήσει ο Θεός του ουρανού βασιλείαν, ήτις εις τον αιώνα ου διαφθαρήσεται, και η βασιλεία αυτού λαώ ετέρω ουχ υπολειφθήσεται (δεν θα έχη διαδοχήν δηλαδή, θα είναι αιώνιος)».

Ζητούμε όμως να μας αποδείξης με ακόμη μεγαλυτέραν διαφάνεια τον χρόνο της ελεύσεώς του, επειδή ο άνθρωπος είναι δύσπιστος, και εάν δεν του υπολογίσης και την ακριβή χρονολογία, δεν πιστεύει στα λεγόμενα. Ποίος είναι λοιπόν ο καιρός και ποίος ο χρόνος; Όταν παύσουν πλέον να υπάρχουν βασιλείς από την γενεάν του Ιούδα και βασιλεύση στο εξής αλλόφυλος, ο Ηρώδης δηλαδή. Λέγει λοιπόν ο άγγελος στον Δανιήλ: «Συ δε μοι σημείωσαι τα λεγόμενα, και γνώσει και συνήσεις (θα κατανοήσης δηλαδή). Από εξόδου λόγου του αποκριθήναι (από την ημέρα που θα εκδοθή διάταγμα) του ανοικοδομηθήναι Ιερουσαλήμ έως Χριστού ηγουμένου, εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο». Εξήντα εννέα όμως εβδομάδες ετών απαριθμούν τετρακόσια ογδόντα τρία ετη. Είπε λοιπόν ότι αφού περάσουν τετρακόσια ογδόντα τρία έτη από την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, και εκλείψουν οι άρχοντες που προέρχονται από την φυλήν του Ιούδα, τότε έρχεται βασιλεύς αλλόφυλος, στις ημέρες του οποίου θα γεννηθή ο Χριστός. Ο Δαρείος λοιπόν ο Μήδος την ανοικοδόμησε κατά το έκτον έτος της βασιλείας του, που αντιστοιχεί στο πρώτον έτος της εξηκοστής έκτης Ολυμπιάδος των Ελλήνων. Οι Έλληνες ονομάζουν Ολυμπιάδα τον αγώνα που τελείται κάθε τέσσερα χρόνια χάριν της ημέρας που συμπληρώνεται κάθε τετραετία. Διότι, σύμφωνα με την πορεία του ηλίου, περισσεύουν κάθε έτος τρεις ώρες. Ο Ηρώδης λοιπόν εβασίλευσε το τέταρτον έτος της εκατοστής ογδοηκοστής έκτης Ολυμπιάδος. Από την εξηκοστήν έκτη λοιπόν μέχρι την εκατοστήν ογδοηκοστήν έκτη μεσολαβούν εκατόν είκοσι Ολυμπιάδες και κάτι ακόμη. Οι εκατόν είκοσι λοιπόν Ολυμπιάδες αντιστοιχούν σε τετρακόσια ογδόντα έτη. Τα υπόλοιπα τρία έτη ίσως είναι αυτά που περιλαμβάνονται μεταξύ του πρώτου και του τετάρτου, κατά το οποίον εβασίλευσε ο Ηρώδης. Έχεις λοιπόν την απόδειξη σύμφωνο με αυτό που λέγει η Γραφή, ότι «από εξόδου λόγου του αποκριθήναι και του οικοδομηθήναι Ιερουσαλήμ, έως Χριστού ηγουμένου, εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο», δηλαδή τετρακόσια ογδόντα τρία έτη. Έχεις λοιπόν τώρα πλέον την απόδειξη της χρονολογίας ελεύσεως του Χριστού, αν και υπάρχουν και άλλοι τρόποι που δίδουν το ίδιο αποτέλεσμα με βάση τις εβδομάδες των ετών για τις οποίες προείπεν ο Δανιήλ.

Ακου τώρα τι λέγει ο Μιχαίας, σχετικά με τον τόπο της Γεννήσεως του Θεανθρώπου. «Και συ Βηθλεέμ οίκος του Ευφραθά, μη ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα (δέν έχεις ουτε χιλίους κατοίκους δηλαδή). Εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται ηγούμενος του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ, και αι έξοδοι αυτού (η εξουσία του δηλαδή) απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος». Ήδη όμως γνωρίζεις, αφού είσαι Ιεροσολυμίτης, ότι και στον εκατοστόν τριακοστόν πρώτον ψαλμόν αναφέρεται η περιοχή στην οποία θα γεννηθή ο Μεσσίας. «Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Ευφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού». Και πράγματι, μέχρι προ ολίγων ετών ο τόπος αυτός ήταν δασώδης. Ήκουσες πάλι τον Αββακούμ που λέγει προς τον Κύριον. «Εν τω εγγίζειν τα έτη επιγνωσθήση, εν τω παρείναι τον καιρόν αναδειχθήση». Και ποιον είναι το σημείον, ω Προφήτα, του ερχομένου Κυρίου; Και αυτός συνεχίζει: «εν μέσω δύο ζώων (ανάμεσα σε δύο ζωές δηλαδή) γνωσθήση». Λέγει δηλαδή σαφώς προς τον Κύριον, ότι θα έλθης κοντά μας ένσαρκος, θα ζήσης την μία ζωή, θα αποθάνης, και αφού αναστηθής θα ζήσης πάλι.

Και από ποιό περίχωρο της Ιερουσαλήμ έρχεται; Από την Ανατολή, την Δύσι, τον Βορρά, τον Νότο; Ειπέ μας ακριβώς. Και αυτός αποκρίνεται σαφέστατα και λέγει: «ο Θεός από Θαιμάν ήξει (θα έλθει από τον Νότο, διότι Θαιμάν ερμηνεύεται νότος) και ο άγιος εξ όρους (Φαράν) κατασκίου (σκιερού) δασέος». Πράγμα με το οποίον συμφωνεί και ο Ψαλμωδός, ο οποίος είπεν «εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού (στη δασώδη πεδιάδα)».

Τώρα λοιπόν ζητούμε από ποιόν έρχεται και πώς έρχεται. Αυτό μας το λέγει ο Ησαϊας. «Ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Οι Ιουδαίοι όμως αντιλέγουν σ’ αυτά (διότι έχουν συνηθίσει από παλαιά να αντιδρούν κακοπροαίρετα στην αλήθεια), και υποστηρίζουν ότι ο Προφήτης δεν έγραφε «η παρθένος» αλλά «η νεάνις» (η κόρη δηλαδή). Αλλά εγώ, και αν δεχθώ ως ορθόν αυτό που λέγουν, καταλήγω πάλι στην ιδίαν αλήθεια. Διότι πρέπει να τους ερωτήσωμε: Πότε φωνάζει μία παρθένος που βιάζεται; Καλεί σε βοήθεια πριν την διαφθείρουν ή μετά; Αν λοιπόν σε άλλο σημείο η Γραφή λέγει «εβόησεν η νεάνις και ουκ ην ο βοηθών αυτήν, άραγε δεν αναφέρεται σε παρθένον; Και για να μάθης σαφέστερα ότι στην θεία Γραφή και η παρθένος ονομάζεται νεάνις, άκου τι λέγει το βιβλίο των Βασιλειών για την Αβισάκ την Σουναμίτιδα. «Και ην η νεάνις καλή (ωραία) σφόδρα» και το ότι εξελέγη και προσεφέρθη στον Δαυίδ, επειδή ήταν παρθένος, έχει σαφώς ομολογηθή.

Λέγουν όμως πάλιν οι Ιουδαίοι, ότι αυτό ελέχθη από τον Προφήτη στον Άχαζ για τον Εζεκία. Ας αναγνώσωμε λοιπόν την Γραφή. Λέγει ο Θεός στον Άχαζ. «Αίτησαι σεαυτώ σημείον παρά Κυρίου του Θεού σου εις βάθος της γης ή εις ύψος του ουρανού». Αυτό το σημείο θα πρέπει να είναι πολύ παράδοξο, διότι σημείον είναι το ύδωρ που ανέβλυσε από την πέτρα, η θάλασσα που διεχωρίσθη, ο ήλιος που εστράφη οπίσω και τα παρόμοια. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο σημείο το να συλλάβη μια νέα, αλλά το να παραμείνη παρά ταύτα παρθένος. Αυτά όμως που θα λεχθούν στην συνέχεια, θα ελέγξουν φανερώτερα τους Ιουδαίους. Γνωρίζω ότι λέγω πολλά, και οι ακροαταί έχουν κουρασθή. Ανεχθείτε όμως το πλήθος των λόγων, επειδή λέγονται για τον Χριστό και όχι για τυχαία πράγματα. Αυτό λοιπόν ελέχθη από τον Ησαϊαν, όταν εβασίλευεν ο Άχαζ, ο οποίος εβασίλευσε μόνο δέκα έξι ετη, και η προφητεία ελέχθη προς αυτόν κατά την διάρκειαν αυτών των ετών. Έτσι την αντίρρηση των Ιουδαίων την καταρρίπτει ο ίδιος ο Εζεκίας, ο υιός και διάδοχος του Άχαζ, ο οποίος όταν έγινε βασιλεύς ήταν εικοσιπέντε ετών. Αφού λοιπόν η προφητεία ελέχθη μέσα στα δέκα έξι προηγούμενα έτη, ο Εζεκίας είχε γεννηθή εννέα έτη πριν την προφητεία. Ποία ανάγκη λοιπόν υπήρχε να λεχθή η προφητεία γι’ αυτόν ο οποίος είχεν ήδη γεννηθή, πριν από εννέα έτη και μάλιστα ο πατέρας του Άχαζ δεν είχε γίνει ακόμη βασιλεύς; Διότι δεν είπεν ότι «εν γαστρί έλαβεν η παρθένος» αλλά ότι «λήψεται (θα συλλάβη δηλαδή)» αφού ομίλησε προγνωστικώς…

Αλλά και οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι μας χλευάζουν, και ισχυρίζονται ότι ήταν αδύνατον ο Χριστός να γεννηθή από παρθένο. Τους εθνικούς κατ’ αρχήν θα τους αποστομώσωμε από τους ιδίους τους μύθους των. Σεις λοιπόν οι οποίοι υποστηρίζετε ότι είναι δυνατόν λίθοι ριπτόμενοι να μεταβάλλωνται σε ανθρώπους, πώς ισχυρίζεσθε ότι είναι αδύνατον να γεννήση παρθένος; Σεις που μυθολογείτε ότι έχει γεννηθή θυγατέρα από τον εγκέφαλο του πατέρα της, πώς λέγετε ότι είναι αδύνατον να γεννηθή υιός από παρθενικήν γαστέρα; Σεις που ισχυρίζεσθε ψευδώς ότι ο Διόνυσος εκυοφορήθη από τον μηρόν του Διός σας, πώς απορρίπτετε την ιδική μας αλήθεια; Γνωρίζω ότι με αυτά που λέγω υποτιμώ το πνευματικόν επίπεδο του ακροατηρίου αυτού, αλλά ανέφερα αυτά τα επιχειρήματα από την μυθολογία τους ώστε, όταν χρειασθή, να τους εντροπιάσης εσύ με τα ιδικά τους. Προς δε τους Ιουδαίους απάντησε με την εξής ερώτηση: Ποίον είναι δύσκολο, να γεννήση μία γυναίκα ηλικιωμένη και στείρα, στην οποίαν έχουν εκλείνει οι προϋποθέσεις της γονιμότητος, ή μία νεαρά παρθένος; Στείρα ήταν η Σάρρα, και ενώ το γεννητικό της σύστηνα είχε παύσει να λειτουργή, εγέννησε με τρόπον υπερφυσικό. Και το να γεννήση λοιπόν στείρα, και το να γεννήση παρθένος είναι ξένο προς την φύση. Ή θα απορρίψης λοιπόν και τα δύο ή θα δεχθής και τα δύο. Διότι ο ίδιος Θεός είναι που πραγματοποίησε και εκείνο στην στείρα και τούτο στην Παρθένο.

[Πολλά άλλα θαυμαστά γεγονότα ημπορούμε να υπενθυμίσωμε από την ιστορία των Ιουδαίων], αλλά αυτοί δεν πείθονται με αυτά, εάν δεν πληροφορηθούν πειστικώς με άλλες παρόμοιες και παράδοξες περιπτώσεις αντιθέτων προς την φύση τοκετών. Υπόβαλέ τους λοιπόν την εξής ερώτηση: Η Εύα, η πρώτη γυναίκα, από ποιόν εγεννήθη; Ποία μητέρα την συνέλαβε, αφού δεν υπήρχε άλλη γυναίκα; Απαντά η Γραφή, ότι εδημιουργήθη από την πλευρά του Αδάμ. Άραγε λοιπόν η μεν Εύα εγεννήθη από την πλευρά του ανδρός χωρίς μητέρα, όμως δεν ημπορεί να γεννηθή παιδί άνευ ανδρός από παρθενικήν γαστέρα; Την χρεωστούσε στους άνδρες το γένος του θήλεος αυτή την χάρη, διότι η Εύα εγεννήθη από τον Αδάμ και μάλιστα χωρίς να συλληφθή από μητέρα, αλλά προήλθε μόνον από άνδρα. Ανταπέδωσε λοιπόν η Μαρία το χρέος της χάριτος, γεννώντας με την δύναμη του Θεού, χωρίς την συμμετοχήν ανδρός, αλλά αφθόρως, μόνη της, «εκ Πνεύματος Αγίου».

Ας αναφέρωμε όμως και το ακόμη μεγαλύτερο θαύμα. Διότι το να γεννηθούν σώματα από άλλα σώματα, αν και παράδοξον, είναι όμως δυνατόν. Το να γίνη όμως το χώμα της γης άνθρωπος, αυτό είναι θαυμαστότερον. Το να σχηματισθούν οι χιτώνες των οφθαλμών μόνον από μίγμα πηλού και να δέχωνται τις φωτεινές ακτίνες, αυτό είναι επίσης θαυμαστότερον. Το να δημιουργήται από ένα και το αυτό χώμα και η σκληρότης των οστών και η απαλότης των πνευμόνων, και οι διάφορες άλλες μορφές και δομές των μελών, αυτό είναι το θαυμαστόν. Το να λάβη ζωήν ο πηλός και να περιέρχεται αυτοκινήτως την οικουμένη και να οικοδομή, αυτό είναι το θαυμαστόν. Το να διδάσκη ο πηλός και να ομιλή, να κτίζη και να βασιλεύη, αυτό είναι το θαυμαστόν. Ω αμαθέστατοι Ιουδαίοι, από πού λοιπόν έγινεν ο Αδάμ; Δεν «έλαβεν ο Θεός χουν από της γης» και έπλασεν αυτό το θαυμάσιον πλάσμα; Έπειτα, ο πηλός ημπορεί να μεταβληθή σε οφθαλμό, και η παρθένος να γεννήση δεν ημπορεί; Εκείνο που είναι εντελώς έξω από τις ανθρώπινες δυνατότητες ημπορεί να γίνη, και αυτό που είναι σχεδόν σ’ αυτά τα πλαίσια δεν γίνεται;

Ας κρατούμε αυτά στην μνήμη μας, αδελφοί. Αυτά τα όργανα ας χρησιμοποιούμε για να αμυνώμεθα. Να μην ανεχώμεθα τους αιρετικούς, οι οποίοι διδάσκουν ότι είναι φανταστική η ένωσις των δύο φύσεων στον Χριστόν. Ας περιφρονήσωμε και αυτούς που λέγουν πως η γέννησις του Σωτήρος έγινε με την συνέργεια ανδρός και γυναικός, αυτούς οι οποίοι ετόλμησαν να ειπούν ότι προήλθε από τον Ιωσήφ και την Μαρία, επειδή γράφει «και παρέλαβε την γυναίκα αυτού». Ας ενθυμηθούμε τον Ιακώβ, ο οποίος πριν λάβη την Ραχήλ έλεγε στον Λάβαν: «Απόδος την γυναίκα μου». Όπως δηλαδή εκείνη ονομάζετο γυναίκα του Ιακώβ, πριν ακόμη τον γάμο και μόνο με την υπόσχεση που είχε δοθή, έτσι και η Μαρία, άπαξ και εμνηστεύθη ονομάζετο γυναίκα του Ιωσήφ. Και πρόσεξε την ακρίβεια του Ευαγγελίου, που λέγει «εν δε τω μηνί τω έκτω απεστάλη ο Άγγελος Γαβριήλ από του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ης όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ» και τα λοιπά. Και πάλιν, όταν ήταν η απογραφή, και ο Ιωσήφ ανέβη για να απογραφή, τί λέγει η Γραφή; «Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας, απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί ούση εγκύω». Ήταν έγκυος λοιπόν. Δεν είπεν όμως «τη γυναικί αυτού», αλλά «τη μεμνηστευμένη αυτώ». Πράγματι, όπως λέγει ο Παύλος, «εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού», ο οποίος εγεννήθη όχι από άνδρα και γυναίκα, αλλά «γενόμενον εκ γυναικός» μόνον, που σημαίνει από παρθένο. Το ότι και η παρθένος λέγεται γυναίκα το προαπεδείξαμε. Από παρθένο λοιπόν εγεννήθη ο παρθενοποιός των ψυχών.

Αλλά απορείς με αυτό το γεγονός; Και αυτή η ιδία που τον εγέννησε ευρίσκετο σε απορία. Επειδή λέγει προς τον Γαβριήλ: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;». Και αυτός απαντά: «Πνεύμα Αγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι. Διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται, Υιός Θεού». Αχραντος και αρρύπαρος η γέννησις. Διότι όπου πνέει το Αγιον Πνεύμα, εξαφανίζεται κάθε μολυσμός. Είναι αρρύπαρος η ένσαρκος γέννησις του Μονογενούς από την Παρθένο. Και αν αντιδρούν οι αιρετικοί προς την αλήθεια, θα τους ελέγξη το Πνεύμα το Άγιον. Θα αγανακτήση η Δύναμις του Υψίστου, η οποία επεσκίασε την Παρθένο. Θα έλθουν αντιμέτωποι με τον Γαβριήλ κατά την ημέρα της Κρίσεως. Θα τους καταισχύνη ο τόπος της Φάτνης, ο οποίος εδέχθη τον Δεσπότη. Θα καταθέσουν ως μάρτυρες οι ποιμένες που ευηγγελίσθησαν τότε, και η στρατιά των αγγέλων που έψαλλαν και υμνούσαν και έλεγαν. «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Θα μαρτυρήσουν ο Ναός, στον οποίον οδηγήθη την τεσσαρακοστήν ημέρα. Τα ζεύγη των τρυγόνων που προσεφέρθησαν υπέρ αυτού και ο Συμεών, ο οποίος τότε τον ενηγκαλίσθη και η Προφήτις Άννα που ήταν παρούσα. Αφού λοιπόν μαρτυρεί ο Θεός και συμμαρτυρεί το Αγιον Πνεύμα και ο Χριστός λέγει: «Τί με ζητείτε αποκτείναι, άνθρωπον oς την αλήθειαν υμίν λελάληκα», ας κλείσουν τα στόματά τους οι αιρετικοί που αντιλέγουν στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού. Πράγματι έρχονται σε διαφωνία με αυτόν που λέγει: «ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα». Ας προσκυνήσωμε τον Κύριο που εγεννήθη από Παρθένο, και ας μάθουν οι παρθένοι το έπαθλο της πολιτείας των. Ας μάθη και των μοναχών το τάγμα την δόξα της αγνότητος. Διότι δεν έχουμε στερηθή το αξίωμα της αγνότητος. Στην γαστέρα της Παρθένου έμεινεν ο Σωτήρ, εννέα μήνες και έγινεν ο Κύριος άνδρας τριάντα τριών ετών. Ώστε αν η Παρθένος καυχάται για το διάστημα των εννέα μηνών που τoν εκράτησε μέσα της, πολύ περισσότερον εμείς που τον είχαμε τόσο πολλά έτη κοντά μας.

Ας τρέξωμε λοιπόν όλοι, με την χάρη του Θεού, στον δρόμο της αγνότητος, «νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων», όχι ζώντας με ακολασίες, αλλά υμνώντας το όνομα του Χριστού. Να μην αγνοήσωμε την δόξα της αγνότητος, διότι είναι αγγελικός ο στέφανος και υπεράνθρωπον το κατόρθωμα. Ας σεβασθούμε τα σώματα, που μέλλουν «να λάμψουν ως ο Ήλιος». Μη μολύνωμε για μία στιγμιαίαν ηδονή το σώμα, που έχει τοιαύτην και τόσο μεγάλην αξία. Πράγματι, η αμαρτία είναι σύντομος και προσωρινή, η εκτροπή όμως είναι πολυετής και αιώνιος. Άγγελοι που περιπατούν επάνω στην γη είναι όσοι αγωνίζονται για την αγνότητα. Οι παρθένοι θα ευρίσκωνται μαζί με την Παρθένο Μαρία.

Ας εξορισθή κάθε καλλωπισμός και κάθε ολέθριον βλέμμα, κάθε βάδισμα συρόμενο και κάθε ένδυμα και άρωμα προκλητικόν. Ας είναι για όλους μας άρωμα η ευωδία της προσευχής και των αγαθών πράξεων και ο αγιασμός των σωμάτων, ώστε ο Κύριος, ο οποίος εγεννήθη από την Παρθένον, να ειπή και για μας, τους άνδρες που ζουν με αγνότητα, και τις γυναίκες που στεφανώνονται γι’ αυτήν: «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονταί μοι λαός». Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.


[4ος αιών - Κατηχήσεις Αγίου Κυρίλλου (ΙΒ' προς τους Φωτιζομένους, Εκδόσεις Ετοιμασία), σελ. 214. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 609 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς]

Πηγή: www.alopsis.gr 




Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ!

Μακαριστός Ιωάννης Κορναράκης καθ. Πανεπ. Αθηνών:

...Γράφετε, σεβαστοί πατέρες,(σ.σ. ομιλεί για το κείμενο Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού) ότι οι οικουμενιστές πατριάρχες και λοιποί, αυτήν την παναίρεση του οικουμενισμού: 


«την διδάσκουν “γυμνή τη κεφαλή”, την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στήν πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως μέ τούς αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων και ποιμαντικές συνεργασίες»!

Με το κείμενο αυτό, περιγράφετε κατά λέξη τον ΙΕ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας, ο οποίος σας δίνει το δικαίωμα να διακόψετε το μνημόσυνο των πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ!
Εν τούτοις, με την στάση σας αυτή, παραλογίζεσθε.
Διότι αποφαίνεσθε ότι, οι οικουμενιστές «θέτουν εαυτούς εκτός της Εκκλησίας», εφ’ όσον παραβαίνουν κανόνες της Εκκλησίας.
Αλλά, άραγε, είναι εντός της Εκκλησίας οι ιερείς εκείνοι, οι οποίοι καταγγέλλουν ανωνύμως, απλώς με χαρτοπόλεμο -ανιαρό και ανίερο-, πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους;
Επιπλέον, τους αναγνωρίζουν, τους κάνουν, κάποτε, και δώρα, και δημοσίως τούς χαρακτηρίζουν ορθοδόξους θεολόγους;

Την στιγμή πού δεν κάνουν οι ίδιοι χρήση του κανόνος που γνωρίζουν, αλλά συμπορεύονται με αυτούς, τους οποίους αναγνωρίζουν και καταγγέλλουν ως οικουμενιστές, πρέπει να μην είναι, και αυτοί, μέλη της Εκκλησίας.
Θα ήσαν μέσα στην Εκκλησία, εφ’ όσον θα διέκοπταν το μνημόσυνο των οικουμενιστών προϊσταμένων τους· και, τότε, σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, θα ήσαν «ορθόδοξοι μετά τιμής της πρεπούσης», επειδή:
«ουχί σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτό, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδοεπισκόπων αυτών» (Πηδ. σ. 358).

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Μεγαλομάρτυς ἡ Φαρμακολύτρια (22 Δεκεμβρίου)






Από οικογένεια Συγκλητικών

Γεννήθηκε στην Ρώμη την εποχή που αυτοκράτορας στην αμαρτωλή και αντίχριστο αυτή πόλη ήταν ο ασεβής τύραννος Διοκλητιανός. Ο αυτοκράτορας εκείνος ήταν από τους πιο θηριώδεις διώκτες του Χριστιανισμού.
Η οικογένεια της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας ήταν πλούσια και ευγενεστάτη. Ήταν οικογένεια Ρωμαίου συγκλητικού. Ο πατέρας της ονομαζότανε Πραιτεξτάτος και ήταν δυστυχώς εθνικός, ειδωλολάτρης. Η μητέρα της όμως Φλαβία ήταν Χριστιανή, ευσεβής και γι αυτό την βάφτισε την Αναστασία και την ανέθρεψε σύμφωνα με την Χριστιανική Πίστη.
Η μικρή Αναστασία δυστυχώς έμεινε πολύ ενωρίς ορφανή από την ευσεβή μητέρα της. Ευτυχώς όμως την φροντίδα της περαιτέρω ανατροφής και μορφώσεώς της την ανέλαβε ένας ενάρετος και συνετός διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσόγονος. Δεν ήταν ένας τυχαίος διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσογόνος. 

Παρθενία και ταπείνωση

Η νεαρή κόρη θυμόταν πάντοτε τις συμβουλές της αγίας μητέρας της. Ζούσε κάτω από την καθοδήγηση του σοφού διδασκάλου Χρυσογόνου και προέκοπτε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Γνώριζε τώρα τον Αληθινό Θεό και με πλήρη επίγνωση Τον λάτρευε, καταφρονώντας τα είδωλα. Η Αναστασία είχε κάλλος σώματος. Ήταν ωραία. Ωραιότερη όμως ήταν στην ψυχή. Γνώριζε τι μεγάλος θησαυρός είναι η παρθενία και πόσον μισθό θα έχουν όσοι μείνουν παρθένοι.
Ο πατέρας της, όπως είπαμε, ήταν μανιακός ειδωλολάτρης και χωρίς η Αναστασία να το θέλει, την πάντρεψε. Της έδωσε κάποιον ειδωλολάτρη, Πόπλιο ονομαζόμενο. Αυτή
προφασιζόταν συχνά ασθένεια και ποτέ δεν θέλησε να έλθει σε σαρκική επικοινωνία με τον ειδωλολάτρη σύζυγο. Έτσι κατόρθωσε και διατήρησε την παρθενία της διά παντός.
Κάθε ημέρα όμως προσευχόταν και φύλαξε τις εντολές του Θεού. Αγωνιζότανε για την σωτηρία της και προσπαθούσε πώς να αρέσει στο Θεό.
Ο Πύπλιος εξάλλου ήταν άσωτος άνθρωπος και την επήρε κυρίως για τα πλούτη της. Έτσι δεν τον πολυαπασχολούσε το ζήτημα της Αναστασίας σαν γυναίκας. Εκείνο, που τον ενδιέφερε αυτόν, ήταν τα χρήματα της, που σπαταλούσε με άλλες ελεύθερες και κοινές γυναίκες.

Έτσι η Αναστασία επωφελείται την ελευθερία της. Στο σπίτι της ζει ζωή ασκητική, κάτω από τις οδηγίες του Χρυσογόνου, του διδασκάλου της, που ήταν θειος της και διετέλεσε έπαρχος Θεσσαλονίκης.
Ήταν η μακαρία και ταπεινή. Η ταπείνωση της ήταν τέτοια, που τακτικά ξεντυνόταν τα πολύτιμα και λαμπρά της φορέματα, ντυνόταν φτωχικά για να μη την γνωρίζουν και πήγαινε με τη δούλη της στις φυλακές.
Εκεί φρόντιζε τους ομολογητές Χριστιανούς. Τους περιποιόταν και τους καθάριζε τις πληγές τους και τα αίματα. Τους καταφιλούσε τις πληγές που είχαν για το Χριστό. Τους παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στους Μάρτυρες και τους βασανιζομένους Χριστιανούς για να μη δειλιάσουν στις πρόσκαιρες τιμωρίες. Τους έδινε τροφές, ενδύματα και ότι άλλο είχαν ανάγκη. όλα δε αυτά τα έκανε κρυφά και ιδίως την νύκτα, για να μη την πάρουν είδηση.
Πώς το κατόρθωνε; Έδινε αρκετά χρήματα στους δεσμοφύλακες και εκείνοι την άφηναν και έμπαινε ελεύθερα μέσα. Φυσικά, όλα αυτά απαιτούσαν χρήματα και χρήματα πολλά.
Αλλά η Αναστασία τα έδινε με απλοχεριά, και με χαρά.

Η Αγία υπό περιορισμό!

Μόλις πληροφορήθηκε ο άνδρας της ο Πόπλιος αυτά, την φυλάκισε και δεν την άφηνε να βγαίνει καθόλου έξω. Δεν άφηνε να δει και να μιλήσει με κανένα. Την φυλάκισε με την κατηγορία, ότι ήταν φαρμακός και ιερόσυλος. Από αυτό ίσως πήρε και το όνομα φαρμακολύτρια. Η Εκκλησία την ονόμασε έτσι διότι έλαβε από τον Θεό δύναμη αργότερα να
θεραπεύει τους πάσχοντες από την δύναμη των δηλητηρίων και των φαρμάκων των φαρμακευτριών, των μαγισσών. Πολλά τέτοια θαύματα αναφέρονται.
Η λύπη της φυλακισμένης Αγίας ήταν ανείπωτη. Στενοχωριόταν αφάνταστα, διότι δεν μπορούσε πια να πηγαίνει στις φυλακές και να περιποιέται τους φυλακισμένους Μάρτυρας.
Δεν μπορούσε να περιποιηθεί και τον διδάσκαλο της Χρυσόγονο, που τον είχε φυλακισμένο και αυτόν ο βασιλιάς, για την πίστι του Χριστού.
Δεν μπορούσε να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουν. Μόνον μέσω μιας γριάς γυναίκας κατόρθωνε και αλληλογραφούσε με τον διδάσκαλο της. Τον παρακαλούσε να δεηθεί στον Θεό να την λυτρώσει από τον απαίσιο σύζυγο της.

Φονεύεται ο σύζυγος της και ελευθερώνεται

Ο Χρυσόγονος, Χριστιανός ενάρετος και φλογερός, πλημμυρισμένος από τη χάρη του Παντοδυνάμου Θεού παρήγγειλε στην Αγία να έχει υπομονή και της προείπε ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άνδρας της και ότι θα μείνει τελείως ελεύθερη, ώστε να μπορεί να τρέχει ελεύθερα στις φυλακές και να περιποιέται τις πληγές των μαρτύρων.
Πράγματι ύστερα από λίγες μέρες με διαταγή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ο άνδρας της Πόπλιος διορίστηκε πρέσβης στους Πέρσες και αναχώρησε για την καινούργια του θέση. Στο δρόμο όμως προς την Περσία εκείνος σκοτώθηκε. Ύστερα απ’ αυτό η Χριστιανή Αναστασία έμεινε ελεύθερη. Μπορούσε, λοιπόν, τότε να τρέχει παντού όπου την καλούσε το Χριστιανικό καθήκον.

Η γενναιότητα της Αναστασίας


Ο μανιασμένος Διοκλητιανός πληροφορείται και για τον Χρυσόγονο, ότι καίτοι φυλακισμένος κήρυττε στους φυλακισμένους αντίθετα προς τις βασιλικές διαταγές. Επίσης έμαθε ότι ενθουσιάζει τους φυλακισμένους και ότι δεν σκέπτεται να υποκύψει στον βασιλιά. Διατάσσει, λοιπόν, τους μεν άλλους να βασανίζουν πολύ, τον δε Χρυσόγονο να τον φέρουν
μπροστά του, σαν κατάδικο στην Ακυϊλία της Ιλλυρίας. Η Ιλλυρία, ήταν η σημερινή Αλβανία και μέρος της Γιουγκοσλαβίας.
Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Χρυσόγονο και τον οδηγούσαν στον αυτοκράτορα. Η Αναστασία ακολουθεί με θαυμαστή γενναιότητα τον διδάσκαλο της. Τον ακολουθεί, λοιπόν, για να ανακουφίζει τα δεινά του.


Το μαρτύριο του Δασκάλου Χρυσογόνου

Ο Δάσκαλος Χρυσογόνος με καταπληκτική παρρησία ομολόγησε την Πίστη του στον μόνο Αληθινό Θεό, θαύμασε βεβαίως ο βασιλεύς, αλλά τυφλωμένος από την πώρωση και τον εγωισμό, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν σε έρημο τόπο.
Εκεί κοντά ζούσε ο ασκητής Ιερομόναχος Ζωίλος. Σ’ αυτόν παρουσιάζεται σε δράμα ο Άγιος Χρυσόγονος και του υποδεικνύει τον τόπο, όπου ήταν το άγιο Λείψανο του.
Με ευλάβεια, τότε, παραλαμβάνει το Ιερό Λείψανο και το ενταφιάζει κοντά στο κελί του.
Εκεί κοντά στο μέρος που πέταξαν το Άγιο Λείψανο του μάρτυρος Χρυσογόνου ζούσαν τρεις ενάρετες αδελφές, η Αγάπη, η Χιονία και η Ειρήνη. Ένα μήνα μετά τον ενταφιασμό του Ιερού Λειψάνου έρχεται με δράμα στον Ιερομόναχο Ζωΐλο ο μάρτυς Χρυσόγονος και του λέγει:
—Ο ασεβής βασιλεύς έμαθε για τις τρεις αδελφές, χριστιανές νέες. Έμαθε, Ζωΐλε, για το χριστιανικό φρόνημα και την αρετή τους και σε 9 μέρες θα τις θανατώσει... Θα έρθει όμως, για να τις ενισχύσει στην πίστη τους η Αναστασία, η οποία και θα τις ενθαρρύνει στην πορεία τους προς το μαρτύριο... Ετοιμάσου και συ Ζωΐλε, διότι και συ θα έρθεις σε λίγο κοντά μας για να απολαύσεις τους καρπούς των κόπων σου, για ν’ ανταμειφθείς για τους αγώνες σου τους πνευματικούς και τις στερήσεις σου...
Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία. Γι’ αυτό, λοιπόν, πήγε αμέσως στο ασκητικό κατοικητήριο του Ζωΐλου και προσκύνησε τον τάφο του Χρυσογόνου.

Εκεί η Αναστασία συνάντησε τις τρεις αδελφές, με τις οποίες εν συνεχεία κατέβηκε προς την Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο είχε την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους, να τις τονώσει και τις εμψυχώσει στην αγάπη του Χριστού και την απόφαση για μαρτύριο. Είπε στις Χριστιανές νέες, ότι πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τα μαρτύρια και τον θάνατο υπέρ του Χριστού με θάρρος, καρτερία, προσευχή και πνεύμα θυσίας. Έτσι και έγινε και οι Αγίες Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη μαρτύρησαν δια πυρός για την Αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εν τω μεταξύ ο Ζωΐλος κοιμήθηκε εν Κυρίω, όπως του είχε προαναγγείλει στην οπτασία ο Χρυσόγονος.

Φυλάκιση και παντοειδή βασανιστήρια της Αγίας Αναστασίας

Έμαθε ο άρχοντας ότι η Αναστασία παρέλαβε τα Λείψανα των Αγίων και τα ενταφίασε και έδωσε διαταγή να φυλακιστεί. Σκόπευε να την τιμωρήσει με βασανιστήρια.
Πληροφορήθηκε, όμως, ότι ήταν από τις ευγενέστερες της Ρώμης. Γι’ αυτό την έστειλε στον Αυτοκράτορα να την δικάσει.
Εκείνος εξέτασε, τι είχε κάμει τα πατρικά της πλούτη. Η μακαρία δε Αναστασία απήντησε με όλη την ειλικρίνεια και το θάρρος της.
—Τα μοίρασα, του είπε, στους φτωχούς αδελφούς μου εν Χριστώ. Σ’ ανθρώπους δηλ. που είχαν ανάγκη. Σε ψυχές, που υπέφεραν για τη δόξα του Χριστού και που βρισκόντουσαν μέσα στις φυλακές, διότι άγριοι, απολίτιστοι και ειδωλολάτρες τους έστειλαν στα μπουντρούμια των φυλακών. Έπειτα ήλθα να προσφέρω το σώμα μου να θυσιαστεί για την αγάπη του Χριστού. Άλλο δεν εξουσιάζω να προσφέρω στον Σωτήρα μου.
Ο βασιλιάς την στέλνει στον Έπαρχο. Ο Έπαρχος την καλόπιασε στην αρχή.
—Γιατί, της λέγει, δεν προσκυνάς τους θεούς, που προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
—Αυτούς τους θεούς (τα ξόανα) τους έκαψα και τους απάλλαξα από τις αράχνες και τις μύγες, που καθόντουσαν επάνω τους και τους βρωμούσαν.
Αγρίεψε τότε ο Έπαρχος και είπε:
—Μα τους θεούς, εγώ θα την παιδέψω πολύ αυτή την ιερόσυλο.
—Θαυμάζω την εξυπνάδα σου, του είπε η Αγία, διότι αυτήν την καλή πράξη, την ονομάζεις ιεροσυλία. Εάν τα άψυχα ξόανα είχαν αίσθηση και κάποια δύναμη, γιατί δεν βοηθούσαν τον εαυτόν τους να μη τους κάψω; Και γιατί δεν με τιμωρούσανε, όταν τους έκαιγα.
Ο Έπαρχος, αφού με όλες τις υποσχέσεις, τις κολακείες και τις φοβέρες, που χρησιμοποίησε, δεν μπόρεσε να της αλλάξει το μυαλό, το ανέφερε στον Αυτοκράτορα.
Ο Αυτοκράτορας την παρέδωσε στον ειδωλολάτρη Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανό, με την υποχρέωση ή να την κάνει ειδωλολάτρισσα ή να την θανατώσει με όποιον τρόπο εκείνος νόμιζε καλύτερα.

Για να την παρασύρει εκείνος, διάλεξε και το εξής δελεαστικό, γλυκό και βασανιστικό μαρτύριο: Στο ένα μέρος τοποθέτησε λαμπρά και πολύτιμα γυναικεία φορέματα, με
φανταχτερά στολίδια. Από το άλλο μέρος έστησε διάφορα φονικά όργανα, τηγάνια, καζάνια, τροχούς, ξίφη, εσχάρες, σιδερένια νύχια κ.λ.π. Νόμιζε ο δυστυχής ότι με τα μέσα αυτά θα την φοβίζει και με τα άλλα θα την δελεάσει.
Η αποτυχία του, όμως, υπήρξε παταγώδης. Διαψεύστηκε στις ελπίδες του ο ταλαίπωρος. Η Αγία δεν φοβήθηκε καθόλου τα φονικά όργανα. Κανένα ίχνος δειλίας η φοβίας δεν έδειξε. Αντίθετα έμενε σταθερή και ακλόνητη στην απόφαση της να μαρτυρήσει, για την Πίστη του Χριστού. Εν τω μεταξύ τρεις διεφθαρμένες γυναίκες ήρθαν δασκαλεμένες από τον βασιλέα, με σκοπό να διαστρέψουν την Αγία. Αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε. Η Αγία έμεινε σταθερή και ακλόνητη στο Χριστό.
Αλλά και ο δικαστής ξεκίνησε να μολύνει την Παρθένο. Στο δρόμο, όμως, τυφλώθηκε από τον Κύριο. Οι δε πόνοι ήσαν τρομακτικοί. Μαζεύτηκαν οι γείτονες και τον μετέφεραν στο σπίτι του ουρλιάζοντας. Δεν μπορούσε, όμως, να ησυχάσει καθόλου από τους πόνους. Κατέφυγε στους ναούς των ειδώλων και ζητούσε βοήθεια. Αλλ’ εις μάτην. Απελπισμένος παρεκάλεσε και τον μετέφεραν τελευταία σ’ ένα απ’ αυτούς. Εκεί ο ταλαίπωρος εν μέσω φρικτών πόνων ξεψύχησε. Τότε ελευθερώθηκε και η Αναστασία και αποφυλακίστηκε.


Παρηγοριά προς την Θεοδότη

Ελεύθερο πουλί πλέον πέταξε η Αναστασία στους αγαπημένους της χώρους των φυλακών των διαφόρων πόλεων, όπου υπήρχαν λευκές, σαν τα κρίνα, χριστιανικές ψυχές φυλακισμένες για την πίστη τους. Σε μια, όμως, πόλη ήταν φυλακισμένη η μάρτυς Θεοδότη. Αυτή είχε υποστεί πολλά μαρτύρια από ένα κόμη, Λευκάδιο ονόματι.
Η Αναστασία την επισκέφθηκε, της διηγήθηκε τα δικά της βασανιστήρια, την εμψύχωσε και την στερέωσε περισσότερο στην Πίστη και στην απόφαση να μαρτυρήσει.
Πληροφορείται τα συμβάντα ο κόμης Λευκάδιος και φυλακίζει την Αναστασία.
Την Θεοδότη, όμως, την έστειλε δεμένη στον ύπατο της Βιθυνίας. Εκείνος προσπαθεί να την πείσει με διαφόρους τρόπους ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Την βασάνισε πολύ.
Αλλ’ εκείνη μένει σταθερή. Η Θεοδότη μαρτύρησε μαζί με τα παιδιά της για την Αγάπη του Χριστού και παρέδωσαν όλοι μαζί τις αγίες ψυχές τους.

Τελευταία μαρτύρια της Αναστασίας
Η Αναστασία βρισκόταν τότε στις φυλακές από τον έπαρχο του Ιλλυρικού. Φιλάργυρος άνθρωπος εκείνος προσπάθησε να της πάρει τα χρήματα, που πληροφορήθηκε ότι έχει.
Γι’ αυτό της λέγει:
—Σαν αληθινή Χριστιανή, που είσαι, πρέπει να περιφρονείς τα πλούτη. Δός τα, λοιπόν, σε μένα και θ’ απολαύσεις την ελευθερία σου.
Επήρε όμως την απάντηση, που έπρεπε.
—Ο Κύριος μας είπε να δίνουμε στους φτωχούς τα υπάρχοντα μας. Σ’ εκείνους δηλαδή που έχουν ανάγκη. Συ τώρα δεν έχεις απολύτως καμία ανάγκη. Αν όμως, φτάσεις σ’ αυτή την κατάσταση, τότε με όλη μου την ψυχή θα σε ενισχύσω.
Θύμωσε τότε ο τύραννος και αμέσως διέταξε να την φυλακίσουν και να της δίνουν ελάχιστο ψωμί. Ίσα να μη πεθάνει. Νόμισε, ο δυστυχής, ότι θα την νικούσε με αυτόν τον τρόπον. Η Αναστασία, όμως ενισχυόμενη από τον Θεό, έπειτα από ένα μήνα βγήκε από τη φυλακή περισσότερο ακμαία, χαρούμενη και θαρραλέα. Αυτό εκνεύρισε τον άρχοντα
πιο πολύ. Την ξαναφυλακίζει, αντικαθιστά τους δεσμοφύλακες και σφραγίζει τις πόρτες, νομίζοντας, ότι εκείνοι της δίνανε τροφή.
Και πάλιν η Αγία έμεινε προσευχόμενη ημέρα και νύχτα. Η δε Θεοδότη, που προ ολίγου μαρτύρησε, παρουσιαζόταν πολλές φορές στο σκοτεινό κελί της φυλακής και της έδινε δύναμη. Ετσι και πάλιν μετά ένα μήνα σφριγηλή και ωραία βγήκε από τη φυλακή.

Την σταυρώνουν και την καίνε

Ο άρχοντας έσκασε από το κακό του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Διατάζει τότε, να την βάλουν σε μια βάρκα με εκατόν είκοσι άλλους καταδίκους ειδωλολάτρες και ένα Χριστιανό,ονόματι Ευτυχιανό. Να πάνε στα ανοιχτά της θάλασσας, να τρυπήσουν την βάρκα και να τους πνίξουν.
Έτσι και έγινε. Οι στρατιώτες τους πηγαίνουν στα βαθειά, τρυπούν τη βάρκα και τους εγκαταλείπουν, περιμένοντας να βυθιστούν. Αλλ’ ώ των θαυμασίων Σου Χριστέ!!
Εμφανίζεται η Θεοδότη στο τιμόνι και κατευθύνει σταθερά την τρυπημένη βάρκα στο γιαλό.
Οι ειδωλολάτρες είδαν το θαύμα κι πίστευσαν. Παρεκάλεσαν δε την Αναστασία και τον Χριστιανό Ευτυχιανό να τους κατηχήσουν στην Αλήθεια του Χριστού. Έτσι πίστευσαν όλοι στο Χριστό και οι εκατόν είκοσι.
Τους υπέβαλε σε μαρτύρια διά να αρνηθούν τον Χριστό ο άρχοντας, αλλά όλοι οι μακάριοι τα υπέμειναν. Αυτά τα έμαθε ο Έπαρχος. Μετά τρεις ημέρες διέταξε να αποκεφαλίσουν τους μόλις πιστεύσαντες, την δε Αναστασία να δέσουν σε πασσάλους και να την κάψουν ζωντανή.
Πράγματι! Την καθήλωσαν κάτω δεμένη και γύρω - γύρω άναψαν φωτιά. Το μαρτύριο ήταν τρομερό, αλλ’ η Αγία το δέχθηκε με χαρά.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον μέσα στις φλόγες η Αναστασία παρέδωκε την αγία της ψυχή στο Θεό, που τόσον αγάπησε εδώ. Ήταν η 22α Δεκεμβρίου


Ενταφιασμός - Ιερός Ναός Μετακομιδή του Λειψάνου


Το Λείψανο της Αγίας το πήρε μια ευγενική γυναικεία ψυχή, Απολλωνία λεγομένη, μέσω της συζύγου του έπαρχου. Ενταφίασε το σώμα στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό εις τιμήν της. Πού ακριβώς ήταν; Δεν αναφέρεται. Πιθανότατα στις Ιλλυρικές ακτές. Κατά την γνώμη ορισμένων στη Ζάρα, απ’ όπου αργότερα μεταφέρθηκε ατό Σίρμιο, την πρωτεύουσα του Ιλλυρικού.
Από εκεί το Λείψανο της μετακομίσθηκε επί Πατριάρχου Γενναδίου (457 - 471) και του αυτοκράτορα Λέοντος Α. (457-474) στην Κωνσταντινούπολη. Εναπετέθη στον Ναό της
Αναστάσεως, εκεί που ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς του Λόγους. Εκεί η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια τελούσε πολλά θαύματα. Από αυτό ονομάστηκε κατόπιν Ναός της Αγίας Αναστασίας.

Ο Όσιος Μαρκιανός Οικονόμος, σύγχρονος του Λέοντος, ανήγειρε προς τιμήν της Αγίας Αναστασίας Ναό μεγαλοπρεπή, που τον εγκαινίασε ο Πατριάρχης Γεννάδιος.

Η Ι. Μονή της Αγίας Αναστασίας έξω από την Θεσσαλονίκη είναι εις τιμήν της. Εντός αυτής φυλάσσεται η Κάρα της Αγίας και μέρος από το δεξιό πόδι της. Η Μονή αυτή κτίστηκε το 833 από την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ σύζυγο του Λέοντος του Σοφού.

Πηγή: xristianos.gr 

Στίχος

Ἀναστασία φάρμακον πιστοῖς μέγα, πᾶν φάρμακον λύουσα, καὶ κεκαυμένη. Καύθη Ἀναστασία πυρὶ δευτέρᾳ εἰκάδι λαύρῳ.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα• ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς 
χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.


Ἀπολυτίκιον ἕτερον Ἦχος δ΄. Οὐ σιωπήσωμεν
Τήν ἀθληφόρον τοῦ Χριστοῦ τήν πανένδοξον, Ἀναστασίαν, οἱ πιστοί ἰκετεύσωμεν, ὅπως Χριστός δεήσεσιν αὐτήν τειχίσηται ἡ μᾶς, ὅνπερ ἐπεπόθησεν 
ὡς νυμφίον οὐράνιον, πάντα ἀποπτύσασα πρός τήν τούτου ἀπόλαυσιν. Κατ’ ἀοράτων γάρ ἔχθρων καί ὁρατῶν μεσίτης πέλει Κυρίω εὐπρόσδεκτος.


Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἔν σοὶ ἐνοικούσης θείας χάριτος 
Ἀναστασία• σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶ
Τὰ πάθη ἡμῶν, τὰ μυσαρὰ καὶ χρόνια, ῥοπῇ μυστικῇ, Ἀναστασία ἴασαι, καὶ ζωὴν ἀκίνδυνον, διανύειν ἡμᾶς, καταξίωσον, ὡς ἂν τῶν θείων ἐντολῶν, 
τρυγήσωμεν πάντες τοὺς ἐνθέους καρπούς.


Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν

Τῶν Μαρτύρων ζηλοῦσα τὴν ἀρετήν, συμπαθείᾳ καρδίας τούτων θερμῶς, ταῖς χρείαις ἑκάστοτε, διηκόνεις θεόπνευστε, καὶ τοὺς ἰχῶρας πίστει, ἐξέματτες 

χαίρουσα, ἐν μηδενὶ θεμένη, τὰ πρόσκαιρα βάσανα• ὅθεν ἐπὶ τέλει, συσχεθεῖσα καὶ πόνους, πολλοὺς ὑπομείνασα, στερροτάτως ἐνήθλησας, Ἀναστασία

πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεπώνυμος οὖσα, πεπτωκότα με νῦν ἀνάστησον ταῖς πρεσβείαις σου, ἐκ τῶν θαυμάτων τῶν σῶν, σταγόνα ἐπιστάξασα, 
Μάρτυς τῇ ψυχῇ μου, καὶ τὸν φλογμὸν τῆς δεινῆς ἁμαρτίας κατασβέσασα• τὸν κόσμον γὰρ διασῴζεις ἐκ παθῶν πολυτρόπων ἑκάστοτε, ὧν περ κἀγὼ 
πεπείραμαι• σὺ γὰρ πάντα τοῖς πᾶσι παρέχουσα, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Μεγαλυνάριον
Φάρμακα προχέουσα μυστικά, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά, ὦ Ἀναστασία, τῇ θείᾳ ἐνεργείᾳ• διὸ τὰς χάριτάς σου, πάντες κηρύττομεν.



Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος, Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καὶ Προεόρτια τῶν Γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. (20 Δεκεμβρίου)




ΑΘΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ


Όταν  βασίλευε ο Τραϊανός, επίσκοπος στην Αντιόχεια ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (αυτός που φέρει μέσα του τον Θεό). Λένε κάποιοι ότι τον Ιγνάτιο τον πήρε στα άγια χέρια του ο Δεσπότης Χριστός, όταν ήταν ακόμη μικρό βρέφος, κατά την ώρα της διδασκαλίας του.  Σε μια στιγμή, ενώ δίδασκε στα Ιεροσόλυμα, είπε στον λαό:
- Όποιος δεν ταπεινώνει τον εαυτό του σαν αυτό το μικρό παιδί, δεν μπορεί να μπει στην βασιλεία των Ουρανών και όποιος υποδεχτεί ένα απ’ αυτά τα παιδιά στο όνομά μου, εμένα δέχεται.


Αυτά λέγοντας ο Δεσπότης Χριστός μίλησε για την μελλοντική προκοπή  και  πρόοδο του παιδιού, φανερώνοντας ξεκάθαρα την αποστολική του διδασκαλία.

Αυτός, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, μαζί με τον Πολύκαρπο, έγινε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Αργότερα, ο Πολύκαρπος, για τον μεγάλο ζήλο και την αγάπη που έδειξε στον Χριστό, έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Ό Ιγνάτιος, χειροτονήθηκε ιερέας από τους ιερούς Αποστόλους, ψηφίστηκε επίσκοπος Αντιοχείας. Από τους αποστόλους έμαθε πολλά που έπρεπε να γνωρίζουν οι ιερείς και μαζί τους κόπιασε πολύ, βασανίστηκε να κηρύττει το λόγο της πίστης και κακοπάθησε ο ζηλωτής των αποστόλων, διδάσκοντας τα  έθνη. Και, τέλος, γενόμενος διάκονος των μυστηρίων του Χρίστου, παραδόθηκε στ' άγρια θηρία και μαρτύρησε με πρωτοφανή αγριότητα, όπως θα γράψουμε παρακάτω.

Μετά την νίκη κατά των Ταρτάρων ο Τραϊανός φούσκωσε από υπερηφάνεια. Έτσι, άρχισε χειρότερο πόλεμο κατά των Χριστιανών, για να τους αναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, επειδή νόμισε ότι αυτοί τον βοήθησαν στην νίκη του κατά των Ταρτάρων. Έστειλε λοιπόν, σ’ όλα τα  κάστρα προσταγές ότι όσοι χριστιανοί δεν θελήσουν να θυσιάσουν στα είδωλα να τους βασανίζουν πρώτα σκληρά και κατόπιν να τους θανατώνουν χωρίς έλεος.

Ο Τραϊανός βρισκόταν στην Αντιόχεια και ετοίμαζε πόλεμο κατά των Περσών και μερικοί του μίλησαν για τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο όποιος δίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνούν κάποιον νέο Θεό που πέθανε πάνω στον Σταυρό και την τρίτη μέρα αναστήθηκε. Επίσης, να φυλάνε παρθενία και να μισούν κάθε απόλαυση και καλοπέραση της ζωής. Και το χειρότερο απ' όλα να καταφρονούν τους θεούς και τις διαταγές των αρχόντων.

Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Τραϊανός, θύμωσε τοσο  πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την οργή του. Ποιος τάχα ήταν αυτός ο επίσκοπος που αψηφούσε τις διαταγές του; Ποιός ήταν αυτός ο επίσκοπος που όχι μόνο δεν προσκυνούσε τους θεούς του, αλλά παρακινούσε των άλλους ν’  ασεβούν; Θάνατος σ' αυτόν τον επίσκοπο. Αυτοί οι λογισμοί του, έπρεπε να πραγματοποιηθούν αμέσως. Γι’ αυτό πρόσταξε άγρια τους ακολούθους του:

-    Φέρτε τον αμέσως στο θέατρο. 
Ό Ιγνάτιος, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν  φαντάστηκε ότι θ’ αντιμετώπιζε έναν τόσο σκληρό και απάνθρωπο βασιλιά.
 
-    Συ είσαι ο Θεοφόρος εκείνος Ιγνάτιος -του λέει ο Τραϊανός με άγριο ύφος- που καταφρονείς τα  προστάγματά μας, διαστρέφεις με την διδασκαλία σου τους Αντιοχείς και παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και το χειρότερο να καταφρονούν τους θεούς μας, αναιδέστατε.

Νόμισε ο βασιλιάς πώς έχει μπροστά του ένα στρατιώτη και τον διατάζει να εκτελέσει μια διαταγή του. Όμως η απάντηση του θαρραλέου επισκόπου ήρθε σαν κεραυνός στο κεφάλι του.
-    Αλίμονο! πώς ονομάζεις θεούς τα  άψυχα είδωλα; Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο όποιος δημιούργησε όλο τον κόσμο· αν τον γνώριζες βασιλιά, θα σου στερέωνε το θρόνο της βασιλείας σου και το στέμμα. 
Τέτοια κεραυνοβόλα απάντηση δεν την περίμενε ο Τραϊανός. Γι' αυτό απαντάει στον Άγιο:
-    Άφησε τις πολυλογίες και προσκύνησε τους θεούς. Θα σε κάνω αρχιερέα του μεγάλου Δία, θα σε ονομάσω πατέρα της βουλής και θα σε τιμούν όλοι.
Τέτοιες μεγάλες τιμές οι αυτοκράτορες των Ρωμαίων δύσκολα έδιναν σε κάποιον. Όμως ο επίσκοπος Ιγνάτιος φαίνεται πώς ήταν για τον Τραϊανό ο άνθρωπος που θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του· ν’  αλλάξει την πίστη των Χριστιανών και να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία.
-    Βασιλιά, του απάντησε ο άγιος, είσαι γενναιόδωρος και σπουδαία είναι τ’ αξιώματα πού μου προσφέρεις. Τι ανάγκη έχω εγώ από τέτοιες τιμές, πού είμαι ιερέας του αληθινού Θεού, στον όποιο θυσιάζω κάθε μέρα θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να του θυσιάσω των τον εαυτό μου.

Για την αγάπη του μπορώ να θανατωθώ με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί Αυτός ο αθάνατος έπαθε θεληματικά για μένα. Επομένως, ακόμη και αν με παραδώσεις στα θηρία η σε ξίφος η με σταυρώσεις η με οδηγήσεις σε οποιοδήποτε πικρότατο θάνατο, ποτέ  δεν θα προσκυνήσω τα  δαιμόνια· ούτε κανένα θάνατο φοβούμαι και ούτε επιθυμώ πράγματα προσωρινά και επίγεια, αλλά ποθώ και επιθυμώ μόνο τα αιώνια. Μάθε, βασιλιά, πώς όλη μου η σκέψη και η καρδιά είναι στον Χριστό και επιθυμώ να πάω κοντά του με πικρό και επώδυνο θάνατο, επειδή και Αυτός πέθανε από αγάπη για μένα.

Στα λόγια αυτά του αγίου οι συγκλητικοί, για να τον περιγελάσουν, όπως νόμιζαν, του απάντησαν.
-    Τί λες; ομολογείς και συ μαζί μας πώς ο Θεός σου πέθανε; Και αν αυτός θανατώθηκε με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο, πώς μπορεί να ωφελήσει τους δούλους του; 
Ο Ιγνάτιος τους απάντησε με θεία φώτιση. 
- Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μου και Κύριος, πρώτα έγινε άνθρωπος και για την σωτηρία μας υπέμεινε με την θέλησή του τον Σταυρό και τον θάνατο, αλλά την τρίτη μέρα αναστήθηκε, αφού κατέλυσε την δύναμη του διαβόλου και μας έσωσε από την προπατορική αμαρτία. Και αφού ανέβηκε στους ουρανούς -από τους οποίους κατέβηκε ως άνθρωπος από την αειπάρθενο Μαρία- μας συνανύψωσε και μας χάρισε περισσότερα αγαθά. Ενώ οι δικοί σας θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν μπορούν να σας δώσουν κανένα καλό, αλλά σας έδωσαν περισσότερα πράγματα επιζήμια και βλαβερά. Δεν είναι θεοί, αλλά καταστροφικοί και αμαρτωλοί άνθρωποι που πέρασαν την ζωή τους αισχρά, άσχημα και ως υπαίτιοι πολλών θανάτων καταδικάστηκαν με αιώνιο θάνατο. Όπως φαίνεται στα βιβλία σας, ο πρώτος και μεγαλύτερος από τους θεούς, κατά την πλάνη σας, πέθανε στην Κρήτη και τον ενταφίασαν σ’ ένα όρος κοντά στο μεγάλο Κάστρο, το όποιο μέχρι σήμερα εξαιτίας αυτού του τάφου το ονομάζουν Όρος του Δία. Οι χωρικοί το λένε βαρβαρικά Γιούκουτα και οι Ιταλοί Monte Iovis, δηλαδή Όρος του Δία. Ο Ασκληπιός, αφού κατακάηκε από αστραπή, ξεψύχησε. Ο τάφος της Αφροδίτης στην Πάφο μέχρι σήμερα φαίνεται. Ό Ηρακλής πυρπολήθηκε από φωτιά και έτσι όλοι οι υπόλοιποι θεοί σας, ως καταστροφείς και κακοί, χάθηκαν κακήν κακώς με διάφορους τρόπους.
 
Καθώς διηγούνταν αυτά ο άγιος, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν να μη φανερωθεί περισσότερο η πλάνη τους και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό και γι’  αυτό αποφάσισαν να τον φυλακίσουν μέχρι να τον εξετάσουν πάλι. Όμως, όλη την νύχτα ο βασιλιάς σκεπτόταν τίι να κάνει, για να γλιτώσει από την παρουσία του Ιγνατίου, ώστε να μην παρασύρει και άλλους Έλληνες στην δική του πίστη ως λόγιος που ήταν. Η διαβολική του σκέψη επικράτησε. Να τον φάνε τα  θηρία, για να εξαφανίσει κάθε ίχνος του αγίου και να μην έχουν τους χριστιανοί κανένα λείψανο του και φέρουν αναταραχή στην ηρεμία της Αντιόχειας. Την σκέψη του αυτήν την συζήτησε και με την σύγκλητο, η οποία την βρήκε σωστή. 

- Βασιλιά, του είπαν οι συγκλητικοί, η σκέψη σου είναι η καλύτερη. Να τον φάνε τα  θηρία, αλλά να τον στείλουμε στην Ρώμη δεμένο και εκεί να τον ρίξουν στα άγρια θηρία, για δύο λόγους. Ο πρώτος, να μη θανατωθεί στην Αντιόχεια και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντας τα  κόκκαλά του σε αγιασμό κατά την τάξη και συνήθειά τους. Ο δεύτερος, με ένα τέτοιο δρόμο μακρινό να κακοπάθει, να ταλαιπωρηθεί και να θανατωθεί ως κακούργος σε ξένη γη, ώστε να μην αξιωθεί να έχει καμιά επιμέλεια και ενθύμηση μετά τον θάνατο του. 

Το σατανικό τους σχέδιο, λοιπόν, μπαίνει σ’ εφαρμογή. Τον βγάζουν από την φυλακή και πριν τον στείλουν στην Ρώμη, ξαναδοκιμάζει ο δαιμονισμένος Τραϊανός ν’  αλλάξει την πίστη του αγίου. Με υποσχέσεις και μεγάλα αξιώματα, με πλουτισμό, με φοβέρες για βασανιστήρια και τιμωρίες σκληρές, προσπαθεί να κερδίσει την μάχη. Όμως, δεν μπόρεσε να κλονίσει καθόλου τον «πύργο» της ομολογίας του και γι’  αυτό, απελπισμένος από την αποτυχία του, διέταξε να τον δέσουν και να τον στείλουν στην Ρώμη, προκειμένου να εκτελεστεί η απόφαση που πήραν για τον θάνατο του. 

Αλυσοδεμένος σφιχτά σαν κακούργος, παραδίνεται σ’ ένα στρατιωτικό τάγμα, για να τον οδηγήσει στην Ρώμη, όπου επρόκειτο να τον ρίξουν στο θέατρο, όταν θα είχαν μεγάλη πανήγυρη και πολύ κόσμο, με σκοπό να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία. 

Έτσι, ενώ ο Τραϊανός εκστρατεύει κατά και Περσών, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγείται στην Ρώμη. Η χαρά του είναι μεγάλη. Από καιρό ποθούσε τέτοιο θάνατο, για να πάει κοντά στον Σωτήρα Χριστό. Ευχαριστούσε μεγαλόφωνα τον Κύριο. Και κάνοντας προσευχή παρακάλεσε για την Εκκλησία, παραδίδοντας στον Θεό την ποίμνη του με δάκρυα στα μάτια και παρακαλώντας τον να τους σκεπάζει και να τους διαφυλάττει στην ευσέβεια μέχρι τέλους. Έπειτα ακολούθησε τους στρατιώτες με χαρά και αγαλλίαση ψυχής. Τι κι αν έφευγε μακριά από το ποίμνιο του; Η σκέψη του, η καρδιά του, η ευλογία του ήταν παντοτινά σ’ αυτούς. Τους αποχωριζόταν σωματικά, αλλά πνευματικά ήταν κοντά τους. Και καθώς απομακρυνόταν από την Αντιόχεια, τα μάτια της ψυχής του ήταν εκεί. Τους έβλεπε και τους ευλογούσε. Στην Σελεύκεια μπήκε σε πλοίο και περνώντας από την Σμύρνη χαιρέτησε τον Πολύκαρπο και τους άλλους επισκόπους και ιερείς, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν απ’ όλη την Εκκλησία της Ασίας, για να τον δουν, και ν’  απολαύσουν την γλυκύτατη διδασκαλία του. Και, αφού τους ασπάστηκε όλους, τους παράγγειλε να εύχονται για χάρη του να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του, αλλά ν’  αξιωθεί να τον φάνε τα  θηρία, ώστε να συναντήσει γρήγορα τον ποθούμενο Κύριο. Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν τον μεγάλο του πόθο και να μην πικραίνονται για τον θάνατο του, γιατί τους έβλεπε πώς ήταν πολύ λυπημένοι και φοβόταν μην στασιάσουν και τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν έτσι την ποθούμενη οδοιπορία του. Το ίδιο φοβόταν μην κάνουν και οι ευσεβείς στην Ρώμη. Γι’ αυτό, πρόλαβε και τους έστειλε επιστολή γράφοντας αυτά:
 
- Ιγνάτιος, ο καλούμενος και Θεοφόρος, επίσκοπος στην Αντιόχεια της αγίας Εκκλησίας τού Θεού. Προς την φωτισμένη και ελεημένη από τον Θεό Εκκλησία των Ρωμαίων, την οποία χαιρετώ και ασπάζομαι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τον οποίο παρακάλεσα να με αξιώσει να δω τ’ αξιοθέατα και σεβάσμια πρόσωπά σας. Αυτή μου την επιθυμία εισάκουσε ο Πανάγαθος Θεός και να, έρχομαι να σας απολαύσω. Παρακαλώ την αγάπη σας να μη μ’  εμποδίσετε από τον ποθούμενο Χριστό, τον όποιο πηγαίνω να συναντήσω. 

Μόνο προσευχηθείτε σ’ Αυτόν να μου δώσει δύναμη, για να είμαι Χριστιανός με τα  έργα και όχι μόνο με τ’ όνομα. Έτσι γράφω και σ’ όλες τις Εκκλησίες ότι θεληματικά και με προθυμία πεθαίνω για τον Κύριο και αφήνω τα  επίγεια και φθαρτά πράγματα, για ν’  απολαύσω τα  άφθαρτα και αιώνια. 

Μη με λυπηθείτε, λοιπόν, αλλ’  αφήστε να με φάνε τα  θηρία, γιατί είμαι σιτάρι του Θεού και πρέπει να μ’  αλέσουν τα  δόντια των θηρίων, για να βρεθώ στον Χριστό άρτος καθαρός και άγιος. Θα παρακαλούσα να κολακεύσετε τα  θηρία να φάνε όλο το σώμα μου, γιατί τότε θα θεωρούμαι αληθινός μαθητής του Χριστού, όταν δεν δει πλέον ο κόσμος το σώμα μου. Τώρα αρχίζω να είμαι μαθητής Χριτού. Ας έρθουν σε μένα αναρίθμητα βάσανα· φωτιά, θηρία, σταυρός και άλλα δαιμονικά βασανιστήρια, αρκεί μόνο να συναντήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό.

Καλύτερα να πεθάνω γι’  Αυτόν παρά να εξουσιάσω όλα τα  βασίλεια του κόσμου. Γιατί, ποια ωφέλεια παίρνει ο άνθρωπος, αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιώσει την ψυχή του ως άθλιος; Συγχωρείστε με, αδελφοί, και μη μ’ εμποδίσετε σάς παρακαλώ από τον θάνατο, αλλ’ αφήστε με ν’  απολαύσω τον ποθούμενο Χριστό μου με τον θάνατο,  καθώς και αυτός σταυρώθηκε για την αγάπη μου. Δεν είναι για μένα φωτιά που αγαπά την ύλη, αλλά περισσότερο νερό ζωής που μου μιλά μέσα μου, λέγοντάς με να πάω προς τον Πατέρα. Δεν επιθυμώ υλικές τροφές που καταστρέφονται ούτε απολαύσεις της τωρινής ζωής αλλά μόνο ουράνιο άρτο, ο όποιος είναι το σώμα του Ιησού Χριστού Υιού του Θεού. Αυτά σας γράφω από την Σμύρνη την εικοστή Σεπτεμβρίου και υγιαίνετε, αγαπητοί, στο όνομα του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας. Αμήν. 

Αφού έστειλε την επιστολή, τον πήραν οι στρατιώτες και βάδιζαν από την ξηρά, περνώντας πεζοί από τις Τρωάδα, Νεάπολη, Φιλιππούπολη, Μακεδονία και άλλες περιοχές, όπου σε όλες δίδασκε τον λόγο του Θεού, στηρίζοντας τους επισκόπους και πρεσβυτέρους και νουθετώντας τους νεωτέρους να είναι σταθεροί στην ευσέβεια. Και αφού διέπλευσε το Αδριατικό και Τυρρηνικό πέλαγος, έφτασε στην Ρώμη και παραδόθηκε από τους στρατιώτες στον έπαρχο της πόλης.
Όταν αυτός είδε τα  γράμματα και τις προσταγές του βασιλιά, φυλάκισε αυστηρά τον άγιο.

Όταν είχαν μεγάλη πανήγυρη, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, όχι μόνο για την γιορτή αλλά και για να δουν τον Ιγνάτιο. Η φήμη κυκλοφόρησε παντού, ότι έφεραν τον επίσκοπο Αντιοχείας να τον ρίξουν στα θηρία για διασκέδαση του λαού. Γι’ αυτό το λόγο συγκεντρώθηκαν αμέτρητοι από παντού για να δουν. Τότε τον έφεραν οι στρατιώτες και τον παρουσίασαν στο θέατρο. Ο άγιος, όταν είδε τόσο πλήθος λαού, δεν κλονίστηκε στην πίστη του και στον πόθο για τον Χριστό αλλά με γενναίο και σταθερό φρόνημα είπε:
- Άντρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου, να ξέρετε ότι δεν έκανα κανένα έγκλημα ούτε έφταιξα σε τίποτα, για να είμαι άξιος θανάτου. Αλλ’ αυτόν τον θάνατο τον δέχομαι σήμερα θεληματικά και χαρούμενα, για να συναντήσω τον αληθινό Θεό, τον όποιο διψώ και επιθυμώ ν’ απολαύσω. Και επειδή είμαι σιτάρι δικό του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων, για να του γίνω άρτος καθαρός και άσπιλος.

Αυτά αφού είπε, παρακάλεσε τα  λιοντάρια και τον κατέφαγαν ολόκληρο, όπως ο ίδιος ποθούσε. ΙΙοια ψυχική δύναμη στ’ αλήθεια είχε ο άγιος μπροστά στα θηρία σε μια τέτοια δύσκολη ανθρώπινη ώρα! Ποια ανείπωτη αγάπη και πόσο πόθο έκρυβε στην καρδιά του και στο σώμα του ολόκληρο ο άγιος, για να υποστεί αυτό το φρικιαστικό θέαμα! Γλυκύτατε Ιησού! Όλα για την αγάπη σου, όχι μόνο ο άγιος Αντιοχείας, αλλά και πλήθος χριστιανών καθημερινά μαρτυρούσαν και μαρτυρούν για το όνομά Σου.

Από το άγιο σώμα του Αγίου δεν έμεινε τίποτε παρά μόνο λίγα μεγάλα λείψανα, τα  όποια συμμάζεψαν οι πιστοί, αφού τελείωσε το θέαμα. Τα ενταφίασαν σε ξένο επίσημο τόπο με όλες τις καθιερωμένες τιμές και μ’ ευλάβεια μεγάλη στις είκοσι Δεκεμβρίου. Μετά από καιρό μετακόμισαν τα  οστά του στην Αντιόχεια. Μαρτύρησε επί Τραϊανού πιθανόν το 109 η 110 μ.Χ.

Λέγεται ότι μετά τον αγιασμένο του θάνατο έκλαιγαν οι πιστοί στην Ρώμη για την στέρησή του και θρηνούσαν απαρηγόρητα με μεγάλο πόνο στον τάφο του, αγρυπνούντες και υμνούντες ακατάπαυστα τ’ άγιο όνομά του. Ο άγιος τους φανερώθηκε σε όραμα και, αφού τους ασπάστηκε, τους φίλησε και τους παρηγόρησε λέγοντας να μην θρηνούν, αλλά περισσότερο να χαίρονται, γιατί είναι με τον Κύριο. Έτσι καταπράυνε την λύπη τους.

Κάποιοι άλλοι πιστοί και ευσεβείς τον είδαν σε όραμα ιδρωμένο, όπως ήταν στον αγώνα της άθλησής του, και προσευχόμενο για την σωτηρία της πόλης και όλων των χριστιανών.

Τέτοιο ήταν το τέλος του Θεοφόρου, οι αγώνες και η αγάπη του για τον Χριστό. Αυτό το μαρτυρεί και ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, ο όποιος τον εγκωμίαζε πολύ στα συγγράμματά του και τον μνημόνευε. Ακόμη δε και ο πρόεδρος Σμύρνης Πολύκαρπος, ο όποιος τον ακλουθούσε από κοντά στην πορεία του από την Αντιόχεια στην Ρώμη και είδε με τα  μάτια του όσα έπαθε. Ό Πολύκαρπος γράφει σε μια επιστολή του, για να τονώσει την πίστη και την ευσέβεια και Χριστιανών:
- Σάς παρακαλώ, αδελφοί, να έχετε υπακοή και υπομονή, καθώς είδατε και τον μακάριο Ιγνάτιο και πολλούς άλλους και σ’ αυτόν τον απόστολο των εθνών και διδάσκαλο Παύλο και άλλων που πίστεψαν. Όλοι αυτοί δεν έτρεξαν άσκοπα και χαμένα, αλλά κοπίασαν στην πίστη και δικαιοσύνη τού Θεού. Δεν αγάπησαν αυτόν τον ψεύτικο και αμαρτωλό κόσμο αλλά τον Δεσπότη Χριστό, με τον όποιο και συμμαρτύρησαν. Γι' αυτό και απ’ Αυτόν δοξάστηκαν.

Έτσι, λοιπόν, ο θείος Ιγνάτιος, επιθυμώντας να γίνουν τα  θηρία ο τάφος του, κατοίκησε περισσότερο στις ψυχές και φιλόθεων αντρών και όλοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια.

Αλλά και ο βασιλιάς Τραϊανός, ακούγοντας αργότερα τις αρετές αυτού του αγίου και ότι γενναία υπέμεινε το μαρτύριο και με χαρούμενο πρόσωπο, ευχαριστώντας τον βασιλιά που του έδωσε τέτοια ευκαιρία να γίνει ευχάριστη τροφή και θηρίων, τόσο πολύ ευλαβήθηκε τον Ιγνάτιο αλλά και τους άλλους χριστιανούς, επειδή εγκρατεύονταν από κάθε κακή πράξη, νήστευαν, προσεύχονταν όλη τη νύχτα και έκαναν άλλες αξιέπαινες πράξεις, ώστε μετάνιωσε για τα  περασμένα και εξέδωσε διάταγμα να μην σκοτωθεί πλέον κανένας χριστιανός από τους ηγεμόνες και τους άρχοντες.
 Έτσι, όχι μόνο στην ζωή του ο Ιγνάτιος ήταν ωφέλιμος στους χριστιανούς, αλλά και μετά το θάνατο του έγινε καύχημα της πίστης μας στον Χριστό, επίδοση ευσέβειας, παράκληση θλιβομένων, καταφρόνηση της πρόσκαιρης ζωής, εγκράτεια των βλαβερών, καθαρότητα ζωής και διόρθωση σφαλμάτων. Με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που δοξάζεται με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Πηγή: www.impantokratoros.gr 


Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείω έρωτι, επτερωμένος, του σε ψανσαντος, χερσίν αχράντοις, Θεοφόρος ανεδείχθης Ιγνάτιε και εν τη Δύσει τελέσας τον δρόμον σου, προς την ανέσπερον λήξιν εσκήνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομών, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε, Πρεσβεῦε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Tῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα· τούτου γὰρ διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὥσπερ ἀστήρ, καὶ ἀκτῖσι τῶν λόγων λαμπαδουχῶν, τὸν κόσμον ἐφώτισας, καὶ τὸ σκότος ἐμείωσας, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὸν δρόμον, γενναίως διήνυσας, ὑπομείνας κινδύνους, ἐν Ἔθνεσί τε καὶ πόλεσιν· ὅθεν καὶ ὡς σῖτος, τῶν θηρῶν τοῖς ὁδοῦσιν, ἠλέσθης γενόμενος, προσφορὰ τῷ Κυρίῳ σου, Θεοφόρε Ἰγνάτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος

Ἀβραὰμ μὲν ποτε τὸν υἱὸν ἐθυσίαζε, τὴν σφαγὴν προτυπῶν τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος, καὶ νῦν ἐν Σπηλαίῳ σπεύδοντος τεχθῆναι, σὺ δὲ θεόφρον, ὅλον προσήγαγες σαυτόν ὥσπερ σφάγιον, καὶ τῶν θηρίων βρῶμα γενόμενος, σῖτος καθαρὸς ὤφθης τῷ Κτίστῃ σου, ἐν ἀποθήκαις ἐπουρανίαις διαιωνίζων ἀληθῶς, καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν· δι' ὃν πάντα τὸν κόσμον καταλείψας παμμάκαρ, Θεοφόρος προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.


«῾Ο λόγος ὁ καλὸς» ῾Η θεραπευτικὴ δύναμίς του (Ο Άγιος Μακάριος ο Μέγας)





Μνήμη: 19η Ἰανουαρίου


«῾Ο λόγος ὁ καλὸς»
Η θεραπευτικὴ δύναμίς του

Κάποτε ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του
ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Σκήτη τῆς Αἰγύπτου
στὸ ῎Ορος τῆς Νιτρίας.
Σὰν πλησίαζαν στὸν προορισμό τους,
εἶπε στὸν μαθητή του νὰ προπορευθῆ.
῾Ο ὑποτακτικός, καθὼς προχωροῦσε,
συνάντησε ἕναν εἰδωλολάτρη...
῏Ηταν ἱερέας καὶ περπατοῦσε βιαστικά,
κρατώντας ἕνα ξύλο.

— Αἴ, σατανᾶ, ποῦ τρέχεις;...
τοῦ φώναξε ἀπερίσκεπτα ὁ καλόγερος.


Τότε ἐκεῖνος ἐθύμωσε τόσο πολύ,
ὥστε στράφηκε ἐναντίον τοῦ Μοναχοῦ
καὶ τὸν ἐκτύπησε ἀδυσώπητα...



Τελικά, τὸν ἄφησε μισοπεθαμένο...
Κατόπιν, πῆρε τὸ ξύλο
καὶ ἔσπευσε νὰ ἀπομακρυνθῆ...
Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸν εἶδε ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος...
᾿Αμέσως, ἄρχισε νὰ τὸν εὔχεται
μὲ βαθειὰ καλωσύνη:

— ῾Ο Θεὸς νὰ σὲ εὐλογῆ, προκομμένε ἄνθρωπε!...
Νὰ εἶσαι καλὰ ἄνθρωπε τοῦ μόχθου!...
Εἴθε νὰ σωθῆς!... Νὰ σωθῆς!...


῾Ο εἰδωλολάτρης ἐσάστισε...
Πλησίασε τὸν ῞Οσιο καὶ τὸν ἐρώτησε:
— Τί καλὸ εἶδες σὲ μένα, ᾿Αββᾶ, καὶ μοῦ εὔχεσαι νὰ σωθῶ;...
— Σὲ βλέπω νὰ μοχθῆς καὶ νὰ τρέχης...,
τοῦ ἀπάντησε ὁ ῞Οσιος. ...Καὶ δὲν γνωρίζεις, εὐλογημένε,
ὅτι στὰ χαμένα κοπιάζεις...
— Μαλάκωσε καὶ γλύκανε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸν χαιρετισμό σου...,
εἶπε ἤρεμος πιὰ ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων...
Κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ...
Κάποιος ἄλλος ὅμως, ἄθλιος
καλόγερος, μὲ ἔβρισε ὅταν πρὶν ἀπὸ λίγο μὲ συνάντησε...
Κι ἐγὼ ὅμως τὸν ἐσυγύρισα καλά...
Τὸν ἄφησα μισοπεθαμένο ἀπὸ τὰ κτυπήματα...



Καὶ ἀμέσως, πέφτει στὰ πόδια τοῦ ᾿Αββᾶ Μακαρίου, τὰ
ἀγκαλιάζει καὶ τοῦ λέει:
— ῍Αν δὲν μὲ κάνης Μοναχό, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ φύγης!...
῾Ο ῞Οσιος τὸν ἀνεσήκωσε καὶ πῆγαν μαζὶ
ἐκεῖ ποὺ ἦταν κατάκοιτος ὁ μαθητής του...
Τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν μετέφεραν
στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ ῎Ορους τῆς Νιτρίας...
῞Οταν οἱ Μοναχοὶ εἶδαν τὸν εἰδωλολάτρη ἱερέα
μαζὶ μὲ τὸν ᾿Αββᾶ, κατεπλάγησαν!...
Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἐβάπτισαν, τὸν ἔκαναν Μοναχὸ
καὶ ἐξ αἰτίας του πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν Χριστιανοί.

Καὶ ἔλεγε λοιπὸν ὁ ᾿Αββᾶς Μακάριος: ὁ λόγος ὁ κακὸς
καὶ τὸν καλὸ τὸν κάνει κακό... ᾿Ενῶ ὁ λόγος ὁ καλὸς καὶ τὸν
κακὸ τὸν μεταβάλλει σὲ καλό....


«῾Ο λόγος ὁ κακὸς
καὶ τοὺς καλοὺς ποιεῖ κακούς·
καὶ ὁ καλὸς λόγος
καὶ τοὺς κακοὺς ποιεῖ καλούς»