A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Λόγος εγκωμιαστικός περί των Οσίων Πατέρων των εν τούτω τω Αγίω Όρει του Άθω λαμψάντων (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης)






Κυριακή Β' Ματθαίου, των Αγιορειτών Πατέρων 

Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε. Μοναστών και μιγάδων εορτή σήμερον εις την του Χριστού Εκκλησίαν ανέτειλε· τα πλήθη των μοναστών και μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους Αγίων Πατέ­ρων εξέλαμψε. Καινά και κοινά άσματα πάντες κοινώς οι εν τω Όρει πατέρες ψάλατε. Διατί κοινά; Ότι κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του Αγίου Όρους και οι θείοι ούτοι Πατέρες εφάνησαν. Διατί καινά; Ότι καινή και νεοφανής και η τούτων μνήμη· εις μεν τους ανωτέρω και παλαιούς χρόνους ουδαμώς τελουμένη, ήδη δε εις τους καθ’ ημάς καιρούς δικαίως και ευλόγως εορταζομένη. 


Επειδή δεν ήτο δίκαιον, των μεν εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων Οσίων Πατέρων να εορτάζωμεν την μνήμην κοινώς, οίτινες δεν έγιναν αίτιοι τοσούτων αγαθών εις ημάς, των δε εν τω Αγίω Όρει τούτω Αγίων Πατέρων, των αναιρεθέντων υπό τε των απίστων Αράβων και υπό των κακοδόξων λατινοφρόνων, να παραβλέψωμεν την μνήμην αγέραστον, και να μην εορτάζωμε τούτους πάντας κοινώς, οίτινες έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι. Δεν ήτο πρέπον, κοινώς μεν να εορτάζωμεν εν τω Σαββάτω της Τυρινής τους άλλους Όσιους Πατέρας, τους εν τη Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαΐδι ασκήσαντας, οι οποίοι δεν εστάθησαν εις ημάς τόσον ευεργέται, τους δε εν τω Όρει τούτω του Άθω ασκήσαντας θείους Πατέρας, να μην εορτάζωμεν κοινώς ομού πάντας, οίτινες εφάνησαν αληθώς εις όλους ημάς, όσοι κατοικούμεν το Όρος τούτο, παντοδαποί ευεργέται και προστάται και έφοροι· όχι μόνον διά λόγων, αλλά και δι’ έργων όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα· όχι μόνον ζώντες, αλλά και μετά θάνατον.

Ούτοι γαρ, οι τρισμακάριστοι Πατέρες και Όσιοι, τον πρώην άγριον τούτον Άθω, εις θαυμαστήν μετέβαλον ημερότητα. Ούτοι, τον ακατοίκητον τούτον τόπον, κατοικήσιμον έδειξαν και την έρη­μον, πόλιν εποίησαν, με τας ιεράς Λαύρας, και ευαγή Μοναστήρια, και Μονύδρια, και Σκήτας, και Κελλία, τα οποία εις διάφορα μέρη του Όρους έκτισαν και ου μόνον έκτισαν, αλλά και επροίκισαν αυτά με διάφορα υποστατικά, και με πράγματα κινητά και ακίνητα, προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων αδελφών. Και ου μόνον επροίκι­σαν, αλλά και πλήθη μοναζόντων εις αυτά συνήθροισαν. Όθεν διά μέσου αυτών, εδώ όπου πρότερον εκατοίκουν άλογα ζώα και θηρία και δράκοντες, τώρα κατοικούν πανταχού άνθρωποι λογικοί· και όχι μόνον απλώς λογικοί, αλλά άνθρωποι, οι οποίοι με το υλικόν τούτο σώμα, αγωνίζονται να μιμηθούν των ασωμάτων και αΰλων Αγγέλων την πολιτείαν, και παρομοιάζουν με την παρεμβολήν εκείνην των Αγγέλων, την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ και είπε· «Παρεμβολή (στράτευμα) Θεού αύτη»· διά την οποίαν προσφυώς είπε και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος· «ώσπερ αγγέλων παρεμβολή αγίων, ούτω μοναχών πλήθος επί το αυτό, διά παντός εχόντων την διάνοιαν προς Θεόν».

Ούτοι οι θείοι Πατέρες, ως εύοσμα κρίνα, και ως άνθη τερπνά, και ως αγλαόκαρπα δένδρα εδώ βλαστήσαντες, άλλον νοητόν παρά­δεισο τον τόπον τούτον απέδειξαν. Ούτοι ως άγγελοι, εις τα σπή­λαια και εις τας τρώγλας και εις τας κοιλάδας και πεδιάδας και λό­φους και παραθαλασσίους τόπους του Όρους τούτου ασκήσαντες, δεύτερον ουρανόν τούτο απεκατέστησαν όθεν δι’ αυτών, εδώ όπου πρότερον ηκούοντο μόναι οι φωναί των αγρίων ζώων, τώρα ακούονται και λαλούνται πανταχού ύμνοι αγγελικοί και ουράνιοι, εις την αγίαν και ζωοποιόν και υπερούσιον Τριάδα αναφερόμενοι. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτοι οι τρισόλβιοι Όσιοι, ως φιλόπαιδες Πατέρες, τας διδασκαλίας και τύπους και διατάξεις αυτών παρέδωκαν εις ημάς, ως κληρονομιάν πατρικήν τε και αναφαίρετον, και με αυτάς, ωδήγησαν μεν έτι ζώντες, πλήθη μοναχών εις τας ευθείας τρίβους της σωτηρίας· οδηγούν δε και μετά θάνατον πάντας ημάς, τα πνευματικά αυτών τέκνα, εις ζωήν την αιώνιον και ως Ποιμένες αληθινοί μεριμνούν δι’ ημάς, την Ποίμνην αυτών, και μας φυλάττουν από πάσαν ανάγκην και εναντίαν περίστασιν με τας προς Θεόν αενάους πρεσβείας των...

Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ολότελα, οποίαι εστάθησαν ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότε­ρον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον. Επειδή κατά τον ειπόντα σοφόν, πα­τρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί: «πατρίς εκάστω, καθ’ ήν αν τις ευτυχή», με κάθε δίκαιον τρόπον, πρέπει να ονο­μάζεται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος· εις τούτο γαρ κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος πεντήκοντα, άλλος εξήκοντα, και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ευτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτω ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσμα­τα. Διά τούτο και συνηθίζεται να επονομάζωνται από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι, επί παραδείγματι, ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλ’ εκ του ονόματος του Άθωνος και του Αγίου Όρους· οίον (όπως), Πέτρος ο Αθωνί­της· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε και αφορμή από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξαρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εδώ εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι αύτη.

Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί διά το αξιοπιστότερον.

«Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον προσκληρώσαι διέγνων έγωγε... Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής· κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».

Ήγουν, είναι εν βουνόν εις την ήπειρον της Ευρώπης, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των καλογήρων και μοναχών· και από τώρα και ύστερον, έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γενή εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός· θέλω τους διδάσκει εκείνα, τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι· θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα, όσον και διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν και δεν την αφίνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε -το λέγω και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου-, θέλω συστήσει εις τον υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν των εις τούτο το Όρος· και θέλω ζητήσει από τον υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των.

Ταύτην, λοιπόν, την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη, δηλαδή, το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζηται όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ, τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους· αφ’ ού δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, ηξεύροντες ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί: πρώτη, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος σου» και δευτέρα, το «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», απεφάσισαν και αυτοί να φυλάξωσι ταύτας τας δύο εντολάς· και διά μέσου της φυλάξεως των δύο τούτων, να φυλάξωσιν ομού και όλας τας άλλας μερικάς εντολάς του νόμου και των Προφητών, καθώς είπεν ο Κύριος «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»· και ούτω να φθάσωσιν εις την τελειότητα της αρετής, όσον είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους εν τω παρόντι βίω.

Και, λοιπόν, εμιμήθησαν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, όστις πρώτον έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, και δεύτερον, ότι αγαπά και τον πλησίον διότι, καθώς λέγουσιν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο Ματ­θαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς, ευθύς αφ’ ού εβαπτίσθη, ανήχθη εις την έρημον υπό του αγίου Πνεύματος και επειράσθη από τον διάβο­λον με τους τρεις γίγαντας των παθών με την φιληδονίαν, λέγω, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν και ούτω νικήσας ο Κύριος τον διάβολον και τα πάθη ταύτα τα οποία τον προσέβαλον, έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, καθ’ ό και άνθρωπος, εξ όλης του της ψυχής, εξ όλης του της ισχύος, και ότι είναι τέλειος εις την πρώτην εντολήν. Μετά ταύτα δε πάλιν επιστρέφει από την έρημον εις τον κόσμον και κηρύττει το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών και διδάσκει τους ανθρώπους να φυλάττωσι τας θείας και σωτηρίους αυτού εντολάς και να υπομένωσιν όχι μόνον κόπους και ύβρεις και ονειδισμούς διά την αγάπην των αδελφών, αλλά και πάθη και σταυρόν και θάνατον· και ταύτα πάντα ενίκησε με τόσην μεγαλοψυχίαν, ώστε να παρακαλή και δι’ αυτούς τους ίδιους σταυρωτάς, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τοιουτοτρόπως έδειξεν ότι αγαπά και τον πλησίον, όχι μόνον ως τον εαυτόν του, αλλά και πε­ρισσότερον από τον εαυτόν του· και ότι είναι τέλειος και εις την δευτέραν εντολήν, καθώς περί τούτων πλατύτατα και γλαφυρώτατα αναφέρει ο θεοφόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λέγω, εμιμήθησαν τον Κύριον και οι Άγιοι και Θεοφόροι ούτοι Πατέρες. Και κατά το παράδειγμα του Κυρίου, πρώτον μεν έδειξαν ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας και σπήλαια, και εις άλλα διάφορα μέρη του ιερού τούτου Όρους, επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αΰλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαμβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αέναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληρα­γωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινο­φροσύνην, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν με την τελείαν ακτημοσύνη, με την πτωχείαν και των αναγκαίων στέρησιν και ούτω εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, διά μέσου της ησυχίας και της εν τη ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας, επειδή κατά τονμέγαν Βασίλειον «η ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (επιστολ. α')· και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος λέγει ότι «ησυχάζουσα ψυχή και των έξωθεν πραγμάτων απαλλαγείσα, ακριβέστερον των οικείων αγαθών, ή κακών επαισθάνεται». Και το μεν σώμα εκαθάρισαν από την εμπάθειαν, την δε ψυχήν από την ηδυπάθειαν, τον δε νουν από την προσπάθειαν, καθώς φιλοσοφεί ο θεηγόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γινόμενα, και προορώντες τα μήπω γενόμενα. Τί να πολυλογώ; Οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι μένοντες εν τη ησυχία, έφθασαν εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού και εις την τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ’ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν Θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν ώστε, καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν ώσπερ υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί, (τολμά τι νεανικόν ο λόγος) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνω­ριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». (Λόγος εις το Πάσχα και εις τα Γενέθλια).

Αφ’ ού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν, ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφήσαντες την ησυχίαν, εκινήθησαν, άλλος μεν από εν Θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν, άλλος δε, από άλλο· και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίανθείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης εις το νακτίσωσι Λαύρας, Ιερά Μοναστήρια, μονύδρια, Σκήτας, και Κελλία· εις τε τα βόρεια και νότια μέρη του Όρους και εις διάφορα άλλα μέρη αυτού, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν εκείνων, όσοι φεύγουσι τας του κόσμου μέριμνας, έρχονται δε εδώ διά να ζήσωσι μοναχικήν ζωήν ομοίως εκινήθησαν και εις το να οικοδομήσωσιν εν τοις Μοναστηρίοις Ναούς θαυμαστούς, Ναούς παμμεγέθεις και ωραιοτάτους επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· επ’ ονόματι της Παναχράντου Αυτού Μητρός και των Αγίων Αυτού, διά να δοξολογήται ακαταπαύστως εν αυτοίς ο των όλων Θεός· και φαίνεταί μοι ότι, μελετώντες να κτίσωσιν αυτά, έλεγεν εις τον εαυτόν του ο καθείς από τους τρισμακάριστους τούτους Πατέ­ρας το δαβιτικόν έκεινο, «ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ».

Αφ’ ου δε ταύτα πάντα τα ευαγή και ιερά καταγώγια εκ θεμελίων ωκοδόμησαν ούτω, καθώς αυτά βλέπομεν έως της σήμερον, με μυρίους ιδρώτας και κόπους και πειρασμούς, με αδρότατα και βασιλικά έξοδα, με πολλάς οδοιπορίας και ποντοπορίας, με πολλούς κινδύ­νους και αυτής της ιδίας αυτών ζωής και με παράτασιν καιρών και χρόνων πολλών, ακολούθως εφρόντισαν οι φιλαδελφότατοι να προικίσωσιν αυτά με ιερά κειμήλια, με θησαυρούς τίμιων ξύλων και αγίων λειψάνων, με υποστατικά και μετόχια πλούσια και με άλλα κτήματα κινητά και ακίνητα, τόσον διά την ζωοτροφίαν και αυτάρκειαν των ενασκούμενων αδελφών, όσον και διά την υποδοχήν των πτωχών και ξένων και ασθενών, όσοι έρχονται εις αυτά.

Παρέδωσαν δε εις αυτά και νόμους και κανόνας και διατάξεις, πώς πρέπει να ζώσι και να πολιτεύωνται οι εν αυτοίς οικούντες μοναχοί, τόσον εν ταις εξωτερικαίς υπηρεσίαις και διακονίαις των Μοναστηρίων, όσον και εν ταις ιεραίς ακολουθίαις της Εκκλησίας, όπως αυταί αι διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εις τε τα τυπικά των αυτών Μοναστηρίων και εις τας διαθήκας των αυτών αγίων Πατέρων. Με τοιούτον τρόπον συνέστησαν και συνεκρότησαν τα Μονα­στήρια αυτά και τας Σκήτας και τα Κελλία, διά να είναι σχολεία πάσης αρετής, διά να μένωσι των εντολών του Θεού φυλακτήρια, πό­νων ασκητικών φροντιστήρια, αγγελικής πολιτείας εργαστήρια, των εν Παλαιστίνη και εν Αιγύπτω και Σινά και Θηβαΐδι παλαιών και αγίων Κοινοβίων μιμητήρια, των ξένων καταγώγια, των πτωχών καταφύγια, και όλων των χειμαζομένων από την ζάλην και τρικυμίαν του κόσμου λιμένες σωτηριώδεις και ακύμαντοι. Ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων σεμνείων, ως διά δικτύων τινών ή διά δραστικωτάτου μαγνητισμού, ανέσυραν και εσαγήνευσαν οι όσιοι ούτοι από την θάλασσαν και ματαιότητα του κοσμικού βίου, όχι μόνον εκατοντάδας και χιλιάδας ανθρώπων, αλλά και μυ­ριάδας ολοκλήρους πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, βασιλέων, συγκλητικών, ηγουμένων, αρχόντων, και παντός άλλου βαθμού και τάξεως ανθρώπων και ακόμη ολονέν τους ελκύουσιν εις το τάγμα και εις την αγγελικήν πολιτείαν των μοναχών. Τούτους άπαντας προσέφεραν και προσφέρουσι και θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως τόσας θυσίας ευαρέστους, ζώσας και λογικάς και ως τόσα οψώνια καθαρά και γλυκύτατα, ώστε ο πρώην έρημος ούτος Άθως έγινεν ως πολυάριθμος πόλις από το πλήθος των εις αυτόν ευρισκομένων μοναχών και το Πηλούσιον όρος και το Γαλήσιον και ο Λάτρος και αυτό το Σίναιον όρος μικρά και ποταπά εφαίνοντο κατά την ποσότητα των μοναχών, συγκρινόμενα προς το Άγιον τούτο Όρος. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων καταγωγίων εφάνησαν οι θεοφόροι ούτοι πατέρες ότι είναι ακριβείς και τέλειοι φύλακες και της δευτέρας εντολής· και ηγάπησαν τον πλησίον, όχι μόνον ως εαυτούς, καθώς επρόσταζεν ο παλαιός νόμος, αλλά και υπέρ τον εαυτόν των, καθώς προστάζει η νέα διαθήκη του Ευαγγελίου· διά τούτο και καινήν και νέαν εντολήν ωνόμασεν ο Κύριος την εντολήν της προς αλλήλους αγάπης λέγων «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους·» και δεν στέκει έως εδώ, αλλά προσθέτει «καθώς ηγάπησα υμάς (δηλαδή υπέρ τον εαυτόν μου) ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους».

Ας συμφωνώσιν όλοι εκείνοι οι μετά τον κατακλυσμόν άνθρωποι, όσον γιγαντιαίοι εις το σώμα, τόσον πυγμαίοι εις τον νουν, και ας ζητώσι να οικοδομήσωσι πύργον έως του ουρανού, διά να αφήσωσι το όνομά των αθάνατον. «Δεύτε και οικοδομήσωμεν πύργον, ου η κεφαλή έσται έως του ουρανού και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα». Ας κτίζη ο Φίλιππος την Φιλιππούπολιν, ο Αλέξανδρος την Αλεξάνδρειαν, ο Αδριανός την Αδριανούπολιν. Ας κατασκευάζωσιν όλοι οι άλλοι βασιλείς και σατράπαι και ηγεμόνες του κόσμου τους πυρα­μιδοειδείς οβελίσκους, τα κυκλικά τόξα και τους τεχνικούς ανδριάντας των και ας επιφημίζωσι τα ονόματά των επάνω εις τα ίδια των οικοδομήματα, καθώς λέγει ο Θείος Δαυίδ· «Επεκαλέσαντο τα ονό­ματα αυτών επί των γαιών αυτών». Αυτοί όλοι με τα πολυέξοδά των έργα αυτά, δεν ηδυνήθησαν να μείνωσιν αθάνατοι· και αν φημίζονται τα ονόματά των, φημίζονται μόνον εις την γην και εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όχι και εις τον Ουρανόν και εις την μέλλουσαν ζωήν «ουκ εγγράφεται γαρ, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ασεβών εν βίβλω ζωής, αλλά τη γη εναπομένει τα ονόματα.» (Ερμην. εις τον μη' Ψαλμ.) Τα δε ονόματα των θείων τούτων Πατέρων, με το μέσον των ιερών τούτων είκοσι Μοναστηρίων, εφημίσθησαν και φημίζονται και παντοτινά θέλουν φημίζεσθαι, όχι μόνον εις όλην την υδρόγειον σφαίραν του κόσμου, όχι μόνον έως του Ουρανού, καθώς εφαντάσθησαν οι πρώτοι εκείνοι γίγαντες, αλλά και υπεράνω του Ουρανού· και όχι μόνον εις το διάστημα της παρούσης ζωής, αλλά και της μελλούσης· διότι τα ονόματα τούτων εγράφησαν εις το βιβλίον της ζωής, ταυτόν ειπείν, της αθανασίας, και δεν θέλουσιν εξαλειφθή ποτέ, αλλά θέλουσι διαμένει αθάνατα εις όλον το απέραντον διάστημα του μέλλοντος αιώνος, «χαίρετε γαρ, φησίν, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».

Πρέπει το έργον των ενταύθα είκοσιν ιερών μοναστηρίων να ονομάζηται καιμεγαλοπρεπές· διότι, αν κατά τους ηθικούς φιλοσόφους, η εντελής ιδέα ενός μεγαλοπρεπούς έργου χαρακτηρίζεται ή από την μεγαλειότητα του εργαζομένουή από την μεγαλειότητα του έργου ή από την μεγαλειότητα του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον γίνεται, τις δεν βλέπει ότι και τα ιερά ταύτα μοναστήρια είναι πεπλουτισμένα και από τους τρεις όρους τούτους, εκ μέρους του εργαζομένου; Διότι οι θείοι ούτοι Πατέρες οι οποίοι τα έκτισαν, παρεκτός ότι πολλοί εξ αυτών ήσαν μεγαλοπρεπείς άνθρωποι και βασιλείς και βασιλέων υιοί και συγκλητικοί και βασιλέων υπογραφείς, ως ο Συμεών και ο Σάββας, οι κτίτορες της Χιλιανδαρίου και Βατοπαιδίου Μονής, Παύλος ο κτίτωρ της Μονής του Ξηροποτάμου και του αγίου Γεωργίου, Ιωάννης και Ευθύμιος οι της των Ιβήρων και Νεόφυτος ο της του Δοχειαρίου, προς τούτοις αυτοί ούτοι παρεκίνησαν και τους βασιλείς να εξοδεύσωσι μεγαλοπρεπώς εις την τούτων οικοδομήν, τους Κωνσταντίνους, λέγω, τους Νικηφόρους, τους Ρωμανούς, τους Αλεξίους, τους Καντακουζηνούς, τους Παλαιολόγους, τας Πουλχερίας και τους λοιπούς.

Αυτά είναι μεγαλοπρεπή από μέρους του έργου, διότι και τα μοναστήρια ταύτα διά την μεγαλειότητά των εν αυτοίς ναών και οικειών, των τε έσω και έξω, και διά τον μέγαν αριθμόν των εν αυτοίς κατοικούντων μοναχών, είναι τη αληθεία όντως μεγαλο­πρεπή και βασιλικά. Δεν βλέπετε και με τους ίδιους οφθαλμούς σας πως τα είκοσι ταύτα ιερά και μεγαλοπρεπή μοναστήρια, κατά σειράν ευρισκόμενα, τόσον εις το βόρειον όσον και εις το νότιον μέ­ρος του Όρους, στέκουσιν ως τόσα μεγάλα φρούρια και νυκτοφυλακτούσι πέριξ όλον τούτον τον τόπον, ως τόσα προπύργια οχυρώμα­τα, και φυλακτικαί ακροπόλεις προλαμβάνουσι πάντα πειρασμόν και ενόχλησιν, από θαλάσσης και ξηράς; Δεν βλέπετε πως οι εν τω μέσω του Όρους ευρισκόμενοι μοναχοί, πάντες υπό την σκεπήν των κύκλω μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζώσι και κοιμώνται ατάραχοι και ειρηνικοί;

Από δε του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον εκτίσθησαν, είναι τόσον μεγαλοπρεπή τα ιερά ταύτα μοναστήρια, εις τρόπον ώστε, όλα τα επτά λεγόμενα θαύματα του κόσμου, ο ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον, η Πυραμίς του Χέοπος εις την Αίγυπτον, ο τάφος του Μαυσώλου εις την Καρίαν, οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο πύργος του Φάρου εις την Αλε­ξάνδρειαν, το ελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός εν Ολυμπία και επί πάσι, το όγδοον θαύμα του κόσμου, το οποίον υπερέβη όλα τα επτά, το αμφιθέατρον του Ουσπεσιανού, όλα ταύτα, λέγω, τα με­γαλοπρεπή θαύματα, αν και ενομίσθησαν εις τας φαντασίας των ανοήτων ανθρώπων ότι υπερβαίνουσι τα όρη και σκεπάζουσι τους ορίζοντας, συγκρινόμενα όμως προς το μεγαλοπρεπές και θεϊκόν τέ­λος τούτων των ιερών μοναστηρίων, φαίνονται εις τους φρονίμους ή ως φωλεαί έρημοι πτηνών ή ως κρημνώδη χαλάσματα και ερείπια, εις τα οποία έχουσι το βασίλειόν των οι νυκτοκόρακες, οι ποντικοί και αράχναι και άλλα κνώδαλα και ζωύφια· επειδή το τέλος μεν εκείνων εστάθη η ματαία φιλοδοξία, η οποία ανθεί και απανθεί πα­ρόμοια με τα άνθη του έαρος, το τέλος δε τούτων των ευαγών μονα­στηρίων εστάθη η παντοτεινή δόξα του Θεού και η παντοτεινή ωφέλεια και σωτηρία ψυχών αΰλων, ψυχών αθανάτων· και μιας μόνης εξ αυτών, όχι τα επτά θαύματα του κόσμου, όχι τα οκτώ, αλλά όλος ο αισθητός ούτος και ορώμενος κόσμος δεν είναι αντάξιος· «ουκ έστι σταθμός πας άξιος ψυχής εγκρατούς».

Τί λέγω; το εξαίρετον τέλος των μοναστηρίων τούτων και το κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα και ο ευωδέστατος καρπός, εστάθησαν όλοι οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες όλου κοινώς του αγίου Όρους, οι ονομαστοί και ανώνυμοι, οι εν τοις Κοινοβίοις και οι εν ησυχία, τοις Κελλίοις και ταις σκήταις ευαρεστήσαντες τω Κυρίω και αγιάσαντες. Λέγω δε καρπόν των ιερών μοναστηρίων τους μοναστάς και ησυχαστάς, καθότι υπό την σκέπην και φροντίδα των μοναστηρίων ήσαν και οι έξω ησυχάζοντες τω τότε καιρώ...

Τοιουτοτρόπως μεν οι θεοφόροι Πατέρες και άγιοι ηγάπησαν και εδόξασαν τον Θεόν επί γης με την ισάγγελον αυτών πολιτείαν και τα θεάρεστα αυτών κατορθώματα και αμοιβαίως ηγαπήθησαν και εδοξάσθησαν παρά Θεού και εν τη γη και εν τω ουρανώ, και ζώντες και μετά θάνατον, με τας αναβλύσεις των μύρων, με τας ευωδίας των λειψάνων, με τα υπερφυσικά θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών και ενεργεί πάντοτε ο των αγίων Θεός, και με την απόλαυσιν όλων εκείνων των ουρανίων και αιωνίων αγαθών «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Και τώρα συγχορεύουσιν εν Ουρανοίς με τας τάξεις των Αγγέλων, με τους χορούς των Πατριαρχών, των Προφητών, των Αποστόλων· οι Ιεράρχαι με τους Ιεράρχας· οι Όσιοι με τους Οσίους· οι Ομολογηταί με τους Ομολογητάς· οι Οσιομάρτυρες και οι Ιερομάρτυρες με τους Οσιομάρτυρας και τους Ιερομάρτυρας· Θεόν ορώντες πρόσωπον προς πρόσωπον και ορώμενοι και φωτιζόμενοι παρά του Θεού, ον εκ ψυχής ηγάπησαν, με την τρανοτέραν γνώσιν και τελειοτέραν έλλαμψιν της αυτού θεότητος, την οποίαν Βασιλείαν Ουρανών ονομάζει ο θεολό­γος Γρηγόριος. Ημείς δε οι των τοιούτων αγίων πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι, με ποίον τρόπον δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, διά την οποίαν αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας ειπώ· αν πιστώς ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των οσίων τούτων και αν επιμελώμεθα να φυλάττωμεν απαρασαλεύτως τους νόμους και κανόνας και τύπους της μο­ναχικής πολιτείας, όσους παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι όσιοι...

Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, αδελφοί, θέλομεν έχει προς τον Θεόν παντοτεινούς πρεσβευτάς τους σήμερον εορταζομένους αγίους Πατέρας και βοηθούς και υπερμάχους μεν εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση· και αληθώς έχομεν να καυχώμεθα ότι είμεθα ημείς μεν τέκνα αυτών, αυτοί δε Πατέρες ημών, διά την ομοίωσιν ην έχουσι τα έργα ημών προς τα έργα των, καθώς είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν και εν μετανοία την ζωήν ημών τελειώσωμεν εις τούτον τον ιερόν τόπον, θέλομεν αποκτήσει προς τούτοις απροσμάχητον προστάτιν και βοηθόν, αυτήν την Κυ­ρίαν και Έφορον του Αγίου Όρους, την Δέσποιναν ημών Θεοτό­κον, ήτις θέλει μας συστήσει εις τον Υιόν της και θέλει ζητήσει παρ’ Αυτού την άφεσιν των αμαρτιών ημών, καθώς υπεσχέθη μόνη της η αψευδής Μήτηρ του Θεού, ως προείπομεν.

Αλλ’ ώ μακαριώτατοι Θείοι Πατέρες· οι Όσιοι και Ιεράρχαι· οι Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες· οι Μυροβλύται και θαυματουργοί· οι επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, οι του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, και μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι· οι εν σαρκί τους ασάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων των Αγιορειτών όντες στέφανος και δόξα και καύχημα· η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξις της Βασιλίσσης των Ουρανών Θεοτόκου· τα μυρίπνοα άνθη και τα αγλαόκαρπα δένδρα του νοητού τούτου Παραδείσου της Αειπαρθένου· οι αέναοι ποταμοί των θείων και πνευματικών χαρισμάτων, δέξασθε το παρόν εφύμνιον το οποίον σας προσφέρει όλη ομού η κοινότης του Αγίου Όρους, το υμέτερον ποίμνιον, ως εδέξατο ο Κύ­ριος τα δύο λεπτά της χήρας. Και την κοινήν ταύτην και καινήν εορτήν υμών και πανήγυριν, ην όλοι κοινώς επιτελούμεν, εναγκαλίσασθε, θειότατοι, ως οσμήν ευωδίας, και ως θυσίαν ευπρόσδεκτον. Τί γαρ άλλο να πράξωμεν, ίνα δείξωμεν, το δυσέκτιτον χρέος, όπερ έχομεν προς υμάς τους ευεργέτας ημών διά τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας, ων απηλαύσαμεν και απολαύομεν και θέλο­μεν απολαύει διά βίου παρ’ υμών; Ναι, το ομολογούμεν ότι ημείς διά τας αμαρτίας ημών δεν είμεθα άξιοι να κατοικώμεν τον άγιον τούτον τόπον και να ονομαζώμεθα υιοί σας, αλλά σεις, διά την χρηστότητά σας, μην αρνηθήτε να είσθε πατέρες ημών. Διά τούτο μετά θάρρους παρακαλούμεν υμάς άπαντας, ημείς άπαντες, να μας ενδυναμώνητε, ώστε να μιμώμεθα, όσον το δυνατόν, και ημείς την ιδικήν σας ζωήν και τα έργα σας. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν, δεόμεθα υμών, ίνα σκέπητε και διαφυλάττητε τα ιερά ταύτα Μοναστήρια και Σκήτας και Κελλία και πάντας ημάς τους εν αυτοίς κατοικούντας από πάσης ανάγκης και επηρείας των ορατών και αοράτων εχθρών, εις δε την μέλλουσαν να μας αξιώσητε διά των πρεσβειών σας να απολαύσωμεν της ουρανίου μακαριότητος και ημείς μεθ’ υμών, ει και μέγα εστί το αιτούμενον ημείς οι υιοί, μετά των πατέρων υμών· ημείς τα ποίμνια μετά των ποιμένων υμών· ημείς οι μαθηταί μετά των διδασκάλων υμών· ίνα έχητε λέγειν και υμείς προς Θεόν το αποστολικόν εκείνο «Ιδού ημείς και τα παιδία, α ημίν έδωκας, Κύριε». Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


(18ος - 19ος αιών - Από την «Ακολουθία των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων». Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον")

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΘΕΩΡΟΥΜΕΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΑ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ( π. Νικηφόρος Νάσσος)

Picture



Α) ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Δέν θά μπορούσαμε νά ὁμιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο ποιμαντική καί γιά πνευματική πατρότητα, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἄν δέν γινόταν λόγος γιά τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ μέ τήν ποιμαντική, αὐτή καταπολεμεῖται, καταλύεται καί νικᾶται ἐν Χριστῷ μέσα στό στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καί αὐτό γίνεται μέ τά «ὅπλα τοῦ φωτός». Πῶς, ὅμως, νοεῖται ἡ ἁμαρτία ὀρθοδόξως, κατά τήν Πατερική μας Παράδοση; Τό θέμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι τεράστιο, ἀλλά ἐδῶ θά γίνουν ἐνδεικτικές ἀναφορές, γενικές, χωρίς νά παρατεθοῦν λεπτομέρειες γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, τή φύση ἤ τίς μορφές της, τίς διακρίσεις τῶν ἁμαρτιῶν κλπ., διότι θά χρειαζόταν νά γραφοῦν πάρα πολλά γιά ὅλα αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα πλῆθος Πατερικῶν θέσεων καί ἑρμηνειῶν, ἀπό τίς ὁποῖες θά ἐπιλέξουμε τίς κυριώτερες, γιά νά κατανοήσουμε πῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τήν ἁμαρτία, διότι ἀπό αὐτήν τή θεώρηση ἐξαρτᾶται ἡ περαιτέρω πνευματική καί ποιμαντική ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας, ἐν Χριστῷ.



Ἀρχικά θά ποῦμε ὅτι ἡ λέξη «ἁμαρτία» μέ τήν ἀρχαιοελληνική σημασία τοῦ ὅρου σημαίνει ἀστοχία, ἀπόκλιση ἀπό ἕναν συγκεκριμένο στόχο. Στήν ΘΗΕ διαβάζουμε τά ἑξῆς: «Ἡ ἐτυμολογία τοῦ τε ἑλληνικοῦ ὅρου ἁμαρτία και τοῦ ἀντιστίχου ἐβραϊκοῦ χαττάθ, σημαίνει ἀποτυχία εἰς τήν προσπάθειαν πρός ἐπιτυχίαν ὡρισμένου τινός σκοποῦ».1 


Ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἀστοχία καί στήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, διά τοῦ Γενάρχου μας Ἀδάμ στόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ἀποτύχαμε τοῦ στόχου, πού ἦταν ἡ θέωση καί ἕνωση μέ τόν Θεό, γεγονός πού θά ἐπραγματοποιεῖτο μέ τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Τό Προπατορικό ἁμάρτημα συνιστᾶ ὑπαρκτική ἀστοχία νά πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος τήν κατά Θεόν τελείωσή του, τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», πού κατά τούς Πατέρες εἶναι ἡ χαρισματική θέωση. Ταυτόχρονα ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί παρακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἐκφράστηκε διά τοῦ λεγομένου Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά σημειώσει ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἡ κακία, «οὐδέν ἕτερον ἐστιν, εἰμί ἁμαρτία καί ἀποτυχία καί παρακοή τοῦ δεσποτικοῦ νόμου».2 

Αὐτή ἡ ἀπόκλιση ἀπό τόν στόχο καί ἡ παρακοή στό θεῖον θέλημα, συνεχίζεται μέσα στήν ἱστορία, μέ τά ἁμαρτήματα τά λεγόμενα μεταπατορικά, τά κατοπινά. Ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεταιἀλλοτρίωση Θεοῦ καί νέκρωση. Διά τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος ἀλλοτριώνεται ἀπό τόν Θεόν, νεκρώνεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς. Εὔστοχα ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι «τοῦτο ἐστι τό κακόν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις».3 Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θά τό ἐπαναλάβει μέ αὐτά τά λόγια:«ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὅς ἐστίν ἡ ἀληθινή τε καί μόνη ζωή»4.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀποχωροῦμε καί φεύγουμε «εἰς χώραν μακράν» καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ἐπισκίαση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ· αἰθανόμαστε τήν λεγομένη «ἐγκατάλειψη» ἀπό αὐτήν. Μέ τήν Μετάνοια, νιώθουμε καί πάλι τήν ἐπανέλευση τῆς Χάριτος.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά παρά φύσιν κατάστασιν τῆς ψυχῆς. Ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ἁμαρτάνει, ἅπαξ καί ἔχει βαπτισθεῖ καί ἀναγεννηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό! Καί τοῦτο διότι μένει μέσα στόν Βαπτιζόμενο ἄνθρωπο ἡ νέα ζωή πού τοῦ μετέδωσε ὁ Θεός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα Του, ὅπως λέγει ἡ Γραφή. Δέν εἶναι αὐτό ὑπερβολή, οὔτε παραλογισμός, τό νά μήν μπορεῖ (νά μήν ἔχει λόγο) ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτήσει μετά τό Βάπτισμα, διότι αὐτό ἀναφέρεται καθαρά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί συγκεκριμένα στήν Α΄ Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου: «Πᾶς ὁ γεγενννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται».5 Στή φυσιολογική του κατάσταση λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Αὐτό λέγεται ψυχική ὑγεία ἀπό τούς Πατέρες μας. Ἀλλά δυστυχῶς, ἐπειδή εἴμαστε τρεπτοί καί αὐτό εἶναι συστατικόν τῆς κτιστῆς φύσεώς μας (μόνο τό ἄκτιστο εἶναι ἄτρεπτο6), κάνουμε κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνῶ δέ, ὀντολογικῶς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνυπόστατη, μέ τήν παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου τήν καθιστοῦμε ὑπαρκτή. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους ἐδόθη ἀπό τόν Θεό ὡς δῶρο τό αὐτεξούσιο. Ἀπό τήν καλή χρῆση του σωζόμαστε. Ἀπό τήν κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου ἁμαρτάνουμε. «Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας τό ἐφ᾿ ἠμῖν καί τό αὐτεξούσιον», θά πεῖ καί πάλι ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας Βασίλειος. Εἶναι μάλιστα ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι αὐτό ἐλέχθη καί ἀπό τούς φιλοσόφους, καί συγκεκριμένα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος στά «Ἠθικά Νικομάχειά» του γράφει: «ἐφ᾿ ἡμῖν δή καί ἡ ἀρετή, ὁμοίως δέ καί ἡ κακία».7 Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι κανείς ἐκ φύσεως κακός - ἁμαρτωλός, ἀλλά γίνεται κατά τήν προαίρεση, ὅπως άναφέρεται στήν Πατερική Γραμματεία.«Οὐδείς κατά οὐσίαν κακός ἐστίν, ἀλλά κατά προαίρεσιν», θά γράψει, μεταξύ ἄλλων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικπων συγγραφέων, Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς8.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀσθενοῦμε ψυχικῶς, ἀφοῦ ἐκπίπτουμε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑγείας, τήν «κατά φύσιν». Συνεπῶς πρός τά ἀνωτέρω, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεται νόσος τῆς ψυχῆς.«Νόσος καί τρώσις ψυχῆς ἡ ἁμαρτία»9. Αὐτή ἡ νόσος πρωτοεμφανίζεται στόν ἐπίγειο Παράδεισο μέ τήν Πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί κληροδοτεῖται στή φύση μας ἀπό αὐτούς. Πολύ παραστατικά θά τό πεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοῦ Ἀδάμ».10 

Αὐτήν τή νόσο τῆς πεσούσης φύσεώς μας τήν ὁποία κληρονομήσαμε ἀπό τον Ἀδάμ, τήν θεραπεύει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του, μέ τήν σωτηριώδη θεία Οἰκονομία Του ὅπως λέγεται.Γι᾿ αὐτό και ὁ Χριστός προσφωνεῖται στίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας καί σέ πολλές ἄλλες εὐχές και ὕμνους ὡς «ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Καί ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι τό πνευματικό ἰατρεῖο, ὅπως τόσο παρασταστικά τό λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό ὁποῖο θεραπεύει τίς ψυχές. «Καί γάρ ἰατρεῖον θαυμαστόν τῆς Ἐκκλησίας τό διδασκαλεῖον ἐστιν· ἰατρεῖον οὐχί σωμάτων ἀλλά ψυχῶν. Πνευματικόν γάρ ἐστι, καί οὐχί τραύματα σαρκός, ἀλλ᾿ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται».11 

Β) Η ΔΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ.
ΔΙΚΑΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Πολύ διαφορετική εἶναι ἡ θεώρηση τῆς ἁμαρτίας στό δυτικό κόσμο, ὅπου ἡ ἁμαρτία νοεῖται μόνο ὡς παράβαση τοῦ νόμου, στά πλαίσια τῆς ἀνσέλμειας θεωρίας τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», πού εἶναι δόγμα πίστεως στόν παπισμό. Ὁ Ἄνσελμος, ἀρχιεπίσκοπος Καντεμβουρίας, συνέγραψε ἕνα ἀπολογητικό ἔργο, μιά πραγματεία σωτηριολογικῆς φύσεως, μέ τόν τίτλο: «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες περί τοῦ σκοποῦ τῆς πραγματείας, τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἑντός τοῦ ὁποίου συνεγράφη κ.ἄ.12 Θά ὑπογραμμίσουμε συνοπτικά13 τά περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῆς ἱκανοποιήσεως (satisfactio), ὅπως διακηρρύσσεται στή μελέτη αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ θεολόγου, ὥστε νά δοῦμε τή φραγγική διαστρέβλωση στό ζήτημα τῆς σωτηριολογίας, ἀλλά καί τῆς ἁμαρτίας πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. 

Ἡ περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» κακοδοξία, ἡ πλασμένη μέ βάση τό κοσμικό-φραγγικό δίκαιο, ἔχει ἐν συντόμῳ ὡς ἑξῆς: Ὁ πρῶτος ἄθρωπος μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο ἁμάρτησε. Αὐτή ἡ ἁμαρτία προσέβαλε τήν τιμή καί ἀξιοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἐξοργίστηκε ὁ Θεός, διότι διεσαλεύθη ἡ τάξη τῆς δημιουργίας τήν ὁποία Αὐτός ἔχει θέσει στήν κτίση. Βεβαίως, σχετικά μέ τήν «τιμή τοῦ Θεοῦ», ὅπως προσδιορίζεται ἀπό τόν Ἄνσελμο (honor Dei) καί ἀποτελεῖ κλειδί κατανοήσεως τῆς σωτηριολογίας του, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «ἡ ἔννοια τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ» στή Δύση συνδέεται στενά μέ τή δομή τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κάνει κατανοητό καί τό νομικό ὑπόβαθρο τῆς τιμῆς αὐτῆς».14Δηλαδή ὁμιλοῦμε γιά μιά θεώρηση τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ μέ καθαρά ἀνθρώπινα κριτήρια, νομικιστικά ἐκλαμβανόμενη, ὅπως ἄλλωστε θεωροῦνται καί ἑρμηνεύονται ὅλα μέ τό πνεῦμα (τό χωρίς Πνεῦμα) καί τό σκεπτικό τῆς ὀρθολογιζούσης Δύσεως. Ὡστόσο, ἀνάλογη ἑρμηνεία κάνει ὁ Ἄνσελμος καί στό θέμα τῆς «τάξεως τῆς δημιουργίας» καί μέσα ἀπό τίς σχετικές διατυπώσεις του γίνεται φανερό πώς «συνδέει ὀργανικά την ἔννοια τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ τόσο μέ τήν ἔννοια τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας ὅσο καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί μέ τή δικαιική ἔννοια τῆς ἐξισορροπητικῆς ἱκανοποιήσεως».15 

Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά ἀκολουθήσει μετά ἀπό ὅλα αὐτά, μετά ἀπό αὐτήν τή μεγίστη (κατά τούς παπικούς) προσβολή τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀνατροπῆς τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας; Θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος νά πληρώσει καί μάλιστα «ἀκριβά» γι᾿ αὐτήν τή μεγάλη προσβολή! Ὅμως, δέν μποροῦσε νά λάβει χώρα αὐτό, ἀφοῦ ἡ προσβολή ἦταν τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία τοῦ προσβαλομένου. Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά λάβει χώρα, ὥστε καί ἡ ἀνθρωπότητα νά ἐξιλεωθεῖ καί ἡ θεία Δικαιοσύνη νά ἱκανοποιηθεῖ; Τό πρόβλημα βρίσκει τή λύση του ὅταν ὁ Θεός…ἀποφασίζει νά στείλει τόν Μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο γιά νά πεθάνει ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τή στοχοθεσία αὐτή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς μία ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση, μόνον Αὐτός θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει ἀντικειμενικῶς τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας, ὅπως καί ἔπραξε. Καί ἔτσι, ὡς ἄπειρο θῦμα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τιμωρούμενος διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, προσέφερε μία ἄπειρη ἱκανοποίηση στόν Θεό Πατέρα καί πέτυχε τό σκοπό αὐτό, νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί νά δοθεῖ σ᾿ αὐτήν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος! Κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας τόν συστηματοποιήσαντα τήν «περί ἱκανοποιήσεως» θεωρία, ἡ θεία ἐνανθρώπηση «ἔχει τό λόγο καί τό σκοπό της κατ᾿ ἀποκλειστικότητα στό θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή μόνον ὁ θάνατος ἑνός Θεανθρώπου θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει πλήρως τόν ἀπείρως προσβληθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία Θεό ». 16 

Μετά ἀπό αὐτά, ἀφοῦ εἴδαμε τήν ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, κατανοοῦμε ὅτι στή δύση ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει διαστραφεῖ πλήρως, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τίθεται σέ σχέση μέ τόν Θεό μόνο καί ὄχι μέ τόν ἄνθρωπο. Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος προσβάλλεται, τραυματίζετα, προσβάλλεται, ἀσθενεῖ. Ὁ Θεός λυπεῖται βεβαίως, ἀφοῦ βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυρρανεῖται ὑπό τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ἀλλά δέν πάσχει ὡς ἀπαθής, ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πάσχει καί φθείρεται. Δέν ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς ὁ Θεός, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος! Ὁ Θεός «οὐδέποτε ἐχθραίνει», ἐπισημαίνει ὀρθοδόξως ὁ χρυσοστομικός κάλαμος17. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται διά τῆς ἁμαρτίας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυτικοί, ὅμως, πιστεύουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει τόν Θεό καί αὐτό ἐνέχει εὐθύνες…ποινικές. Ἡ λανθασμένη, ὅμως, θεώρηση τῆς ἁμαρτίας, συνεπάγεται καί τή λανθασμένη ἀντιμετώπιση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς φορεῖς, ἐν προκειμένω τούς πνευματικούς πατέρες καί ποιμένες. Ὁ πνευματικός - ἐξομολόγος στόν παπισμό, ἀντιμετωπίζει τόν ἐξομολογούμενο ὄχι ὡς ἀσθενῆ, ἀλλά ὡς παραβάτη καί διασαλευτή μόνο τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας, κατά τρόπο δικανικό. Ὡς ἀμείλικτος δέ καί ἄτεγκτος δικαστής, ὁ δυτικός πνευματικός, ἐπιβάλλει τόν κανόνα στον ἐξομολογούμενο, ὡς μέσον ἐξιλεώσεως και ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς ἄσκηση μετανοίας, ὡς φάρμακο γιά τή θεραπεία, ὅπως ἰσχύει στήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Ἡ περί «ἰκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χαριστοῦ, βλάσφημη θεωρία, ἡ ὁποῖα στηρίζεται σέ μιά ἐσφαλμένη θεωρία περί κληρονομικῆς ἐνοχῆς καί περί προελεύσεως τοῦ θανάτου ὡς ἐκ Θεοῦ τιμωρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔχει διαποτίσει τόν δυτικό κόσμο καί ἀποδίωξε πολλούς ἀπό τήν πίστη στόν Θεό! Εἰσῆλθε δε, μετά τήν τουρκοκρατία καί ἀπό διάφορες ἱστορικές συγκυρίες καί στό δικό μας χώρο, τῆς καθ᾿ ἠμᾶς Ἀνατολῆς18, ἀλλά δέν ἐπικράτησε, ἀφοῦ σήμερα οἱ περισσότεροι πνευματικοί πατέρες εἶναι πεπαιδευμένοι ἐκκλησιολογικῶς καί θεολογικῶς καί γνωρίζουν τά περί ἁμαρτίας καί κάνουν ὀρθές προσεγγίσεις, διαγνώσεις, θεραπεῖες ἐν Χριστῷ. 

Γ) ΟΡΘΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Θεωροῦμε ὅτι σήμερα, ὑπέρ ποτέ καί ἄλλοτε, θά πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι πνευματικοί - ἐξομολόγοι, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί πρεσβύτεροι, νά ὑπογραμμίζουν μέ ἔμπονο ζῆλο καί ἀνύστακτη ποιμαντική εὐθύνη πρός τά πνευματικά τους παιδιά τήν μεγάλη και ἀνυπολόγιστη ζημία τῆς ἁμαρτίας ἐπί τῶν ἀθανάτων ψυχῶν! Νά ἐπισημαίνεται ἐπίσης ὅτι τό μόνο κακό στόν κόσμο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅπως τόσο παραστατικά τό γράφει ὁ δεινός πολέμιος τῆς ἁμαρτίας, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»! Οὔτε κίνδυνοι, οὔτε ἐπιφορές, οὔτε ἀσθένειες καί θάνατοι, οὔτε θλίψεις καί ἀδικίες μποροῦν νά προξενήσουν στόν ἄνθρωπο τό κακό ποῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία! Ἀντίθετα, ὅλα τα προειρημένα, χρησιμοποιοῦνται πανσόφως ἀπό τόν Φιλάνθρωπο καί Πανάγαθο Θεό ὡς μέσα πρός ἐξάληψιν τῆς ἁμαρτίας! Φρονοῦμε δέ ταπεινῶς, ὅτι οἱ πνευματικοί πατέρες θά πρέπει νά συστήσουν στά πνευματικά τους τέκνα νά μελετήσουν σε μετάφραση, μεταξύ ἄλλων, δύο περίφημες θεολογικές ἀλλά καί τά μέγιστα διδακτικές ὁμιλίες – πραγματεῖες, τῶν δύο γιγάντων τῆς πίστεως καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Μ. Βασιλείου καί ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀντίστοιχα. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή πού φέρει τον τίτλο «Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (Μ. Βασιλείου19) και ἡ δεύτερη, αὐτή πού φέρει τόν τίτλο: «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται» (Ἰω. Χρυσοστόμου20). 

Ἐπιπλέον, πρέπει νά καθίσταται γνωστό στούς πιστούς ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς ὑπαρξιακή κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔχει νά κάνει μέ κάποιες πράξεις, τίς ὁποῖες ἀπαριθμοῦμε στόν πνευματικό μας πατέρα καί καλῶς πράττουμε, ἀλλά κυρίως πρόκειται γιά ἕναν τρόπο ζωῆς!Ἁμαρτωλός δέν εἶναι κάποιος πού κάτι κάνει, ἀλλά κάποιος πού κάπως εἶναι! Κατανοῦμε λοιπόν, ὅτι πρόκειται γιά κάτι βαθύτερο και ὑπαρξιακό μιά στάση ζωῆς χωρίς τόν Θεό. Ἕνας δεινός θεολόγος ὑπογράμμιζε τά ἑξῆς: «Ἠ ἁμαρτία δέν συνίσταται στίς λίγες ἤ πολλές ἁμαρτωλές πράξεις, ἀλλά σέ μιά ὁλοκληρωτική ἀπώλεια τῆς ζωῆς. Εἶναι ἕνας κυριολεκτικός ἀφανισμός πού συνειδητοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ὡς ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ταῶν ἄλλων προσώπων, τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν πραγμάτων, γενικώτερα ὡς ἀπουσία σκοποῦ καί νοήματος καί κατ᾿ ἐπέκταση ὡς ἀδήριτη μοναξιά καί ἀγωνία».21 Ἔτσι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι κατανοήσουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία μένουν ἔρημοι καί γυμνοί ὑπαρξιακῶς, τότε θά στραφοῦν ἐμπόνως πρός τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νά τούς «ἐνδύσει» μυστικά καί νά τούς πληρώσει ἐσωτερικά! Καί αὐτό θά ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς πλέον, ἐνδόμυχον ἔφεσιν καί ποθούμενο ἀγαθό! 

Νά ὁμιλοῦν οἱ πνευματικοί, περί αὐτῆς τῆς φοβερῆς νόσου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τῆς ἁμαρτίας, ὄχι μόνο θεολογικά, ἀλλά καί ἁπλοϊκά, ἐπαγωγικά, μέσῳ παραδειγμάτων, ὥστε νά διδάσκονται και οἱ πλέον ἁπλοϊκοί! Πῶς νὰ παρομοιάζουν τὴν ἁμαρτία; Μέ τή χρῆση παραδειγμάτων ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί ἀπό τήν ζωή μας. Ὁ  ἱερὸς Αὐγουστῖνος, λ.χ., γράφει ὅτι ἡ ἁμαρτία ὁμοιάζει μὲ  ῥεῦμα ποταμοῦ, ποὺ τὸ καλοκαίρι  φαίνεται ἥσυχο καὶ τὸ διαβαίνεις  εὔκολα, ἀλλὰ τὸ χειμῶνα ὀγκώνεται  ξαφνικά, γκρεμίζει γεφύρια,  πλημμυρίζει κάμπους, πνίγει ζῷα καὶ  ἀνθρώπους, προκαλεῖ φόβο. Μικρὸ τὸ κακὸ  ποὺ προξενοῦν οἱ ποταμοὶ μπροστὰ στὸν  κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία, ἀκόμη, παρομοιάζεται ἀπό παλαιούς ἱεροκήρυκες22, μέ τήν βασίλισσα ἐκείνη, τήν Σεμίραμι, ἡ ὁποῖα κατέστρεψε τόν β σύζυγό της Νίνο, βασιλέα τῶν Ἀσυρίων, μέ τρεῖς ἐντολές! Ἡ Σεμίραμις ἀσκοῦσε γιά πολύν καιρό μεγάλη πίεση στόν βασιλέα νά τῆς παραχωρήσει γιά μιά μόνο μέρα τό θρόνο, γιά νά βασιλεύσει. Στίς πολλές πιέσεις, ὁ Νίνος ὑπέκυψε καί τῆς παραχώρησε τήν βασιλική ἐξουσία, γιά μιά μόνο μέρα. Ἡ διεστραμμένη καί ὑστερόβουλη βασίλισσα, μόλις κάθησε ἐπί τοῦ θρόνου, ἔδωσε ἀμέσως στούς ὑπηκόους της, τρεῖς ἐντολές: 1) νά συλληφθεῖ ὁ βασιλεύς, 2) νά δεθεῖ χειροπόδαρα καί 3) νά ἀποκεφαλισθεῖ! Αὐτό παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει τό αὐτεξούσιό του νά κινηθεῖ πρός τήν περιοχή τῆς ἁμαρτίας, ὅταν παραχωρήσει χώρο στήν ἁμαρτία, ἡ ὁποῖα ὑποσκελίζει καί θανατώνει πικρῶς ὡς ἡ κακή καί τυρρανική βασίλισσα, ὅσους μπορεῖ νά ἐξουσιάσει! 

Τέλος, ἀπό τίς περίφημες «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα σέ μετάφραση, πολύ διδακτικό, σχετικό μέ τήν ἁμαρτία, ὥστε νά τό γνωρίζουμε ὅσοι μετερχόμαστε τοῦ ἔργου τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν καί νά τό διδάσκουμε στά πνευματικά μας τέκνα πρός ὡφέλειαν και ἀποφυγήν, ὅσο γίνεται, τῆς ἁμαρτίας, μέ τή μνήμη τῆς μελλούσης κρίσεως τοῦ Κυρίου: «Τί τέλος πάντων εἶναι ἡ ἁμαρτία; Εἶναι ζῶο; εἶναι ἄγγελος; εἶναι δαίμονας; Τί εἶναι αὐτό πού τήν ἐνεργεῖ; Δεν εἶναι ἐχθρός πού ἔρχεται ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλά δικό σου κακό γέννημα (σσ. ἐννοεῖ τῆς προαιρέσεως), πού ξεφυτρώνει ἀπό σένα. Κοίταξε με καθαρά τα μάτια σου καί δέν θά ἔχεις κακή ἐπιθυμία. Κράτα τά δικά σου καί μήν παίρνεις τά ξένα πράγματα, καί ἔτσι ἡ τάση γιά ἁρπαγή θά ἀποκοιμηθεῖ. Φέρνε στό νοῦ σου τή μέλλουσα κρίση, καί δέν θά μπορέσει νά σέ νικήσει οὔτε πορνεία, οὔτε μοιχεία, οὔτε φόνος. Ὅταν, ἀντίθετα, λησμονήσεις τόν Θεό, τότε ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται οἱ πηγές τῶν κακῶν».23

___________________________________________________________________________


1 Βλ. «Ἁμαρτία», εἰς ΘΗΕ, 2, 250.
2 Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων, Κατά Μανιχαίων, MPG. 54, 1589C
3 Βλ. Ὁμιλία «Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», 8, ΒΕΠ., 54, 96. 
4 Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138, βλ. Ἀθανασίου Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθήνα 2002, σελ. 18.
5 Α΄ Καθολ. ἐπιστ. Ἰω., 3, 9. 
6 Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ: «Πᾶν γάρ τό κτιστόν καί τρεπτόν, μόνον δέ τό ἄκτιστον ἄτρεπτον, καί πᾶν λογικόν αὐτεξούσιον», Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια Ν, Ματσούκα, σελ. 100
7  Ἠθικά Νικομάχεια, III,(ΙΙΙ, 3b).
8  Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45, 351., ὅπου π. Ἀθ. Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, σελ. 26.
9 Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45,33.
10 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους, MPG. 74, 789 Α.
11 MPG, 51, 354, Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα.
12 Στήν μνημονευθεῖσα περισπούδαστη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσελλεγγίδη, ὑπάρχουν πολλά στοιχεία περί ὅλων αὐτῶν καί λεπτομέρειες σημαντικές. 
13 Σέ μία ἄλλη μελέτη μας γίνεται λόγος διεξοδικά σχετικά μέ τήν κακόδοξη αὐτή θεωρία καί τήν ἀναίρεσή της ἀπό τήν Πατερική, ὀρθόδοξη Διδασκαλία. 
14 Βλ. Δ.Τσελεγγίδη ἀναφερόμενο ἔργο, «Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τόν Ἄνσελμο Καντεμβουρίας», σελ. 49.
15 ὅπου π. σελ. 55-56.
16 ὅπου π. σελ. 118.
17 MPG., 61, 478, ( Ὁμλία ΙΑ΄, Εἰς Β΄ Κορινθίους).
18 Σέ κάποια συγγράμματα θεολόγων καί ἱεροκηρύκων τοῦ περασμένου αἰῶνος, ἡ κακόδοξη θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως», ὅπως λ.χ. στοῦ π. Κωνσταντίνου Καλλινίκου ἀλλά καί στο σπουδαιότατο κατά τα ἄλλα σύγγραμμα τοῦ μεγάλου καί ἐξόχου Κεφαλονήτου ἱεροκήρυκος Ἡλία Μηνιάτη «Διδαχαί καί λόγοι» (στίς ὁμιλίες του στή Μ. Παρασκευή). Ἀλλά καί τό ἔργο τοῦ γνωστοῦ ἀρχιμανδρίτου - ἱεροκήρυκος π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», ὄχι ἁπλῶς περιέχει, ἀλλά κυριολεκτικά βρίθει ἀπό τήν θεωρία αὐτή, ἡ ὁποῖα καί μετεδόθη μέσῳ τῆς μεγάλης κυκλοφορήσεώς του παρά τῶν θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων… Φυσικά δέν ἀποδίδουμε κακή πρόθεση στούς ἀνωτέρω συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι παρεσύρθησαν εἴτε ἀπό ἄγνοια τῆς πατερικῆς Θεολογίας (δέν ὑπῆρχαν καί οἱ ἐκδόσεις τῶν Πατερικῶν κειμένων πού ὑπάρχουν σήμερα), εἴτε ἀπο τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ ὅπως ὀρθά ἔχει διατυπωθεῖ «ἡ Τουρκοκρατία προσέφερε τό κατάλληλο κλίμα γιά τήν δυνατότητα εἰσαγωγῆς τῆς «περί ἱκανοποιήσεως» διδασκαλίας στήν Ἀνατολή». (βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἀρμός, σελ. 86). 
Ὡστόσο, κάποιοι ἔγραψαν ( ὅπως λ.χ. ὁ καθηγητής Χρ. Γιανναρᾶς) ὅτι στό «Ἐξομολογητάριο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὑπάρχει ἀρκετή δυτική ἐπιροή καί ταύτιση μέ τήν ἐν λόγῳ θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι μπορεῖ ὄντως νά ἐντοπίζεται λεκτικά/φραστικά ἕνας ἐπηρεασμός λόγῳ ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς, πλήν ὅμως, ὁ ὀρθοδοξότατος ἅγιος Νικόδημος καί δεινός Πατερικός Θεολόγος, πολύ ἀπεῖχε ἀπό τίς δογματικές παραχαράξεις καί ἀλλοτριώσεις τῶν παπικῶν! Οὔτε ἐγκλωβίστηκε ἐγνωσμένα στό δικανικό πνεῦμα! Καί αὐτό φαίνεται «ἡλίου φαεινότερον», ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ πεφωτισμένος Νικόδημος ὁμιλεῖ γιά «ἰατρεία» τῆς ψυχῆς μέσῳ τοῦ κανόνος (βλ. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 254), γιά νοερά προσευχή καί γιά ἄσκηση τοῦ πιστοῦ, μέσα σέ πλαίσια θεραπευτικά καί ὄχι δικανικά –σχολαστικά. (Περί ἰατρείας, ἐπίσης, κάνει λόγο ὁ ἱερός Νικόδημος, καί στήν ἑρμηνεία του στόν ρβ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὡς «ἱκανοποίηση» δέ, ὁ Ὅσιος δέχεται τόν κανόνα πού πρέπει νά ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός πατήρ, ὡς ἄσκησιν μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καί μάλιστα κανόνα διττόν, καί σωματικόν καί πνευματικόν (ὅπου π. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 79).
19 ΕΠΕ, 7, 87.
20 ΕΠΕ, 31, 497.
21 Βλ. Π. Νέλλα, «Ζῶον θεούμενον», ἐκδ. Περιοδικοῦ «Σύναξη», Ἀθήνα 1981, σελ.210.
22 Βλ. Ἠλία Μηνιάτη, «Διδαχαί καί λόγοι», σελ. 224 -225.
23 Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Β΄.  

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ:ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Ἀπόστολος (Πῶς θά μάς κρίνει ὁ Θεός)




Ἀπόστολος Κυριακής: (ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Β´ 10 – 16)


10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· 11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων, 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΡΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ

1. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐθύνη

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι διαφορετικὰ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ γνώριζαν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ διαφορετικὰ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ τὸν ἀγνοοῦσαν: «Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥ­μαρ­τον, ἀνόμως καὶ ἀπο­λοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμα­ρτον, διὰ νόμου κριθήσονται»· δηλαδή, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ καταδικασθοῦν σὲ ἀπώλεια χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸ νόμο αὐτό. Ὅσοι ὅμως ἁμάρ­τη­σαν, ἐνῶ εἶχαν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ κριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο αὐτό.

Οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Τοὺς διάλεξε μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς ἐμπιστεύ­θηκε τὸ Νόμο Του. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ Θεός. Ἀλ­λοίωσαν τὸ πνεῦμα τοῦ Νόμου, φόνευσαν τοὺς Προ­φῆτες καὶ σταύρωσαν τὸν Μεσσία Χριστό, ὁ ὁ­­­ποῖος εἶχε ἀποκαλύψει τόσες ἀλήθειες καὶ εἶχε κάνει ἄπειρα εὐεργετικὰ θαύματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ­ἐπισημαίνει ὅτι θὰ κριθοῦν πιὸ αὐστηρὰ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες· θὰ ἐξετασθοῦν μὲ περισσότερη ἀκρίβεια.
Κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ποὺ δεχθήκαμε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία βιώνουμε διαρκῶς θαύματα, ἂς γνωρίζουμε ὅτι οἱ δωρεὲς αὐτὲς τοῦ Θεοῦ μᾶς χρεώνουν μὲ μεγαλύτερη εὐθύνη. Διότι, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ΄ 47). Δηλαδή, ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν ἑτοίμασε οὔτε ἔκανε αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ κύριός του, θὰ δεχθεῖ πολλὲς μαστιγώσεις καὶ θὰ τι­μω­ρηθεῖ αὐστηρά, διότι συνειδητὰ παρέβη τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του.

2. Ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως

Μὲ ποιὸν νόμο ὅμως θὰ κριθοῦν οἱ ἄν­θρωποι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει τὸ Νόμο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ; Μὲ τὸ νόμο τῆς συνειδήσεως, μᾶς ἀ­­­παντᾶ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος. Διότι ἀκόμα καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ «γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμ­μαρ­τυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως»· ἔχουν τὸν θεῖο Νόμο ἀποτυπωμένο στὴν καρδιά τους κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ συνείδησή τους τοὺς δίνει μαρτυρία γιὰ κάθε πρά­­ξη τους, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή.
Πράγματι, ἡ συνείδηση εἶναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε ποτὲ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του μιὰ φωνὴ νὰ τὸν ἐπιδοκιμάζει ἢ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει γιὰ τὶς ἐπιλογές του. Ἡ συνείδηση εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ὁ ἔμφυτος διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς. Εἶναι ἡ ἄγκυρα, ποὺ ὁ κυβερνήτης Θεὸς ἔβαλε στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ μᾶς συγκρατεῖ, ὥστε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ μὴν καταποντισθοῦμε στὸ βυθὸ τῆς ἁμαρτίας (P.G. 48, 1013). 
Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπανα-παυ­όμαστε στὴ συνείδηση ποὺ ἔχουμε προσωπικὰ διαμορφώσει. Ὀφείλουμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴ συνείδησή μας καὶ νὰ τὴ φωτίζουμε μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅσο περισσότερο φῶς τῆς δίνουμε, τόσο καλύτερα θὰ μᾶς πληροφορεῖ. Ἂν σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο ἀνάψεις ἕνα σπίρτο, μόλις ποὺ μπορεῖς νὰ διακρίνεις κάποια μεγάλα ἀντικείμενα. Ἂν ὅμως ἀνάψεις τὴ λάμπα, βλέπεις πολὺ καλύτερα· κι ἂν ἀνοίξεις τὰ παράθυρα στὸν ἥλιο, βλέπεις καὶ τοὺς κόκκους τῆς σκόνης. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ τὴ συν­είδηση: Ὅσο ­περισσότερο ­φωτίζεται ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόσο καλύτερα θὰ λειτουργεῖ.

3. Ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ­φέρνουμε συχνὰ στὸ νοῦ μας τὴ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. Λέει ὅτι θὰ ἔρθει ἡμέρα, «ὅτε κρινεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀν­θρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλι­όν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»· δηλαδή, τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τὶς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κηρύσσω. Καὶ θὰ τὶς κρίνει διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπέρτατου Κριτῆ.
Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦ­με τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Πράγματι, θὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς καὶ θὰ καθίσει «ἐπὶ θρόνου δόξης» γιὰ νὰ κρίνει, νὰ δικάσει τὸν κόσμο. Καὶ θὰ ἔρθει ξαφνικά, σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ βγαίνει στὴν ἀνατολὴ καὶ φαίνεται στὴ δύση (Ματθ. κδ΄ 27). Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸν ἀκριβὴ ­χρόνο τῆς ἐλεύσεώς Του. Ὅλοι μας ὅμως ἔχουμε χρέος νὰ ζοῦμε «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ».

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Πηγή: aktines.blogspot.gr




Δείτε σχετικά:
2. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Oι όσιοι Αγιορείτες Πατέρες και οι σύγχρονοι Αγιορείτες

Κυριακή Β΄ Ματθαίου (Ὁμιλία Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)





Γιὰ ποιό λόγο ἀναχωρεῖ; Ἐπειδὴ θέλει νὰ μᾶς διδάξη πάλι νὰ μὴν συμπλεκώμαστε μὲ τὸν πειρασμὸ ἀλλὰ νὰ ὑποχωροῦμε καὶ νὰ παραμερίζωμε μπροστά του. Δὲν εἶναι ἔγκλημα νὰ μὴ ρίχνης τὸν ἑαυτὸ σου στὸν κίνδυνο, ἀλλὰ νὰ μὴ σταθῆς μὲ γενναιότητα, ὅταν πέσης σ’ αὐτόν.  Αὐτὸ λοιπόν θέλει νὰ διδάξη καὶ νὰ διασκεδάση τὸ φθόνο τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτὸ ἀναχωρεῖ στὴν Καπερναούμ.  Καὶ τὴν προφητεία ἐκπληρώνει καὶ βιάζεται νὰ συλλάβη στὸ δίχτυ του τοὺς δασκάλους τῆς οἰκουμένης, ἀφοῦ  ἐκεῖ τοὺς εἶχε φέρει ἡ τέχνη τους. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμεν πῶς ἔχοντας στὸ νοῦ παντοῦ νὰ φύγη στοὺς Ἐθνικούς, παίρνει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους αἰτίες. Γιατὶ ἐδῶ μὲ τὴν ἐπιβουλή τους ἐναντίον του Προδρόμου καὶ τὸ κλείσιμό του στὴ φυλακὴ τὸν ὠθοῦν στὴν εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία. Ὅτι δὲν ἐννοεῖ ἕνα μέρος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, ἔθνους, οὔτε ὅλες τὶς φυλές, πρόσεξε πῶς ὁρίζει ἐκεῖνο τὸ χωρίο ὁ προφήτης λέγοντας ἔτσι. «Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλεὶμ ποὺ ἁπλώνεται κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἡ εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία. Ὁ λαὸς ποὺ κάθεται στὸ σκοτάδι εἶδε μέγα φῶς». Σκότος ἐδῶ λέγει ὄχι τὸ αἰσθητὸ ἀλλὰ τὴν πλανημένη πίστη καὶ ἀσέβεια. Γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάθονται στὴ χώρα ποὺ τὴ σκεπάζει ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, ἀνέτειλε τὸ φῶς γι’ αὐτούς. Γιὰ νὰ ἐννοήσωμε ὅτι δὲν λέει οὔτε τὸ φῶς, οὔτε τὸ σκότος τὸ αἰσθητό, μιλῶντας γιὰ τὸ φῶς, δὲν εἶπε ἁπλῶς φῶς ἀλλᾶ φῶς μεγάλο, ποὺ σ’ ἄλλο σημεῖο τὸ λέει ἀληθινό. Τὸ σκοτάδι πάλι μὲ περίφραση τὸ εἶπε «σκιά θανάτου». Κι ἔπειτα δείχνοντας ὅτι δὲ βρῆκαν αὐτοὶ ἐπειδὴ εἶχαν ζητήσει ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τοὺς φανερώθηκε λέει·  «Φῶς ἀνέτειλε γι’ αὐτούς» δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀνέτειλε, καὶ ἔλαμψε δὲν ἔτρεξαν αὐτοὶ πρῶτοι πρὸς τὸ φῶς.  Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν φτάσει στὰ τελευταῖα τους πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περπατοῦσαν στὸ σκοτάδι ἀλλὰ ἐκάθοντο στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι μήτε κἄν ἔλπιζαν ὅτι θὰ γλυτώσουν ἀπ’ αὐτό. Γιατὶ σὰν νὰ μὴν ἤξεραν κἄν ποῦ πρέπει νὰ προχωρήσουν, ἔτσι τοὺς εἶχε προλάβει τὸ σκοτάδι κι ἐκάθησαν, ἀφοῦ στὸ τέλος μήτε  νὰ σταθοῦν δὲν μποροῦσαν.
Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Χριστὸς νὰ κηρύττη καὶ νὰ λέη·  «Μετανοεῖτε, πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Πότε ἀπό τότε; Ἀφότου φυλακίστηκε ὁ Ἰωάννης. Καὶ γιατὶ δὲν τοὺς μίλησε ἀπ’ τὴν ἀρχή; Καὶ τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Ἰωάννης, ὅταν τὰ ἔργα μαρτυροῦσαν γι’ αὐτὸν μεγαλόφωνα; Γιὰ νὰ ἀναγνωρίσης κι’ ἀπὸ δῶ τὴν ἀξία του·  ὅτι δηλαδὴ ὅπως ὁ Πατέρας του, ἔχει κι αὐτὸς τοὺς προφῆτες. Αὐτὸ ἔλεγε κι ὁ Ζαχαρίας, Καὶ, σύ, παιδί, θὰ ὀνομαστῆς προφήτης τοῦ Ὑψίστου. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀφήση καμμιὰ δικαιολογία στοὺς ἀναίσχυντους Ἰουδαίους, ἀκοῦτε κι ὁ ἴδιος τὶ εἶχε πεῖ. Ἦρθε ὁ Ἰωάννης ποὺ μήτε τρώει, μήτε πίνει καὶ λένε· ἔχει δαιμόνιο μέσα του. Ἦρθε ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ καὶ τρώει καὶ πίνει καὶ λένε, νὰ, ἕνας φαγᾶς καὶ μέθυσος φίλος τῶν τελωνῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ δικαιώθηκε ἡ σοφία του, ἀπὸ τὶς συνέπειές της. Ἐξ ἄλλου ἦταν κι ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἄλλον πρωτύτερα νὰ λεχθοῦν οἱ λόγοι γιὰ κεῖνον κι ὄχι ἀπὸ τὸν ἴδιο.  Γιατὶ ἄν ἀκόμα κι ὕστερα ἀπὸ τόσε πολλὲς καὶ μεγάλες μαρτυρίες καὶ ἀποδείξεις ἔλεγαν· Σὺ μαρτυρεῖς γιὰ τὸν ἑαυτὸ σου· ἡ μαρτυρία σου δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἄν χωρὶς νὰ ἔχη πεῖ τίποτε ὁ Ἰωάννης, ἔβγαινε στὴ μέση ὁ ἴδιος καὶ μαρτυροῦσε, τί δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν; Γι’ αὐτὸ οὔτε ἐκήρυξε πρὶν ἀπ’ αὐτόν, οὔτε ἔκαμε θαύματα προτοῦ ἐκεῖνος κλειστῆ στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μὴ γίνη ἔτσι διχασμὸς στὸ πλῆθος. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκαμε κανένα θαῦμα γιὰ νὰ παραδώση τὸ πλῆθος καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο στὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ τὰ θαύματα θὰ τὸ τραβοῦσαν κοντά του. Γιατὶ ἄν ἔγιναν τόσα πρὶν καὶ μετὰ τὴ φυλακὴ κι ὅμως οἱ πολλοὶ ὑποψιάζονται ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ Χριστὸς κι ὄχι ἐκεῖνος, τί θὰ γινόταν, ἄν δὲν εἶχε συμβῆ τίποτε ἀπ’ αὐτά;  Γι’ αὐτὸ ὁ Ματθαῖος ὑπογραμμίζει, ὅτι ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ κηρύττη.  Καὶ ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμα, ἐδίδασκε ὅ,τι καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ τίποτε ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν λέγει το κήρυγμά του.  Γιατὶ αὐτὸ ὡς τότε μποροῦσαν νὰ παραδεχθοῦν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἀκόμη γι’ αὐτὸν τὴ γνώμη ποὺ ἔπρεπε.
β΄ Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρχίζοντας δὲν τοὺς φορτώνει κανένα βαρὺ φορτίο, ὅπως ἐκεῖνος τσεκούρι καὶ δένδρο ποὺ κόβεται, μήτε τοὺς ἀναφέρει τὸ φτυάρι καὶ τὸ ἁλώνι καὶ τὴν ἄσβεστη φωτιά. Ἀλλὰ στὸ προοίμιο τῆς διδασκαλίας του ἀναφέρεται σὲ ἐπιθυμητά, μιλῶντας σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀκοῦνε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ βασιλεία τὴν οὐράνια. Καὶ περπατῶντας κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δὺο ἀδελφούς, τὸ Σίμωνα ποὺ τὸν ἔλεγαν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδεφλό του. Ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα, σὰν ψαράδες ποὺ ἦσαν. «Ἀκολουθῆστε με, τοὺς εἶπε, καὶ θὰ σᾶς κάων ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Ὁ Ἰωάννης βέβαια ἀναφέρει ἀλλοιώιτκα τὴν κλήση τους, κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη πρόσκλησή τους, ποὺ μπορεῖ κανεὶς ἀπὸ πολλὰ νὰ διαπιστώση. Γιατὶ ἐκεῖ λέει ὅτι ἦλθαν κοντά του προτοῦ κλειστῆ ὁ Ἰωάννης στὴ φυλακή. Ἐνῶ ἐδῶ ἀφῦ κλείστηκε σ’ αὐτήν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀνδρέας καλεῖ τὸν Πέτρο·  ἐνῶ ἐδῶ καὶ τοὺς δύο ὁ Ἰησοῦς. Κι ἐνῶ ὁ Ἰωάννης γράφει ὅτι ὅταν εἶδε·  ὁ Ἰησοῦς τὸν Σίμωνα νὰ ἔρχεται τοῦ εἶπε «Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, θὰ ὀνομαστῆς Κηφάς, ποὺ θὰ πῆ Πέτρα» -ὁ Ματθαῖος γράφει ὅτι εἶχε αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁ Πέτρος. Ὅταν εἶδε, λέει τὸ Σίμωνα ποὺ τὸν ἔλεγαν Πέτρο. Καὶ ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἔγινε ἡ κλήση καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα θὰ τὸ διαπίστωνε κανένας κι ἀπὸ τὴν πρόθυμη ὑπακοὴ κι ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν πάντων. Ἦσαν ἤδη καλὰ προετοιμασμένοι. Στὴν πρώτη ὁ Ἀνδρέας ἔρχεται στὸ σπίτι καὶ ἀκούει πολλά. Στὴ δεύτερη γίνεται μιὰ ἁπλὴ πρόσκληση κι ἀκολουθοῦν ἀμέσως. Γιατὶ βέβαια εἶναι φυσικὸ μόλο ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ τὸν ἀφήσουν ξανὰ κι ἐπειδὴ εἶδαν τὸν Ἰωάννη στὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἴδιο νὰ φεύγη –καὶ νὰ ξαναγυρίζουν στὴν τέχνη τους. Γι  αὐτὸ καὶ τοὺς βρίσκει νὰ ψαρεύουν. Κι ἐκεῖνος οὔτε ὅταν πρῶτα θέλησαν ν’ ἀναχωρήσουν τοὺς ἐμπόδισε οὔτε ὅταν ἔφυγαν τοὺς ἄφησε ὡς τὸ τέλος. Ὑποχώρησε ὅταν ξεγλίστρησαν καὶ τώρα ἔρχεται γιὰ νὰ τοὺς ξανακερδίση. Αὑτὸς εἶναι καλύτερος τρόπος ψαρέματος.
Πρόσεξε ὅμως καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοή τους. Ὅταν ἄκουσαν τὸ κάλεσμα του, ἦσαν στὴ μέση τῆς ἐργασίας καὶ ξέρετε πόσο ἀχόρταγο εἶναι τὸ ψάρεμα. Κι ὅμως δὲν ἄφησαν γι’ ἀργότερα, δὲν εἶπαν· «Ἅμα γυρίσωμε στὸ σπίτι θὰ μιλήσωμε μὲ τοὺς δικούς μας». Ἀλλὰ τ’ ἄφησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἐλισσαῖος στὰ χρόνια τοῦ Ἠλία. Τέτοια ὑπακοὴ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, ὥστε μήτε δευτερολέπτου ἀναβολὴ νὰ μὴν κάνωμε, ἀκόμα κι ἄν κάτι ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα μᾶς βιάζη. Γι αὐτὸ καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ θάψη τὸν πατέρα του, μήτε αὐτὸ δὲν τὸν ἄφησε νὰ κάμη δείχνοντας ὅτι ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ προτιμοῦμε νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε.  Καὶ νὰ πῆς ἦταν μεγάλη ἡ ὑπόσχεση; Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς θαυμάζω πιὸ πολύ, ἐπειδὴ μόλο ποὺ δὲν εἶχαν δεῖ ἀκόμα κανένα σημεῖο, ἐπίστεψαν σὲ τόσο μεγάλη ὑπόσχεση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστὰ στὸ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Γιατὶ μὲ ὅποια λόγια πιάστηκαν οἱ ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν κι ἄλλους νὰ πιάσουν. Τοῦτο εἶχε ὑποσχεθῆ σ’ αὐτούς, σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη τίποτα τέτοιο δὲ λέει. Γιατὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν πρώτων ἄνοιξε ἔπειτα τὸ δρόμο καὶ σ’ αὐτούς. Ἐξ ἄλλου εἶχαν ἀκούσει προηγουμένως πολλά γι’ αὐτόν. Κοίταξε καὶ πόσο καθαρὸ ὑπαινιγμὸ κάνει καὶ γιὰ τὴν φτώχεια τους·  τοὺς βρῆκε νὰ ράβουν τὰ δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φτώχεια τους, ὥστε νὰ διορθώνουν τὰ χαλασμένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀγοράσουν ἄλλα. Δὲν ἦταν κι αὐτὸ τότε μικρὸ δεῖγμα ἀρετῆς, ἡ εὔκολη ἀνοχὴ τῆς φτώχειας, ἡ ἀπόκτηση τῆς τροφῆς ἀπὸ τίμιο μόχθο, ὀ σύνδεσμος μεταξύ τους μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης τὸ γηροκόμισμα κι ἡ περιποίηση τοῦ πατέρα τους. Κι ὅταν τοὺς ἔπιασε στὰ δίχτυα του, τότε ἀρχίζει, ἐνῶ εἶναι μαζί του, νὰ θαυματουργῆ, βεβαιώνοντας μὲ τὰ ἔργα του ὅ,τι εἶχε πεῖ γι’ αὐτὸν ὁ Ἰωάννης.  Βρισκόταν ἀδιάκοπα στὶς συναγωγὲς κι ἐκεῖ τοὺς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι κάποιος ἀντίθετος οὔτε πλάνος ἀλλὰ ἔχει ἔρθει μὲ τὸ θέλημά τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ δὲν ἐκήρυττε μόνο παρὰ ἔκαμε καὶ θαύματα.
γ. Γιατὶ παντοῦ ὅπου γίνεται κάτι διαφορετικὸ καὶ παράδοξο καὶ ἡ νομοθέτηση καινούργιας ζωῆς, συνηθίζει ὁ Θεὸς νὰ κάμη θαύματα, δίνοντας ἐνέχυρα γιὰ τὴ δύναμή του σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι νὰ δεχτοῦν τοὺς νόμους. Ἔτσι ὅταν ἦταν νὰ πλάση τὸν ἄνθρωπο, δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ τότε τοῦ ἔδωσε τὸ νόμο ἐκεῖνο μέσα στὸ παράδεισο. Καὶ ὅταν ἦταν νὰ δώση τὸ νόμο τοῦ Νῶε, πάλι μεγάλα θαύματα ἔκαμε, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναδημιούργησε ὅλη τὴ πλάση καὶ κράτησε ὁλόκληρο χρόνο τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πέλαγος κι ἔκανε ὅλα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποία ἔσωσε τὸν δίκαιον ἐκεῖνον μέσα σὲ τὸσα χαλασμό. Καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ἀβραάμ παρουσίασε πολλὰ θαύματα, τὴ νίκη στὸν πόλεμο, τὴν πληγὴ ποὺ ἔδωσε στὸ Φαραώ, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Κι ὅταν νομοθετοῦσε στοὺς Ἑβραίους παρουσίασε τὰ θαυμαστὰ καὶ τρισμεγάλα ἐκεῖνα σημεῖα καὶ τότε τοὺς ἔδωσε τὸ νόμο. Ἔτσι κι ἐδῶ θέλοντας νὰ δώση ἕναν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ τοὺς πῆ ὅσα ποτὲ δὲν εἶχαν ἀκούσει, ἐπιβεβαιώνει τοὺς λόγους μὲ τὴν παρουσίαση τῶν θαυμάτων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲ φαινόταν ἡ βασιλεία ποὺ κήρυττε, αὐτὴν τὴν ἀόρατη μὲ τὰ φαινόμενα τὴ φανερώνει καὶ πρόσεξε τὴ λιτότητα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, πῶς δὲ μᾶς διηγεῖται γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ ὅσους ἐθεραπεύονταν ἀλλὰ μὲ δυὸ λόγια παρατρέχει νιφάδες ὁλόκληρες ἀπὸ θαύματα. Τοῦ ἔφεραν λέει ὅλους ὅσοι ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ λογῆς ἀσθένειες καὶ βασανίζονταν, δαιμονισμένους, σεληνιακούς, παραλυτικοὺς καὶ τοὺς ἐθεράπευσε. Ἀλλὰ τι περίεργο εἶναι τοῦτο; Γιατὶ δὲν ζήτησε ἀπὸ κανένα τους πίστη οὕτε εἶπε αὐτὸ ποὺ ἔπειτα φανερά ἔλεγε·  «Πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάμω αὐτό»; Ἐπειδὴ δὲν εἶχε δώσει ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του. Ἐξ ἄλλου καὶ μόνο ὅτι ἔρχονταν εἴτε τοὺς ἔφερναν μαρτυτοῦσε ὄχι τυχαία πίστη. Τοὺς ἔφερναν ἀπὸ μακρυὰ καὶ δὲ θὰ τοὺς εἶχαν φέρει, ἄν δὲν εἶχαν πείσει ὁλότελα τὸν ἑαυτὸ τους γι’ αὐτόν. Ἄς τὸν ἀκολουθήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς. Γιατὶ ἔχομε πολλὲς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς κι αὐτὲς θέλει πρῶτα νὰ θεραπεύση. Γι’ αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες γιὰ νὰ ἐξορίση τὶς ψυχικὲς ἀπὸ τὴν ψυχή μας.

 Ἄς ἔρθωμε λοιπὸν κοντά του καὶ τίποτα βιοτικὸ ἄς μὴ τοῦ ζητήσωμε παρὰ μόνο συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας·  τὴν παραχωρεῖ καὶ τώρα ἄν τὴ ζητοῦμε σοβαρά. Τότε εἶχε φτάσει ἡ φήμη του ὡς τὴ Συρία τώρα ἔχει φτάσει σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Κι ἐκεῖνοι ἔτρεχαν μαζεμένοι, ὅταν ἄκουγαν μόνο πὼς ἐθεράπευσε δαιμονισμένους· σὺ ὅμως ποὺ ἔχεις περισσότερες καὶ μεγαλύτερες ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμή του, γιατὶ δὲ σηκώνεσαι νὰ τρέξης σ’ αὐτόν;  Κι ἐκεῖνοι ἄφησαν καὶ πατρίδα καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς· σὺ ὅμως δὲ θέλεις μήτε τὸ σπίτι σου ν’ ἀφήσης, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του καὶ νὰ λάβης πολὺ περισσότερα; Καὶ μήτε ποὺ ζητοῦμε αὐτὸ ἀπὸ σένα. Ἄφησε μόνο τὴν κακὴ συνήθεια καὶ μένοντας στὸ σπίτι σου μαζὶ μὲ τοὺς δικούς σου θὰ μπορέσης εὔκολα νὰ σωθῆς. Τώρα ἄν ἔχωμε ἕνα πάθος σωματικό, κάνουμε τὸ κάθε τι καὶ προσπαθοῦμε ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ ὅ,τι μᾶς στενοχωρεῖ. Ἄν ὅμως ἡ ψυχὴ μας εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση ἀναβάλλομε καὶ ἀποφεύγομε. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν γλυτώνωμε οὔτε ἀπὸ κεῖνα. Ἐπειδὴ ἐμεῖς μετατρέπομε τὰ ἀναγκαῖα σὲ πάρεργα καὶ τὰ πάρεργα σὲ ἀναγκαῖα καὶ ἀφήνοντας τὴν πηγὴ τῶν κακῶν θέλομε τὰ ρυάκια νὰ καθαρίσουμε.  Γιατὶ ὅτι αἰτία τῶν σωματικῶν κακῶν εἶναι ἡ κακία τῆς ψυχῆς τὸ ἐδήλωσε καὶ ὁ παράλυτος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια κι αὐτὸς ποὺ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὴ στέγη κι ὁ Κάιν πρὶν ἀπ’  αὐτούς. Κι ἀπὸ πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ διαπιστώση. Ἄς βγάλωμε ἀπὸ τὴ μέση τὴν πηγὴ τῶν κακῶν κι ὅλα τὰ ρεύαμτα τῶν ἀσθενειῶν θὰ σταματήσωμε. Δὲν εἶναι μόνο ἡ παράλυση ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ ἡ ἁμαρτία·  καὶ ἡ δεύτερη σημαντικώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχή.

Ἄς ἔρθωμε λοιπὸν καὶ τώρα κοντά του καὶ ἄς τὸν παρακαλέσωμε νὰ σφίξη τὴν ψυχή μας ποὺ ἔχει παραλύσει καὶ παραμερίζοντας τὰ βιοτικὰ ἄς λογαριάζωμε τὰ πνευματικά μόνο.
 Κι ἄν μὲ δύναμη προσηλωθῆ σ’ αὐτά, τότε φρόντιζε καὶ γιὰ κείνα. Μήτε ν’ ἀδιαφορῆς γιὰ τὴν ἁμαρτία σου, ἐπειδὴ δὲ σοῦ προκαλεῖ λύπη· γι’  αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ στενάζης περισσότερο, ἐπειδὴ δὲ δοκιμάζεις πόνο γιὰ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ δὲ συμβαίνει ἐπειδὴ δὲν δαγκώνει ἡ ἁμαρτία ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἀναίσθητη ἡ ψυχὴ ποὺ σφάλλει. Σκέψου λοιπὸν ἐκείνους ποὺ νιώθουν τὰ ἁμαρτήματά τους, πῶς θρηνοῦν πιὸ λυπηρὰ ἀπ’ ὅσους κάνουν ἐγχειρήσεις ἤ καυτηριάσεις, π΄σοα κάνουν καὶ πόσα ὑποφέρουν, πόσους θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς κάνουν γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ κακὴ συνείδηση. Δὲ θὰ τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἄν δὲν ἕνιωθαν σφοδρὸ ψυχικὸ πόνο.
δ.Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτάνης καθόλου· τὸ δεύτερο, νὰ νιώθης τὴν ἁμαρτία σου καὶ νὰ διορθώνεσαι. Ἄν μᾶς λείπη αὐτό, πῶς θὰ παρακαλέσωμε τὸ Θεὸ καὶ θὰ ζήσωμε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐμεῖς ποὺ καθόλου δὲ τὶς λογαριάζομε; Ὅταν σύ, ποὺ ἁμάρτησες, δὲ θέλης μήτε αὐτὸ ν’ ἀναγνωρίσης, ὅτι δηλαδὴ ἁμάρτησες, γιὰ ποιὰ ἁμαρτήματα θὰ παρακαλέσης τὸ Θεό; Γι’ αὐτὰ ποὺ δὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς θὰ γνωρίσης τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας; Ἀνάφερε λοιπὸν χωριστὰ τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ μάθης γιὰ ποιὲς παίρνεις συγχώρηση, γιὰ νὰ νιώσης εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν εὐεργέτη σου. Ὅταν ἐρεθίσης κάποιον ἄνθρωπο, καὶ φίλους καὶ γείτονες καὶ θυρωροὺς παρακαλεῖς καὶ ξοδεύεις χρήαμτα καὶ χάνεις πολλὲς ἡμέρες νὰ πηγαίνης νὰ τὸν βρίσκης καὶ νὰ παρακαλῆς καὶ ἄν μιὰ καὶ δυὸ καὶ ἀμέτρητες φορὲς σὲ ἀποκρούση ὁ θυμωμένος, δὲν ἡσυχάζεις ἀλλὰ μεγαλώνει ἡ ἀγωνία σου καὶ πληθύνεις τὶς παρακλήσεις. Ἐνῶ, ὅταν θυμώση ὁ Θεὸς τῶν ὅλων, ἀδρανοῦμε καὶ ἡσυχάζουμε καὶ διασκεδάζομε καὶ μιλοῦμε κι ἀπὸ τὰ συνηθισμένα μας καθόλου δὲ βγαίνομε. Πότε θὰ μπορέσωμε νὰ τὸν ἐξιλεώσωμε. Πῶς μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲ θὰ τὸν ἐξοργίσωμε περισσότερο; Πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸν κάνει νὰ ἀγανακτῆ περισσότερο καὶ νὰ ὀργίζεται ἡ ἀπουσία τῆς λύπης γιὰ τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτὸ ἀξίζει νὰ κατεβοῦμε μέσα στὴ γῆ καὶ μήτε τὸν ἤλιο ν’ ἀντικρύζωμε μήτε ν’ ἀναπνέωμε καθόλου, γιατὶ παρόλο ποὺ ἔχομε ἕναν τόσο καλόβουλο Κύριο, τὸν θυμώνομε καὶ ἀφοῦ τὸν θυμώνομε τοὐλάχιστο δὲ μετανοοῦμε. Μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖνος κι ὅταν θυμώνη, δὲ μᾶς μισεῖ οὔτε μᾶς ἀποστρέφεται ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς τραβήξη ἔστω καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Γιατὶ ἄν μᾶς εὐεργετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ μεῖς τὸν ὑβρίζαμε, περισσότερο θὰ τὸν περιφρονούσαμε. Γιὰ νὰ μὴ γίνη αὐτό, μᾶς ἀποστρέφεται προσώρας, γιὰ νὰ μᾶς ἔχη κοντά του παντοτινά. Ἄς ἔχωμε θάρρος λοιπὸν στὴν φιλανθρωπία του κι ἄς δείξωμε μετάνοια μελετημένη, πρὶν φτάση ἡ ἡμέρα ποὺ ἡ μετάνοια δὲ θὰ μᾶς ὠφεληση. Τώρα ὅλα εἶναι στὸ χέρι μας·  τότε ὅμως ἡ ἀπόφαση εἶναι μόνο στὸ χέρι τοῦ δικαστοῦ. Ἄς τὸν προσπέσωμε λοιπὸν κι ἄς ἐξομολογηθοῦμε, ἄς κλάψωμε κι ἄς θρηνήσωμε. Ἄν μπορέσωμε νὰ παρακαλέσωμε τὸν δικαστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν δίκη νὰ συγχωρέση τὶς ἁμαρτίες, δὲ θὰ χρειαστὴ μήτε νὰ μποῦμε στὸ δικαστήριο. Ὅπως πάλι ἄν δὲ γίνη αὐτό, θὰ ἀκούση τὴν ἀπολογία μας μπροστὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ θὰ εἶναι παροῦσα καὶ δὲν ἔχομε καμμιὰ ἐλπίδα γιὰ συγχώρηση. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἐδῶ ποὺ δὲν πῆρε ἄφεση γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του, δὲ θὰ μπορέση ν’ ἀποφύγη τὶς εὐθύνες του γι’ αὐτά. Ἀλλὰ ὅπως οἱ φυλακισμένοι ἐδῶ μὲ τὶς ἁλυσίδες τους ὁδηγοῦνται στὸ δικαστήριο, ἔτσι κι ὅλες οἱ ψυχὲς ὅταν φύγουν ἀπὸ δῶ βαρημένες μ’ ὅλες τὶς σειρὲς τῶν ἁμαρτημάτων τους, ὁδηγοῦνται στὸ φοβερὸ βῆμα.

Γιατὶ καθόλου κλύτερη ἀπὸ φυλακὴ δὲν εἶναι ὁ βίος αὐτός. Ἀλλὰ ὅπως στὸ κτίριο ἐκεῖνο ὅταν μποῦμε τοὺς βλέπομε ὅλους ἁλυσοδεμένους, ἔτσι καὶ τώρα ὅταν ἀπομακρύνωμε ἀπὸ τὰ μάτια μας τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα καὶ εἰσέλθωμε μέσα στὴ ζωὴ καθενὸς καὶ μέσα στὴν ψυχή του θὰ τὴ βροῦμε δεμένη μὲ ἁλυσίδες χειρότερες ἀπὸ τὶς σιδερένιες. Ἀκόμα χειρότερα ἄν μπῆς μέσα στὶς ψυχὲς  τῶν πλουσίων. Ὅσο περισσότερα εἶναι τὰ ἐνδύματά τους τόσο χειρότερα εἶναι τὰ δεσμά τους. Ὅπως λοιπὸν ὅταν δῆς τὸ δεσμώτη νὰ εἶναι σιδεροδεμένος καὶ στὴν πλάτη καὶ στὰ χέρια καὶ συχνὰ καὶ στὰ πόδια, γι’ αὐτὸ καὶ περισσότερο τὸν ἐλεεινολογεῖς, ἔτσι καὶ τὸν πλούσιο, ὅταν δῆς νὰ εἶναι ντυμένος μύρια ὅσα, μὴν τὸν θεωρῆς πλούσιο γι’ αὐτὰ ἀλλὰ ἄθλιο ἐξ αἰτίας τους, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτά, ἔχει καὶ δεσμοφύλακα βαρύ, τὴν κακὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πηδήση τὴ φυλακὴ αὐτὴν καὶ φτιάχνει μύρια ἐμπόδια καὶ φύλακες καὶ πόρτες καὶ μάνταλα καὶ ἀφοῦ τὸν ρίξη στὸ βαθύτερο κελλί, τὸν καταφέρνει ἀκόμα καὶ νὰ χαίρεται γι’ αὐτὰ τὰ δεσμὰ κι ἔτσι μήτε μιὰ ἐλπίδα νὰ μὴν τοῦ γεννηθῆ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὶς συμφορές ποὺ τὸν περιμένουν. Κι ἄν μὲ τὴ σκέψη ἀντικρύσης τὴν ψυχὴ κάποιου, θὰ τὴν βρῆς νἆναι ὄχι μόνο ἁλυσοδεμένη ἀλλὰ κι ἀχτένιστη κι ἄπλυτη καὶ γεμάτη ζωύφια. Γιατὶ καθόλου καλύτερα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι οἱ σαρκικὲς ἡδονὲς ἀλλὰ καὶ πιὸ σιχαμερὲς καὶ χειρότερα ἀπ’ αὐτὰ καταστρέφουν τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ προξενοῦν καὶ σ’ αὐτὸ καὶ σ’ ἐκεῖνη ἀμέτρητες πληγές.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς παρακαλέσωμε τὸ Λυτρωτή τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καὶ τὰ δεσμά μας νὰ σπάση, καὶ τὸν κακὸ αὐτὸν φύλακα ν’ ἀπομακρύνη κι ἀφοῦ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν σιδερένιων ἁλυσίδων ἄς κάμη τὸ φρόνημά μας ἐλαφρότερο κι ἀπὸ τὸ φτερό. Καὶ πρακαλῶντας τὸν ἄς τοῦ φέρωμε καὶ τὰ δικὰ μας δῶρα, ζῆλο καὶ γνώμη καὶ προθυμία ἀγαθή. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ μάλιστα σὲ σύντομο χρόνο ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς κατέχουν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε ποῦ βρισκόμαστε πρῶτα καὶ νὰ ἀποκτήσωμε τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἁρμόζει. Αὐτὴν μακάρι νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή: “Ἀναβάσεις”




Δείτε σχετικά:
3. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Oι όσιοι Αγιορείτες Πατέρες και οι σύγχρονοι Αγιορείτες

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Εὐαγγέλιον (Λόγος Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σαλευκείας)




Εὐαγγέλιο Κυριακής: (Ματθ. δ΄18-23)


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, 18 περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ  Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. 19 καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς,  Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ  Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. 22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ  Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σαλευκείας

Λόγος εἰς τό «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»

Όσοι είναι σοφοί ιατροί, τότε αποδεικνύουν πιο θαυμαστή την τέχνη τους, όχι όταν καταπολεμήσουν το πάθος δια πυρός και σιδήρου, συμφώνως με τον νόμο του πολέμου, αλλά όταν, κολακεύοντας το πάθος με κάποια γλυκά φάρμακα, επινοήσουν την ίαση του πάσχοντος, και, αποφεύγοντας τις τεχνικές που του προκαλούν φόβο, κοιμίσουν τους πόνους με κάποια ήπια και εύληπτα παρασκευάσματα, και τον ελευθερώσουν από το πάθος. Έτσι ο πάνσοφος ιατρός και βασιλεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βλέποντας την Οικουμένη να νοσεί από το πάθος της ασεβείας και να φλεγμαίνει από τις κοσμικές απάτες που την οδήγησαν στην ειδωλομανία, δεν ρίπτει πύρινη βροχή, ούτε ωθεί τη θάλασσα να εκστρατεύσει κατά της ξηράς, ούτε εξοπλίζει κατά της ασεβείας τη βία των στοιχείων της φύσεως, αλλά πείθει με θαύματα, προσελκύει με ευεργεσίες, και με ουράνιους λόγους μεταπλάθει τα φλεγμονώδη πάθη της ψυχής. Ήδη δε επιλέγει και μερικούς ευτελείς μαθητάς και εμπιστεύεται στα χέρια και στις γλώσσες τους την ιατρεία της Οικουμένης.

«Περιπατών» λέγει «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον (δίκτυ) εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Ω της αληθώς μεγάλης βουλής και της αθανάτου σοφίας! Θέλοντας να διδάξει τους ανθρώπους πράγματα παράδοξα και δόγμα νέον και πολιτείαν ουράνιον, και αναζητώντας εκείνους που θα υπηρετήσουν ένα τέτοιο δόγμα, παρέβλεψε πόλεις, διέγραψε δήμους, δεν εζήτησε τη βοήθεια κάποιας βασιλείας, περιφρόνησε τη δύναμη του πλούτου, εμίσησε την ισχύ των ρητόρων, δεν εστήριξε την ελπίδα του σε γλώσσες φιλοσόφων. Παρέτρεξε έθνη και δεν υπελόγισε ούτε σε στρατιωτική προπαρασκευή ούτε σε ικανότητα χειρών ούτε σε ταχύτητα ποδών. Και γιατί απαριθμώ τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα; Αφήνοντας τις τάξεις των αγγέλων να παραμένουν στην ησυχία, περιήρχετο λιμένες και ποταμούς, ακρογιαλιές και εργαστήρια, θέλοντας να δανεισθεί από αυτά τους υπηρέτες των δογμάτων. Και παρουσιαζόμενος ενώπιόν τους παρακαλούσε λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Εσάς, λέγει, ήλθα να θηρεύσω. Αλιείς επιζητώ και όχι βασιλείς. Ναύτες προτρέπω, όχι δυνάστες. Παύσετε να αγωνίζεσθε κατά της αψύχου θαλάσσης. Μεταφέρετε για χάρη μου την αλιευτική τέχνη στην ξηρά. Εδώ υπάρχει πέλαγος ασεβείας. Σ’ αυτό απλώστε προς χάριν μου τα δίκτυα σας και θηρεύσετε την ευσέβεια. «Δεύτε οπίσω μου» μαθηταί ιδικοί μου και καθηγηταί της Οικουμένης. Χρησιμοποιήστε την τέχνη σας για αλιεία ουράνια. Θάλασσα ειδωλολατρίας απλώνεται παντού, από νέφος πολυθεΐας καλύπτεται η κτίσις. Βυθός ασεβείας έχει κατακλύσει τα πάντα. Πνίγονται άνθρωποι κάτω από τα δαιμονικά κύματα. Πλήρης ο κόσμος από τη δυσωδία των αιμάτων, μολύνεται από τις ζωές που θυσιάζονται. Σε αλιείς θα αναθέσω τη θεραπεία τους, την ιδική σας τέχνη επιζητεί το πάθος τούτο. Ας χρησιμοποιήσουμε σωτήριο φάρμακο για την κτίση που κινδυνεύει.

«Δεύτε οπίσω μου. Οι δε, αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Συντρέχει από τον πόθο του Δεσπότου ο χορός των μαθητών. Δεν εθεώρησε ως φαντασία την κλήση, ούτε το μέγεθος της υποσχέσεως τους στέρησε τις ελπίδες, ούτε τους ανάγκασε να εκστομίσουν παρόμοια λόγια προς τον Δεσπότη: Γιατί μας χλευάζεις άνθρωπε, βλέποντάς μας να παλεύουμε με τα κύματα; Γιατί εμπαίζεις τον κόπο μας με λόγια άξια γέλωτος; Μας βλέπεις να ταλαιπωρούμεθα με τη θάλασσα, και ενώ η τέχνη κηρύττει την ευτέλεια, εσύ λέγεις «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»; Ποίον πλούτον επικαλούμενοι, ειπέ μας, θα ελκύσουμε τους ακροατάς; Μήπως θα τους δείξουμε τα σχισμένα δίκτυα και θα συλλάβουμε σαν θηράματα τους λαούς; Ποίαν ρητορικήν ικανότητα χρησιμοποιώντας θα σαγηνεύσουμε με την καλλιέπεια του λόγου τις ακοές; Ή μήπως με ναυτικές εκφράσεις θα αιχμαλωτίσουμε τις ψυχές των βασιλέων; Ιχθείς εμάθαμε να αλιεύουμε, όχι ανθρώπους.

Τίποτε από αυτά δεν είπαν, ούτε εσκέφθησαν, αλλά πραγματικά, αφού τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας. Να αγρεύουν μάθαιναν, και εκείνα που επρόκειτο να πράξουν, τα υπέμειναν πρώτα εμπράκτως. Έλεγε: «Δεύτε», και καλούμενοι ακολουθούσαν. Ω! η έμπρακτος απόδειξις των λόγων! «Δεύτε», εγώ παρασκευάζω το δόλωμα με τα δικά σας λόγια. Εγώ θα επιστρέψω πόλεις και λαούς με τις φωνές τις δικές σας, σεις είσθε η απαρχή της αλιείας μου. Σας καλλιεργώ χρησιμοποιώντας προς τούτο εσάς τους ίδιους. Μου ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω βασιλείς ως υπηρέτες. Μου ήταν δυνατόν να προσελκύσω γλώσσες ρητόρων για να υπηρετήσουν το δόγμα μου. Ημπορούσα να εμπιστευθώ στα αγγελικά τάγματα το κήρυγμα. Αλλά τότε η σπουδαιότης των υπηρετών θα αποσπούσε από εμένα τη δοξολογία. Διότι η δύναμις του υπηρετούντος υποκλέπτει τη δόξα του ενεργούντος. Δεν δέχομαι να υπηρετηθώ από τον πλούτο, μήπως συνεργαζόμενος νοθεύσει το θαύμα. Εσάς ευρίσκω έμπιστους φύλακες των θαυμάτων μου. Διότι από όποιους δεν διαθέτουν κανένα ανθρώπινο πλεονέκτημα, από εκείνους διαφυλάττεται ακεραία η δύναμις της Θεότητος. Έτσι θαυμάζεται και ο στρατιώτης, όταν επιτύχει κάποιο ανδραγάθημα με όπλα ευτελή. Η αρετή θέλει να διαμοιράζεται τη δόξα του κατορθώματος με εκείνον που το κατόρθωσε.

Ας αναχαιτισθούν τα λόγια της απιστίας, ας φραγεί η γλώσσα, δεν χωρεί συκοφαντία. Ας μη λέγει κάποιος ασεβής, όταν βλέπει πόλεις και χώρες να αυτομολούν σύσσωμες προς το κήρυγμα: πώς δεν θα έπειθε ο Χριστός, αφού προέβαλε τους σοφιστάς ως κήρυκες; Εφόβισε με όπλα και υπέταξε ψυχές. Δεικνύοντας χρήματα δελέασε οφθαλμούς. Με τον φόβο κυρίευσε τη γνώμη. με πλήθη έφερε τα πλήθη με το μέρος του.

Σεις όμως, απογυμνωμένοι από όλα αυτά, απογυμνώστε από κάθε πρόφαση τους συκοφάντες. «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Γίνετε μετά την θάλασσα αλιείς της ξηράς, ας περιβληθεί με δίκτυα η γη. Από τώρα θα είσθε αλιείς ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι επινόησαν τους αλληλοσπαραγμούς κατά το παράδειγμα των ιχθύων, ας συλληφθούν από τα μεγάλα σας δίκτυα, ας υποστούν ό,τι και οι ιχθείς για να σωθούν.

Αμέσως σαν να διαπέρασε άγκιστρο τις ακοές τους, ηκολούθησαν προθύμως αυτόν που αναζητεί ελεύθερα θύματα. Και χαιρετώντας τα δίκτυα απαρνήθηκαν τη θάλασσα και ακολούθησαν τα νεύματα του Σωτήρος. Έτσι λοιπόν, αφού προμηθεύθηκαν τα δίκτυα του Δεσπότου και έγιναν μαθηταί της παραδοξοτάτης αλιείας, όταν ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς, οι μαθηταί αλίευαν με τα δίκτυα της χάριτος τα γένη των ανθρώπων. Και χρησιμοποιώντας τη νέα τέχνη σε συγκεντρώσεις Ιουδαίων, συνέλαβαν αμέσως τρεις χιλιάδες. Δευτέρα βολή, και τα δίκτυα ήρπασαν πέντε χιλιάδες. Ίσως ποθείτε να μάθετε το δόλωμα με το οποίο συνέλαβαν τους πέντε χιλιάδες. Ήταν ένας χωλός εμπρός στην ωραία πύλη, τον οποίο η φύσις, αδρανοποιώντας τις βάσεις των ποδών με μίαν ασθένειαν, τον παρέδωσε στη χάρη να τον μεταχειρισθεί όπως θέλει. Και αφού τον έδεσε ο Πέτρος με το άγκιστρο της πίστεως, έκαμε όλον τον δήμο δεσμώτη της γλώσσης του. Έγινε και εκείνος ο μέγας Κορνήλιος θήραμα αυτής της σαγήνης.

Αφού συνέλαβαν έτσι τους Παλαιστίνιους, έφεραν στις νήσους την τέχνη της χάριτος, σαγηνεύοντας μετά την ξηρά τη θάλασσα. Είδαν την Κύπρο, αφού είχαν την Αντιόχεια. Μετά από αυτό κατέλαβαν την Παμφυλία. Εσυλήθη η Μακεδονία. Η Θράκη προσέτρεξε, η Ελλάς συνελήφθη από την γλώσσα. Η Ρώμη έκρυψε το διάδημα και προσεκύνησε το κήρυγμα του σταυρού. Αλλεπάλληλες πόλεις εδέχθησαν αυτομάτως να συλληφθούν από τα αποστολικά δίκτυα. Δεν έπαυσαν να τα απλώνουν μέχρι που όλος ο περίβολος της οικουμένης συνελήφθη από τα δεσποτικά δίκτυα. Αλλά ω των παραδόξων και υπερφυσικών γεγονότων! Επειδή ο διάβολος πλήττεται με αυτά που βλέπει, μην υποφέροντας να βλέπει τη σωτηρία εξαπλουμένη, μηχανεύεται να θανατώσει τους κήρυκες, σαν να διεγείρει κάποια αγριότερα θαλάσσια κήτη εναντίον των αλιέων. Αλλά εκείνοι τον μεν θάνατον δέχονται, δεν έπαυσαν όμως την αλιεία και μετά το τέλος τους. Εργάζονται και μετά τον θάνατο το πρόσταγμα του Δεσπότου, και μολονότι κρύπτονται στον τάφο, δεν λησμόνησαν την αποστολή τους. Διότι και οι τάφοι ομιλούν, όταν θελήσει η χάρις. Επειδή είναι αληθής εκείνος που τους εκάλεσε λέγοντας: «Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

(5ος αιών - Migne, P.G. τομ. 85, στ. 332. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 131 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


Πηγή: www.alopsis.gr