A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Η ΜΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ (Μητροπολίτου Φιλίππων καί Μαρωνείας Γ.Ο.Χ. κ. Ἀμβροσίου)

Σχετική εικόνα


τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Φιλίππων καί Μαρωνείας κ. Ἀμβροσίου

Σεβασμιώτατε άγιε Θεσ/νίκης κ. Γρηγόριε,
Άγιοι Αρχιερείς,
Ευλαβείς Πρεσβυτέροι και Διάκονοι,

Χορεία των Ιεροψαλτών,

Αξιότιμοι κύριοι Πρόεδροι και Μέλη των Δ/κών Συμβουλίων των Ιερών Κοινοτήτων,

Λαέ του Θεού ηγαπημένε·          
Στο εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θες/νίκης, εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου∙ ημερομηνία κατά την οποία εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου σε ηλικία εξήντα τριών ετών το 1359. Εννέα χρόνια μόλις μετά  τον  θάνατό  του,  μετά  την  κοίμησή  του, το 1368  με  Συνοδική  απόφαση  του Πατριαρχείου Κων/πόλεως για πρώτη φορά η μνήμη του αναγράφηκε στο ημερολόγιο του Μεγάλου Ναού της του Θεού Σοφίας και καθιερώθηκε να εορτάζεται και τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, γιατί η σημερινή ημέρα είναι προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, είναι η συνέχεια της νίκης της Εκκλησίας εναντίον της πλάνης και των αιρέσεων.
Στην Κων/πολη γεννήθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το 1296. Μαθήτευσε στις ελεύθερες σπουδές κοντά στον διάσημο Θεολόγο και Φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη.

Σε νεαρή ηλικία εγκαταλείπει τις επιστημονικές σπουδές και αποσύρεται στην ερημική ζωή, για να σπουδάσει την Πατερική Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.  Ασκήτευσε στο Παπίκιον Όρος της Θράκης, στο Άγιον Όρος, στην περιοχή της Βεροίας και πάλι στο Άγιον Όρος. Αναδείχθηκε Θεολόγος της ησυχαστικής ασκήσεως και της μετανοίας και όχι των πτυχίων και των Πανεπιστημιακών τίτλων.

Ο Θεός τον επροίκησε με πολλά χαρίσματα. Είναι  ο  Θεολόγος  της  θείας  χάριτος,  γι’αυτό  όταν η Εκκλησία του Χριστού κινδύνευε από την διδασκαλία του μοναχού Βαρλαάμ και του Σλάβου Θεολόγου Ακινδύνου αλλά και των οπαδών τους,οι οποίοι μετέφεραν από την Δύση, από την Ιταλία, έναν εκκοσμικευμένο χριστιανισμό και μετέδιδαν τις παπικές αιρέσεις και πλάνες στην Ανατολή, στο Βυζάντιο, ο άγιος Γρηγόριος εγκαταλείπει-αφήνει την ησυχία της ερήμου και υπερασπίζεται την ορθόδοξη πίστη.

Μας άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο∙ δογματικά, ασκητικά, λειτουργικά, ποιμαντικά, αγιολογικά, ηθικά, ομιλίες  και  επιστολές.

Εμείς από το συγγραφικό του έργο θα σταχυολογήσουμε, θα τρυγήσουμε μερικές διδασκαλίες του για ν’απαντήσουμε στο ερώτημα: «Με ποιόν τρόπο και μέχρι ποίου σημείου είναι δυνατόν ο θνητός και πεπερασμένος, αυτός πού έχει αρχή και τέλος, άνθρωπος να μιμηθεί, να ομοιάσει τον αθάνατο, απεριόριστο και αιώνιο Θεό;»

Από την αρχή πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το να προσπαθεί ο άνθρωπος να ομοιάσει τον Θεό στον τέλειο βαθμό ως προς την αρετή χαρακτηρίζεται κατά τον Κλήμη Αλεξανδρέα ως βλασφημία. Αλλά χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία που δίνει ο άγιος  Γρηγόριος στη φράση «αμίμητον μίμημα» δηλαδή μίμηση χωρίς επιτυχία του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

Κατά την γνώμη του αγίου η παράδοξη αυτή φράση διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο, δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί μέσω της μιμήσεως με τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι υπεράνω κάθε ανθρώπινης προσπάθειας, είναι αμίμητος και συνεχίζει ο άγιος, πρέπει όμως ο άνθρωπος να προσπαθεί να μιμηθεί, να ομοιάσει τον αμίμητον, γιατί έτσι μόνον θ’αποκτήσει τις ευλογίες, τις δωρεές του Θεού και θα γίνει κατά χάρην Θεός. (Υπέρ των ιερών Ησυχαζόντων 3, 1, σελ. 367). Η μίμηση λοιπόν του Θεού είναι σχετική, δεν μπορεί να είναι τέλεια από τον άνθρωπο, γιατί κατά την ουσία του ο Θεός παραμένει αμίμητος. Ο άνθρωπος όμως μπορεί να πλησιάσει την αγιότητα του Θεού ανάλογα με τις δυνάμεις του και αυτό  το  πετυχαίνει  μόνον  με  την  χάρη  του Θεού∙ «ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ΙΕ, 5) μας υπενθυμίζει ο Κύριος, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο.

Βέβαια εκτός από τον αόρατο Θεό Πατέρα, εμείς οι Χριστιανοί έχουμε τον Υιό του Θεού, τον Χριστό μας, που έγινε τέλειος κατά πάντα άνθρωπος αλλά παραμένει και τέλειος Θεός «ομοούσιος τω Πατρί» και μπορούμε να τον μιμηθούμε και πάλι μέσα στις δυνατότητες μας τις ανθρώπινες. Και κάτι ακόμη∙ η διδασκαλία περί μιμήσεως του Χριστού, δηλαδή το να προσπαθούμε να ομοιάσουμε όσο είναι δυνατόν τον Χριστό μας, ήταν από την αρχή γνωστή στην Πατερική παράδοση, η οποία και συμφωνεί απόλυτα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής.

Στα Ιερά Ευαγγέλια όλη η ζωή του Χριστού παρουσιάζεται ως πρότυπο, ως παράδειγμα για τη ζωή των πιστών. Ο ίδιος ο Ιησούς προετοίμασε « ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι» (Ιω. ΙΕ, 20) και κάλεσε τους μαθητές του «ει τις θέλει οπίσω μου έλθειν…» (Ματθ. Ι5, 24) ν’ακολουθήσουν το παράδειγμα Του, να τον  μιμηθούν.

Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, στο Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, αφού πλένει τα πόδια των μαθητών του, τους λέγει χαρακτηριστικά: «υπόδειγμα δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιειτε» (ΙΓ, 14). Σας έδωσα ένα παράδειγμα, να κάνετε και εσείς όπως και εγώ έπραξα σε σας, δηλαδή να δείχνετε την αγάπη σας προς τους συνανθρώπους με έργα και όχι μόνον με λόγια. Αργότερα ο απ. Παύλος θα διακηρύξει στην προς Γαλάτας επιστολή ότι ο Χριστιανισμός είναι «πίστις δι’αγάπης ενεργούμενη» (Ε, 6). Οι άγιοι Απόστολοι και αργότερα οι διωκόμενοι χριστιανοί καλούνται να μιμηθούν, να βαδίσουν τον δρόμο του Γολγοθά  όπως  ο διδάσκαλος μας Ιησούς.

Γράφει λοιπόν ο απ. Πέτρος στην πρώτη του επιστολή: «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Β, 21). Ο Χριστός έπαθε για χάρη μας και άφησε παράδειγμα ν’ακολουθήσετε και να βαδίσετε επάνω  στα  ίχνη  του.

Ο απ. Παύλος, μιμείται τον Χριστό και καλεί όλους τους πιστούς να τον ακολουθήσουν∙ γράφει στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (ΙΑ, 1). Η προτροπή αυτή του απ. Παύλου βρίσκει τέλεια εφαρμογή στη ζωή των αγίων μαρτύρων. Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος την ώρα που τον λιθοβολούν οι Ιουδαίοι προσεύχεται: « Κύριε μη στήσης αυτοίς  την αμαρτίαν ταύτην» (Πρ. ζ, 60). Κύριε μη καταλογίσεις σ’αυτούς αυτήν την αμαρτία∙  με άλλα λόγια, συγχώρεσέ τους Κύριε, που με σκοτώνουν. Ο μάρτυρας Στέφανος μιμήθηκε τον Μεγάλομάρτυρα του Γολγοθά, τον διδάσκαλο και Αρχηγό της πίστεως μας Ιησού Χριστό, ο οποίος συγχώρεσε αυτούς που τον σταυρώσανε.

Από τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος Επίσκοπος Αντιοχείας, οδηγούμενος στα θηρία της Ρώμης έγραφε προς τους χριστιανούς της μεγάλης πόλεως, οι οποίοι εφρόντιζον να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο; «Επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου» (Επιστ. Ρωμ. 6, 3). Αλλά και οι άγιοι Πατέρες από τον Μ. Βασίλειο, τον Γρηγόριο Θεολόγο, τον Μάξιμο Ομολογητή μέχρι τον Γρηγόριο Παλαμά διδάσκουν∙ όταν ο χριστιανός ακολουθεί πιστά την διδασκαλία του Χριστού, πλησιάζει προς την τελειότητα χωρίς να βρίσκει  τέλος  στην  πορεία  αυτή.

Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ο τελικός σκοπός κάθε πιστού χριστιανού είναι να μιμηθεί την ζωή του Χριστού, κάνοντας πράξη την διδασκαλία Του. Γράφει ο άγιος: «αν ουν ενταύθα τω Υιώ του Θεού δια των έργων ομοιώσης σ’αυτόν και δείξης  επί πάντας χριστός, ως κακείνος επί πάντας Χριστός έστιν…προς  αυτόν ομοίωσιν λήψη τω φωτί της του Υψίστου δόξης περιλαμπόμενος…μακαριότητος» (Ομιλ. 45, 7). Σε ελεύθερη ερμηνεία∙ εάν λοιπόν, με τα έργα σου ομοιάσεις τον Υιό του Θεού και συμπεριφέρεσαι σε όλους όπως Εκείνος, τότε θα ομοιάσεις τον Χριστό και θα ζήσεις στην αιώνια ζωή, στον Παράδεισο.

Αρχή της μιμήσεως αυτής είναι το βάπτισμα, ως τύπος της συμμετοχής του ανθρώπου στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού: «ταύτης δε της μιμήσεως αρχή μεν ημίν έστι το άγιον βάπτισμα, τύπος ον της του Κυρίου ταφής τε και αναστάσεως» (Ομιλ. 2Ι). Στη συνέχεια ακολουθεί ο ενάρετος βίος και τέλος η προσπάθεια να νικήσουμε τα πάθη μας. Αλλά ακόμη και μετά την αναγέννηση του αγίου βαπτίσματος ο άνθρωπος παραμένει στην κατάσταση της φθοράς και του θανάτου∙ όμως ο Θεός παραχωρεί τις δωρεές του αγίου Πνεύματος, με σκοπό ο άνθρωπος να φθάσει στην ηθική τελείωση. Έτσι ο πιστός ετοιμάζεται «προς υποδοχήν της αφθαρσίας» να υποδεχθεί την αθάνατη ζωή, την οποία  θα  ζήσει  στην  μακαριότητα του Παραδείσου.

Στη συνέχεια διδάσκει ο άγιος ότι, η μίμηση του Χριστού επαναφέρει τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση του « κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν Θεού». Πρίν από την πτώση του ο άνθρωπος εθεώρει –έβλεπε τον Θεό,τον είχε μπροστά του για να τον μιμηθεί, όπως οι αγαθοί Άγγελοι. Όταν όμως ο άνθρωπος παραβίασε την εντολή και απομακρύνθηκε από τη θεωρία του Θεού, τότε ο Θεός έγινε άνθρωπος «και συμπολιτευσάμενος ημίν ευατόν εις υπόδειγμα της προς ζωής επανόδου προτίθησιν» (Ομιλία Ι6). Και αφού έζησε ανάμεσα μας (ως άνθρωπος) παρουσιάζει τον εαυτό Του ως υπόδειγμα για την επάνοδο μας στη ζωή.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι όταν προσπαθούμε να εφαρμόσουμε τις εντολές του Θεού στη ζωή μας, ερχόμαστε σε αντίθεση με την φυσική ζωή, όπως την ονομάζουμε, και τούτο γιατί ο νόμος του Ευαγγελίου έρχεται σε αντίθεση με τις επιθυμίες της σαρκός. «Οίδαμεν ότι ο νόμος πνευματικός έστιν∙ εγώ δε σαρκικός είμι, πεπραμένος υπό την αμαρτία» (Ρωμ. Ζ, 14). Δηλαδή, γνωρίζουμε ότι ο νόμος του Θεού είναι πνευματικός εγώ όμως είμαι σαρκικός, σκλάβος στην κυριαρχία της αμαρτίας, μας βεβαιώνει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή.

Σημειώνει ο άγιος∙ ο άνθρωπος που ακολουθεί και μιμείται τον Χριστό, με την χάρη του αγίου Πνεύματος και με τις δικές του δυνάμεις ξαναβρίσκει τον πραγματικό του εαυτό και κατευθύνεται για να φθάσει στον αληθινό προορισμό του που είναι η αιώνια ζωή. Ο προορισμός αυτός χαράχθηκε-εντυπώθηκε στην ψυχή μας από την αρχή, όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν»∙ και συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος: «επειδή ο Αδάμ παρασύρθηκε από τον διάβολο και αστόχησε, ήλθε ο Χριστός και πρόβαλε τον εαυτό του ως πρότυπο προς μίμηση των πιστών για να κάνει πάλι κατορθωτή την ομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό». Στη συνέχεια ο άγιος κάνει μία παρατήρηση: «Τάχα πολλοί τον Αδάμ αιτιώνται, πως ευκόλως τω πονηρώ συμβούλω πεισθείς την θείαν ηθέτησεν εντολήν και δια της τοιαύτης αθετήσεως ημίν τον θάνατον προεξένησεν». Πολλοί λένε ότι ο Αδάμ είναι η αιτία που έφερε τον θάνατο στο ανθρώπινο γένος, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό και παραβίασε την εντολή του Θεού.

Αλλά ο Αδάμ, όταν δεχόταν τις πονηρές συμβουλές του διαβόλου, δεν είχε ακόμη την φοβερή εμπειρία του θανάτου, δεν γνώριζε τι ήταν ο θάνατος. Περισσότερο κατακριτέος και αδικαιολόγητος από τον Αδάμ είναι ο χριστιανός εκείνος που παραβιάζει τις εντολές του Θεού, γιατί γνωρίζει τον θάνατο, έχει εμπειρία του θανάτου στα πρόσωπα των συνανθρώπων του, γι’αυτό ο κάθε χριστιανός έχει  χρέος να μιμηθεί και ν’ακολουθήσει τη ζωή του Χριστού, για να πετύχει τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας από το «κατ’εικόνα» να φθάσει στο «καθ’ομοίωσιν» (Ομιλία 31).

Η πορεία αυτή πρό την αγιότητα, προς την θέωση δεν είναι πλέον ομαλή, γιατί υπάρχει ανά πάσα στιγμή ο κίνδυνος της πτώσεως, δηλαδή να ξεφύγουμε από την πορεία πρός την τελειότητα. Ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, ν’απομακρυνθεί από τον Θεό Πατέρα, όπως και γίνεται. Γι’αυτό και ο άγιος συμβουλεύει: Όταν ο άνθρωπος ρυθμίζει τις επιθυμίες του κατά το θέλημα του Θεού και τον μιμείται στις πράξεις του, παρουσιάζεται ως υιός του Θεού. «Ούτω και δια των αγαθών επιθυμιών και πράξεων εξομοιούται τω Θεώ, υιοποιείται τούτω και κληρονόμος γίνεται της βασιλείας αυτού» (ομιλία 27).

Επισημαίνει στη συνέχεια τον μεγάλο κίνδυνο για τον άνθρωπο: Όταν όμως ο άνθρωπος επιθυμεί και πράττει τα έργα του διαβόλου, γίνεται όμοιος με αυτόν και παρουσιάζεται ως υιός του διαβόλου. «Οράτε πως εκ των πονηρών επιθυμιών και πράξεων υιοποιείται ο άνθρωπος τω διαβόλω και ούτω κληρονόμος γίνεται του αιωνίου πυρός» (Ομιλία 27).

Ο αγώνας αυτός εναντίον των επιθυμιών, εναντίον των λογισμών είναι πολύ κουραστικός και ισόβιος, γι’αυτό πρέπει να γίνεται με θερμή προσευχή και μεγάλη προσοχή.

Συνεχής φροντίδα του χριστιανού πρέπει να είναι η συστηματική καταπολέμηση των λογισμών και των παθών. Πρέπει να βρισκόμαστε πάντοτε σε συναγερμό: «Νήψατε, γρηγορήσατε∙ ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πετρ. Ε, 8). Μας προειδοποιεί ο απ. Πέτρος στην πρώτη επιστολή του: Εγκρατευθείτε, αγρυπνείτε και προσέχετε∙ γιατί ο αντίπαλος και κατήγορος διάβολος, σαν λεοντάρι που ωρύεται, που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητά ποιόν να καταπιεί, να παρασύρει  στην  αιώνια  κόλαση.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθεί την παράδοση των νηπτικών Πατέρων και ρίχνει το βάρος στην εσωτερική, στην ψυχική κατάσταση του ανθρώπου και όχι στις συγκεκριμένες αμαρτωλές πράξεις.  Οι  πονηρές  επιθυμίες  και  τα  πάθη μας οδηγούν στην διάπραξη της αμαρτίας∙ επομένως αυτές πρέπει να πολεμήσουμε, για να μην φθάσουμε στην αμαρτία. Ο αγώνας, τον οποίο καλούμαστε να κάνουμε, πρέπει να έχει ως στόχο την αιτία και όχι τα συμπτώματα της διαστροφής. Όπως αιτία της αμαρτίας υπήρξε η πονηρά συμβουλή του διαβόλου και η προτίμηση της πρόσκαιρης ηδονής από τον άνθρωπο, έτσι η θεραπεία του ανθρώπου γίνεται με την συμβουλή, με τις εντολές του Χριστού, ακολουθώντας συγχρόνως την στενή και τεθλιμμένη οδό πού μας οδηγεί στην αιωνιότητα.
Στο έργο του «Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας» ο Ιερός  Πατήρ διδάσκει: «όταν παραβιάζουμε τις εντολές του Θεού, χάνουμε την εν Χριστώ υιοθεσία» δεν είμαστε πλέον παιδιά του Θεού, με αποτέλεσμα να μοιάζουμε με τον διάβολο». Μεταξύ άλλων λέγει: «ου συκοφαντήσεις, ινα μη εξομοιωθης τω την αρχήν προς την Εύαν τον Θεόν συκοφαντήσαντι και επικατάρατος κατ’εκείνον γένη». Μη γίνεσαι συκοφάντης, μην διαδίδεις ψευδείς κατηγορίες, για να μην γίνεις όμοιος με τον διάβολο που συκοφάντησε τον Θεό στην Εύα.

Σε άλλη του ομιλία «εις την Ανάληψιν του Χριστού» σημειώνει: Το ουράνιο ύψος στο οποίο ανήλθε-ανέβηκε ο Χριστός κατά την ημέρα εκείνη και την δόξα, την οποία κατά σάρκα έλαβε, το πέτυχε «διά ταπεινώσεως και αδοξίας» (Ομιλία 22) και συνεχίζει, «εάν ο Θεός υπερύψωσε τον Χριστόν του, επειδή ταπεινώθηκε, ατιμάσθηκε και υπέμεινε τον σταυρικό θάνατο, πώς θα δοξάσει και θ’ανυψώσει ημάς τους ανθρώπους, εάν δεν ταπεινωθούμε και δεν δείξουμε αγάπη μεταξύ μας, υπομονή  και  αυταπάρνηση;» (Ομιλία 16).
Η μίμηση του Χριστού προϋποθέτει και την άρση του σταυρού αυτού: δηλαδή να σηκώσουμε τον σταυρό και ν’ακολουθήσουμε τον Κύριο. «Ει τις θέλει οπίσω μου έλθειν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Ματθ. ΙΣΤ, 24).

Κατά τον άγιο δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους ο πιστός σηκώνει  τον  σταυρό  του  Χριστού∙ ο μαρτυρικός θάνατος και ο αγώνας εναντίον των παθών μας.
Όταν διώκεται η χριστιανική πίστη ή το Ορθόδοξο Δόγμα, πρέπει ο χριστιανός να είναι έτοιμος να προσφέρει και την ζωή του ακόμη για την αλήθεια της πίστεως μας. Με αυτόν τον τρόπο σηκώνει τον σταυρό και γίνεται μιμητής και επικοινωνεί με το πάθος και την ανάσταση του Χριστού, όπως οι άγιοι μάρτυρες (Ομιλία 11).

Ιδιαίτερα αυτή η μίμηση του Χριστού αναφέρεται στα συγγράμματα των Θεολόγων Πατέρων, οι οποίοι έζησαν  την  περίοδο  των  διωγμών.
Ο Ιερός πατήρ αναφερόμενος στον Θεσσαλονικέα άγιο Δημήτριο, τον παρουσιάζει ως μαρτυρήσαντα κατά χάριν Χριστού (Ομιλία 43), δηλαδή ο Άγιος Δημήτριος μαρτύρησε, αφού έλαβε την χάρη και  μιμήθηκε  τον  Χριστό.

Σε περίοδο ειρήνης της Εκκλησίας η άρση του σταυρού του Χριστού και η μίμηση  του  μαρτυρίου του πραγματοποιούνται  με  τον  εσωτερικό  αγώνα εναντίον των λογισμών, εναντίον των παθών και των πονηρών  επιθυμιών,  όπως  μαρτυρούν  οι  όσιοι πατέρες  και  μητέρες  αλλά  και  κάθε  πιστός χριστιανός.

Σε  ομιλία  του  ο  άγιος,  ακολουθώντας  τον Μ. Βασίλειο και την πατερική παράδοση, εξηγεί και διδάσκει το σωστό νόημα της νηστείας, η οποία είναι και η πρώτη εντολή και συμβουλή του Θεού προς τον Αδάμ. Ενώ αυτή είναι εντολή ζωής, η ακρασία –αυτός που δεν μπορεί να  συγκρατήσει  τα πάθη του - είναι συμβουλή θανάτου πού δόθηκε με δόλιο τρόπο στον Παράδεισο από τον διάβολο στην Εύα και τον Αδάμ «είς έκπτωσιν της ζωής και απαλλοτρίωσιν της εκ Θεού θείας χάριτος» (Ομιλία 13) δηλαδή σε απώλεια της ζωής και αποξένωση-απομάκρυνση της χάριτος  του  Θεού.

Σαράντα ημέρες νήστευσε ο Μωυσής και αξιώθηκε την θεωρία-την θέα του Θεού, για να πάρει τις δέκα εντολές. Οι προφήται Ηλίας και Δανιήλ αξιώθηκαν θεοπτίας, αλλά και αυτοί προηγουμένως  εκαθαρίσθησαν με την  νηστεία. Το μεγαλύτερο όμως παράδειγμα που προβάλλει ο άγιος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος «υποδεικνύς ημίν τον τρόπον της κατά του διαβόλου νίκης, ενήστευσε και ενίκησεν αυτόν αποκρούσας πάντα πειρασμόν» (Ομιλία 13)  παρουσιάζοντας σε  μας  τον τρόπο της νίκης κατά του διαβόλου: νήστευσε και  τον  νίκησε,  αφού  έδιωξε  κάθε  πειρασμό.

Σε αντίθεση με τον Αδάμ, ο οποίος άρχισε την πορεία της ζωής του με την ακρασία, με την αδυναμία να ελέγξει τον εαυτό του, γι’αυτό και απομακρύνθηκε από τον Παράδεισο, ο Ιησούς Χριστός άρχισε το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων στη γή με την νηστεία και με αυτήν πολέμησε και κατενίκησε τον διάβολο, αυτόν που μας πολεμά με τους λογισμούς και τα πάθη.

Η νηστεία βέβαια αποτελεί το μέσον, τον τρόπο για να καταπραϋνουμε τα πάθη και να κατακτήσουμε τις αρετές, γι’αυτό και ο ιερός πατήρ εξηγεί: «αληθινή-σωστή νηστεία είναι εκείνη πού γίνεται για να μαραθεί η σαρκική επιθυμία, να ταπεινωθεί η ψυχή, να μεταστραφεί το μίσος σε αγάπη, να σβηστεί ο θυμός, ν’αποκτήσει η διάνοια και η προσευχή μας καθαρότητα» (Ομιλία Ι3).

Με την νηστεία και την εγκράτεια φθείρεται ο έξω άνθρωπος, το σώμα και όσο περισσότερο φθείρεται, τόσο περισσότερο γίνεται ξανά καινούργιος ο έσω άνθρωπος, η ψυχή μας.
Άγιοι Αρχιερείς,
Πάτερες και αγαπητοί
Εν Χριστώ αδελφοί.
        
Απ’όλα όσα έχουμε αναφέρει γίνεται φανερό ότι η σημασία  της μιμήσεως του Χριστού, στο να προσπαθούμε ως χριστιανοί να ομοιάσουμε τον Θεάνθρωπο Χριστό μας, κατέχει κεντρική θέση στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος ακολουθώντας την Αποστολική και Πατερική παράδοση προβάλλει διαρκώς το πρόσωπο του Χριστού ως παράδειγμα και προτρέπει κάθε πιστό χριστιανό να προσπαθήσει να εφαρμόσει στη ζωή του τη διδασκαλία και τη ζωή του Κυρίου μας, για να καταλήξει στον τελικό σκοπό πού είναι η αιώνια ζωή, ο Παράδεισος.
Πρέπει επίσης ν’αναφέρουμε ότι στην πορεία της μιμήσεως του Χριστού μας έχουμε βοηθούς και παραδείγματα τους αγίους, πού και αυτοί μιμήθηκαν το Χριστό.
Σαν άνθρωποι μάλιστα και αυτοί έπεσαν σε αμαρτίες, αλλά μας προσφέρουν δύο μεγάλες ανθρώπινες αρετές, πού πρέπει και επιβάλλεται να εφαρμόζουμε στη ζωή μας, την Μετάνοια και το πένθος για τις αμαρτίες μας∙ ανθρώπινες αρετές τις οποίες δεν είχε ο αναμάρτητος Θεάνθρωπος Ιησούς.

Οι πρεσβείες του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά να μας συνοδεύουν στο υπόλοιπον της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. ΑΜΗΝ.

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

"ΠΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΝ ΟΣΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ;" - Απαντήσεις από την Εκκλησιαστική Ιστορία και Γραμματεία



ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Αποτείχιση, με απλά λόγια, ονομάζουμε την διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τον Επίσκοπο που κηρύσσει αίρεση. Σε Αποτείχιση προέβαιναν πάντοτε οι Ορθόδοξοι σε περίοδο αιρέσεως. Στην εποχή μας, με την μεγάλη αίρεση του Οικουμενισμού, του οποίου φορείς είναι σχεδόν όλοι οι Επίσκοποι των επισήμων Εκκλησιών, η Αποτείχιση είναι επιβεβλημένη, αλλά είναι εύλογο να προκύπτει, σε αυτούς που προβαίνουν σε αυτήν, ένα σοβαρό ερώτημα: "Που θα εκκλησιαζόμαστε πλέον;". Σε αυτό το ερώτημα απαντά η Εκκλησιαστική Ιστορία και Γραμματεία, οι οποίες διασώζουν τα έργα και την διδασκαλία των Ορθοδόξων Πατέρων μας. Ας τα δούμε.



ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι Ορθόδοξοι της Αντιοχείας επί Ευζωΐου
Το 360 επίσημος Επίσκοπος Αντιοχείας, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Μελετίου, τοποθετήθηκε ο Ευζώιος. Ο Ευζώιος ήταν αρειανόφρονας γι' αυτό και οι Ορθόδοξοι  "διαχωρισθέντες ἀπὸ τοὺς κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ καλουμένη Παλαιᾷ" (Μελετίου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄, Βιέννη, 1783, σελ. 349). Χωρίσθηκαν δηλαδή όχι μόνο από τον Ευζώιο, αλλά και από τους συν αυτώ και εκκλησιαζόντουσαν στην παλιά πόλη της Αντιόχειας, σε έναν ναό που είχαν κτίσει οι Απόστολοι. Όπως γράφει ο ιστορικός: "χωρισθέντες ἀπὸ τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ" (στο ίδιο, σελ. 379).

Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως από το 350 έως το 379
Το 350 επίσημος Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Παύλου, τοποθετήθηκε ο Μακεδόνιος, ο οποίος ήταν Πνευματομάχος. Μετά τον Μακεδόνιο εκλέχθηκε ο από Αντιοχείας αρειανόφρονας Ευδόξιος. Με τον θάνατο του Ευδοξίου εκλέγεται ο επίσης αρειανόφρονας Δημόφιλος. Όμως ο εξόριστος Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας, ο οποίος κρυβόταν σε κάποιο σπίτι των λιγοστών Ορθοδόξων της Πόλεως χειροτονεί για αυτούς (πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια!) Ορθόδοξο Επίσκοπο τον Ευάγριο. Μόλις το μαθαίνει ο αρειανόφρονας αυτοκράτορας Ουάλης, εξορίζει τον Ευάγριο και δημεύει τους λιγοστούς ναούς των Ορθοδόξων, παραχωρώντας τους στον Δημόφιλο, τον οποίο και αναγνωρίζει ως επίσημο Επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως. Μόλις ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος φθάνει στην Πόλη το 379 (είχε αποσταλεί από την Ορθόδοξη Σύνοδο της Αντιοχείας του 378 ως Επίσκοπος Σασίμων για να οργανώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως) συναντά ένα θλιβερό θέαμα. Οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι ήταν ελάχιστοι και ασύντακτοι, εκκλησιάζονταν δε σε βουνά και σπηλιές ή και καθόλου. Ας δούμε την περιγραφή του Αγίου: "Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν" (P. G. 36, 460). Μόλις φθάνει ο Άγιος Γρηγόριος τότε οι Ορθόδοξοι με την καθοδήγηση του Αγίου ανασυντάσσονται και αποκτούν δικό τους ναό (ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων γράφει πως μετέτρεψαν ένα σπίτι σε ναό!), τον οποίο ο Άγιος ονόμασε "Ἀναστασίαν ὅπως συμβολικῶς τὸ ὄνομα σημαίνῃ τὴν ἐν τούτῳ ἀνάστασιν καὶ ἀναζωογόνησιν τῆς τέως νεκρᾶς ὀρθοδοξίας ἐν Κωνσταντινουπόλει" (Βασιλείου Σμύρνης, Περί του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθήνα, 1903, σελ. 111-112).

Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως επί Νεστορίου
Μόλις διαπιστώθηκε πως ο Νεστόριος δεν δεχόταν την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού μας (και ως εκ τούτου απέρριπτε τον όρο "Θεοτόκος" για την Παναγία μας), οι Ορθόδοξοι εξεγέρθηκαν και εγκατέλειψαν τους ναούς που μνημονευόταν το όνομά του. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφέρει σε επιστολή του προς τον Άγιο Κελεστίνο, Πάπα Ρώμης, πως το μεγάλο πλήθος των πιστών έχει εγκαταλείψει τους ναούς της Κωνσταντινουπόλεως, εκτός από λίγους αδιάφορους και κόλακες! Και όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι μοναχοί και οι αρχιμανδρίτες! Συγκεκριμένα γράφει: "῏Ην ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπίσκοπος ὀνόματι Δωρόθεος, τὰ αὐτὰ φρονῶν αὐτῷ (τῷ Νεστορίῳ), ἀνὴρ χρειοκόλαξ, καὶ προπετὴς χείλεσι, καθὼς γέγραπται· ὃς ἐν συνάξει, καθεζομένου ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς ἐκκλησίας τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὐλαβεστάτου (σ. ημ. επειδή δεν είχε καθαιρεθεί ακόμη τον προσφωνεί με τον τίτλο "ευλαβέστατο", όπως λέμε σήμερα "σεβασμιώτατος", "παναγιώτατος" κ.τ.ο.) Νεστορίου, ἀναστὰς μεγάλῃ τῇ φωνῇ τετόλμηκεν εἰπεῖν· Εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγει τὴν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω. Καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντός τοῦ λαοῦ καὶ εκδρομή (ἔξοδος). Οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν. Τὰ δὲ μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οὓς ἀπὸ τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα" (P.G. 77, 81). 

Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως μετά την Ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας
Όταν το 1439 επέστρεψαν από την Φλωρεντία οι ορθόδοξοι επίσκοποι, οι οποίοι είχαν υπογράψει την ψευδοένωση με τους Παπικούς, ο πιστός λαός τους γύρισε την πλάτη αδειάζοντας τους ναούς τους. Ήταν τόσος ο ζήλος του λαού που και υποψία να υπήρχε ότι κάποιος κληρικός ήταν λατινόφρονας εγκατέλειπαν τον ναό! Ο Σιλβέστρος Συρόπουλος αναφέρει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: "Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου (σ. ημ. Μητροφάνους του Β΄, λατινόφρονος) πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον (οὐδέ γάρ ἐκέκτητο) καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ’ ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν· Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ’ ἀνεμίχθης καί συνοδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ’ ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν" (V. Laurent, Les mémoires du grand ecclésiarque de l'Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos, Paris, 1971, p. 556).
Και το 1452, όταν με το ουνιτικό συλλείτουργο της 12ης Δεκεμβρίου στην Αγιά Σοφιά διακηρύχθηκε η Ψευδοένωση με τους Παπικούς, ο λαός πάλι έδειξε την απέχθειά του αποφεύγοντας να λειτουργείται στον ναό. Γράφει χαρακτηριστικά ο ιστορικός της εποχής Δούκας: "Οἱ δὲ τῆς πόλεως ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἐν ᾗ ἐγένετο τάχα ἡ ἕνωσις ἐν τῇ Μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ, ὡς Ἰουδαίων συναγωγὴν τοῦτον ἀπέφευγον καὶ οὐκ ἦν ἐν αὐτῇ οὔτε προσφορά, οὔτε ὁλοκαύτωσις, οὔτε θυμίαμα. Εἴ ἔτυχέ τις τῶν ἱερέων λειτουργῆσαι Θεῷ ἐν ἡμέρα ἐπισήμῳ, οἱ προσευχόμενοι μέχρι τῆς ὥρας τῆς προσφορᾶς ἵσταντο· καὶ τότε πάντες ἐξήρχοντο οὕτω γυναῖκες ὡς ἄνδρες, οὕτω μοναχοὶ ὡς μονάζουσαι. Τὶ χρὴ λέγειν; καὶ τὸν ναὸν ὡς βωμὸν (τῶν εἰδώλων), καὶ τὴν θυσίαν (λειτουργίαν) ὡς Ἀπόλλωνι τελουμένην ἐνόμιζον" (P. G. 157, 1072).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Οι Άγιοι Απόστολοι (διά του Αγίου Κλήμεντος, Πάπα Ρώμης) διατάζουν την αποφυγή κάθε είδους συμπροσευχής με τους αιρετικούς: "Eἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προϊέναι διὰ τοὺς ἀπίστους, κατ' οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν· οὐχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον. Ἐὰν δὲ ἀσεβεῖς κατέχωσιν τὸν τόπον, φευκτέος ἔστω σοι διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ' αὐτῶν· ὡς γὰρ οἱ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν. Eἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ συναθροισθῆναι δυνατόν, ἕκαστος παρ' ἑαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω, προσευχέσθω, ἢ καὶ ἅμα δύο ἢ τρεῖς· «Ὅπου γὰρ ἂν ὦσι, φησὶν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν». Πιστὸς μετὰ κατηχουμένου μήτε κατ' οἶκον προσευχέσθω· οὐ γὰρ δίκαιον τὸν μεμυημένον μετὰ τοῦ ἀμυήτου συμμολύνεσθαι· εὐσεβὴς μετὰ αἱρετικοῦ μήτε κατ' οἶκον συμπροσευχέσθω· «Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;»" (P. G. 1, 1136-1137).
Ο Μέγας Βασίλειος συνιστά στους πρεσβυτέρους της Νικοπόλεως, αν οι αιρετικοί κατέχουν τους ναούς, να τελούν τις ακολουθίες στην ύπαιθρο: "Εἰ δὲ ὅτι ὁ δεῖνα τὸν οἶκον κατέχει τῆς προσευχῆς, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ προσκυνεῖτε τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Δεσπότην, τοῦτο ὑμᾶς ἀνιᾷ, ἐνθυμήθητε, ὅτι οἱ μὲν ἕνδεκα μαθηταὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ ἦσαν ἀποκεκλεισμένοι, οἱ δὲ σταυρώσαντες τὸν Κύριον ἐν τῷ περιβοήτῳ ναῷ τὴν Ἰουδαϊκὴν λατρείαν ἐπλήρουν" (P. G. 32, 896-897).
Ο Μέγας Αθανάσιος προτρέπει τους Ορθοδόξους να εκκλησιάζονται μόνοι τους, χωρίς τους κληρικούς τους (όταν εκείνοι είναι αιρετικοί), για να μη κολαστούν μαζί τους: «Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (P.G. 35, 33).
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Β΄ απαγορεύει στους ορθοδόξους να εκκλησιάζονται σε ναούς που λειτουργούν λατινόφρονες: "Ὅσοι τῆς καθολικῆς (ὀρθοδόξου) ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δἐχεσθε τὴν τυχοῦσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι καταμόνας, ἢ ἐπ' ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετὰ τῶν λατινοφρόνων ὑποταγάτων" (Γερμανού Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή Β΄ προς τους Κυπρίους στο Κωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, Βενετία,  1873, σελ. 18).

Νικόλαος Μάννης


Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΔΗΛΩΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΑΠΟ ΚΡΗΤΕΣ ΙΕΡΕΙΣ



Πρωτοπρεσβύτερος Γαβριήλ Μαζανάκης
Πρεσβύτερος Ἐμμανουήλ Σαρρῆς
Πρεσβύτερος Σπυρίδων Δαμανάκης
Πρεσβύτερος Παῦλος Μαζανάκης
        (ἡ ἐπιστολὴ δόθηκε στοὺς ἐπισκόπους ὅπου ὑπάγονται οἱ πατέρες, δηλαδὴ στόν Σεβ. Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κ.Δαμασκηνό, στόν Σεβ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ.Εὐγένιο, καί στόν Σεβ. Λάμπης καί Σφακίων κ. Εἰρηναῖο.)

  05.03.2017  

Θέμα:  Δήλωση  Διακοπῆς  Μνηµμοσύνου

Σεβασμιώτατοι,  

Μετὰ λύπης, ἀλλὰ καὶ πολλῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ἐπιθυµούμε διὰ  τοῦ παρόντος νὰ σᾶς γνωστοποιήσουμε ὅτι, ἀκολουθώντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, διακόπτουμε τὴ µνημόνευση τοῦ  ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γιατὶ σεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνεπίσκοποί σας ἐγκαταλείψατε αὐτὴν τὴν θεία Παράδοση καὶ εὑρίσκεσθε ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων  Πατέρων.  
Ἡ θεάρεστη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἐπαινούμενη αὐτὴ ἐνέργεια συμβολικὰ θὰ γίνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (05.03.2017), ὁπότε ἑορτάζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ διαβάζουµε τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» µὲ τὰ ἀναθέματα ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ὥστε νὰ δηλώσουµε καὶ µέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Θείας Λατρείας ὅτι  καταδικάζουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ ἀποδέχθηκε τὸν  συγκρητιστικὸ καὶ καταστροφικὸ Οἰκουμενισµό.   
Εἰκονομαχία  καὶ  Οἰκουμενισµός 
Μετὰ ἀπὸ  ἑκατὸ περίπου χρόνια ποὺ ἐπιτρέψαμε τὸ νέφος  τῶν αἱρέσεων νὰ θολώνει καὶ νὰ σκοτεινιάζει τὸν καταγάλανο οὐρανὸ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, νὰ διαιρεῖ καὶ νὰ σχίζει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωµμα, νὰ  διασπᾶ τὴν ἀδιάσπαστη  ἀκολουθία καὶ διαδοχὴ τῶν ὀρθοδόξων δογµάτων, τώρα µὲ τὴ Χάρη καὶ συνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν θεοδιδάκτων καὶ θεοφωτίστων Ἁγίων Πατέρων θὰ συντελέσουµε μὲ τὴν θερμὴ ὀρθόδοξη Ὁμολογία µας, ὥστε νὰ πνεύσει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἰσχυρότερα καὶ  νὰ σκορπίσει τὸ νέφος τοῦ παναιρετικοῦ  Οἰκουµενισµοῦ, ὅπως ἐσκόρπισε τὸ νέφος τῆς Εἰκονοµαχίας, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε καὶ τότε τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ ἕνα αἰώνα. Ἐμεῖς  κάνουμε τὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ  ἄλλους Πατέρες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἄντεξαν τὴν σκοτεινιὰ καὶ βγῆκαν ἤδη στὸ ξέφωτο, ὅπως ἔκαναν γιὰ τὴν Εἰκονομαχία καὶ οἱ µοναχοὶ τοῦ Ὀλύµπου τῆς Βιθυνίας, καὶ  ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἀναστήσει καὶ θὰ ἀναδείξει ὁ Θεός, ὅπως καὶ τότε, πατριάρχας καὶ  ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν νέον θρίαµβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν νέων κρυφῶν καὶ  ἐπικίνδυνων δυνάμεων τοῦ σκότους.  
Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἄστοχη ἡ σύγκριση Εἰκονομαχίας καὶ Οἰκουµενισµοῦ  προλαβαίνουμε ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι χειρότερος κατὰ πολὺ τῆς Εἰκονομαχίας, διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαρῶν δογματικῶν παρεκλίσεων, ἀπορρίπτει τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων στὸν χῶρο τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ προσβάλλει καὶ ὑποτιµᾶ τὸ ὑπέρτιµο καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῶν  λοιπῶν Ἁγίων. Μὲ αὐτοὺς τοὺς εἰκονοµάχους καὶ ἁγιοµάχους, τοὺς ἐχθροὺς τῆς  Παναγίας  καὶ τῶν Ἁγίων, συναγελαζόμαστε καὶ συνυπάρχουμε μέσα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο   Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐξευτελίζοντες τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ μεταβάλοντάς  την ἀπὸ «στύλο καὶ ἑδραίωµα τῆς Ἀληθείας»[1], ἀπὸ Νύμφη Χριστοῦ καὶ Σῶμα Χριστοῦ[2],σὲ ἰσάξια καὶ ἰσότιμη μὲ τὴν πιὸ μικρὴ καὶ ἄθλια προτεσταντικὴ αἵρεση[3]. Καὶ µόνο αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ  ἀπορρίψουµμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἐπαινεῖ τὸ προτεσταντικὸ αὐτὸ συνονθύλευµμα τῶν αἱρέσεων καὶ συνιστᾶ νὰ ἐξακολουθήσουμε τὴν συμετοχή μας σ᾽αὐτὸ καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς  Ἐκκλησίας.      
Ἐπὶ  δεκαετίες  ἀποδοκιµάζεται ὁ Οἰκουμενισµός 
Δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ὅσα ἀντικανονικά, ἀντορθόδοξα,  ἀντιπατερικά, ἀντισυνοδικὰ συνέβησαν  καὶ συμβαίνουν στὶς σχέσεις μας μὲ τὶς παλαιὲς καὶ τὶς νέες αἱρέσεις, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ καθαιρέσεις τοὺς παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Παραδόσεων καὶ σὲ συνοδικὴ καταδίκη τους. Ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες Ἅγιοι Γέροντες, ὁµολογητές, ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ µοναχοί, σοφοὶ καὶ νουνεχεῖς  καθηγηταὶ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητοῦσαν  καὶ ζητοῦν νὰ ἀποχωρήσουµε ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο   Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ νὰ καταδικάσουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἀξιεπαίνως τὸ ἔπραξαν οἱ ἐκκλησίες Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Ἀκόμη καὶ πρόσφατα τὸ θέμα αὐτὸ ταράσσει τὶς συνειδήσεις ὅσων γνωρίζουν τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς  ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς.  
      Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἐκφράζοντας αὐτὴ τὴν μακροχρόνια ἀνησυχία καὶ ἀγωνία, συνέταξε καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 2009 τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ  Οἰκουμενισμοῦ», ἕνα ἱστορικὸ ὄντως κείµενο, ποὺ τὸ ὑπέγραψαν εὐάριθμοι ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν, στὸ ὁποῖο οἱ τίτλοι τῶν σχετικῶν ἑνοτήτων λέγουν τὰ ἑξῆς:
         1) Φυλάττουµε ἀμετακίνητα  καὶ ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ Πατέρες θέσπισαν.  
         2) Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισµὸς εἶναι μήτρα αἱρέσεων καὶ πλανῶν. 
         3) Τὰ  ἴδια  ἰσχύουν, σὲ μεγαλύτερο βαθµό, γιὰ τὸν Προτεσταντισµό, ὁ ὁποῖος ὡς  τέκνο τοῦ Παπισµοῦ κληρονόμησε πολλὲς αἱρέσεις, προσέθεσε δὲ πολὺ  περισσότερες.  
         4) Ὁ µόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ µετάνοια, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη· ἕνωση μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν  αἵρεση.  
          5) Ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παραµένουν στὴν πλάνη,  ἀποφεύγουµε τὴν µετ᾽ αὐτῶν κοινωνία, ἰδιαίτερα τὶς συμπροσευχές.  
          6) Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία εἶχε σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα ἀπορριπτικὴ καὶ καταδικαστικὴ στάση ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων.  
          7) Ὁ διαχριστιανικὸς συγκρητισµὸς ποὺ υἱοθέτησε καὶ ἐνεθάρρυνε τὸ  Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρῶτο, διευρύνθηκε τώρα καὶ σὲ διαθρησκειακὸ συγκρητισµό, ὁ ὁποῖος ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες μὲ τὴ μοναδικὴ θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ θεοσέβεια καὶ ζωή.  
          8) Ἐμεῖς πιστεύουµε καὶ ὁµολογοῦμε ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχει ἡ  δυνατότης σωτηρίας. Οἱ  θρησκεῖες τοῦ κόσµου καὶ οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στὴν  ἀπώλεια.  
          9) Ὑπάρχουν βέβαια καὶ συλλογικὲς εὐθύνες, καὶ κυρίως τῶν οἰκουμενιστικῶν φρονηµάτων Ἱεραρχῶν καὶ Θεολόγων μας, ἀπέναντι στὸ ὀρθόδοξο πλήρωµμα καὶ  στὸ ποίμνιό τους[4].   
Ὁ  Οἰκουμενισµὸς  νομιμοποιεῖται  καὶ εἰσάγεται  στὴν Ἐκκλησία. 
 Ὁ πολεµούμενος προηγουµένως Οἰκουµενισμὸς καὶ καταδικαζόμενος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνοῦσα ὀρθόδοξη συνείδηση, ἔχει ἀποκτήσει γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικὴ κατοχύρωση, ἡ ὁποία βέβαια ἀλλάσει ὁλοκληρωτικά τὸ ἐκκλησιολογικὸ τοπίο καὶ θέτει ὅλους πρὸ τῶν  εὐθυνῶν μας. Δὲν εἶναι ἴδια ἡ κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. «Δὲν εἶναι ὁ περσινὸς καιρὸς ὁ φετεινὸς χειµώνας», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821  µπροστὰ στὴν ἐπικίνδυνη στρατιὰ τοῦ Δράμαλη. Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια προσπαθοῦν οἱ  ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου» νὰ  δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ καλύψουν τὰ θεολογικὰ καὶ κανονικὰ  ἀτοπήματα, ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καὶ διώκουν ὅσους ἀντιδροῦμε, ἐξωτερικεύοντας  τὴν  ἐσωτερική τους σύγχυση καὶ  ἐμπάθεια.  
        Ἡ ἀποδοχὴ τῆς «Συνόδου» μεταφέρει τὸν Οἰκουμενισµὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποσιώπηση ἢ ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀποφάσεών της, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἡ συνοδικὴ καταδίκη τους. Ἀς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι ἡ µνημόνευση τῶν ἐπισκόπων «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη  πίστη τους καὶ δείχνει ὅτι   ὁ μνηµονευόμενος καὶ οἱ μνημονεύοντες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη[5].    
Τί δον γενέσθαι; Διακοπὴ Μνημοσύνου.   
Καὶ τώρα ποῦ βρισκόμαστε; Τί δέον γενέσθαι; Θὰ ἀφήσουµε τὴν ἀσθένεια τοῦ  Οἰκουμενισμοῦ νὰ λυµμαίνεται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἤδη ἔχει προσβάλει ἀπὸ καιρὸ µεγάλο µέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης μὲ πρωταγωνιστὴ στὴ διάδοση τῆς νόσου τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Δικαιολογηµμένα οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ κάποιοι ἀρχιερεῖς τῶν λεγοµένων «Νέων Χωρῶν» διέκοψαν τὸ µνηµόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀθηναγόρα κατὰ τὰ ἔτη 1969-1972, τὸ ὁποῖο καλῇ τῇ πίστει ἐπανέλαβαν τὸ 1973 μὲ τὴν ἄνοδο στὸ θρόνο τοῦ σεμνοῦ καὶ ταπεινοῦ Δημητρίου, διαψευσθέντες ὅµως, διότι καὶ αὐτὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ προκατόχου του. Ὁ σημερινὸς οἰκουµενικὸς  πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ξεπέρασε τοὺς προκατόχους του σὲ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα τολµήµατα. Φρίττει καὶ ἰλιγγιᾶ κανείς, ὅταν ἀναγινώσκει αἱρετικὲς  δηλώσεις του ἢ στὴν πράξη ἱεροκανονικὲς παραβάσεις μὲ συµπροσευχὲς καὶ ἄλλα.
Ὅ,τι ὅμως μέχρι τώρα καὶ ἂν ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν προσωπικές τους γνῶμες, δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικύρωση. Ἀδυνατοῦσαν νὰ τὶς παρουσιάσουν ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης αὐτὸ ἔχει ἀνατραπῆ. Στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο αὐθεντίας καὶ περιφανείας, ἐπ᾽ὄρους ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, στὸ συνοδικὸ ἐπίπεδο, οἱ αἱρέσεις γαυριοῦν καὶ καυχῶνται ὅτι εἶναι ἐκκλησίες, ὁ διαχριστιανικὸς καὶ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισµὸς τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ  µυστήριο τῆς ἀνοµίας θρονιάστηκε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὰ κελεύσµατα τῆς συνόδου διαβάστηκαν μέσα στοὺς ναοὺς καὶ διανεµήθηκαν ἀπὸ χέρια ἐπισκόπων καὶ ἱερέων.  
  Ἁγιορεῖτες  μοναχοὶ σὲ Μοναστήρια, σκῆτες καὶ σὲ κελλιά, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἡ ἐπίσημη Ἁγιορειτικὴ Κοινότητα σιωπᾶ καὶ συμπορεύεται, διέκοψαν ἤδη τὸ μνηµόσυνο τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἀκολουθοῦντες τὴν σταθερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Δὲν ἄντεχε ἡ συνείδησή τους νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ Βαρθολοµαίου ὡς  ἀρχιεπισκόπου στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ νὰ δηλώνουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ὅτι  συµμφωνοῦν μὲ τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.    
Ἀπαραίτητη  προϋπόθεση γιὰ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νὰ  ὀρθοδοξεῖ, νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.  
Ἀσφαλῶς εἶναι σηµαντικὴ καὶ ἐπιφανὴς ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅλοι τὴν σεβόμεθα καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ μᾶς ἀραδιάζουν οἱ  οἰκουμενιστὲς γνωστὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ὅλα αὐτὰ ἰσχύουν ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ, ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ὅτι δὲν κηρύσσει αἵρεση. Ὅταν κηρύσσει αἵρεση, διακόπτουμε κάθε  σχέση μαζί του καὶ κοινωνία καὶ δὲν τὸν μνημονεύουμε στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἂς ξεκολλήσουν κάποιοι ἀπὸ τὴν καινοτοµία τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ· τὰ μυστήρια  τελοῦνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ὄχι στὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου, κατὰ τὴν ἀµάρτυρη καὶ βλάσφηµη ζηζιούλια ἐκκλησιολογία. Δὲν ὑπάρχει ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ὑπακοῆς στὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο· ὑπάρχει κακὴ ὑπακοὴ καὶ  ἁγία ἀνυπακοή. Ἂν συνέβαινε τὸ ἀντίθετο, δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ  κατὰ καιροὺς αἱρετικοὶ πατριάρχες, ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ κληρικοὶ θὰ εἶχαν ἐπιβάλει μὲ τόσες αἱρετικὲς συνόδους ποὺ συνεκάλεσαν, μὲ τὴν βοήθεια µάλιστα αἱρετικῶν  αὐτοκρατόρων, τὴν αἵρεση, καὶ θὰ ἐθριάμβευε τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἐπιθυμοῦν ὅσοι καὶ σήμερα διώκουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐπικρίνουν τοὺς δῆθεν ἀνυπάκουους καὶ ἀπείθαρχους κληρικούς. Ἂς ξαναδιαβάσουν προσεκτικὰ τοὺς Κανόνες, τὸν 31ο καί 33ο Ἀποστολικὸ, τὸν 2ο τῆς ἐν Ἀντιοχείας συνόδου, τόν 33ο τῆς ἐν Λαοδικείας συνόδου καὶ τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, καὶ ἂς μὴ ἐπικαλοῦνται ἄσχετους κανόνες, ἀποδεικνύοντες καὶ τὴν θεολογική τους ἀµάθεια. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς  Κρήτης καὶ ὅσοι τὴν  ὑποστηρίζουν φανερὰ καὶ ἀπροκάλυπτα, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐμπίπτουν στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας. Σὲ αὐτὸν ἀντὶ νὰ τιμωροῦνται, ἐπαινοῦνταν καὶ τιµῶνται  οἱ  ἱερεῖς ποὺ διακόπτουν τὸ µνηµόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ  ἐπισκόπου[6].  
Δὲν  πρέπει  νὰ  λέμε ψέµματα μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. 
Ὡς πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολοµαῖο καὶ πρὸ τῆς «Συνόδου» ἦταν δικαιολογηµένη ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, πολὺ περισσότερο μετὰ ἀπὸ αὐτήν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτουργὸς καὶ πρωτεργάτης. Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταµάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273) τοὺς ἐπίεζε νὰ μνηµονεύουν στὴν Θ.  Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντες αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση ἀντιτείνουν: Πῶς εἶναι  δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόµο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς  αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ µποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνηµονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ  Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἄν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο  περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν  φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνηµόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείµενος, εἶναι ἡ  αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλο ψεῦδος, τὸ νὰ συµμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουµμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν  κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλευτὲς τῶν θείων;[7] Καὶ στὸ σηµεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνοµα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι  γιατὶ χωρὶς τὴν μνηµόνευση τοῦ ὀνόµατος τοῦ ἀρχιερέως δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος  τῶν θείων μυστηρίων[8].  
Ὀρθῶς, λοιπόν, καὶ σύµφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδοση τῆς  Ἐκκλησίας οἱ Ἁγιορεῖτες διέκοψαν παλαιὰ τὸ µνηµόσυνο τοῦ ἐπισκόπου τους, τοῦ Ἀθηναγόρα, καὶ οἱ σημερινοὶ κελλιῶτες τὸ μνηµόσυνο τοῦ Βαρθολοµαίου. Ὀρθῶς ἐπίσης   ἔπραξαν τὸ 1970 οἱ τρεῖς ἀρχιερεῖς τῶν «Νέων Χωρῶν», δηλαδὴ οἱ μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀµβρόσιος, Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Παραµυθίας Παῦλος, ποὺ  διέκοψαν ἐπίσης τὸ μνηµόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, χωρὶς νὰ ἐλεγχθοῦν ἢ νὰ ἐπιτιμηθοῦν ἀπὸ  τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τότε. Τώρα τρέμουν καὶ δειλιοῦν καὶ δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν τὴν   λέξη Διακοπὴ Μνηµοσύνου ἢ Ἀποτείχιση, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Βαρθολομαῖος ὑπερέβη ὅλα τὰ  ἐκκλησιολογικὰ ὅρια καὶ εἰσήγαγε μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τὴν παναίρεση τοῦ  Οἰκουµενισμοῦ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἰσήγαγε τὸν πάπα καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς μέσα στὸ θυσιαστήριο τὴν ὥρα τῆς Ἐπιτελέσεως τῆς Θείας Μυσταγωγίας.  
         Στὴν κατηγορία αὐτὴ τῶν οἰκουµενιστῶν ἐπισκόπων ἀνήκετε ὁλοφάνερα καὶ σεῖς, Σεβασμιώτατε κ. Δαμασκηνέ. Ὅση προσπάθεια καὶ ἂν καταβάλλετε, σεῖς καὶ οἱ ἄλλοι  ἐπίσκοποι, νὰ ἐξωραΐσετε τὴν ψευδοσύνοδο, δὲν πρόκειται νὰ τὸ ἐπιτύχετε, διότι αὐτὴ δὲν  εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀληθῆ  μαρτυρία  τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐµπίπτετε σὲ ὅσα περὶ ἐπισκόπων ποὺ κηρύσσουν αἵρεση  διαλαµβάνει ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), συνοψίζοντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, γι᾽ αὐτὸ διακόπτουμε τὴν μνηµόνευση τοῦ ὀνόματός σας κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες συμβολικὰ ἀπὸ σήμερα Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἀνέχεται ἡ ἱερατική μας συνείδηση ἡ µὲν Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Συνόδων νὰ καταδικάζει σήμερα ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς εἰκονομάχους, σεῖς  ὅμως νὰ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ νὰ συναποτελεῖτε μὲ τοὺς εἰκονοµάχους Προτεστάντες τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Μνηµονεύοντας τὸ ὄνοµά σας δηλώνουμε ὅτι εἶµαστε καὶ ἐμεῖς οἰκουμενιστές, ὅτι ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη  μὲ  σᾶς  καὶ  ψευδόμαστε ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ  θύοντος  καὶ θυοµένου ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως ψεύδονται τώρα καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι παλαιᾶς καὶ νέας Ἑλλάδος ἰσχυριζόμενοι ἐκφώνως ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὀρθοτοµεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.  
Θὰ χαρούμε  πολύ, ἄν, ἐφαρµόζοντας καὶ σεῖς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἰδιαίτερα τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας, μάς ἐπαινέσετε γιὰ τοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἢ τουλάχιστον µάς ἀφήσετε νὰ ἐπιτελούμε τὸ λειτουργικὸ ἔργο στίς ἐνορίες μας. Ἔτσι ἔπραξε ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅταν οἱ Ἁγιορεῖτες τοῦ ἔκοψαν τὸ µνηµόσυνο. Δὲν ἔλαβε κανένα µέτρο ἐναντίον τους καὶ ἔτσι ἀποφεύχθηκαν τὰ σχίσματα, τὰ ὁποῖα θὰ εἶχαν ἀποφευχθεῖ καὶ ἄν, μετὰ τὴν μεταρύθμιση τοῦ Ἡµερολογίου, ἡ Ἐκκλησία ἄφηνε ὅσους ἤθελαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο µέσα στοὺς κόλπους της, ὅπως ἄφησε καὶ πολλὲς  τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἂν ἀρχίσετε τὶς διώξεις, σεῖς θὰ εἶσθε παραβάτης τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ δηµιουργὸς σχισματικῶν καταστάσεων. Ἐμεῖς δὲν θὰ προκαλέσουμε σχίσµα, διότι δὲν θὰ προσχωρήσουμε σὲ σχισματικὴ ὁµάδα, οὔτε θὰ  µνημονεύουμε ἄλλον ἐπίσκοπο. Θὰ  ἀναµμένουμε µετὰ καλῶν ἐλπίδων νὰ  ἐπαναλάβουμε  τὸ μνηµόσυνό σας, ὅταν δημοσίως καὶ «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» καταδικάσετε τὶς αἱρέσεις τοῦ  Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενι-σμοῦ καὶ ἀπορρίψετε τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἂν παραµείνετε στὰ οἰκουμενιστικά σας φρονήματα, δὲν θέλουμε τοῦ λοιποῦ νὰ ἔχουμε καµμία κοινωνία μαζί σας, ἀκολουθώντας τὸν ἄτλαντα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος συνοψίζοντας τὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔλεγε ὅτι «ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ  σύνοδοι καὶ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους»[9]. Συνιστοῦσε νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς λατινόφρονες, ἀντίστοιχους τῶν σηµερινῶν οἰκουµενιστῶν, ὅπως φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ φίδια[10].  Εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ὅσο ἀποµακρύνεται ἀπὸ τὸν  λατινόφρονα  πατριάρχη  καὶ τοὺς ὁµοίους του τόσο προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅταν χωρίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας[11].  
            Ἐμεῖς ὡς µικροὶ ποιμένες πράξαμε τό καθῆκον μας. Εὐχόμαστε  καὶ  σεῖς  ὡς  μεγαλοποιµένας νὰ πράξετε ὅ,τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός.  

Μὲ  σεβασµὸ  στὴν  ἀρχιερωσύνη  σας.
Πρωτοπρεσβύτερος Γαβριήλ Μαζανάκης
Πρεσβύτερος Ἐμμανουήλ Σαρρῆς
Πρεσβύτερος Σπυρίδων Δαμανάκης
Πρεσβύτερος Παῦλος Μαζανάκης
        
        (ἡ ἐπιστολὴ δόθηκε στοὺς ἐπισκόπους ὅπου ὑπάγονται οἱ πατέρες, δηλαδὴ στόν Σεβ. Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κ.Δαμασκηνό, στόν Σεβ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ.Εὐγένιο, καί στόν Σεβ. Λάμπης καί Σφακίων κ. Εἰρηναῖο.)
          

[1] .  Α´  Τιµμ.  3,  15.  
[2] .  Α´  Κορ.  12,  27.  Ἐφ.  1,  23  καὶ  Ἐφ.  κεφ.  4  καὶ  5.  
[3] .    Βλ.  Ἀπολογία  πατριάρχου  Ἰωσὴφ  πρὸς  τὸν  αὐτοκράτορα  Μιχαὴλ  Η´  Παλαιόγον,  ἐν  V.  LAURENT    J.  DARROUZES,  Dossier  Grec  de  l’  Union  de  Lyon  1273-­‐‑1277),  Paris  1976,  σ.  289:  «Διὰ  τοῦτο   καὶ   ἡμεῖς,   ἡ   τοῦ   Χριστοῦ   ἐκκλησία,   ἣν   ἑαυτῷ   νύμφην   “ἄµμωμον”   καὶ   ἀμίαντον  ἐμνηστεύσατο,   φυλάξασθε   ἀπὸ   τοῦ   μιάσματος   τούτου,   παρακαλῶ,   τοῦ   τῶν   Ἰταλῶν·∙   μὴ  προσάψωµεν  ἑαυτοῖς  τὸν  ἐκ  τούτου  μιασµόν,  καὶ  ἀποστραφῆ  ἡμᾶς  ὁ  τῶν  ψυχῶν  νυμφίος  καὶ  αἰωνίως  καταισχυνώμεθα. “Μὴ δῶμεν  τόπον  τῷ  διαβόλῳ”».  Ὁ  πατριάρχης  Ἰωσὴφ  εἶναι  ἅγιος  τῆς  Ἐκκλησίας  καὶ  ἑορτάζει  στὶς  30  Ὀκτωβρίίου.  
[4] .   ΣΥΝΑΞΗ   ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ   ΚΛΗΡΙΚΩΝ   ΚΑΙ   ΜΟΝΑΧΩΝ,   Ὁµμολογία   Πίστεως   κατὰ   τοῦ  
Οἰκουμενισμοῦ,  Ἰούλιος  2009.    
[5] .  Τὸ  κείμενο εἰς Θεοδροµία 18 (2016) 495‑502. 
[6] .               Κανὼν 31ος Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρὶς   συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, µηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς  φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲν καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ  ἀφοριζέσθωσαν.Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν,καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόόπου,γινέσθω».  
                Κανὼν 15ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ  Πρεσβυτέρων  καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν,   πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολµήσοι ἀποστῆναι   τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ  τὸ ὡρισµένον καὶ τεταγµένον, ἐν τῇ  θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐµφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσµα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ  ἁγία  Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ  µόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανοµήσας.Καὶ ταῦτα μὲν  ἐσφράγισταί  τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκληµμάτων τῶν οἰκείων ἀφισταµένων προέδρων, καὶ σχίσµα ποιούντων, καὶ   τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων,   κατεγνωσμένην, τῆς  πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν  δηµμοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας  διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ   ἐπιτιµήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούµενον ἐπίσκοπον κοινωνίας  ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ  ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ  σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».  
[7] .  Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν  V. LAURENT – J. DARROUZES,  Dossier  Grec,  ἔνθ᾽  ἀνωτ.,  σελ.  397-­‐‑399.  
[8] .  Αὐτόθι,  σελ.  399:  «Ἄνωθεν  γὰρ  ἡ  τοῦ  Θεοῦ  ὀρθόδοξος  ἐκκλησία  τὴν  ἐπὶ  τῶν  ἀδύτων  ἀναφορὰν  τοῦ  ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο·  γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας   λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνοµα,“δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον  ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος”». ΘΕΟΔΩΡΟΥ  ἐπισκόπου  Ἀνδίδων,  Προθεωρία  κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινοµμένων  συµμβόλων καὶ  μυστηρίων  32,    PG  140,  460‐461: «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις µνήσθητι  Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν∙ ἀφ᾽ ἧς  δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνηµονευοµένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ  προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς  τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφεροµένων συμβόλων». 
[9] .  ΜΑΡΚΟΥ  ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ,  Ὁµμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ 5, Patrologia Orientalis  17,  442: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς   ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι».  
[10] Τοῦ  αὐτοῦ,  Ἐγκύκλιος τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Χριστιανοῖς 6, ἐν  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογµατικὰ καὶ Συµβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1960 ,τόµος  Α´, σελ.427: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς  χριστοκαπήλους καὶ χριστεμπόρους».  
[11] .Τοῦ αὐτοῦ, Λόγοι ἐν τῇ τελευτῇ  αὐτοῦ, Patrologia Orientalis 17,485: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον   ἀποδιίσταµαι τούτου  καὶ  τῶν  τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων  χωρίζοµαι,  οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας».