A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ Π. ΦΑΛΗΡΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΗΜΑΡΧΟ ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΔΗΜΟΥ



Π. Φάληρο, 28/12/017

Αξιότιμε κύριε Χατζηδάκη,
Ως εφημέριος του Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Παλαιού Φαλήρου, σάς γράφω αυτήν την επιστολή, σχετικά με το άγαλμα «PHYLAX»  που τοποθετήθηκε στον δήμο Παλαιού Φαλήρου. Πρόκειται για ένα θέμα μείζονος σημασίας, που έχει απασχολήσει πολύ τη δημοσιότητα τις τελευταίες ημέρες, καθώς και το ποίμνιο του οποίου ηγούμαι.
Δεν θα αναφερθώ στην αισθητική του συγκεκριμένου έργου τέχνης, η οποία μπορεί να είναι και αμφιλεγόμενη. Θα αναφερθώ, όμως, στο πνεύμα που αποπνέει το συγκεκριμένο άγαλμα σε κάθε περαστικό που το αντικρύζει. Πρόκειται για ένα άγαλμα το οποίο θίγει το ορθόδοξο φρόνημα και προσβάλλει τη χριστιανική πίστη. Γνωρίζουμε όλοι ότι ένα άγαλμα τοποθετείται σε έναν δημόσιο χώρο προκειμένου να τιμήσει ένα πρόσωπο για την προσφορά του ή να εμπνεύσει ένα ιδεώδες στους πολίτες. Το συγκεκριμένο άγαλμα, κύριε Δήμαρχε, ποιο πρόσωπο τιμά για την προσφορά του; Αυτό που απεικονίζει είναι ένας δαίμονας, ανεξάρτητα από το παραπλανητικό όνομα «PHYLAX»  (φύλακας, δηλαδή) που ο γλύπτης του έδωσε. Είναι ένας δαίμονας, στρατιώτης του σατανά, που όχι μόνο δεν πρέπει να τιμάται αλλά πρέπει να χλευάζεται και να περιφρονείται, ως πλάσμα βλάσφημο προς τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό. Κι από την άλλη πλευρά, ποιο ιδεώδες προσπαθεί να εμπνεύσει στους πολίτες; Τον εγωισμό ή τον φθόνο που εμφωλεύει σε κάθε όργανο του σατανά;
Αναφέρατε σε συνέντευξή σας ότι  και στην αρχαιότητα οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων συνήθιζαν να στήνουν αγάλματα-φύλακες των πόλεών τους. Ξεχνάτε, όμως, ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν γνωστός ο αληθινός Θεός. Από την έλευση του Ιησού Χριστού και μετά, ο αληθινός Θεός και οι δικοί Του στρατιώτες είναι αυτοί που πραγματικά μπορούν να προστατεύσουν μία πόλη. Και οι δικοί Του στρατιώτες σε καμία περίπτωση δεν είναι νυχτεριδόμορφα τέρατα, σαν αυτό που εσείς τοποθετήσατε στο Παλαιό Φάληρο. Αυτά τα τέρατα μόνο από σατανολάτρες αναγνωρίζονται, προσκυνούνται, και λατρεύονται. Άλλωστε, κύριε Δήμαρχε, από πότε η ποιότητα και η έννοια ενός δημιουργήματος είναι συνάρτηση του χρονικού πλαισίου στο οποίο συνηθιζόταν να υπάρχει; Οτιδήποτε ανήκει στην αρχαιότητα είναι και αποδεκτό; Το μόνο κριτήριο ποιότητας που έχετε είναι η παλαιότητα; Αναφέρετε, ακόμη, το βιογραφικό του καλλιτέχνη που το δημιούργησε. Και  σάς ξαναρωτώ: το βιογραφικό ενός καλλιτέχνη είναι το εχέγγυο για την ποιότητα των δημιουργημάτων του; Το γεγονός ότι έχουν φιλοξενηθεί έργα του σε αξιόλογες εκθέσεις ανά τον κόσμο δεν αναιρεί το αντίχριστο μήνυμα που το έργο του «PHYLAX» φέρει. Άλλωστε, όπως κι εσείς θα έχετε παρατηρήσει, όλες οι αντιδράσεις γι΄ αυτό το έργο δεν σχετίζονται με την καλλιτεχνική του διάσταση αλλά με την πνευματική.
Δεν γνωρίζω πόσο κόστισε η δημιουργία και η τοποθέτηση αυτού του αγάλματος. Γνωρίζω, όμως, ότι το πνευματικό κόστος που αναλαμβάνετε απέναντι στον Θεό και τη συνείδηση του απλού πολίτη είναι μεγάλο. Η χώρα μας, είναι μια χώρα ελληνορθόδοξη, χριστοκεντρική. Τέτοια δημιουργήματα σε δημόσιους χώρους προκαλούν αντιδράσεις στους πολίτες, όπως, άλλωστε, θα έχετε πληροφορηθεί από έγκριτες ιστοσελίδες του διαδικτύου και του τύπου γενικότερα. Και οι αντιδράσεις από το λόγια φτάνουν στην πράξη. Όταν, λοιπόν, οι κάτοικοι έρχονται αντιμέτωποι με τον δήμαρχο στον οποίο εμπιστεύτηκαν την ψήφο τους στις εκλογές, αντιλαμβάνεστε ότι πέρα από το πνευματικό, επωμίζεστε κι ένα πολιτικό κόστος.
Κύριε Δήμαρχε, με την παρούσα επιστολή  κρούω τον κώδωνα του κινδύνου για εσάς και τους συνεργάτες σας οι οποίοι συνέβαλαν σε όλο αυτό το εγχείρημα. Η τοποθέτηση του «καλλιτεχνικού» αυτού έργου σας καθιστά συμμέτοχο στη βλασφημία και συνένοχο με τον σατανά. Κατεδαφίστε το. Και τότε θα έχετε στο πλευρό σας τον Τριαδικό Θεό αλλά και κάθε πολίτη με ορθόδοξη συνείδηση και πίστη. Και, πιστέψτε με, είμαστε πολλοί.
Με εκτίμηση,
ο εφημέριος  του Ι.Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Π. Φαλήρου

π. Πατάπιος Αργυρός


Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

ΑΣ ΣΠΕΥΣΟΥΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ (Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος)

Αν θέλεις να επιτύχεις αυτά που επιθυμείς και ποθείς, εννοώ τα αγαθά του Θεού, και αν θέλεις από άνθρωπος να γίνεις επίγειος άγγελος, αγάπησε, αδελφέ, τη θλίψη του σώματος, δέξου την κακοπάθεια, και μάλιστα αγάπησε πολύ τους πειρασμούς, επειδή αυτοί πρόκειται να σου γίνουν πρόξενοι κάθε καλού. 


Πες μου, τι ωραιότερο υπάρχει από μία ψυχή που θλίβεται με επίγνωση, ότι κάνοντας υπομονή πρόκειται να κληρονομήσει τη χαρά όλων; Τι ανδρειότερο υπάρχει από μία καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη, που τρέπει σε φυγή χωρίς κόπο τις φάλαγγες των δαιμόνων και τις απομακρύνει ολότελα; Τι ενδοξότερο υπάρχει από την πνευματική πτωχεία (*) που είναι πρόξενος της βασιλείας των ουρανών, αλλά και τι θα μπορούσε να είναι αντάξιο με την πνευματική πτωχεία, ή τώρα ή στον μέλλοντα αιώνα;
Και ακόμη το να μη μεριμνά κανείς για τον εαυτό του, για να αποκτήσει δηλαδή κάτι από τα γήινα, αλλά να έχει στραμμένο ολόκληρο το νου του προς τον Χριστό, πόσα αιώνια αγαθά φαντάζεσαι ότι προξενεί, πόση αγγελική κατάσταση; Και ακόμη το να καταφρονεί κανείς όλα μαζί τα πρόσκαιρα και αυτές ακόμη τις απαραίτητες ανάγκες του σώματος, ώστε να μη φιλονεικεί με κάποιον γι’ αυτά, για να διατηρεί αμείωτη την ειρήνη και την αγάπη μέσα σε ατάραχη ψυχική κατάσταση, για ποιες αμοιβές και για ποια στεφάνια και βραβεία δεν είναι αντάξιο;
Πραγματικά, η εντολή ξεπερνά τη φύση και οι αμοιβές ξεπερνούν τη λογική· ο Χριστός θα γίνει γι’ αυτούς τα πάντα, αναπληρώνοντας τα πάντα.
Όταν όμως ακούς το όνομα Χριστός, μην προσέχεις την απλότητα του λόγου και τη συντομία της λέξης, αλλά σκέψου τη δόξα της Θεότητας, που ξεπερνά το νου και τη σκέψη· σκέψου την ανέκφραστη δύναμή της, το αμέτρητο έλεός της, τον ακατανόητο πλούτο της, αυτά που ο Χριστός δίνει σ’ αυτούς με αφθονία και με γενναιοδωρία, και που αρκούν να αναπληρώσουν όλα, επειδή δέχθηκαν μέσα τους εκείνον τον ίδιο τον Χριστό, τον αίτιο και βραβευτή κάθε καλού· διότι αυτός που αξιώθηκε να δει και να αντικρύσει τον Χριστό, δεν επιθυμεί κάτι άλλο, ούτε αυτός που γέμισε από την αγάπη του Θεού, ανέχεται να αγαπήσει επάνω στη γη κάποιον άλλο περισσότερο από τον Χριστό.
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ας σπεύσουμε να βρούμε τον Χριστόκαι να τον δούμε τι λογής είναι ως προς την ωραιότητα και την τέρψη, επειδή και βλέπουμε πολλούς από τους ανθρώπους να υπομένουν από την επιθυμία κάποιων πρόσκαιρων αγαθών πολλούς κόπους και μόχθους, αλλά και να κάνουν μακρινά ταξίδια, και όχι μόνο αυτά, αλλά να καταφρονούν και γυναίκα και παιδιά και κάθε άλλη δόξα και απόλαυση, και να μην προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από το θέλημά τους, για να μην αποτύχουν στο σκοπό τους.
Και αν μερικοί άνθρωποι κάνουν όλο τον αγώνα και θυσιάζουν την ίδια τους τη ζωή για πρόσκαιρα και φθαρτά πράγματα, εμείς δεν θα παραδώσουμε σε θάνατο τις ψυχές και τα σώματά μας για χάρη του Βασιλιά των βασιλευόντων και του Κυρίου των κυριευόντων, και του δημιουργού και εξουσιαστή των απάντων;
Αλλά και πού να απομακρυνθούμε ή πού να φύγουμε, αδελφοί, από την παρουσία του; Αν δηλαδή ανεβούμε στον ουρανό, θα τον βρούμε να είναι εκεί, αν κατεβούμε στον άδη, και εκεί είναι παρών· αν απομακρυνθούμε στις εσχατιές της θάλασσας, δεν θα αποφύγουμε το χέρι του, αλλά η δύναμη του χεριού του θα κρατά σφιχτά τις ψυχές και τα σώματά μας (Ψαλ. 138:7-10).
Μην μπορώντας λοιπόν, αδελφοί, να σταθούμε απέναντί του ή να φύγουμε από την παρουσία τού Κυρίου, ελάτε, ας προσφέρουμε τους εαυτούς μας δούλους στον Κύριο και Θεό, που έλαβε για χάρη μας σαν ένδυμα μορφή δούλου (Φιλιπ. 2:7) και πέθανε για τη σωτηρία μας· ελάτε, ας ταπεινωθούμε κάτω από τη δύναμη του χεριού του, που αναβλύζει για όλους σαν από πηγή την αιώνια ζωή και την προσφέρει πλούσια με το Άγιο Πνεύμα σ’ εκείνους που τη ζητούν. 

(*) πνευματική πτωχεία· η ταπείνωση (Ματθ. 5:3)
 

(Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Έργα, Λόγος δεύτερος (απόσπασμα), σελ. 42. Μετάφραση Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2017)
Πηγή: alopsis.gr

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου διέσπασε τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

ΣΤΟ πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο «Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου», τὸ ὁποῖο συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἀγωνιστὴ τῶν Πατρίων Γρηγόριο Εὐστρατιάδη (+1950), δικηγόρο-ἐκδότη-πολιτικό, καὶ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1929, προκειμένου σὺν τοῖς ἄλλοις νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τῶν Νεοημερολογιτῶν, ὅτι ἡ Καινοτομία τους δὲν προσκρούει στὸ Δόγμα καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βλάπτει τὴν Ἑνότητά της, τονίζεται καὶ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι οἱ Ἱερὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπαν στὴν Ἑνότητα ἐν Ἀληθείᾳ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο Δόγμα καὶ ὁ ἐπιτακτικώτερος Ὅρος καὶ Κανόνας τους, ὅπως καὶ ὁ κυριώτερος λόγος τῆς συγκροτήσεώς τους.  Καὶ μάλιστα, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν, τὸ Ἅγιον Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες Ἑορτές, τὶς Νηστεῖες καὶ ἐν γένει τὰ παραδεδομένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅλες οἱ Σύνοδοι ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελοῦνται αὐτὰἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μονομερὴς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προσέκρουσε στὸν σκοπὸ αὐτὸ τῆς ἑνότητος τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ παραβίασε τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν ἀκριβῶς γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89 τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου).
 
eustratiadhs Τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ σκοπὸς τῶν Συνόδων, τονίζει ὁ Εὐστρατιάδης, δὲν ἦταν μόνον γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτέλεση τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς Ἑορτές, οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἀκίνητες λεγόμενες Ἑορτὲς –καὶ μάλιστα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-, καθὼς καὶ γιὰ τὶς Νηστεῖες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάσχα ἀναφέρεται ὄχι μόνον στενὰ σὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ αὐτό, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Τυπικὴ διάταξη, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔχει ὡς βάση τὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι σὲ αὐτὸ εἶναι προσαρμοσμένο τὸ Πασχάλιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ἑορτολόγιο, οἱ Νηστεῖες καὶ τὸ Κυριακοδρόμιο τῶν Εὐαγγελίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος διαταράσσει τὴν Τυπικὴ αὐτὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ διαταράσσεται καίρια μὲ τὴν μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου, παραβιάζει ἀναπόφευκτα τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σκοπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89-90).
 
Τὰ ὅσα δὲ θεσπίσθηκαν γιὰ τὸ Πάσχα ἰδίως ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν σκοπὸ τὸν καθορισμὸ τῆς ἀκριβοῦς ἀστρονομικῆς ἰσημερίας σὲ ὁρισμένη ἐποχή, παρὰ ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελεῖται αὐτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅπου γῆς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ Κυριακή, γιὰ νὰ τηρεῖται ἡ μία πίστη καὶ ὁμογνώμων εὐσέβεια, [νὰ ἀποφεύγεται ὁ συνεορτασμὸς μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἤ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, θὰ προσθέταμε ἐπίσης], καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ αὐτή, ἐφ’ ὅσον μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι ἐντελῶς ἀπρεπὲς στὶς ἴδιες καὶ τὶς αὐτὲς ἡμέρες ἄλλοι νὰ νηστεύουν καὶ ἄλλοι νὰ πανηγυρίζουν εὐφραινόμενοι (βλ. σελ. 95).
πὶ τοῦ ἀξιοπρόσεκτου αὐτοῦ σκεπτικοῦ, συνεχίζει ὁ ἀοίδημος Γρηγόριος Εὐστρατιάδης τὸ ἔργο του, μὲ τὴν δεινότητα καὶ ἐμβρίθεια ποὺ διέκρινε αὐτὸ τὸν ἔξοχο ἀπολογητὴ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διαφωτίζοντας καὶ ἐμᾶς σήμερα ἐπικαίρως στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπαραδέκτων σοφιστειῶν τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, γράφοντας καὶ τὰ ἑξῆς σημαντικά:

«λλὰ πρόκειται περὶ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα [ἡ ἀπόφασις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου], θὰ μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Καινοτόμοι μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου], καὶ ἡμεῖς δὲν ἐκαινοτομήσαμεν διὰ τὸ Πάσχα. Ὄχι, ἀπαντῶμεν. Τοῦτο εἶνε Φαρισαϊσμὸς καὶ σοφιστεία.Ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁρίζῃ ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι ἵνα μὴ διαφωνῶσιν αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι καὶ ἵνα μή, ὅταν ἑορτάζωμεν οἱ μέν, οἱ ἄλλοι νηστεύωσιν. Ὅταν δηλονότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θεσπίζῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιτάσσῃ ἐν αὐτῇ ὁμογνωμίαν. Ὅταν τοιοῦτον λέγει ὅτι εἶχον σκοπὸν οἱ Κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ σκοπὸς οὗτος ὑπάρχει διὰ πᾶσαν κοινὴν ἑορτήν, διὰ πᾶσαν κοινὴν νηστείαν.

Οὐδὲ ἦτο δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιώριζε τὴν ἀνάγκην τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα καὶ ὅτι ἠδιαφόρει διὰ τὴν διχογνωμίαν εἰς ἄλλας ἑορτὰς καὶ εἰς ἄλλας νηστείας. Διὰ τοῦτο ἐὰν ὑπῆρχε προσβολὴ τῶν ἀποφάσεων καὶ Κανόνων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον μετεβάλλετο ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐπήρχετο διαίρεσις καὶ διαφωνία εἰς τὰς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἡ αὐτὴ προσβολὴ τῶν διατάξεων τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει καὶ ὅταν διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἐπέρχεται διαφωνία καὶ διχασμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν τέλεσιν καὶ πάσης ἄλλης ἑορτῆς καὶ δὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κλπ. Καὶ τότε προσβάλλεται ἐπίσης ἡ ἑνότης τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ μόνον διὰ τὴν ἑνότητα ταύτην ἐμερίμνησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑνότητα τὴν ὁποίαν διασπᾶ καὶ συντρίβει ἡ μετὰ τόσης ἐπιπολαιότητος καὶ τόσης ἐλλείψεως Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ἀποφασισθεῖσα μονομερῶς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου.

ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣΚαὶ ὅτι δὲν ἀπέβλεψαν ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἀλλ’ εἶχον ὑπ’ ὄψιν ἁπάσας τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νηστείας καὶ δι’ ἁπάσας ἀπήτησαν ἑνότητα καὶ ὁμοφωνίαν, ἀποδεικνύεται ἐκτὸς τῆς ἀνωτέρω Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἐκτὸς τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου [πρόκειται γιὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα εἶχαν παρατεθῆ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως νωρίτερα], καὶ ἐκ τῶν κατωτέρω:

κ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅστις – Διάκονος τότε – συμμετέσχεν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον, ἥν ἐπιστολὴν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Ἀφρικανοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῆς ὁποίας λέγει:

    “...Ἡ μὲν γὰρ (Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ) διὰ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ Πάσχα συνήχθη. Ἐπειδὴ αἱ κατὰ Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν διεφώνουν πρὸς ἡμᾶς καὶ τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ποιοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐποίουν καὶ οὗτοι. Ἀλλὰ χάρις τῷ Κυρίῳ, ὥσπερ περὶ τῆς πίστεως οὕτω καὶ περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς γέγονε συμφωνία. Καὶ τοῦτο ἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου”.

 συμφωνία λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ὁ λόγος τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐὰν δὲ καὶ περὶ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς ἐπήρχετο διαφωνία, ὡς περὶ τοῦ Πάσχα, θὰ συνεκροτεῖτο καὶ περὶ ταύτης Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Διὰ τοῦτο κυρίως ἀπέβλεπον αἱ Σύνοδοι καὶ αἱ διατάξεις αὐτῶν νὰ ἀσφαλίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἑνότητα διὰ κοινῆς συμφωνίας.

τι δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς ἐθεώρουν οἱ Πατέρες ὅπως καὶ τὴν τοῦ Πάσχα, τὸ εἶπεν ὁ [Ἅγιος] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

κ τοῦ Λόγου τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου πρὸς Μακάριον τὸν Φιλογόνιον (Λόγος Γ΄) ὁμιλοῦντος περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἥν ὀνομάζει «Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ λέγει περὶ ταύτης:

πὸ γὰρ ταύτης τὰ Θεοφάνεια καὶ τὸ Πάσχα τὸ ἱερὸν καὶ ἡ Ἀνάληψις καὶ ἡ Πεντηκοστὴ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβον. Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστός, οὐκ ἄν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνεια, οὐκ ἄν ἐσταυρώθη, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα, οὐκ ἄν τὸ Πνεῦμα κατέπεμψεν, ὅπερ ἐστὶν ἡ Πεντηκοστή. Ὥστε ἐντεῦθεν ὥσπερ ἀπό τινος πηγῆς ποταμοὶ διάφοροι ρυέντες, αὗται ἐτάχθησαν ἡμῖν αἱ ἑορταί”.
 
ὰν τοιαύτη εἶναι καὶ θεωρῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, πῶς ἐπετρέπετο δι’ αὐτὴν διαφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πῶς διὰ τὸ Πάσχα μόνον θὰ συνεκαλοῦντο αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ ἀφοῦ αἱ διατάξεις αὐτῶν ἐγένοντο ὅπως ἀσφαλισθῇ ἡ περὶ τὰς ἑορτὰς ἑνότης, πῶς διὰ μὲν τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα θεωροῦμεν τὴν μεταβολὴν ἀπηγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων, διὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰς ἄλλας, ἅς μετεκίνησε κατὰ 13 ἡμέρας ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου θεωροῦμεν αὐτὴν μὴ προσκρούουσαν εἰς τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων; Ἀφοῦ τὸ πνεῦμα τῶν Κανόνων περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἶναι νὰ ὑπάρχῃ ὁμογνωμία τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν ἡμέραν πασῶν τῶν ἑορτῶν, πῶς δὲν εἶναι ἀντικανονικὴ ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταβολή, διὰ τῆς ὁποίας ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἄγουν τὰς ἑορτὰς Χριστουγέννων, Φώτων κλπ. μίαν ἡμέραν, καὶ ἄλλαι ἄγουν αὐτὰς ἄλλην ἡμέραν;

ψίστην ἄρα σημασίαν ἀπέδιδον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἑνότητα αὐτῆς καὶ ὡς πρώτιστον Δόγμα ἐκήρυσσον τὴν συμφωνίανἁπασῶν εἰς τὰ τῆς τελέσεως τῆς ἐξωτερικῆς Λατρείας» (σελ. 95-98).
 
• Ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητό, ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία προσκρούει στὸ γράμμα καὶ μάλιστα στὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας περὶ ὁμογνωμίας καὶ συμφωνίας στὸν ἑορτασμὸ ὅλου τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύει μὲ τόση σαφήνεια ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως Γρηγόριος Εὐστρατιάδης, καταδεικνύοντας τὴν τεράστια ἀστοχία καὶ εὐθύνη τῶν Καινοτόμων, οἱ ὁποῖοι ἔβλαψαν καίρια τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση τοῦ Δόγματος τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι αὐτοὶ τολμοῦν νὰ ἑορτάζουν Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς Ἑτεροδόξους, ἀποχωριζόμενοι ἀπὸ τὴν Ἑορτολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προβλέπει τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τὴν ἐξακολούθηση τῆς εὐλογημένης περιόδου Νηστείας ἐν ὄψει τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τῶν Ὀρθοδόξων, διαδηλώνουν τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐξακολουθητικὴ προτίμηση καὶ ἁμαρτία τους νὰ ἀποστατοῦν συνευφραινόμενοι Οἰκουμενιστικῶς μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ ἐν χώρᾳ μακρᾷ! Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσει μετάνοια καὶ ἐπιστροφή!
+Ἐ.Γ.Κ.
12/25.12.2017
 Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΙΜΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ


Η ἀτμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Τά πνεύματα μέσα στήν μικρή συνοδεία τῶν μοναχῶν ἦταν πολύ ἠλεκτρισμένα. ῾Η κατάσταση δέν ἔπαιρνε ἄλλο. Μᾶλλον εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά πάρει ὁ πειρασμός πόδι ἀπό τόν τόπο τους. Νά πάει ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, μόνος ἤ ἔστω μέ ἄλλους πού τά κριτήριά τους ὅμως θά ἦταν πολύ πιό κάτω ἀπό τά δικά τους. ῎Οχι μόνο τούς προκαλοῦσε μέ τήν στάση του, ἀλλά γινόταν καί πολύ κακό παράδειγμα γιά τούς διάφορους προσκυνητές πού τύχαινε νά περάσουν ἀπό ἐκεῖ καί νά βρεθοῦν μάλιστα σέ κάποια ἀγρυπνία τους. ῾Η κακή εἰκόνα του ἀντανακλοῦσε σέ ὅλους τους. Τί θά λέγανε καί γι᾽ αὐτούς; 

Στήν ἀρχή δέν πολυέδωσαν σημασία. Τό ἀντιμετώπισαν μᾶλλον χαλαρά. ῾Ορισμένοι ἴσως καί νά τό διασκέδασαν. ᾽Αλλά ὅταν παρόλη τήν παρατήρηση πού τοῦ ἔγινε, ἀρχικά ἀπό κάποιον ἀδελφό κι ἔπειτα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα, ἐκεῖνος συνέχιζε τήν ἴδια τακτική, ἄρχισαν νά τό θεωροῦν ἐνοχλητικό. Καί ἡ ἐνόχληση γρήγορα πῆρε τήν μορφή τῆς ταραχῆς καί τῶν νεύρων. Ναί, ὁ νέος καλόγερος πού εἶχε φτάσει στήν συνοδεία τους πρίν ἀπό μερικές μῆνες, μέ καλές συστάσεις εἶναι ἀλήθεια, χωρίς νά προκαλεῖ κάποιο ἄλλο πρόβλημα πέρα ἀπό αὐτό, ἔγινε τό ἀγκάθι τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ τους.

῾Μά νά μήν ἀκούει οὔτε καί τόν Γέροντα; Μεγάλη ψυχή ἔχει ὁ Γέροντάς μας πού τόν ἀνέχεται ἀκόμη καί δέν τόν ἔχει διώξει᾽, ἦταν τό μόνιμο σχεδόν σχόλιο τῶν παλαιοτέρων καί γεροντοτέρων καλογέρων.

Κάνα δυό προσπάθησαν νά τόν δικαιολογήσουν. ῾Νέος εἶναι. Κάνει τόν ἀγώνα του. Δέν μᾶς ἐνοχλεῖ σέ ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτό. ᾽Αλλά, καί σ᾽ αὐτό πού φαίνεται ὅτι ἐνοχλεῖ, κοιτάξτε: ἔρχεται πάντα στίς ἀκολουθίες καί στίς ἀγρυπνίες. Δέν ἔλειψε ποτέ. ῾Απλῶς...τόν πιάνει ὁ ὕπνος᾽.

Νά, λοιπόν, τό πρόβλημα μέ τόν καλόγερο ᾽Αγάθωνα πού εἶχε γίνει ἀγκάθι γιά τούς πολλούς καί τούς τάραζε: στίς ἀκολουθίες καί μάλιστα στίς ἀγρυπνίες μετά ἀπό λίγο κοιμόταν.

Τόν πρῶτο καιρό, εἴπαμε, δέν ἔδωσαν σημασία. ῞Υστερα ὅμως πήγαιναν καί τόν ξυπνοῦσαν. Μαλακά στήν ἀρχή, ἔπειτα πιό ἀπότομα. Κάποτε κυριολεκτικά τόν τράνταζαν. Κι αὐτός πεταγόταν ἐπάνω, συγχυσμένος, τρομαγμένος, ψελλίζοντας ῾συγγνώμη᾽, γιά νά σταθεῖ γιά λίγο ξυπνητός καί πάλι στήν συνέχεια νά καταπέσει.

Εἶναι ἐκπληκτικό γιά ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους τό πῶς ἕνα μικρό θεωρούμενο πρόβλημα μπορεῖ νά γίνει μεγάλο. Κάτι ἀνεπαίσθητο πού σέ ἄλλες στιγμές δέν τοῦ δίνουμε σημασία, κάτω ἀπό συγκεκριμένες συνθῆκες μπορεῖ νά πάρει τεράστιες διαστάσεις καί νά φτάσει στό σημεῖο νά μᾶς ῾σπάει τά νεῦρα᾽. Μία σταγόνα νεροῦ γιά παράδειγμα. Ποιός τῆς δίνει σημασία; Κι ὅμως, ὅταν σταλάζει ἐπίμονα, στόν ἴδιο τόπο, μέ τόν ἴδιο ρυθμό, συνέχεια καί συνέχεια, γίνεται ἐνόχληση, βάσανο, μαρτύριο.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί στούς συγκεκριμένους καλόγερους. ῾Η μικρή κοινωνία τους ταράχτηκε καί συγχύσθηκε ἀπό ἕνα ἐλάχιστο πρόβλημα: τήν ἀδυναμία ὕπνου ἑνός νέου καλογέρου, πού δέν ἄντεχε στίς ἀγρυπνίες. Καί δέν εἶναι κάτι ἄγνωστο τό πόσο μεγαλοποιοῦνται τά θέματα, τά ὅποια θέματα, ἐκεῖ πού συνυπάρχουν πολλές φορές λίγοι. ῾Μικρό χωριό κακό χωριό᾽ δέν λέει ἡ παροιμία; Νά, λοιπόν, πῶς τό τίποτα ἤ τό ὀλίγιστο κατάντησε νά γίνει μεγάλο. Νά δημιουργηθεῖ πρόβλημα, νά φτάσουν στό σημεῖο οἱ καλόγεροι νά συζητᾶνε καί νά ζητᾶνε ἀπό τόν Γέροντα νά διώξει τόν...πειρασμό.

῾Ο Γέροντας τούς ἄκουσε. Προσπάθησε νά κατανοήσει τόν πειρασμό τους, πού εἶχε ἀρχίσει νά γίνεται πειρασμός καί γιά τόν ἴδιο. ᾽Αλλά κάτι μέσα του τόν ἔτρωγε. ῎Ενιωθε ὅτι τό νά ἀπομακρύνει τόν ᾽Αγάθωνα μπορεῖ νά φαίνεται ὡς λύση, ἀλλά μᾶλλον θά ἀποτελεῖ καί δική τους ἧττα. Θά τούς εἶχε νικήσει ὁ πειρασμός. ᾽Αλλά πάλι ἔτσι, ἡ ταραχή θά συνεχιζόταν.
῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, μουρμούρισε. Νόμισε πώς βρῆκε τήν λύση. ῾Ναί, αὐτός θά μᾶς κατευθύνει σωστά. Θά μᾶς πεῖ ἄν εἶναι σωστό νά τόν ἀπομακρύνουμε ἤ ὄχι. ῾Ο ἀββᾶς Ποιμήν. ῾Ο μεγάλος Γέροντας, ὁ διορατικός καί προορατικός, ὁ σοφός καί συνετός, πού ἡ ἀγάπη του εἶναι μιά ἀγκαλιά γιά ὅλον τόν κόσμο. ᾽Αρκεῖ νά δεχτεῖ βεβαίως τήν πρόσκλησή μου᾽.

῾Ο ἀββᾶς δέχτηκε. Δέν μποροῦσε νά ἀρνηθεῖ τό πέρασμά του ἀπό ἐκεῖ πού ὑπῆρχαν ἀδελφοί πού πάλευαν καί ἀγωνίζονταν τόν πνευματικό ἀγώνα. Γιατί ἤξερε τό πόσο ὁ πονηρός πολεμάει τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς καλόγερους. ῾Λιοντάρι πού ὠρύεται καί ζητάει ποιόν νά καταπιεῖ᾽, κατά πῶς γράφει καί ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου ἅγιος Πέτρος.

῎Εκανε θερμή προσευχή πρός τόν Κύριο νά ἐλεήσει τά πλάσματά Του. Νά τοῦ δώσει φώτιση νά κατανοήσει τό πρόβλημα γιά τό ὁποῖο τόν εἰδοποιοῦσε ὁ ἡγούμενος. Νά γίνει τό ὄργανο ᾽Εκείνου, ὥστε ἀφενός νά καταντροπιασθεῖ ὁ πονηρός, ἀφετέρου νά δοξαστεῖ τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Τόν ὑποδέχτηκαν ὅλοι μέ μεγάλες τιμές. Ἡ παρουσία του κάθε φορά συνοδευόταν πράγματι μέ ἐκδηλώσεις πού ἔφθαναν κάποιες φορές καί σέ ἐπίπεδο ὑπερβολῆς. ῾Ο ἀββᾶς Ποιμήν ἦταν καί γιά τήν συνοδεία αὐτή ὁ μεγάλος καθοδηγητής τους. ῎Ηξεραν πώς ὅ,τι τοῦ ἔθεταν ὡς πρόβλημα καί λογισμό θά ἔπαιρναν τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Περίμεναν λοιπόν καί γιά τό συγκεριμένο πού εἶχε ἀναφανεῖ. Γιατί ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος εἶχε φροντίσει νά στείλει σέ ἐξωτερικό διακόνημα τόν ᾽Αγάθωνα, τούς εἶχε πληροφορήσει γιά τόν σκοπό τοῦ ἐρχομοῦ του.

῾Ο ὅσιος Πατέρας ἄκουσε τό πρόβλημα. Εἶδε τήν ταραχή. Καί κατάλαβε αὐτό πού τόν λύπησε πιό πολύ ἀπό ὅλα: ὄχι τήν ἀδυναμία τοῦ ἀδελφοῦ μέ τόν ὕπνο, ἀλλά τήν ἀδυναμία τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν νά τόν ὑπομείνουν καί νά ἀντιμετωπίσουν τόν τρισκατάρατο πού βρισκόταν καλά κρυμμένος ἀπό πίσω, δουλεύοντάς τους μέ τά ἐκ δεξιῶν λεγόμενα ὅπλα: τήν διακράτηση ἐν προκειμένῳ ἑνός τυπικοῦ. ῾Η αὐστηρότητά τους σχεδόν τόν τρόμαξε.

῾᾽Αδελφοί᾽ εἶπε. ῾Χαίρομαι πού βρίσκομαι ἀνάμεσά σας, ἀνάμεσα σέ πιστούς πού λατρεύουν τόν Κύριο καί ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα. ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου πού σᾶς δίνεται καί θά σᾶς δοθεῖ εἶναι πλούσια. ᾽Αλλά δέν βλέπετε τί γίνεται μέ τήν συγκεκριμένη περίπτωση πού μοῦ λέτε; Δέν βλέπετε πώς τό ἔλλειμμα βρίσκεται στήν δική σας πλευρά ὡς ἔλλειμμα ἀγάπης; ῾Ο ἀπόστολος δέν λέει πώς ῾ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει, οὐδέποτε ἐκπίπτει᾽; ῾Η ἀγάπη ὅλα τά ἀνέχεται, ὅλα τά ὑπομένει, ποτέ δέν ξεπέφτει. Ποῦ εἶναι ἡ δική σας ἡ ἀνοχή; Ποῦ εἶναι ἡ ὑπομονή σας; Ποῦ ἡ διάρκεια τῆς ἀγάπης σας; Καί ἡ ἔλλειψη αὐτή δέν ἀποδεικνύει ὅτι δέν ζεῖτε σωστά ὡς μέλη τοῦ Κυρίου μας; ῾Ο καθένας μας δέν συνιστᾶ μέλος τοῦ σώματος ᾽Εκείνου, συνεπῶς εἴμαστε δεμένοι καί μέ ᾽Εκεῖνον ὡς κεφαλή ἀλλά καί μεταξύ μας; ῎Αν ὑπάρχει κάποια ἀδυναμία σέ ἕνα μέλος, σημαίνει ὅτι τά ἄλλα μέλη πρέπει νά τήν δοῦν καί ὡς δική τους ἀδυναμία. Πιστεύετε λοιπόν ὅτι ἡ αὐστηρότητα, ἡ ἀπότομη στάση σας ἀπέναντι στόν ἀδελφό σας θά τόν διορθώσει; ῎Αλλη στάση ζωῆς ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει, ἄν θέλουμε νά διορθώσουμε τόν πάσχοντα συνάνθρωπό μας᾽.

῎Εκανε παύση ὁ ἀββᾶς. Δέν εἶχε συνηθίσει νά ρητορεύει. Μόνιμη ἐπιλογή του ἦταν νά εἶναι τό παράδειγμα καί ὅποιος θέλει μετά νά τόν ἀκολουθεῖ. ῾῾Ο ποιήσας καί διδάξας᾽ ἦταν ἡ κατευθυντήρια γραμμή του.

῾Δέν αἰσθάνομαι καλά πού σᾶς κάνω τόν δάσκαλο᾽, εἶπε καί ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό μέρος τῆς καρδιᾶς. Τό ἀνασήκωσε καί πάλι. ῾᾽Αλλά ἐπειδή μέ κινεῖ τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς στόν ἡγούμενο σᾶς τά λέω. ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας. Καί δέν θέλω νά σᾶς περιπαίζει ὁ διάβολος᾽ συμπλήρωσε.

῾Γέροντα, σέ καταλαβαίνουμε καί ὁ λόγος σου μᾶς φέρνει καί πάλι στόν ἴσιο δρόμο τοῦ Χριστοῦ μας᾽ εἶπε μέ συστολή ὁ ἡγούμενος. ῾Τί νά κάνουμε συγκεκριμένα ὅμως μέ τόν ἀδελφό; Νά μήν τοῦ ποῦμε ὅτι πρέπει νά εἶναι ξύπνιος στίς ἀκολουθίες; Νά μήν τόν ξυπνᾶμε᾽; Κοντοστάθηκε. ῾Γέροντα, ἐσύ τί θά ἔκανες; Πές μας καί θά τό κάνουμε κι ἐμεῖς᾽.

Πιάστηκε ἡ ἀναπνοή τους. ῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου θά καθόριζε καί τήν δική τους στάση. ῎Ηδη μέσα τους ἡ συνείδηση τούς ἔλεγχε. Καταλάβαιναν ὅτι δέν λειτουργοῦσαν ἀπέναντι στόν ἀδελφό μέ ἀγάπη. ῞Οτι ἡ στάση τους δέν ἦταν χριστιανική. ῞Οτι συμπεριφέρονταν σάν τούς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, μέ ὑπερηφάνεια.

῾Ο ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Φαινόταν ὅτι προσευχόταν μέ ἔνταση καί θέρμη. Δάκρυα πῆραν νά ἀναβλύζουν στά ἁγιασμένα μάτια του.

῾᾽Αδελφοί᾽, εἶπε σιγά, ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ βάρους τῶν λόγων του. ῾Στήν θέση σας ἐγώ, ὅταν ἔβλεπα τόν ἀδελφό νά κοιμᾶται...᾽

-τά μάτια τῶν ἀδελφῶν ἀνοίχτηκαν διάπλατα καί τά αὐτιά τους τεντώθηκαν στό ἔπακρο μή χάσουν τό παραμικρό ἀπό τά λεγόμενά του-

῾...στήν θέση σας, λοιπόν, θά ἔπαιρνα ἕνα μαξιλάρι νά τό βάλω κάτω ἀπό τό κεφάλι του γιά νά τόν ἀναπαύσω περισσότερο. Γιατί ὁ ἀδελφός γιά μένα εἶναι ὁ κρυμμένος Χριστός᾽.

(Ἀπό τό Γεροντικό)

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΩΓΜΟΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ (ΓΕΩΡΓΙΑ 2004)

Όσοι έχουμε διαβάσει για τις παλιές διώξεις των Παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα και τους ξυλοδαρμούς από την Αστυνομία, η οποία εισέβαλε μέχρι και σε ναούς μας, μόνο με την φαντασία μας μπορούμε να οπτικοποιήσουμε τα γεγονότα εκείνα. Το παρακάτω βίντεο όμως μας βοηθά στο να έχουμε μια εικόνα από τότε. Είναι βίντεο από την εισβολή της Αστυνομίας στο ναό Παναγία Πορταΐτισσα των Γνησίων Ορθοδόξων αδελφών μας στην Γεωργία το 2004, κατά την οποία ξυλοκοπήθηκαν ανελέητα πολλοί αδελφοί μας και συνελήφθη ο ιερέας μας π. Βασίλειος Μκαλαβισβίλι (βλ. και εδώ: http://www.hsir.org/Annals_el/2b1012GeorgiaAK320.pdf).



Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΒ´




Ο πόλεµος και η απάτη που χρησιµοποιεί ο διάβολος, για να εγκαταλείψουµε τον δρόµο της αρετής που βαδίζουµε 

Η τέταρτη απάτη µε την οποία µας επιτίθεται ο πονηρός διάβολος, όταν µας δη ότι βαδίζουµε τον ευθύ δρόµο της αρετής, είναι οι διάφορες επιθυµίες, που ξεσηκώνει εναντίον µας, για να µας κάνη να ξεπέσουµε απο την εκγύµνασι των αρετών στίς κακίες. Για παράδειγµα, οταν ένας άρρωστος υποφέρη µε υποµονετική θέλησι την αρρώστία του, ο εχθρός, που γνωρίζει οτι µε τον τρόπο αυτόν µπορεί εκείνος να αποκτήση την συνήθεια της υποµονής, του παρουσιάζει µπροστά του πολλά καλά έργα, που θα µπορούσε να κάνη αν βρισκότανε σε άλλη κατάστασι και φροντίζει να τον πείση ότι αν ήταν υγιής, θα µπορούσε να υπηρετήση καλύτερα τον Θεό και να ωφελήση και τον εαυτό του και τους άλλους. Αφου του βάλλει αυτές τις επιθυµίες, πηγαίνει σιγά σιγά, αυξάνοντάς τες κατα αυτό τον τρόπο, που τον κάνει να θορυβήται και νά ταράζεται, γιατί δεν µπορεί να τίς τελειώση, σύµφωνα µε το θέληµα του. Και όσο του γίνονται µεγαλύτερες και δυνατώτερες οι παρόµοιες επιθυµίες, τόσο πιό πολύ αυξάνει και η ενόχλησις και η ταραχή της καρδιάς του· και µετά λίγο λίγο, µε ικανότητα τον καταφέρνει ο εχθρός ώστε να µην υποµένη πλέον την αρρώστία του, όχι ως αρρώστια, αλλά ως εµπόδιο εκείνων των αρετών, που µε πολλή όρεξι επιθυµεί να κάνη, για µεγαλύτερη ωφέλεια. Και αφού τον φέρει αυτό το σηµείο, µε πολλή ικανότητα του κλέβει από το νου εκείνο τον σκοπό που είχε για να υπηρετήσει καλύτερα τον Θεό και να αποκτήση περισσότερες αρετές. Και έτσι, άλλο δεν του αφήνει, παρά γυµνή και µόνη την επιθυµία του να ελευθερωθή από την αρρώστια. Επειδή όµως, σύµφωνα µε την θέλησί του, δεν του περνά, συγχύζεται και ταράσσεται σε τέτοιο σηµείο, πού γίνεται εντελώς ανυπόµονος, και έτσι φθάνει ο άθλιος να πέση στην κακία της ανυποµονησίας, από την αρετή της υποµονής, πού εξασκείτο απο πρίν χωρίς να το καταλαβαίνη καθόλου
(68). Ο τρόπος λοιπόν, για να αντισταθής σε αυτή την απάτη του διαβόλου, είναι ο εξής: Όταν βρεθής σε αυτή την κατάστασι της αρρώστιας, που να ενοχλήσαι και να ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, να µη δέχεσαι ή να µην υποχωρής καθόλου στις επιθυµίες πού τότε σου έρχονται, όσο καλές κι αν φαίνωνται. Γιατί, µη µπορώντας τότε να τίς κάνης έργο, αναγκαστικά συγχύζεσαι και δεν ειρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, µε κάθε ταπείνωσι, υποµονή και υποταγή να πιστεύης, πως οι επιθυµίες σου αυτές, δεν µπορούν να πάρουν εκείνη την έκβασι και το τέλος που επιθυµείς, όντας εσύ περισσσότερο αδύνατος και στήρικτος από εκείνο πού εσύ λογαριάζεις· ή σκέψου ότι ο Θεός για τίς κρυφές κρίσεις του ή και για τίς αµαρτίες σου, δεν θέλει από σένα εκείνα τα καλά που επιθυµείς, αλλά καλύτερα θέλει να σε εχη ταπεινωµένο µε την υποµονή, κάτω απο το γλυκό και δυνατό χέρι της θελήσεώς του. Έτσι παρόµοια και αν έχης κάποτε κανόνα απο τον Πνευµατικό σου για κανένα σου αµάρτηµα και γι’ αυτό δεν µπορείς, όπως επιθυµείς, να ακολουθής µε συνέπεια την κάθε ενέργεια που κάνεις για ευλάβεια, και ιδιαιτέρως την θεία Κοινωνία, µη συγχυσθής και ενοχληθής από την επιθυµία τους· αλλά αφού αποβάλης κάθε δικό σου θέληµα, φόρεσε εκείνο που αρέσει στο Θεό µε πόνο καρδιάς, λέγοντας µέσα σου. Αχ, εάν το µάτι της θεϊκής πρόνοιας, δεν έβλεπε σε µένα αχαριστίες και ελαττώµατα, εγώ βέβαια, δεν θα βρισκόµουν τώρα σε τέτοια αθλιότητα, να στερηθώ τη χάρι των αγιωτάτων Μυστηρίων· γι’ αυτό, βλέποντας ότι ο Κύριος µου, µου φανερώνει µε αυτό την αναξιότητά µου, υµνώ και δοξολογώ στους αιώνας το όνοµα του, λέγοντας προς αυτό: «Φιλανθρωπότατε ∆έσποτα· ελπίζοντας καλά στην αγαθότητα σου, αν και είµαι ανάξιος ο άθλιος να σε δεχθώ στην ψυχή µου µε το µέσο των θείων Μυστηρίων, µε όλα αυτά, δεν σταµατώ µε άλλον τρόπο να σου ανοίγω την καρδιά µου, για να µπαίνης πνευµατικά σε αυτή, να την χαροποιής και να την δυναµώνης εναντίον των εχθρών, που θέλουν να την χωρίσουν από σένα· και παραµένω πάντα ευχαριστηµένος για όλα εκείνα, πού αρέσουν στα µάτια σου, ∆ηµιουργέ µου και Σωτήρα µου· αυτό µόνο επιθυµώ, το θέληµά σου να είναι και τώρα και πάντα η τροφή µου και η δύναµίς µου· και αυτή µόνο την χάρι, πολυαγαπητέ µου, σου ζητώ· η ψυχή µου ελευθερωµένη από κάθε τι που δεν σου αρέσει, να µένη πάντα ντυµένη µε την στολή των αγίων σου εντολών και ετοιµασµένη στο νοητό ερχοµό σου και σε ο,τι άλλο επιθυµείς να µου δώσης». Αν φυλάξης αυτές τίς παραγγελίες, να είσαι σίγουρος, οτι κάθε επιθυµία του καλού, που εσύ δεν µπορείς να ολοκληρώσης, που προέρχεται είτε από την φύσι, είτε από τον διάβολο, που θέλει να σε ενοχλεί πάντα και να σε βγάζη πάντα από τον δρόµο της αρετής· ή και καµιά φορά από τον Θεό, για να δοκιµασθή η υποταγή σου στο θέληµα του· σε κάθε, λέγω, ανεκπλήρωτη επιθυµία σου, θά έχης πάντα αφορµή να ευχαριστής τον Θεό σου, όπως του αρέσει. Γιατί απο αυτό αποτελείται η αληθινή ευλάβεια και η υπηρεσία που ζητάει ο Θεός από εµάς. Γνώριζε ακόµη και αυτό, οτι για να µην αγανακτής και χάνης την υποµονή στίς θλίψεις και στους πειρασµούς πού έρχονται, από όποιο µέρος και αν είναι, πρέπει να χρησιµοποιής εκείνα τα δίκαια και φρόνιµα µέσα, που συνηθίζουν να χρησιµοποιούν οι υπηρέτες του Θεού, δηλαδή, το να µη δίνης εσύ αφορµή σε αυτές, το να παρακαλής τον Θεό να σε ελευθερώνη από αυτές και άλλα παρόµοια· όχι όµως µε τόση επιθυµία και αφοσιώσι ολοκληρωτική, για να ελευθερωθής από τίς θλίψεις αυτές, αλλά γιατί θέλει ο Θεός να µεταχειριζώµαστε τα παρόµοια µέσα και όργανα (69). Γιατί, εµείς δεν γνωρίζουµε αν θέλη ο Θεός να µας ελευθερώση µε τα µέσα αυτά από την θλίψι εκείνη. Οπότε αν συ κάνης αλλιώς, ζητώντας ολοκληρωτικά να ελευθερωθής από τίς θλίψεις, θά γκρεµισθής σε πολλά κακά, και εύκολα θα πέσης στην ανυποµονησία, µε το να µη γίνεται η ελευθερία αυτή σύµφωνα µε την επιθυµία και την προσπάθειά σου· ή η υποµονή σου θα είναι ελαττωµατική, και δεν θα είναι όλη αρεστή στο Θεό, αλλά θά είναι άξια µικρού µισθού. Τέλος πάντων, σε πληροφορώ εδώ για µία κρυφή απάτη της φιλαυτίας, η οποία συνηθίζει να σκεπάζη τα ελαττώµατά µας και µε κάποιο τρόπο να τα αποκρούη όπως στο παράδειγµα· βρίσκεται κάποιος άρρωστος, λίγο υποµονητικός στην ασθένειά του, ο οποίος κρύβει την ανυποµονησία του µε σκέπασµα κάποιου ζήλου φαινόµενης αρετής, λέγοντας πως η λύπη του δεν είναι αληθινή ανυποµονησία για το µαρτύριο που υποφέρει από την ασθένεια, αλλά ότι λυπάται εύλογα, ή γιατί αυτός έδωσε την αφορµή γιά την ασθένεια, ή γιατί εκείνοι που τον υπηρετούν, αηδιάζουν από την ασθένειά του και δυσανασχετούν και βλάπτονται. Ετσι µπορεί να πη κανείς ότι και ο φιλόδοξος, που συγχύζεται για την δόξα που δεν πήρε, δεν αποδίδει την αφορµή της αποτυχίας στη δική του υπερηφάνεια και µαταιότητα, αλλά σε άλλες αφορµές και προφάσεις. Οτι δε η ρίζα της µικροψυχίας και συγχύσεως αυτών, δεν είναι γι’ άλλους ή γι’ άλλη αιτία, παρά γιατί αυτοί µισούν και αποστρέφονται εκείνο, που είναι αντίθετο µε την επιθυµία τους, φανερό είναι· επειδή, ούτε ο παραπάνω άρρωστος φροντίζει και συγχύζεται, γιατί οι ίδιοι που τον υπηρετούν, κοπιάζουν το ίδιο ή αηδιάζουν και βλάπτονται για την ασθένεια κάποιου άλλου, παρά για µόνο τη δική του· ούτε ο φιλόδοξος, που αναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο για άλλες θλιβερές υποθέσεις, που του τυχαίνουν, όσο γιατί απέτυχε να του δοθεί η θέσις που επιθυµούσε. Οπότε, εσύ, για να µη πέσης σε αυτό το σφάλµα και σε άλλα, υπόφερε πάντα µε υποµονή κάθε κόπο και εκπαίδευσι, που θα σε ακολουθήση, από όποιου είδους αφορµή και αν είναι.

-------------------------------------------------------------------------

68 Ετσι και εκείνος που προκόβει κάτω από την υποταγή κάποιου Γέροντα, επιθυµώντας να κατορθώση µεγαλύτερες αρετές, απατάται και αφίνει την υπακοή και πηγαίνει στη µοναξιά και άσκησι· και εκεί πέφτοντας στην αµέλεια, χάνει και την λίγη προκοπή που έκαµνε στην υπακοή, όπως λέγει ο Ιωάννης της Κλίµακας· το ίδιο παθαίνει και ο ερηµίτης και αναχωρητής, όταν αφήση την ερηµιά και πηγαίνη σε υπακοή, γιά να αποκτήση τάχα περισσότερες αρετές και ωφέλεια· επειδή στην υποταγή χάνει και τη λίγη ησυχία, που απελάµβανε στην µοναξιά..
69 ∆ηλαδή να παρακαλούµε να µη µπαίνουµε σε πειρασµό, διότι λέγει· «Καί µη είσενέγκης ηµάς είς πειρασµόν» (Ματθ. 6,13). Και πάλι· «Προσεύχεσθε να µη εισέλθετε σε πειρασµό» (Λουκ. 22,40)· αυτό ερµηνεύοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ότι είναι δαιµονικό πράγµα και υπερήφανο, το να ρίχνη κάποιος µόνος τον εαυτό του σε πειρασµούς. «∆αιµονιώδες γαρ το έπιρρίπτειν εαυτούς εις πειρασµούς και άλαζονικόν». Πρέπει λοιπόν και πριν από τον πειρασµό, να παρακαλούµε για να µη πέσουµε σ’ αυτόν, και αφού πέσουµε στον πειρασµό πάλι να παρακαλούµε, για να µη νικηθούµε από αυτόν (διότι έτσι ερµηνεύεται το «µη εισελθείν ηµας ες πειρασµόν», κατά τον Θεοφύλακτο)· δεν πρέπει όµως να πέφτουµε τόσο, να γογγύζουµε, να ανησυχούµε και να λυπούµαστε, όταν µας τύχουν πειρασµοί διάφοροι και θλίψεις, αλλά να ευχαριστούµε και να χαιρώµαστε, καθώς µας παραγγέλλει ο Αδελφόθεος· «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί µοι, όταν πειρασµοίς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· όντας πληροφορηµένοι, ότι ο πειρασµός πού πάσχουµε, κατά το όνοµα πειράζει, δηλαδή δοκιµάζει και λαµπρύνει την πίστι και αγάπη που έχοµε προς τον Θεό, όπως και η φωτιά λαµπρύνει το χρυσάφι στο χωνευτήρι.  

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΑ´



Ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἐχθρός, γιὰ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι βαδίζουν στὴν τελειότητα.

Ὅταν ὁ ἐχθρὸς δὲν μπορῇ νὰ νικήσῃ οὔτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, οὔτε αὐτοὺς ποὺ ζητᾶνε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ αὐτήν, ὅπως παραπάνω εἴπαμε, τότε τρέχει ὁ πονηρὸς στοὺς ἐναρέτους καὶ πολεμάει σὰν πανοῦργος νὰ τοὺς κάνῃ νὰ λησμονήσουν τοὺς ἐχθρούς, ποὺ εἶναι κοντά τους καὶ ἔμπρακτα τοὺς πολεμοῦν καὶ τοὺς βλάπτουν, νὰ ἐπιθυμοῦν ὅμως καὶ νὰ φαντάζωνται πάνω ἀπὸ τὴν δύναμί τους τὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα (67)καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν κατάλληλο καιρὸ νὰ ἔχουν ἀποφασιστικοὺς σκοπούς, γιὰ νὰ φθάσουν στὴν τελειότητα. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸ νὰ μὴ φροντίζουν αὐτοὶ γιὰ τὶς πληγές, μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι πληγωμένοι, ἀλλά, νομίζοντας αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες καὶ ἀποφάσεις τῆς τελειότητας σὰν νὰ ἦταν ἔργα καὶ πράγματα, ὑπερηφανεύονται μὲ διαφόρους τρόπους. Ὁπότε, μὴ θέλοντας νὰ ὑποφέρουν στὴν πρᾶξι κάτι τὸ ἀντίθετο, οὔτε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο ἢ ἕνα μικρὸ λόγο, χάνουν μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν καιρό τους σὲ μεγάλες μελέτες ἀποφάσεων, ἀποφασίζοντας δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ τους, νὰ ὑποφέρουν μεγάλες δοκιμασίες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδή, ὅταν παίρνουν τὶς φαντασμένες αὐτὲς ἀποφάσεις, δὲν αἰσθάνονται καμμία θλῖψι καὶ ἀντίθεσι στὸ σῶμα τους, γι᾿ αὐτὸ νομίζουν οἱ ταλαίπωροι ὅτι βρίσκονται στὸ ὕψος ἐκείνων τῶν ἐναρέτων, ποὺ ὑποφέρουν μεγάλες δοκιμασίες ἔμπρακτα. Καὶ δὲν γνωρίζουν, πὼς ἄλλα εἶναι τὰ λόγια καὶ οἱ ἀποφάσεις καὶ ἄλλα εἶναι τὰ ἔργα καὶ ἡ πραγματικότητα.

Λοιπόν, ἂν θέλῃς νὰ ἀποφύγῃς, ἀδελφέ, αὐτὴ τὴν ἀπάτη, ἀποφάσισε νὰ πολεμᾷς μὲ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ σὲ πολεμοῦν πραγματικὰ καὶ ἀπὸ κοντὰ καὶ ἔτσι θὰ γνωρίσῃς φανερά, ἂν οἱ ἀποφάσεις ποὺ παίρνεις, εἶναι ἀληθινὲς ἢ ψεύτικες· δυνατὲς ἢ ἀδύνατες· καὶ ἔτσι θὰ βαδίσῃς στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα, μέσα ἀπὸ τὸν δοκιμασμένο ἀσφαλῆ καὶ βασιλικὸ δρόμο.

Ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἐκείνων, ποὺ δὲν σὲ ἐνοχλοῦν πρὸς τὸ παρόν, δὲν σὲ συμβουλεύω νὰ κάνῃς πόλεμο, πάρα μόνο ὅταν πιθανὰ ἀντιληφθῇς ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θὰ σὲ πολεμήσουν. Γιατὶ μὲ τὴν πρόγνωσι καὶ τὴν προμελέτη μπορεῖς νὰ προετοιμασθῇς μὲ γενναῖες ἀποφάσεις γιὰ νὰ ἀντισταθῇς· καὶ ὅταν ἔρθουν, μένουν ἄπρακτοι, ἀφοῦ σὲ βρίσκουν προετοιμασμένο. Γι᾿ αὐτὸ μὴ νομίσῃς ποτὲ ὅτι οἱ ἀποφάσεις σου πὼς νὰ ἔγιναν καὶ ἔργα καὶ πράξεις κι ἂν ἀκόμη ἐξασκήθηκες στὶς ἀρετὲς γιὰ λίγο χρόνο μὲ τοὺς κατάλληλους τρόπους· ἀλλὰ σὲ αὐτὰ ἂς εἶσαι ταπεινὸς καὶ νὰ φοβᾶσαι τὸν ἑαυτό σου καὶ τὴν ἀδυναμία σου· καὶ ἐλπίζοντας στὸ Θεό, τρέξε σὲ αὐτὸν μὲ συχνὲς δεήσεις γιὰ νὰ σὲ δυναμώνῃ καὶ νὰ σὲ φυλάη ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ μάλιστα ἀπὸ κάθε μικρὴ ὑπόληψι καὶ ἐλπίδα τοῦ ἑαυτοῦ σου. Γιατὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο ταπεινὸς στὸν ἑαυτό σου, πιθανὸν νὰ μὴν εἶσαι ἐλεύθερος τελείως ἀπὸ κάποια μικρὰ ἐλαττώματα (στὰ ὁποῖα σὲ ἀφήνει ὁ Θεὸς καμιὰ φορὰ γιὰ νὰ σὲ κάνῃ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ γιὰ νὰ φυλάξη σὲ σένα κάποιο καλὸ ποὺ ἔχεις), παρόλα αὐτά, σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιθυμῇς καὶ νὰ παίρνῃς μεγάλες ἀποφάσεις, γιὰ νὰ ἀνέβης σὲ ψηλότερο βαθμὸ τελειότητας.

---------------------------------------------------

67. Γνώριζε, λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι ἀπὸ ἕξι μέρη μας πολεμοῦν οἳ δαίμονες, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής· ἀπὸ πάνω καὶ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ ἐμπρὸς καὶ ἀπὸ πίσω. Καὶ ἀπὸ ἐπάνω εἶναι οἱ ὑπερβολὲς ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν δύναμί μας ποὺ κάνομε γιὰ τὴν ἀρετή· ἀπὸ κάτω οἱ ἐλλείψεις ποὺ ἔχομε στὴν ἴδια ἀρετὴ ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας· (γι᾿ αὐτὸ εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι τὰ ἄκρα εἶναι τῶν δαιμόνων)· καὶ δεξιὰ λέγονται, ὅταν οἱ δαίμονες μὲ δεξιὰ αἰτία καὶ πρόφασι τοῦ καλοῦ, μᾶς ρίχνουν στὸ κακό· ἀριστερά, ὅταν ἀπὸ φανερὴ αἰτία τοῦ κακοῦ, μᾶς κάνουν νὰ ἁμαρτάνωμε. Καὶ ἀπὸ μπροστά, ὅταν οἱ δαίμονες μᾶς πολεμοῦν μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐνθυμήσεις τῶν πραγμάτων ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν ἀπὸ πίσω, ὅταν μᾶς πολεμοῦν μὲ τὶς ἐνθυμήσεις καὶ προλήψεις τῶν περασμένων πραγμάτων. Καὶ γενικά, ὅλοι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ προσβάλλουν τὴν ψυχὴ ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικά· καὶ ἐσωτερικὰ τὴν προσβάλλουν ἢ μὲ ἰδέα καὶ εἰκόνα ποὺ τυπώνεται θεωρητικὰ στὴν φαντασία, ἢ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο τῆς καρδιᾶς ποὺ τυπώνεται οὐσιαστικὰ στὴν ἴδια τὴν φαντασία. Ἐξωτερικὰ τὴν προσβάλλουν διὰ μέσου τῶν αἰσθητῶν ἀντικειμένων τῶν πέντε αἰσθήσεων, δηλαδὴ μὲ τὰ ὁρατὰ πράγματα, τὰ ἀκουστά, τὰ ὀσφρητά, τὰ ἁπτὰ καὶ τὰ γευστικά· (σχετικὰ μὲ αὐτὰ βλέπε στὸ κγ´ κεφάλαιο: Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας). Τὰ αἴτια τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν κινουμένων λογισμῶν εἶναι τρία· πρῶτα οἱ δαίμονες, δεύτερον τὰ πάθη, δηλαδὴ οἱ πληγὲς ποὺ δεχθήκαμε στὴν καρδιά μας μὲ τὴν ἔξι προαιρετικά, ἢ μισώντας κάποιο πρᾶγμα, ἢ ἀγαπώντας αὐτὸ μὲ ἐμπάθεια· καὶ τέλος ἡ διεφθαρμένη κατάστασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Έχεις λίγα χρήματα και ζητάς πολλά; Έχεις πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα; Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος; Γιατί άφησες την πλεονεξία να σε αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι σε άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και το ασήμι, ενώ σε εσένα οι κατάρες και οι κατηγόριες; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγκώμιες και οι αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες, του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που φυλάκισες; Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον αδέκαστο Κριτή, μην έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να σε υπερασπίσει;
Τους δικαστές της γης μπορείς να τους ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις. Τον Δικαστή του ουρανού ποτέ. Τους ανθρώπινους νόμους μπορείς να τους παραβείς με τεχνάσματα νομιμοφανή δίχως συνέπειες. Τον θεϊκό νόμο όχι. Γιατί ο Κύριος βλέπει τις πράξεις σου. Και αργά ή γρήγορα θα λογοδοτήσεις σε Εκείνον, που στέκεται πλάι στους αδικημένους και προστατεύει όσους δεν μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Και μη μου πεις, «Ο τάδε, μολονότι κακός και πλεονέκτης, είναι ευτυχισμένος». Για τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος. «Μη φθονείς την ευτυχία όσων σκέφτονται πονηρά και μη ζηλεύεις όσους κάνουν το κακό», λέει η Γραφή (Ψαλμ. 36, 1), «γιατί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξεραθούν και σαν τη χλόη θα μαραθούν».
Η πλεονεξία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι, που καταστρέφει όλο το ζυμάρι. Έτσι, αν από την αδικία κερδίζεις έστω και λίγα, ολόκληρη η περιουσία σου σπιλώνεται. Γι’ αυτό, πολλές φορές, λίγα που κερδήθηκαν άνομα, έγιναν αιτία να χαθούν πολύ περισσότερα, που αποκτήθηκαν καλά.
Μα, θα με ρωτήσεις, όλοι οι πλεονέκτες θα δοκιμάσουν συμφορές;Οπωσδήποτε, μολονότι όχι όλοι τις ίδιες. Κι αν δεν τιμωρηθούν στην παρούσα ζωή, τότε να τους λυπηθείς περισσότερο, γιατί τους περιμένει μεγαλύτερη κόλαση στη μέλλουσα. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, τις συνέπειες των αδικιών τους, θα τις υποστούν στη γη οι κληρονόμοι της περιουσίας τους, εφόσον γνωρίζουν ότι αποκτούν αγαθά μαζεμένα με αδικίες, αγαθά που ανήκουν σε άλλους. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και ο ανθρώπινος νόμος, που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να διεκδικήσει τα πράγματά του όχι από εκείνον που του τα άρπαξε, αλλά από οποιονδήποτε τα έχει στην κατοχή του.
Αν λοιπόν γνωρίζεις εκείνους που αδικήθηκαν, δώσε τους όσα τους ανήκουν, ή μάλλον πολύ περισσότερα, όπως έκανε ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου. Αν πάλι δεν τους γνωρίζεις, τότε μοίρασέ τα σε φτωχούς. Έτσι θα αποτρέψεις τη συμφορά που σε απειλεί. Γιατί, αν αποδώσεις μόνο όσα άρπαξες ή κληρονόμησε από άρπαγα πλεονέκτη, κανένα κέρδος δεν έχεις. Αυτό αποδεικνύει η περίπτωση του Ζακχαίου, που ανέφερα. Μόνο όταν ο αρχιτελώνης εκείνος υποσχέθηκε «Θα δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και θα ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα πήρα με απάτη», ο Κύριος βεβαίωσε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε» (Λουκ. 19, 8-9).
Εμείς, αντίθετα, αρπάζουμε αμέτρητα και δίνουμε λίγα, νομίζοντας ότι έτσι εξαλείφουμε την αδικία και ικανοποιούμε τον Θεό. Αν όμως ο Κάιν, που πρόσφερε θυσία στον Θεό από τα χειρότερα γεννήματά του, χωρίς ωστόσο και να αδικήσει κάποιον άλλον, τιμωρήθηκε πολύ αυστηρά, πώς δε θα πάθουμε χειρότερα εμείς, που από τα αποκτήματα της αδικίας και της πλεονεξίας προσφέρουμε μερικά ψίχουλα στον φτωχό συνάνθρωπο, δηλαδή στον ίδιο τον Χριστό; Γιατί προσβάλλεις τον Κύριο, προσφέροντάς Του μικρά δώρα; Τέτοια τροφή δεν δέχεται, έστω και αν πεθαίνει από την πείνα. Καλύτερα να μην Του δώσεις τίποτα, παρά να δώσεις εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Πες μου, αν δεις δύο ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος ντυμένος, και γδύσεις τον δεύτερο για να ντύσεις τον πρώτο, δε θα διαπράξεις αδικία; Αναμφίβολα ναι. Αν λοιπόν διαπράττεις αδικία και όχι ελεημοσύνη, δίνοντας σε άλλον όλα όσα άρπαξες, πώς λογαριάζεις σαν ελεημοσύνη το να δώσεις ένα ασήμαντο μέρος, ένα τίποτα;
Ο πλούσιος της ευαγγελικής παραβολής δεν έκανε καμιά αδικία σε βάρος του φτωχού Λαζάρου. Μόνο και μόνο επειδή δεν τον συμπόνεσε, επειδή δεν τον ελέησε, καταδικάστηκε να βασανίζεται στον Άδη (Λουκ. 16, 19-25). Ποιαν απολογία, επομένως, θα βρουν εκείνοι που όχι μόνο δεν ελεούν, αλλά και αδικούν τους άλλους; Όταν ο Κύριος θα έρθει πάλι με όλη Του την δόξα για να κρίνει τον κόσμο, θα πει στους άσπλαχνους και ανελεήμονες, που θα είναι συναγμένοι στα αριστερά Του: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι! Πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δικούς του. Γιατί πείνασα και δε μου δώστε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουνα, και δεν με περιμαζέψατε· γυμνός ήμουνα, και δεν με ντύσατε· άρρωστος και φυλακισμένος ήμουνα και δεν ήρθατε να με δείτε» (Ματθ. 25, 41-42). Αν λοιπόν καταδικάζονται μαζί με τον διάβολο στην αιώνια φωτιά, όσοι δεν έδωσαν τροφή και νερό στον Χριστό, όταν πεινούσε και διψούσε, τι θα πάθουν όσοι Τον παραδίνουν στην πείνα, με εκείνα που αρπάζουν;Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ντύνουν, όταν είναι γυμνός, αλλά και Τον γδύνουν, όταν είναι ντυμένος; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον περιμαζεύουν, όταν είναι ξένος, αλλά και Τον αποδιώχνουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ανακουφίζουν, όταν είναι άρρωστος, αλλά και Τον βλάπτουν; Τι θα πάθουν, τέλος, όσοι όχι μόνο δεν Τον επισκέπτονται, όταν είναι φυλακισμένος, αλλά και όταν είναι ελεύθερος, ό, τι μπορούν κάνουν για να Τον κλείσουν στη φυλακή;
Ο Κύριος είπε: «Αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, μην περιμένετε την εύνοια του Θεού· γιατί και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν» (Λουκ. 6, 32). Αν λοιπόν είναι αμαρτωλός όποιος αγαπά μόνο όσους τον αγαπούν, τι είναι εκείνος που βλάπτει όσους δεν τον αδίκησαν; Αν είναι αξιοκατάκριτος όποιος δεν ελεεί από τα δικά του αγαθά, τι είναι εκείνος που αρπάζει και τα ξένα; Γιατί το ξέρετε, όχι μόνο το να αρπάζει κανείς τα ξένα, αλλά και το να μη δίνει από τα δικά του σε όσους έχουν ανάγκη, είναι αδικία και πλεονεξία, είναι παράβαση θεϊκής εντολής και αμαρτία.
Ας αποφύγουμε, αδελφοί μου, αυτήν την αμαρτία. Και θα την αποφύγουμε, αν φέρουμε στον νου μας όσους άρπαγες και πλεονέκτες έζησαν πριν από μας, όσους δηλαδή έχουν ήδη πεθάνει. Πού βρίσκονται αυτοί; Στην κόλαση! Και τα χρήματά τους; Τα απολαμβάνουν άλλοι! Δεν είναι επομένως ανόητο να βασανιζόμαστε και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη; Σε τούτη με τα καθημερινά τρεχάματα, τις αγωνίες, τους κόπους και τους μόχθους που απαιτούνται για τη συσσώρευση μάταιου πλούτου, και στην άλλη με τις ασύλληπτες τιμωρίες της αιώνιας γέενας;
Ποιος είναι αλήθεια, ελεεινότερος, από τον άρπαγα που φεύγει από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα λογοδοτήσει στον Θεό, και αφήνοντας όσα μάζευε σε άλλους πολλές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιότερος από τον πλεονέκτη, που σιγολιώνει από τις έγνοιες και τους φόβους, διώχνοντας από την ψυχή του τη γαλήνη και κάνοντας τη ζωή του χειρότερη από κάθε θάνατο;Όταν κερδίσει δεν αισθάνεται ευχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Όταν πάλι χάσει έστω κι ένα νόμισμα, νομίζει ότι παθαίνει το μεγαλύτερο κακό.. Φίλους δεν έχει παρά μόνο εκείνους από τους οποίους κερδίζει· τους άλλους τους βλέπει σαν εχθρούς. Μα και την οικουμένη ολόκληρη την αποστρέφεται. Τους φτωχούς τους μισεί, γιατί του ζητούν βοήθεια. Τους πλούσιους τους φθονεί, γιατί θα ήθελε να έχει τα πλούτη τους. Όταν οι άλλοι ευτυχούν, αυτός λυπάται. Θαρρεί πως όλοι κατέχουν δικά του αγαθά. Φέρεται σε όλους σαν να τον έχουν αδικήσει. Υποφέρει, γιατί η γη δεν παράγει χρυσάφι αντί για σιτάρι, γιατί ο πηγές δεν δίνουν ασήμι αντί για νερό, γιατί τα βουνά δεν έχουν πολύτιμα πετράδια αντί για λιθάρια.
Ο πλούτος για τον φιλάργυρο είναι ό,τι το μαχαίρι για τον μανιακό ή μάλλον κάτι πολύ χειρότερο. Γιατί ο μανιακός, αφού αρπάξει το μαχαίρι και το καρφώσει στο στήθος του, απαλλάσσεται μια για πάντα από τη μανία του και δεν δέχεται δεύτερη πληγή. Ο φιλάργυρος όμως και αμέτρητες πληγές δέχεται καθημερινά και ποτέ δεν απαλλάσσεται από τη μανία του. Απεναντίας, μάλιστα, όσο πληγώνεται, τόσο πιο μανιασμένα ξανακαρφώνει το μαχαίρι στην ψυχή του.
Ποιος είναι λοιπόν χειρότερος από τον πλεονέκτη, που και την ψυχή του θανατώνει με τις αδικίες και τη ζωή του σπαταλάει με τις περιττές φροντίδες και τον εαυτό του στερεί από κάθε ευχαρίστηση και τους ανθρώπους όλους τους κάνει εχθρούς του; Όλους;, θα απορήσετε. Ναι, όλους. Βλέπετε, δεν τον μισούν μόνο όσοι έχουν κακοπαθήσει από την πλεονεξία τους, μα και οι άλλοι, επειδή συμπονούν τα θύματά του και φοβούνται μήπως βρεθούν στην οδυνηρή θέση τους. Το φοβερότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Γιατί, όταν έχει κάνει εχθρό του τον ίδιο τον Θεό, ποια παρηγοριά ή ελπίδα τού απομένει;
Είναι πλούτος αυτός, πες μου, το να αδικείς; Και είσαι πλούσιος εσύ, ο πλεονέκτης, ή κατάδικος; Μάλλον χειρότερος κι από κατάδικο είσαι. Και ξέρεις γιατί; Εκείνος έχει χάσει τη σωματική του ελευθερία, ενώ εσύ την ψυχική. Εκείνον τον έδεσαν άλλοι χωρίς τη θέλησή του, ενώ εσύ δέθηκες μόνος σου.
Αν ο βασιλιάς με νόμο μας επιβάλει όχι μόνο να μην παίρνουμε περιουσιακά στοιχεία άλλου, μα κι από τα δικά μας να δώσουμε ένα μέρος, θα υπακούσουμε δίχως αντίρρηση. Τώρα, όμως, που ο νόμος τους Θεού μάς επιβάλλει να μην αρπάζουμε τα ξένα πράγματα, ασύστολα τον καταπατάμε. Τον θνητό βασιλιά, τον άνθρωπο, τον σεβόμαστε· τον αθάνατο Βασιλιά, τον Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος, Τον περιφρονούμε. Δεν είναι φοβερό; Γιατί, αν διαπράττουμε ασέβεια όταν τιμάμε τον Θεό όσο κι έναν άνθρωπο, τότε τι κάνουμε όταν τιμάμε έναν άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό; Βαριά είναι τα λόγια μου, το ξέρω. Αλλά δείξτε πραγματικά ότι σας φοβίζουν και σας λυπούν, αποφεύγοντας τις κακές πράξεις. Αν δεν φοβάστε τις κακές πράξεις, πώς μπορώ να σας πιστέψω, όταν λέτε ότι φοβάστε τα λόγια μου και λυπάστε με αυτά; Εσείς με τα έργα σας επιβαρύνετε τον εαυτό σας, όχι εγώ με τα λόγια μου. Γιατί όποιος σκάβει λάκκο για τον άλλο, πέφτει ο ίδιος μέσα. Και όπως οι επίτοκες γυναίκες υποφέρουν από τους κοιλόπονους, έτσι κι εκείνος που ετοιμάζει μιαν άνομη πράξη, πριν αδικήσει τον άλλον, υποφέρει και πονάει ο ίδιος. Όσο κακός, βλέπετε, κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να φιμώσει τη συνείδησή του και να αποφύγει τον έλεγχό της. Γιατί αυτός ο έλεγχος είναι κάτι το φυσικό, που εξαρχής έβαλε ο Θεός μέσα μας. Όσο κι αν τον αγνοήσουμε, όσο κι αν τον πολεμήσουμε, ορθώνεται πάντοτε αμείλικτος, και φωνάζει και μας καταδικάζει και μας τιμωρεί.
Θυμάστε πόσο κακός ήταν ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας; Και όμως ακόμα κι εκείνος, όταν θέλησε να αρπάξει το αμπέλι του Ναβουθαί, πόση οδύνη δοκίμασε! Μολονότι ήταν απόλυτος άρχοντας, μολονότι κανένας δεν υπήρχε που να τον ελέγξει, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον έλεγχο της συνειδήσεώς του, ήταν σκυθρωπός, ταραγμένος, ανόρεχτος, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του (Γ΄Βασ. 20, 1-29).
Θέλετε να σας αναφέρω κι ένα περιστατικό σύγχρονο, για να καταλάβετε ότι η πλεονεξία κάνει τους ανθρώπους θηρία και δαίμονες; Πριν από καιρό είχαμε στην πόλη μας μεγάλη ανομβρία. Ο ουρανός είχε στερέψει και είχε πάρει το χρώμα του χαλκού. Όλοι περιμέναμε καθημερινά το θάνατο, ένα θάνατο φοβερότερο από κάθε άλλο, και παρακαλούσαμε τον Θεό να μας απαλλάξει από αυτή τη συμφορά. Ξάφνου, ανέλπιστα, χάρη στην απέραντη φιλανθρωπία του Κυρίου, έπεσε από τον ουρανό άφθονη βροχή. Ενώ λοιπόν όλοι πανηγύριζαν και γιόρταζαν, κάποιος πλούσιος τριγυρνούσε στην πόλη σκυφτός, κατσουφιασμένος, καταλυπημένος και κίτρινος σαν νεκρός. Όταν κάποιοι ζήτησαν να μάθουν την αιτία της λύπης του, δεν μπόρεσε να την κρύψει, γιατί τον βασάνιζε και τον έπνιγε το πάθος του. «Έχω στις αποθήκες μου δέκα χιλιάδες μέτρα σιτάρι», είπε, «και τώρα, που έβρεξε, δεν ξέρω πώς θα το πουλήσω».
Τι είναι αυτά που λες, αθεόφοβε; Υποφέρεις, επειδή δεν χάθηκαν όλοι, για να μαζέψεις εσύ χρυσάφι; Δεν έχεις ακούσει τι λέει ο Σολομών; «Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται πλούσια σε εκείνον που δίδει και στους άλλους» (Παροιμ. 11, 26). Είσαι εχθρός του Θεού και φίλος, ή μάλλον δούλος, του μαμωνά. Η γλώσσα σου, που είπε τα ανήκουστα αυτά λόγια, θα έπρεπε να κοπεί. Η καρδιά σου, που ξεχειλίζει από τόσο απάνθρωπα αισθήματα, θα έπρεπε να πάψει να χτυπάει. Τι άνθρωπος, αλήθεια, είσαι εσύ, που υποφέρεις όχι γιατί έχεις λίγα, όπως οι φτωχοί, μα απεναντίας, γιατί έχεις πολλά και θέλεις να τα κάνεις ακόμα περισσότερα με την εκμετάλλευση της δυστυχίας των συνανθρώπων σου;
Πώς να σκιαγραφήσω τα πάθη του πλεονέκτη; Τι πιο μιαρό υπάρχει από τα χέρια του; Και τι πιο άπληστο, πιο αδιάντροπο, πιο κυνικό από τα μάτια του; Δεν βλέπει τους ανθρώπους ως ανθρώπους, ούτε τον ουρανό ως ουρανό, ούτε κανένα από τα επίγεια πράγματα όπως πραγματικά είναι. Όλα τα βλέπει σαν χρήμα και όλα τα μετράει με το χρήμα. Οι αληθινοί άνθρωποι βλέπουν τους φτωχούς, εξαντλημένους και συγκινούνται· οι πλεονέκτες βλέπουν τους φτωχούς και αγριεύουν. Οι αληθινοί άνθρωποι όχι μόνο δεν βάζουν στο μάτι τα ξένα πράγματα, μα κι από τα δικά τους δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη· οι πλεονέκτες δεν ησυχάζουν, ώσπου να αρπάξουν το βιός των άλλων και να το κάνουν δικό τους. Οι αληθινοί άνθρωποι δεν ανέχονται να δουν γυμνό τον πλησίον τους· οι πλεονέκτες, αν δεν τους γδύσουν όλους, δεν ικανοποιούνται· ή μάλλον, ούτε και τότε ικανοποιούνται.
Γι’ αυτό μπορεί κανείς πως είναι όχι θηρία, μα κι απ’ αυτά πολύ χειρότεροι. Τα θηρία, βλέπετε, όταν χορτάσουν απομακρύνονται από τα θύματά τους, ενώ οι πλεονέκτες δεν έχουν χορτασμό. Τα θηρία, άλλωστε είναι από τη φύση τους άγρια, ενώ οι πλεονέκτες μεταβάλλουν θεληματικά τη φυσική τους ημερότητα σε αγριότητα. Τα στόματά τους ξερνούν δηλητήριο, όπως τα στόματα των φαρμακερών φιδιών. Τα χέρια τους δεν κουράζονται να κάνουν κακό στους άλλους. Όσο για τον νου τους, αν μπορούσε κανείς να τον εξετάσει, θα τους ονόμαζε όχι μόνο θηρία, αλλά και δαίμονες· γιατί δεν κρύβουν μέσα τους παρά σκληρότητα και μοχθηρία για κάθε συνάνθρωπό τους. Οι δαίμονες μάλιστα, σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να βλάψουν έναν άνθρωπο δίχως τη θέληση και τη συνεργασία του ιδίου, ενώ οι πλεονέκτες πάντα βλάπτουν το συνάνθρωπό τους χωρίς τη θέλησή του και παρά το γογγυσμό του. Όλους και όλα, ακόμα και την ψυχή τους, θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους. Άλλο τίποτα δεν σκέφτονται, άλλο τίποτα δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο το χρήμα. Ούτε την Ουράνια Βασιλεία ποθούν, ούτε την κόλαση φοβούνται, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονται ούτε τον Θεό σέβονται. Τους νόμους τους καταπατούν, την τιμιότητα την περιγελούν, το Ευαγγέλιο το περιφρονούν, τη ζωή μετά τον θάνατο τη θεωρούν ανύπαρκτη.
Ώστε δεν υπάρχει, σοφέ μου πλεονέκτη, ζωή μετά τον θάνατο; Δεν υπάρχει ούτε κρίση ούτε απολογία ούτε ανταπόδοση; «Όχι», θα μου πεις, γιατί έτσι σε συμφέρει. Μήπως όμως δεν υπάρχει ούτε θάνατος; Μπορείς να τον αμφισβητήσεις κι αυτόν; Μολονότι πολύ θα το ήθελες, δεν μπορείς. Πάρε το απόφαση λοιπόν· ότι δεν θα αργήσεις να πεθάνεις. Βλέπεις τη μέλισσα; Σε όλη της τη ζωή εργάζεται φιλότιμα, παράγοντας το γλυκό και ωφέλιμο μέλι. Σε όλη της τη ζωή κάνει το καλό. Μόλις, όμως, κάνει το κακό, μόλις κεντρίσει άνθρωπο ή ζώο, πεθαίνει μαζί με το κεντρί της. Από τη μέλισσα μάθε να μη βλάπτεις τον πλησίον· γιατί εσύ ο ίδιος θα πεθάνεις πρώτος. Τον πλησίον θα τον βλάψεις και θα τον λυπήσεις πρόσκαιρα, εσύ όμως θα πεθάνεις για πάντα.
Τα χρήματα λέγονται χρήματα, επειδή χρησιμεύουν και χρησιμοποιούνται, όταν πρέπει, για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μας. Σκοπός μας, επομένως, δεν είναι να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, γιατί τότε ανατρέπεται η φυσιολογική τάξη και αντί να τα ορίζουμε, υποτασσόμαστε σε αυτά. Η συγκέντρωση πλούτου είναι υποδούλωση του λογικού ανθρώπου στην άλογη ύλη. Φανερώνει ακόμη απιστία στη Θεία πρόνοια, αλλά και μεγάλη ανοησία. Ναι, ανοησία. Ανόητος δεν είσαι, αφού όλα όσα με κάθε αθέμιτο μέσο αποκτάς, θα τα εγκαταλείψεις έπειτα από λίγο; «Μα θα μείνουν στα παιδιά μου», λες. Και τα παιδιά σου, όμως, θα εγκαταλείψουν τη γη ύστερα από σένα. Τι λέω; Ίσως και πριν από εσένα…
Η αλήθεια είναι ότι με τη συγκέντρωση πλούτου αποβλέπεις στην ικανοποίηση δύο φοβερών παθών σου, της κενοδοξίας και της φιληδονίας. Καμαρώνεις για τα μέγαρά σου, τα αμάξια σου, τους υπηρέτες σου· ευχαριστιέσαι προκαλώντας τον θαυμασμό και τη ζήλεια των άλλων· παραδίνεσαι στις αισχρές επιθυμίες· κυλιέσαι στη λάσπη της κραιπάλης και της ακολασίας. Να γιατί είσαι πλεονέκτης, να γιατί θέλεις να αρπάζεις το βιος των άλλων. Για να ικανοποιείς τα πάθη σου, δεν διστάζεις να πετάς στο δρόμο και να ρίχνεις σε συμφορές τους αδελφούς σου, τα μέλη του Χριστού, περιφρονώντας με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον Χριστό.
Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η αιώνια κόλαση σε περιμένει, αν δεν μετανοήσεις και δεν διορθωθείς. Γιατί ο δίκαιος Θεός, που «θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του» (Ρωμ. 2, 6), δε θα αφήσει ατιμώρητη τη διπλή σου παρανομία, τόσο δηλαδή την άδικη συνάθροιση, όσο και την κακή χρήση του πλούτου. «Ο θυμός και η οργή του Θεού» γράφει ο Απόστολος Παύλος, «περιμένουν όσους υπηρετούν την αδικία» (Ρωμ.2, 8). Και πώς να μην προκαλέσεις την οργή του Θεού, όταν από τη μια σκορπάς τα λεφτά σου στις πόρνες κι από την άλλη αδιαφορείς για τους φτωχούς; Κι αν ακόμα όσα σπαταλάς τα κέρδιζες με τον τίμιο κόπο σου, θα αμάρτανες βαριά αγοράζοντας με αυτά την ασέλγεια. Ε, αναλογίσου πόσο αμαρτάνεις τώρα, που την αγοράζεις με άνομα κέρδη.
Για να αποφύγεις, λοιπόν, τη δίκαιη καταδίκη από τον αδέκαστο Κριτή, πάψε να πλουτίζεις αθέμιτα, αδικώντας τους συνανθρώπους σου. Στη ζωή αυτή έχεις τη δύναμη του χρήματος, την προστασία των αρχόντων, την εύνοια των δικαστών. Στην άλλη ζωή, όμως, τι θα έχεις; Εκεί θα σε ακολουθούν μόνο οι αμαρτωλές πράξεις σου και οι στεναγμοί των αδικημένων, που φτάνουν ως τον υπερουράνιο θρόνο του Θεού και προκαλούν την ευσπλαχνία Του.Μακάρι να γνωρίσεις κι εσύ την ανείκαστη θεία ευσπλαχνία με την έγκαιρη μετάνοιά σου.

(Πηγή: “Θέματα ζωής, Από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου”, τόμος Β΄, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 51-63)

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος στ΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΙΑ. Ξεκινώντας το επόμενο κεφάλαιο («Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι») ο Σ. προβαίνει σε μια διάκριση που αφορά τον Οικουμενισμό. Συγκεκριμένα τον διαχωρίζει σε «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐπιστροφῆς» και «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐνσωμάτωσης». Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια διαχωρισμού του Οικουμενισμού σε «καλό» και «κακό», όπου σύμφωνα με τον πρώτο όλοι θα επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ σύμφωνα με τον δεύτερο όλοι θα ενσωματωθούν σε μια «Νέα Εκκλησία». Κατά τον Σ. στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» εκφράστηκε ο «καλός» «οἰκουμενισμὸς τῆς ἐνσωμάτωσης», και έχουν άδικο οι επικριτές της να την κατηγορούν για το αντίθετο. Ο Σ. για να καταφέρει να πείσει για την άποψή του, αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία που αποσκοπεί να αποσυνδέσει τα κείμενα της Ψευδοσυνόδου από ολόκληρο το Οικουμενικό Κίνημα, αλλά και από τα προσωπικά φρονήματα των συμμετεχόντων σε αυτήν, βασιζόμενος στο ότι τα κείμενα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από ευθύτητα και ειλικρίνεια, αλλά μάλλον από διγλωσσία και ορθοδοξοφάνεια! Πλανάται δε πλάνην οικτράν ο αξιότιμος Σ. όταν θεωρεί πως η «παράθεση κειμένων Ρωμαιοκαθολικῶν Θεολόγων …δημιουργεῖ πεπλανημένο αἴσθημα αὐτοδικαίωσης σὲ Παλαιοημερολογίτες», διότι δεν χρειάζονται κείμενα «Ρωμαιοκαθολικών» οι Ορθόδοξοι για να κατανοήσουν τις αιρετικές απόψεις που οι ίδιοι οι εξ Ορθοδόξων Οικουμενιστές ομολογούν με τα δικά τους κείμενα…
Ο Σ. προκαλεί τους επικριτές της Ψευδοσυνόδου: «Νὰ καταδείξουν ποῦ ἀναγνωρίζεται ἔστω καὶ μιὰ ἀτελὴς κοινωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ καταδείξουν, ποῦ υἱοθετεῖται ἡ θεωρία τῶν ὁμόκεντρων κύκλων τῆς Β´ Βατικανῆς. Νὰ καταδείξουν, ἀπὸ πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς μέλη της! Ποῦ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἀναγνωρίζει τὴ σωστικὴ ἱκανότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως τὸ πράττει ἡ Β´ Βατικανή». Αφού ειπωθεί πως ο συλλογισμός «η Σύνοδος της Κρήτης δεν αποφάσισε ακριβώς τα ίδια με την Β΄ Βατικανή» δεν είναι αποδεκτός, διότι μπορεί να μην είχαμε ακριβώς ίδιες αποφάσεις (και διά τον φόβο των Ορθοδόξων), αλλά και στην Κρήτη υπήρχε το ίδιο «πνεύμα» με το της Β΄ Βατικανής, αφού αμφότερες νομιμοποίησαν την συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση, ας απαντήσει ο Σ. και οι ομόφρονές του στα αντίστροφα ερωτήματα σχετικά με τις αποφάσεις της «Αγίας και Μεγάλης» Ψευδοσυνόδου: Πού αναγνωρίζεται σε αυτές η διατήρηση της ακοινωνησίας[189] μεταξύ Ορθοδόξου και «Ρωμαιοκαθολικής» Εκκλησίας, εξ αιτίας της προ χιλιετίας πτώσεως της δευτέρας στο σχίσμα και τις αιρέσεις, όπως όλες οι τωόντι Αγίες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της τελευταίας χιλιετίας παρατηρούσαν, προσκαλώντας σε μετάνοια και επιστροφή; Πού απορρίπτεται η θεωρία των ομόκεντρων κύκλων της Β´ Βατικανής και οι ποικίλες οικουμενιστικές θεωρίες, έστω και του «κακού» «οικουμενισμού της ενσωματώσεως»; Γιατί πλέον η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεωρεί τους «Ρωμαιοκαθολικούς» αιρετικούς και σχισματικούς, όπως επί σχεδόν χίλια χρόνια τους θεωρούσε; Που το κείμενο της «Αγίας και Μεγάλης» Συνόδου αρνείται την ύπαρξη σωστικής Θείας Χάριτος και επομένως την δυνατότητα σωτηρίας των «Εκκλησιών» των ετεροδόξων, όπως το πράττουν όλες οι Άγιες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όπως φρονούν οι Άγιοι Πατέρες των τελευταίων δέκα αιώνων;
ΙΒ. Παραβλέποντας προς το παρόν την κριτική που ο Σ. ασκεί σε μια παλιά θέση του π. Θεοδώρου Ζήση, για τον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω, παρατηρούμε εν συνεχεία ότι ο Σ. παραπέμπει σε ένα κείμενο του ουνίτου «Γρατιανουπόλεως» Δημητρίου Σαλάχα[190], το οποίο επειδή δεν αντιμετωπίζει με υπέρμετρο ενθουσιασμό την επίμαχη απόφαση της Ψευδοσυνόδου για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους, χρησιμοποιείται από τον Σ. ως τεκμήριο Ορθοδοξίας της Ψευδοσυνόδου! Όπως όμως θα δει όποιος διαβάσει το κείμενο του κ. Σαλάχα, σε αυτό δεν ασκείται κάποια κριτική εναντίον της συγκεκριμένης αποφάσεως (ούτε καν δυσαρέσκεια δεν διαφαίνεται όπως ισχυρίζεται ο Σ.), πέρα από δυο απλές παρατηρήσεις επ᾿ αυτής πως «διαφοροποιείται κάπως ως προς την εκκλησιολογική και μυστηριακή δομή του «λοιπού Χριστιανικού Κόσμου»»[191] και πως σε αυτήν «δεν αναγνωρίζεται η ουσιαστική έννοια και φύση της Καθολικής Εκκλησίας ως «Εκκλησία»»[192] προτρέποντας για το μέλλον την Ορθόδοξη Εκκλησία να διασαφήσει «με ποια εκκλησιολογική βάση διεξάγει τον Θεολογικό Διάλογο με την Καθολική Εκκλησία»[193] αφού και «η Καθολική Εκκλησία - από και μετά την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο - στις σχέσεις της προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, και ειδικότερα με την Ορθόδοξη Εκκλησία,επανεξέτασε τον βαθμό κοινωνίας στα της πίστεως και λατρείας που υπάρχει ήδη με αυτήν, και κατέληξε στη ρητή αναγνώριση της εκκλησιολογικής και μυστηριακής δομής της Ορθόδοξης Εκκλησίας»[194]. Παράλληλα όμως διακρίνεται ένας ενθουσιασμός για το γεγονός πως η εν λόγω Απόφαση «εδραιώνει τον Οικουμενικό Διάλογο»[195], και πως «επισημαίνει ότι σκοπός του Οικουμενικού Διαλόγου είναι η ποθητή επίτευξη της ορατής ενότητας των χριστιανών»[196], παρατηρώντας επίσης πως «με το ίδιο σκεπτικό και προοπτική και η Καθολική Εκκλησία συμμετέχει στον Οικουμενικό Διάλογο αγάπης και αλήθειας δια της «μαρτυρίας» εντός και εκτός αυτής»[197]. Καταλήγει δε στα εξής: «Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η Απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» είναι ιστορική και σημαντικήΓια πρώτη φορά πράγματι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, στην πλειοψηφία τους, με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση επικυρώνουν και εμπεδώνουν τη βούληση ενεργούς συμμετοχής τους, παρά τις αρνητικές φωνές που ακούονται, «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων…»»[198]. Αν έτσι εκφράζεται η δυσαρέσκεια τότε μάλλον πρέπει να δώσουμε μία νέα ερμηνεία στην λέξη αυτήν!
ΙΓ. Ο Σ. συνεχίζει το κείμενο αναλύοντας την αναγκαιότητα του «Διαλόγου» με τους ετεροδόξους, τον οποίο θεωρεί ως μόνο ενδεδειγμένο, αποτελεσματικό και πρόσφορο τρόπο για να επιστρέψουν οι ετερόδοξοι στην Ορθοδοξία. Θεωρεί δε ότι οι επικριτές της Ψευδοσυνόδου είναι εχθροί του Διαλόγου, οι οποίοι τάχα γνωρίζουν μόνο μία μέθοδο προσεγγίσεως των εκτός Εκκλησίας: την πρόσκληση για επιστροφήˑ μέθοδο την οποία ο Σ. χαρακτηρίζει «τελείως ἀναποτελεσματικὴ καὶ ἀνίκανη στὴ πολὺ δύσκολη σύγχρονη συγκυρία νὰ παραγάγει θετικοὺς καρπούς». Δυστυχώς ο Σ. αδικεί τους επικριτές των Ψευδοδιαλόγων. Όχι μόνο γιατί εμείς οι Ορθόδοξοι, σε αντίθεση με τους Οικουμενιστές, είμαστε υπέρ του αληθινού Διαλόγου, αλλά και διότι μόνο οι δικές μας μέθοδοι είναι αποτελεσματικές. Αξίζει να γίνει μια καταγραφή των περιπτώσεων ετεροδόξων που προσήλθαν στην Ορθοδοξία μέσω των οικουμενιστικών Ψευδοδιαλόγων και εκείνων που προσήλθαν από τον αληθινό Διάλογο της Μαρτυρίας των Ορθοδόξων, ώστε να αποδειχθεί ότι είναι αληθέστατος ο ισχυρισμός αυτός. Προσωπικά γνωρίζω δεκάδες[199] περιπτώσεις ετεροδόξων που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία με τον τρόπο μας, αλλά ούτε μία που να προήλθε ως αποτέλεσμα των οικουμενιστικών «Διαλόγων» (άλλωστε οι Οικουμενιστές αποθαρρύνουν τους ετεροδόξους να εντάσσονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού αναγνωρίζουν Θεία Χάρη και Μυστήρια και στην ετεροδοξία).
Ένα θετικό όμως είναι πως και ο ίδιος ο Σ. έχει επίγνωση της κρίσης της «Οικουμενικής Κινήσεως», παρά την επιμονή στον ίδιο τρόπο προσεγγίσεως διά των Ψευδοδιαλόγων. Αξίζει να δούμε το σχετικό απόσπασμα (σελ. 65-66) και να τοποθετηθούμε επ᾿ αυτού: «Ἐνῶ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μετ᾽ ἐμφράσεως ἐπισημαίνει, ὅτι θεωρεῖ χρέος τὸ διάλογο, ταυτόχρονα δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ ἐνθουσιαστικὰ συναισθήματα. Κάνει λόγο γιὰ βαθειὰ κρίση στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ δὲν παραγνωρίζει τὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐξετάσουν μετὰ πολλῆς προσοχῆς τὴν πανθομολογούμενη κόπωση στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, νὰ ἀνεύρουν τὰ αἴτιά της καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὴν τακτική τους. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἔχει ἀπόλυτη συνείδηση τῶν νέων προβλημάτων καὶ διαφορῶν ποὺ δημιουργεῖ ἡ παρατεινόμενη ἀποξένωση τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐάν, π.χ. λάβει κανεὶς ὑπ᾽ ὄψιν του τὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας γυναικῶν ἢ ὁμοφυλοφίλων στὴν Ἀγγλικανική, Λουθηρανικὴ καὶ Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, τότε κατανοεῖται περισσότερο, γιατὶ ἡ προσδοκία τῆς ἕνωσης μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ κριτήρια ἐλαχιστοποιεῖται. Αὐτὸ κατ᾽ οὐδένα τρόπο σημαίνει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀποστεῖ ἀπὸ τὸ χρέος τοῦ διαλόγου. Ὁ διάλογος ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξαιρετικὴ εὐθύνη. Ἡ οὐσιαστικὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν μόνο θετικὰ ἀποτελέσματα μπορεῖ νὰ ἔχει γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει ἀνθρωπίνως νὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια, ὥστε νὰ προβληματίζει καὶ νὰ γίνεται πειστική. Στὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκζητᾶ καὶ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε αὐτὰ ποὺ εἶναι καὶ φαίνονται σήμερα ἀνέφικτα, νὰ καταστοῦν στὸ μέλλον ἐφικτά. Ὁ διάλογος, ἡ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας, ἡ κοινοποίηση τοῦ καταπιστεύματος τῆς πνευματικῆς μας ἐμπειρίας ἀποτελοῦν εὐθύνη μας, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἀποσείσουμε. Τὸ ἐρώτημα, βεβαίως, πάντα εἶναι, ἐὰν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ χρέος αὐτό, ὥστε νὰ ἐπέλθει «ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπη ἑνότητος»». Είναι πολύ σημαντική η παραπάνω κριτική και ας μας επιτρέψουν οι Οικουμενιστές που είναι ιδεολόγοι[200] να παραθέσουμε μερικές συμβουλές:
α) Πιστέψτε ότι η Ορθοδοξία είναι η Αλήθειαˑ η θεραπεία στην ασθένεια. Όσο υπάρχει έστω και ένας ίχνος αμφιβολίας μέσα σας για αυτό, δεν πρόκειται να μεταδώσετε ποτέ την Πίστη.
β) Αγαπήστε τους ετεροδόξους σαν παιδιά σας, όχι υποκριτικά. Η αληθινή Αγάπη είναι ελεγκτική μπρος στον κίνδυνο. Όπως αν τα παιδιά σας όδευαν ολοταχώς προς τον γκρεμό δεν θα ενεργούσατε μόνο με νουθεσίες, αλλά και με παρακλήσεις, με απειλές ή και με βία αν χρειαζόταν, χωρίς να σας νοιάξει αν σας παρεξηγήσουν ή αν τους… πληγώσετε συναισθηματικά, με παρόμοιο τρόπο πρέπει να εκφράζεται η Αγάπη και προς τους εκτός Εκκλησίας. Δεν εννοούμε φυσικά ύβρεις και σωματική βία, αλλά τουλάχιστον να τους επισημαίνετε πως βρίσκονται στην αίρεση και οδεύουν προς την απώλεια. Αν νιώσουν ότι τους αγαπάτε αληθινά θα το αποδεχθούν. Σταματήστε λοιπόν να τους λέτε πως το μονοπάτι είναι μεν «η βεβαία και ασφαλής οδός σωτηρίας», αλλά και στον γκρεμό υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας επειδή ο Κύριος είναι παντοδύναμος!    
γ) Αλλάξτε τον τρόπο των Διαλόγων. Με την τεχνολογική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εποχή μας μπορεί εύκολα και πρακτικά να γίνουν συνεχείς και αυθεντικότεροι Διάλογοι, δημόσιοι ή κλειστοί, μέσω του Διαδικτύου, χωρίς να χρειάζεται να παραβαίνονται κάθε φορά οι Ιεροί Κανόνες με συμπροσευχές και άλλα οικουμενιστικά δρώμενα που κατασκανδαλίζουν τους Ορθοδόξους,
δ) Σεβαστείτε το αυτεξούσιο. Όταν βλέπετε ότι κάποιοι ετεροδόξοι όχι απλά επιμένουν στις πλάνες τους, αλλά υιοθετούν και νέες (όπως π.χ. η χειροτονία γυναικών ή ομοφυλοφίλων), σταματήστε τον Διάλογο. Σεβαστείτε το δικαίωμά τους να επιλέξουν το ψέμα αντί για την αλήθεια, το σκοτάδι της κακοδοξίας, αντί για το φως της Ορθοδοξίας. Ένωση που επιδιώκεται να γίνει με κάθε κόστος είναι διαβολική. Ο Χριστός μας μας δίνει επιλογή να τον ακολουθήσουμε, δεν μας αναγκάζει[201].
ΙΔ. Προχωρώντας ο Σ. αναφέρεται στην κατά της Ψευδοσυνόδου κριτική του Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και προβαίνει σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις. Με αφορμή τις παρατηρήσεις αυτές - και χωρίς να υπάρχει διάθεση να παραστήσω τον δικηγόρο του κ. Ιεροθέου[202] - πρέπει να κατατεθούν και από την πλευρά μου κάποιες παρατηρήσεις:
i. Διαστρέφει (ίσως όχι εσκεμμένα) την αλήθεια ο σεβαστός Σ. όταν την αποδοχή της αποκλειστικότητας της σωτηρίας διά της Εκκλησίας την ερμηνεύει ως πίστη κάποιου «ὅτι θὰ εἶναι μόνος του στὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ κάποιους Ὀρθοδόξους»! Εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε ακράδαντη πίστη όχι μόνο στο ότι διά της Εκκλησίας αποκλειστικά επιτυγχάνεται η σωτηρία, αλλά και για το ότι δεν θα είμαστε μόνοι μας στον Παράδεισο, διότι πιστεύουμε στην επιτυχία του σωτηριώδους έργου του Κυρίου, ο οποίος επισυνάπτει, με διάφορους τρόπους και σε ανύποπτο χρόνο όλους όσους θέλουν να σωθούν, στην Κιβωτό, ήτοι την Εκκλησία[203]. Όπως δε η ζωή των ανθρώπων στην γη, μετά την Πτώση, προήλθε από τον Αδάμ διά της Εύας έτσι και η αιώνια ζωή προέρχεται μόνο από τον - νέο Αδάμ - Χριστό διά της - νέας Εύας - Εκκλησίας, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων:
α) Ο Άγιος Μεθόδιος Πατάρων[204]: «Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος εὐθυβόλως εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ. Οὓτως γὰρ ἂν μάλιστα ἐκ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ τῆς σαρκὸς τὴν Ἐκκλησίαν συμφωνήσει γεγονέναιˑ ἧς δὴ χάριν, καταλείψας τὸν Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, κατῆλθεν ὁ Λόγος προσκολληθησόμμενος τῇ γυναικὶˑ καὶ ὕπνωσε τὴν ἔκστασιν τοῦ πάθους, ἑκουσίως ὑπὲρ αὐτῆς ἀποθανώνˑ «Ὅπως αὐτὸς ἑαυτῷ παραστήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν ἔνδοξον καὶ ἂμωμον, καθαρίσας τῷ λουτρῷ», πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ νοητοῦ καὶ μακαρίου σπέρματος, ὃ σπείρει μὲν αὐτὸς ὑπηχῶν καὶ καταφυτεύων ἐν τῷ βάθει τοῦ νοόςˑ ὑποδέχεται δὲ καὶ μορφοῖ δίκην γυναικὸς ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ γεννᾶν τὴν ἀρετὴν καὶ ἐκτρέφειν. Ταύτῃ γὰρ καὶ τό, «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», πληροῦται προσηκόντως, εἰς μέγεθος καὶ κάλλος καὶ πλῆθος καθ᾿ ἡμέραν αὐξανομένης αὐτῆς διὰ τὴν σύνερξιν καὶ κοινωνίαν τοῦ Λόγου συγκαταβαίνοντος ἡμῖν ἒτι καὶ νῦν, καὶ ἐξισταμένου κατὰ τὴν ἀνάμνησιν τοῦ πάθους. Οὐ γὰρ ἂν ἄλλως ἡ Ἐκκλησία συλλαβεῖν τοὺς πιστεύοντας καὶ ἀναγεννῆσαι διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας δύναιτο, ἐὰν μὴ καὶ διὰ τούτους ὁ Χριστὸς κενώσας ἑαυτόν, ἳνα χωρηθῇ κατὰ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, ὡς ἒφην, τοῦ πάθους, πάλιν ἀποθάνῃ καταβὰς ἐξ οὐρανῶν καὶ προσκολληθεὶς τῇ ἑαυτοῦ γυναικί τῇ Ἐκκλησίᾳ, παράσχοι τῆς πλευρᾶς ἀφαιρεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ δύναμίν τινα, ὂπως αὐξηθῶσιν οἱ ἐν αὐτῷ οἰκοδομηθέντες ἄπαντες, οἱ γεγεννημένοι διὰ τοῦ λουτροῦ, ἐκ τῶν ὀστῶν καὶ ἐκ τῆς σαρκός, τουτέστιν ἐκ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς δόξης προσειληφότες. Ὀστᾶ γὰρ καὶ σάρκα σοφίας ὁ λέγων εἶναι σύνεσιν καὶ ἀρετὴν ὀρθότατα λέγειˑ πλευρὰν δὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ Παράκλητον, ἀφ᾿ οὗ λαμβάνοντες εἰς ἀφθαρσίαν ἀναγεννῶνται προσηκόντως οἱ πεφωτισμένοι. Ἀδύνατον δὲ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μετασχεῖν τινα καὶ μέλος καταλεχθῆναι Χριστοῦ, ἐὰν μὴ πρότερον καὶ ἐπὶ τούτου συγκατελθὼν ὁ Λόγος, ἐκστῇ κοιμηθείς, ἳνα τὴν ἀνανέωσιν καὶ τὸν ἀνακαινισμὸν, συνεξαναστὰς τοῦ ὕπνου τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ κεκοιμημένῳ, καὶ αὐτὸς μεταλαβεῖν δυνηθῇ Πνεύματος, ἀναπλησθείς»[205].
β) Ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων: «Ο Χριστός είναι ο νεώτατος Αδάμ, από την πλευρά Του Οποίου έλαβε ζωή η Εκκλησία… Αυτή είναι η Εύα, η μητέρα όλων των ζωντανών»[206].
γ) Ο Άγιος Ιερώνυμος: «Και όπως από τον Αδάμ και τη γυναίκα του γεννιέται όλο το γένος των ανθρώπων, έτσι και από τον Χριστό και την Εκκλησία γεννιέται όλο το πλήθος των πιστών»[207].
δ) Ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καθάπερ γὰρ ἡ Εὔα, φησίν, ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο γάρ ἐστιν, «Ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν ἡ Εὔα ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, ἅπαντες ἴσμεν, καὶ σαφῶς ἡ Γραφὴ τοῦτο εἴρηκεν, ὅτι ἐπέβαλεν ἔκστασιν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ, καὶ ᾠκοδόμησε τὴν γυναῖκα· ὅτι δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη, πόθεν ἔχοι τις ἂν ἀποδεῖξαι; Καὶ τοῦτο ἡ Γραφὴ δείκνυσιν. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Χριστὸς εἰς τὸν σταυρὸν ἀνηνέχθη, καὶ προσηλώθη, καὶ ἀπέθανε, Προσελθὼν εἷς τῶν στρατιωτῶν ἔνυξεν αὐτοῦ τὴν πλευρὰν, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ· καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκε. Καὶ μαρτυρεῖ αὐτὸς λέγων, ὅτι «Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»»[208].
ε) Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Διὰ γὰρ τοῦ Σταυροῦ ἡ Ἐκκλησία ἐνυμφεύθη τῷ Σταυρωθέντι Χριστῷ, καὶ διὰ τοῦ ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ ρεύσαντος αἵματος καὶ ὕδατος, ἡ πρῴην στεῖρα ἐγέννησε τέκνα πολλά, καὶ μήτηρ πολύτεκνος ὁμοῦ έγένετο, καὶ καλλίτεκνος, γεννῶσα μὲν διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, τρέφουσα δὲ τὰ γεννηθέντα διὰ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου»[209].
Η πατερική διδασκαλία λοιπόν συνοψίζεται στο του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος: «Δεν μπορεί κάποιος να έχει τον Θεό για πατέρα, αν δεν έχει την Εκκλησία για μητέρα»[210]. Και για να μη προλάβει ο αγαπητός Σ. να σπεύσει να δηλώσει ότι αυτό αποτελεί προσωπική γνώμη του Αγίου Κυπριανού, ας το διαβάσουμε και στον Ιερό Αυγουστίνο (σε έργο του για τους κατηχούμενους): «Λοιπόν, θα αρχίσετε να Toν έχετε ως πατέρα [τον Θεό], όταν γεννηθείτε από τη μητέρα που είναι η Εκκλησία»[211].
Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας και η θέση του Σ. δεν έχει αγιοπατερικό έρεισμα, γι᾿ αυτό απέναντι στους Πατέρες αδυνατεί να αντιπαραθέσει Αγίους Πατέρες (πλην μόνο του αμφιλεγόμενου Φιλαρέτου Μόσχας) και βάζει νεότερους θεολόγους, όπως τον Μπουλγκάκοφ, τον Ευδοκίμοφ, τον Σμέμαν, τον Μέγιεντορφ κ.α. Να μας επιτρέψει όμως εμάς τους Ορθοδόξους να θέτουμε την πατερική θεολογία, πάνω από την ακαδημαϊκή. Παραλογισμό επίσης αποτελεί το να αποδεχόμαστε ότι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ βεβαία καὶ ἀσφαλὴς ὁδὸς Σωτηρίας», αλλά παράλληλα να διαβεβαιώνουμε ότι υπάρχουν και άλλοι οδοί σωτηρίας «αβέβαιοι και μη ασφαλείς», με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζονται και αυτοί ως «βέβαιοι και ασφαλείς», θέλοντας μάλιστα να επιστρατεύσουμε ως συμμαχικό επιχείρημα για αυτό και την Παντοδυναμία του Θεού!
ii. Αναρωτιέται ο Σ. (σελ. 68) πως και αξιώθηκαν της θέας του ακτίστου φωτός, οι προ Χριστού Δίκαιοι, όπως ο Μωϋσής, ο Αβραάμ, ο Ηλίας κ.α. Γιατί δεν αναρωτιέται όμως για ποιον λόγο όλοι οι παραπάνω, παρά την θεοπτία που αξιώθηκαν, δεν σώζονταν μέχρι να έλθει ο Χριστός; Είναι δε εντελώς παραπλανητική η χρήση των χωρίων των Αγίων Μαξίμου και Ιωάννου του Δαμασκηνού, ως αναιρετικών δήθεν της θέσεως του Αγίου Κυπριανού και των άλλων Πατέρων. Ουδείς Ορθόδοξος δεν αμφισβητεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος παντού στην κτίση. Η σωτηρία όμως δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, αλλά απαιτείται και η συγκατάθεση του ανθρώπου, λόγω του αυτεξουσίου. Άνευ συνεργίας Θείας Χάριτος και ανθρωπίνης βουλήσεως δεν υπάρχει σωτηρία. Και πως φανερώνεται η βούληση του ανθρώπου αν όχι με την εθελούσια είσοδο του στην Εκκλησία; Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για δυνατότητα σωτηρίας χωρίς την έμπρακτη εφαρμογή της βουλήσεως αυτής, βασιζόμενοι μόνο και μόνο στο γεγονός της υπάρξεως Θείας Χάριτος εκτός Εκκλησίας. Πως η τελευταία θα καταστεί σώζουσα αφού την εμποδίζει η άρνηση του ανθρώπου να ενταχθεί στην Εκκλησία; Μήπως κατά τον Κατακλυσμό έπαυσε να υπάρχει παντού στην κτίση η Θεία Χάρις; Ουδαμώς, αλλά αυτό δεν έσωσε όσους δεν μπήκαν στην Κιβωτό…
iii. Κλείνοντας τις παρατηρήσεις οφείλω με λύπη μου να καταγγείλω μια διαστρέβλωση της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου, στην οποία προβαίνει ο Σ. (ελπίζω και εύχομαι όχι από κακή πρόθεση) στο τέλος του εξεταζομένου κεφαλαίου. Όταν ο Απόστολος Παύλος μιλά για «ανεξιχνίαστες οδούς», δεν εννοεί ως οδούς σωτηρίες τις άλλες θρησκείες και αιρέσεις! Σύμφωνα με την ομόφωνη πατερική γνώμη των ερμηνευτών του Αποστόλου, ο τελευταίος μιλώντας για οδούς εννοεί τους μυριάδες και ανεξιχνίαστους τρόπους με τους οποίους ο Θεός οδηγεί στην σωτηρία τον άνθρωπο. Παρομοίως, ούτε όταν μιλά (για να συνετίσει τους Ιουδαίους) για τους εθνικούς εκείνους που δεν έχουν μεν Νόμο, αλλά ποιούν τα έργα του Νόμου, υπονοεί την πιθανότητα σωτηρία τους γι᾿ αυτόν τον λόγο (όσο βεβαίως παραμένουν εκτός Εκκλησίας), αφού ξεκάθαρα αλλού μας διδάσκει πως «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ»[212].
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[189] Όταν μάλιστα όχι μόνο οι Οικουμενιστές του Φαναρίου έχουν προβεί σε «Άρση των Αναθεμάτων» (1965), αλλά υπάρχει εδώ και δεκαετίες ανεπίσημη κοινωνία με τους Δυτικούς, η οποία ενθαρρύνεται από Οικουμενιστές επισκόπους.
[190] Η πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος και οι διαχριστιανικές σχέσεις (σελ. 6 - 11): http://www.jesuits.gr/assets/%CE%A4%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82%201101.pdf
[191] Αυτόθι, σελ. 8.
[192] Αυτ.
[193] Αυτ. σελ. 11.
[194] Αυτ.
[195] Αυτ. σελ. 10.
[196] Αυτ. σελ. 11.
[197] Αυτ.
[198] Αυτ.
[199] Αν μου ζητηθεί θα τις παραθέσω μία προς μία.
[200] Ανάμεσα στους λεγόμενους Οικουμενιστές παρατηρεί κανείς δύο ειδών ανθρώπους: τους λίγους (αφελείς δυστυχώς) ιδεολόγους που από πεποίθηση ακολουθούν τον Οικουμενισμό νομίζοντας ότι διά αυτού δίνεται η Ορθόδοξη Μαρτυρία στους εκτός Εκκλησίας και υπηρετείται η Αλήθεια, και στους πολλούς αδιάφορους και χλιαρούς, συγκρητιστές ή μασόνους αρχομανείς καταληψίες των επισκοπικών θρόνων και των πανεπιστημιακών εδρών.  Πιστεύω ότι ο Σ. συγκαταλέγεται στους πρώτους, ειδάλλως δεν θα έκανα τον κόπο να προβώ στην παρούσα απάντηση.
[201] Μαρκ. η΄, 34.
[202] Με τον οποίο άλλωστε δεν έχω εκκλησιαστική κοινωνία, λόγω της κοινωνίας του, δυστυχώς, με τους Οικουμενιστές.
[203] Επειδή υπάρχει διαστρεβλωμένη άποψη για το τι είναι Εκκλησία, πολλοί θεωρούν ότι μέλος της Εκκλησίας είναι αυτός που ανήκει σε κάποια αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία και έχει λάβει ληξιαρχική πράξη Βαπτίσεως. Δεν κατανοούν πως όχι μόνο πολλοί από αυτούς υπάρχει η περίπτωση να μην ανήκουν πραγματικά στην Εκκλησία, αν δεν έχουν την ορθή και σωτήρια ομολογία (κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, P.G. 90, 132), αλλά και πως ο Χριστός μπορεί να εντάξει στην Εκκλησία Του, παραδείγματος χάριν, πρώην αλλοδόξους που βαπτίσθηκαν την τελευταία στιγμή από κάποιον ιεραπόστολο, πρώην αλλοθρήσκους που όταν Τον ομολόγησαν μαρτύρησαν στο όνομά Του (εισήχθησαν στην Εκκλησία δηλαδή διά του Βαπτίσματος του Αίματος) κ.α..
[204] Κατ᾿ ακρίβειαν Ολύμπου της Λυκίας.
[205] P.G. 18, 73.
[206] «Adam novissimus Christus est, costa Christi vita Ecclesiae... Haec est Eva mater omnium viventium» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 15, 1584-1585).
[207] «Et quomodo de Adam et uxore ejus omne hominum nascitur genus, sic de Christo et Ecclesia omnis credentium multitudo generata est» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 26, 535).
[208] P.G. 51, 229.
[209] Εορτοδρόμιον, Βενετία, 1836, σελ. 13.
[210] «Habere jam non potest Deum patrem, qui Ecclesiam non habet matrem» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 4, 503).
[211] «Sed incipitis eum habere patrem, quando nati fueritis per Ecclesiam matrem» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 40, 627).