A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)






Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο.Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους.


Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.


Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό.


Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία.


Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν κατδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του.


Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.


Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς; Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό.



Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού.


Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».


Πηγή: enoriaka.gr

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ! (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)





Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, εί­ναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;


Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλο­φορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψο­κινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.

Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυ­ναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδά­σκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα ανα­στάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγά­νια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύ­ναμη και την έλξη του Αναστάντος;

Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρω­τήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλή­θεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλά­σουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυ­πνους κι άγριους φρουρούς;

Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιά­νονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαι­ναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάν­τροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέ­τοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύ­χτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.

Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμέ­να με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέ­τρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδα­ληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρη­ση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυ­μνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυ­λίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιω­άννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλά­ει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπατα­λήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.

Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωρι­στά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυ­λιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».

Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυ­ρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυ­τοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγί­δες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δει­λία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.

Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πί­στεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβο­λία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελ­φούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.

Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελλάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατώρθωναν κάτι τέτοιο;

Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνι­σθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;

Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκω­θούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως εί­χαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατα­σκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέ­πτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδεί­ξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι από­στολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επι­κρατήσουν.

Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώ­πους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρω­ποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπα­θώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλ­λους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.

Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεω­ρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρα­νών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυ­ριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερ­φυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπά­κουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.

Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλον­τα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μι­σούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναν­τίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.
Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αν­τίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώ­να και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρα­τιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα· αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψα­με, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφα­νωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι από­στολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατή­σουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.

Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τε­λείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακο­λουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλε­παν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.

Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλ­λους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πεί­σουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;

Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.

Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύ­ναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυ­ρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.

Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγμα­τα.

Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβή­τητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επα­ναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γί­νονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρό­σταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτι­νοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.

Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέ­σως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πρά­ξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδει­ξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον εί­δες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δεί­ξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.

Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύ­ναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστι­γώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορ­θώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημέ­νου και ζωντανού.

Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξα­φανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέ­πειες.

Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.

Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρό­σφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χρι­στός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.

Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώ­πινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να κατα­πατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!

Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νε­κρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκα­νε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξε­χάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.

Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:

Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!

«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των  αιώνων.  Αμήν».

-----------------------------------------------------------------------

1) Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από τον περίφημο Ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ που ανέφερε τα εξής στο Μ. Συνέδριο του Ισ­ραήλ: «Τον τελευταίο καιρό εμφανίσθηκε ο Θευδάς που ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος μεγάλος και του προσκολλήθηκαν περίπου τετρακό­σιοι άνδρες. Αλλά φονεύθηκε εκείνος και όλοι οι οπαδοί του διαλύθη­καν και εξαφανίσθηκαν. Μετά από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος... και παρέσυρε αρκετό λαό πίσω του. Χάθηκε κι εκείνος, και όσοι τον πίστευαν διασκορπίσθηκαν» (Πράξ. 5, 36-37).

2) Εννοεί τον Απ. Θωμά, πρβλ. Ιωάν. 11, 16.


ΠΗΓΗ: www.alopsis.gr






Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΓΙΑΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ; (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου)






«Τότε, αφού πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, είπε, τι θέλετε να μου δώσετε για να σας τον παραδώσω;»[...] 


Και ακριβώς όταν η πόρνη μετανοούσε, όταν καταφιλούσε τα πόδια του Κυρίου, τότε πρόδινε το Δάσκαλο ο μαθητής. Γι’ αυτό είπε «τότε», για να μην κατηγορήσεις για αδυναμία το Δάσκαλο, όταν βλέπεις τον μαθητή του να τον προδίνει. Γιατί τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του Δασκάλου, ώστε να πείθει να Τον ακολουθούν ακόμη
και οι πόρνες.

Θα αναρωτιόταν όμως κανείς, Εκείνος που είχε τη δύναμη να μεταστρέφει τις πόρνες και να τις κάνει να Τον ακολουθούν, δεν κατάφερε να κερδίσει την αγάπη του
μαθητή του; Είχε τη δύναμη να κερδίσει το μαθητή, αλλά δεν επιθυμούσε να τον μεταβάλει αναγκαστικά στο καλό, ούτε με τη βία να τον προσελκύσει κοντά Του.
«Τότε, αφού πήγε». Και το «αφού πήγε» αυτό δεν στερείται κάποιας σημασίας.

Γιατί δεν κάλεσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, ούτε αναγκάστηκε, ούτε υποχρεώθηκε, αλλά ο ίδιος μόνος του κι ελεύθερα γέννησε την πονηρή αυτή σκέψη κι έβγαλε αυτή την απόφαση, χωρίς να έχει κανέναν σύμβουλο σ’ αυτό το πονηρό του έργο. «Τότε, αφού πήγε… ένας από τους δώδεκα». Τι σημαίνει το «ένας από τους δώδεκα»;

Και αυτός ο λόγος «ένας από τους δώδεκα» δείχνει πως η κατηγορία του Ιούδα είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο Ιησούς είχε και άλλους μαθητές, εβδομήντα συνολικά.
Αλλά εκείνοι βρίσκονταν σε δεύτερη θέση και δεν απολάμβαναν τόση τιμή, ούτε είχαν τόση οικειότητα με τον Διδάσκαλο, ούτε γνώριζαν τόσο τα μυστικά Του όσο οι δώδεκα. Αυτοί προπάντων ήταν οι εκλεκτοί, αυτοί αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Βασιλιά, αυτοί αποτελούσαν την ομάδα που ήταν κοντά στο Δάσκαλο, και από αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις, λοιπόν, ότι δεν Τον πρόδωσε απλώς κάποιος από τους μαθητές Του, αλλά ένας από τους εκλεκτούς Του, γι’ αυτό αναφέρει ο Ευαγγελιστής το «ένας από τους δώδεκα». Και δε ντρέπεται ο Ματθαίος να το αναφέρει. Αλλά για ποιο λόγο να ντραπεί; Το αναφέρει για να μάθεις πως παντού και πάντα λένε οι Ευαγγελιστές την αλήθεια και δεν αποκρύπτουν τίποτα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Γιατί αυτά που φαίνονται πως είναι αξιοκατάκριτα, αυτά αποδεικνύουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Ότι δηλαδή προσέφερε τόσα πολλά αγαθά στον προδότη, το ληστή, τον κλέφτη (τον Ιούδα) και συνέχιζε μέχρι την τελευταία στιγμή να τον έχει κοντά Του. Και μάλιστα τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και τον φρόντιζε με κάθε τρόπο. Αν εκείνος δεν έδινε σημασία, δεν φταίει ο Κύριος. Και μάρτυρας είναι η πόρνη, και μη πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τον Ιούδα.
Γιατί και τα δύο αυτά είναι ολέθρια, και το υπέρμετρο θάρρος και η απελπισία (απόγνωση). Γιατί το υπέρμετρο θάρρος κάνει να πέσει κάτω αυτός που στέκεται όρθιος, και η απελπισία εμποδίζει να σηκωθεί αυτός που έχει πέσει. Γι’ αυτό και ο Παύλος συμβούλευε λέγοντας: «Αυτός που νομίζει πως στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».

Έχεις τα παραδείγματα και των δύο πως έπεσε δηλαδή ο μαθητής, που νόμιζε πως στεκόταν όρθιος, και πως σηκώθηκε η πόρνη που είχε πέσει.
Η σκέψη μας εύκολα παρασύρεται και η θέλησή μας είναι ευμετάβλητη. Γι’ αυτό πρέπει να διαφυλάσσουμε και να οχυρώνουμε τον εαυτό μας από παντού.[...]

«Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πες μου Ιούδα, αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι’ αυτό το λόγο δεν έλεγε, «μην αποκτήσετε
χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα που να τα φυλάγετε στις ζώνες σας», θέλοντας να περιορίσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου;[...]

«Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πολύ σκληρά είναι τα λόγια αυτά. Πες μου, μπορείς εσύ να παραδώσεις Εκείνον που συγκρατεί τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που διατάσσει τη θάλασσα και είναι ο Κύριος όλων όσων υπάρχουν στη φύση; Για να περιορίσει λοιπόν τη παραφροσύνη του και για να δείξει πως αν δεν ήθελε, δεν θα προδιδόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την ώρα ακριβώς της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες και πυρσούς, τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» και δεν γνώριζαν Εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ έλειπε η δύναμη από τον Ιούδα στο να παραδώσει τον Κύριο, ώστε δεν Τον έβλεπε τη στιγμή που επρόκειτο να Τον παραδώσει, ενώ ήταν παρών, και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαν τόσες λαμπάδες και τόση φωτοχυσία. Αυτό βέβαια υπαινίχθηκε και ο Ευαγγελιστής λέγοντας ότι είχαν λαμπάδες και πυρσούς και δεν τον έβλεπαν. Και κάθε ημέρα του το υπενθύμιζε και με λόγια και με έργα, ότι δηλαδή δεν θα μπορέσει να Τον προδώσει στα κρυφά. Και μάλιστα δεν του έκανε (ο Κύριος) παρατηρήσεις φανερά μπροστά σε άλλους, για να μην τον κάνει πιο αδιάντροπο, ούτε πάλι αποσιωπούσε τα σφάλματά του, για να μην νομίζει ότι περνούν απαρατήρητα και επιχειρήσει άφοβα την προδοσία, αλλά διαρκώς έλεγε: «Ένας από εσάς θα με παραδώσει», δεν τον φανέρωσε όμως.

Είπε πολλά (ο Κύριος) και για την κόλαση, πολλά και για τη Βασιλεία των ουρανών και απέδειξε τη δύναμη που είχε και για τα δύο, και για να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και για να ανταμείβει τους δικαίους. Αλλά εκείνος (ο Ιούδας) όλα αυτά τα περιφρόνησε, ο Θεός όμως δεν τον ανακάλεσε με τη βία από αυτό που αποφάσισε. Επειδή λοιπόν μας δημιούργησε ελεύθερους να διαλέγουμε τις κακές ή τις ενάρετες πράξεις, επιθυμεί να είμαστε καλοί με τη θέλησή μας.

Γι’ αυτό αν εμείς δεν θέλουμε, ούτε μας πιέζει ούτε μας αναγκάζει. Επειδή αυτός που γίνεται με τη βία ενάρετος, δεν είναι δυνατόν να είναι ενάρετος. Αφού λοιπόν κι εκείνος ήταν ελεύθερος να διαλέξει και ήταν σε θέση να μην υποστεί βία για να κλίνει προς τη φιλαργυρία, γι’ αυτό τυφλώθηκε η σκέψη του, πρόδωσε τη σωτηρία του και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Επικρίνοντας τη διανοητική του τύφλωση και την αναισθησία, ο Ευαγγελιστής λέει ότι την ώρα που πήγαν να συλλάβουν τον Κύριο, βρισκόταν μαζί τους και ο Ιούδας, εκείνος που είπε «τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Και όχι μόνο από αυτό είναι δυνατόν να δούμε τη δύναμη του Χριστού, αλλά και απ’ ότι μόλις Εκείνος απλώς μίλησε, απομακρύνθηκαν κι έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν σταμάτησαν το επαίσχυντο έργο τους, παραδίνεται αμέσως σαν να έλεγε: Εγώ έκανα το καθήκον μου, αποκάλυψα τη δύναμή μου και απέδειξα ότι επιχειρείτε πράγματα ακατόρθωτα. Θέλησα να περιορίσω την κακία σας, αλλά επειδή εσείς δεν θελήσατε και επιμένετε στην παραφροσύνη σας, να, σας παραδίνομαι.

Τα ανέφερα όλα αυτά, για να μην κατηγορήσουν μερικοί τον Χριστό, και πουν: γιατί δεν μετέστρεψε τον Ιούδα;


Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου


Πηγή: xristianos.gr

«ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Πρέπει να πιστέψετε ότι και τώρα, όταν τελούμε τη θεία Λειτουργία και κοινωνούμε, είναι εκείνο το δείπνο, ο Μυστικός Δείπνος, κατά τον οποίο ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς παρίστατο. Τίποτε μάλιστα δεν κάνει το σημερινό δείπνο υποδεέστερο εκείνου. Ούτε να σκεφτούμε ότι τάχα αυτό, το δικό μας σημερινό, το ετοιμάζει άνθρωπος, εκείνο δε ο Κύριος. Αλλά και εκείνο και αυτό ο ίδιος, ο Κύριος τα προσφέρει.


Όταν λοιπόν δεις να σου προσφέρονται τα ιερά και τίμια δώρα, μη θεωρείσεις ότι αυτό το κάνει ο ιερέας, αλλά να βλέπεις, ότι του Θεού είναι το χέρι που προτείνεται ...
Διότι εκείνος που έδωσε το μεγαλύτερο, δηλαδή που παρέδωσε τον εαυτό του για τη σωτηρία των ανθρώπων, πολύ περισσότερο δε θα απαξιώσει να σου μεταδώσει το Σώμα του.



Ας ακούσουμε λοιπόν και ιερείς και πλήρωμα της Εκκλησίας, ποιά μεγάλη δωρεά αξιωθήκαμε. Να ακούσουμε και να τρομάξουμε. Μας έδωσε ο Κύριος να χορτάσουμε με τις αγίες σάρκες του, τον ίδιο τον εαυτό του μας έδωσε θυσιασμένο. Ποια θα είναι η απολογία μας, εάν, ενώ με τέτοια αγία τροφή τρεφόμαστε, σε τόσα πολλά και μεγάλα αμαρτάνουμε? Όταν, ενώ εσθίουμε (κοινωνούμε) Αμνό, γινόμαστε λύκοι? Όταν ενώ ενωνόμαστε με πρόβατο, και τους λέοντες ακόμη ξεπερνούμε?



Από τον όρθρο της Μ. Πέμπτης Τροπάριον της Ακολουθίας του Νιπτήρος
 «Ότε οι ένδοξοι μαθηται... »Ήχος πλ δ '.

Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.



ΑΠΟΔΟΣΗ


Όταν οι ένδοξοι μαθητές του Κυρίου το βράδυ του Μυστικού Δείπνου με την τελετουργία του νιπτήρος, φωτιζόνταν μέσα στην ψυχή τους, τότε δυστυχώς ο Ιούδας που ήταν δυσεβής, αρρώστησε από την φιλαργυρία του, και σκοτάδι σκέπασε το πνεύμα του. Ετρεξε και παρέδωσε στους ανόμους κριτές, στο συμβούλιο των Ιουδαίων, Εσένα τον δίκαιο κριτή. Πρόσεξε, λοιπόν εσύ που αγαπάς τα χρήματα, αυτόν που εξ αιτίας τους κατήντησε στην αγχόνη. Φεύγε μακρυά από την αχόρταγη ψυχή, που τόλμησε αυτά τα φοβερά στον Διδάσκαλο. Κύριε, Εσύ που είσαι αγαθός για όλους, σε Σένα ανήκει η δόξα.







Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Φύτεψε στον ουρανό το θησαυρό σου. (Αγ. Ι. Χρυσοστόμου)


Εσύ, αν κάποιος σου δείξει πάνω στη γη ένα μέρος που δεν παραβιάζεται, και αν σε φέρει στην ίδια την έρημο υποσχόμενος ότι τα χρήματά σου θα βρίσκονται σε ασφάλεια, ούτε διστάζεις, ούτε δείχνεις κάποια επιφύλαξη, αλλά δείχνεις εμπιστοσύνη και μεταφέρεις τα χρήματά σου εκεί.
Όταν, όμως, σου υπόσχεται το ίδιο ο Θεός και όχι κάποιος άνθρωπος, και σου προτείνει όχι την έρημο, αλλά τον ουρανό, κάνεις τα αντίθετα. Και όμως, αν αυτά είναι ασφαλισμένα εδώ κάτω χίλιες φορές, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ελευθερωθείς από τη φροντίδα. Και αν ακόμη δεν τα χάσεις, δεν θα ελευθερωθείς ποτέ από την αγωνία, μήπως τα χάσεις. Εκεί, όμως, δεν θα υποφέρεις τίποτε από αυτά. Και επί πλέον θα ωφεληθείς, διότι δεν κρύβεις μόνο το χρυσάφι σου, αλλά το σπέρνεις.
Το ίδιο γίνεται θησαυρός και σπόρος και κάτι περισσότερο από τα δύο. Διότι ο σπόρος δεν κρατεί για πάντοτε, ενώ αυτό μένει παντοτινά. Και ο θησαυρός δε βλαστάνει, ενώ αυτό σου δίνει καρπούς αθάνατους.
Και αν μου προβάλεις το χρόνο και την αναβολή της ανταποδόσεως, μπορώ και εγώ να σου δείξω και να σου πω, πόσα κερδίζεις και εδώ. Χωριστά, όμως, από αυτά, θα προσπαθήσω να σου αποδείξω και από αυτές τις βιοτικές φροντίδες, ότι αυτά είναι προφάσεις μάταιες.
Στη ζωή αυτή δημιουργείς πολλά, τα οποία δεν πρόκειται να τα χαρείς εσύ ο ίδιος. Και αν σε κατηγορήσει κάποιος, δικαιολογείσαι ότι έχεις τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών σου και νομίζεις ότι βρήκες κάποια ικανοποιητική δικαιολογία για τους παραπανίσιους κόπους.
Όταν στα βαθειά σου γηρατειά κτίζεις μεγαλόπρεπα σπίτια, που, προτού τελειώσουν, εσύ θα έχεις αναχωρήσει πολλές φορές· και όταν φυτεύεις δένδρα, που θα σου δώσουν καρπό μετά από πολύ χρόνο, και όταν αγοράζεις περιουσίες και κτήματα, την κυριότητα των οποίων θα αποκτήσεις ύστερα από πολύ διάστημα, και όταν δημιουργείς και άλλα πολλά παρόμοια, των οποίων τη χαρά δεν θα δοκιμάσεις εσύ, τα ετοιμάζεις τάχα για τον εαυτό σου ή για τους άλλους;
Δεν είναι, λοιπόν, πάρα πολλή μεγάλη ανοησία, εδώ να μη στενοχωριέσαι καθόλου για την αργοπορία του χρόνου, τη στιγμή, μάλιστα, που από την αργοπορία αυτή, θα χάσεις όλη την αμοιβή σου, για την εκεί, όμως, καθυστέρηση να αδρανείς, τη στιγμή, που αυτή σου δίνει μεγαλύτερο κέρδος, και τα αγαθά δεν τα προορίζει για άλλους, άλλα χαρίζει σε σένα τις δωρεές;
Έκτος από αυτά δεν είναι και μεγάλη η αναβολή. Τα πράγματα έχουν πλησιάσει πολύ και δε γνωρίζουμε, μήπως και στη γενιά μας τελειώσει η ζωή αυτή και φθάσει η φοβερή εκείνη ημέρα, που θα μας παρουσιάσει το φρικτό και αδέκαστο κριτήριο. Τα περισσότερα σημεία έχουν πραγματοποιηθεί. Και το Ευαγγέλιο έχει κηρυχτεί σε όλα τα μέρη του κόσμου και οι πόλεμοι και οι λοιμοί και οι σεισμοί έχουν γίνει και δεν είναι πλέον η απόσταση πολύ μεγάλη.
Δεν βλέπεις τα σημεία; Αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο σημείο. Ούτε εκείνοι που ζούσαν στην εποχή του Νώε είχαν διακρίνει τα προμηνύματα της καταστροφής εκείνης· αλλ’ ενώ έπαιζαν και έτρωγαν και παντρεύονταν και έκαναν όλα τα συνηθισμένα της ζωής, τους βρήκε η φοβερή εκείνη τιμωρία. Το ίδιο και στα Σόδομα· ενώ διασκέδαζαν και δεν υποψιάζονταν τίποτε, κεραυνοβολήθηκαν από τους κεραυνούς που έπεσαν….
Όσο έχουμε, λοιπόν, καιρό, ας ετοιμάσουμε για τον εαυτό μας από τώρα για τότε την παρρησία μας πολλή, ας συγκεντρώσουμε άφθονο λάδι, ας τα τοποθετήσουμε όλα στον ουρανό, για να τα απολαύσουμε την κατάλληλη ώρα και όταν τα χρειαζόμαστε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…

(Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κατά Ματθαίον, Κ΄ ΕΠΕ 9,722-726.)

ΠΗΓΗ:http://fdathanasiou.wordpress.com

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Είναι μεγάλη παρηγοριά να πάθεις κάτι για το Χριστό (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου



Πιστέψτε με τώρα είναι μπροστά μας να υποστούμε χειρότερα από όσα έπαθε ο Παύλος.
Τότε εκείνοι κτυπούσαν τον Παύλο με πέτρες. Τώρα μας κτυπούν με λόγια οδυνηρότερα και από πέτρες.

Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Ότι έκανε και κείνος. Δεν εμίσησε εκείνους που τον ελιθοβόλησαν, αλλά ενώ εκείνον τον έσυραν δια της βίας έξω από την πόλη, αυτός μπήκε πάλι για να ευεργετήσει εκείνους που τόσο τον αδίκησαν. Αν υπομείνεις και συ τον υβριστή, τον βάναυσο, εκείνον που σε αδικεί τόσο πολύ, λιθοβολήθηκες και συ. Μην πεις ότι δεν έφταιξα τίποτε, γιατί σε τι είχε φταίξει ο Παύλος για να λιθοβοληθεί. Εκήρυττε τη Βασίλεια των ουρανών, απομάκρυνε από την πλάνη, ωδηγούσε στο Θεό. Αυτά είναι άξια για στεφάνους, για δημόσιο έπαινο, για χίλια καλά, όχι για λιθοβολισμό. Αλλά όμως έπαθε τα αντίθετα. Αυτό είναι που αποτελεί περίλαμπρη νίκη.

«Και έσυραν αυτόν» (Πραξ 14. 19). Και σένα πολλές φορές σε σέρνουν. Μη θυμώσεις, αλλά κήρυξε το Ευαγγέλιο με την επιείκειά σου. Σε έβρισαν; Σώπασε και ευλόγησε αν μπορείς, και έτσι εκήρυξες και συ το Λόγο, εδίδαξες επιείκεια, εδίδαξες πραότητα. Γνωρίζω πολλούς που δεν πονούν τόσο από τα τραύματα, όσο από τα λόγια γιατί το τραύμα το δέχεται το σώμα, ενώ τα λόγια η ψυχή. Αλλά ας μη πονάμε, ή καλύτερα ας υπομένουμε τους πόνους.

Δε βλέπετε τους πυγμάχους, που με τραυματισμένα τα κεφάλα, με σφιγμένα τα δόντια, υποφέρουν τους πόνους τόσο ήρεμα. Εδώ δεν υπάρχει ανάγκη να τρίξεις τα δόντια, να δαγκώσεις τα χείλη. Σκέψου τον Δεσπότη σου και αμέσως έβαλες το φάρμακο στη σκέψη. Σκέψου τον Παύλο. Κατάλαβε ότι νίκησες συ ο κτυπημένος, ενώ εκείνος που σε κτύπησε νικήθηκε και τότε όλα τα θεράπευσες.

Είναι μια κρίσιμη στιγμή μην παρασυρθείς, και αμέσως κατώρθωσες τα πάντα. Μην ταραχθείς και έσβησες τα πάντα. Είναι μεγάλη παρηγοριά να πάθεις κάτι για το Χριστό.



Πηγή: “ΨΗΓΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ”

Γιατί δεν Εκκλησιάζεσαι;



Του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Γιατί δεν εκκλησιάζεσαι; Παρόλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τι θλιβερό!
Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή… τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα.
Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους. Όταν όμως πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τούς γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή ο Οβδιού, πόσοι είναι οι Προφήτες ή οι Απόστολοι, δεν μπορούν ν΄ ανοίξουν το στόμα τους.
Για τ΄ άλογα όμως τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς μπορούν να σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή;
Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια, ή μάλλον όχι η απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον εμποδίσουν.

Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.

πηγή:http://bemary.com

Ο άρτος που έγινε πέτρα!

Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, πού ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. 
Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του άγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, άγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.

Ή γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.Σε μία μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, πού συνήθιζαν νά κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το έξής περιστατικό: Ή γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για νά κοινωνήσει.
Δεν κοινώνησε όμως, αλλ` αφού πήρε στα χέρι της τον άρτο τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει χωρίς κανείς άλλος ν’ αντιληφθεί κανείς αυτό που έκανε.
Όταν αργότερα γινόταν ή Θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων, ή γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για νά κοινωνήσει.
Σαν ήρθε ή σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι τού Ιερού Χρυσοστόμου, άλλα δεν τον έβαλε στο στόμα της μετάλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα Θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Ή γυναίκα φοβήθηκε. με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ` όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη εκκλησία.
Ο άγιος ‘Ιωάννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για νά θυμίζει το Θαύμα.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής


πηγη:bemary.com

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΟΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ


Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος θεωρείται από την Εκκλησίας μας «θεόπνευστον όργανον και δογμάτων πέλαγος ανεξάντλητον», ερμηνεύοντας την αποστολική εντολή περί υπακοής και ευπειθείας προς τους Προεστώτες, τους Ηγουμένους, «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε» (Εβρ. 13, 17)  διευκρινίζει :

«Αλλ' ίσως θα μας ειπή κάποιος, ότι υπάρχει και τρίτο κακό [εκτός από την αναρχία και την απειθαρχία], όταν ο άρχοντας [της Εκκλησίας] είναι κακός. Το γνωρίζω και εγώ, και δεν είναι μικρό το κακό τούτο, αλλά και πολύ χειρότερο από την αναρχία:

 Διότι είναι καλύτερο να μη καθοδηγείσαι από κανένα, παρά να καθοδηγείσαι από κάποιον κακόν. Διότι ο μεν πολλές φορές σώθηκε, και πολλές φορές εκινδύνευσε, αλλά αυτός οπωσδήποτε θα κινδυνεύσει, οδηγούμενος προς βάραθρα. 

Πως λοιπόν λέγει "Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε;" Αφού πιο πάνω είπε "των οποίων βλέποντες την έκβαση της ζωής, μιμείσθε την πίστη τους" τότε είπε "Πειθαρχείτε στους ηγουμένους σας και υπακούετε". 

Τι γίνεται λοιπόν, λέγει, όταν είναι πονηρός και δεν πειθαρχούμε; Πονηρός, πως το εννοείς; Αν εξ αιτίας της πίστεως, απόφευγε και παράτησέ τον, όχι μόνον αν είναι άνθρωπος, αλλά κι αν είναι άγγελος που κατέρχεται εξ ουρανού [Γαλ. 1, 8] 

Αν εξ αιτίας της ζωής του, μη ασχολείσαι [...] Αλλά μη προσέχετε στη ζωή, αλλά στα λόγια τους· διότι εξ αιτίας των ηθών δεν θα ημπορούσε κανείς ποτέ να βλαβτεί. Γιατί; Διότι είναι φανερά σε όλους, και ο ίδιος, ακόμη κι αν είναι πονηρός μύριες φορές, ποτέ δεν θα διδάξει πονηρά. Αλλά όταν είναι στην πίστη [πονηρός] ούτε είναι φανερό σε όλους, κι ο πονηρός δεν θα σταματήσει να διδάσκει. Διότι και το "Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε" είναι για τον βίο και όχι για την πίστη»

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την προς Εβραίους 34, 1. PG 63, 231.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς! (Ἁγίου Ἰωἀνου τοῦ Χρυσοστὀμου)

Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς!!!



Yπάρχουν δύο πράγματα η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα η μετάνοια φάρμακο.


Οπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή η μετάνοια έχει το θάρρος και τήν παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις
έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πώ! Yπάρχει το τραύμα υπάρχει και τό φάρμακο.




Yπάρχει η αμαρτία υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση υπάρχει ντροπή υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση υπάρχει ελευθερία υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου!



Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. 'Εδωσες προσοχή σ' αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.



O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και τήν ομορφιά μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τή δικαιοσύνη κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να 'ναι ίσος με αυτόν που δέν αμάρτησε.



Γατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M' αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή δεν υπάρχει σημάδι δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (...). Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια!



Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (...). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που νά μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ' τή δική της δύναμη (...). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου. Aμήν.''


Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Η ΚΑΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ) ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΑ ΚΡΙΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 << μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε (Ματθ. ζ' 1) περί βίου εστίν, ού περί πίστεως>> (Χρυσοστόμου, PG.63,232).


Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας διδάσκει εις τους λόγους του την σωστή ερμηνεία των λέξεων ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ και ΔΙΚΑΙΑ ΚΡΙΣΙΣ λέγοντας τα εξής



Η ΚΑΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ)


α) Δι' όσους επικρίνουν τους ιερείς και δι' όσους τους σέβονται.

Μ' αυτά, τα όποια λέγω, δεν επιδοκιμάζω εκείνους, οι οποίοι διαχειρίζονται αναξίως την ιερωσύνην των, άπ' εναντίας, τους οικτείρω πολύ και τους κλαίω. Άλλ' όμως δεν θεωρώ δίκαιον να τους κρίνουν και να τους κατακρίνουν οι αποτελούντες το ποίμνιόν των, όπως το κάμνουν δυστυχώς τόσοι, ακόμη και οι περισσότερον απαίδευτοι και αμόρφωτοι και, επομένως, και ολιγώτερον κατάλληλοι εις το να κρίνουν τους άλλους.

Δι' όλα, λοιπόν, αυτά και τον Θεόν ας φοβούμεθα και προς τους ιερείς ας δεικνύωμεν όλην την πρέπουσαν ευλάβειαν και τιμήν. Ο Θεός, τότε, θα μας ανταμείψη πλουσίως και δια τας ιδιαιτέρας αρετάς μας και δια τον σεβασμόν, με τον οποίον συμπεριεφέρθημεν προς τους πνευματικούς μας πατέρας.

β) Η καταλαλιά κατά των ιερέων μεγίστη πληγή της Εκκλησίας.

Και είθε εις την μεγάλην αυτήν αμαρτίαν να μη ήσαν ένοχοι και άνθρωποι, οι όποιοι κάμνουν τον ευσεβή! Δυστυχώς, περισσότερον ενίοτε και άπ' αυτούς τους απίστους κακολογούν και ονειδίζουν τους ιερείς χριστιανοί εξ εκείνων, οι οποίοι λέγουν ότι ενδιαφέρονται δια την Εκκλησίαν και εμφανίζονται ως πιστοί. Και όμως τίποτε δεν ημπορεί τόσον να διαφθείρη και να κατάλυση μίαν Εκκλησίαν, με περισσήν μάλιστα ευκολίαν, όσον το να λείπη εις αυτήν ο στενός σύνδεσμος των μαθητών με τους διδασκάλους, των τέκνων με τους πατέρας, των αρχομένων με τους άρχοντας, του ποιμνίου με τους ποιμένας.


γ) Ο κακολογών τους ιερείς ανάξιος να εισέλθει εις τον ναόν. 

Και αν μεν κακολογήση κανείς τον αδελφόν του, κρίνεται ανάξιος και ν' αναγινώσκη τας Αγίας Γραφάς. Ίνα τι αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματός σου; λέγει ο Θεός (Ψαλμ. ΜΘ' 16)• έπειτα, δηλώνων δια τι η τοιαύτη απαγόρευσις, προσθέτει, καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις (Αυτόθι 20). Πως, λοιπόν, όταν καταλαλής τον πνευματικόν πατέρα σου, πως θεωρείς τον εαυτόν σου άξιον να πατήση εις τα ιερά πρόθυρα του ναού; Πως τολμείς να νομίζης ότι σου είναι το τοιούτο συγχωρημένον;

Όσοι κακολογούν τον πατέρα των ή την μητέρα των θεωρούνται από την Γραφήν άξιοι μεγίστης τιμωρίας. Ποία, λοιπόν, ποινή δεν θα έπρεπε να επιβληθή κατ' εκείνου, ο οποίος κακολογεί τον Ιερέα; Δεν φοβείσαι μήπως άνοιξη η γη και σε καταπίη ή κεραυνός πέση άνωθεν και σε κατακαύση;


δ) Δια τους λαϊκούς τους κρίνοντας τους ιερείς και επεμβαίνοντας εις την διοίκησιν της Εκκλησίας.

Δι' αυτό παρακαλώ και συμβουλεύω να λείψη η πονηρά αυτή συνήθεια. Δια να μάθης δε καλά ότι, και αν ακόμη περιπίπτουν εις αμαρτήματα οι ιερείς, συ δεν δικαιολογείσαι να γίνεσαι παρήκοος, άκουσε τι λέγει δια τους συγχρόνους του άρχοντας των Ιουδαίων ο Χριστός Επί της Μωσέως καθέδρας εκάθησαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι πάντα ουν, όσα αν λέγωσιν υμίν ποιείν, ποιείτε˙ κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε (Ματθ. ΚΓ' 23).


Και όμως τι ημπορούσε να είναι χειρότερον από εκείνους, των οποίων τα πάθη διέστρεφαν τους μαθητάς των; Αλλά και πάλιν δεν ηθέλησε να εκμηδένιση το κύρος των και να συστήση εις τον λαόν να παρακούη. Και πολύ σωστά. Διότι, αν οι λαϊκοί ήθελαν λάβη τοιαύτην εξουσίαν, θα τους εβλέπατε να καταληφθούν από την μανίαν να καθαιρούν και να εκβάλλουν τους ιερείς από το άγιον βήμα.

...Όχι, δεν είναι επιτετραμμένον εις τους λαϊκούς, οφείλοντας υποταγήν, να εμφανίζωνται επικριταί των Ιερέων και να αξιούν ότι αυτοί είναι αρμόδιοι να διορθώσουν την Εκκλησίαν. Διότι, εάν ο ένας και ο άλλος, με πρόφασιν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, έκαμνον επέμβασιν εις τα Ιερατικά δικαιώματα, ούτε πρόφασις επεμβάσεως θα λείψη ποτέ, ούτε θα γνωρίζωμεν ποίοι είναι εις την Εκκλησίαν οι άρχοντες και ποίοι οι αρχόμενοι, αλλά θα επήρχετο γενικόν ανακάτευμα και θαλάσσωμα.

ε) Οι δήθεν ευσεβούντες κατήγοροι των ιερέων άθλιοι υποκριταί.

Είναι, δυστυχώς, βέβαιον ότι πολλοί λαϊκοί αγαπούν να παραμεγαλώνουν μικρά σφάλματα, εις τα οποία ημπορεί να περιπέση και ο ιερεύς, ως άνθρωπος και αυτός, δεν λείπουν δε και οι πρόθυμοι συκοφάνται και διαβολείς των ιερέων.


Συ όμως θέλεις να είσαι πράγματι ευσεβής; Φυλάξου από το να ύβρίζης και κακολογής τους ιερείς, έστω και αν ήθελε να είναι ελαττωματικοί εις το ποιμαντικόν και διδακτικόν των έργον. Διότι, εάν δια τον σωματικόν γονέα λέγει ένας σοφός καν απολίπη σύνεσιν, συγγνώμην έχε (Σοφίας Σειράχ Γ' 15), ήτοι, και αν καταντήση ανόητος, συ οφείλεις να τον συγχωρής, πολύ περισσότερον χρεωστούμεν να φυλάττωμεν τον νόμον αυτόν, προκειμένου δια τους πνευματικούς γονείς μας. Θα το φυλάττωμεν δε, εάν δεν κρίνωμεν τους ιερείς, αλλά κρίνωμεν τον εαυτόν μας, δια να μη ακούσωμεν κατ' εκείνην την ημέραν, υποκριτά, τι βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ ου κατανοείς δοκόν; (Ματθ. Ζ' 3).

Ενοχλείσαι, διότι σε είπα υποκριτήν;
Και όμως οφείλεις να το αναγνώρισης˙ Υποκριτής είσαι, όταν εις μεν τον ναόν φιλείς το χέρι του ιερέως και γονατίζεις εμπρός του και επιζητής τας προς τον Θεόν ευχάς του και, όταν χρειάζεσαι βάπτισιν, τρέχεις και τον αναζητείς, εις το σπίτι σου δε και εις τας διαφόρους συναναστροφάς σου τον λούεις με ύβρεις ή ανέχεσαι να κακολογούν και να καταλαλούν άλλοι τους περιβεβλημένους το ιερατικόν αξίωμα! 

(Εκ της 86ης ομιλίας του εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον)

Δυστυχώς, πολλοί δεν προσέχουν διόλου εις το Ευαγγελικόν: Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε (Ματθ. Ζ' 1). Όχι μόνον κρίνουν, αλλά και γίνονται πικροί κριταί, ακόμη, και δια πράγματα, προς τα οποία ώφειλαν να είναι παραβλεπτικοί, αφού μάλιστα, αν επρόσεχαν εις τον εαυτόν των, θα εύρισκαν ότι αυτοί περιπίπτουν εις μεγαλύτερα σφάλματα!

Η μανία της κατακρίσεως προχωρεί και μέχρι του μοναχού! Λαϊκοί, οι οποίοι ζουν άσωτα ή διαπράττουν μυρίας άρπαγας και πλεονεξίας καθ' εκάστην, κακολογούν τον μοναχόν, ο οποίος έχει κάποια βιωτικά μέσα και ενδύεται με κάποιαν ευπρέπειαν. Και σκανδαλίζονται οι σεμνότατοι άνθρωποι, εάν ένας καλόγηρος ήθελεν εξέλθει ενίοτε από την πολύ αυστηράν δίαιταν, να τον καταγγέλλουν ως επικούρειον, ενώ οι ίδιοι γαστριμαργούν και πίνουν ή και μεθύουν και κραιπαλούν συχνά! Δεν λαμβάνουν υπ' όψιν των ότι, τοιουτοτρόπως, επιβαρύνουν τρομερά τα αμαρτήματά των και στερούν τον εαυτόν των από κάθε απολογίαν!

Ύστερον από την τοιαύτην διαγωγήν σου, πως θα ζήτησης από τον Θεόν να μη σε κρίνη αυστηρά; Εάν θέλης επιεική κρίσιν δια τον εαυτόν σου, διατί, τότε, συ κρίνεις τόσον πικρά τον πλησίον σου και είσαι τόσο ανηλεής δια τον ιερέα και δεν εννοείς να παράβλεψης ουδέ τα ελάχιστα σφάλματα του; Θα κριθής, λοιπόν, με τα ίδια σου μέτρα και δεν θα δύνασαι να παραπονεθής ότι σου ζητούνται βαρείαι ευθύναι! Ο Χριστός σου το φωνάζει. Διατί δεν τον ακούεις; ω μέτρω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν (Ματθ. Ζ' 1).

Υποκριτής ο καταλαλών. Το ιδικόν του δοκάρι.

Άκουσε και το άλλο τούτο: Υποκριτά (Ματθ. Ζ' 5). Διατί η κραυγή αυτή του Ιησού εναντίον του καταλάλου; Διατί ο χαρακτηρισμός του ως υποκριτού; Διότι, όσον και αν προσπαθούμεν να παραστήσωμεν ότι κρίνομεν και κατακρίνομεν από ενδιαφέρον μας προς τον πταίστην ή από ενδιαφέρον μας προς την κοινωνίαν, η αλήθεια είναι διαφορετική. Υπό τα προσχήματα, τα οποία προβάλλομεν, κρύπτομεν χυδαία πάθη. Και δια τούτο τους καταλάλους υποκριτάς τους ωνόμασεν ο Χριστός.

Και ο έλεγχός του εξακολουθεί. Έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου. Πολύ σωστά. Αφού δεν ανέχεσαι εις τους άλλους ουδέ τα μικρά σφάλματα, αλλά τους κρίνεις, πολλές φορές, και δια τιποτένια πράγματα, διατί επιτρέπεις εις τον εαυτόν σου τα πολύ μεγαλύτερα και βαρύτερα; Αφού ενδιαφέρεσαι δια τους άλλους και δια αυτό τους κρίνεις, ως βεβαιώνεις, διατί δεν κατακρίνεις πρωτίστως τον εαυτόν σου; Αφού καταγίνεσαι με τα ξένα αμαρτήματα, τα οποία δεν δύνασαι να γνωρίζης επακριβώς, διατί παρατρέχεις τα ιδικά σου, τα οποία ημπορείς να γνωρίζης καλύτερα; Θέλεις να απαλλαγή ο αδελφός σου από το μικροσκοπικό ξυλαράκι, το οποίον έχει εις τον οφθαλμόν του; Διατί δεν ελευθερώνεις τον ιδικόν σου οφθαλμόν από το εντός του δοκάρι; Εφ όσον δεν κάμνεις κατ' αυτόν τον τρόπον, αυτοκαταγγέλλεσαι ότι κρίνεις τον αδελφόν σου όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι τον εχθρεύεσαι ή διότι αισθάνεσαι ηδονήν εις το να κακολογής και να εξευτελίζης τον πλησίον σου.

(Εκ της Γ' ομιλίας του προς τον λαόν της Αντιοχείας και της ΚΓ' εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον)


α) Διατί δεν δικαιούσαι να κρίνεις τον ιερέα.

Αλλά λέγεις: Δεν έχω, λοιπόν, εγώ το δικαίωμα να κρίνω τον ιερέα; Όχι, δεν δικαιούσαι,.Εάν οι λαϊκοί είχον το δικαίωμα να ερευνούν τον βίον και την πολιτείαν των πνευματικών των ποιμένων, δια να αποφασίζουν αν πρέπη να πειθαρχούν εις αυτούς ή να ανταρτεύουν, τότε, οι αρχόμενοι θα έθεταν τον εαυτόν των επάνω από τους άρχοντας και το παν θα εγίνετο άνω κάτω, θα ήσαν άνω τα πόδια και κάτω η κεφαλή. Ή δεν ακούεις τον Χριστόν, ο οποίος λέγει: μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε; (Ματθ. Ζ' 1), και τον Παύλον, ο οποίος μας φωνάζει, Συ τι κρίνεις τον αδελφόν σου; (Ρωμ. ΙΔ' 10). Εάν τον αδελφόν σου έχεις καθήκον να μη κρίνης, πολύ περισσότερον οφείλης ν' απέχης από του να κρίνης τον ιερέα. Ο Θεός σου το απαγορεύει. Πως το τολμάς εσύ;

Ύστερον από την μοσχοποιΐαν εις την έρημον οι περί τον Κορέ και τον Δαθάν και τον Αβειρών επανεστάτησαν κατά του αρχιερέως Ααρών. Τι έγινε τότε; ο Θεός τους κατέστρεψε. Ο καθείς, λοιπόν, ας κοιτάζη τα ιδικά του.

β) Δια τας διαφόρους αιτιάσεις κατά του επισκόπου και του ιερέως.

Αλλά δεν δίδει ο επίσκοπος, δεν δίδει ο ιερεύς προς τους πτωχούς και φρονείς, ως λέγεις, ότι δεν διοικούν καλά. Σ' ερωτώ και εγώ: Είσαι απολύτως βέβαιος περί τούτου; Έχεις εξακριβώσει τα πράγματα, ώστε να μη σου μένη καμμιά αμφιβολία; Διατί, λοιπόν, μέμφεσαι; Φοβήσου τας ευθύνας. Και οφείλεις να μη λησμονής ότι πολλά οι άνθρωποι τα κρίνουν με τας υποψίας των ή παρασυρόμενοι ευκολόπιστα από τας υποψίας και τας σπερμολογίας των άλλων. Συ, λοιπόν, μιμήσου τον Θεόν. Άκουε τον, όπου λέγει: Καταβάς δέομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών συντελούνται (Γεν. ΙΗ' 21). Ηθέλησε να μας διδάξη δια τούτου ότι ακόμη και φωνή ολοκλήρου λαού ημπορεί να είναι πεπλανημένη και άδικος.

γ) Επί τέλους περίμενε τον Κριτήν.

Εξήτασες όμως επιμελέστατα και επληροφορήθης ακριβέστατα και έχεις πεισθή πλέον τελείως; Και, αν τυχόν τοιουτοτρόπως είναι το πράγμα, το καθήκον σου και πάλιν είναι να περιμένης τον Κριτήν και να μη σπεύδης και αρπάζης την θέσιν του Χριστού. Εις Εκείνον ανήκει η κρίσις, όχι εις εσέ. Συ είσαι υπήκοος, όχι Κύριος. Και δεν σου αρμόζει να σφετερίζεσαι δικαιώματα, τα οποία ανήκουν εις την ανωτέραν διοίκησιν της Εκκλησίας και εις τον Θεόν.
(Εκ της Β' ομιλίας του εις την Β' προς Τιμόθεον) 

Η ΔΙΚΑΙΑ ΚΡΙΣΗ


Οι πατέρες της Εκκλησίας κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ άφ ενός μέν αποκλίσεων σε θέματα πίστεως και δογμάτων, άφ ετέρου δέ σε θέματα ανθρωπίνης συμπεριφοράς. Ο ιερός Χρυσόστομος μας διδάσκει ότι σε θέματα που αφορούν στό δόγμα και στο περιεχόμενο της πιστεώς μας δεν υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμού. Δεν επιτρέπεται να υπακούουμε σε αιρετικές διδασκαλίες έστω κι αν προέρχονται απο χείλη επισκόπων η πνευματικών ποιμένων <<Άν διαστρέφει το δόγμα της πίστεως ( ο επίσκοπος) να μην πεισθείς, να μην υπακούσεις, έστω κι αν λέγονται απο αγγελικά χείλη>>. Όμως άν ο πνευματικός ηγέτης <<διδάσκει την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, να ακούς και να προσέχεις αυτά που λέει (έστω κι αν στην προσωπική του ζωή δεν είναι συνεπής)>>.



Τό <<μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε (Ματθ. ζ' 1) περί βίου εστίν, ού περί πίστεως>>(Χρυσοστόμου, PG.63,232). <<Οράς ότι ού περί δογμάτων εστίν ο λόγος, αλλά περί βίου καί έργων;>> (τού ιδίου). Διότι περί πίστεως ισχύει ή εντολή, <<την δικαίαν κρίσιν κρίνατε>> (Ιωάν. ζ΄ 24).

<<"Πώς ουν Παύλος φησίν, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, τότε είπε πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε τι ουν; φησίν, όταν πονηρός ή και μη πειθώμεθα; Πονηρός πώς λέγεις; Ει μέν πίστεως ένεκεν φεύγε και παραίτησαι: μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών. Ει δε βίου ένεκεν, μη περιέργάζου >> (PG. 63, 232)

«Αλλ' ίσως θα μας ειπή κάποιος, ότι υπάρχει και τρίτο κακό [εκτός από την αναρχία και την απειθαρχία], όταν ο άρχοντας [της Εκκλησίας] είναι κακός. Το γνωρίζω και εγώ, και δεν είναι μικρό το κακό τούτο, αλλά και πολύ χειρότερο από την αναρχία: διότι είναι καλύτερο να μη καθοδηγείσαι από κανένα, παρά να καθοδηγείσαι από κάποιον κακόν. Διότι ο μεν πολλές φορές σώθηκε, και πολλές φορές εκινδύνευσε, αλλά αυτός οπωσδήποτε θα κινδυνεύσει, οδηγούμενος προς βάραθρα. Πως λοιπόν λέγει "Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε;" Αφού πιο πάνω είπε "των οποίων βλέποντες την έκβαση της ζωής, μιμείσθε την πίστη τους" τότε είπε "Πειθαρχείτε στους ηγουμένους σας και υπακούετε". Τι γίνεται λοιπόν, λέγει, όταν είναι πονηρός και δεν πειθαρχούμε; Πονηρός, πως το εννοείς; Αν εξ αιτίας της πίστεως, απόφευγε και παράτησέ τον, όχι μόνον αν είναι άνθρωπος, αλλά κι αν είναι άγγελος που κατέρχεται εξ ουρανού [Γαλ. 1, 8] Αν εξ αιτίας της ζωής του, μη ασχολείσαι [...] Αλλά μη προσέχετε στη ζωή, αλλά στα λόγια τους· διότι εξ αιτίας των ηθών δεν θα ημπορούσε κανείς ποτέ να βλαβτεί. Γιατί; Διότι είναι φανερά σε όλους, και ο ίδιος, ακόμη κι αν είναι πονηρός μύριες φορές, ποτέ δεν θα διδάξει πονηρά. Αλλά όταν είναι στην πίστη [πονηρός] ούτε είναι φανερό σε όλους, κι ο πονηρός δεν θα σταματήσει να διδάσκει. Διότι και το "Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε" είναι για τον βίο και όχι για την πίστη».