A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΘ




Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος γιὰ ἐκείνους ποὺ κρατάει στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας.



Ὅταν ὁ διάβολος κρατᾷ κάποιον στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας, δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ τὸν τυφλώνῃ περισσότερο καὶ νὰ τὸν βγάζῃ ἀπὸ κάθε καλὸ λογισμό, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν παρακινήσῃ στὸ νὰ γνωρίσῃ τὴν πολὺ δυστυχισμένη του ζωή· καὶ ὄχι μόνον τὸν βγάζει ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν καλοῦν στὴν ἐπιστροφὴ καὶ στὴν μετάνοια, βάζοντας στὸ νοῦ του ἄλλους λογισμοὺς κακοὺς καὶ ἀντίθετους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕτοιμες καὶ γρήγορες ἀφορμές, τὸν κάνει ὁ τρισκατάρατος νὰ πέφτῃ συχνὰ στὴν ἴδια ἁμαρτία ἢ σὲ ἄλλες μεγαλύτερες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βγαίνει ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός, περισσότερο σκοτισμένος καὶ τυφλός, ὥστε μὲ τὴν τυφλότητά του φτάνει καὶ γκρεμίζεται στὴν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι τρέχοντας ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν πρᾶξι τῆς ἁμαρτίας σὲ μεγαλύτερη τυφλότητα καὶ πάλι ἀπὸ τὴν τυφλότητα σὲ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, κυκλογυρίζει σχεδὸν ὅλη τὴν ταλαίπωρη ζωή του μέχρι θανάτου, ἂν ὁ Θεὸς δὲν οἰκονομήσῃ τὴν σωτηρία του μὲ τὴν χάρι του.

Λοιπόν, ὅποιος βρίσκεται σὲ αὐτὴ τὴν πολὺ δυστυχισμένη κατάστασι, ἂν ἀγαπᾷ νὰ θεραπευθῆ, πρέπει νὰ δεχθῆ ἀμέσως τὸ γρηγορώτερο τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον καὶ τὴν ἔμπνευσι, ποὺ τὸν προσκαλεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴ μετάνοια καὶ πρέπει νὰ φωνάξη μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸ Ποιητή του· «Κύριέ μου βοήθησέ με, βοήθησέ με γρήγορα καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς πλέον σὲ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας»· ἂς μὴ σταματήσει νὰ ξαναλέῃ πολλὲς φορὲς τὸ ἴδιο καὶ νὰ φωνάζῃ μὲ αὐτὸ καὶ παρόμοιο τρόπο· καὶ ἀμέσως, ἀμέσως, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς ζητήσῃ βοήθεια καὶ συμβουλή, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ἐχθρό· ἐὰν ὅμως δὲν μπορῇ νὰ πάῃ ἀμέσως, ἂς προστρέξῃ γρήγορα στὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ ἂς προσπέσῃ στὰ Ἁγιά του πόδια μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ στὴ Θεοτόκο Μαρία, ζητώντας εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια· καὶ ἡ νίκη στέκεται σὲ αὐτὴ τὴν γρηγοράδα.

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΗ




Ποιά τακτικὴ ἔχει ὁ διάβολος στὸ νὰ πολεμᾷ γενικὰ καὶ νὰ παραπλανᾷ ἀνθρώπους διαφόρων καταστάσεων.


Γνώριζε, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διάβολος δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ γιὰ τὴ δική μας ἀπώλεια, καὶ ὅτι δὲν πολεμάει ὅλους μὲ ἕνα καὶ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ γιὰ νὰ ἀρχίσω νὰ σοῦ περιγράφω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πολέμους του καὶ τὶς τακτικές τους καὶ τὶς ἀπάτες του, σοῦ παρουσιάζω πέντε καταστάσεις ἀνθρώπων.

 Μερικοὶ εἶναι στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας χωρὶς κανένα λογισμὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν· μερικοὶ πάλι, θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιχειροῦν· εἶναι καὶ ἄλλοι ποὺ μετὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, πέφτουν μὲ μεγαλύτερη φθορὰ στὴν ἁμαρτία. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι βαδίζουν στὴν τελειότητα, ἄλλοι ἀφήνουν τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ποὺ ἔχουν καὶ ἄλλοι, τὴν ἀρετὴ ποὺ ἔχουν, τὴν κάνουν αἰτία κακίας. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς θὰ μιλήσω ξεχωριστά.


Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ: Εὐαγγέλιο - (Ἀπό τό σκοτάδι στό Φῶς)





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». ᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀπόδοση 

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ ᾿Ιησοῦς πὼς συνέλαβαν τὸν ᾿Ιωάννη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γαλιλαία. ᾿Εγκατέλειψε ὅμως τὴ Ναζαρὲτ καὶ πῆγε κι ἔμεινε στὴν Καπερναούμ, πόλη ποὺ βρίσκεται στὶς ὄχθες τῆς λίμνης, στὴν περιοχὴ τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. ῎Ετσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ ῾Ησαΐα ποὺ λέει· ῾Η χώρα τοῦ Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος πάει γιὰ τὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν ᾿Ιορδάνη, ἡ Γαλιλαία ποὺ τὴν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, ἐκεῖ αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦνε στὸ σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καὶ γιὰ ὅσους μένουν στὴ χώρα ποὺ τὴ σκιάζει ὁ θάνατος, ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιὰ χάρη τους. ᾿Απὸ τότε ἄρχισε κι ὁ ᾿Ιησοῦς νὰ κηρύττει καὶ νὰ λέει· «Μετανοεῖτε γιατὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

1. Τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα σήμερα, καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Μετὰ τὸ Βάπτισμά Του ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμερῶν νηστεία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἡρώδη Ἀντίπα. Ἦταν πλέον ἡ ὥρα νὰ ξεκινήσει τὸ κήρυγμά Του.
Ὡστόσο, γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει τὸν βασιλιά, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Γαλιλαία, περιοχὴ στὰ δυτικὰ τῆς λίμνης Γενησαρέτ, ὅπου ὁ πληθυσμὸς ἦταν πυκνὸς καὶ μικτός. «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» τὴν χαρακτήριζαν περιφρονητικά, διότι κατοικοῦσαν ἀναμεμιγμένοι Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ λαὸς ἐκεῖ εἶχε περιπέσει σὲ μεγάλο σκοτάδι ἄγνοιας καὶ πλάνης.

Ὁ Κύριος πέρασε ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα Του, τὴ Ναζαρέτ, ἀλλὰ σύντομα ἔφυγε καὶ πῆγε νὰ κατοικήσει στὴν Καπερναούμ, πόλη κτισμένη κοντὰ στὴ λίμνη, στὰ σύνορα τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ.

Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ἀναγγείλει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνον­ται κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, στὰ ἀνατολικά του, ἡ “Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν”, στὴν ὁποία δηλαδὴ κατοικοῦν πολλοὶ ἐθνικοί, ὁ λαὸς ποὺ κάθεται καθηλωμένος κι ἀκίνητος στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσέβειας, εἶδε μεγάλο πνευματικὸ φῶς, τὸν Χριστό».

Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος βυθισμένος στὸ σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς ἀνηθικότητας, τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης. Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάσταση ὄχι μόνο στὴ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν προχριστιανικὸ κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ ψεύτικα εἴδωλα. Προσκυνοῦσαν τὰ κτίσματα ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό τους. Κι ὅσο πλήθαινε ἡ εἰδωλολατρία τόσο αὐξανόταν καὶ ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορά. Ἀκατονόμαστα εἶναι τὰ ἄθλια πάθη στὰ ὁποῖα παρασύρονταν, ἐνῶ παράλληλα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ παραφροσύνη τους σὲ ὁρισμένες χῶρες ἔφθανε σὲ σημεῖο ἐγκληματικό: νὰ κατακρεουργοῦν ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες στοὺς ψευδοθεούς τους! Φοβερὴ κατάπτωση!

Τὸ πλέον τραγικὸ ὅμως καὶ ἰδιαίτερα ἀνησυχητικὸ γεγονὸς εἶναι τὸ ὅτι ἐμφανίζονται σήμερα, 2.000 χρόνια μετά, κάποιοι ἀρχαιολάτρες ποὺ ­νοσταλγοῦν αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ ἐποχὴ καὶ ἐπιχειροῦν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ­εἰδωλολατρία ἀλ­λάζοντας τὰ χριστιανικά τους ὀνόματα, ὀργανώνοντας γιορτὲς μὲ τὸ ἀρχαῖο τελετουργικό, στήνοντας ­βωμοὺς καὶ ἀπευθύνοντας προσευχὲς σὲ ­ψεύτικους θεοὺς πίσω ἀπὸ τοὺς ὁποίους, βέβαια, κρύβονται οἱ παμπόνηροι δαίμονες. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, προκειμένου νὰ στηρίξουν τὸ «δωδεκάθεο», ἐξαπολύουν μέσα ἀπὸ τὸν Τύπο καὶ τὸ Διαδίκτυο πλῆθος συκοφαντιῶν γιὰ τὸν χριστιανισμό.

Ἂς εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί! Οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατορθώσει μοναδικὰ ἐπιτεύγματα στὴ φιλοσοφία, τὴν τέχνη καὶ τὴν ἐπιστήμη, εἶχαν παράλληλα συναίσθηση ὅτι βρίσκονταν στὸ σκοτάδι κι ἀναζητοῦσαν τὸ φῶς. Ἀλίμονο ἂν ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί τους, ποὺ γνωρίσαμε τὸ Φῶς, γυρίσουμε πίσω στὸ σκοτάδι!


2. Ἡ ἀνατολὴ τοῦ Φωτὸς


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΤΟ ΦΩΣ
Πάντως, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ἔτσι κι ἔ­­­γινε: «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέ­τειλεν αὐτοῖς»· ἔλαμψε φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σ’ ἐκείνους ποὺ κάθονταν στὴ χώρα ποὺ σκιάζεται ἀπὸ τὸ πυκνότατο σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Στὴ ­Γαλιλαία πρωτοέλαμψε τὸ ἀνέσπερο καὶ ζωογόνο Φῶς. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος ἄρχισε ἀπὸ τότε νὰ κηρύττει συστηματικὰ καὶ νὰ λέει: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»· ­ἔφθασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δηλαδὴ πλησίασαν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ Μεσσίας θὰ ἐγκαθιδρύσει καὶ στὴ γῆ τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ νέα, πνευματική, ἅ­­­για καὶ οὐράνια ζωή, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται μέσα στὴν Ἐκκλησία Του.

Πράγματι, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς! Μὲ τὴν ἀξεπέραστη διδασκαλία Του, τὴν ἀπύθμενη ἀγάπη Του καὶ τὴν πανσθενουργὸ Χάρη Του μᾶς φωτίζει, μᾶς ἐμπνέει, μᾶς ζωογονεῖ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία Του λάμπει αὐτὸ τὸ γλυκὸ καὶ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ μεταδίδει εἰρήνη καὶ χαρὰ σ’ ὅσους τὸ δέχονται. Ἂς ἀγωνιζόμαστε κι ἐμεῖς νὰ διατηροῦμε τὴν καρδιὰ μας καθαρή, ὥστε νὰ δέχεται μέσα της τὶς ἀκτίνες τοῦ θείου φωτός.
Στὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου ἔτους ἂς πάρουμε σταθερὴ τὴν ἀπόφαση: νὰ ἐγκαταλείψουμε ὁριστικὰ ὅλα τὰ σκοτεινὰ ἔργα τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ζήσουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς καὶ ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου!


Πηγή: “Ο ΣΩΤΗΡ”

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (11 Ἰανουαρίου)

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.




Τα νεανικά του χρόνια

Ο Όσιος Θεοδόσιος, ο Κοινοβιάρχης, γεννήθηκε το 423 ή 424 μ. Χ. σ’ ένα χωριό της Καππαδοκίας, το οποίον ονομαζότανε Μογαρισσός. Οι γονείς του ήτανε ευσεβείς χριστιανοί και τον διαπαιδαγώγησαν με τον καλύτερο τρόπο, στη χριστιανική πίστη, στη χριστιανική αρετή και στην χριστιανική ζωή. Ο πατέρας του ονομαζότανε Προαιρέσιος, η δε μητέρα του Ευλογία. Από πολύ μικρός υπηρετούσε ο Θεοδόσιος στον Ιερό Ναό της πατρίδος του, σαν αναγνώστης. Εκεί μέσα, στους ναούς και τα εξωκκλήσια άρχισε να μεγαλώνει μέσα του μια έντονη δίψα για ζωή χριστιανική. Ήθελε να ζήση για την πίστη του Χριστού, σαν αθλητής. Η απόφασης του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια ωρίμαζε όλο και πιο πολύ. Ήθελε να γίνει ασκητής στην έρημο.

Στα Ιεροσόλυμα

Το 451 μ. Χ. εγκαταλείπει ο Θεοδόσιος την ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό του και πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα. Η επιθυμία του είναι να δη τους Αγίους τόπους και να προσκύνηση εκεί όπου χύθηκε το Αίμα του Σωτήρος μας Χριστού. Όταν έφθασε ο Θεοδόσιος στην Αντιόχεια της Συρίας, έκανε ένα σταθμό. Ήθελε να δει εκεί και να πάρει την ευλογία του Αγίου Συμεών του Στυλίτου. Όταν έφτασε κοντά στον άγιο εκείνο άνδρα, τον έπιασε ρίγος και συγκίνηση. Ο Συμεών του μίλησε με τ’ όνομά του, σαν να τον γνώριζε! Έπειτα ανέβηκε πάνω στον στύλο για να δει από κοντά τον άγιο και να κουβεντιάσει μαζί του. Εκεί άκουσε ο Θεοδόσιος λόγια, γεμάτα σοφία και προφητική δύναμη. Ευτυχισμένος και τονωμένος αποχαιρετάει τον γέροντα Συμεών και προχωρεί για τα Ιεροσόλυμα. Εκεί πάλι η καρδιά του πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη για την Μεγάλη θυσία του Χριστού. Ζει εσωτερικά το Θείο Δράμα και η πίστης του μεγαλώνει και δυναμώνει. Αρχίζει έπειτα να σκέφτεται τους αγώνες και τις θυσίες, που χρειάζονται άθλησης της αρετής στην έρημο. Αποφασίζει, λοιπόν, να προετοιμαστεί, για το στάδιο της ασκήσεως. Και η πρώτη του σκέψης είναι να ασκηθεί προηγουμένως κοντά σε κάποιο γέροντα, δίπλα σε κάποιον πατέρα ασκητή, για να μάθη ν’ αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των ασάρκων έχθρων, των σκοτεινών δαιμόνων.

Κοντά στο Λογγίνο

Πήγε τότε ο Θεοδόσιος στον ξακουστό γέροντα Λογγίνο. Κοντά στον Λογγίνο διδάχθηκε πολλά ο Θεοδόσιος. Είδε τις νηστείες του, τις προσευχές του, τις αρετές του και τους αγώνες του εναντίον του πονηρού. Διδάχτηκε την υπομονή, την υπακοή, την καρτερία και την χαλιναγώγηση σε κάθε τι το αμαρτωλό και ψυχοφθόρο. Έτσι πέρασε αρκετός χρόνος. Ο Θεοδόσιος ήτανε πλέον ένας καλογυμνασμένος στην άσκηση της αρετής άνδρας. Έπρεπε τώρα ν’ αποσυρθεί σε δικό του Ησυχαστήριο. Έπρεπε να δοκιμάσει και μόνος του να παλέψει με τον σατανά.... Αποχαιρέτησε, λοιπόν, με συγκίνηση τον γέροντα ησυχαστή Λογγίνο και πήγε σε δικό του οίκο ασκήσεως. Εκεί έλαμψε η προσωπικότης του και έγινε ξακουστό τ’ όνομά του. Τον λάμπρυνε η αυστηρή ασκητική ζωή του και οι αδαμάντινες αρετές του... Κόσμος πολύς άρχισε να τρέχει εκεί κοντά του, για να τον ακούσει, για να τον συμβουλευτεί, για να δει την ασκητική μορφή του. Όταν όμως πύκνωσαν πολύ οι επισκέπτες, ο Όσιος Θεοδόσιος, αποφάσισε, ν’ απομακρυνθεί πιο πολύ από τον κόσμο. Προχώρησε, λοιπόν, ψηλά - ψηλά προς το όρος. Βαθειά προς την έρημο. Πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκε μια σπηλιά, την οποίαν χρησιμοποίησε για ησυχαστήριο. Λέγεται πως σ’ εκείνη τη σπηλιά διανυκτέρευσαν και οι τρεις Μάγοι, μετά την προσκύνηση του Θείου Βρέφους. Εδώ στο όρος αρχίζει ο Όσιος μια νέα περίοδο πιο έντονης ασκητικής ζωής.

Η θαυματουργική φανέρωσης του θελήματος του Θεού


Με το πέρασμα των χρόνων πολλοί νέοι φωτίζονται από την Αγία ζωή του Θεοδοσίου και τρέχουν εκεί κοντά του για να τον μιμηθούν στην άσκηση της αρετής. Ο αριθμός των αδελφών, που συγκεντρώνονται στο όρος, μεγάλωνε και η πύκνωσης αυτή άρχισε να βάζει σε σκέψεις τον Θεοδόσιο. Τι πρέπει τώρα να κάνη; Ν’ αποσυρθεί σε νέο, δικό του ησυχαστήριο ή να αναλάβει την μέριμνα όλων των αδελφών, που συγκεντρώθηκαν εκεί; Σκέπτεται: Ποίο άραγε είναι το θέλημα του Θεού; Τότε, στην δύσκολη αυτή ώρα της αμφιβολίας, ζητάει την βοήθεια του Θεού. Παίρνει το θυμιατήρι του, βάζει μέσα σβηστά κάρβουνα, προσθέτει και λιβάνι και λέει στους αδελφούς του:
- Αδελφοί μου, θα ζητήσω σημείο από τον Θεό, να μας φανερώσει δηλαδή ποιο είναι το θέλημά Του. Να φτιάξουμε ή όχι κοινόβιο;
Θα προχωρήσουμε γι αυτό προσευχόμενοι μέσα στην έρημο. Και αν τα κάρβουνα στο θυμιατήρι μου ανάψουν μόνα τους, εκεί μέσα σ’ εκείνο το σημείο, που θα συμβεί αυτό, θα κτίσουμε το Μοναστήρι όπου θα ζούμε χριστιανικά όλοι μαζί. Εκεί θα ιδρύσουμε το Κοινόβιο. Πήρε λοιπόν το θυμιατήρι ο Όσιος Θεοδόσιος και ακολουθούμενος από τους άλλους αδελφούς του, προχώρησε προς την έρημο, προσευχόμενος.
Έτσι με σιγή, με κατάνυξη και προσευχή προχώρησαν πολύ. Πέρασαν πολλά σημεία, τα οποία εφαίνοντο κατάλληλα για Μοναστήρι, αλλά το θεϊκό σημάδι δεν φαίνονταν. 
Φτάσανε μέχρι την έρημο Κουτιλά και πέρασαν στην λίμνη της Ασφαλίτιδος. Έπειτα σταμάτησε για λίγο ο όσιος Θεοδόσιος και είπε στους αδελφούς, ότι θα ακολουθούσανε τον δρόμο της επιστροφής. Πίστεψε ο Όσιος για μια στιγμή, ότι ίσως, δεν ήτανε θέλημα του Θεού να κτιστεί το Μοναστήρι. Δεν σταμάτησε όμως την πορεία, ούτε ολιγοπίστησε. Με τον ίδιο ενθουσιασμό και με την αυτή θερμή προσευχή συνέχισε τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσανε κοντά στο σπήλαιο, εκεί που ήτανε το ησυχαστήριο του Οσίου, το θαύμα έγινε. Τα σβησμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι άναψαν μόνα τους και απλώθηκε τότε το άρωμα, η μοσχοβολώ του λιβανιού! Οι άλλοι αδελφοί, μόλις είδανε το θαύμα, δοξάσανε τον Θεό και η πίστη τους στερεώθηκε πιο πολύ.


Το κτίσιμο του Μοναστηριού
Το Μοναστήρι, λοιπόν, δεν άργησε να κτιστεί. Πέσανε όλοι με ζήλο στη δουλειά. Ανοίξανε θεμέλια και κουβαλούσανε υλικά. Πολλά πουγκιά πλουσίων άνοιξαν και δώσανε δωρεές για την αγορά των υλικών. Επικρατούσε χαρά ουράνιος και ενθουσιασμός. Η δουλειά προχωρούσε και ο ουράνιος Πατέρας ευλογούσε το έργο. Έτσι, εκεί σ’ ένα ερημικό τόπο που βρίσκεται πέραν της Νεκράς Θαλάσσης, κτίσθηκε μεγάλος Ναός και Μοναστήρι. Το Μοναστήρι εκείνο, με την πνοή τού Οσίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου, έγινε λιμάνι των πονεμένων και των δυστυχισμένων. Δεν στέγαζε μονάχα τούς άπορους και δεν χόρταινε τούς νηστικούς με υλικά αγαθά, αλλά επί πλέον τους τόνωνε, τους δυνάμωνε και τούς προετοίμαζε ν’ αντιμετωπίσουν την ζωή με χαρά και αισιοδοξία. Τους έφερνε κοντά στο Θεό και στη σωτηρία. Στο Μοναστήρι αυτό εφαρμοζόντανε οι κανόνες της ζωής των Μοναχών. Το κοινόβιο λειτουργούσε σύμφωνα με τις γραμμές που χάραζε ο σεβάσμιος γέροντας Θεοδόσιος. Αυτός ήτανε ο Αρχηγός του Κοινοβίου. Γι’ αυτό και ονομάζεται Κοινοβιάρχης.


Το Κοινόβιο


Επτακόσιοι περίπου Μοναχοί συγκεντρώνονται στο Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου. Για την ακρίβεια 693 αναφέρονται αλλού οι μαθητές του Αγίου εκείνου ανδρός. Όλοι αυτοί ζουν στο Κοινόβιο, τελειώνουν θεάρεστα την ζωή τους. Άλλοι απ’ αυτούς αναδεικνύονται ηγούμενοι και άλλοι επίσκοποι. Ανεβαίνουν στα εκκλησιαστικά αξιώματα όχι με κίνητρα και επιδιώξεις. Δεν χρησιμοποιούν πρόσωπα ισχυρά και πλάγια μέσα. Τους ανεβάζει η λαμπρότης τους, ο αδαμάντινος χαρακτήρας, η αρετή τους. Η εκλογή τους δεν είναι ανθρώπινη επιστράτευσης, αλλά θεία και ουράνια κλήσης. Η φήμη του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και η υποδειγματική οργάνωσης του Κοινοβίου διαδίδεται παντού. Κόσμος πολύς τρέχει να ζήση και να χαρεί εκεί -άλλοι για λίγο και άλλοι για πάντα- την ζωή των αρνητών του ψεύτικου κόσμου, την ατμόσφαιρα της ηρωικής ασκήσεως των Μοναχών. Με πραότητα, και καλοσύνη και γλυκύτητα φερότανε σε όλους. Ο λόγος του έσταζε μέλι. Προσπαθούσε να πείσει τον συνάνθρωπο του στην αλήθεια φυσικά και χωρίς βιασύνη. Ωφελούσε, επίσης αφάνταστα τους μαθητές τους με περικοπές που ανέφερε από τις Γραφές και με λόγια των Αγίων Πατέρων. Δεν έχανε ποτέ ευκαιρία, που να μη πη ένα ρητό, μια σοφία, ένα παράδειγμα απ’ όσα άκουσε, έμαθε, η διάβασε. Του άρεσε πολύ να περνάει τις ελάχιστες στιγμές της ησυχίας του διαβάζοντας τις αστείρευτες πηγές της γνώσεως, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.

Στύλος Ορθοδοξίας

Αλλά ενώ σε όλες του τις εκδηλώσεις ήτανε ήρεμος, πράος, ταπεινός και ήσυχος ο Θεοδόσιος, δεν συνέβαινε το ίδιο και όταν επρόκειτο να κινδυνέψει η πίστης, όταν σκοτεινές και σατανικές δυνάμεις απειλούσαν την Ορθοδοξία. Τότε ο Άγιος γέροντας θέριευε. Ύψωνε ανάστημα και γινότανε σαν φωτιά και σαν μαχαίρι που καίει, που κόβει κι αφανίζει τα ζιζάνια. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Όσιος γίνεται λιοντάρι, γίνεται παλληκάρι του Χριστού και πολεμάει τους αιρετικούς. Δεν εξετάζει τι είναι, πως λέγονται, ποια δύναμη και ποια εξουσία έχουνε. Τα χρόνια εκείνα επί αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως - Αναστασίου (491-518), είχε ξεσπάσει σαν θύελλα η αίρεσης των δυσσεβών Ευτυχούς, Διοσκούρου και Σεβήρου. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ συμπαθούσε της αίρεση αυτή των Μονοφυσιτών και προσπάθησε με κάθε τρόπο να κλείσει τα στόματα των Ορθοδόξων κληρικών και των αγωνιστών Μοναχών και αργότερα διέταξε κλήρο και λαό να υποταχθούν στον Μονοφυσιτισμό. Αλλά ο Θεοδόσιος αναλαμβάνει αγώνα γενικής εξεγέρσεως εναντίον των αυτοκρατορικών ατοπημάτων. Ξεσηκώνει όλα τα Μοναστήρια. Τρέχει σε πόλεις και σε χωριά και μιλάει. Διαφωτίζει και κατατοπίζει τους Χριστιανούς για την σοβαρότητα της καταστάσεως. Ξεσηκώνει τον Ορθόδοξο Λαό και τον προετοιμάζει για σθεναρή άμυνα, για αντίδραση στα σχέδια των αιρετικών. Τους προετοιμάζει να αγωνιστούν, να πολεμήσουν το σκότος των αιρέσεων, αψηφώντας τις απειλές και τους κινδύνους.

Στην εξορία

Ο αυτοκράτορας μαθαίνει την δραστηριότητα του Οσίου και την αντίσταση που οργανώνεται εξ αιτίας εκείνου, στα αιρετικά σχέδιά του. Μαθαίνει από τους ανθρώπους του ο Αναστάσιος, ότι η κινητήρια δύναμις, ο μοχλός της αντιστάσεως, ο ιθύνων νους όλων των ενεργειών είναι ο Θεοδόσιος. Γεμάτος, λοιπόν, θυμό ο αυτοκράτορας και τυφλωμένος από εγωισμό, διατάζει να εξοριστεί ο Όσιος. Οδηγείται τότε ο Σεβάσμιος γέροντας μακριά από το Κοινόβιο στην εξορία, ενώ εφαίνετο ότι μαύρα και σκοτεινά σύννεφα απλωνόταν στον ολοκάθαρο και φωτεινό ουρανό της Ορθοδοξίας. Αλλά ο Θεός δεν άφησε για πολύ τον κίνδυνο να περικυκλώσει την Ορθοδοξία. Αφαίρεσε την ζωή του αιρετικού αυτοκράτορα Αναστασίου. Ύστερα απ’ αυτό η ταραχή στην Εκκλησία κόπασε και τα σκάνδαλα ησυχάσανε. Τότε απομακρύνθηκαν οι αιρετικοί αρχιερείς, από τους θρόνους τους και όλοι οι εξόριστοι αρχιερείς, όλοι οι υπερασπιστώ της Ορθοδοξίας, πήραν τις θέσεις τους. Έτσι μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου διακόπτεται και η εξορία του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος θριαμβευτής πλέον, επιστρέφει κοντά στους αδελφούς του, στο Κοινόβιο. Ο Θεός, για να αμείψει την πίστη και την ταπείνωση του Οσίου Θεοδοσίου, του έδωσε την δύναμη να κάνη θαύματα. Και πολλά θαύματα έκανε ο Άγιος.

Το αιρετικό Μοναστήρι

Κάποτε πήγαινε ο Όσιος σ’ ένα χωριό Βόστρα ονομαζόμενο για να επισκεφτεί εκεί ένα κοινόβιο. Ο Ηγούμενος του Κοινοβίου εκείνου ήτανε ενάρετος φίλος του, ονόματι Ιουλιανός. Καθώς, λοιπόν, προχωρούσε προς τα εκεί, πέρασε δίπλα από ένα άλλο μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί ακολουθούσανε την αίρεση των Μονοφυσιτών. Οι Καλόγεροι εκείνοι μόλις τον είδανε συγκεντρώθηκαν κι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. Συγχρόνως δε και μια αδιάντροπη γυναίκα τον έβριζε και τον ονόμαζε πλάνο, ψεύτη κ.λ.π. Τότε ο άγιος γέροντας καταράστηκε το Μοναστήρι εκείνο και είπε να μη μείνει ούτε λιθάρι εκεί... Και ο λόγος του εισακούστηκε. Η μεν γυναίκα εκείνη βρήκε τρομερό θάνατο, το δε Μοναστήρι το κατέστρεψαν μια νύχτα οι Αγαρηνοί, αφού πήρανε μαζί τους σκλάβους τους αιρετικούς Μοναχούς!

Το τέλος του Οσίου

Τα χρόνια όμως πέρασαν. Το στερημένο και βασανισμένο κορμί του Αγίου, που πέρασε 
τόσες αγρυπνίες, νηστείες και κακουχίες, λύγισε. Μέσα στα βαθειά γεράματα τον βρίσκει και μια μεγάλη αρρώστια. Είναι η τελευταία δοκιμασία του Θεού. Η αρρώστια αυτή τον κρατάει ένα ολόκληρο χρόνο στο κρεβάτι. Βασανίζεται ο Όσιος με πόνους φοβερούς. Το σώμα του γίνεται πλέον σαν σκελετός. Ο υπέροχος όμως αθλητής της ερήμου δεν βαρυγγομάει. Αντιθέτως δοξάζει τον Θεό και προσεύχεται. Αλλά και άρρωστος συνεχώς δίδασκε τους Μοναχούς. Τους καθοδηγούσε και τους έλεγε πως να πολεμούν τους πειρασμούς και να μη τα χάνουν στους κινδύνους, στους πόνους και τις θλίψεις. Τρεις μέρες προτού κοιμηθεί, ο Όσιος κάλεσε τρεις επισκόπους από τους οποίους εζήτησε συγχώρηση. Έπειτα τους ασπάστηκε, ενώ εκείνοι έκλαιγαν, διότι πίστευαν πως η απώλεια του, ο θάνατος του ήτανε μεγάλη ζημία Περίμενε έπειτα με ψυχραιμία τον θάνατο. Μέχρι την τελευταία στιγμή προσευχότανε ο Όσιος. Και όταν ο Θεός θέλησε, σταύρωσε τα χέρια του και η αγία του ψυχή ανέβηκε ολόλευκη στους ουρανούς. Στις 11 Ιανουαρίου του 529 τελείωσε η επίγεια ζωή του μεγάλου Οσίου Θεοδοσίου. Λύπη τότε απλώθηκε σ’ όλο το Κοινόβιο για την απώλεια του Κοινοβιάρχου. Η είδησης διαδόθηκε σαν αστραπή από Μοναστήρι σε Μοναστήρι και από χωριό σε χωριό. Το γεγονός αυτό έγινε μαθευτό και στα Ιεροσόλυμα. Πλήθος κληρικών, μοναχών και λαός πολύς έτρεξαν στο Κοινόβιο, για να βρεθούν στην κηδεία του Αγίου ανδρός. Και όταν είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι, ιερείς, ηγούμενοι, αρχιερείς και μέγα πλήθος κόσμου και ψάλλανε τη νεκρώσιμη ακολουθία, βρίσκανε μεγάλη δυσκολία στον ενταφιασμό. Κι αυτό συνέβαινε, διότι όλο το αναρίθμητο πλήθος ήθελε ν’ ασπασθεί τον Άγιο! Ήθελε να τον δει και να τον αγγίξει.

Ο δαιμονισμένος

Μέσα στο πλήθος προβάλλει κι’ ένας δαιμονισμένος, που κλαίει και οδύρεται. Πλησιάζει το λείψανο του Οσίου και χτυπάει τα χέρια του απελπισμένος. Αλλοίμονο μου, λέει. Όσο ζούσες εσύ, άγιε Γέροντα, είχα ελπίδα να γίνω καλά. Όσες φορές ερχόμουνα εδώ και σ’ έβλεπα μ’ ανακούφιζε η ελπίδα. Τώρα τι να κάνω ο ταλαίπωρος. Είναι καλύτερα να ταφώ μαζί σου, άγιε, ζωντανός παρά να με βασανίζει ο τρισκατάρατος... Κι ενώ έλεγε αυτά αγγίζοντας το λείψανο του Οσίου, το κορμί του σείστηκε, έπεσε κάτω και κυλίστηκε με σπασμούς. Ο Όσιος με τη δύναμη του Θεού -και με το λείψανο του τώρα- έκανε το θαύμα του. Ύστερα από τους σπασμούς το δαιμόνιο, με τη βοήθεια του Αγίου, εγκατέλειψε τον δαιμονισμένο. Εκείνος σηκώθηκε κατόπιν υγιής και γαλήνιος κι’ ευχαρίστησε τον Όσιο δοξάζοντας τον Θεό, που δίνει τέτοια δύναμη στου αγίους Του... Έπειτα έγινε η ταφή του Αγίου. Ήτανε τότε 105 ετών.


Στίχος

Κοινοῦ Θεοδόσιος Ἡγεμὼν βίου, κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία. Ἑνδεκάτῃ ὀλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας·καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλάγιος α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.




Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄ Τῇ ὑπερμάχῳ

Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου, τάς σάς ὁσίας ἀρετάς τερπνῶς ἐξήνθησας, καί ἐπλήθυνας τά τέκνα σου ἐν ἐρήμῳ, τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα, ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων· ὅθεν κράζομεν· Χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε. 



Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον

Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.



Ὁ Οἶκος

Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ἐχρημάτισας Πάτερ, ἀλλ' ὤφθης συμπολίτης Ἀγγέλων· ὡς γὰρ ἄσαρκον ἐπὶ τῆς γῆς βιοτεύσας σοφέ, τῆς σαρκὸς ἅπασαν τὴν πρόνοιαν ἀπέρριψας· διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν ἀκούεις· Χαίροις, πατρὸς εὐλαβοῦς ὁ γόνος, χαίροις, Μητρὸς εὐσεβοῦς ὁ κλάδος. Χαίροις, τῆς ἐρήμου πολιστὴς παγκόσμιος· χαίροις οἰκουμένης φωστὴρ ὁ πολύφωτος. Χαίροις, ὅτι ἐκ νεότητος ἠκολούθησας Χριστῷ, χαίροις ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς. Χαίροις, τῶν Μοναζόντων πρόξενος σωτηρίας, χαίροις, τῶν ῥαθυμούντων τρόπος παρηγορίας. Χαίροις, πολλοὺς ἐκ πλάνης ῥυσάμενος, χαίροις, κρουνοὺς θαυμάτων δωρούμενος. Χαίροις, πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας, χαίροις, ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης· Χαίροις, Πάτερ Θεοδόσιε. 



Μεγαλυνάριον

Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

«Αὐτὸς ποὺ πέφτει δὲν σηκώνεται;»




Ο προφήτης ­Ἱερεμίας, «ὁ τῶν ­προφη­τῶν συμπα­θέστατος», μὲ προφητι­κὴ δύναμη ὡς «στόμα Θεοῦ» ­κηρύττει μετάνοια στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. 

 Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμο­ποι­εῖ φαίνεται ἁπλούστατο στὴ διατύ­πωσή του, ἀλλ’ εἶναι πειστικότατο: «Τά­δε ­λέγει Κύ­­ριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέ­φει;» Αὐτὰ λέει ὁ Κύριος: ­Μήπως ἐκεῖνος ποὺ πέφτει, δὲν ­σηκώνεται; Ἢ μήπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του, δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν βρεῖ πάλι καὶ νὰ ἐπιστρέψει (Ἱερ. η΄ 4);

   Πράγματι· δὲν ὑπάρχει ὑ­­­γιὴς ἄνθρωπος ποὺ νὰ πέφτει, εἴτε γιατὶ σκόνταψε εἴτε γιατὶ γλίστρησε, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη αἰτία, καὶ νὰ λέει: Ἀφοῦ ἔπεσα, ἂς μείνω γιὰ πάντα πεσμένος. Ἀπεν­αντίας, μόλις πέσει, κάνει ἀμέσως προσπάθεια νὰ σηκωθεῖ. Ἀκόμη κι ἂν ἔχει βαριὰ τραυματισθεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, φωνάζει βοήθεια νὰ ἔλθουν ἄλλοι νὰ τὸν σηκώσουν. Παρόμοια κινητικότητα ἐκδηλώνει κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του. Δὲν λέει: Ἀφοῦ ἔχασα τὸν δρόμο μου, ἂς μείνω γιὰ πάντα ἐδῶ. Ἀλλὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ μονοπάτι, προσπαθεῖ νὰ προσανατολισθεῖ, ρωτάει κι ἄλλους ἀνθρώπους, μέχρις ὅτου βρεῖ τὸν δρόμο του καὶ ἀκολουθήσει τὴ σωστὴ πορεία.

   Τὸ ἴδιο ὄφειλε νὰ κάνει καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαόςΤὸ ἴδιο ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Μόλις πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, ἀμέσως νὰ σηκωνόμαστε μὲ τὴ μετάνοια. Χωρὶς χρονοτριβή! Μόλις χάνουμε τὸν δρόμο μας, νὰ μὴ συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».

   Ὅμως στὴν πράξη, τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός; Δυστυχῶς δὲν τὸ ἔκανε πάντοτε. Ἄλλοτε ­παρουσιαζόταν σκληρὸς καὶ ἀμετανόητος κι ἄλλοτε ἀλ­ληθώριζε πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ κάνουμε τάχα ἐμεῖς; Δυστυχῶς, οὔτε κι ἐμεῖς τὸ κάνουμε πάντοτε. Ἄλλοτε μένουμε στὴν πτώση μας κι ἄλλοτε συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε σὲ λάθος δρόμο.

   Τὸ προφητικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρει ρητῶς ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ τῶν ἐσχάτων ἀντὶ νὰ μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ δίνουν δόξα στὸν ἅγιο Θεό, θὰ παραμένουν ἀμετανόητοι στὶς πτώσεις τους καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ προσκυνοῦν τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα (ις΄ 9· θ΄ 20).

   Τόσο πολὺ γοητεύει τὸν ἄνθρωπο ἡ εὐπερίστατη ἁμαρτία, ποὺ δὲν ­ἐννοεῖ νὰ τὴν ἀποχωρισθεῖ. Ὅπως τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ τραυματίζει τὴ γλώσσα του, γλείφον­τας μία λίμα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ γλείφει, διότι εὐχαριστεῖται ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ αἵματος, ἔτσι κι ὁ ἀμετανόητος ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ τραυματίζεται ἁμαρτάνοντας, ἐξακολουθεῖ νὰ ἁμαρτάνει, διότι δελεάζεται ἀπὸ τὸ ἀπατηλὸ προσωπεῖο της.

   Ὅμως ἡ ἀμετανοησία μας λυπεῖ τὸν ἅγιο Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀνακαλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ προφήτου Ἱερεμίου λέγοντας: «Γιατί ὁ λαός μου μένει στὴν ἠθικὴ πτώση του καὶ πορεύεται σὲ λάθος δρόμο, ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ σωστὸ καὶ σωτήριο;» (Ἱερ. η΄ 5).

   Εἶναι ὁπωσδήποτε πτώση μεγάλη ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ τὸ νὰ παραμένουμε στὴν πτώση μας εἶναι ἀκόμη χειρότερο κακὸ ποὺ παροργίζει τὸν ἅγιο Θεό. «Οὐκ ἐγκαλῶ, φησίν, ὅτι ἔπεσας. Ἀλλ’ ὅτι μένεις ἐπὶ τῷ πτώματι, τοῦτό με παροξύνει». Δὲν σὲ κατηγορῶ τόσο πολὺ ποὺ ἔπεσες, ὅσο σὲ κατηγορῶ ποὺ παραμένεις στὴν πτώση σου. Αὐτὸ μὲ ἐξοργίζει περισσότερο, τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 64, 844).

   Γράφει ἀκόμη ὁ χρυσορρήμων Πατὴρ σ’ ἕνα μοναχὸ ποὺ ὀνομαζόταν Θεό­δω­ρος: «Οὐ δεινόν, ὦ φίλε Θεόδωρε, τὸ πα­λαίοντα πεσεῖν, ἀλλὰ τὸ μεῖναι ἐν τῷ πτώματι» (PG 47, 369). Δὲν εἶναι φοβε­ρὸ νὰ πέσει ὁ παλαιστής, ἀλλὰ νὰ παραμείνει πεσμένος κάτω στὸ χῶμα. Δὲν εἴμαστε ἄπτωτοι οἱ ἄνθρωποι. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» ὅτι «ἀγ­­γέλων ἐστὶ τὸ μὴ πίπτειν... ἀνθρώπων δὲ τὸ πίπτειν καὶ πάλιν ἀνίστασθαι, ὁ­­­σάκις ἂν τοῦτο συμβῇ», νὰ πέφτουν, ἀλ­­λὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν (Κλῖμαξ Δ΄, κζ΄).

   Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μένουμε στὴν πτώση μας, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἐὰν ­μετανοοῦμε εἰλικρινῶς, ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ δέχεται τὴ με­­τάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρεῖ. «Οὐκ ἔστιν ἁμαρτία ἀσυγχώρητος, εἰ μὴ ἡ ἀ­­­μετανόητος», γράφει ὁ ­ὅσιος ­Ἰσα­ὰκ ὁ Σύρος (Ἀσκητικά, Λόγος Λ΄). Μό­­νο οἱ ἀμετανόητες ἁμαρτίες μας ­πα­­ραμέ­νουν ἀσυγχώρητες. Ὅλες οἱ ἄλ­­­λες ­συγχω­ροῦνται.
   Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» συμ­βουλεύει τὰ τραύματά μας νὰ θεραπεύονται ὅσο ἀκόμη εἶναι φρέσκα καὶ ζεστά. Διότι τὰ χρόνια καὶ ­παραμελημένα τραύματα δύσκολα θεραπεύονται (Κλῖ­μαξ Ε΄, ιβ΄). Τὸ ἄριστο ­βεβαίως εἶ­ναι νὰ ἀποστρεφόμαστε τελείως τὴν ἁ­­­μαρτία. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ἁμαρτάνου­με. Ἀλλὰ κι ἂν ­ἁμαρτήσουμε, ἀμέ­σως νὰ σηκωνόμαστε. Κι ἂν ­ξαναπέ­σουμε στὴν ἁμαρτία, πάλι νὰ σηκωνό­μαστε. «Ἐὰν πά­λιν ἁμάρτῃς, πά­λιν ­με­τανόησον»! Τὸ «πίπτ’ ἔγειραι» τῶν ἀ­­σκητικῶν βιβλίων αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει: Μόλις πέφτουμε, νὰ σηκωνόμαστε. Νὰ ­προσερχόμαστε στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ­Ἐξομολογήσεως καὶ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση. Μέχρις ὅτου μᾶς πάρει ὁ ἅγιος Θεὸς στὴ Βασιλεία Του, ὁ­πό­τε θὰ παύσουμε πλέον νὰ ­πέ­­φτουμε.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” 

Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ”

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΖΗΛΩΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΓΙΑ ΠΛΑΝΕΜΕΝΟ ΒΡΕΘΗΚΕ ΑΦΘΑΡΤΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΤΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ!

kausokalibia

Γράφει ο Αιμίλιος Πολυγένης

Μάρτυρες ενός θαυμαστού γεγονότος έγιναν οι Πατέρες της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους, με μοναχό που βρέθηκε νεκρός ένα μήνα μετά την κοίμησή του.
Αποκλειστικές πληροφορίες της Romfea.gr αναφέρουν ότι πρόκειται για τον 74χρονο Μοναχό Στέφανο που ζούσε στο Κελλί των Τριών Ιεραρχών στα Καυσοκαλύβια για περίπου 40 χρόνια.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο μοναχός δεν είχε κοινωνία με τους πατέρες της Σκήτης, ενώ πολλοί λέγανε ότι ήταν σε πλάνη και δεν είχε κανείς επαφή μαζί του.
Τον τελευταίο καιρό ο μοναχός Στέφανος δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής,  που είχε ως αποτέλεσμα να κοιμηθή και να παραμείνει νεκρός στο κελί του 1 με 1,5 μήνα.
Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν στην Romfea.gr ότι οι πατέρες που τον βρήκαν νεκρό έκαναν λόγω για μεγάλο θαύμα, αφού μετά από ένα μήνα ο μοναχός ήταν σχεδόν άφθαρτος, εύκαμπτος και δεν είχε την παραμικρή μυρωδιά.
Οι πατέρες που βρήκαν τον μοναχό Στέφανο προβληματίστηκαν στο πως κρίνει τελικά ο Θεός τον κόσμο.
Να αναφερθεί ότι η Ιερά Μεγίστη Λαύρα παρόλο που ο μοναχός Στέφανος δεν είχε κοινωνία με την Σκήτη, έδωσε εντολή να γίνει η κηδεία του και να ταφεί ως κανονικός μοναχός της Σκήτης.
Καυσοκαλυβίτης Μοναχός μιλώντας στην Romfea.gr μεταξύ άλλων ανέφερε: "Ο μοναχός Στέφανος ζούσε την απόλυτη πτωχεία αφού δεν είχε κρεβάτι στο κελλί του, κοιμόταν πάνω σε ένα ξύλο, ενώ δεν είχε ούτε σεντόνια και κουβέρτες."
Τελικά όπως είπε και ο Κύριος "Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε".....

Νεότερη ενημέρωση: Τα γνωστά ιστολόγια που εκμεταλλεύονται το όνομα του Αγίου Όρους, έσπευσαν να διαψεύσουν την είδηση για τα περί αφθαρσίας του σκηνώματος του μοναχού Στεφάνου!
Εμείς δεν είμαστε Ιατροδικαστές για να ξέρουμε το πόσο σε αφθαρσία ήταν ο μακαριστός γέροντας, όμως εκείνοι που προσπαθούν να διαψεύσουν την είδηση το κάνουν επειδή ο μοναχός Στέφανος ήταν ζηλωτής και δεν θέλουν να εκτεθούν.
Προς ενημέρωση όμως των αναγνωστών θέτουμε σε εκείνους που προτρέχουν να διαψεύσουν τα εξής ερωτήματα:  Αφού ο εν λόγω μοναχός ήταν ζηλωτής γιατί μνημόνευσαν το όνομά του στην αγρυπνία; Επίσης γιατί ο μοναχός Στέφανος τελικά ετάφη κανονικά; 
Επειδή ως  Romfea.gr γνωρίζουμε πολύ καλά το παρασκήνιο, ας προσέχουν μερικοί τι λένε και τι γράφουν γιατί πολύ απλά γίνονται γραφικοί.

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ: Εὐαγγέλιο - (Ὑψώστε τή φωνή σας)






1 Αρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προ­φήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀπο­στέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρή­μῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυ­ρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων­ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφε­σιν ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐ­­τὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώ­ρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβα­­πτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰ­ορ­­δάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐ­τοῦ ἐξο­μολογούμενοι τὰς ἁ­­μαρ­τί­ας αὐτῶν. 6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυ­μέ­νος τρίχας καμήλου καὶ ζώ­νην δερματίνην περὶ τὴν ὀ­­­­σφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων­ ἀ­­­­κρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑ­­­μᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

ΥΨΩΣΤΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΑΣ!

«φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ»

Κυριακή πρό τῶν Φώτων, σήμερα, καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει σκηνές ἐκπληκτικές ἀπό τήν ζωή καί τή δράση τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Πραγματικά, αὐτό πού συνέβαινε στίς ὄχθες τοῦ ᾿Ιορδάνη, δέν εἶχε ξαναγίνει.

Λαοθάλασσα! Πήγαιναν κι ἔρχονταν ὁ κόσμος. ῎Εμεναν, ἄκουγαν τό κήρυγμα, βαπτίζονταν στόν ποταμό «ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν». Ἡ ἔρημος εἶχε μεταβληθεῖ σέ πολυθόρυβη πλατεία. Μᾶλλον σέ ὁλόφλογο καθαρτικό καμίνι πίστεως, εὐλαβείας καί μετανοίας.

«Ἐξεπορεύετο πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται», σημειώνει χαρα-κτηριστικά ὁ Εὐαγγελιστής. «Πᾶσα ἡ χώρα». Ξεσηκώνονταν σύσσωμα τά χωριά, ὅλα τά χωριά, καί σχημάτιζαν προσκυνηματικά καραβάνια γιά ἐκεῖ. Ἀλλά «καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται», οἱ «πρωτευουσιάνοι» δέν εἶχαν μείνει ἀνεπηρέαστοι κι αὐτοί. ῎Οχι λίγοι, ἀρκετοί, πολλοί ῾Ιεροσολυμίτες... ῞Ολοι! «Οἱ ῾Ιεροσολυμῖται»! Κανένας ἀπαθής! ῎Ετρεχαν ὅλοι σαγηνεμένοι, συγκινημένοι, ἐκστατικοί, ἐκεῖ πού τούς καλοῦσε ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ».

ΥΨΩΣΤΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΑΣ!
Μά τί συνέβαινε, λοιπόν; Ποιός τάχα γιγαντόσωμος στέντορας νά ἦταν αὐτός πού ὕψωνε τή φωνή του κι ἔκανε τόση ἐντύπωση καί τραβοῦσε τό λαό;
Νά ‘τος. ᾿Εκεῖνος ὁ ἀδύνατος, ἤρεμος ἄνθρωπος εἶναι, πού φοράει τό φτωχικό χοντροϋφασμένο χιτώνα ἀπό «τρίχας καμήλου» κι ἔχει ἁπλά στή μέση του «ζώνην δερματίνην». Τρέφεται ἀπέριττα καί ἀσκητικά. Μόνο μέ «ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον». Ὁ Τίμιος Πρόδρομος! Αὐτός εἶναι πού ἔχει προκαλέσει τό σεισμό.
Κηρύττει «βάπτισμα μετανοίας». ῾Υπόσχεται ὅτι ὅπου νά ’ναι «ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερος», πού θά βαπτίσει τόν κόσμο ὄχι πιά μέ νερό ἀλλά «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Καί τρέχουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι μέ συντετριμμένες τίς ψυχές. Κλαῖνε. Ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μετανοοῦν. Περιμένουν...


῏Ηταν κάτι τό ἐκπληκτικό, στ’ ἀλήθεια. Μέσα σέ τόσο λίγο χρόνο, μέσα σ’ ἐκείνη τή χαλασμένη ἐποχή καί τά παρηκμασμένα ἤθη, νά παρουσιαστεῖ αὐτός ὁ πνευματικός συναγερμός, αὐτή ἡ κοσμογονία! Ἀπό ἕναν ἄνθρωπο. Ἀπό μιά φωνή! Ἀπίστευτο! Κι ὅμως ἀληθινό. ῎Ισως καί πάρα πολύ εὔλογο. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού μιλοῦσε δέν ἦταν συνηθισμένος. ῏Ηταν ῞Αγιος!

«Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου» εἶχε προαναγγείλει μέ τόν Προφήτη Του ὁ Θεός. «Τὸν ἄγγελόν μου», τόν εὐλογημένο δοῦλο μου πού ἔφθασε στά μέτρα τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Μέ τή βαθιά του εὐλάβεια καί πίστη, μέ τή νηστεία καί τήν ἁγνότητα, μέ τήν ἐκπληκτική ταπείνωσή του. Πῶς νά μή δημιουργηθεῖ κατόπιν ὁ συναγερμός; Πῶς νή μήν πνεύσει στίς ψυχές τό Ἅγιο Πνεῦμα; Πῶς νά μήν ἀπαρτισθεῖ ἔτσι τό προοίμιο τῆς σωτηρίας, ἡ «ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ»;

Τοῦτο τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τῆς νέας χρονιᾶς ἔρχεται πολύ ἐπίκαιρα νά δώσει λύση σέ κάποιες ἀγωνίες. Νά γίνει στήριγμα στίς ἐλπίδες καί στά ὄνειρά μας.
Καθώς ὑποδεχθήκαμε τό νέο ἔτος, ὅλοι εὐχηθήκαμε νά εἶναι εὐτυχισμένο, ἐξυψω-τικό, σωτήριο γιά τήν ἀναστατωμένη ἐποχή μας. Συνάμα, ὅλοι ἀνανεώσαμε κάποιες ἀποφάσεις νά ἔλθουμε πιό κοντά στόν Θεό, νά ζήσουμε πιό θερμά τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, κάτι νά κάνουμε γιά νά γκρεμισθοῦν πιά τ’ ἀδιέξοδα τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί τῆς ὑλοφροσύνης.
Ὡστόσο, σέ κεῖνο τό σημεῖο – ἄς τό ὁμολογήσουμε – νιώσαμε δισταγμό. Μπροστά στό χείμαρρο τοῦ κακοῦ, στίς μεθυσμένες μάζες, στά πανίσχυρα κέντρα πού μεθοδεύουν τή σήψη, τί θά μπορέσω – ἕνας ἐγώ – νά κάνω; «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» θά γίνει ἡ φωνή μου. «Φωνὴ βοῶντος»... ῎Εχει καθιερωθεῖ πιά σάν παροιμία. «Τίποτε δέν μπορεῖ νά γίνει».

Κι ὅμως. ῾Η ἴδια ἡ φράση μᾶς ἀφυπνίζει καί μᾶς ἐλέγχει. ᾿Εκείνη ἡ πρώτη φωνή πῶς μπόρεσε κι ἔφερε χαλασμό; Πῶς μπόρεσε κι ἄνοιξε δρόμο στά δύσβατα, στίς ψυχές, καί πέρασε ὁ Μεσσίας μέ τό φῶς Του; Τό μυστικό της βρισκόταν ἀναμφίβολα στά βάθη τοῦ εἶναι, ὅπου λαμπάδιαζε ἡ Πίστη καί ἡ ᾿Αρετή.

῎Επειτα, προσέξτε καί τό ἄλλο. Τόσος κόσμος, ποῦ ἦταν κρυμμένος; Σέ ποιά μυστικά φυλλοκάρδια εἶχε διασώσει τήν πίστη; ᾿Ακόμη καί τελῶνες καί στρατευμένοι στούς Ρωμαίους εἶχαν προστρέξει καί ζητοῦσαν ταπεινά ὁδηγίες γιά μιά θεάρεστη ζωή (Λουκ. γ´ 12–14)!

Ναί. Εἶναι κι αὐτό κάτι πολύ ἀληθινό. ῾Υπάρχουν ψυχές καλοπροαίρετες. Κρυμμένες μά πολλές! ῾Υπάρχουν ἀδελφοί πού περιμένουν. Ἄν στή φωνή μας διαπιστώσουν εἰλικρίνεια, ζῆλο, πίστη φλογερή, ταπείνωση καί ἀγάπη, θά τρέξουν ν’ ἀνταποκριθοῦν. Μήν ἀμφιβάλλετε. Αὐτό ψάχνουν. Γι’ αὐτό περιμένοντας σιωποῦν. ῞Ολοι εἶναι ἕτοιμοι ν’ ἀσπασθοῦν «τὴν ὁδὸν Κυρίου», γιατί ὅλοι καταλαβαίνουν ὅτι δέν εἶναι ἄλλη σάν κι αὐτή...

῾Οπότε... Μά δέν πρέπει νά διστάζουμε! Θά ὑψώσουμε κι ἐμεῖς φωνή. Στήν οἰκογένεια, στά σχολειά μας, στόν ἐργασιακό μας χῶρο, στό κοντινό ἤ εὑρύτερο περιβάλλον μας. Φωνή μέ λόγο ἀλλά καί μέ χριστιανική ζωή.

Καί τότε – νά δεῖτε – θά γίνει ἕνα νέο ξεκίνημα, «ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Θά συναχθοῦν πλῆθος οἱ καλοπροαίρετες ψυχές. Καί θά ’ναι ἀνοιχτός, ἕτοιμος πιά ὁ δρόμος γιά νά περάσει ᾿Εκεῖνος, νά μιλήσει μέ τήν πανσθενή Του Χάρη καί νά φέρει κάτι ὁλότελα καινούργιο καί ὡραῖο στή νέα χρονιά. Στήν ἴδια τή ζωή μας.

Πηγή: www.osotir.org



Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (Ἀναγνωστικό Ε΄Δημοτικοῦ 1966)

- Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία...

῞Ολη ἡ Γειτονιὰ ἀντηχοῦσε ἀπ’ τὰ χαρμόσυνα κάλαντα, ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ παιδάκια τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς. Καὶ τὸ βράδυ, μαζεμένη γύρω στὸ τζάκι ἡ οἱκογένεια τοῦ παπα - Θύμιου, καμάρωνε τὰ δῶρα, ποὺ χάρισε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ περίμενε τὴν ὥρα τῆς βασιλόπιτας.

῾Ο Γιῶργος, μαθητὴς τῆς πέμπτης τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἐπάνω κάτω ἕντεκα χρονῶ, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσοδεμένο βιβλίο καὶ τὸ στριφογύριζε ἀπ’  ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ξεφύλλιζε τὶς εἰκόνες του. Καὶ ἡ Μαρία, ἕνα χρόνο μικρότερη, κρατοῦσε καὶ χάιδευε καὶ καμάρωνε μιὰ πανώρια κούκλα.

Καὶ πάλι ἀντήχησαν στὴ γειτονιὰ οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν παιδιῶν

- Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία.

- Ποῦ εἶναι ἡ Καισαρεία, μπαμπά; ρώτησε ἡ Μαρία.

- Εἶναι πέρα στὴν Ἀνατολή, παιδί μου. Μὰ τὴ λένε Καισάρεια καὶ ὄχι Καισαρεία.

- Καὶ γιατί τὰ παιδιὰ τὴ λένε ἔτσι;

- Γιατὶ ἔτσι ταιριάζει καλύτερα στὸ τραγούδι τους. Μήπως θέλετε νὰ σᾶς πῶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἁι - Βασίλη; ῎Ετσι θὰ περάση καὶ ἡ ὥρα, ὅσο νὰ κόψωμε τὴ  βασιλόπιτα.

Χαρούμενα τὰ παιδιὰ τριγύρισαν τὸν παπα - Θύμιο. ῾Η παπαδιὰ ἔριξε κι ἄλλα ξύλα στὴ φωτιά, ἔδωσε σ’ ὅλους ἀπὸ ἕναν κουραμπιὲ κι ὁ παπὰς ἄρχισε τὴν ἱστορία.

- ῞Οπως σᾶς εἶπα καὶ πρωτύτερα, ἡ Καισάρεια εἶναι βαθιὰ στὴν Ἀνατολή, σὲ μιὰ χώρα ποὺ τὴ λένε Καππαδοκία. ᾽Εκεῖ γεννήθηκε ὁ Ἁι - Βασίλης τριακόσια τριάντα χρόνια ὕστερ’ ἀπ’ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ γονεῖς του, ὅπως οἱ περισσότεροι πατριῶτες του, ἦταν εἰδωλολάτρες. ῾Η μητέρα του, ἡ ᾽Εμμέλεια, ἦταν μιὰ σπάνια γυναίκα κι ἔδωσε στὸ παιδί της πολὺ καλὴ ἀνατροφή. Πόσα χρωστοῦμε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ στὴν καλὴ αὐτὴ μητέρα!

Ὅταν μεγάλωσε ὁ Βασίλειος, πῆγε στὴν Ἀθήνα νὰ σπουδάση κι ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. ῎Εγινε στὴν ἀρχὴ δικηγόρος. Στὴν πατρίδα του ἦταν καὶ  δάσκαλος μερικὰ χρόνια. Ἀλλὰ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο ἐπάγγελμα τοῦ γέμιζε τὴν ψυχή.

Μὲ τὸ δυνατό του μυαλὸ εἶδε, πὼς ἡ νέα θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἦταν καλύτερη ἀπ’ τὴν παλιά. ῎Εβλεπε κάθε μέρα νὰ κυνηγοῦν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς  βασανίζουν. Ὁ αὐτοκράτορας ἦταν κι αὐτὸς εἰδωλολάτρης καὶ δὲν ἤθελε να πληθαίνουν οἱ Χριστιανοί.

῾Η ψυχὴ τοῦ Βασιλείου δὲ μποροῦσε νὰ ὑποφέρη τὶς ἀδικίες αὐτές. Σὲ ἡλικία 27 χρονῶν ἔγινε Χριστιανός, μοίρασε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ  ξεκίνησε νὰ γυρίση κι ἄλλους τόπους, νὰ γνωρίση κι ἄλλους Χριστιανούς, ν’ ἀγωνιστῆ κι αὐτὸς γιὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.

Θέλοντας νὰ ἰδῆ μὲ τὰ μάτια του τὰ μέρη, ποὺ γεννήθηκε κι ἔζησε ὁ Χριστός, ταξίδεψε στὴν Αἴγυπτο, τὴν Παλαιστίνη, τὴ Συρία, τὴ Μεσοποταμία. Στὴν Αἴγυπτο  γνώρισε καὶ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο.

Βλέπω στὰ μάτια σας, παιδιά μου, ν’ ἀναγαλλιάζη ἡ ψυχή σας ἀκούοντας τὰ ταξίδια αὐτά, σὰ νὰ τὰ ζηλεύετε. Μὰ λέτε, πὼς ἦταν εὐχάριστα τὰ ταξίδια αὐτά;  ᾽Εκεῖνον τὸν καιρὸ οὔτε σιδηρόδρομοι ὑπῆρχαν, οὔτε ἀτμόπλοια, οὔτε αὐτοκίνητα. Μὴν ξεχνᾶτε, πὼς οὔτε χρήματα εἶχε πιὰ ὁ Βασίλειος. Μὴν ξεχνᾶτε καὶ πόσο  κυνηγούσανε παντοῦ τοὺς Χριστιανούς καὶ, θὰ καταλάβετε πόσο βασανισμένο ἦταν αὐτὸ τὸ μεγάλο ταξίδι τοῦ Βασιλείου.
Σ’ ἕνα ἄλλο του ταξίδι στὸν Πόντο, ποὺ εἶχε κι ἕνα πατρικό του κτῆμα, ἀποφάσισε νὰ ζήση κάμποσον καιρὸ στὴν ἐρημιά, μόνος του σὰν καλόγερος. Διάλεξε μιὰ  τοποθεσία ἥσυχη· καὶ τερπνὴ κι ἀφοσιώθηκε στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀκοῦστε, πῶς περιγράφει ὁ ἴδιος σ’ ἕνα γράμμα στὸ φίλοτου Γρηγόριο, τὸν τόπο ποὺ διάλεξε νὰ ζήση:

- «Ἀφοῦ ἀπελπίστηκα πιὰ ὅτι θὰ μ’ ἀκολουθήσης, ζήτησα καταφύγιο ἐδῶ, στὸν Πόντο. Καὶ ὁ Θεὸς μ’ ὁδήγησε σ’ ἕναν τόπο, ποὺ μ’ εὐχαριστεῖ πάρα πολύ.

Θυμᾶσαι καμιὰ φορά, ποὺ παίζοντας πλάθαμε μὲ τὴ φαντασία μας ὄμορφες τοποθεσίες;
Τέτοιο εἶναι καὶ τὸ μέρος ποὺ ζῶ σήμερα. Εἶναι ἕνα ψηλὸ βουνὸ  σκεπασμένο ἀπὸ πυκνὸ δάσος. ᾽Εδῶ κι ἐκεῖ τρέχουν κρύα καὶ κατακάθαρα νερά. Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ εἶναι μιὰ πεδιάδα, ποὺ ποτίζεται ἄφθονα ἀπὸ τὰ νερὰ αὐτά. Στὴν πεδιάδα αὐτὴ μόνα τους ἔχουν φυτρώσει ὅλων τῶν λογιῶν τὰ δέντρα καὶ τόσο πυκνά, ποὺ καμιὰ φορὰ δυσκολεύεται κανένας νὰ περάση. Μπροστὰ
στὴν τοποθεσία αὐτὴ δὲν εἶναι τίποτε τὸ νησὶ τῆς Καλυψῶς, ποὺ τόσο θαύμασε τὴν ὀμορφιά του ὁ ῞Ομηρος». Πολλοὶ φίλοι του πηγαίνανε νὰ τὸν ἰδοῦν στὴν ἐρημικὴ ζωή του· πῆγε κι ὁ Γρηγόριος, μὰ πολὺ λίγο ἔμεινε μαζί του, γιατὶ δὲν τοῦ ἄρεσε ἡ ζωὴ τῆς ἐρημιᾶς.

Ἁλλὰ κι ὁ Βασίλειος ἀναγκάστηκε ν’ ἀφήση τὴ μοναχικὴ ζωή· Οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν ἐξακολουθοῦσαν ἀγριότεροι καὶ ἡ ἐξάπλωση τῆς νέας θρησκείας τοῦ  Χριστοῦ κινδύνευε νὰ σταματήση· ῾Ο αὐτοκράτορας ᾽Ιουλιανὸς προστάτευε μὲ φανατισμὸ τὴν εἰδωλολατρεία.

Γύρισε στὴν πατρίδα του ὁ Βασίλειος καὶ χειροτονήθηκε παπάς, τὸν ἴδιο σχεδὸν καιρὸ μὲ τὸ Γρηγόριο. Μὲ τὴ ρητορική του δύναμη ἔδωσε θάρρος στοὺς  κατατρεγμένους Χριστιανοὺς καὶ μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ φιλάνθρωπη ζωή του ἔδωσε τὸ καλύτερο παράδειγμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ. Καὶ ὅταν ἕνας μεγάλος λιμὸς  ξαπλώθηκε σ’ ὅλη τὴν Καππαδοκία καὶ τὸν Πόντο, ὁ Βασίλειος τρέχοντας παντοῦ, μάζευε βοηθήματα ἀπὸ τοὺς πλούσιους καὶ μοίραζε στοὺς φτωχοὺς καὶ  παρηγοροῦσε τοὺς δυστυχισμένους, θυσιάζοντας καὶ τὴ λίγη περιουσία, ποὺ τοῦ εἶχε ἀπομείνει.

Σὲ ἡλικία σαράντα χρονῶν, ὁ Βασίλειος ἔγινε ᾽Επίσκοπος Καππαδοκίας κι ἔμεινε πάντα ὁ πατέρας τοῦ λαοῦ κι ὁ φίλος τῶν δυστυχισμένων. Φορώντας πάντα τὸ  ἴδιο ράσο καὶ τρώγοντας μόνο ψωμὶ καὶ χόρτα, ἐξοικονομοῦσε ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ τοὺς φτωχοὺς κι ἔχτισε στὴν Καισάρεια μεγάλο νοσοκομεῖο καὶ πτωχοκομεῖο. Κι  ἔτσι ὅλος ὁ βίος του ἦταν ἕνα πολύτιμο στήριγμα τῆς χριστιανοσύνης.

Ὁ νέος αὐτοκράτορας Οὐάλης - ἐχθρὸς κι αὐτὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔστειλε στὴν Καισάρεια ἕναν ἀξιωματικό, τὸ Μόδεστο, γιὰ νὰ φοβίση τὸ Βασίλειο καὶ νὰ τὸν  ἀναγκάση νὰ πάψη τὸ κήρυγμά του καὶ τὶς φιλανθρωπίες του.

Ἀτάραχος ἔμεινε ὁ Βασίλειος στὶς φοβέρες τοῦ ἀξιωματικοῦ.

- Πῶς, τοῦ λέει αὐτός, δὲ φοβᾶσαι τὴ δύναμή μου;

- Καὶ γιατί νὰ τὴ φοβηθῶ ; ἀπάντησε ὁ Βασίλειος. Τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάμης;

- Τί μπορῶ νὰ σοῦ κάμω; ῞Ολα εἶναι στὴν ἐξουσία μου. Μπορῶ νὰ δημέψω τὴν περιουσία σου, μπορῶ νὰ σ’ ἐξορίσω, μπορῶ νὰ σὲ βασανίσω, μπορῶ ἀκόμη καὶ νὰ σὲ θανατώσω.

- Μὲ τίποτε ἄλλο νὰ μὲ φοβερίσης, γιατὶ αὐτὰ δὲν τὰ φοβοῦμαι. Τὴ δήμευση δὲν τὴ φοβοῦμαι, Γιατὶ δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο ἀπὸ δυὸ τριμμένα ράσα καὶ λίγα βιβλία. Τὴν ἐξορία δὲν τὴ φοβοῦμαι, γιατὶ ὅλη τὴ γῆ τὴ θεωρῶ πατρίδα μου. Τὰ βάσανα δὲν τὰ φοβοῦμαι, γιατὶ τὸ σῶμα μου εἶναι τόσο ἀδύνατο, ὥστε θὰ νεκρωθῆ,  πρὶν προφτάσης νὰ τὸ βασανίσης. Καὶ τέλος, δὲ φοβοῦμαι τὸ θάνατο, γιατὶ αὐτὸς θὰ μὲ φέρη συντομώτερα κοντὰ στὸ Θεό.

- Ποτὲ δὲν ἄκουσα τέτοια λόγια, ἀποκρίθηκε ὁ ἀξιωματικὸς μὲ ἀληθινὴ κατάπληξη.

- Γιατὶ καὶ ποτὲ δὲν ἀπάντησες ἀληθινὸν ᾽Επίσκοπο. ᾽Εμεῖς εἴμαστε ἥσυχοι καὶ ταπεινοί, ὄχι μοναχὰ μπροστὰ στὸ βασιλιά, ἀλλὰ καὶ στὸν τελευταῖο ἄνθρωπο. Ἅμα ὅμως πρόκειται γιὰ τὴν πίστη μας στὸ Θεό, οὔτε τὴ φωτιὰ φοβόμαστε, οὔτε τὸ σπαθί, οὔτε τὰ ἄγρια θηρία· αὐτὰ τὰ θεωροῦμε διασκέδαση. Αὐτὰ ἂς μάθη ὁ  αὐτοκράτορας μιὰ γιὰ πάντα.

Τέτοιος, ἐξακολούθησε ὁ παπα - Θύμιος, ἦταν, παιδιά μου, ὁ σπάνιος αὐτὸς ᾽Επίσκοπος. Καὶ μὲ τὸ ἀσθενικό του σῶμα καὶ μέσα σὲ πολλὲς κακουχίες αὐτὸς  ἐξακολούθησε νὰ περιοδεύη παντοῦ, νὰ ἐλεῆ τοὺς δυστυχισμένους, νὰ παρηγορῆ τοὺς θλιμμένους, νὰ δίνη θάρρος στοὺς βασανισμένους Χριστιανούς.

Κι ἀπὸ  τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις πέθανε σὲ ἡλικία πενήντα χρονῶν, τὴν ἡμέρα τῆς πρωτοχρονιᾶς.

Ὅλος ὁ τόπος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ τὸν προστάτη του. Χιλιάδες ἀπ’ ὅλη τὴν ἐπαρχία ἔτρεξαν στὴν κηδεία του. Χριστιανοὶ καὶ ᾽Ιουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες  ἔκλαψαν μαζὶ τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἀπὸ τὸν πυκνὸ συνωστισμὸ πολλοὶ βρῆκαν τὸ θάνατο κι οἱ ἄλλοι τοὺς καλοτύχιζαν, ποὺ πέθαναν μαζὶ μὲ τὸ Βασίλειο.

- Καὶ τώρα, παιδιά μου, εἶπε τελειώνοντας ὁ παπα - Θύμιος, ἂς ζητήσωμε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁι - Βασίλη καὶ ἄς κόψωμε τὴ βασιλόπιτα γιὰ τήν καλὴ χρονιά.

Πηγἠ: www.kapodistrias.info

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΤΑ (Ἀναγνωστικό Γ΄Δημοτικοῦ 1955)

δάσκαλος ἐξήγησε σήμερα γιατί κάνομε στὰ σπίτια μας βασιλόπιττα.

Στὰ παλιὰ χρόνια, εἶπε στὰ παιδιά, ὅταν ἦτο ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔτυχε νὰ εἶναι διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας ἕνας εἰδωλολάτρης, πολὺ  κακός, σκληρὸς καὶ φιλοχρήματος ἄνθρωπος. Οἱ ἐπισκέψεις του στὰ διάφορα μέρη τῆς ἐπαρχίας του σκοπὸ εἶχαν τὴ διαρπαγὴ καὶ λεηλασία τῶν θησαυρῶν τῶν Χριστιανῶν. Κάποτε λοιπόν, ποὺ θὰ ἔκανε τὴν ἐπίσκεψί του ὁ κακὸς αὐτὸς ἄρχοντας στὴν Καισάρεια, οἱ Χριστιανοὶ ἔτρεξαν φοβισμένοι στὸ Μέγαν Βασίλειο καὶ τοῦ  ἐζήτησαν τὴ συνδρομή του.

Ἀδελφοί μου, εἶπε ὁ Βασίλειος, τὴ σωτηρία θὰ τὴ ζητήσωμε πρῶτα ἀπὸ τὸ Θεό.

Ξεύρετε βέβαια γιὰ ποιὸ σκοπὸ κάνει τὴν ἐπίσκεψί του ὁ κακὸς αὐτὸς  ἄνθρωπος. Σᾶς συμβουλεύω νὰ μοῦ δώσῃ ὁ καθένας σας ὅ,τι πολύτιμο ἀντικείμενο ἔχει, καὶ ὄταν θὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε, θὰ τοῦ τὰ παραδώσω μὲ τρόπο, γιὰ νὰ  σωθοῦμε.

Οἱ Χριστιανοὶ συμμορφώθηκαν μὲ τὰ λόγια τοῦ Βασιλείου καὶ ἔδωσαν πρόθυμα ὅ,τι ἠμποροῦσαν. Ἄλλοι ἔδωσαν φλουριά, ἄλλοι στολίδια, οἱ πλούσιοι ἔδωσσν καὶ  γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἔτσι ἐμαζεύθηκε ἀρκετὸ χρυσάφι.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ὅμως ἔκαμε τὸ θαῦμά του. Ὁ κακὸς διοικητής, εἴτε γιατὶ ἔμεινε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ καὶ τὴν προσφώνησι τοῦ ἐπισκόπου, εἴτε γιατὶ ἔφθασε Ἑλληνικὸς στρατὸς ἀπὸ τὴν Πὸλι, ἔφυγε καὶ δὲν ἐπῆρε μαζί του τὸν συγκεντρωμένο θησαυρό.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησι τοῦ διοικητοῦ, συγκέντρωσε ὁ Μέγας Βασίλειος τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς εἶπε:

Ἀδελφοί μου, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ δῶρά σας ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα. Τὴν Κυριακή, ποὺ μᾶς ἔρχεται, θὰ δώσω στὸν καθένα ὅ,τι χρυσαφικὰ ἤ  φλουριὰ μοῦ ἔδωσε.
Ἀλλὰ πῶς νὰ ἐπιστρέψῃ ὅλον ἐκεῖνον τὸ θησαυρὸ στοὺς κατόχους του; Ποῦ νὰ ξεύρῃ τί προσέφερε ὁ καθένας;

Διέταξε λοιπὸν ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ἔφτειασαν τὸ Σαββατόβραδο μικρὲς πίττες γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ μέσα σὲ κάθε πίττα ἔβαλε ἀπὸ ἕνα χρυσαφικό.  Ὅσα ἐπερίσσευσαν διέταξε καὶ τὰ ἐμοίρασαν στοὺς πτωχούς.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα, δηλαδὴ τὴν Κυριακή, ἔδωσε ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπὸ μιὰ πίττα σὲ κάθε Χριστιανὸ καὶ ἔτσι οἱ Χριστιανοί, καθὼς ἔτρωγαν τὴν πίττα, εὕρισκαν τὸ  πολύτιμο ἀντικείμενο καὶ τὸ ἔπαιρναν δικό τους.

Ἀπὸ τότε ἔμεινε συνήθεια νὰ κάμνουν οἱ Χριστιανοὶ βασιλόπιττες καὶ νὰ βάζουν νομίσματα στὴν ἐπέτειο τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.




Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ: Εύαγγέλιο (Ὁ Θεός σῶζει - Νικητής)






Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ  Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ  Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14  Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς  Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε  Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ  Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ  Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ  Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν  Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν  Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι  Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς  Ἰουδαίας ἀντὶ  Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

Μετά τα Χριστούγεννα

Ο Θεός σώζει

Την Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα το ιερό Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει όλες εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές του διωγμού του θείου Βρέφους από τον Ηρώδη. Όταν αναχώρησαν οι Μάγοι, λέει ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον Ιωσήφ, σε όνειρο, και του είπε: Σήκω και πάρε το Βρέφος και την Παναγία Μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο. Μείνε εκεί μέχρι να σου πω, διότι ο Ηρώδης θέλει να σκοτώσει το παιδί. Κι ο Ιωσήφ πήρε αμέσως μες στη νύχτα το θείο Βρέφος και την Θεοτόκο κι αναχώρησε για την Αίγυπτο.
Όταν όμως ο Ηρώδης κατάλαβε ότι οι Μάγοι τον εξαπάτησαν, θύμωσε πολύ. Κι έστειλε στρατιώτες οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και σ’ όλα τα περίχωρα και σύνορά της από δύο ετών και κάτω σύμφωνα με το χρόνο που υπολόγισε από τα λόγια των Μάγων. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως εκείνο που προανήγγειλε ο προφήτης Ιερεμίας: Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της, και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή.
Πλήθος νηπίων είχε σφαγιασθεί. Και ο Ηρώδης ασφαλώς θα ησύχασε. Θα νόμιζε ότι θανάτωσε τον τεχθέντα βασιλέα. Άλλωστε όλα τα είχε οργανώσει τόσο καλά, όπως νόμιζε. Έκανε τα πάντα για να σκοτώσει τον βασιλιά που γεννήθηκε. Οργάνωσε προσεκτικά το φονικό του σχέδιο, πήρε πληροφορίες, υπολόγισε την ηλικία του παιδιού, έστειλε στρατεύματα, εξολόθρευσε όλα τα βρέφη της περιοχής. Τι κατάφερε όμως τελικά; Απολύτως τίποτε! Όλες οι δυνάμεις του κακού έπεσαν εναντίον του Κυρίου και δεν κατόρθωσαν τίποτε. Διότι στην κρίσιμη ώρα μίλησε ο ουρανός, επενέβη ο Θεός και ο Ιησούς σώθηκε. Έφυγε για την Αίγυπτο.
Τι έχει να πει σε μας αυτό το γεγονός; Ότι η εξέλιξη των πραγμάτων στην πορεία της ζωής μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Και ότι ακόμη κι αν όλη η μανία των οργάνων του σκότους πέσει επάνω μας, δεν μπορεί να καταφέρει εναντίον μας απολύτως τίποτε. Διότι μας προστατεύει ο Κύριος, εφόσον κι εμείς βρισκόμαστε κοντά Του. Ενδιαφέρεται κάθε στιγμή για μας. Δεν αδιαφορεί, όταν βρισκόμαστε σε δυσκολίες και κινδύνους. Είναι κοντά μας στις αγωνίες και στις δυσκολίες μας, μας δίνει θάρρος και δύναμη. Και στην κατάλληλη στιγμή επεμβαίνει και μας λυτρώνει από πειρασμούς και από πολλούς κινδύνους σωματικούς και ψυχικούς. Στις δύσκολες λοιπόν στιγμές που θα συναντήσουμε στη ζωή μας να μην ξεχάσουμε ποτέ πως έχουμε βοηθό τον παντοδύναμο Θεό.

Νικητής

Όταν λοιπόν πέθανε ο Ηρώδης, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο και του είπε: Σήκω και πάρε το Παιδί και τη Μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στην χώρα του Ισραήλ. Διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού. Και ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το Παιδί και τη Μητέρα του και ήλθε στην Παλαιστίνη. Αλλά όταν άκουσε ότι στην Ιουδαία βασίλευε ο Αρχέλαος, αντί για τον πατέρα του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί. Με εντολή όμως που του έδωσε ο Θεός στο όνειρό του, αναχώρησε στα μέρη της Γαλιλαίας, όπου ήταν ηγεμόνας ο Ηρώδης ο Αντίπας, που ήταν λιγότερο σκληρός από τον αδελφό του Αρχέλαο. Κι αφού ήλθε εκεί, κατοίκησε στην πόλη που λεγόταν Ναζαρέτ. Για να πραγματοποιηθεί εκείνο που ειπώθηκε από τους Προφήτες, ότι ο Ιησούς θα ονομασθεί περιφρονητικά από τους εχθρούς του Ναζωραίος.
Ο Ναζωραίος λοιπόν νίκησε, και ο διώκτης του Ηρώδης πέθανε. Και πώς πέθανε; Με θάνατο φρικτό, όπως περιγράφει η ιστορία. Πεθαίνουν λοιπόν κάποτε οι διώκτες. Ο θάνατος δίνει τέλος στην κακία τους. Οι διωγμοί τελειώνουν. Όσο σκληροί κι αν είναι. Μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρονται τόσοι και τόσοι διωγμοί. Διωγμοί ύπουλοι και φοβεροί, άμεσοι και έμμεσοι, με νόμους και διατάγματα, με μαρτύρια και με θανατώσεις, με εξευτελισμούς και περιθωριοποιήσεις. Και οι διώκτες και οι διωγμοί μένουν στην ιστορία ως αποτρόπαιες σελίδες του δαιμονικού κόσμου των εχθρών του Χριστού.
Αυτός όμως που μένει νικητής και θριαμβευτής της ιστορίας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Ναζωραίος. Αυτός εξέρχεται Νικητής. Θριαμβευτής. Διότι δεν είναι ένας άνθρωπος που κινδυνεύει, αλλά ο Θεός που σώζει. Είναι ο ρυθμιστής της ζωής του κόσμου και της δικής μας. Στα χέρια του είναι η ζωή μας, η ζωή των λαών και των κρατών. Στα χέρια του βρίσκεται η Εκκλησία του και ο λαός του. Αυτός ανατρέπει τυράννους και καθεστώτα. Αυτός συντρίβει κάθε υπερφίαλο διώκτη που νομίζεις ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο σχέδιό του. Μη φοβόμαστε λοιπόν σε κάθε εποχή, σε κάθε διωγμό άμεσο ή έμμεσο, φανερό ή κρυφό, κατά μέτωπον ή ύπουλο. Ας μένουμε πάντοτε με τον νικητή, με τον θριαμβευτή Ναζωραίο Κύριο. Η νίκη είναι πάντα δική του.

Περιοδικό “Ο Σωτήρ”

Πηγή: www.xfd.gr



Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΣΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ



Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".

Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
.
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
 .
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
.
 Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
.
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.

  • Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
  • Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
  • Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
  • Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
  • Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
  • Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
  • Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
  • Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
  • Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
  • Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
  • Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
  • Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
  • Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
  • Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
  • Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
  • Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
  • Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
  • Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
  • Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
  • Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.

Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.