A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Ευλόγησον Πάτερ,
Χαίρω και ευφραίνομαι, βλέποντας σήμερον στολισμένην την Εκκλησίαν τού Θεού με το πλήθος των παιδιών της, και όλους σας, όπου με πολλήν χαράν εσυντρέξατε. Διότι όταν αποβλέπω εις τα χαρού­μενά σας πρόσωπα, έχω σημείον μεγαλώτατον της ψυχικής σας ηδονής, καθώς έ­λεγε και κάποιος σοφός˙ «Καρδίας ευφραινομένης θάλλει πρόσωπον». Δια τούτο λοιπόν και εγώ εσηκώθηκα σήμερον με περισσοτέραν προθυμίαν, δια να σας μεταδώσω εις τον αυτόν καιρόν αυτήν την πνευματικήν χαράν, και να σας γένω μη­νυτής τού ερχομού της αγίας Τεσσαρακο­στής, του ιατρικού λέγω των ψυχών μας. Διότι ο κοινός απάντων ημών Δεσπότης, θέλων ως φιλόστοργος Πατήρ να ξεπλύνωμεν τας αμαρτίας, όπου εκάμαμεν εις όλον τον καιρόν, επενόησεν εις ημάς τηνθεραπείαν, και δια μέσου της αγίας Τεσ­σαρακοστής.

 
Ας μη γίνεται λοιπόν τις κατηφής˙ ας μη γίνεται τις σκυθρωπός, αλλ’ ας χορεύη, και ας χαίρεται και ας δοξάζη τον κηδεμόνα, και επιμελητήν των ψυχών μας, όπου μας άνοιξεν αυτήν την εξαίρετον στράταν, και ας δεχθή με πολλήν χαράν τον ερχομόν της. Ας εντραπώσιν οι Έλληνες, ας κα­ταισχύνονται οι Εβραίοι βλέποντες την αγάπην μας, όπου αποδεχόμεθα και ασπαζόμεθα τον ερχομόν της με ιλαράν προθυμίαν, και ας μανθάνωσι δια μέσου της δοκιμής των πραγμάτων, πόση διαφορά είναι αναμέσον ημών και αυτών. Και ας ονομάζωσιν εκεί­νοι εορτάς και πανηγύρεις την μέθην και όλας τας άλλας ακολασίας, και ασχημοσύνας, όπου από εδώ είναι πρέπον να σύρουν εις τού λόγου τους. Αλλά η Εκκλησία τού Θεού ας ονομάζη εορτήν τα εναντία εκείνων, την Νηστείαν, δηλαδή, την καταφρόνησιν της κοιλίας, και κάθε άλλην αρετήν, όπου ακολουθεί εις αυτήν διότι αυτή είναι αληθινή εορτή. Εκεί ό­που είναι σωτηρία ψυχών εκεί όπου είναι ειρήνη και ομόνοια˙ εκεί όπου είναι απο­διωγμένη κάθε κοσμική φαντασία· εκεί όπου είναι μακρά η κραυγή και η σύγχυσις και τα τρεξίματα των μαγείρων, και τα σφαξίματα των άλογων ζώων και αντί δι’ αυτά πολιτεύεται κάθε ησυχία, και γα­λήνη, και αγάπη, και χαρά, και ειρήνη, και πραότης λόγου και άλλα αμέτρητα α­γαθά.

Ελάτε λοιπόν σας παρακαλώ να διαλεχθώμεν ολίγα τινά δι’ αυτήν προς την αγάπην σας, παρακαλώντας σας πρώτον τούτο να δεχθήτε με πολλήν ησυχίαν τους λόγους μου, δια να καρποφορηθήτε κανέ­να άξιον, και να αναχωρήσετε ύστερον εις τα οσπήτια σας. Διότι δεν είμεθα εδώ συν­αθροισμένοι απλώς και ματαίως, δια να ομιλήση ο ένας, και ο άλλος να κροτήση απλώς τα λεγόμενα, και ούτω να αναχωρήσωμεν απ’ εδώ, αλλά δια να λαλήσωμεν ημείς κανένα ωφέλιμον, και απ’ εκείνα όπου συγκροτούσι την σωτηρίαν μας, και εσείς, αφ’ ου κερδήσετε από τα λεγόμενα, και λάβετε πολλήν ωφέλειαν, ούτω να ευγήτε απ’ εδώ˙ επειδή η Εκκλησία είναι ιατρείον πνευματικόν και πρέπει εκείνοι όπου έρχονται εδώ να λαμβάνουσι τα αρ­μόδια ιατρικά, και να τα βάνουσιν επάνω εις τα τραύματά τους, και ούτω να στρέφωνται εις τους οίκους των.
Και ότι μοναχή η ακρόασις δεν ωφελεί τίποτε, αν δεν την βάλη τις εις πράξιν και με τα έργα· άκουε τον Παύλον, όπου λέ­γει. «Ου γαρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται». Και ο Χριστός δημηγορών έλεγεν. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς».
Ηξεύροντες λοιπόν, αγαπητοί, πως από την ακρόασιν δεν θέλομεν έχει καμμίαν ωφέλειαν, αν δεν ήθελεν ακολουθήσει και το τέλος δια μέσου των έργων, ας μη γενώμεθα μοναχά ακροαταί, αλλά και κατορ­θωταί όπως ακολουθούντα τα έργα εις τους λόγους, ήθελαν γείνει αφορμή εις η­μάς πολλής παρρησίας.
Απλώσαντες λοιπόν τους κόλπους της διανοίας σας, δεχθήτε εις αυτόν τον τρό­πον τους περί νηστείας λόγους. Και κα­θώς εκείνοι όπου θέλουσι να λάβουν δια γυναίκα καμμίαν σώφρονα, και κοσμίαν, και ευγενή, στολίσαντες εις κάθε μέρος τας νυμφικάς παστάδας με παραπετάσμα­τα και καθαρίσαντες όλον τον οίκον, μη δίδοντες άδειαν να πατηθή από όλαις ταις ανεπιμέληταις, και ρερυπωμέναις δουλεύτραις, τοιουτοτρόπως εισάγουσι την νύμφην εις τας παστάδας, με τον ίδιον τρόπον θέλω και εγώ να καθαρίσε­τε τον λογισμόν σας, και ποραιτήσαντες την τρυφήν, και λοιπήν πολυφαγίαν, ού­τω να δεχθήτε με ανοικτούς τους κόλ­πους την μητέρα όλων των καλών, και την διδασκάλισσαν της σωφροσύνης, και κάθε άλλης αρετής, λέγω την νηστείαν, δια να απολαύσετε και σεις περισσοτέραν ηδονήν, και να δώση αυτή εις σας την αρμοδίαν θεραπείαν της.
Διότι αν οι ιατροί, όταν μέλλωσι να δώσουν ιατρι­κά εις εκείνους, όπου θέλουσι να καθαρί­σουν τον σεσαπημένον και διεφθαρμένον χυμόν, τους προστάζουσι να απέχουν απ’ αυτήν την σωματικήν τροφήν, δια να μη εμπόδιση την δύναμιν του ιατρικού, αλλά να ενεργήση και να δείξη το έργον του, πολύ περισσότερον ημείς όπου μέλλομεν να υποδεχθώμεν τούτο το πνευμα­τικόν φάρμακον, την ωφέλειαν λέγω, όπου προέρχεται από την νηστείαν, πρέ­πει να καθαρίσωμεν τον λογισμόν μας με την δίαιταν, και να κάμωμεν ελαφρότε­ραν την διάνοιάν μας, δια να μη καταποντισθή από την μέθην, και κάμη άχρηστον, και ανωφελή την ωφέλειαν, όπου προξενείται από την νηστείαν.
Και ηξεύρω ότι εις πολλούς φαίνονται παράξενα αυτά, όπου λέγομεν σή­μερον, αλλά παρακαλώ ας μη δουλεύωμεν απλώς εις την συνήθειαν, αλλά με στοχασμόν ας κυβερνώμεν τα πράγματά μας. Διότι μήπως θέλει είσθαι εις ημάς κανένα κέρδος από την καθημερινήν πολυφαγίαν, και από την μέθην την πολλήν; και τί λέγω κέρδος; μάλι­στα πολλή ζημία, και βλάβη ανυπόφο­ρος˙ επειδή όταν καταπνιγή ο λογισμός από την πολυποσίαν τού οίνου, ευθύς απ’ αυτήν την αρχήν, και απ’ αυτά τα προοίμια θέλομεν απορρίψει το κέρδος όπου προέρχεται από την νηστείαν. Διότι ειπέ μου, τί άλλο πράγμα είναι ανοστότερον, και τί άλλο ασχημότερον, όταν ρουφώντες έως το μεσονύκτιον τον άκρατον οίνον οι άνθρωποι την αυγήν όταν προβάλλη η ηλιακή ακτίνα, αποπνέουσιν ωσάν να ήσαν γεμισμένοι από έγκαιρον οίνον, και φαίνονται αηδείς εις εκείνους, όπου τους συναπαντώσι, και εις τους δουλευτάδες των ευκολοκαταφρόνητοι, και καταγελώνται από όλους εκείνους, όπου γνωρίζουσιν οπωσδήποτε το πρέπον, εξαιρέτως δε σύρουσιν εις τον εαυτόν τους και την αγανάκτησιν του Θεού, δι’ αυτήν την ακρασίαν, και την άκαιρον αμετρίαν και ανωφέλευτον;
Διότι λέγει˙ «Οι μέ­θυσοι Βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι». Τί άλλο πλέον άθλιον απ’ αυ­τούς ήθελε γένει, όπου δι’ ολίγην, και βλαβεράν ηδονήν, αποδιώκονται από τα πρόθυρα της Βασιλείας; Αλλά μη γέ­νοιτο να νικηθή τις από τους εδώ συνα­θροισμένους απ’ αυτό το πάθος. Αλλ’ εντρυφήσαντες και κατά την παρούσαν ημέραν με όλην την φιλοσοφίαν και σω­φροσύνην, και ελευθερωθέντες από την ζάλην και ταραχήν, όπου συνειθίζει να κάμη η μέθη, να καταντήσωμεν εις τον λιμένα των ψυχών μας, εις την νηστείαν λέγω, δια να ημπορέσωμεν να απολαύσωμεν με πλουσιοπαροχίαν τα καλά, όπου προέρχονται απ’ αυτήν. Διότι καθώς η πολυφαγία γίνεται αιτία και πρόξενος μυρίων κακών εις το γένος των ανθρώ­πων, ούτω και η νηστεία και καταφρόνησις λέγω της κοιλίας, έγεινε πάντοτε αφορμή εις ημάς άρρητων αγαθών. Διότι ο Θεός πλάσσας εις την αρχήν τον άνθρωπον και ηξεύρων ότι αυτό το ιατρικόν τού χρειάζεται μάλιστα δια την σωτηρίαν της ψυχής του, ευθύς και κατ’ αρχάς έδωκεν αυτήν την παραγγελίαν εις τον πρωτόπλαστον Αδάμ, λέγοντας˙ «Από παντός ξύλου τού εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου τού γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού». Το δε να ειπή τούτο τρώγε, και τούτο μη τρώγης, ήτο μία εικών και τύπος της νηστείας· αλλά όντως πρέπει να φυλάξη την παραγγε­λίαν, δεν το έκαμε και δια την ακρα­σίαν της κοιλίας του νικηθείς, και κα­νών την παρακοήν, κατεδικάσθη εις θά­νατον. Διότι είδεν ο πονηρός εκείνος διάβολος, και εχθρός της φύσεώς μας, την διαγωγήν τού πρωτοπλάστου Αδάμ εις τον Παράδεισον, και την ζωήν εκείνην την ακοπίαστον, και ότι ωσάν άγγε­λος ούτως ων συμπεπλεγμένος με το σώμα επολιτεύετο επάνω εις την γην θέλων να τον κρημνίση με την ελπίδα των μεγαλυτέρων ταξιμάτων, τον έβγαλε και απ’ εκείνα, όπου είχεν εις τα χέρια του. Τοιούτον είναι το να μη στέκη τις εις τα όριά του, και να επιθυμή τα μεγα­λύτερα. Και τούτο το ίδιον θέλων να φανέρωση κάποιος σοφός έλεγε˙ «Φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθε εις τον κόσμον».

Είδες αγαπητέ πως εξ αρχής έλαβε το έμβασμα ο θάνατος από την λαιμαργίαν; Στοχάσου πάλιν και ύστερα την Θείαν Γραφήν όπου κατηγορεί συχνάκις την τροφήν και όπου λέγει τώρα μεν «Εκάθησεν ο λαός φαγείν και πιείν, και ανέστησαν παίζειν» ˙ άλλην φοράν δε «Έφαγε και έπιε και ελιπάνθη και επαχύνθη, και απελάκησεν ο ηγαπημένος». Ακόμη εκείνοι όπου εκατοίκουν εις τα Σόδομα, μαζύ με τα άλλα κακά από τούτο έσυ­ραν εις τον εαυτόν τους εκείνην την απαραίτητον οργήν διότι άκουσε τον Προφήτην όπου λέγει. «Τούτο το ανόμημα Σοδόμων, ότι εν πλησμονή άρτων εσπατάλων» επειδή είναι ωσάν μία βρύσις και ρίζα όλων των κακών.

Είδες την βλάβην όπου προξενεί η πο­λυφαγία; κάμε μου τώρα την χάριν και ιδές πάλιν τα κατορθώματα της νηστείας. Ο Μωϋσής ενήστευσε τεσσαράκοντα ημέ­ρας και ημπόρεσε να λάβη τας πλάκας της νομοθεσίας· και επειδή καταβαίνων είδε του λαού την παρανομίαν, έρριψε κατά γης και εσύντριψεν εκείνας τας πλάκας, όπου με τόσην προσκαρτερίαν και υπομονήν ίσχυσε να λάβη, στοχαζόμενος πως είναι, άτοπον ένας λαός μεθυστής και παράνομος να δεχθή του Δεσπότου την νομοθεσίαν. Δια τούτο ήτον ανάγκη να νηστεύση άλλας τεσσαράκοντας ημέρας εκείνος ο θαυμαστός Προ­φήτης, δια να δυνηθή να λάβη πάλιν από τον Θεόν τας πλάκας εκείνας, και να ταις κατεβάση, όπου δια την παρανο­μίαν τους εσύντριψε.
Και ο μέγας Ηλίας έκαμε νηστείαν τόσων ημερών και απέφυγε την τυραννίαν τού θανάτου, και αναβάς ως εις τον ουρανόν με πύρινον άρμα, ακόμη δεν εδοκίμασεν έως της σήμερον τον θάνα­τον. Και Δανιήλ ο άνδρας των επιθυ­μιών ενήστευσεν ημέρας πολλάς και ού­τως ηξιώθη να ιδή εκείνην την θαυμα­στήν οπτασίαν, ο οποίος εχαλίνωσε και τον θυμόν των λεονταρίων και τον μετέβαλεν εις ημερότητα προβάτων, μη μετα­βάλλων την φύσιν, αλλά αλλάσσων την προαίρεσίν τους, ενώ έμενεν η θηριωδία.
Αυτήν την νηστείαν εμεταχειρίσθησαν και οι Νινευίται, και εμετάβαλαν την απόφασιν του Δεσπότου, κάνοντες και δείχνοντες αυτήν την νηστείαν ομού με τους ανθρώπους και το γένος των άλογων ζώων, και ούτως αποφυγόντες καθ’ ένας από τα πονηρά επιτηδεύματα, έσυ­ραν εις φιλανθρωπίαν τον Δεσπότην των όλων. Και τί καταγίνομαι ακόμη εις τους δούλους; διότι έχομεν να απαριθμήσωμεν και άλλους πολλούς και εις την παλαιάν και νέαν Γραφήν, όπου δια μέ­σου της νηστείας επρόκοψαν. Είναι ανάγ­κη να έλθωμεν εις τον κοινόν ημών απάντων Δεσπότην διότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δείχνων και αυτός νη­στείαν τεσσαράκοντα ημερών, ούτως άρ­χισε να παλεύση με τον διάβολον δίδων εις ημάς όλους παράδειγμα, δια να αρματωνώμεθα δια μέσου αυτής, και λαμ­βάνοντες την δύναμιν, όπου προξενείται απ’ αυτήν, ούτω να αντιστεκώμεθα εις την προς τον διάβολον μάχην.
Αλλ’ εδώ ίσως ήθελεν είπει τις απ’ εκείνους όπου βλέπουσιν οξέως, και έχουσιν έξυπνον την διάνοιαν διατί φαίνεται να ενήστευσεν ο Δεσπότης ταις ίδιαις ημέραις όπου ενήστευσαν και οι δούλοι, και δεν υπερέβη τον αριθμόν; Δεν έγει­νεν απλώς και ματαίως τούτο, αλλά και τούτο έγεινε με σοφίαν και κατά την άφατον και ανερμήνευτον φιλανθρωπίαν του, διότι δια να μη νομίσωσιν οι άν­θρωποι ότι ήλθε κατά φαντασίαν και δεν έλαβε σάρκα, ή ότι ήτον έξω από την φύσιν των ανθρώπων, δια τούτο νη­στεύει τον ίδιον αριθμόν των ημερών και δεν προσθέτει εν ταις ημέραις, δια να αποστομώση την φιλονεικίαν εκείνων όπου θέλουσι να ομιλούσιν αδιάντροπα. Διότι αν ήναι μερικοί ακόμη και τώρα όπου αποτολμούσι να λέγουν αυτά, μ’ όλον όπου έγεινεν αυτό, αν δεν απέκοπτε με την πρόγνωσίν του αυτήν την αφορμήν τους, τι δεν ήθελαν επιχειρήσει να ειπούν; Δια τούτο δεν υποφέρει να νηστεύση περισσοτέρας ημέρας, αλλά ενή­στευσεν όσας ενήστευσαν και οι δούλοι, δια να μας διδάξη και δια μέσου αυτών των πραγμάτων, ότι ήτον και αυτός ενδεδυμένος την ιδίαν σάρκα, και δεν ήτον εξω από την φύσιν μας.
Αλλ’ ότι είναι μεγάλη η δύναμις της νηστείας, και πολύ το κέρδος όπου έρχε­ται εις την ψυχήν απ’ αυτήν και από τους δούλους και από τον Δεσπότην έγεινε φανερόν εις ημάς. Παρακαλώ λοι­πόν την αγάπην σας, ηξεύρων το κέρδος όπου προξενεί, να μη αποδιώξετε δια οκνηρίαν την ωφέλειαν οπού προέρχεται απ’ αυτήν, μηδέ να δυσχεραίνετε εις τον ερχομόν της, αλλά να χαίρεσθε και να αγαλλιάσθε, καθώς λέγει ο μακάριος Παύλος· «Όσω γαρ ο έξωθεν ημών άνθρωπος διαφθείρεται τοσούτω ο έσω ανακαινούται». Διότι η νηστεία είναι τροφή της ψυχής· και καθώς αυτή η σω­ματική τροφή παχύνει το σώμα, ούτω και η νηστεία κάνει την ψυχήν πλέον έν­τονον και δυνατήν της κατασκευάζει ελαφρόν το πτερόν, την υψώνει, την κά­μει να φαντάζεται τα άνω, και την κά­νει ανωτέραν από ταις ηδοναίς και ταις γλυκύτητες της παρούσης ζωής.

Και κα­θώς τα ελαφρά πλοία διαπερνώσι με περισσοτέραν γρηγοράδα τα πελάγη, αλλά εκείνα, όπου βαρύνονται με πολύ φόρ­τωμα βυθίζονται, ούτω και η νηστεία κατασκευάζουσα ελαφρότερον τον λογισμόν, τον κάνει να διαπερνά με ευκολίαν το πέλαγος της παρούσης ζωής, και να ήναι όλος προσηλωμένος εις τον ουρανόν και εις εκείνα όπου είναι εις τους ου­ρανούς, και να μη ψηφά τα παρόντα, αλλά να τα παρατρέχη ωσάν μηδαμινότερα από την σκιάν και τα ονείρατα˙ αλλά η μέθη και η πολυφαγία, βαρύνοντας τον λογισμόν και παχύνοντας την σάρκα, αιχμαλωτίζει την ψυχήν, αποκλείοντάς την από κάθε μέρος, και μη αφίνοντας να έχη υγιεινόν του λογισμού το κριτήριον, την κάνει να τρέχη εις τους κρημ­νούς και να εργάζεται όλα εναντίον της σωτηρίας της.
Ας μη κυβερνούμεν λοιπόν αγαπητοί με οκνηρίαν εκείνα όπου συμβάλλουσιν εις την σωτηρίαν μας˙ αλλά ηξεύροντες όσα κακά γεννώνται απ αυτήν, ας φύγωμεν την βλάβην όπου προξενεί. Διότι ου μόνον εις την Νέαν Διαθήκην, εις την οποίαν είναι περισσοτέρα η αύξησις της φιλοσοφίας και μεγαλύτερα τα παλαίσματα, και μεγάλοι οι ίδρωτες και πολλά τα βραβεία, και άρρητα τα στέφανα, εμπο­δίζεται η τρυφή και η διασκέδασις, αλλά και εις την Πάλαιαν, όταν εκάθοντο ακό­μα σιμά εις την σκιάν και ήσαν προση­λωμένοι εις το λυχνάρι, και όπως τα παι­δία όπου τρέφονται με το γάλα, ούτως απ’ ολίγον κατ’ ολίγον ωδηγούντο, ουδέ τότε επεθύμουν να διασκεδάσουν και δια να μη νομίσετε ότι απλώς και ως έτυχε λέγομεν αυτά, κατηγορούντες την τρυφήν, ακούσατε τον Προφήτην όπου λέ­γει˙ «Ω οι ερχόμενοι εις ημέραν καλήν, οι καθεύδοντες επί κλινών ελεφαντίνων και κατασπαταλώντες επί ταις στρωμναίς αυτών! οι ερίφους εκ ποιμνίων και μο­σχάρια εκ μέσου βουκολίων γαλαθηνά! οι πίνοντες τον διυλισμένον οίνον και τα πρώτα μύρα χριόμενοι, ως εστώτα ελογίσαντο, και ουχί ως φεύγοντα»!

Ίδετε πόσην κατηγορίαν έκαμε της τρυφής ο Προφήτης και μάλιστα όταν εδιαλέγετο με τους Εβραίους, τους αναί­σθητους, τους αχάριστους, όπου καθ’ ημέραν 
εγαστριμαργούσαν; διότι στοχασθήτε την ακρίβειαν των λόγων, αφ’ ου εκατηγόρησε την πολλήν αδηφαγίαν και την πολλήν μέθην από το κρασί, τότε είπεν «ως εστώτα ελογίσαντο, και ούχι ως φεύγοντα»· δείχνων σχεδόν ότιέως τον φάρυγγα και εις τα χείλη είναι η απόλαυσις και παρέκει δεν περνά˙ αλλ’ η ηδονή είναι ολίγη και προσωρινή, ο δε πόνος είναι παντοτεινός και δεν έχει τέ­λος˙ και αυτά, λέγει, μαθόντες δια μέσον της δοκιμής, τα ενόμισαν όλα πραγμα­τικά, τα οποία στέκονται και μένουσι, και ουχί ως πράγματα όπου φεύγουσι, δηλαδή όπου πετούσι και δεν στέκονται ουδέ στιγμήν.

Διότι τοιαύτα είναι όλα τα ανθρώπινα και τα σαρκικά, ακόμη δεν έφθασαν και επέταξαν τοιαύτη είναι η τρυφή, τοιαύ­τη είναι η ανθρωπινή δόξα και η δυνα­στεία, τοιούτος είναι ο πλούτος, τοιαύτη κάθε ευτυχία της παρούσης ζωής˙ δεν έχει κανένα βέβαιον, ουδέ στάσιμον, ου­δέ στερεόν, αλλά παρατρέχει και διαβαί­νει γρηγορώτερα από τα ρεύματα των ποταμών, και αφίνει έρημους και γυ­μνούς εκείνους, όπου είναι όλως διόλου εις αυτά δεδομένοι και εκστατικοί. Αλλά δεν είναι τοιαύτα τα πνευματικά, αλλά ενάντια αυτών, βέβαια, ακίνητα, δεν δέχονται μεταβολήν και εξαπλώνονται εις όλον τον αιώνα. Πόση λοιπόν ανοη­σία δεν ήθελεν είσθαι να αλλάξω μεν τα ακίνητα δια τα κινούμενατα αιώνια δια τα πρόσκαιρα; εκείνα όπου στέκονται πάντοτε, δι’ εκείνα όπου πετούσι και φεύγουσιν; εκείνα όπου προξενούσι πολ­λήν απόλαυσιν εις τον μέλλοντα αιώναδι’ εκείνα όπου μας ετοιμάζουσιν εκεί πολλήν τιμωρίαν;

Αυτά λοιπόν όλα στοχαζόμενοι, αγα­πητοί, και φροντίζοντες κατά πολλά δια την σωτηρίαν μας, ας καταφρονήσωμεν την τρυφήν την ανωφέλευτον και βλαβεράν
ας αγαπήσωμεν την νηστείαν και όλην την άλλην φιλοσοφίαν, και ας δεί­ξωμεν πολλήν την μεταβολήν της ζωής μας˙ και καθ’ ημέραν ας βιαζώμεθα εις την πράξιν των αγαθών έργων, όπως πραγματευσάμενοι εις όλον τον καιρόν τηςΤεσσαρακοστής την πνευματικήν πραγματείαν και συναθροίσαντες πολλήν πλούτον της αρετής, ηθέλαμεν καταξιωθή να φθάσωμεν και εις την Κυρίαν ημέραν τού Πάσχα, και με θάρρος να πλησιάσωμεν εις την φρικτήν και πνευ­ματικήν Τράπεζαν και να μεταλάβωμεν εκείνα τα απόρρητα και αθάνατα αγαθά, με καθαράν συνείδησιν, και να γεμισθούμεν από την εκείθεν χάριν με ταις ευχαίς και πρεσβείαις των Αγίων όπου ευηρέστησαν εις αυτόν τον Χριστόν τον φιλάνθρωπον Θεόν μας˙ μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κρά­τος, τιμή, νυν και αεί, και εις τους αιώ­νας των αιώνων.
Αμήν.
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

(«ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ)


Πηγή: alopsis.gr



Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΠΑΘΗ Τά ὀνόματα τῶν παθῶν (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος )

Όταν θέλουμε να ονομάσουμε όλα τα πάθη μαζί, τα λέμε «κόσμο». Και όταν θέλουμε να ξεχωρίσουμε και να δώσουμε στο καθένα το όνομά του, τα ονομάζουμε «πάθη». Και τα πάθη, καθώς διαδέχονται το ένα το άλλο, σχηματίζουν το δρόμο του κόσμου, και οπού τελειώνουν τα πάθη, εκεί παύει να υπάρχει ό δρόμος του κόσμου.

Τα πάθη είναι τα εξής:
Ό πόθος του πλούτου το να μαζεύει ό μοναχός γήινα και μη αναγκαία πράγματα
Η τρυφή του σώματος, από την οποία έρχεται το πορνικό πάθος.
Ο πόθος της τιμής, από τον όποιο προκύπτει ό φθόνος.
Ο πόθος της εξουσίας, ή φιλαρχία.
Ο στολισμός και ή ανόητη επίδειξη .
Η ανθρώπινη δόξα, πού είναι αιτία της μνησικακίας.
Ο φόβος ότι θα πάθει κάτι κακό το σώμα μας.

Όπου πάψει ή ενέργεια των παθών, εκεί πεθαίνει μαζί τους και ό κόσμος. Είπε κάποιος σοφός για τους αγίους, ότι όταν ζούσαν, ήταν ήδη πεθαμένοι διότι, ενώ ζούσαν με το σώμα τους, δε ζούσαν ζωή σαρκική. Και συ πρόσεξε να δεις ποια πάθη ζούνε μέσα σου, για να καταλάβεις πόσο ανήκεις στον κόσμο και για ποια πάθη είσαι δεμένος μαζί του και από ποια ελευθερώθηκες. Με δυο λόγια, κόσμος είναι ή εμπαθής ζωή και το σαρκικό φρόνημα Όποιος απαλλαγεί από τα πάθη του, έχει εξέλθει από τον κόσμο.

Τα πάθη δε σβήνουν γρήγορα
Όταν ή ζωή σου περάσει από την αρετή στην αμέλεια, τα πάθη θα σε ενοχλούν και δε θα βρίσκεις ειρήνη στην ψυχή σου. Άλλα μην απορήσεις γι' αυτό. Κοίταξε τι συμβαίνει με το έδαφος. Εάν οι ακτίνες του ήλιου πέσουν βαθιά μέσα στη γη, μετά από πολλή ώρα διατηρείται ακόμη ή θερμότητα της. Το ίδιο και με τα φάρμακα και με το μύρο. Ή οσμή των φαρμάκων και ή ευωδία του μύρου, πού διαχέεται στον αέρα, παραμένει πολλή ώρα, μέχρι να σκορπίσει και να εξαφανισθεί. Πόσο μάλλον το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη! Γιατί αυτά είναι σαν τα σκυλιά, πού συνήθισαν να γλύφουν το αίμα των ζώων στο σφαγείο και, όταν δεν υπάρχει πια αίμα, συνεχίζουν και γαβγίζουν μπροστά στις εισόδους του σφαγείου, μέχρι να σβήσει ή δύναμη της συνήθειας τους.

Δε θέλομε τα πάθη, αλλά... αγαπάμε τις αφορμές τους
τι γλυκές πού είναι οι αιτίες και οι αφορμές των παθών! Γιατί ό άνθρωπος μπορεί κάποτε να κόψει τα πάθη, οπότε, μακριά απ' αυτά, αισθάνεται γαλήνη και ευφροσύνη, όμως δεν μπορεί να αφήσει τις αιτίες. Γι' αυτό και, χωρίς να το θέλουμε, υφιστάμεθα πειρασμούς. Και ενώ λυπούμαστε για τα πάθη, πού μας τυραννούν, μας αρέσει να είναι μέσα μας οι αφορμές! Τις αμαρτίες δεν τις θέλουμε, όμως τα αίτια και τις αφορμές τους τα δεχόμαστε με μεγάλη ευχαρίστηση. Γι' αυτό το λόγο οι αφορμές, πού τις θέλουμε, μας σπρώχνουν να αμαρτήσουμε. Αυτός, λοιπόν, πού αγαπά τις αφορμές των παθών, είναι, χωρίς να το θέλει, υποχείριος και υπόδουλος στα πάθη.

Ή κενοδοξία ανοίγει το δρόμο των παθών
Ή κοσμική δόξα είναι σαν το βράχο στη θάλασσα, πού τον σκεπάζουν τα νερά, και ό πλοίαρχος δεν το ξέρει, μέχρι να χτυπήσει ή καρίνα του πλοίου και να βυθισθεί. Έτσι κάνει και ή κενοδοξία στον άνθρωπο, πού παραμένει κρυμμένη μέχρι να τον βυθίσει στα πάθη και να τον καταστρέψει. Είπαν γι' αυτήν οί άγιοι Πατέρες, ότι στην ψυχή πού πέφτει στην κενοδοξία, ξαναγυρίζουν όλα τα πάθη, πού νικήθηκαν με τη χάρη του Θεού, και αναχώρησαν.

Πώς εξουσιάζονται τα πάθη
Όποιος συγκρατεί τη γλώσσα του και δε μιλάει, σε όλους τους τρόπους του θα είναι ταπεινόφρων και, χωρίς να κοπιάσει, θα εξουσιάσει τα πάθη του. Τα πάθη εκριζώνονται και εκδιώκονται με την αδιάλειπτη μελέτη του Θεού, και αυτή ή μελέτη είναι το ξίφος πού τα θανατώνει.

Είναι καλύτερο να καταβάλλεις τα πάθη με καλούς λογισμούς, μνημονεύοντας τις αρετές, παρά με την αντίσταση. Διότι τα πάθη, όταν διεγερθούν και κινηθούν εναντίον σου για να σε πολεμήσουν, τότε εντυπώνουν στο νου σου διάφορα σχήματα και εικόνες, πού προκαλούν στην αμαρτία Αυτός ό πόλεμος εναντίον του νου μας έχει πολύ μεγάλη δύναμη, καθώς ταράζει τις παλιές μνήμες και μας θορυβεί. Εάν όμως, πάνω στην επίθεση τους, τους υποσκάπτεις με αγαθούς λογισμούς, όπως είπαμε, τότε ούτε ίχνος παθών δε φαίνεται πια στο νου σου, μετά την αποδίωξή τους.

Κανένας δεν μπορεί να νικήσει τα πάθη παρά με τις πρακτικές και αισθητές αρετές, ενώ το διασκορπισμό του νου μπορούμε να τον νικήσουμε μόνο με το να καταγινόμαστε με τα πνευματικά. Γιατί ό νους μας είναι ελαφρός και, αν δε δεσμευθεί με κάποιο πνευματικό λογισμό, δε θα πάψει να τριγυρίζει εδώ κι εκεί. Και άμα δεν κατορθώσουμε τις πρακτικές αρετές, δεν μπορούμε να φυλαχτούμε από τα πάθη. Γιατί, αν δε νικήσει κάποιος τους εχθρούς, δεν μπορεί να ειρηνεύσει. Και αν ή ειρήνη δε βασιλεύει στην ψυχή μας, πώς είναι δυνατό να βρούμε και να χαρούμε τα αγαθά της; Τα πάθη είναι ένα διάφραγμα, πού δεν αφήνει να ενεργοποιηθούν οι κρυμμένες αρετές της ψυχής. Αν λοιπόν, δεν πέσουν πρώτα αυτά με τις φανερές αρετές, δε γίνονται αισθητές οι κρυμμένες αρετές της ψυχής. Και βέβαια, κανείς δεν μπορεί, ενώ είναι έξω από το τείχος, να συναναστραφεί με αυτούς πού είναι μέσα. Και όπως δεν μπορείς να δεις τον ήλιο μέσα στην ομίχλη, έτσι δεν μπορείς να αισθανθείς τη δύναμη της αρετής της ψυχής, ενόσω διαμένει γύρω της ή ταραχή των παθών.

Όπως ένας άνθρωπος, άμα πιει κρασί την ημέρα του πένθους, μεθάει και ξεχνάει κάθε λύπη και κάθε πόνο έτσι και εκείνος πού μεθάει από την αγάπη του Θεού σ' αυτό τον κόσμο, πού είναι το σπίτι του πένθους και του κλάματος, ξεχνάει όλους τους πόνους και τις λύπες του και γίνεται, από το μεθύσι αναίσθητος σε όλα τα πάθη της αμαρτίας. Αν ή καρδιά ενός ανθρώπου έχει στηριχθεί μόνο στην ελπίδα του Θεού, ή ψυχή του γίνεται ελαφρά σαν το πουλί πού πετάει, και συνεχώς ό νους του υψώνεται από τη γη και, καθώς μελετάει τα θεία, πετάει πάνω από τα ανθρώπινα, και απολαμβάνει και ευφραίνεται με τα αθάνατα μυστήρια του Υψίστου.  Σ' αυτόν ανήκει ή δόξα και ή δύναμη εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.


Ό έμπορος πού ταξιδεύει στη θάλασσα, φοβάται και τρέμει μήπως σηκωθεί τρικυμία και βυθισθεί ή ελπίδα των κόπων του. Και ό μοναχός, όσο ζει σ' αυτό τον κόσμο, κυριαρχείται από το φόβο, μήπως ξυπνήσει εναντίον του ή τρικυμία των παθών, και χάσει όλους τους κόπους του, από τα νιάτα του ως τα γηρατειά του. Ό έμπορος έχει στραμμένο το βλέμμα του στη στεριά, και ό μοναχός στην ώρα του θανάτου.

Ό καπετάνιος βλέπει τα άστρα, όταν διαπλέει τη θάλασσα, και κατευθύνει το καράβι ανάλογα με τη θέση των άστρων, μέχρι να φθάσει στο λιμάνι. Έτσι και ό μοναχός έχει μπροστά στα μάτια της ψυχής του την ευχή, διότι με αυτήν διορθώνει την πορεία του, και κατευθύνεται ίσια στο λιμάνι πού προσεύχεται να φθάσει.

Επίμονο ξερίζωμα των αγκαθιών
Είναι για μας επιτακτική ανάγκη να ξεριζώσουμε από τη φύση μας τα αγκάθια των παθών, όσο ζούμε σ' αυτή τη γη. Με το επίμονο ξερίζωμα στο Χωράφι της ψυχής μας, εξαφανίζονται τα αγκάθια γιατί δεν έχει καθαρισθεί ακόμη εξολοκλήρου. Εάν λοιπόν, με την προσωρινή μας ραθυμία, ή με τη μικρή μας αμέλεια, βρίσκουν καιρό και αυξάνουν τα αγκάθια των παθών, και καλύπτουν και πιέζουν την καρδιά, και αποπνίγουν τον καλό σπόρο της, και κάνουν τον κόπο μας να πάει χαμένος, συμπεραίνουμε ότι πρέπει να την καθαρίζουμε κάθε μέρα πού περνάει. Γιατί, άμα σταματήσουμε, τα αγκάθια πληθαίνουν πολύ. Ας καθαρισθούμε, λοιπόν, απ' αυτά με τη χάρη του ομοουσίου και μονογενούς Υιού του Θεού, στον όποιο ανήκει ή δόξα, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, εις τους αιώνας.

Τα πάθη διορθώνονται με σωματικούς κόπους στην ησυχία
Να ξέρεις, αδελφέ μου, ότι τα κρυμμένα πάθη στην ψυχή μας δε διορθώνονται μόνο με τους σωματικούς κόπους μας, ούτε πάλι οι σωματικοί κόποι από μόνοι τους εμποδίζουν τους κακούς λογισμούς, πού διεγείρονται πάντοτε από τις αισθήσεις μας. Οι κόποι, βέβαια, φυλάγουν τον άνθρωπο από τις πονηρές επιθυμίες, για να μην τον νικήσουν, και από τη δαιμονική πλάνη, όμως δεν μπορούν από μόνοι τους να δώσουν στην ψυχή την ειρήνη και τη γαλήνη. Γιατί τα έργα του Θεού και οί κόποι μας τότε μόνο παρέχουν στην ψυχή την απάθεια, και νεκρώνουν τα γήινα μέλη μας, και μας χαρίζουν την ανάπαυση των λογισμών, όταν γίνονται στην ησυχία, οπότε οί σωματικές μας αισθήσεις αναπαύονται από την εξωτερική ταραχή και μπορούμε να αφοσιωθούμε, για κάποιο διάστημα, στην εργασία πού μας οδηγεί στη σοφία του Θεού. Γιατί, μέχρι να στερηθεί ό μοναχός τις συναντήσεις των διαφόρων ανθρώπων, και να συμμαζέψει τους σκόρπιους λογισμούς του, και να συγκεντρωθεί στον εαυτό του, δε θα μπορέσει να γνωρίσει το πάθος πού τον κυβερνάει. Γιατί, όπως είπε ό άγιος Βασίλειος, ή ησυχία είναι ή αρχή της κάθαρσης της ψυχής. Όταν δηλ. σταματήσουν οί ερεθισμοί και οί περισπασμοί από τον έξω κόσμο, τότε ή διάνοια μας επιστρέφει, και από κει πού ήταν σκόρπια από τους περισπασμούς, βρίσκεται μόνη της και ηρεμεί, και ξυπνάει ή καρδιά, για να εξερευνήσει τα θαυμάσια του Θεού. Και αν δείξει καλή υπομονή σ' αύτη την εργασία της ησυχίας, αρχίζει ό μοναχός και οδεύει, ολίγον κατ' ολίγον, στην καθαρότητα της ψυχής.

Tι είναι απάθεια
Απάθεια είναι όχι το να μην αισθάνεσαι τα πάθη, αλλά το να μην τα δέχεσαι και να μη συγκατατίθεσαι σ' αυτά. Από τις πολλές και διάφορες αρετές, τις φανερές και τις κρυφές, πού αποκτούν οί αγωνιστές, εξασθενούν μέσα τους τα πάθη και δεν έχουν τη δύναμη να κινηθούν κατά της ψυχής. Έτσι, και ό νους δε χρειάζεται πάντοτε να προσέχει τις κινήσεις τους διότι κάθε ώρα και στιγμή, νύχτα και μέρα, είναι γεμάτος από καλούς λογισμούς, αφού μελετά τα θεία νοήματα και, κατά κάποιον τρόπο, συνομιλεί με αυτά. Όταν, λοιπόν, αρχίσουν τα πάθη να κινούνται μέσα στους αγωνιστές, ξαφνικά αρπάζεται ό νους από αυτά τα θεία νοήματα, πού τα αισθάνεται πολύ κοντά του, και έτσι, τα πάθη μένουν aνενέργητα, όπως είπε ό μακάριος Μάρκος ό ασκητής.

Ή ψυχή από τη φύση της είναι απαθής
Λοιπόν, τα πάθη είναι προσθήκη στον άνθρωπο, και ή αιτία για την ύπαρξη τους είναι ότι τα δέχεται ή ψυχή διότι ή ψυχή δημιουργήθηκε από το Θεό απαθής, χωρίς κανένα πάθος. Και όταν ακούσεις να ονομάζονται στην αγία Γραφή πάθη ψυχικά και σωματικά, να γνωρίζεις ότι ονομάζονται έτσι ως προς τις αιτίες τους, ότι δηλ. ή ψυχή και το σώμα είναι ή αιτία των παθών, επειδή τα δέχονται. Ή ψυχή, λοιπόν, από τη φύση της είναι απαθής. Βέβαια, οι μη χριστιανοί φιλόσοφοι αυτό δεν το παραδέχονται, και όσοι άλλοι τους ακούν και τους ακολουθούν. Άλλα εμείς οί ορθόδοξοι έτσι πιστεύουμε, ότι ό Θεός τον «κατ' εικόνα» άνθρωπο τον έπλασε απαθή. Και όταν λέω «κατ' εικόνα», δεν αναφέρομαι στο σώμα, αλλά στην ψυχή, πού είναι αόρατη, όπως ό Θεός.

Αν ήταν κάποτε ή φύση της ψυχής φωτεινή και καθαρή, διότι φωτιζόταν από το μακάριο φως του Θεού, ομοίως και όταν επανέλθει στην αρχαία εκείνη κατάσταση, γίνεται πάλι φωτεινή και απαθής. Επομένως, όταν ή ψυχή κινείται με εμπάθεια, βρίσκεται έξω από τη φυσική της κατάσταση, όπως μας βεβαιώνουν όσοι ζουν στην Εκκλησία και τρέφονται από την αγία της παράδοση.

Εάν λοιπόν, ή αρετή είναι φυσική υγεία της ψυχής, συμπεραίνουμε ότι τα πάθη είναι αρρώστια της ψυχής, γιατί ήρθαν σ' αυτήν αργότερα, μετά τη δημιουργία της, και την έβγαλαν από τη φυσική της υγιή κατάσταση. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ή υγεία υπήρχε στη φύση της ψυχής πριν από την αρρώστια. Και αν αυτά είναι αληθινά, όπως και είναι, λοιπόν ή αρετή είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, ενώ τα πάθη την πρόσβαλαν απ' έξω και δεν ανήκουν στη φύση της.

Εάν τα πάθη ήταν φυσικό ιδίωμα της ψυχής, για ποιο λόγο να βλαφτεί απ' αυτά; Διότι όσα είναι της φύσεως, δεν μπορούν να βλάψουν τη φύση τους.


Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Λ´



Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη, ποὺ μεταχειρίζεται ὁ διάβολος γιὰ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸ κακό τους καὶ θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν. Καὶ γιατὶ οἱ ἀποφάσεις μας πολλὲς φορὲς δὲν φέρνουν τὸ ἀποτέλεσμά τους.


Ἐκεῖνοι, ποὺ γνωρίζουν τὴν κακὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν καὶ θέλουν νὰ τὴν ἀλλάξουν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μένουν πλανεμένοι καὶ νικημένοι ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα· μετὰ ἀπὸ αὐτά· αὔριο, αὔριο· ἂς τελειώσω πρῶτα αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ παραδοθῶ μὲ περισσότερη ἀνάπαυσι στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ πνευματικὴ ζωή· ἂς κάνω αὐτὸ σήμερα καὶ αὔριο μετανοῶ. Παγίδα τοῦ ἐχθροῦ εἶναι αὐτή, ἀδελφέ, ἡ ὁποία ἔπιασε πολλοὺς καὶ πιάνει ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν κόσμο. Αἰτία τῆς παγίδας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἄγνοιά μας. Ἐπειδὴ καὶ σὲ μιὰ τέτοια ὑπόθεσι, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποτελεῖται καὶ κρέμεται ὅλη ἡ σωτηρία τῆς δικῆς μας ψυχῆς καὶ ὅλη ἡ τιμὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν πιάνουμε γρήγορα ἐκεῖνο τὸ τόσο δυνατὸ ὅπλο καὶ νὰ ποῦμε στὸν ἑαυτό μας· τώρα, τώρα νὰ ζήσω πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὄχι μετὰ ἀπὸ αὐτά· σήμερα, σήμερα νὰ μετανοήσω καὶ ὄχι αὔριο· τὸ τώρα καὶ τὸ σήμερα, εἶναι στὰ χέρια μου· τό, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ αὔριο εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἂν μοῦ εἶχε δοθῇ τό, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ αὔριο, ποιός δρόμος σωτηρίας καὶ νίκης θὰ εἶναι αὐτός, τὸ νὰ θέλω πρῶτα νὰ πληγωθῶ καὶ ὕστερα νὰ θεραπευθῶ, τὸ νὰ κάνω πρῶτα τὶς νέες ἀταξίες μου καὶ νὰ συμορφώνωμαι;

Ὁπότε, ἂν θέλῃς νὰ φύγεις, ἀδελφέ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ νικήσῃς τὸν ἐχθρό, ἡ θεραπεία εἶναι, τὸ νὰ ὑπακούσῃς γρήγορα μὲ τὴν πρᾶξι στοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς θεῖες ἐμπνεύσεις, ποὺ σὲ καλοῦν σὲ μετάνοια καὶ νὰ μὴ δώσῃς καθόλου περιθώριο στὴ μέση, οὔτε νὰ πῇς, ὅτι ἐγὼ ἀποφάσισα ὁριστικὰ νὰ μετανοήσω μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ πιὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀλλάξω· ὄχι γιατὶ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς εἶναι λανθασμένες καὶ πολλοὶ δείχνοντας ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτές, ἐξαπατήθηκαν καὶ ἔμειναν ἀμετανόητοι γιὰ διάφορες αἰτίες.

Α´. Γιατὶ οἱ δικές μας ἀποφάσεις δὲν εἶναι θεμελιωμένες πάνω στὴν ἀπιστία τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ στὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ· καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ συμβαίνει τὸ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν μεγάλη μας ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὁποία παρακινούμενοι, δίνουμε ἐμπιστοσύνη στὶς δικές μας ἀποφάσεις, πὼς εἶναι σταθερές. Ἀλλὰ τὸ φῶς γιὰ νὰ γνωρίσουμε αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀσθένειά μας καὶ ἡ βοήθεια γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, νὰ πέσουμε καὶ μὲ τὴν πτῶσι, μᾶς προσκαλεῖ ἀντὶ νὰ ἐλπίζουμε στὸ δικό μας θάρρος καὶ ἐλπίδα, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ δίνουμε ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτὸν μόνο· καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μας, μᾶς προσκαλεῖ στὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Θέλεις νὰ γνωρίζῃς, ἄνθρωπε, πότε εἶναι δυνατὲς καὶ στερεὲς οἱ ἀποφάσεις σου; Ὅταν δὲν ἔχῃς καμμία ἐμπιστοσύνη στὸ ἑαυτό σου καὶ ὅταν εἶναι ὅλες θεμελιωμένες μὲ ταπείνωσι στὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Θεοῦ.

Β´. Ὅταν κινούμαστε ἐμεῖς νὰ πάρουμε καμμία ἀπόφασι, σκεφπόμαστε μόνο τὴν ὡραιότητα καὶ δύναμι τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία παρασύρει μὲ τὸ μέρος της τὴν θέλησί μας, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατη· μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, ὅταν παρουσιασθῇ ἡ δυσκολία καὶ ὁ κόπος, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκτᾶται ἡ ἀρετή, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀδύνατη καὶ νέα ἡ θέλησί μας, μικραίνει καὶ ἀποσύρεται πίσω καὶ στὴ συνέχεια μένουν ἄπρακτες οἱ ἀποφάσεις μας. Γι᾿ αὐτὸ ἐσὺ συνήθισε νὰ ἀγαπᾷς πολὺ περισσότερο τὶς δυσκολίες, ποὺ φέρνουν τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, παρὰ τὶς ἴδιες τὶς ἀρετές, καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυσκολίες ἂς τρέφεται πάντα ἡ θέλησίς σου, πότε μὲ τὸ λίγο καὶ πότε μὲ τὸ πολύ, ἂν θέλῃς πραγματικὰ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές. Καὶ ἂς εἶσαι βέβαιος, ὅτι τόσο πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ γενναῖα θὰ νικήσῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς ἐχθρούς σου, ὅσο πιὸ γενναῖα ἀγκαλιάσεις τὶς δυσκολίες καὶ ὅσο περισσότερο τὶς ἀγαπᾷς.

Γ´. Γιατὶ οἱ ἀποφάσεις μας μερικὲς φορὲς δὲν σκέφτονται τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ δικό τους συμφέρον, τὸ ὁποῖο, συνήθως ἀκολουθεῖ τὶς ἀποφάσεις, ποὺ κάνουμε γιὰ τὶς πνευματικὲς τρυφὲς καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε θεῖα χαρίσατα. Ὁπότε ἐμεῖς, στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς στενοχωροῦν πολύ, ἄλλη βοήθεια δὲν βρίσκουμε, παρὰ νὰ βάλουμε σκοπὸ καὶ νὰ ἀποφασίσουμε πῶς θὰ παραδοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ στὶς ἐξασκήσεις τῶν ἀρετῶν. Καὶ ἂν ἀγαπᾷς νὰ παραδοθῇς καὶ σύ, ἀδελφέ, σὲ αὐτό, ἂς εἶσαι στὸ καιρὸ τῶν πνευματικῶν τρυφῶν πολὺ ἐπιφυλακτικὸς καὶ ταπεινὸς στὶς ἀποφάσεις σου· ἰδιαίτερα ὅμως φυλάξου, νὰ μὴ δίνης ἐντολὲς στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ μὴν κάνῃς τάματα, γιὰ νὰ μὴν τὰ παραβῇς καὶ πέσῃς στὴν ἁμαρτία· καὶ ὅταν βρίσκεσαι λυπημένος, ἡ ἀπόφασι καὶ ἡ γνώμη σου ἂς εἶναι νὰ ὑποφέρῃς εὐχάριστα τὸν σταυρὸ καὶ τὴν θλῖψι, καθὼς θέλει ὁ Κύριος, ἀποστρεφόμενος κάθε γήινη βοήθεια καὶ καμιὰ φορὰ ἀκόμη καὶ τὴν οὐράνια· μιὰ ἂς εἶναι ἡ ἀναζήτησίς σου καὶ μία ἡ ἐπιθυμία σου, νὰ βοηθῆσαι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ὑποφέρῃς κάθε τί ἀντίθετο, χωρὶς νὰ μολύνῃς τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ χωρὶς νὰ κάνῃς τὸν Θεό σου νὰ δυσανασχετήσῃ.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (Ἃγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)


Ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ καθάρισε τελείως τὸν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο. 

Κάποιος ἀδελφός, ἐνῶ προσευχόταν μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὴ θεία δύναμη, καὶ μὲ ἁρπαγὴ τοῦ νοῦ του εἶδε τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ καὶ τὰ ἐκεῖ φωτεινὰ κατοικητήρια καὶ φῶς ἄπειρο καὶ ἀνέκφραστο, καὶ ἄκουσε φωνή, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεως τῶν δικαίων. Μετὰ ἀπ' αὐτὸ ὑπερηφανεύθηκε καί, νομίζοντας τὸν ἑαυτό του σπουδαῖο, ἔπεσε σὲ βάθος ἁμαρτιῶν καὶ κυριεύτηκε ἀπὸ πολλὰ κακά. Ἄν λοιπὸν αὐτὸς ἔπαθε τέτοια, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ καθένας νὰ λέει, «Ἀφοῦ νηστεύω καὶ ζῶ σὰν ξένος καὶ δίνω ἐλεημοσύνη καὶ ἔχω φυλαχθεῖ ἀπὸ πορνεία, κλοπὴ καὶ τὰ ὅμοια, ἄραγε εἶμαι ἅγιος; Γιατὶ τελειότητα δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φανερὰ κακά, ἀλλὰ κυρίως ἡ κάθαρση τῆς διανοίας!

Ἄν λοιπὸν καθάρισες ὅλη τὴν ἀνομία, ποὺ ἔχεις μέσα σου, καὶ ἀπέρριψες τὴν ἁμαρτία, τότε καυχήσου γιὰ τὴν καθαρότητα ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἄν ὅμως ὄχι, τότε ταπεινώσου σὰν φτωχός παρακαλώντας τὸ Χριστὸ νὰ σὲ καθαρίσει ἀπὸ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες σου. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο μέσω τοῦ Ἰησοῦ.

Ἄν ἀπέκτησες σοφία κοσμικὴ καὶ γήϊνες γνώσεις, ἀρνήσου τες. Ἄν στηρίζεσαι σὲ προτερήματα τῆς σάρκας, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ μίκρυνέ τον. Γιατὶ μόνον ἔτσι θὰ μπορέσεις νὰ γίνεις μαθητὴς τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος. Καὶ σ' αὐτὴ θὰ βρεῖς τὴν ἀληθινὴ σοφία, ὄχι σὲ κομψά λόγια, ἀλλὰ στὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ἔχοντας ἐσωτερικά τὰ ἴδια ἐνεργήματα μ' ἐκείνους ποὺ καταξιώθηκαν νὰ τὴν ἀποκτήσουν.

Κι' ἄν ἀκόμη ἔλαβες οὐράνια γεύση. Κι' ἄν ἀκόμη ἔγινες μέτοχος ἐκείνης τῆς σοφίας καὶ ἀπέκτησες ἀνάπαυση στὴν ψυχή σου, μήν ὑπερηφανεύεσαι, μήτε νὰ ξεθαρρεύεις σὰν νὰ κατάκτησες ὅλη τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μήν ἀκούσεις καὶ σὺ τὸ τοῦ Θείου Παῦλου. «Τώρα πλέον εἴσασθε χορτάτοι! Τώρα πλέον γίνατε πλούσιοι! Χωρίς έμᾶς. κατακτήσατε τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν!...». Ἀλλὰ κι' ἄν γεύθηκες τὰ οὐράνια, νὰ πιστεύεις ὅτι δὲν ἄγγιξες ἀκόμη τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ κυριαρχεῖ μέσα στὴ διάνοιά σου.

(Μακάριος ο Αιγύπτιος - Mελέτημα 20, πηγή: orthodoxfathers.com)




«Χωρὶς ἐμοῦ, δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε» (Ἃγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος)






Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, ἀφοῦ ὑπέφεραν πολλὰ βασανιστήρια καὶ ἔδειξαν καρτερία μέχρι τὸ θάνατο, ἔγιναν ἄξιοι γιὰ τὰ στεφάνια καὶ τὴ δόξα. Καὶ ὅσο περισσότερα καὶ σκληρότερα ἦταν τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφεραν, τόση περισσότερη δόξα καὶ παρρησία ἀπέκτησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ παραδόθηκαν σὲ διάφορες θλίψεις (εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, εἴτε ἐκ σωματικῶν ἀσθενειῶν), ἄν κάνουν μέχρι τέλους ὑπομονὴ καὶ δὲν γογγύσουν, θὰ ἀξιωθοῦν τὰ ἴδια στεφάνια καὶ τὴν ἴδια παρρησία μὲ τοὺς Μάρτυρες. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνο στὸ μέλλον θὰ ἀπολαύσουν ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ θὰ ἀξιωθοῦν τὴν παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!


Ἐπειδὴ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν οὐράνια ζωὴ εἶναι ὁμολογουμένως στενὸς καὶ γεμάτος θλίψεις, καὶ εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν βαδίζουν, γι' αὐτὸ πρέπει γιὰ χάρη τῆς ἐλπίδας τοῦ Οὐρανοῦ νὰ ὑπομένουμε σταθερὰ κάθε δοκιμασία τοῦ πονηροῦ. Τὰ παθήματα τοῦ καιροῦ τούτου δὲν ἰσοσταθμίζουν τὴ δόξα ποὺ μέλλει νὰ μᾶς δοθεῖ!

Γιατί, ὅταν ἤμαστε στὸν κόσμο, δὲν μᾶς ἔβρισκαν τόσοι πειρασμοί, ἀλλὰ τώρα ποὺ ἤρθαμε νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ Θεὸ;

Τοῦτο συμβαίνει ἐπειδὴ φθονεῖ ὁ ἐχθρὸς τὴν ἀνταπόδοση, ποὺ ἐλπίζουμε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ θέλει νὰ βάλει μέσα στὶς ψυχές μας τὴ χαύνωση καὶ τὴ ραθυμία, γιὰ νὰ μὴ ζήσουμε εὐάρεστα στὸ Θεὸ καὶ ἀξιωθοῦμε τὴ Βασιλεία Του. Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι καὶ Ἐκεῖνος ἔτσι πέρασε σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ὑβριζόμενος, διωκόμενος, ἐμπαιζόμενος καὶ τέλος θανατώθηκε μὲ ἀτιμωτικὸ τρόπο ἐπάνω στὸ Σταυρό.

Ἄν θέλουμε νὰ ὑποφέρουμε μὲ εὐκολία τὴν κάθε θλίψη καὶ τοὺς πειρασμούς, ἄς ἔχουμε ἐμπρὸς στὰ μάτια μας πάντοτε τὸ θάνατο γιὰ Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. Τέτοια ἐντολὴ ἔχουμε, νὰ σηκώνουμε τὸ σταυρό μας καὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε πρόθυμοι καὶ ἕτοιμοι γιὰ τὸ θάνατο. Γιατὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ πεθάνει γιὰ τὸ Χριστό, καθόλου δὲν θὰ δυσκολευτεῖ στὰ ἐπίπονα καὶ λυπηρά. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνει κληρονόμος τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ τὰ πάθη Του μὲ ζῆλο.

Πρέπει λοιπὸν καὶ χωρὶς νὰ θέλουμε, νὰ σπρώχνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν ἀρετή: Στήν ἀγάπη, ὅταν στερούμεθα ἀγάπης. Στήν πραότητα, ὅταν αὐτὴ μᾶς λείπει. Στὸ νὰ ἔχουμε συμπαθὴ καὶ φιλάνθρωπη καρδιά. Στήν προσευχή, ὅταν δὲν ἔχουμε πνευματικὴ προσευχή. Βλέποντας ὁ Θεὸς τὸν ἀγῶνα ν' ἀποκτήσουμε τὰ πιὸ πάνω ἔρχεται βοηθὸς καὶ μᾶς δίνει καὶ μᾶς γεμίζει μὲ ὅλους τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης στὸ νὰ μὴ κατηγορεῖ κανένα, νὰ μὴ κατακρίνει, νὰ μὴ ὑπερηφανεύεται. Ὅλα αὐτὰ γίνονται εὔκολα ὅταν ἐνωθοῦμε καὶ ἔλθει καὶ κατοικήσει μέσα μας ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι τὸ κινοῦν καὶ τὸ αἴτιον ἐκπληρώσεως κάθε καλοῦ καὶ κάθε ἀρετῆς, ὅπως μᾶς τὸ εἶπε• «Χωρὶς ἐμοῦ, δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε».

(Μακάριος ο Αιγύπτιος - Mελέτημα 31, πηγή: orthodoxfathers.com)

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)


Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε. Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.


Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.

Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.

Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.

Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί. Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα, που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19). Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή. Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησόν με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους. Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική, και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.

(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.

Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.

Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρησή τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό. Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύο ώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράνθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.

(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος, σ. 121-126)

Πηγή: http://alopsis.gr/

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (19 Φεβρουαρίου)


Ὅρπηξ Ἀθηνῶν ἐστιν ἡ Φιλοθέη,
Ἐχθρὸν βαλοῦσα σταυροῦ τῇ πανοπλίᾳ. 

Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.

Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.

Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.

Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.

Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.

Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.

Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.

Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.

Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.

Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.

Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.

Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.

Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.

Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».

H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...».

Πηγή: www.saint.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.




Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηνῶν τῶν κλεινῶν τε νῦν καὶ πάλαι τὸ βλάστημα καὶ τῶν χθὲς καὶ πρώην ὁσίων τὸ ἀρίζηλον καύχημα τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, ὁσίαν Φιλοθέην εὐλαβῶς ὅτι τὸν Χριστὸν εὐτόνως πάντων τῶν γεηρῶν ἀντήλλαξεν. Ἔχουσα οὗν συμπρεσβευτὴν τὸν παμμέγαν Διονύσιον, σῶζε τοὺς προσκυνούντας, εὐσεβῶς τὸ πάνσεπτον σκῆνος σου.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηναίων ἡ πόλις ἡ περιώνυμος Φιλοθέην τιμᾷ τὴν ὁσιομάρτυρα καὶ ἀσπάζεται αὐτῆς τὸ θεῖον λείψανον, ὅτι ἐβίωσε σεμνῶς καὶ μετήλλαξε τὸ ζῆν ἀθλήσει καὶ μαρτυρίῳ, καὶ πρεσβεύει πρὸς τὸν Σωτῆρα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.




Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΦΡΟΝΗΜΑ



Ιερομονάχου  Γρηγορίου  Ζιώγου

Σήμερα η ορθοδοξία είθισται να ταυτίζεται μόνον με την αποδοχή του Χριστού. Δηλαδή δεχόμεθα τον Χριστόν και επειδή πηγαίνουμε στην Εκκλησία και ανάβουμε και κανένα κεράκι, πηγαίνομε και σε καμιά θρησκευτική εκδήλωση, υποτίθεται ότι κλείσαμε θέση στον παράδεισο.


Ποιό το νόημα να ενταχθεί στους  κόλπους της Εκκλησίας ένας αιρετικός και να μετέχει των αχράντων μυστηρίων, ενώ την ίδια στιγμή να είναι ακατήχητος στις βασικές αλήθειες της πίστεως; Έτσι αντικαθιστούμε η ανταλλάσουμε το προηγούμενο εσφαλμένο δόγμα του ανθρώπου με ένα καινούργιο, το οποίο λέγεται η Απεραντολογία της οικονομίας.   Αυτή η πρακτική έχει ως αποτέλεσμα να ανταλλάσουμε μέσα τους την μία δεισιδαιμονία με μία άλλη δεισιδαιμονία. Και τούτο διότι η ορθοδοξία όταν έτσι παρουσιάζεται και προσφέρεται, σε τι διαφέρει από την δεισιδαιμονία; Όταν η ορθοδοξία παρουσιάζεται και προσφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή σαν ένας Χριστιανικός οργανισμός  πού δεν θεραπεύει τις ψυχές, ( παρ’ όλο που αυτός είναι ο σκοπός του ) τότε σε τι διαφέρει από την δεισιδαιμονία; Και γιατί να πιστέψει κάποιος μη ορθόδοξος στην ορθοδοξία και όχι σε ένα άλλο Χριστιανικό δόγμα; Εν τελευταία αναλύσει ποια η διαφορά της ορθόδοξης διδασκαλίας από την διδασκαλία των Οικουμενιστών; Αφού και τα δύο με τον τρόπο που προσφέρονται δεν προσφέρονται σαν αγωγές και σαν δρόμοι πρός την σωτηρία, αλλά σαν δεισιδαιμονία αλλάζοντας την παλαιά πλάνη με την καινούργια. Δεν καθαρίζεται έτσι η ψυχή του ανθρώπου. Προηγείται ο φόβος του θεού και η μετάνοια, η οποία συνεχίζεται κατά το στάδιο της καθάρσεως και ολοκληρώνεται με τον φωτισμό του νού του ανθρώπου από την χάρη του Αγίου Πνεύματος.
 Η ορθόδοξη διδασκαλία δεν ενδιαφέρεται μόνον για το τι θα συμβεί στον άνθρωπο μετά θάνατον, αλλά εκείνο κυρίως πού την ενδιαφέρει είναι το τι  θα γίνει ο άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός. Οπότε πρέπει σ’ αυτήν την ζωη ν’ αρχίσει η θεραπεία. Γι’ αυτό λοιπόν η ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι μόνον μελλοντολογική, εσχατολογική και υπερκοσμική, αλλά είναι ακραιφνώς ενδοκοσμική. Συνεπώς το έργο της Εκκλησίας και των κληρικών δεν έγκειται στο να μας βοηθήσουν να δούμε την δόξα του θεού μετά θάνατον, διότι αυτό θα γίνει οπωσδήποτε.  Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πώς θα δει ο  άνθρωπος τον θεόν και όχι αν θα δει τον θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττει ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν είτε ως Φως, είτε ως πυρ καταναλίσκον και να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δούν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως. Κατόπιν τούτων ρωτάμε:
Πως θα φωτισθεί ένας άνθρωπος ακατήχητος;
Πως θα φωτισθεί ο νούς του ανθρώπου εάν δεν καθαρισθεί;
Πως θα καθαρισθεί ο άνθρωπος εάν δεν μετανοήσει;
Και πώς θα μετανοήσει εάν δεν εννοήσει;
Σήμερα θέλουμε να μιλάμε για την αλλαγή της θρησκευτικής νοοτροπίας του ανθρώπου, για την αλλαγή του αιρετικού δόγματος του Οικουμενισμού, αλλά χωρίς την κατήχηση στις βασικές αλήθειες της ορθοδόξου πίστεως, αφήνοντας έτσι την ψυχή του ανθρώπου απροστάτευτη. Εάν δεν πράξουμε τα παραπάνω τότε σε τι διαφέρουμε από τους μη ορθοδόξους;  Στο δόγμα; Και τι να το κάνουμε το ορθόδοξο δόγμα όταν δεν το χρησιμοποιούμε για την θεραπεία των ψυχών; Το δόγμα έτσι δεν ωφελεί σε τίποτα και κανέναν. Ουδέν ωφελείται ο άνευ της κατανοήσεως του λόγου, καθ’ ον δίδοται η μετάληψις του σώματος και του αίματος του Χριστού. - Μέγας Βασίλειος.

Θα προσπαθήσουμε  να  δούμε την σημερινή διάσταση της Εκκλησίας και την πορεία της, σε σχέση με τη λεγομένη  Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Η  Ορθόδοξη  Εκκλησία αποτελεί εμπόδιο, στη Νέα Τάξη που επιθυμεί υπάκουα ρομπότ και όχι ελεύθερους ανθρώπους. Τα όργανα της Νέας Τάξης προσπαθούν να πολεμήσουν την Εκκλησία  με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ο πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας από έξω. Αυτή η απ’ ευθείας πολεμική εκτός του ότι στο βάθος ωφελεί και δυναμώνει την Εκκλησία ( Χρυσόστομος ), δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο η ύπουλη τακτική πού χρησιμοποιείται για τη διάβρωση της Εκκλησίας από μέσα. Αυτός είναι ο δεύτερος  τρόπος πολέμου εναντίον της Εκκλησίας.
Η  Νέα Εποχή δεν επιθυμεί να αδειάσουν οι Ορθόδοξοι ναοί, αλλά να γεμίσουν με ανθρώπους  που θα έχουν αλλοιωμένο  φρόνημα.

Αυτός είναι  ο στόχος. Η Νέα Τάξη δεν επιθυμεί να γκρεμίσει την Εκκλησία ( τα ντουβάρια ), αυτό εξ’ άλλου απεδείχθη ανέφικτο και από την πρόσφατη ιστορική εμπειρία στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, επιθυμεί όμως να μεταλλάξει την Εκκλησία σε κάτι άλλο από αυτό που είναι στην ουσία της.
Δεν επιθυμεί η Νέα Τάξη να κάνει απλώς την Εκκλησία να μην αντιδρά στα σχέδιά της· επιθυμεί να την κάνει θεραπαινίδα και χειροκροτητή της. Επιθυμεί να την μεταλλάξει σε έναν άνευρο οργανισμό, ο όποιος θα ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα και θα δουλεύει, για λογαριασμό του συστήματος, απορροφώντας τους κραδασμούς πού προκαλούν οι ενέργειες της κοσμικής εξουσίας σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο. Η διάβρωση της ανθρωπότητας περιλαμβάνει πρωτίστως τηνχειραγώγηση της Εκκλησίας.  Όσοι αρνούνται να μπουν σ' αυτήν την διαδικασία, στιγματίζονται από το «προοδευτικό» Ιερατείο της Νέας Τάξης ως ακραίοι,  φανατικοί και  ανόητοι. 
Για την απώλεια της ψυχής  αιτία  είναι  το ψεύδος, η αίρεση, η πλάνη και η αμαρτία. Σήμερα προβάλλεται από πολλούς κληρικούς, όλων των βαθμίδων της Ιεροσύνης έτερος Χριστός.
Το ίδιο πρόβλημα εις τους αιώνες. Πολλοί κηρύττουν Χριστόν Ασταύρωτο, στα μέτρα των ανθρώπων. Εμείς κηρύττουμε Χριστόν Εσταυρωμένο. Ο Παύλος συμβούλευε τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι Το πνεύμα, μέσω των προφητών το λέει ξεκάθαρα,  ότι στους έσχατους καιρούς θα αποστατήσουν πολλοί από την πίστη και θα προσκολληθούν σε πνεύματα παραπλανητικά και διδασκαλίες δαιμονικές.
Γίναμε χριστιανοί αγνώριστοι  σε σημείο να μη διαφέρουμε από απίστους και άθεους και σε πολλά να τους ξεπερνούμε.  Πώς έγινε αυτό;  Πώς φθάσαμε σ’ αυτό το κατάντημα; 
Μας έφθειραν  οι υπολογισμοί, ιδιοτέλειες  δειλία, καριέρα,  ματαιοδοξία. Και ιδού το αποτέλεσμα:
Απομένει ν’ ακούσουμε  και το ρήμα του Κυρίου εν ημέρα  κρίσεως:   “Ουκ οίδα ημάς”
Ο Μέγας Βασίλειος  Δεν μασούσε  τα λόγια του.
Δεν πήγε  σε κοσμοπολίτικους και εξωτικούς προορισμούς για να υπογράψει ύπουλα κείμενα. Πάνω από όλα λέγει κατάμουτρα στον έπαρχο Μόδεστο ότι η αίρεση είναι απεχθής στον  Θεό και οδηγεί στην απώλεια. Δεν νοιάζεται ο Μέγας Βασίλειος αν θα τον αποκαλέσουν οι αιρετικοί "ακραίο" ή φονταμενταλιστή ή οπισθοδρομικό ή κάτι παρεμφερές.  Μιλά την γλώσσα της αλήθειας γνωρίζοντας  ότι οι αιρετικοί έχουν με το μέρος τους την πολιτική εξουσία - η οποία την εποχή που ζούσε ήταν ασύγκριτα  πιο αδίστακτη από ότι σήμερα.
Λέγει  ο Μ. Βασίλειος: Τίποτα να μη λογαριάσετε και να ομολογήσετε την πίστη μας. Ούτε εξορία, ούτε φυλακίσεις, ούτε θάνατο.  Πολλώ  μάλλον,  δεν λέγει νερώστε το κρασί σας επειδή μπορεί να μη σας επιτρέψουν να συνεχίσετε να λειτουργείτε στον Μέγα Αντώνιο, ή στον Προφήτη Ηλία.
Δεν είπε ο Μέγας Βασίλειος ότι εδώ που είμαι στην Καισάρεια επιτελώ σπουδαίο έργο και δεν                  θέλω να διακινδυνεύσει ότι έχτισα,  με την  ακραία Ορθόδοξη Ομολογία μου. 
Δεν είπε έστησα το πιο σπουδαίο σύμπλεγμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που έγινε ποτέ και παρέχω σε χιλιάδες ανθρώπους βοήθεια και για χάρη τους βάζω νερό στο κρασί μου σε θέματα πίστεως,  από  διάκριση.  Το ακριβώς αντίθετο είπε στον Μόδεστο.  Όλα θα τα κάψω χωρίς κανένα ενδοιασμό αλλά την Ομολογία της πίστεως δεν θα την νερώσω.
Ο θεός άλλα θα ζητήσει από τον έναν και άλλα από τον άλλον. Υπάρχει όμως κάτι το οποίο θα το ζητήσει από όλους.  Την ορθόδοξη ομολογία.
Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας στους πρεσβυτέρους της Εφέσου λέει μεταξύ άλλων και τα εξής:  Μέσα από την Εκκλησία, από τους ηγέτες της Εκκλησίας, θα ξεπηδήσουν άτομα, που θα λαλούν διεστραμμένα, που θα είναι αιρετικοί. Τότε και οι πιστοί που τους ακολουθούν, καθίστανται και αυτοί κακόδοξοι  και ας έχουν ορθόδοξο  φρόνημα. 

Γι’  αυτό και  ο Κύριος  είπε  τον φοβερό εκείνο λόγο:   
 «άρα ελθών ο Υιός του ανθρώπου ευρήσει την πίστιν επί της γης;»

Πηγή: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”